M.L.A.B. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: Τ3122/23, 18/6/2024
print
Τίτλος:
M.L.A.B. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: Τ3122/23, 18/6/2024

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

    Υπόθεση Αρ.: Τ3122/23

 

18 Ιουνίου, 2024

 

[Δ. ΚατσαρίδηςΔ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

 

M.L.A.B.

Αιτητής

 

ΚΑΙ

 

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου

 

 

Καθ' ων η αίτηση

 ........

 

Α. Κιραζόκοβα (κα) για ΝΑΤΑΣΑ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΟΥ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ Δ.Ε.Π.Ε., Δικηγόρος για Αιτητή   

  

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Κ. Δ. Κατσαρίδης, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.:  Ο Αιτητής με την παρούσα προσφυγή στρέφεται κατά της απόφασης των Καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 17/11/2023, η οποία κοινοποιήθηκε στον Αιτητή στις 27/11/2023 και με την οποία απορρίφθηκε ως απαράδεκτη η μεταγενέστερη αίτησή του για διεθνή προστασία, δυνάμει των άρθρων 16Δ και 12Βτετράκις(2)(δ) του περί  Προσφύγων Νόμου (Ν.6(Ι)/2000), ως έχει ως σήμερα τροποποιηθεί.

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Τα γεγονότα της υπό εξέταση υπόθεσης προκύπτουν από το Υπόμνημα το οποίο συνοδεύεται από τον διοικητικό φάκελο που αφορά τον Αιτητή και καταχωρήθηκε στο Δικαστήριο από την Υπηρεσία Ασύλου σύμφωνα με τον κανονισμό 3 των Περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019.

Ο Αιτητής είναι υπήκοος Γουινέας και υπέβαλε αίτηση για παροχή καθεστώτος διεθνούς προστασίας στις 29/05/2019, αφού προηγουμένως εισήλθε νόμιμα στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές δηλώνοντας ασυνόδευτος ανήλικος. Στις 03/07/2019 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη του Αιτητή σχετικά με την εξακρίβωση της ηλικίας του από αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου και αυθημερόν απεστάλη επιστολή στις Ιατρικές Υπηρεσίες και στις Υπηρεσίες Δημόσιας Υγείας για την αξιολόγηση της ηλικίας του Αιτητή. Η αρμόδια κρατική υπηρεσία, σε ενημέρωσή της που απεστάλη στις 05/07/2019, κατέληξε πως ο Αιτητής πρόκειται για ενήλικο άτομο. Στις 15/07/2019 αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ετοίμασε τελική έκθεση – αξιολόγηση για τον προσδιορισμό της ηλικίας προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου και στη συνέχεια ο Προϊστάμενος ενέκρινε την εισήγηση στις 16/07/2019. Την ίδια ημέρα ο Αιτητής ενημερώθηκε σχετικά με τα αποτελέσματα του προσδιορισμού ηλικίας του.

Στις 03/09/2020, πραγματοποιήθηκε συνέντευξη του Αιτητή  από αρμόδιο λειτουργό της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης για το Άσυλο (European Asylum Support Office, EASO και νυν European Union Agency for Asylum, EUAA, εφεξής ‘EASO’). Στις 30/10/2020, αρμόδιος λειτουργός της EASO ετοίμασε Έκθεση-Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με την συνέντευξη του Αιτητή.  Στη συνέχεια, ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε την εισήγηση για απόρριψη της αίτησης διεθνούς προστασίας του Αιτητή στις 25/11/2020. Στις 29/01/2021, η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική του αιτήματος του Αιτητή επιστολή μαζί με  αιτιολόγηση της απόφασης της, η οποία παραλήφθηκε και υπογράφτηκε ιδιοχείρως από τον Αιτητή κατά την ίδια ημερομηνία.

Στις 17/02/2021 καταχωρήθηκε προσφυγή υπ' αριθμό 300/2021, ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας.

Στις 19/01/2023 ο Αιτητής υπέβαλε Μεταγενέστερη Αίτηση για Διεθνή Προστασία στην Υπηρεσία Ασύλου. Στις  16/11/2023, αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ετοίμασε Σημείωμα/ Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου εισηγούμενος την απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησης για διεθνή προστασία του Αιτητή.  Στις 21/11/2023 ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε το Σημείωμα / Εισήγηση του λειτουργού σχετικά με την μεταγενέστερη αίτηση που αφορούσε Εισήγηση όπως αυτή κριθεί ως απαράδεκτη.

Στις 21/11/2023 η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική επιστολή σχετικά  με την μεταγενέστερη αίτηση του Αιτητή, η οποία δόθηκε δια χειρός σε αυτόν και του μεταφράστηκε σε γλώσσα που ο ίδιος κατανοεί  στις 27/11/2023. Στη συνέχεια, εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου που απέρριψε τη μεταγενέστερη αίτησή του ως απαράδεκτη, καταχωρήθηκε η υπό εξέταση προσφυγή.

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

Ο Αιτητής παραθέτει στο εισαγωγικό δικόγραφο της διαδικασίας πλείονες λόγους ακύρωσης χωρίς ,αυτοί να συνοδεύονται από σαφή αιτιολογία ή παραπομπή σε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά ή στοιχεία του διοικητικού φακέλου.

Κατά την ακροαματική διαδικασία η συνήγορος του Αιτητή προώθησε ως λόγο ακύρωσης της επίδικης απόφασης αρχικώς τη λανθασμένη νομική βάση στην οποία αυτή εκδόθηκε, καθώς η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου κάνει λόγο για δεύτερη μεταγενέστερη αίτηση κάνοντας μάλιστα και αναφορά στο άρθρο 16Δ(4)(Β)(ιι) του Περί Προσφύγων Νόμου. Η συνήγορος του Αιτητή υποστηρίζει ότι το συγκεκριμένο άρθρο αφορά μετέπειτα μεταγενέστερα αιτήματα διεθνούς προστασίας και όχι πρώτο μεταγενέστερο αίτημα, όπως ήταν το αίτημα διεθνούς προστασίας του Αιτητή.  Περαιτέρω, η συνήγορος του Αιτητή προβάλλει ότι τα έγγραφα τα οποία ο Αιτητής προσκόμισε δεν λήφθηκαν υπόψη από τους Καθ’ ων η αίτηση κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης. Τα εν λόγω έγγραφα αφορούν συνέντευξη που ο Αιτητής είχε κάνει στη χώρα καταγωγής του και σε αυτήν αναφέρει πράγματα εναντίον των αρχών της χώρας καταγωγής του. Συνεπώς, τα εν λόγω έγγραφα σύμφωνα με τη συνήγορο του Αιτητή ανάγονται στον πυρήνα του αιτήματος διεθνούς προστασίας του.  Η συνήγορος του Αιτητή τονίζει πως ο Αιτητής δεν είχε προηγουμένως στην κατοχή του τα εν λόγω έγγραφα και για τον λόγο αυτό προέβη σε μεταγενέστερη αίτηση ούτως ώστε να κατορθώσει να τα προσκομίσει. Συνεχίζοντας την αγόρευσή της η συνήγορος του Αιτητή αναφέρει ότι η Υπηρεσία Ασύλου δεν προέβη σε σχετική έρευνα στο διαδίκτυο, καθώς η ιστοσελίδα όπου ανευρίσκεται το εν λόγω άρθρο είναι διαθέσιμη διαδικτυακά.

TO ΝΟΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

Η παρούσα εμπίπτει στις πρόνοιες του εδαφίου (ε) του άρθρου 3 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 (3/2019), ως αυτοί έχουν προσφάτως τροποποιηθεί και συνεπώς η υπόθεση ορίστηκε απευθείας για Ακρόαση από το Πρωτοκολλητείο. Σχετικό Υπόμνημα ως προβλέπει το εδάφιο (ε) του άρθρου 3, καταχωρίστηκε από τους Καθ' ων η αίτηση, συνοδευόμενο και από τον σχετικό διοικητικό φάκελο. Το Δικαστήριο, έχοντας διακριτική ευχέρεια δυνάμει της πρώτης επιφύλαξης του εδαφίου (ε) του άρθρου 3, δεν έκρινε σκόπιμη την παρουσία των Καθ' ων η αίτηση και η διαδικασία διεξήχθη με μόνη την παρουσία του Αιτητή και της συνηγόρου αυτού.

 

Παράλληλα, το άρθρο 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 [Ν. 73(Ι)/2018, ως έχει τροποποιηθεί] καθορίζει τη δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου.

Το άρθρο 2 του περί Προσφύγων Νόμου [Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί] καθορίζει την έννοια του όρου «μεταγενέστερη αίτηση» ως ακολούθως:

« μεταγενέστερη αίτηση" σημαίνει την περαιτέρω αίτηση διεθνούς προστασίας που υποβάλλεται δυνάμει του άρθρου 16Δ μετά τη λήψη τελικής απόφασης επί προηγούμενης αίτησης, περιλαμβανομένων περιπτώσεων όπου ο Προϊστάμενος έλαβε απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 16Β ή 16Γ·»

 

Το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου καθορίζει την έννοια του όρου «πρόσφυγας» και τις προϋποθέσεις υπαγωγής σε αυτό τον ορισμό.

 

Το άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου προβλέπει τις περιπτώσεις όπου χορηγείται το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.

Το άρθρο 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου προβλέπει τα ακόλουθα (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

«Απαράδεκτες αιτήσεις

12Βτετράκις.-(1) Χωρίς επηρεασμό των περιπτώσεων κατά τις οποίες μια αίτηση δεν εξετάζεται σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 604/2013, σε περίπτωση που αίτηση θεωρείται απαράδεκτη δυνάμει του εδαφίου (2), ο Προϊστάμενος κλείνει το φάκελο και διακόπτει τη διαδικασία εξέτασης της αίτησης με απόφασή του την οποία λαμβάνει και καταχωρίζει στον φάκελο χωρίς να εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 12Δ και 13 και επί της οποίας απόφασης εφαρμόζονται οι διατάξεις των εδαφίων (7) μέχρι (7Ε) του άρθρου 18.

(2) Με την επιφύλαξη της Σύμβασης, η Υπηρεσία Ασύλου δύναται να θεωρήσει αίτηση ως απαράδεκτη μόνον εάν-

(α) [...]

(β) [...]

(γ) [...]

(δ) η αίτηση είναι μεταγενέστερη αίτηση στο πλαίσιο της οποίας δεν υποβλήθηκαν από τον αιτητή ή δεν προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας∙ ή

(ε) [...]».

 

Το άρθρο 16Δ του του περί Προσφύγων Νόμου ορίζει τα εξής (έμφαση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«Υποβολή νέων στοιχείων ή πορισμάτων ή μεταγενέστερης αίτησης

16Δ.-(1)(α) Σε περίπτωση που αιτητής υποβάλει στον Προϊστάμενο -

(i) Μεταγενέστερη αίτηση, ή

(ii) νέα στοιχεία ή πορίσματα κατά ή μετά την ημερομηνία στην οποία καθίσταται εκτελεστή απόφαση του Προϊσταμένου επί πρότερης αίτησης του αιτητή,

ο Προϊστάμενος εξετάζει το συντομότερο δυνατό οτιδήποτε ούτως υποβληθέν σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

(β) Στην παράγραφο (α), ο όρος «απόφαση» περιλαμβάνει απόφαση που λαμβάνεται από τον Προϊστάμενο δυνάμει του άρθρου 16Β ή 16Γ.

(2) Σε περίπτωση που αιτητής υποβάλει στον Προϊστάμενο είτε μεταγενέστερη αίτηση είτε νέα στοιχεία ή πορίσματα, σύμφωνα με το εδάφιο (1), ο Προϊστάμενος δεν μεταχειρίζεται οτιδήποτε υποβληθέν ως νέα αίτηση αλλά ως περαιτέρω διαβήματα στα πλαίσια της αποφασισθείσας αίτησης. Ο Προϊστάμενος λαμβάνει υπόψη όλα τα στοιχεία των προαναφερόμενων περαιτέρω διαβημάτων χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.

(3)(α) Κατά τη λήψη απόφασης σχετικά με το παραδεκτό της αίτησης σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις, ο Προϊστάμενος προβαίνει σε προκαταρτική εξέταση προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της εκδοθείσας απόφασής του, σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τον χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας:

Νοείται ότι, σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώσει ότι ο αιτητής δεν έχει προσκομίσει νέα στοιχεία ή πορίσματα, η μεταγενέστερη αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη, με βάση την αρχή του δεδικασμένου, χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.

(β) Σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώνει ότι προέκυψαν ή υποβλήθηκαν τα προαναφερόμενα στην παράγραφο (α) νέα στοιχεία ή πορίσματα, προβαίνει σε ουσιαστική εξέτασή τους, αφού προηγουμένως ενημερώσει σχετικά τον αιτητή, και εκδίδει νέα εκτελεστή απόφαση, μόνο εφόσον -

(i) Τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον αιτητή διεθνούς προστασίας∙ και

(ii) ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.

(γ) Επί της νέας εκτελεστής απόφασης που αναφέρεται στην παράγραφο (β) εφαρμόζονται τα εδάφια (7) μέχρι (7Ε) του άρθρου 18.

(δ) Σε περίπτωση που μεταγενέστερη αίτηση δεν εξετάζεται περαιτέρω δυνάμει του παρόντος άρθρου, αυτή θεωρείται απαράδεκτη σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις και σε τέτοια περίπτωση ο Προϊστάμενος εκδίδει σχετική απόφαση επί της οποίας εφαρμόζονται κατ' αναλογία τα εδάφια (7) και (7Ε) του άρθρου 18. Η εν λόγω απόφαση παραθέτει την αιτιολογία της και ενημερώνει τον αιτητή για το δικαίωμα που έχει να την προσβάλει στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, καθώς και για την προθεσμία άσκησης τέτοιας προσφυγής.

[...]»

 

 

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

Λαμβανομένης υπόψιν της εξουσίας του παρόντος Δικαστηρίου, όπου και σύμφωνα με τον περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο του 2018 [Ν. 73(Ι)/2018, ως έχει τροποποιηθεί], το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας έχει την εξουσία να εξετάσει την παρούσα υπόθεση επί της ουσίας. Το γεγονός αυτό, οφείλεται στο ότι η παρούσα υπόθεση αφορά αίτηση που χρονικά πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 11, εδάφια (2) και (3), του πιο πάνω Νόμου, οι οποίες δίδουν στο Δικαστήριο εξουσία ελέγχου της νομιμότητας και ορθότητας της επίδικης πράξης.

Αποτελεί βασική νομολογιακή αρχή ότι η έκταση της έρευνας, ο τρόπος και η διαδικασία που θα ακολουθηθεί ποικίλλει ανάλογα με το υπό εξέταση ζήτημα, ανάγεται δε στην διακριτική ευχέρεια της Διοίκησης (Βλ. Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 503, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου (1997) 3 Α.Α.Δ. 270, Α.Ε. Aρ.: 3017, Αντώνης Ράφτης ν. Δημοκρατίας, ημερ. 5.6.2002, (2002) 3 ΑΑΔ 345).

Εν προκειμένω αυτό που εξετάζεται επί της παρούσας είναι η απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση για απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησης του Αιτητή η οποία αποτελεί απόφαση που έχει εκδοθεί δυνάμει της παραγράφου (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου. Σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη, ο Προϊστάμενος κλείνει το φάκελο και διακόπτει τη διαδικασία εξέτασης της αίτησης χωρίς να εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 12Δ (Ταχύρρυθμη διαδικασία εξέτασης αιτήσεων) και 13 (Κανονική διαδικασία εξέτασης αιτήσεων), εφόσον «η αίτηση είναι μεταγενέστερη αίτηση στο πλαίσιο της οποίας δεν υποβλήθηκαν από τον αιτητή ή δεν προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας».

Σκοπός λοιπόν της προκαταρκτικής έρευνας η οποία κατέληξε στην προσβαλλόμενη απόφαση, είναι ο έλεγχος του κατά πόσο πληρούνται οι ως άνω εκ της νομοθεσίας τιθέμενες προϋποθέσεις, οι οποίες θα δικαιολογούσαν περαιτέρω εξέταση της απορριφθείσας αιτήσεως ασύλου και όχι η εις βάθος επί της ουσίας έρευνα των νέων ισχυρισμών ωσάν να επρόκειτο για πρώτη αίτηση ασύλου. Αυτή είναι άλλωστε και η σκοπιμότητα των διατάξεων του αρ. 40 (2), (3) και (4) της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ ως αυτές έχουν ερμηνευθεί στην απόφαση του ΔΕΕ της 9ης Σεπτεμβρίου 2021 στην υπόθεση C-18/20, XY κατά Bundesamt für Fremdenwesen und Asyl, ECLI:EU:C:2021:710 

Ως εκ τούτου, στα πλαίσια μεταγενέστερης αίτησης αυτό που ερευνάται είναι, πρώτα, το κατά πόσο «[.] υποβλήθηκαν από τον αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της εκδοθείσας απόφασής του [.]» [άρθρο 16Δ(3)(α)] του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, Ν. 6(I)/2000 ως έχει τροποποιηθεί]) και, εφόσον διαπιστωθεί τούτο, η Υπηρεσία Ασύλου προχωρά σε εξέταση κατά πόσο «[τ]α εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον αιτητή διεθνούς προστασίας [.]» [άρθρο 16Δ(3)(β)(i) του ιδίου Νόμου] και, περαιτέρω, κατά πόσο «ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία [.]» [άρθρο 16Δ(3)(β)(ii) το Νόμου], [βλ. και αρ.40, παράγραφοι (2),(3) και (4), Ευρωπαϊκή Οδηγία 2013/32/ΕΕ].

Σκοπός λοιπόν της προκαταρτικής έρευνας η οποία κατέληξε στην προσβαλλόμενη δια της παρούσης απόφαση, είναι ο έλεγχος του κατά πόσο πληρούνται οι ως άνω και εκ της νομοθεσίας τιθέμενες προϋποθέσεις, οι οποίες θα δικαιολογούσαν περαιτέρω εξέταση της μεταγενέστερης αίτησης και όχι επί της ουσίας έρευνα των νεών ισχυρισμών ως να επρόκειτο για πρώτη αίτηση ασύλου. Τούτη είναι και η σκοπιμότητα των διατάξεων του άρθρου 40, παράγραφοι (2), (3) και (4), της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2013/32/ΕΕ, όπου γίνεται σαφής διάκριση μεταξύ πρώτης και μεταγενέστερης αίτησης όπου λέγεται ότι «[.] η μεταγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας υποβάλλεται καταρχήν σε προκαταρκτική εξέταση προκειμένου να καθορισθεί εάν προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτούντα νέα στοιχεία ή πορίσματα [.]» και ότι μόνο «[ε]άν η προκαταρκτική εξέταση που αναφέρεται στην παράγραφο 2 καταλήξει στο συμπέρασμα ότι νέα στοιχεία ή πορίσματα έχουν προκύψει ή υποβληθεί από τον αιτούντα τα οποία αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χαρακτηρισμού του αιτούντος ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας δυνάμει της οδηγίας 2011/95/ΕΕ, η αίτηση εξετάζεται περαιτέρω σύμφωνα με το κεφάλαιο II.»Περαιτέρω προνοείται ότι «[τ]α κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι η αίτηση εξετάζεται περαιτέρω μόνο εάν ο συγκεκριμένος αιτών, χωρίς υπαιτιότητά του, δεν μπόρεσε να επικαλεσθεί τα στοιχεία που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος άρθρου κατά την προηγούμενη διαδικασία [.]».

Συνεπώς, το Δικαστήριο στα πλαίσια εξέτασης μεταγενέστερης αίτησης, υπό το άρθρο 16Δ(3)(α) του περί Προσφύγων Νόμου, ελέγχει μόνο κατά πόσον, από την προκαταρκτική εξέταση της αίτησης αυτής, προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα και αφού κρίνει επί του κατά πόσο προέκυψαν τα εν λόγω νέα στοιχεία η απόφαση θα πάσχει και θα ακυρωθεί. Επομένως, στα πλαίσια αποτελεσματικής πρόσβασης του αιτητή στη δικαιοσύνη, το δικαστήριο δεν προχωρά καθ' εαυτό σε ουσιαστική εξέταση τους, όπως προνοεί το δεύτερο σκέλος του άρθρου 16(Δ) (3) (β), αφού για να γίνει δευτεροβάθμια εξέταση του αιτήματος του αιτητή ενώπιον του Δικαστηρίου, πρέπει να υπάρχει απόφαση από το διοικητικό όργανο, στο οποίο ο Νόμος έχει εναποθέσει την εξουσία να εξετάζει το αίτημα του αιτητή σε πρώτο βαθμό, κάτι που δεν υφίσταται στην παρούσα περίπτωση.

Στην παρούσα υπόθεση, οι Καθ' ων η Αίτηση απέρριψαν τη μεταγενέστερη αίτηση του Αιτητή κρίνοντας ότι τα εν λόγω στοιχεία που υπέβαλε ο Αιτητής στη μεταγενέστερη αίτησή του δεν αποτελούν νέα στοιχεία, καθώς αντί να προβάλλει νέους ισχυρισμούς επανέλαβε τους ίδιους, ήτοι ισχυρισμούς που είχαν ήδη εξεταστεί κατ’ ουσίαν και απορριφθεί. Ο συγκεκριμένος λόγος απόρριψης αφορά τους ισχυρισμούς του Αιτητή περί του ότι δε μπορεί να επιστρέψει καθώς η κατάσταση στη χώρα καταγωγής του δεν έχει αλλάξει. Περαιτέρω, οι Καθ’ ων η αίτηση αναφέρουν παράλληλα ότι τα στοιχεία που εισέφερε ο Αιτητής δεν αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης σε αυτόν διεθνούς προστασίας, καθώς δεν είναι λόγοι που συνδέονται με κάποια εκ των προϋποθέσεων του Περί Προσφύγων Νόμου του 2000. Η εν λόγω αιτιολογική βάση αφορά τον ισχυρισμό του Αιτητή περί του ότι δύο φίλοι του δολοφονήθηκαν. Τέλος, οι Καθ’ ων η αίτηση τονίζουν πως ο Αιτητής δεν αναφέρθηκε στο στοιχείο περί της δολοφονίας των φίλων του κατά την προηγούμενη αίτηση και συνέντευξή του όπως και κατά το στάδιο της προσφυγής του ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας λόγω δικής του υπαιτιότητας.

Κατά το στάδιο της καταγραφής του πρώτου αιτήματός του για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας ο Αιτητής αναφέρει ότι ο πατέρας του συμμετείχε το 2009 σε διαδήλωση που οργανώθηκε από την αντιπολίτευση. Το καθεστώς επιτέθηκε στους διαδηλωτές, με αποτέλεσμα να υπάρξει μεγάλος αριθμός τραυματιών και θυμάτων. Ο Αιτητής προσέθεσε ότι ο πατέρας του συνελήφθη και παρέμεινε στη φυλακή μέχρι το 2011, ωστόσο την 15/02/2011 απεβίωσε αφήνοντας κληρονομιά ένα οίκημα και δύο αγροτεμάχια. Ο Αιτητής προέβαλε ότι τα αδέρφια του πατέρα του πούλησαν τα εν λόγω αγροτεμάχια και εν συνεχεία η πολιτεία προχώρησε στην κατεδάφιση των οικημάτων στη γειτονιά του. Για τον λόγο αυτό ο Αιτητής δήλωσε ότι αποφάσισε να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του.

Κατά τη συνέντευξή του ενώπιον του λειτουργού της EASO, ο Αιτητής δήλωσε ως προς τα προσωπικά του στοιχεία ότι είναι ενήλικας, υπήκοος Γουινέας, με τόπο καταγωγής και συνήθους διαμονής το Conakry και συγκεκριμένα την περιοχή Kipe. Ως προς την εθνοτική του καταγωγή δήλωσε ότι ανήκει στην εθνοτική ομάδα των Peul και ως προς το θρήσκευμά του δήλωσε πως είναι Σιίτης Μουσουλμάνος. Ως προς την οικογενειακή του κατάσταση ισχυρίστηκε πως είναι άγαμος και άτεκνος. Ως προς την πατρική του οικογένεια ο Αιτητής δήλωσε ότι ο πατέρας του αποβίωσε το 2011 και πως η μητέρα του με τα δύο αδέρφια του βρίσκονται στη Γουινέα. Ως προς το εκπαιδευτικό του επίπεδο ο Αιτητής δήλωσε ότι έχει λάβει εκπαίδευση συνολικά για δεκατέσσερα έτη και πως λάμβανε εκπαίδευση προκειμένου να γίνει κομμωτής (βλ. ερυθρά 78 – 74 του Δ.Φ.).

Αναφορικά με τους λόγους για τους οποίους έφυγε από τη χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής ισχυρίστηκε κατά το στάδιο της ελεύθερης αφήγησής του πως η Κυβέρνηση της χώρας του κατεδάφισε την γειτονιά του, με αποτέλεσμα αυτή πλέον να μην υπάρχει. Λόγω του συγκεκριμένου συμβάντος ξεκίνησαν διαμαρτυρίες στην περιοχή οι οποίες μάλιστα υπήρξαν θανατηφόρες. Ο Αιτητής προσέθεσε ότι η μητέρα του έφυγε από την συγκεκριμένη περιοχή και πήγε να διαμείνει στην περιοχή όπου διέμενε ο παππούς του. Ωστόσο και σε εκείνη την περιοχή ο Αιτητής προέβαλε ότι ξέσπασαν αναταραχές κατά τις οποίες η αστυνομία επενέβη με δακρυγόνα. Λόγω των συγκεκριμένων περιστατικών ο Αιτητής δήλωσε ότι αποφάσισε να φύγει οριστικά από τη Γουινέα (βλ. ερυθρά 71 1Χ του Δ.Φ.).

Σε διευκρινιστικές ερωτήσεις αναφορικά με την κατεδάφιση της οικίας του Αιτητή, ο Αιτητής ισχυρίστηκε πως η Κυβέρνηση της χώρας επέμενε πως η συγκεκριμένη περιοχή ανήκε σε αυτήν. Για τον λόγο αυτό κατεδάφισαν τα πάντα. Μάλιστα εξήγησε πως η Κυβέρνηση της Αμερικής έστειλε χρηματικό βοήθημα ύψους ενός εκατομμυρίου δολαρίων στους κατοίκους της περιοχής. Ο Αιτητής συνέχισε λέγοντας πως δύο δικηγόροι προσπάθησαν να χειριστούν την κατάσταση ωστόσο δεν άλλαξε κάτι. Ως προς το πότε συνέβη το συγκεκριμένο περιστατικό ο Αιτητής προέβαλε ότι συνέβη περί τα τέλη Ιανουαρίου με αρχές Φεβρουαρίου του 2019 και πως πρόεδρος της χώρας ήταν ο Alpha Conde (βλ. ερυθρά 71 του Δ.Φ.). Ερωτηθείς ως προς το τι διαδραματίστηκε τη συγκεκριμένη ημέρα, ο Αιτητής δήλωσε πως πριν την κατεδάφιση έβαλαν σταυρούς στα σπίτια που θα κατεδαφίζονταν, ωστόσο δεν αποζημίωσαν χρηματικά τους κατοίκους ούτε προέβλεψαν για το που θα διαμείνουν. Ο Αιτητής περιέγραψε πως άτομα που κατοικούσαν στο εξωτερικό συγκέντρωσαν χρήματα για να τους βοηθήσουν, ωστόσο ούτε αυτό ήταν αρκετό. Ο Αιτητής ολοκλήρωσε λέγοντας ότι η κατάσταση δεν έχει βελτιωθεί (βλ. ερυθρά 70 2Χ του Δ.Φ.). Ως προς το που κατέφυγε η μητέρα του, ο Αιτητής δήλωσε ότι πήγε στο Sangaredi. Ο Αιτητής δήλωσε ότι δεν την ακολούθησε καθώς η περιοχή εκείνη δεν είχε κάποιο πανεπιστήμιο (βλ. ερυθρά 70 5Χ του Δ.Φ.).

Αναφορικά με το τι φοβάται ότι θα του συμβεί σε περίπτωση επιστροφής του στη Γουινέα, ο Αιτητής δήλωσε πως εάν γυρίσει τότε θα ξεκινήσει να συμμετέχει σε κάθε αντικυβερνητική διαδήλωση καθώς δε μπορεί να δεχτεί αυτό που συμβαίνει στη χώρα του (βλ. ερυθρά 69 1Χ του Δ.Φ.).

Ερωτηθείς ως προς το εάν μπορεί να εγκατασταθεί σε άλλη περιοχή της Γουινέας, ο Αιτητής απάντησε αρνητικά λέγοντας ότι το μόνο μέρος στο οποίο θα μπορούσε να μεταβεί είναι το Sangaredi όπου κατοικεί η μητέρα του. Ωστόσο δήλωσε ότι κάτι τέτοιο δεν είναι εφικτό καθώς τη συγκεκριμένη στιγμή οι απολαβές της μητέρας του από την εργασία της είναι ένα ευρώ την ημέρα.

Κατά το στάδιο της συγγραφής της έκθεσης – εισήγησης, ο αρμόδιος λειτουργός της EASO εντόπισε και εξέτασε συνολικά δύο ισχυρισμούς. Ο πρώτος ισχυρισμός αφορούσε τα προσωπικά στοιχεία και τη χώρα καταγωγής του Αιτητή και έγινε αποδεκτός από τον λειτουργό. Ο δεύτερος ισχυρισμός αφορούσε το ότι η οικία του Αιτητή κατεδαφίστηκε από την Κυβέρνηση. Ομοίως, και ο συγκεκριμένος ισχυρισμός έγινε αποδεκτός από τον λειτουργό καθώς ο λειτουργός έκρινε ότι η εσωτερική του αξιοπιστία στοιχειοθετήθηκε επαρκώς από τον Αιτητή και παράλληλα εξωτερικές πηγές πληροφόρησης επιβεβαίωσαν τα λεγόμενά του περί κατεδάφισης της γειτονιάς του από την Κυβέρνηση καθώς και περί του αριθμού των ατόμων που έμειναν άστεγοι. Προχωρώντας στην αξιολόγηση κινδύνου ο αρμόδιος λειτουργός κατέληξε πως σε περίπτωση επιστροφής του Αιτητή στη Γουινέα δεν υπάρχει εύλογη πιθανότητα να υποστεί συμπεριφορά που να ισοδυναμεί με δίωξη ή με σοβαρή βλάβη. Σχετικώς, ο αρμόδιος λειτουργός έλαβε υπόψη του πως στη Γουινέα δεν επικρατούν συνθήκες εσωτερικής ή διεθνούς ένοπλης σύρραξης καθώς και ότι, όσον αφορά τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό, τονίστηκε ότι ο Αιτητής μπορούσε να ακολουθήσει τη μητέρα του και να εγκατασταθεί στο Sangaredi, ωστόσο επέλεξε να μην το πράξει. Ακολούθως, κατά το στάδιο της νομικής ανάλυσης ο λειτουργός έκρινε πως ο Αιτητής δεν πληροί τις προϋποθέσεις για παραχώρηση προσφυγικού καθεστώτος ή καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας.

Ο Αιτητής στις 17/02/2021 υπέβαλε προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας, η οποία και απορρίφθηκε.

Με τη μεταγενέστερή του αίτηση την οποία συμπλήρωσε στις 19/01/2023 ο Αιτητής υποστηρίζει αφενός μεν ότι έχει ενημερωθεί πως η κατάσταση στη χώρα καταγωγής του δεν έχει μεταβληθεί, αφετέρου δε ότι από τη στιγμή που έφυγε από τη χώρα καταγωγής του δύο φίλοι του δολοφονήθηκαν υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες. Στο δε χωρίο αναφορικά με το εάν έχει να προσθέσει νέα στοιχεία / πληροφορίες, ο Αιτητής αναφέρει πως τηλεφώνησε στην οικογένειά του δύο εβδομάδες πριν την υποβολή της αίτησής του και ενημερώθηκε πως μία συνέντευξή του σε κάποιον δημοσιογράφο είναι διαδικτυακά διαθέσιμη ήδη από το 2019. Στην αίτησή του ο Αιτητής επισυνάπτει ένα άρθρο της διαδικτυακής εφημερίδας ‘Guinea Mail’, δημοσιευθέν στις 22/02/2019, μαζί με ανεπίσημη μετάφρασή του στην αγγλική. Το άρθρο τιτλοφορείται (σύμφωνα με την ανεπίσημη αγγλική του μετάφραση) ως ‘Guinea: Mamadou Lamine Aminata Bah recounts his misadventure following the breakage of Kapororails’, ενώ το περιεχόμενό του (ξανά σύμφωνα με την ανεπίσημη μετάφραση που παρασχέθηκε από τον ίδιο τον Αιτητή) αφορά τις συνθήκες υπό τις οποίες αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη Γουινέα (βλ. ερυθρά 144 – 158 του Δ.Φ.).

Έχω εξετάσει με προσοχή τον διοικητικό φάκελο του Αιτητή  καθώς και τα στοιχεία που προκύπτουν από αυτόν και, ενώ συντάσσομαι με την κατάληξη των Καθ’ ων η αίτηση αναφορικά με την απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησης του Αιτητή ως απαράδεκτης, εντούτοις διαφωνώ με το σκεπτικό με το οποίο κατέληξαν στη συγκεκριμένη απόφαση.

Πρωτίστως φρονώ ότι οι Καθ’ ων η αίτηση ορθώς έκριναν ότι ο ισχυρισμός του Αιτητή περί του ότι η κατάσταση στη χώρα καταγωγής του δεν έχει μεταβληθεί από την περίοδο που έφυγε δεν αποτελεί νέο στοιχείο αλλά επανάληψη όσων προέβαλε κατά την αρχική εξέταση της αίτησής του, καθώς και ότι τα περί της δολοφονίας των δύο φίλων του, είναι στοιχεία που δεν αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον Αιτητή καθεστώτος διεθνούς προστασίας, καθώς δεν διαφαίνεται κάποια σύνδεσή τους με τις πρόνοιες του Περί Προσφύγων Νόμου,

Συνάμα φρονώ  ότι οι εν λόγω ισχυρισμοί διατυπώνονται γενικά και αόριστα σε αφηρημένη μορφή, και εκτίθενται χωρίς την απαιτούμενη τεκμηρίωση τους με παραπομπή στα πραγματικά περιστατικά. Ούτε και ενώπιον του δικαστηρίου και παρά την έκταση που ασκεί σε υποθέσεις όπως η παρούσα η πλευρά του Αιτητή εξέθεσε με σαφήνεια ισχυρισμούς που να του δημιουργούν πραγματικό κίνδυνο δίωξης πέραν των γενικών αναφορών. Συγχρόνως και σύμφωνα με πάγια νομολογία του παρόντος Δικαστηρίου αόριστες αναφορές σε κινδύνους ζωής, όπως αόριστα στην προκειμένη περίπτωση προβάλλει ο Αιτητής, χωρίς στοιχειοθετημένους και τεκμηριωμένους ισχυρισμούς, δεν μπορούν να  θεμελιώσουν βάσιμο φόβο δίωξης ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης. (Βλ. υπόθεση υπ' αριθμόν 121/20, A.S.R. v. Κυπριακή Δημοκρατία, ημερομηνίας 31/7/2020).

Προχωρώντας ωστόσο διαπιστώνω ότι οι Καθ’ ων η αίτηση παρέλειψαν παντελώς να αξιολογήσουν το έγγραφο που προσκόμισε ο Αιτητής κατά την υποβολή της μεταγενέστερης αίτησής του.

Αναφορικά με το προσκομισθέν έγγραφο επαναλαμβάνεται ότι το εν λόγω έγγραφο αποτελεί αντίγραφο ηλεκτρονικού άρθρου της εφημερίδας ‘Guinea Mail’, ημερομηνίας 22/02/2019. Αρχικώς επισημαίνω ότι μελετώντας το εν λόγω έγγραφο διαπιστώνω ότι εντοπίζεται στον τίτλο αυτού το ονοματεπώνυμο του Αιτητή (‘Guinée: Mamadou Lamine Aminata Bah […])  και κατά συνέπεια το συγκεκριμένο άρθρο φαίνεται εκ πρώτης όψεως όντως να αναφέρεται ή να αφορά τον Αιτητή.

Αυτό που, επομένως, προκύπτει είναι ότι το συγκεκριμένο έγγραφο αλλά και οι ισχυρισμοί οι οποίοι αφορούν το έγγραφο αυτό αποτελούν «νέα» στοιχεία. Υπενθυμίζεται ότι κατά την υποβολή του μεταγενέστερου αιτήματος διεθνούς προστασίας του ο Αιτητής συμπλήρωσε στο χωρίο υπό την ονομασία «εάν ο λόγος υποβολής μεταγενέστερης αίτησης είναι λόγω νέων στοιχείων / πληροφοριών, παρακαλώ σημειώστε λεπτομερώς ποια είναι αυτά τα νέα στοιχεία» (“If the reason for submitting a subsequent application is because you have new evidence / information, please provide in detail what the new evidence is”) ότι η συζήτησή του με έναν δημοσιογράφο είναι διαθέσιμη διαδικτυακά από τις 22/02/2019, πράγμα το οποίο ο ίδιος το πληροφορήθηκε δύο εβδομάδες πριν την υποβολή του μεταγενέστερου αιτήματος διεθνούς προστασίας του. Συνεπώς, παρ’ όλο που το προσκομισθέν έγγραφο φέρει ημερομηνία προγενέστερη της τελεσίδικης απόρριψης του αρχικού του αιτήματος, εντούτοις ο Αιτητής σύμφωνα με τα όσα δηλώνει φαίνεται να αγνοούσε την ύπαρξη του συγκεκριμένου εγγράφου κατά τη διάρκεια εξέτασης της αρχικής αίτησης διεθνούς προστασίας του. Συνεπώς, τα στοιχεία αυτά είναι «νέα στοιχεία» κατά την έννοια του άρθρου 40, παράγραφοι 2,3 και 4 της οδηγίας 2013/32 καθώς ο Αιτητής, χωρίς υπαιτιότητά του, αγνοούσε την ύπαρξή της συγκεκριμένης συνέντευξής του στο διαδίκτυο, δεν μπόρεσε να επικαλεστεί το συγκεκριμένο έγγραφο κατά την προηγούμενη διαδικασία.

Σύμφωνα δε με τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως προς την έννοια των νέων στοιχείων (υπογράμμιση του παρόντος δικαστηρίου )« […]κατ’ ορθήν ερμηνεία του άρθρου 40, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας 2013/32, η έννοια «νέα στοιχεία ή πορίσματα» τα οποία «έχουν προκύψει ή υποβληθεί από τον αιτούντα», κατά τη διάταξη αυτή, περιλαμβάνει τα στοιχεία ή τα πορίσματα που προέκυψαν μετά την οριστική περάτωση της διαδικασίας που είχε ως αντικείμενο προγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας, καθώς και τα στοιχεία ή τα πορίσματα τα οποία υφίσταντο μεν ήδη πριν από την περάτωση της διαδικασίας, αλλά δεν προβλήθηκαν από τον αιτούντα»» (ΔΕΕ, C-18/20, απόφ. ημερ. 9.9.2021, σκ. 44).

Το ζήτημα της εξέτασης των μεταγενέστερων αιτήσεων και ειδικότερα της έννοιας των νέων στοιχείων και πορισμάτων εξετάστηκε στην πρόσφατη απόφαση του ΔΕΕ της 9ης Σεπτεμβρίου 2021 στην Υπόθεση C-18/20, XY κατά Bundesamt für Fremdenwesen und Asyl, ECLI:EU:C:2021:710. Το ΔΕΕ κλήθηκε να ερμηνεύσει το άρθρο 40 παράγραφοι 2, 3 και 4 της οδηγίας 2013/32/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας (στο εξής: Οδηγία 2013/32/ΕΕ), διατάξεις οι οποίες μεταφέρονται στο ημεδαπό δίκαιο με το άρθρο 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου. Στην απόφαση αυτή ξεκαθαρίστηκε ότι η έννοια «νέα στοιχεία ή πορίσματα», τα οποία «έχουν προκύψει ή υποβληθεί από τον αιτούντα», κατά τη διάταξη αυτή, περιλαμβάνει τα στοιχεία ή τα πορίσματα που προέκυψαν μετά την οριστική περάτωση της διαδικασίας που είχε ως αντικείμενο προγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας, καθώς και τα στοιχεία ή τα πορίσματα τα οποία υφίσταντο μεν ήδη πριν από την περάτωση της διαδικασίας, αλλά δεν προβλήθηκαν από τον αιτούντα (βλ. Υπόθεση C‑18/20, σκέψεις 31 έως 44).

Ως εκ τούτου φρονώ με την καταχώρηση του εν λόγου εγγράφου  ότι πρόκειται για στοιχεία ή τα πορίσματα τα οποία υφίσταντο μεν ήδη πριν από την περάτωση της διαδικασίας, αλλά δεν προβλήθηκαν από τον αιτούντα. Η παράλειψη τους για διεξαγωγή της δέουσας υπό τις περιστάσεις έρευνας η οποία συνίσταται στην παράλειψη τους να αξιολογήσουν το προσκομισθέν έγγραφο, είχε ως αποτέλεσμα το λανθασμένο συμπέρασμα περί του ότι δεν υποβλήθηκαν νέα στοιχεία, παρά το γεγονός ότι τα στοιχεία που υπέβαλε ο Αιτητής συνιστούν τέτοια νέα στοιχεία.

Επισημαίνεται ότι, η εξέταση του ζητήματος αν η μεταγενέστερη αίτηση στηρίζεται σε νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του εάν ο αιτών πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για να χαρακτηρισθεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας δυνάμει της οδηγίας 2011/95/ΕΕ πρέπει να περιορίζεται στην εξακρίβωση της ύπαρξης, προς στήριξη της αίτησης αυτής, στοιχείων ή πορισμάτων που δεν εξετάσθηκαν στο πλαίσιο της απόφασης επί της προγενέστερης αίτησης και επί των οποίων δεν μπόρεσε να στηριχθεί η απόφαση αυτή, η οποία έχει καταστεί απρόσβλητη [απόφαση της 10ης Ιουνίου 2021, Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid  (Νέα στοιχεία ή πορίσματα), C‑921/19, EU:C:2021:478, σκέψη 50].

Καταλήγω συνεπώς ότι οι Καθ’ ων η αίτηση όφειλαν να αξιολογήσουν το προσκομισθέν έγγραφο σε συνάρτηση με τον πυρήνα του αιτήματος του Αιτητή και ακολούθως να καταλήξουν στην κρίση κατά πόσον το έγγραφο αυτό αποτελεί ή όχι νέο στοιχείο προτού προχωρήσουν στην απόρριψη της αίτησής του. Ωστόσο οι Καθ' ων η αίτηση έδρασαν αντίθετα προς την υποχρέωσή τους αυτή, καθώς δεν έκαναν καμία αναφορά στο προσκομισθέν από τον Αιτητή έγγραφο. Η έκθεση – εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού δεν περιλαμβάνει οποιαδήποτε κρίση ως προς το περιεχόμενο του προσκομισθέντος εγγράφου. Τονίζεται δε ιδιαίτερα το ότι οι Καθ' ων η αίτηση δεν κατέγραψαν το περιεχόμενο του εγγράφου αυτού, παραλείποντας να εξετάσουν τον νέο ισχυρισμό του Αιτητή περί του ότι η συζήτησή του με έναν δημοσιογράφο αναφορικά με τους λόγους που τον οδήγησαν στο να εγκαταλείψει τη Γουινέα είναι ελεύθερα προσβάσιμη στο διαδίκτυο.

Στη βάση των όσων έχω αναλύσει πιο πάνω, κρίνω ότι η νομιμότητα της επίδικης απόφασης πάσχει λόγω νομικής πλάνης, μη δέουσας έρευνας των στοιχείων του φακέλου και λανθασμένης αιτιολογίας που επικαλέστηκαν οι Καθ' ων η Αίτηση για την έκδοσή της. Η παράλειψη τους για διεξαγωγή της δέουσας υπό τις περιστάσεις έρευνας η οποία συνεπικουρείται και από την παράλειψη τους να αξιολογήσουν το προσκομισθέν έγγραφο, οδήγησε τους Καθ' ων η αίτηση στην εσφαλμένη κρίση ότι δεν υποβλήθηκαν νέα στοιχεία, παρά το γεγονός ότι τα στοιχεία που υπέβαλε ο Αιτητής συνιστούν τέτοια νέα στοιχεία.

Εντούτοις, ενόψει της δικαιοδοσίας που έχει το παρόν Δικαστήριο για έλεγχο της ορθότητας της απόφασης των Καθ' ων η Αίτηση, όπου και σύμφωνα με τον περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο του 2018, Ν.73(Ι)/2018, το παρόν Δικαστήριο κέκτηται εξουσίας όπως εξετάζει πέραν από την νομιμότητα της προσβαλλόμενης πράξης και την ορθότητα αυτής, ήτοι εξέταση επί της ουσίας του αιτήματος του Αιτητή.

Επί αυτού και ως προς την δυνατότητα του Δικαστήριού να προβεί σε έλεγχό ορθότητας επί του προκαταρτικού σταδίου, συμπληρωματικά, παραπέμπω και στα όσα ελέγχθηκαν στην απόφαση στην υπόθεση “Alheto” C-585/16 παράγραφο 115 ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης: (η υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου)

«[…] η πλήρης και ex nunc εξέταση εκ μέρους του δικαστή δεν απαιτείται κατ’ ανάγκη να αφορά την επί της ουσίας εξέταση των αναγκών διεθνούς προστασίας και ότι μπορεί, συνεπώς, να αφορά το παραδεκτό της αίτησης διεθνούς προστασίας, εφόσον το εθνικό δίκαιο επιτρέπει κάτι τέτοιο κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 33, παράγραφος 2, της οδηγίας 2013/32».

Ως εκ τούτου, θα προχωρήσω σε εξέταση του κατά πόσον ορθώς η αρμόδια αρχή έκρινε ως απαράδεκτη την μεταγενέστερη αίτηση του Αιτητή στη βάση των προϋποθέσεων που τίθενται από το άρθρο 16Δ(3)(β) του περί Προσφύγων Νόμου. 

Για να αξιολογήσω κατά πόσο υφίστανται  οι προϋποθέσεις που τίθενται από το άρθρο 16Δ(3)(β) του περί Προσφύγων Νόμου, θα πρέπει να εξακριβώσω εάν με την υποβολή των νέων στοιχείων αυξάνονται οι πιθανότητες να χορηγηθεί στον Αιτητή προσφυγικό καθεστώς ή συμπληρωματική προστασία και, ως προς τη δεύτερη προϋπόθεση, αν ο Αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Ενόψει του δεδομένου ότι αυτές οι δύο προϋποθέσεις του άρθρου 16Δ(3)(β) τίθενται σωρευτικά και όχι διαζευκτικά, σε περίπτωση που δεν πληρείται μια εκ των δύο, δεν χρήζει ανάλυσης η δεύτερη. 

Στη βάση ως άνω αναφερθέν προχωρώ εξετάζοντας κατά πόσο με την υποβολή των νέων στοιχείων αυξάνονται οι πιθανότητες να χορηγηθεί στον Αιτητή προσφυγικό καθεστώς ή συμπληρωματική προστασία.

Αναφορικά με το έγγραφο το οποίο αποτελεί αντίγραφο ηλεκτρονικού άρθρου της εφημερίδας ‘Guinea Mail’, ημερομηνίας 22/02/2019 και μετά από προσεκτική μελέτη παρατηρώ ότι το εν λόγω έγγραφο δεν αυξάνει τις πιθανότητες χορήγησης καθεστώς διεθνούς προστασίας. Και εξηγώ.

Μετά από έρευνα του Δικαστηρίου  στο διαδίκτυο προκύπτει ότι η συγκεκριμένη εφημερίδα ‘Guinea Mail’ δεν υπάρχει διαδικτυακά αλλά ούτε εντοπίζεται ο σύνδεσμος  www.guineemail.com ο οποίος αναγράφεται στο πάνω μέρος του εν λόγου άρθρου. Ως εκ τούτου τα όσα προκύπτουν μετά από προκαταρτική έρευνα έρχονται προς σε αντίθεση με τα όσα αναφέρει και η συνήγορος του ότι το εν λόγω άρθρο μπορεί να εντοπιστεί διαδικτυακά.

Τέλος, παρατηρούνται ασυνέπειες επί του περιεχόμενου του εν λόγω εγγράφου όπως η σειρά της λεζάντας τίτλου όπου αναγράφεται παραποιημένα το όνομα της  εν λόγω εφημερίδας  με το υπόλοιπο κείμενο όπως επίσης και η απουσία του ονόματος του συγγραφέα που συνέγραψε το κείμενο αλλά και το γεγονός ότι τα όσα αναφέρει το εν λόγω έγγραφο αναφορικά με το περιστατικό στην γειτονία Kapororails’ στην Γουινέα δεν συνάδουν με πληροφορίες από αξιόπιστες πηγές πληροφοριών όπως η Human rights watch η οποία σχολίασε αναλυτικά το επίμαχο περιστατικό. Ως εκ τούτου ανακύπτουν σοβαρές υπόνοιες ως προς την γνησιότητα του εγγράφου και κατ’ επέκταση την αξιοπιστία του εγγράφου σε συνάρτηση βέβαια με τους ισχυρισμούς του Αιτητή ως αυτοί καταγράφονται στα διάφορα στάδια της διαδικασίας εξέτασης του αιτήματος του.

Σημειώνεται παράλληλα σε συνδυασμό  με την έρευνα που διεξήγαγαν η  Καθ’ων αναφορικά με τον εν λόγω περιστατικό ήτοι της κατεδάφισης των σπιτιών στην περιοχή συνήθους διαμονής του Αιτητή, πηγές πληροφόρησης αναφέρουν[1] ότι τον Μάιο του 2019, τα θύματα προχώρησαν και άσκησαν αγωγή κατά της κυβέρνησης της Γουινέας στο Δικαστήριο της Οικονομικής Κοινότητας των Κρατών της Δυτικής Αφρικής (ECOWAS), ζητώντας αποζημίωση και επιστροφή της γης τους. Τέλος οι πηγές πληροφόρησής δεν κάνουν αναφορά για οποιεσδήποτε συλλήψεις ή κρατήσεις στη βάση των εν λόγω γεγονότων πέραν του ότι ο εκπρόσωπος της ομάδας, ο δημοσιογράφος Mamadou Samba Sow, συνελήφθη τον Απρίλιο στο Kaporo-Rails ενώ κινηματογραφούσε και φωτογράφιζε τα παλαιότερα τζαμιά της κοινότητας πριν την καταστροφή τους. Στην συνέχεια αφέθηκε ελεύθερος χωρίς κατηγορίες την ίδια μέρα.[2]

Ως εκ τούτου επρόκειτο για ευρέως γνωστό γεγονός όπως αναφέρουν εξάλλου και η Καθ’ων επί της έκθεσης – εισήγησης του μετά από σχετική έρευνα σε πηγές πληροφόρησης (βλ. ερυθρό 92 Δ.Φ.). Εντούτοις και παρά την αξιοπιστία του Αιτητή ως προς την πραγματοποίηση  του εν λόγω περιστατικού, φρονώ ότι το εν λόγω έγγραφο δεν τεκμηριώνει από τα ενώπιον μου στοιχεία βάσιμο φόβο δίωξης για κάποιο από τους λόγους που εξαντλητικά αναφέρονται στην Σύμβαση της Γενεύης για του Προσφυγές αντίστοιχα άρθρο 3 Περί Προσφύγων Νόμου. Αυτό γιατί και λαμβάνοντας υπόψη το περιεχόμενο του εγγράφου σε συνάρτηση με του ισχυρισμούς του Αιτητή αλλά και τα όσα αναφέρουν οι πηγές πληροφόρησης εύλογα δημιουργούν σοβαρές αμφιβολίες ως προς την ύπαρξη και αυθεντικότητα του εν λόγω εγγράφου ενώ παράλληλα εγείρουν σοβαρές αμφιβολίες ως προς την αξιοπιστία του Αιτητή.

Συμπληρωματικά σημειώνω ότι οποιοδήποτε έγγραφο που προσκομίζεται αξιολογείται με βάση τη νομολογία και τα πρότυπα της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης για το Άσυλο σε συνάρτηση με τους ισχυρισμούς του και (α) κατά πόσο είναι συναφή με το αίτημα ασύλου, (β) ζήτημα ύπαρξης του τύπου εγγράφου σύμφωνα με τις γενικές πληροφορίες της χώρας καταγωγής, (γ) περιεχόμενο των εγγράφων/ συμβατότητας με τις δηλώσεις του αιτούντος και πληροφορίες της χώρας καταγωγής, (δ) ακρίβεια/λεπτομέρειες των εγγράφων, (ε) εάν αποτελεί άμεση μαρτυρία ενός ουσιώδους πραγματικού περιστατικού, (στ) τύπος/τυποποιημένη μορφή για συγκεκριμένους τύπους εγγράφων επίσης παρουσιάζει ενδιαφέρον ως προς την αξιολόγηση της γνησιότητάς του[3]. H δε αξιολόγηση της αξιοπιστίας του αιτούντα διενεργείται με βάση το σύνολο των στοιχείων της υπόθεσης ήτοι των δηλώσεων του, άλλων αποδεικτικών στοιχείων/εγγράφων προκειμένου να προσδιοριστεί αν ο αιτών πληροί τις προϋποθέσεις χορήγησης διεθνούς προστασίας.[4] Το επίπεδο απόδειξης συνίσταται στη στάθμιση των πιθανοτήτων σε συνδυασμό, κατά περίπτωση, με το ευεργέτημα της αμφιβολίας το οποίο είναι το κατάλληλο επίπεδο σε υποθέσεις διεθνούς προστασίας[5].

Ως εκ τούτου και λαμβάνοντας υπόψη το περιεχόμενο του εγγράφου τα όσα ανέφερε ο Αιτητής τόσο επί αρχικής αλλά και επί της μεταγενέστερης του αίτησης φρονώ ότι αμφισβητείται η γνησιότητα του εγγράφου καθότι εκ πρώτης όψεως δεν πρόκειται για αυθεντικό για τους λόγους που καταγράφονται πιο πάνω. Επιπλέον το εν λόγω έγγραφό δεν τεκμηριώνει την εξωτερική αξιοπιστία των ισχυρισμών του Αιτητή περί φόβου δίωξής  και ως εκ τούτου  δεν έχει αποδεικτική αξία, ενώ σημαντικότερα  δεν αυξάνει τις πιθανότητες χορήγησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας.  Από τα όσα αναφέρει ο Αιτητής επί της παρούσας διαδικασίας φρονώ ότι δεν προβλήθηκαν ή/και δεν αποδείχθηκαν ισχυρισμοί, οι οποίοι θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε υπαγωγή του Αιτητή στις διατάξεις των άρθρων 3 ή 19 του περί Προσφύγων Νόμου.

Αναφορικά με τους νέους ισχυρισμούς που προκύπτουν από το περιεχόμενο του ως άνω αναφερθέν εγγράφου ότι δηλαδή  στη Γουινέα δεχόταν απειλές θανάτου καθώς χτύπησε έναν αστυνομικό για να διασώσει την τιμή της μητέρας του, η οποία υπήρξε θύμα αστυνομικής βίας, όπως επίσης και δέχεται τηλεφωνικώς προσβολές και απειλές θανάτου, ενώ στρατιώτες έχουν εμφανιστεί και στην οικία του απειλώντας τον.

Πρωτίστως και εκ πρώτης όψεως  τα ως άνω αναφερθέν τα οποία προκύπτουν από το περιεχόμενο του εγγράφου αποτελούν νέα στοιχεία καθώς περιστρέφονται γύρω από προβλήματα που αντιμετωπίζει ο Αιτητής με τις αρχές της χώρας καταγωγής του, εντούτοις όμως αποτελούν στοιχεία τα οποία δεν προβλήθηκαν από τον Αιτητή λόγω δικής του υπαιτιότητας κατά την αρχική εξέταση της αίτησής του καθότι συνιστούν γεγονότα και ισχυρισμούς που έλαβαν χώρα πριν την καταχώρηση της αρχικής του αίτησης για διεθνή προστασία. Το ως άνω συμπέρασμα μου προκύπτει καθότι το εν λόγω έγγραφο συνέντευξης του Αιτητή στην εφημερίδα Guinea Mail φέρει ημερομηνία 22/02/2019 ήτοι ημερομηνία προγενέστερη του αρχικού αιτήματος του για διεθνή προστασία. Επιπλέον τίθεται προς αμφισβήτηση και η αξιοπιστία των αρχικών ισχυρισμών του Αιτητή λαμβανομένου ότι στην αρχική του Αίτηση αναφορικά με το τι φοβάται ότι θα του συμβεί σε περίπτωση επιστροφής του στη Γουινέα, ο Αιτητής δήλωσε σε αντίθεση με τα όσα προβάλλει επί της μεταγενέστερης του Αίτησης πως εάν γυρίσει τότε θα ξεκινήσει να συμμετέχει σε κάθε αντικυβερνητική διαδήλωση, καθώς δε μπορεί να δεχτεί αυτό που συμβαίνει στη χώρα του (βλ. ερυθρά 69 1Χ του Δ.Φ.).

Ως εκ τούτου και εξετάζοντας στο σύνολο του ισχυρισμούς του Αιτητή και τα όσα αναφέρει τόσο επί της μεταγενέστερης αίτησης του αλλά και επί της παρούσας διαδικασίας, απορρίπτονται στο σύνολο τους καθότι έμπρακτά προκύπτει από τα ενώπιον μου στοιχεία και δεδομένα ότι ο Αιτητής λόγω δικής του υπαιτιότητας δεν πρόβαλε τους εν λόγω ισχυρισμούς περί φερόμενης δίωξης του στην χώρα καταγωγής σε προηγούμενα στάδια της διαδικασίας της καθότι πρόκειται για γεγονότα τα οποία προϋπήρχαν του αιτήματος του για Διεθνή Προστασία και συνδέονται άμεσα με τον πυρήνα του αιτήματος του ήτοι η φυγή του μετά την κατεδάφιση του σπιτιού του. Περαιτέρω δεν μπορώ να δεχθώ της γενική αιτιολόγηση της συνηγόρου του Αιτητή περί μη κατοχής οποιαδήποτε στοιχείων κατά το στάδιο της συνέντευξης του  που να υποστηρίζουν το αίτημα του, όπως προέβαλε κατά την ακροαματική διαδικασία καθότι σε κανένα στάδιο της προηγούμενης διαδικασίας δεν επικαλέστηκε τα όσα επικαλείτο με την μεταγενέστερη αίτηση του περί του ότι δεχόταν απειλές θανάτου καθώς χτύπησε έναν αστυνομικό για να διασώσει την τιμή της μητέρας του, η οποία υπήρξε θύμα αστυνομικής βίας. Εκπρόθεσμη υποβολή δηλώσεων ή καθυστερημένη παρουσίαση αποδεικτικών στοιχείων επηρεάζουν αρνητικά την αξιοπιστία ενός Αιτητή, εκτός εάν παρέχονται  έγκυρες εξηγήσεις[6]. Ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να παρέχει επαρκείς και ευλογοφανείς απαντήσεις αναφορικά με την μη-αναφορά των εν λόγω ισχυρισμών κατά τα προηγούμενα στάδιο της διαδικασίας. Συνεπώς, τα εν λόγω στοιχεία ορθώς δεν έτυχαν περαιτέρω αξιολόγησης, λόγω υπαιτιότητας του Αιτητή. Για τον λόγο αυτό κρίνω ότι η ύπαρξη νέων στοιχείων δεν μπορεί να οδηγήσει στην παρούσα υπόθεση του Αιτητή αυτόματα σε ουσιαστική εξέτασή του και η μεταγενέστερη αίτησή του ορθώς θεωρήθηκε απαράδεκτη βάσει του άρθρου 16 Δ (3) (α) και (β) (ii) του Περί Προσφύγων Νόμου. 

Πέραν τούτου, διαπιστώνω από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου  ότι κατά το στάδιο της διοικητικής διαδικασίας υποβλήθηκαν στον Αιτητή ανοικτής φύσεως ερωτήματα, τα οποία είχε τη δυνατότητα να απαντήσει. Η αρμόδια λειτουργός έκανε επαρκείς ερωτήσεις, για να καλύψει τόσο τον πυρήνα του αιτήματος, όσο και τα επιμέρους θέματα, ακολουθώντας την ορθή διερευνητική διαδικασία. Μετά το τέλος της συνέντευξης, ο Αιτητής, ο διερμηνέας και ο αρμόδιος λειτουργός υπέγραψαν κάθε σελίδα της συνέντευξης και στο τέλος του εντύπου της συνέντευξης ο Αιτητής πιστοποίησε με την υπογραφή του ότι το περιεχόμενο της συνέντευξης του μεταφράστηκε ορθά. Κατά τη διάρκεια της προσωπικής του συνέντευξης, παρ’ όλο που του δόθηκε πλείστες φορές η ευκαιρία από τον αρμόδιο λειτουργό, εντούτοις ουδέποτε αναφέρθηκε σε οποιαδήποτε εμπλοκή του με τις αρχές της χώρας καταγωγής του ή σε απειλές θανάτου που μπορεί να έλαβε από την αστυνομία και τον στρατό. Η ευκαιρία δόθηκε στο Αιτητή και μέσω της καταχώρησης προσφυγής ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας, και η οποία εν τέλει απορρίφθηκε.

Ως εκ τούτου, διαφαίνεται ξεκάθαρα ότι ο Αιτητής με δική του υπαιτιότητα δεν αναφέρθηκε στα στοιχεία περί του ότι δέχεται απειλές θανάτου και καταζητείται από τις αρχές της χώρας καταγωγής του κατά τα προηγούμενα στάδια της διαδικασίας, παρόλο που του δόθηκε η σχετική ευκαιρία, τόσο κατά την συνέντευξή του με την Υπηρεσία Ασύλου, όσο και ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας.

Από τα πιο πάνω προκύπτει ότι ο Αιτητής αναφέρεται σε περιστατικά και γεγονότα τα οποία συνέβησαν πριν την υποβολή της μεταγενέστερής του Αίτησης, τα οποία δεν ανέφερε ούτε κατά την αρχική του αίτηση ή και στην συνέχεια κατά το στάδιο της συνέντευξης του, αλλά ούτε κατά την υποβολή της διοικητικής του προσφυγής ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας και χωρίς να προβάλλει οποιοδήποτε ευλογοφανή λόγο ή αιτιολογία ως προς την μη αναφορά των εν λόγω ισχυρισμών  πέραν του ότι μεταγενέστερα του αρχικού αιτήματος του παρέλαβε το εν λόγω απόκομμα. Στοιχείο το οποίο σε κάθε περίπτωση φρονώ ότι δεν υποστηρίζει την εξωτερική αξιοπιστία των ισχυρισμών του απεναντίας και για του λόγους που καταγράφονται πιο πάνω πλήττει την αξιοπιστία του Αιτητή και την βασιμότητα του ισχυριζόμενου φόβου δίωξης του. Σημειώνεται παράλληλα και εφόσον το εν λόγω στοιχείο θα μπορούσε να εντοπιστεί διαδικτυακά θα μπορούσε κάλλιστα να προβάλλει τους εν λόγω ισχυρισμούς κατά την αρχική του αίτηση κάτι το οποίο ωστόσο δεν έπραξε.

Τονίζεται δε ότι ο Αιτητής οφείλει να επικαλεστεί με λεπτομέρεια, σαφήνεια και αληθοφάνεια συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το υποβληθέν αίτημά του για διεθνή προστασία και αρμόδιο όργανο εξετάζοντας την αίτηση του Αιτητή, οφείλει να λάβει υπόψη του κάθε σχετικό με την υπόθεση γεγονός. Ως έχει νομολογηθεί, ο Αιτητής πρέπει να καταβάλει ειλικρινή προσπάθεια να θεμελιώσει την αφήγηση του, ότι δηλαδή υπήρξε θύμα δίωξης στην χώρα καταγωγής του, ώστε να πληροί της προϋποθέσεις υπαγωγής του σε καθεστώς Διεθνούς Προστασίας. (βλ. WILLIAM CRISANTHA MAL FRANCIS KARUNARATHNA ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ κ.α, Υπόθεση Αρ. 1875/2008, 1 Μαρτίου 2010). Ο Αιτητής δεν είναι υποχρεωμένος να προσκομίσει για την απόδειξη των ισχυρισμών του, τυπικά αποδεικτικά στοιχεία, αυτό όμως δεν αίρει την υποχρέωσή του να επικαλεσθεί με λεπτομέρεια, σαφήνεια και αληθοφάνεια συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά.

 Εάν τα απαραίτητα στοιχεία της αίτησης δεν επιβεβαιωθούν κατά τη διαδικασία αξιολόγησης, το βάρος της τεκμηρίωσης της αίτησης το φέρει ο Αιτών. 

Στην παρ. 205 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες, αναφέρεται ότι ο αιτών πρέπει « (Ι) Να λέει την αλήθεια και να παρέχει κάθε βοήθεια στον εξεταστή για τη διαπίστωση των στοιχείων της υπόθεσής του.

(ΙΙ) Να προσπαθεί να τεκμηριώσει τους ισχυρισμούς του με κάθε διαθέσιμο αποδεικτικό μέσο και να δώσει ικανοποιητική εξήγηση για τυχόν ελλείψεις τους. Εάν παρουσιασθεί ανάγκη, πρέπει να προσπαθήσει να προσκομίσει πρόσθετα αποδεικτικά μέσα.

(ΙΙΙ) Να δώσει όλες τις σχετικές πληροφορίες που αφορούν τον ίδιο και τις προηγούμενες εμπειρίες του, τόσο λεπτομερειακό όσο είναι αναγκαίο, ώστε να δοθεί στον εξεταστή η δυνατότητα να διαπιστώσει τη συνδρομή των σχετικών γεγονότων. Πρέπει ακόμη να κληθεί να δώσει μια συναφή εξήγηση ως προς όλους τους λόγους που επικαλείται για να υποστηρίξει την αίτηση για το καθεστώς του πρόσφυγα και να απαντήσει σε όσες ερωτήσεις του τεθούν.» και στην παρ. 195 ότι «Τα σχετικά στοιχεία της κάθε περίπτωσης πρέπει να προσκομίζονται κατά πρώτο λόγο από τον ίδιο τον αιτούντα. Στη συνέχεια εναπόκειται στο όργανο που είναι αρμόδιο για τον καθορισμό του καθεστώτος (εξεταστή) να εκτιμήσει την εγκυρότητα των αποδεικτικών μέσων και την αξιοπιστία των ισχυρισμών του αιτούντος.» (υπογράμμιση του Δικαστηρίου). Η καίρια σημασία της αξιοπιστίας των Αιτητών ασύλου σε συνάρτηση με τις διαδικασίες αξιολόγησης των αιτημάτων τους, έχει νομολογηθεί και από το Ανώτατο Δικαστήριο Κύπρου (βλ. EDWARD ESKANDAZ ν. ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ κ.α., Υπόθεση Αρ. 1673/2010, 4/7/2013). Υπό το φως των ανωτέρω, καταλήγω ότι η αξιοπιστία του Αιτητή δεν παρουσιάζεται ικανοποιητική και ως εκ τούτου οι ισχυρισμοί του δεν γίνονται αποδεκτοί.  Αρά πέραν του ότι δεν καλύπτεται η πρώτη προϋπόθεση του άρθρου 16Δ(3)(β)i) δεν καλύπτεται ούτε και η δεύτερη προϋπόθεση του άρθρου 16Δ(3)(β)ii), καθώς ο Αιτητής δεν έδωσε επαρκείς και ευλογοφανείς εξηγήσεις ως προς το γιατί δεν ανέφερε σε πρότερο στάδιο αυτούς τους ισχυρισμούς, ενώ τα όσα αναφέρει έρχονται σε αντίθεση με τους αρχικούς του υποβληθέν ισχυρισμούς.

Ο Αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει ότι πάσχει η ορθότητα της απόφασης των Καθ' ων η Αίτηση και ότι η Καθ’ων όφειλαν να προβούν σε ουσιαστική εξέταση των εν λόγω στοιχείων σύμφωνα με το άρθρο 16Δ (3) (β) του Περί Προσφύγων Νόμου.

Τέλος, όσον αφορά τον ισχυρισμό της συνηγόρου του Αιτητή περί του ότι η νομική βάση της προσβαλλόμενης απόφασης είναι λανθασμένη καθότι γίνεται αναφορά σε δεύτερη μεταγενέστερη απόφαση, έπειτα από προσεκτική μελέτη του ενώπιόν μου υλικού διαπιστώνω πως πρόκειται περί τυπογραφικού λάθους της Υπηρεσίας η εκ παραδρομής αναφορά σε δεύτερη μεταγενέστερη αίτηση η οποία  γίνεται εύκολα αντιληπτή καθότι στο σώμα της απόφασης, και αναφορικά με το δικαίωμα παραμονής του Αιτητή στη Δημοκρατία, γίνεται επίκληση του άρθρου 16Δ(4)(β)(i) του Περί Προσφύγων Νόμου, το οποίο αφορά πρώτη μεταγενέστερη αίτηση. Επιπλεόν και στην έκθεση – εισήγηση των Καθ’ων η Αιτητή διακαείτε ότι ελήφθησαν υπόψη όλα τα στοιχεία του Αιτητή τα οποία συνηγορούν ότι επρόκειτο για πρώτη μεταγενέστερη ενώ υπάρχει και ρητή αναφορά σε πρώτη μεταγενέστερη αίτηση (δες ερυθρό 162 Δ.Φ.) Ως εκ τούτου από τα ενώπιον μου στοιχεία φρονώ ότι δεν υπάρχει οποιαδήποτε πλημμέλεια. Προς τούτο συνηγορεί και το τεκμήριο κανονικότητας το οποίο, στην απουσία περί του αντιθέτου μαρτυρίας, παραμένει ακλόνητο [Βλ. Χαρίτωνας Κόκκινου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 4 ΑΑΔ 263 και Kousoulides & Others v. Republic (1967) 3 C.L.R. 438].

Τέλος η επάρκεια της αιτιολογίας είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τα πραγματικά και νομικά περιστατικά της υπόθεσης, ενώ η αιτιολογία της προσβαλλόμενης πράξης συμπληρώνεται και/ή αναπληρώνεται μέσα από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου του Αιτητή ήτοι της έκθεσης/εισήγησης του λειτουργού της της Υπηρεσίας Ασύλου η οποία αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της απόφασης του εξουσιοδοτημένου από τον Υπουργό Εσωτερικών αρμόδιου λειτουργού, όπως επίσης και από το σύνολο της όλης διοικητικής ενέργειας με αποτέλεσμα να καθίσταται εφικτός ο δικαστικός έλεγχος (Βλέπε Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ.270).

Σε κάθε περίπτωση κρίνω ότι το τυπογραφικό αυτό λάθος, δεν καθιστά την προσβαλλόμενη πράξη ακυρωτέα άνευ έτερου λόγου αφού αυτό δεν είχε δυσμενείς συνέπειες για τον Αιτητή τη στιγμή που, εκ των πραγμάτων έχει ήδη αποταθεί στο Δικαστήριο με την παρούσα προσφυγή. Συνεπώς ουδέν δικαίωμα της έχει παραβιασθεί από το λάθος.

Με βάση το σύνολο των στοιχείων που τέθηκε ενώπιον μου, όπως τα έχω αναλύσει και πιο πάνω, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται.  Ενόψει την κατάληξης μου αναφορικά με την πάσχουσα νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης, καμία διαταγή για έξοδα. Υπό το φως της ανάλυσης της ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, ως έχει παρατεθεί ανωτέρω, αυτή επικυρώνεται ως προς την κατάληξή της, ήτοι ότι η μεταγενέστερη αίτηση του Αιτητή είναι απαράδεκτη.

 

Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 



[1] Human Rights Watch- Victims of Draconian Forced Evictions in Guinea Seek Justice Residents Take the Fight for Compensation to the ECOWAS Court Morgan Hollie June 26, 2020 Senior Associate, Africa Division https://www.hrw.org/news/2020/06/26/victims-draconian-forced-evictions-guinea-seek-justice

[2] Human Rights Watch- Victims of Draconian Forced Evictions in Guinea Seek Justice Residents Take the Fight for Compensation to the ECOWAS Court Morgan Hollie June 26, 2020 Senior Associate, Africa Division https://www.hrw.org/news/2020/06/26/victims-draconian-forced-evictions-guinea-seek-justice

 

[3] Πρακτικός Οδηγός της ΕΑΣΟ: Αξιολόγηση των Αποδεικτικών Στοιχείων, Μάρτιος 2015, σελ.14-15

[4] EASO-Δικαστική ανάλυση-Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου, 1/2/2018, https://euaa.europa.eu/publications?field_category_target_id=15212&field_geo_coverage_target_id&field_keywords_target_id&title=&language=All&page=5, σελ.21

[5] High Court (Ανώτερο Δικαστήριο) (Ιρλανδία), απόφαση της 17ης Ιανουαρίου 2017, ON κατά Refugee Appeals Tribunal & Ors [2017] IEHC 13, σκέψη 63.

[6] Βλ. Υπόθεση ΕΔΑΔ, CRUZ VARAS AND OTHERS κατά Σουηδίας , Αριθ. Αιτ. 15576/89 ημερ. 22/3/1991 Παρ. 73


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο