R.C.O ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 1472/23, 18/7/2024
print
Τίτλος:
R.C.O ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 1472/23, 18/7/2024

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

Υπόθεση Αρ.: 1472/23

 

18 Ιουλίου, 2024

[ Δ. Κατσαρίδης, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

 

        R.C.O

Αιτήτρια

 

ΚΑΙ

 

Κυπριακής Δημοκρατίας,

μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

 

Καθ' ων η αίτηση

........

 

Η Αιτήτρια εμφανίζεται αυτοπροσώπως

N.Ιερωνυμίδης (κος) Δικηγόρος για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η Αίτηση

(Παρούσα η S. Habib για διερμηνεία από τα αγγλικά στα ελληνικά και αντίστροφα) 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Με την υπό εξέταση προσφυγή, η Αιτήτρια αξιώνει την ακύρωση της απόφασης των Καθ' ων η Αίτηση ημερομηνίας 26/04/2023, η οποία κοινοποιήθηκε σε αυτήν στις 11/05/2023 μέσω επιστολής ημερομηνίας 27/04/2023 και με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή της για παροχή διεθνούς προστασίας καθότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 3 και 19 του Περί Προσφύγων Νόμου.

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ 

Ως εκτίθεται στην ένσταση που καταχωρήθηκε από τους Καθ' ων η αίτηση και προκύπτει από το περιεχόμενο του σχετικού διοικητικού φακέλου (στο εξής αναφερόμενος ως «Δ.Φ.») της Υπηρεσίας Ασύλου που κατατέθηκε ως Τεκμήριο 1 στο πλαίσιο των διευκρινήσεων της παρούσας προσφυγής, η Αιτήτρια είναι ενήλικη, υπήκοος Νιγηρίας, κάτοχος διαβατηρίου της χώρας καταγωγής της. Στις 07/07/2022 συμπλήρωσε αίτηση διεθνούς προστασίας και παρέλαβε αυθημερόν τη σχετική βεβαίωση υποβολής. Στις 18/04/2023 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη στην Αιτήτρια από αρμόδια λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία συνέταξε στις 26/04/2023 Έκθεση-Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με την συνέντευξη της Αιτήτριας. Στις 26/04/2023, ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου, ενέκρινε την εισήγηση για απόρριψη της αίτησης ασύλου της Αιτήτριας και στις 27/04/2023 η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική επιστολή μαζί με την αιτιολόγηση της απόφασής της, η οποία παραλήφθηκε και υπογράφηκε ιδιοχείρως από την Αιτήτρια στις 11/05/2023. Η τελευταία αυτή απόφαση, αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

Η Αιτήτρια δεν υποδεικνύει στο εισαγωγικό δικόγραφο της διαδικασίας οποιαδήποτε νομική πλημμέλεια της επίδικης απόφασης. Αναφέρει ωστόσο ότι έχει τρία παιδιά στην Νιγηρία. Ο πατέρας τους την απάτησε, έτσι πήρε τα παιδιά της, τα οποία άφησε με την μητέρα της και στην συνέχεια ο πατέρας των παιδιών την απείλησε. Η Αιτήτρια πρόσθεσε ότι βρήκε έναν άνδρα μέσω διαδικτύου, ο οποίος την βοήθησε να μεταβεί στις μη ελεγχόμενες από την κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές. Όταν το εν λόγω αγόρι έμαθε ότι η Αιτήτρια ήταν έγκυος, της ζήτησε , ωστόσο η ίδια αρνήθηκε και τον χώρισε. Υποστηρίζει ότι δεν μπορεί να επιστρέψει στην Νιγηρία καθότι ο πατέρας των παιδιών της θα την σκοτώσει. Επί της γραπτής της αγόρευσης η Αιτήτρια επανέλαβε τους ως άνω αναφερθέντες ισχυρισμούς που κατέγραφε επί του εισαγωγικού δικόγραφού της προσφυγής της.

Από την πλευρά τους οι Καθ΄ ων η αίτηση υπεραμύνονται της νομιμότητας της επίδικης πράξης, εξετάζοντας και αντικρούοντας έναν έκαστο ισχυρισμό της Αιτήτριας, υποβάλλοντας ότι αυτή λήφθηκε κατόπιν ενδελεχούς έρευνας όλων των σχετικών στοιχείων της υπόθεσης, εύλογα και εντός των ορίων της διακριτικής τους ευχέρειας εφαρμόζοντας το Νόμο και ότι αυτή είναι δεόντως αιτιολογημένη. Ισχυρίζονται περαιτέρω, ότι οι ισχυρισμοί της Αιτήτριας δεν αποσείουν το βάρος απόδειξης το οποίο η ίδια φέρει στους ώμους της, τόσο ως προς τους λόγους ακυρώσεως που προωθεί με την προσφυγή της, όσο και ως προς την ύπαρξη βάσιμου φόβου δίωξης βάσει του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου ή πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης δυνάμει του άρθρου 19 του ίδιου Νόμου, υποστηρίζοντας καταληκτικά ότι η Αιτήτρια εμπίπτει στην έννοια του οικονομικού μετανάστη.

 ΚΑΤΑΛΗΞΗ

Κατόπιν των ως άνω, ενόψει της μη περίληψης οιουδήποτε νομικού ισχυρισμού στην παρούσα αίτηση, απομένει η επί της ουσίας εξέταση της παρούσας αιτήσεως αφού η προσβαλλόμενη πράξη εκδόθηκε «Κατόπιν αίτησης η οποία υποβάλλεται στην αρμόδια διοικητική αρχή μετά την 20ή Ιουλίου 2015 [.]» [αρ.11(3)(β)(α) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (73(I)/2018)] και συνεπώς το Δικαστήριο διατηρεί εξουσία να εξετάσει και επί της ορθότητας της την προσβαλλόμενη απόφαση. Με βάση λοιπόν τα διαλαμβανόμενα στο αρ.146 (4) (α) του Συντάγματος - το οποίο ορίζει σχετικώς ότι το Δικαστήριο δύναται δια της αποφάσεως του «να τροποποιήσει εν όλω ή εν μέρει την απόφαση ή την πράξη, ως νόμος για Διοικητικό Δικαστήριο ήθελε ορίσει, νοουμένου ότι [.] είναι απόφαση αφορώσα σε διαδικασία διεθνούς προστασίας κατά το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης» - αλλά και το άρθρο 11 (3) (α) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (73(I)/2018) - όπου αναφέρεται ότι το Δικαστήριο «προβαίνει σε έλεγχο της νομιμότητας και ορθότητας αυτής, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής [.] τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν» - προχωρώ να εξετάσω το κατά πόσο η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε σε πλήρη συμμόρφωση με τις σχετικές διατάξεις του Νόμου και της Οδηγίας και είναι δια τούτο επί της ουσίας ορθή.

Το Δικαστήριο στα πλαίσια ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντος οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωση.[1]

Σύμφωνα με τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, η Αιτήτρια κατά την καταγραφή του αιτήματός της για διεθνή προστασία ισχυρίστηκε ότι γνώρισε τον φίλο της διαδικτυακά και εισήλθε στις μη ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση περιοχές με σκοπό να τον συναντήσει και να παντρευτούν. Πρόσθεσε ότι ο εν λόγω κύριος της είπε ότι μπορεί να συνεχίσει της σπουδές της εδώ. Στη συνέχεια συζούσαν, όμως κατά ή περί τον Ιανουάριο του 2022 και όταν η Αιτήτρια έμεινε έγκυος, αυτός την εγκατέλειψε. Η Αιτήτρια πρόσθεσε ότι έχει επίσης τρεις ανήλικες κόρες στην Νιγηρία (βλ. ερ. 1. Δ.Φ.).

Κατά τη διάρκεια της συνέντευξής της, η Αιτήτρια δήλωσε ότι η υγεία της είναι σε καλή κατάσταση, πρόσθεσε ότι συμπλήρωσε έξι χρόνια εκπαίδευσης και είναι απόφοιτος πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, επίσης ανέφερε ότι ομιλεί την διάλεκτο Igbo αλλά και την αγγλική γλώσσα. Αναφορικά με την οικογενειακή της κατάσταση ανέφερε ότι έχει τρία παιδιά τα οποία φροντίζει η μητέρα της αλλά και τρεις αδελφές. Διαμένουν στην χώρα καταγωγής της και συγκεκριμένα στην πόλη Mgbidi και η Αιτήτρια δήλωσε ότι διατηρεί επικοινωνία μαζί τους. Σχετικά με προηγούμενη εργασιακή πείρα, η Αιτήτρια ανέφερε ότι στην χώρα καταγωγής της εργαζόταν στον τομέα των πωλήσεων (βλ. ερυθρό 35 Δ.Φ.) Αναφορικά με τον τόπο προηγούμενης συνήθους διαμονής της, η Αιτήτρια ανέφερε ότι γεννήθηκε στην πόλη Mgbidi και κατά τα έτη 2012 μέχρι το 2021 μετοίκησε στην πόλη Lagos με σκοπό να εξεύρει εργασία. Πρόσθεσε παράλληλα ότι εκεί γνώρισε τον πατέρα των παιδιών της όπου και διέμεναν μαζί κατά τα έτη 2013 μέχρι 2020 χωρίς να έχουν συνάψει γάμο, καθώς όπως ανέφερε η Αιτήτρια, εκείνος αρνήθηκε να γνωρίσει την οικογένειά της και να την παντρευτεί. Στη συνέχεια τον εγκατέλειψε λόγω απιστίας (βλ. ερυθρό 34 Δ.Φ.).

Αναφορικά με το ταξίδι της, ανέφερε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής κάνοντας χρήση διαβατηρίου και φοιτητικής βίζας, φτάνοντας στις μη ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές πριν εισέλθει παράτυπα στη Δημοκρατία.

Κατά την ελεύθερη αφήγησή της, ως προς τους λόγους που εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής της η Αιτήτρια ανέφερε ότι εγκατέλειψε την Νιγηρία προς εύρεση μιας καλύτερης ζωής, προσθέτοντας ότι η ζωή στην Νιγηρία είναι δύσκολή, με την ίδια να αντιμετωπίζει αρκετές δυσκολίες, ενώ είχε μόνο της μητέρα για βοήθεια. Κατά συνέπεια, όταν κάποιος άνδρας της πρότεινε να έρθει στην Κύπρο, αυτή προθυμοποιήθηκε, προσθέτοντας παράλληλα ότι οι σκοτωμοί στην Νιγηρία είναι αρκετοί (βλ. ερυθρό 34 Δ.Φ.) Ερωτηθείσα εάν υπάρχει κάποιος άλλος λόγος για τον οποίο εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της, η Αιτήτρια αποκρίθηκε ότι το παιδί που απέκτησε με τον άντρα που συνάντησε στην Κύπρο, έχει δημιουργήσει σε αυτή και στην οικογένεια της αρκετά προβλήματα. Ερωτηθείσα εάν έχει συμβεί κάτι σε αυτήν, η Αιτήτρια αποκρίθηκε ότι έλαβε απειλές από τον πρώην φίλο και πατέρα των τριών παιδιών, ο οποίος διαμένει στην Νιγηρία. Πρόσθεσε ότι τον έπιασε να την απατά ενώ αυτός δεν ήθελε να την παντρευτεί, στη συνέχεια αυτός την απείλησε ότι θα την σκοτώσει, με αποτέλεσμα η Αιτήτρια να μετοικήσει πίσω στο χωριό της  και στη συνέχεια να εγκαταλείψει την χώρα καταγωγής της (βλ. ερυθρό 33 Δ..Φ.). Ερωτηθείσα εάν θα μπορούσε να μετεγκατασταθεί σε άλλη πόλη στην Νιγηρία, η Αιτήτρια αποκρίθηκε αρνητικά. Ερωτηθείσα τί φοβάται ότι θα συμβεί σε περίπτωση επιστροφής της, η Αιτήτρια αποκρίθηκε ότι φοβάται τον πατέρα των παιδιών της και συγκεκριμένα ότι θα την αναζητήσει, καθότι είχε δεχθεί και απειλές από αυτόν. Ερωτηθείσα εάν είχε συλληφθεί ή κρατηθεί στην χώρα καταγωγής της, η Αιτήτρια απάντησε αρνητικά. Ερωτηθείσα εάν οι αρχές της χώρας της θα της επέτρεπαν να επιστρέψει, η Αιτήτρια απάντησε θετικά προσθέτοντας ότι δεν εκκρεμεί κάποια υπόθεση εναντίον της, συμπληρώνοντας ωστόσο ότι δεν επιθυμεί όπως επιστρέψει (βλ. ερυθρό 33 Δ.Φ.).

Η αρμόδια λειτουργός διέκρινε πέντε ουσιώδεις ισχυρισμούς. Ο πρώτος αφορά την ταυτότητα, χώρα καταγωγής και προσωπικά στοιχεία αλλά και το προφίλ της Αιτήτριας. Επί τούτου έγινε αποδεκτό ότι η Αιτήτρια είναι Νιγηριανή υπήκοος γεννημένη στην περιοχή Mgdibi της πολιτείας Imo στην Νιγηρία. Είναι χριστιανή, άγαμη με τέσσερα (4) παιδιά, εκ των οποίων τα τρία (3) βρίσκονται στην Νιγηρία και το ένα (1) βρίσκεται μαζί της στην Κύπρο. Ολοκλήρωσε την πρωτοβάθμια εκπαίδευση της στην Νιγηρία, ενώ εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής της νόμιμα κάνοντας χρήση του διαβατηρίου της καθώς και φοιτητικής θεώρησης εισόδου χωρίς να αντιμετωπίσει κάποιο πρόβλημα με τις αρχές  της χώρας καταγωγής της από το αεροδρόμιο Αμπούτζα  και στην συνέχεια αφίχθηκε παράτυπα στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας δια μέσου των μη ελεγχόμενων από την Κυβέρνηση περιοχών.

Ο δεύτερος ουσιώδης ισχυρισμός που καταγράφηκε από την αρμόδια λειτουργό αφορούσε τον ισχυριζόμενο φόβο δίωξης  της Αιτήτριας από τον πατέρα των παιδιών της μέσω τηλεφωνικών απειλών από την Νιγηρία. Ο εν λόγω ισχυρισμός απερρίφθη ως εσωτερικά αναξιόπιστος. Ειδικότερα, η αρμόδια λειτουργός σημειώνει ότι η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να δώσει ικανοποιητικές και επαρκείς πληροφορίες σε θέματα που άπτονται του πυρήνα του αιτήματος της. Επιπλέον, παρότι κλήθηκε να δώσει περισσότερες πληροφορίες επί των γεγονότων που αφορούσαν το αίτημα της, υπέπεσε σε ασάφειες, αοριστίες, γενικολογία και έλλειψη επαρκών πληροφορίων. Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού,  η λειτουργός ανέφερε ότι τα όσα δήλωσε η Αιτήτρια στην συνέντευξη της αποτελούν το μοναδικό τεκμήριο προς υποστήριξη του αιτήματος της και δεν υπάρχουν εύλογοι λόγοι που να δικαιολογούν την οποιαδήποτε ανάλυση των εν λόγω δεδομένων μέσω άλλων πηγών πληροφόρησης λόγω της εγγενώς υποκειμενικής φύσης τους.

Ο τρίτος ουσιώδης ισχυρισμός αφορούσε  λόγους οικονομικού περιεχομένου για τους οποίους εγκατέλειψε τη χώρα, προς αναζήτηση καλύτερης ποιότητας ζωής. Ο εν λόγω ισχυρισμός επίσης έγινε αποδεκτός.

Ο τέταρτος ουσιώδης ισχυρισμός αφορούσε τη γενική κατάσταση ασφαλείας στην Νιγηρία. Προς τούτο η Αιτήτρια ανέφερε ότι εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής της λόγω της γενικής κατάστασης ανασφάλειας, καθότι και όπως ανέφερε οι δολοφονίες έχουν φτάσει σε υψηλό επίπεδο. Ωστόσο, η αρμόδια λειτουργός επισημαίνει ότι ερωτηθείσα σχετικά, η Αιτήτρια δεν αναφέρθηκε σε οποιαδήποτέ προσωπική εμπειρία αναφορικά με την γενική κατάσταση στην Νιγηρία. Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού η λειτουργός παρέθεσε πληροφορίες  αναφορικά με την γενική κατάσταση που επικρατεί στην χώρα, καθώς και στον τόπο συνήθους διαμονής της Αιτήτριας, κρίνοντας τον εν λόγω ισχυρισμό αναφορικά με την κατάσταση ασφαλείας στην Νιγηρία αποδεκτό.

Ο πέμπτος ουσιώδης ισχυρισμός αφορούσε την παρεξήγηση που είχε η Αιτήτρια με την οικογένειά της σχετικά με το παιδί που γέννησε στην Κύπρο. Ο εν λόγω ισχυρισμός έγινε επίσης αποδεκτός.

Στο στάδιο αξιολόγησης του κινδύνου, η λειτουργός με βάση τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά τα οποία έχουν γίνει αποδεκτά ήτοι, 1) η ταυτότητα, χώρα καταγωγής και προσωπικά στοιχεία της Αιτήτριας. 3) για λόγους οικονομικού περιεχομένου.4) για λόγους γενικής κατάστασης στην Νιγηρία, 5) για λόγους παρεξήγησης με την οικογένειά της σχετικά με το παιδί που γέννησε στην Κύπρο. Και, λαμβάνοντας υπόψη πληροφορίες αναφορικά με την επικρατούσα κατάσταση ασφαλείας στην πολιτεία Imo όπου αναμένεται η Αιτήτρια να επιστρέψει και, παρότι παρατηρούνται περιστατικά ασφαλείας, ο βαθμός άσκησης αδιάκριτης βίας δε φτάνει σε τόσο υψηλό επίπεδό ώστε να γίνει αποδεκτό ότι υπάρχουν εύλογοι λόγοι η Αιτήτρια να αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής της ή της σωματικής ακεραιότητας της λόγω της παρουσίας της και μόνο στο έδαφος αυτής της χώρας ή της εν λόγω περιοχής.

Κατά τη νομική ανάλυση, το αίτημα διεθνούς προστασίας της Αιτήτριας απορρίφθηκε τόσο ως προς το προσφυγικό καθεστώς όσο και ως προς τη συμπληρωματική προστασία.

Έχω εξετάσει με προσοχή τον διοικητικό φάκελο της Αιτήτριας και, όπως προκύπτει από τα στοιχεία που βρίσκονται σ΄ αυτόν, ορθά η Υπηρεσία Ασύλου αποφάσισε ότι, οι ισχυρισμοί της σχετικά με τα προσωπικά της στοιχεία, τη χώρα καταγωγής και τον τόπο συνήθους διαμονής της δεν εμπίπτουν στις πρόνοιες της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 και στον περί Προσφύγων Νόμο. Η Αιτήτρια δεν κατάφερε να θεμελιώσει τους ισχυρισμούς της, τόσο ως προς τους λόγους που εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της,  αλλά ούτε ως προς τον φόβο δίωξής της σε περίπτωση επιστροφής της.

Όσον αφορά τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό, ο οποίος αποτελεί και τον πυρήνα του αιτήματος της Αιτήτριας, συντάσσομαι με τα ευρήματα των Καθ’ ων η Αίτηση ως αυτά αναλύονται εκτενώς επί της έκθεσης-εισήγησης αναφορικά με την προφανή έλλειψη εσωτερικής αξιοπιστίας στα λεγόμενα της Αιτήτριας. Ειδικότερα, παρατηρείται ανεπάρκεια και ασάφεια σχετικά με τις απειλές θανάτου που ισχυρίσθηκε ότι είχε λάβει από τον πατέρα των παιδιών της. Επί τούτου παρατηρώ ότι η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να περιγράψει τις εν λόγω απειλές, τη συχνότητα τους και τον τρόπο με τον οποίο τις εξέφραζε ο πατέρας των παιδιών της, αλλά ούτε ήταν σε θέση να προσδιορίσει χρονολογικά πότε αυτές οι απειλές έλαβαν χώρα. Θα ήταν ευλόγως αναμενόμενο να είναι σε θέση να αναφερθεί έστω και κατά προσέγγιση στο χρονικό διάστημα και την συχνότητα των απειλών. Περαιτέρω, θα ήταν επίσης ευλόγως αναμενόμενο να είναι σε θέση να εξηγήσει με περιγραφικότητα και λεπτομέρεια την μορφή των εν λόγω απειλών. Γενικά είναι εύλογο να αναμένεται ότι μια αξίωση για διεθνή προστασία θα παρουσιάζεται ουσιαστικά και επαρκώς λεπτομερής, τουλάχιστον όσον αφορά τα πιο σημαντικά γεγονότα της αξίωσης. Περαιτέρω, κατά πάγια νομολογία σχετικά με το άρθρο 4, παράγραφος 1, της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ (και προηγούμενα, της Οδηγίας 2004/83/ΕΕ), εναπόκειται, κατ’ αρχήν, στον αιτούντα να προσκομίσει όλα τα αναγκαία στοιχεία προς στήριξη της αιτήσεώς του. Επομένως, η ανεπάρκεια λεπτομερειών συνιστά αυτό που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 5 στοιχείο β) της οδηγίας 2011/95/ΕΕ ως έλλειψη σχετικών στοιχείων. Λαμβάνοντας υπόψη τα προσωπικά στοιχεία της Αιτήτριας, ήτοι την ηλικία της, το εκπαιδευτικό της υπόβαθρο, όπως επίσης και το ότι δεν υπάρχουν ενδείξεις περί οποιασδήποτε ευαλωτότητας της Αιτήτριας,[2] φρονώ ότι θα ήταν εύλογα αναμενόμενο να είναι σε θέση να στηρίξει την αίτηση της προβάλλοντας μια γνήσια προσωπική εμπειρία. Παράλληλα, κρίνω ότι οι δηλώσεις και οι επεξηγήσεις της δεν προσδίδουν στους ισχυρισμούς της την απαραίτητη βιωματική χροιά ώστε να ενισχύεται η αξιοπιστία τους.

Πέρα από αυτό, λαμβάνω υπόψιν ότι η Αιτήτρια διέμενε με τον πατέρα των παιδιών της μέχρι το 2020 και τον εγκατέλειψε μόνο και αφότου έμαθε ότι αυτός την απατούσε και δεν ήθελε να την παντρευτεί. Η Αιτήτρια δεν ανέφερε οτιδήποτε σχετικά με απειλές εκ μέρους του κατά το διάστημα που διέμενε μαζί του, ενώ ακόμη και αφότου τον εγκατέλειψε, συνέχισε να παραμένει στο Lagos,   δηλαδή στην ίδια πόλη όπου διέμενε και εκείνος, μέχρι και την αναχώρηση της το 2021, χωρίς ωστόσο να αναφέρει ότι έλαβε οποιεσδήποτε απειλές από αυτόν. Θα αναμενόταν από την Αιτήτρια να αποφύγει να επιστρέψει σε περιοχή όπου έλαβε απειλές κατά της ζωή της με βάση τους ισχυρισμούς της, το οποίο αποτελούσε και τη γενεσιουργό αιτία για να εγκαταλείψει την χώρα καταγωγής της. Τέλος, θα αναμενόταν η Αιτήτρια να εξαντλήσει όλες τις επιλογές ώστε να λάβει προστασία στην χώρα καταγωγής της προτού την εγκαταλείψει, κάτι το οποίο δεν έπραξε αναφέροντας απλώς ότι δεν κατήγγειλε τις εν λόγω απειλές στην αστυνομία, χωρίς να δώσει μια λογική εξήγηση ως προς τον λόγο για τον οποίο δεν προέβη στην εν λόγω ενέργεια.

Ο όρος «αξιοπιστία» δεν ορίζεται από της Ευρωπαϊκές οδηγίες. Η χρήση του στο άρθρο 4 παράγραφος 5(ε) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ (αναδιατύπωση) αναφέρεται στη γενική αξιοπιστία ενός αιτούντος, αλλά αυτό είναι στο πλαίσιο  του ειδικού κανόνα που διέπει τη μη επιβεβαίωση πτυχών των δηλώσεων ενός αιτούντος. Η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες έχει ορίσει την αξιοπιστία ως εξής: «Η αξιοπιστία αποδεικνύεται όταν έχει παρουσιάσει ο αιτών ένα ισχυρισμό που είναι συνεκτικός και εύλογος, και που δεν έρχεται σε αντίθεση με τα γενικά γνωστά γεγονότα, και ως εκ τούτου είναι, συνολικά, ικανό να γίνει πιστευτό»[3]

H βασική ιστορία ενός αιτούντος πρέπει να είναι συνεπής καθόλη τη διάρκεια της διαδικασίας, ακόμη και αν ορισμένες πτυχές του απολογισμού των γεγονότων μπορεί να είναι αβέβαιες ή «κάπως απίθανες», υπό την προϋπόθεση ότι δεν υπονομεύουν τη συνολική αξιοπιστία της αξίωσης.[4] Ωστόσο, «όταν παρουσιάζονται πληροφορίες που δίνουν ισχυρούς λόγους για να αμφισβητηθεί η αλήθεια των δηλώσεων ενός αιτούντος άσυλο, το άτομο πρέπει να παράσχει ικανοποιητική εξήγηση για τις ανακρίβειες σε αυτές τις παρατηρήσεις».[5] Στην παρούσα υπόθεση και από τα ενώπιόν μου δεδομένα, παρατηρώ ότι η Αιτήτρια  δεν παρείχε επαρκείς εξηγήσεις σε κύρια σημεία που άπτονται του πυρήνα του αιτήματός της, γεγονός το οποίο πλήττει την εσωτερική αξιοπιστία των ισχυρισμών της. Γενικά, είναι λογικό να αναμένεται ότι μια αίτηση για διεθνή προστασία παρουσιάζεται επαρκώς και λεπτομερώς, τουλάχιστον όσον αφορά τα πιο σημαντικά γεγονότα του αιτήματος.

Πέραν τούτου, τονίζεται ότι κατά το στάδιο της διοικητικής διαδικασίας η Αιτήτρια  υποβλήθηκε σε επαρκείς ερωτήσεις προκειμένου να της δοθεί η δυνατότητα να εξηγήσει κάθε πτυχή του αιτήματός της, ενώ ο αρμόδιος λειτουργός της υπέβαλε τόσο ανοιχτού τύπου ερωτήσεις όσο και ερωτήσεις διευκρινιστικές των λεγομένων της, προκειμένου να καλυφθεί τόσο ο πυρήνας του αιτήματός της, όσο και τα επιμέρους θέματα, ακολουθώντας την ορθή διερευνητική διαδικασία, ενώ συνεργάστηκε με την Αιτήτρια κατά το στάδιο του προσδιορισμού των συναφών στοιχείων της αιτήσεώς της.[6] Συνεπώς, οι Καθ’ ων η Αίτηση απέσεισαν την εν λόγω απαίτηση συνεργασίας που τους βαραίνει, ήτοι  το καθήκον τους να αξιολογούν ενεργώς, σε συνεργασία με τον αιτούντα, τα συναφή στοιχεία της αιτήσεώς του προκειμένου να καταστεί δυνατή η συλλογή όλων των στοιχείων που τεκμηριώνουν την εν λόγω αίτηση.[7]

Σε κάθε περίπτωση, φρονώ ότι ο εν λόγω  γενικός και αόριστος ισχυρισμός της Αιτήτριας περί τηλεφωνικών απειλών από τον πρώην σύντροφό της δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν σύμφωνα με το αρ.3Γ του Περί Προσφύγων Νόμου και αντίστοιχα αρ. 9 της Οδηγίας, οι εν λόγω απειλές ως πράξη δίωξης η οποία  να της προκαλεί αντικειμενικά βάσιμο φόβο καταδίωξης καθότι απουσιάζει οποιαδήποτε εγγενής σοβαρότητα τέτοιων πράξεων αλλά  και η σοβαρότητα των συνεπειών τους για τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα[8]. Παράλληλα δεν προκύπτει ότι οι εν λόγω απειλές μπορούν να χαρακτηριστούν ως  «αρκούντως σοβαρή λόγω της φύσης ή της επανάληψής της ώστε να συνιστά σοβαρή παραβίαση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ειδικά των δικαιωμάτων από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση βάσει του άρθρου 15 παράγραφος 2 της ευρωπαϊκής σύμβασης για την προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών· ή να αποτελεί σώρευση διαφόρων μέτρων συμπεριλαμβανομένων παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η οποία να είναι αρκούντως σοβαρή ούτως ώστε να θίγεται ένα άτομο κατά τρόπο αντίστοιχο με τον αναφερόμενο στο στοιχείο» σύμφωνα με το αρ.3Γ του Περί Προσφύγων Νόμου. Ως εκ τούτου, τα όσα αναφέρει η Αιτήτρια δεν αποτελούν βάση για την αναγνώριση ενός προσώπου ως πρόσφυγα, ενώ συνάμα απουσιάζει συσχετισμός με τους λόγους που προβλέπονται από τη Σύμβαση της Γενεύης του 1951 (δίωξη λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, συμμετοχής σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα ή πολιτικών πεποιθήσεων).

Προχωρώντας στην αξιολόγηση της εξωτερικής αξιοπιστίας των ισχυρισμών της Αιτήτριας  και ως προς το «αντικειμενικό στοιχείο» του φόβου, σημειώνεται ότι ο όρος «βάσιμος φόβος» σημαίνει ότι πρέπει να υπάρχει έγκυρη αντικειμενική βάση για τον φόβο δίωξης του αιτούντος. Ως εκ τούτου, είναι αναγκαίο να αξιολογηθούν οι ισχυρισμοί αυτού, όχι με τρόπο αφηρημένο, αλλά σε συσχετισμό με το όλο πλαίσιο της κατάστασης στην χώρα καταγωγής του. Το συγκεκριμένο στοιχείο του ορισμού του πρόσφυγα αφορά τον κίνδυνο ή την πιθανότητα να υποστεί δίωξη. Ο φόβος θεωρείται βάσιμος, εάν διαπιστώνεται ότι υπάρχει «εύλογη» πιθανότητα να υλοποιηθεί στο μέλλον. Για τη διαπίστωση αυτή, είναι απαραίτητο να αξιολογούνται οι δηλώσεις του αιτούντος υπό το πρίσμα όλων των σχετικών περιστάσεων της υπόθεσης [άρθρο 4 παράγραφος 3 της ΟΕΑΑ (οδηγία 2013/32/ΕΕ αναδιατύπωση)] και να ελέγχονται οι περιστάσεις που επικρατούν στη χώρα καταγωγής του, καθώς και η συμπεριφορά των υπευθύνων δίωξης. Επομένως, η διαπίστωση του βάσιμου φόβου συνδέεται στενά με το καθήκον της αξιολόγησης των αποδεικτικών στοιχείων και της αξιοπιστίας που διέπεται πρωτίστως από το άρθρο 4 της ΟΕΑΑ (οδηγία 2013/32/ΕΕ αναδιατύπωση). 

Το Δικαστήριο προέβη σε έρευνα σε πληροφορίες από τη χώρα καταγωγής της Αιτήτριας, λαμβανομένου υπόψιν ότι το παρόν δικαστήριο έχει πρόσβαση σε ακριβείς και επικαιροποιημένες πληροφορίες από διάφορες πηγές σχετικά με τη γενική κατάσταση που επικρατεί στις χώρες καταγωγής και διέλευσης κατά τον χρόνο λήψης της απόφασής του [βλ. άρθρο 10 παράγραφος 4 της Οδηγία 2013/32/ΕΕ (αναδιατύπωση)], σε συνάρτηση βέβαια με το άρθρο 4 της 2011/95/ΕΕ της οδηγίας (αναδιατύπωση) και άρθρο 46 της οδηγίας 2013/32/ΕΕ (αναδιατύπωση), όπου απαιτείται να υπάρχει «πλήρης και ex nunc εξέταση τόσο των γεγονότων όσο και των νομικών σημείων» με τα ακόλουθα ευρήματα:

Σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση του Ολλανδικού Υπουργείο Εξωτερικών[9] αναφορικά με την γενικότερη κατάσταση που επικρατεί στην Νιγηρία όπου και περισυλλέγοντα πληροφορίες από ένα ευρύ φάσμα διαφόρων πηγών πληροφόρησης, παραθέτω τα εξής αναφορικά με την αξιολόγηση της εξωτερικής αξιοπιστίας των ισχυρισμών της Αιτήτριας σε συνάρτηση βέβαια με τις προσωπικές περιστάσεις που αφορούν τον πυρήνα του αιτήματος της. Σημειωτέον, η  εξωτερική αξιοπιστία  του ισχυρισμού της συναρτάται με τη συνάφεια μεταξύ των δηλώσεών της και των γενικά γνωστών πληροφοριών σχετικά με τη χώρα καταγωγής της.[10]

Αναφορικά με την θέση της γυναίκας στην Νιγηρία ως ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα, πηγές πληροφόρησης αναφέρουν ότι οι γυναίκες βιώνουν σημαντικές διακρίσεις στην εκπαίδευση, την απασχόληση και την κληρονομιά, καθώς και βία με βάση το φύλο. Για παράδειγμα, οι γυναίκες δεν πληρώνονται το ίδιο με τους άνδρες για την ίδια εργασία, και οι γυναίκες που είναι αρχηγοί νοικοκυριών αντιμετωπίζουν συχνά δυσκολίες να λάβουν εμπορικά δάνεια ή φορολογικές εκπτώσεις. Επιπλέον, οι γυναίκες συχνά αποκλείονται από την κληρονομιά, με αποτέλεσμα οι χήρες να χάνουν συνήθως όλα τα υπάρχοντά τους από τα πεθερικά τους μετά το θάνατο του συντρόφου τους ενώ ελάχιστη προστασία προσφέρεται από τις αρχές εναντίον αυτού του φαινομένου.

Επιπλέον η Νιγηρία έχει ένα από τα υψηλότερα ποσοστά ανύπαντρων μητέρων στον κόσμο. Ένα άρθρο του Ιανουαρίου 2021 ανέφερε ότι το 9,5% του γυναικείου πληθυσμού της Νιγηρίας ήταν άγαμες. Το 75% αυτών ήταν μεταξύ 15 και 24,4 ετών. Αν και οι ανύπαντρες μητέρες στην Νιγηρία ήταν πιο εύπορες και καλύτερα μορφωμένες σε σύγκριση με τα παγκόσμια πρότυπα, οι περισσότερες ανύπαντρες γυναίκες ήταν έφηβες μητέρες και ζουν σε αγροτικές περιοχές.

Οι ανύπαντρες γυναίκες διαμένουν πιο συχνά στο νότο παρά στο βορρά. Στα βορειοδυτικά, για παράδειγμα, το 2,9% του πληθυσμού αποτελούνταν από ανύπαντρες μητέρες, ενώ στο νότο το ποσοστό ήταν 20,3%. Μια εμπιστευτική πηγή ανέφερε ότι οι ανύπαντρες γυναίκες είχαν περισσότερες δυσκολίες στο βορρά παρά στο νότο, όπου ήταν πιο εύκολο για μια ανύπαντρη γυναίκα να εκφραστεί. Η προστασία από την οικογένεια, η καλή εκπαίδευση και ο «προστάτης πατέρας» έκαναν πιο εύκολο για μια ανύπαντρη γυναίκα να είναι σε θέση να ανταπεξέλθει. Ήταν επίσης ευκολότερο για τις γυναίκες να ανταπεξέλθουν στις αστικές περιοχές. Σε αγροτικές περιοχές ήταν δύσκολο λόγω κοινωνικής πίεσης, αφού πολλοί άνθρωποι - όπως π.χ γονείς και συγγενείς - έχουν λόγο στον τρόπο ζωής της γυναίκας. Συχνά και δια μέσου συνοικεσίων διασφαλίζεται ότι μια γυναίκα δεν θα παραμείνει ανύπαντρη για πολύ.

Οι γυναίκες με παιδιά που γεννιούνται εκτός γάμου είναι ολοένα και πιο συχνό φαινόμενο  στη Νιγηρία. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα μεταξύ των διασημοτήτων και σε πόλεις του νότου, όπως το Λάγος ή Port Harcourt, όπου υπάρχει μια τάση προς «baby mamas» ή «baby daddies»: γυναίκες ή άνδρες που κάνουν παιδιά χωρίς να έχουν παντρευτεί. Επιπλέον, υπάρχουν πολλές διαφορές με βάση την περιοχή, την εθνοτική ομάδα και το μορφωτικό επίπεδο. Ενώ οι γυναίκες με παιδιά που γεννήθηκαν εκτός γάμου και οι ανύπαντρες γυναίκες ήταν πιο κοινές στο νότο, υπήρχαν επίσης κάποιες κοινότητες στο νότο όπου οι γυναίκες αντιμετώπιζαν στιγματισμό. Για παράδειγμα, στην πολιτεία Imo, η απρογραμμάτιστη πρώιμη εγκυμοσύνη θεωρείται ντροπή για την οικογένεια, όπως συνηθίζουν στην κοινότητα Igbo ο νόμος να θεωρεί τα παιδιά που γεννιούνται εκτός γάμου ως παράνομα. Στις αγροτικές περιοχές οι γυναίκες με τα παιδιά που γεννήθηκαν εκτός γάμου αντιμετωπίζουν περισσότερα προβλήματα πρόσβασης σε βασικές υπηρεσίες και την απόκτηση επαρκών οικονομικών πόρων για τη στήριξη της οικογένειάς τους. Όσον αφορά τη θέση των ανύπαντρων γυναικών, ή των γυναικών με παιδιά που γεννήθηκαν εκτός γάμου πρέπει επίσης να αντιμετωπίσουν τον έλεγχο της ζωής τους από συγγενείς και άλλα μέλη της κοινωνίας. Αυτό ανέφερε εμπιστευτική πηγή, ωστόσο θα μπορούσαν να επιβιώσουν οι γυναίκες αυτές σε αστικές περιοχές εάν είναι οικονομικά ανεξάρτητες και μπορέσουν να αποτρέψουν την επιρροή της οικογένειας και της κοινωνίας.

Η βία με βάση το φύλο καταγράφηκε συχνά κατά την περίοδο αναφοράς. Μεγάλο μέρος της βίας συμβαίνει εντός της οικογένειας, αλλά ήταν επίσης σύνηθες σε σχολεία και πανεπιστήμια. Σε μια  κοινωνική συζήτηση για αυτό το θέμα θεωρείται φυσιολογικό να κατηγορηθεί το θύμα. Ειδικότερα στη Βορειοανατολική Νιγηρία, σημειώθηκε αύξηση της σεξουαλικής βίας και της βίας λόγω φύλου. Η Μπόκο Χαράμ διέπραξε σεξουαλική βία και βία κατά το φύλο σε γυναίκες και κορίτσια κατά την περίοδο αναφοράς, συμπεριλαμβανομένου του βιασμού και του καταναγκαστικού γάμου.

Αναφορικά με το νομικό πλαίσιο, ο ομοσπονδιακός νόμος για τη βία κατά προσώπων (Απαγόρευση) (VAPP) στοχεύει στην προστασία ατόμων κατά της βίας τόσο στη δημόσια όσο και στην ιδιωτική σφαίρα. Επιπλέον, ο ομοσπονδιακός νόμος για τη βία κατά προσώπων απαγορεύει τη βία κατά γυναικών και κοριτσιών, συμπεριλαμβανομένων των γυναικών που υπέστησαν κλειτοριδεκτομή. Η μέγιστη ποινή για βιασμό ή σεξουαλική επίθεση είναι ισόβια κάθειρξη. Επιπλέον, τα θύματα δικαιούνται νομικά διάφορα είδη υποστήριξης, όπως ιατρική, ψυχοκοινωνική και νομική βοήθεια. Ο νόμος περιέχει επίσης διατάξεις για την προστασία της ταυτότητας των θυμάτων. Ο Ποινικός Κώδικας ποινικοποιεί τον βιασμό, αλλά η ενδοοικογενειακή βία δεν είναι ποινικό αδίκημα σύμφωνα με το άρθρο 55 του Ποινικού Κώδικα, εφόσον η βία δεν έχει ως αποτέλεσμα τον «υπερβολικό τραυματισμό» στο θύμα.

Λόγω της αύξησης της ευαισθητοποίησης και της υπεράσπισης σχετικά με το φύλο, ο αριθμός των καταγγελιών για ενδοοικογενειακή βία αυξήθηκε, σύμφωνα με μια εμπιστευτική πηγή ωστόσο, τα ποσοστά καταδίκης για τέτοιες υποθέσεις ήταν χαμηλά και οι ποινές ήταν συχνά ελαφριές. Γενικά η ενδοοικογενειακή βία θεωρείται οικογενειακή υπόθεση και οι αστυνομικές αρχές  συχνά αρνούνταν να εμπλακούν, ειδικά αν η υποτιθέμενη κακοποίηση δεν είναι ασυμβίβαστη με τους τοπικούς εθιμικούς κανόνες. Τα θύματα που ανέφεραν σεξουαλική βία ή βία λόγω φύλου στην αστυνομία είπαν ότι συχνά βίωσαν θυματοποίηση, περιφρονητική μεταχείριση, οικονομικό εκβιασμό, στερεοτυπικές αντιλήψεις για το φύλο και έλλειψη ευαισθησίας από την αστυνομία. Η αστυνομία επίσης ενθάρρυνε μερικές φορές τα θύματα και τους δράστες να επιλύσουν την υπόθεση εξωδικαστικά. Εμπόδια όπως το κόστος, ο στιγματισμός, η έλλειψη προστασίας και βοήθειας για τα θύματα όπως επίσης  και οι χρονοβόρες νομικές διαδικασίες, απέτρεπαν τα θύματα από την αναζήτηση δικαιοσύνης. Στην πράξη λοιπόν η δυνατότητα να κάνει κάποιος χρήση του νόμου περιοριζόταν κυρίως στην ελίτ, χρησιμοποιώντας  τα χρήματα και τις διασυνδέσεις τους.

Αναφορικά με την δυνατότητα μετεγκατάστασης, γενικά δεν υπάρχουν περιορισμοί στην ελευθερία μετακίνησης στη Νιγηρία, εκτός από τις περιοχές όπου υπάρχει υψηλό επίπεδο ανασφάλειας. Σύμφωνα με έναν ερευνητή που επικαλείται η Επιτροπή Μετανάστευσης και Προσφύγων (IRB) του Καναδά, ανύπαντρες γυναίκες που μετακομίζουν από το σπίτι μπορεί να αντιμετωπίσουν στιγματισμό, ανασφάλεια, οικονομικές δυσκολίες, οικογενειακά προβλήματα, τραύμα και άλλα προβλήματα. Αυτό καθιστά δύσκολο για τις ανύπαντρες γυναίκες να εγκατασταθούν αλλού με επιτυχία. Ως αποτέλεσμα, συχνά εξαρτώνται από την οικογένεια ή φίλους. Επιπλέον, μια γυναίκα που δεν φέρνει το δικό της εισόδημα θεωρείται ως μια επιπλέον επιβάρυνση, που σημαίνει ότι δεν μπορεί πάντα να στραφεί στην οικογένεια ή στους φίλους.  Δεν υπάρχουν κρατικές παροχές, επιδοτήσεις ή άλλες μορφές οικονομικής βοήθειας για ανύπαντρες γυναίκες με ή χωρίς παιδιά. Πρόσβαση σε δημόσιες υπηρεσίες όπως η υγεία φροντίδα, εκπαίδευση, δημόσια συγκοινωνία, παιδική μέριμνα και κοινωνική αρωγή είναι επομένως περιορισμένη. Ο βαθμός στον οποίο μπορούν να ανταπεξέλθουν τα νοικοκυριά με επικεφαλής γυναίκες εξαρτάται από παράγοντες όπως οι δεξιότητες της γυναίκας, το κοινωνικό της δίκτυο, η ηλικία της (οι νεότερες γυναίκες μπορούν να προσαρμοστούν πιο εύκολα), ο αριθμός των παιδιών (μεγαλύτερες οικογένειες αποτελούν μεγαλύτερη πρόκληση όταν προσπαθούν να βρουν σπίτι, σχολεία και εγκαταστάσεις υγείας) και η εργασιακή εμπειρία. Στις μεγάλες πόλεις όπως η Abuja και το Lagos σημειώνεται ότι υπάρχει σοβαρή έλλειψη στέγης. Ειδικά σε αυτά τα μέρη, οι ανύπαντρες γυναίκες ανέφεραν διακρίσεις στο να βρουν ένα μέρος διαμονής.

Λαμβάνοντας υπόψη τις ως άνω πληροφορίες από την χώρα καταγωγής της Αιτήτριας και την τρέχουσα κατάσταση που επικρατεί, προκύπτει ότι κάποιες από τις δηλώσεις της Αιτήτριας που αφορούν γενικές πληροφορίες για την αντιμετώπιση των γυναικών υποστηρίζονται από πληροφορίες από τη χώρα καταγωγής. Παρόλα αυτά, αξιολογώντας το σύνολο των δηλώσεων της Αιτήτριας, εξέλειπε το βιωματικό στοιχείο καθώς η Αιτήτρια παρέλειψε να απαντήσει λεπτομερώς σε σειρά συγκεκριμένων, ανοιχτού τύπου, ερωτήσεων. Ως εκ τούτου, παρά το ότι οι δηλώσεις της Αιτήτριας βρίσκουν κάποιο έρεισμα στις διαθέσιμες (γενικές) πληροφορίες της χώρας καταγωγής της Αιτήτριας, δεδομένης της μη στοιχειοθέτησης της εσωτερικής αξιοπιστίας των δηλώσεών της, ο εν λόγω ισχυρισμός ορθώς απερρίφθη.

Λαμβάνοντας υπόψη το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, φρονώ ότι οι Καθ' ων η αίτηση έλαβαν υπόψη τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά τα οποία όμως δεν έγιναν αποδεκτά (αξιολόγηση της αξιοπιστίας) και βάση αυτών έκριναν στην συνέχεια ότι δεν υπάρχει πιθανότητα η Αιτήτρια να υποβληθεί σε μεταχείριση που συνιστά δίωξη ή σοβαρή βλάβη (εκτίμηση κινδύνου). Ο βασικός λόγος για τον οποίο δεν έγινε δεκτό το αίτημα της Αιτήτριας περί δίωξης της ήταν το γεγονός της μη απόδειξης της αληθοφάνειας των βασικών ισχυρισμών της και του κλονισμού της αξιοπιστίας της, λόγω ουσιωδών αντιφάσεων, ελλείψεων και αδυναμιών οι οποίες εντοπίστηκαν στην συνέντευξη που έδωσε.

Περαιτέρω, λαμβάνω υπόψιν μου ότι ούτε και κατά την παρούσα διαδικασία η Αιτήτρια  ήταν σε θέση να τεκμηριώσει τους βασικούς ισχυρισμούς της λεπτομερώς και παρέχοντας συγκεκριμένες πληροφορίες, αφού απλώς επανέλαβε τα όσα γενικώς ανέφερε τόσο κατά την πρωτοβάθμια εξέταση της αιτήσεως της αλλά και επί της γραπτής της αγόρευσης χωρίς ωστόσο να είναι σε θέση να ανατρέψει τα συμπεράσματα των Καθ’ ων η Αίτηση και χωρίς να προσκομίσει τυπικά αποδεικτικά στοιχεία ή και να αναφερθεί σε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που να της προκαλούν κατά τρόπο αντικειμενικώς αιτιολογημένο, φόβο δίωξης στη χώρα της για έναν από τους 5 λόγους που εξαντλητικά αναφέρει το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου (Βλ. επίσης νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, αποφάσεις αρ. 1093/2008, 817/2009 και 459/2010).

Αξιολόγηση μελλοντικού κινδύνου

Στην βάση των αποδεκτών ισχυρισμών της Αιτήτριας ήτοι 1) η ταυτότητα χώρα καταγωγής και τα προσωπικά στοιχεία της Αιτήτριας, 3) για λόγους αναζήτησης ποιότητας ζωής και οικονομικού περιεχομένου και 5) για λόγους παρεξήγησης με την οικογένεια της και προς αξιολόγηση του μελλοντικού κινδύνου της Αιτήτριας  σε περίπτωση επιστροφής της στη Νιγηρία, το Δικαστήριο κρίνει ότι η Αιτήτρια δεν αναμένεται να αντιμετωπίσει και/ή να υποστεί οποιαδήποτε πράξη δίωξης ή να αντιμετωπίσει κίνδυνο σοβαρής βλάβης κατά την επιστροφή της στη χώρα καταγωγής.

Αρχικά και αναφορικά για λόγους αναζήτησης ποιότητας ζωής και οικονομικού περιεχομένου σε συμφωνία με τα συμπεράσματα των Καθ’ ων η Αίτηση επί των όσων αναφέρουν στη έκθεση -εισήγηση, οι οικονομικοί λόγοι δεν εμπίπτουν στις πρόνοιες της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 και στον περί Προσφύγων Νόμο.

Είναι σαφής και ευδιάκριτη η διαφοροποίηση του οικονομικού μετανάστη από τον Πρόσφυγα. Πρόσωπο που εγκαταλείπει οικειοθελώς τη χώρα του, με σκοπό να εργαστεί και να εγκατασταθεί αλλού, ωθούμενος αποκλειστικά από οικονομικά κίνητρα, όπως εξεύρεση εργασίας και βελτίωση των συνθηκών διαβίωσής του, όπως εν προκειμένω ο Αιτητής, αποτελεί οικονομικό μετανάστη και όχι πρόσφυγα. βλ. IRENE FESENKO v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1051/2010, ημερ. 21.12.2011Md Jakir Hossain v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 2319/06, ημερ. 16.7.2008Barakan Petrosyan κ.α. v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 883/08, ημερ. 10.2.2010 και Khaled Al Issa v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 993/08, ημερ. 29.12.2009).

Σύμφωνα δε, με την παράγραφο 62 του «Εγχειρίδιου για τις διαδικασίες και τα κριτήρια καθορισμού του καθεστώτος των προσφύγων σύμφωνα με τη Σύμβαση του 1951 και το Πρωτόκολλο του 1967 για το Καθεστώς των Προσφύγων»:

«62. Μετανάστης είναι το πρόσωπο που για λόγους διαφορετικούς από εκείνους που αναφέρονται στον ορισμό, εγκαταλείπει οικειοθελώς τη χώρα του με σκοπό να εγκατασταθεί αλλού. Μπορεί δε να ωθείται από την επιθυμία για αλλαγή ή για περιπέτεια ή από οικογενειακούς ή άλλους προσωπικούς λόγους. Εάν ωθείται αποκλειστικά από οικονομικά κίνητρα, είναι οικονομικός  μετανάστης και όχι πρόσφυγας».

Αναφορικά με τα προσωπικά στοιχεία της Αιτήτριας, πρόκειται για νεαρή γυναίκα με επαρκές μορφωτικό επίπεδο καθότι ολοκλήρωσε την πρωτοβάθμια εκπαίδευση της ενώ φοίτησε εν μέρη και σε δευτεροβάθμιο εκπαιδευτικό ίδρυμα χωρίς ωστόσο να ολοκληρώσει τις σπουδές. Επιπλέον, διαθέτει προηγούμενή εργασιακή πείρα καθότι ενασχολείτο επαγγελματικά με την πώληση ηλεκτρικών ειδών στο Λάγος ο οποίος ήταν και ο τελευταίος τόπος διαμονής της πριν από την αναχώρησή της από την Νιγηρία. Στην χώρα καταγωγής της επίσης διαθέτει ισχυρό υποστηρικτικό δίκτυο. Ειδικότερα, στο χωριό Mgbidi διαμένει η μητέρα της με τα τρία ανήλικα τέκνα της Αιτήτριας, τα οποία απέκτησε με τον πρώτο σύντροφο της, ενώ εκεί διαμένουν και οι αδερφές της. Η Αιτήτρια ανέφερε ότι η μητέρα της την βοηθούσε και εξακολουθεί να την βοηθά με το μεγάλωμα των παιδιών της. Η προστασία από την οικογένεια, η καλή εκπαίδευση φρονώ κάνουν πιο εύκολο για μια ανύπαντρη γυναίκα όπως στην περίπτωση της Αιτήτριας να είναι σε θέση να ανταπεξέλθει. Ούτε προκύπτει οποιοσδήποτε στιγματισμός από τα λεγόμενα της Αιτήτριας λαμβανομένου υπόψιν ότι πρόκειται για μια ανύπαντρη γυναίκα. Ως εκ τούτου, δεν προκύπτει από τα ενώπιόν μου στοιχεία ότι θα αντιμετωπίσει οποιοδήποτε στιγματισμό σε περίπτωση επιστροφής της. Συνάμα,  λαμβάνοντας υπόψιν τις προσωπικές περιστάσεις της Αιτήτριας σε συνάρτηση με τα  όσα αναφέρουν οι ως άνω αναφερθείσες πληροφορίες από την χώρα καταγωγής της Αιτήτριας, καταλήγω ότι η  ότι η Αιτήτρια δεν έχει βιώσει οποιαδήποτε διάκριση είτε στην εκπαίδευση, την απασχόληση αλλά ούτε και οποιαδήποτε σεξουαλική βία ή και βία λόγω φύλου. Σημειώνεται ότι ο δεύτερος ισχυρισμός περί απειλών από τον σύντροφό της και πατέρα των τριών παιδιών της κρίθηκε αναξιόπιστος. Ως εκ τούτου, δεν εντοπίζεται, ως ορθώς αναφέρουν οι Καθ’ ων η Αίτηση, κάποια ευαλωτότητα στο πρόσωπο της που θα αύξανε τις πιθανότητες να υποστεί δίωξη ή σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής της στην Νιγηρία.

Ενόψει των ανωτέρω, το Δικαστήριο κρίνει ότι οι Καθ΄ ων η αίτηση συνεκτίμησαν και αξιολόγησαν όλα τα στοιχεία που είχαν ενώπιόν τους προτού καταλήξουν στην προσβαλλόμενη απόφαση, η δε τελευταία κρίνεται ως επαρκώς αιτιολογημένη, ενώ το περιεχόμενό της συμπληρώνεται από την αιτιολογημένη εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού στην οποία αναφέρονται οι λόγοι της απόρριψης του αιτήματος της Αιτήτρριας (άρθρο 29 του Ν. 158 (Ι)/1999, Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1171 και Διογένους ν. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ., 371). Η δυνατότητα αυτή υπάρχει όταν τα στοιχεία που βρίσκονται στο φάκελο του Δικαστηρίου συνδέονται με την απόφαση και αποκαλύπτουν του λόγους που οδήγησαν στην προσβαλλόμενη απόφαση. Από τα στοιχεία του φακέλου θα πρέπει να μπορεί να λεχθεί ότι αυτά βρίσκονται αναπόφευκτα πίσω από την απόφαση που λήφθηκε (Ηλιόπουλος ν. Α.Η.Κ., Α.Ε. 2452, ημερομηνίας 21.7.2000, Χρυστάλλα Συμεωνύδου κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή αρ. 911/93 κ.α., ημερ. 18.4.97).  

Περαιτέρω, βάσει των στοιχείων του προφίλ της Αιτήτριας  και των ισχυρισμών που η ίδια προώθησε θα συμφωνήσω και με την κατάληξη των Καθ’ ων επί του τέταρτου (4) ουσιαστικού ισχυρισμού αναφορικά με την γενικότερη κατάσταση που επικρατεί στην χώρα και τόπο συνήθους διαμονής στο ότι δεν πιθανολογείται ότι σε περίπτωση επιστροφής της στη Νιγηρία, ότι υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, όπως η εν λόγω έννοια ορίζεται στο άρ. 19 (2) του Περί Προσφύγων Νόμου.

Ειδικότερα, εκ των όσων παρατέθηκαν ανωτέρω, διαφαίνεται ξεκάθαρα ότι η Αιτήτρια δεν πληροί τις προϋποθέσεις υπαγωγής σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει των προνοιών του άρθρου 19(2) (α) και (β) του περί  Προσφύγων Νόμου, καθότι, ως αναφέρθηκε και ανωτέρω, δεν τεκμηριώνεται από τους ισχυρισμούς της παρελθούσα δίωξη, ούτε στοχοποίηση της από οποιονδήποτε κρατικό ή μη κρατικό φορέα. Προκειμένου δε να εφαρμοστούν οι πρόνοιες των συγκεκριμένων άρθρων και να υπαχθεί αιτητής σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει αυτών, απαιτείται υψηλός βαθμός εξατομίκευσης των περιστάσεων που σχετίζονται με τον επικαλούμενο φόβο.  Στην παρούσα υπόθεση δεν διαπιστώνω ότι συντρέχουν οι απαιτούμενες προϋποθέσεις. 

Αναφορικά με το ενδεχόμενο υπαγωγής της Αιτήτριας σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, ως προς τους παράγοντες που δύνανται να ληφθούν υπόψιν ως προς την αξιολόγηση του συστατικού στοιχείου της αδιάκριτης βίας, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: το ΔΕΕ) επεσήμανε σε πρόσφατη απόφασή του ότι συνιστούν «[.]μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 (πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C 285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών.» (ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας 10.6.2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland, σκέψη 43).

Περαιτέρω, ως προς τον προσδιορισμό του επιπέδου της ασκούμενης αδιάκριτης βίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: το ΕΔΔΑ) στην απόφασή του Sufi and Elmi (ΕΔΔΑ, απόφαση επί των προσφυγών  8319/07 και 11449/07, ημερομηνίας 28.11.2011), αξιολόγησε, διευκρινίζοντας ότι δεν κατονομάζονται εξαντλητικά, τη χρήση μεθόδων και τακτικών πολέμου εκ μέρους των εμπόλεμων πλευρών οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο αμάχων θυμάτων ή ευθέως στοχοποιούν αμάχους, εάν η χρήση αυτών είναι διαδεδομένη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, και, τελικά, τον αριθμό των αμάχων που έχουν θανατωθεί, τραυματιστεί και εκτοπιστεί ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης.

Όπως διευκρίνισε το ΔΕΕ «ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζουσα βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές, οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας» (Βλ. Απόφαση στην υπόθεση C-465/07, Meki ElgafajiNoor Elgafaji κ. Staatssecretaris van Justitie,ημερ.17.2.2009). Ιδίως ως προς την εφαρμογή της αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας, το ΔΕΕ στην ως άνω απόφαση διευκρίνισε ότι «όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας».

Προκειμένου δε να διαπιστωθεί εάν συντρέχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής, η Αιτήτρια θα αντιμετωπίσει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής της ακεραιότητας λόγω αδιακρίτως ασκούμενης  βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, ως οι διατάξεις του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, το Δικαστήριο ανέτρεξε σε έγκυρες πηγές πληροφόρησης για τη χώρα καταγωγής της Αιτήτριας, προς εξέταση της κατάστασης που επικρατεί σε αυτήν.

Αναφορικά με την κατάσταση ασφαλείας στην πολιτεία Imo, σύμφωνα με την βάση δεδομένων ACLED (Armed Conflict Location & Event Data Project), κατά την περίοδο 05/07/2023 – 05/07/2024 καταγράφηκαν συνολικά 91 περιστατικά ασφαλείας, με αποτέλεσμα 117 θανάτους[11] σε σύνολο πληθυσμού που εκτιμάται στους 5.459.300 κατοίκους.[12] Τα 91 περιστατικά έχουν κατηγοριοποιηθεί ως 5 ταραχές με κανένα θύμα, 43 περιστατικά βίας κατά πολιτών, που είχαν ως αποτέλεσμα 45 απώλειες σε ανθρώπινες ζωές και 42 μάχες, οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα 72 ανθρώπινες απώλειες. Καταγράφεται δε, ότι κατά το τρίτο τετράμηνο του τρέχοντος έτους, παρατηρείται σημαντική μείωση των περιστατικών ασφαλείας στην εν λόγω πολιτεία. Αναφορικά με το χωριό όπου διέμενε η Αιτήτρια και αναμένεται να επιστρέψει, σύμφωνα με στοιχεία της πλατφόρμας, δεν έχει καταγραφεί κανένα περιστατικό ασφαλείας κατά το εν λόγω διάστημα του τελευταίου έτους.

Στη βάση των ανωτέρω πληροφοριών, καταλήγω ότι δεν καταδεικνύεται εύλογη πιθανότητα η Αιτήτρια να αντιμετωπίσει κατά την επιστροφή της κίνδυνο σοβαρής βλάβης καθότι η συχνότητα περιστατικών ασφαλείας στην περιοχή όπου διέμενε, και στην οποία εύλογα αναμένεται να επιστρέψει, δεν είναι τέτοιας έντασης ώστε να διατρέχει κίνδυνο εξαιτίας και μόνο της παρουσίας του στην περιοχή. Περαιτέρω, δεν εντοπίζονται ιδιαίτερες περιστάσεις που θα μπορούσαν να επιτείνουν τον κίνδυνο που πιθανό διατρέξει η Αιτήτρια ειδικά σε σύγκριση με τον γενικό πληθυσμό της περιοχής, στη βάση της «αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας» και λαμβανομένης υπόψη της φύσεως των περιστατικών που καταγράφηκαν, ως εκτίθενται πιο πάνω (βλ. και ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας 10.6.2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland).

Με βάση το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου και αφού εξέτασα τόσο τη νομιμότητα, όσο και την ουσία της παρούσης, καταλήγω ότι το αίτημα της Αιτήτριας εξετάστηκε επιμελώς σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και εύλογα απορρίφθηκε η αίτησή της για διεθνή προστασία. Η απόφαση της Διοίκησης αποτελεί προϊόν επαρκούς έρευνας και ορθής αξιολόγησης όλων των δεδομένων και στοιχείων, σύμφωνα και με το Νόμο και είναι επαρκώς αιτιολογημένη.

Δια τους λόγους που πιο πάνω αναφέρονται η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με έξοδα €1000 υπέρ των καθ' ων η αίτηση και εναντίον της Αιτήτριας.

 

Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ Δ.Δ.Δ.Δ.Π



[1]  (βλ. απόφαση αρ. 128/2008 JAMAL KAROU V Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 1 Φεβρουαρίου, 2010).

 

 

[2] Βλ. C‑148/13 έως C‑150/13, EU:C:2014:2406, σκέψεις 54 και 57

[3] Βλ. UNHCR, Note on Burden and Standard of Proof in Refugee Claims, 16 December 1998, Παρ. 11, cited by the European Court of Human Rights (ECtHR) in its Grand Chamber judgment of 23 August 2016, JK and Others v Sweden, No 59166/12, ECLI:CE:ECHR:2016:0823JUD005916612 (hereafter ECtHR (GC), 2016, JK and Others v Sweden), Παρ. 53.

[4] Βλ. απόφαση ΕΔΑΔ SAID v. THE NETHERLANDS  05/07/2005 Παρ. 53.

[5] Βλ. Αποφάσεις ΕΔΑΔ, JK and Others v Sweden, 23/08/2016.  Παρ.  93;  και , RH v Sweden, 01/02/2016 Παρ.. 58

[6] M. Κατά Minister for Justice, Equality and Law Reform, Ιρλανδίας, Attorney General, C277/11 22ας Νοεμβρίου 2012 υποσημείωση 82, σκέψη 65.βλέπε επίσης Βλ. C‑473/16, EU:C:2018:36, σκέψη 28.

[7] Βλ. C349/20 σκέψη 65 και 66

[8] Βλ ΔΕΕ, συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-71/11 και C-99/11, Bundesrepublik Deutschland κατά Y και Z, 5 Σεπτεμβρίου 2012, σκέψεις 72 και 80.

[9] Netherlands Ministry of Foreign Affairs: General Country of Origin Information Report Nigeria, 1 January 2023
https://www.ecoi.net/en/file/local/2103765/2023-1_EN_AAB_Nigeria.pdf [accessed 10 July 2024]

[10] Tekdemir v Netherlands Αριθ. 46860/99 και 49823/99

https://hudoc.echr.coe.int/fre#{%22itemid%22:[%22001-22712%22]}

 

[11] ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION - ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Project, 2024, διαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο https://acleddata.com/dashboard/#/dashboard (βλ. πλατφόρμα Dashboard, με στοιχεία ανάλυσης ως εξής: COUNTRY VIEW- EVENT DATE - 05.07.2023 - 05.07.2024, EVENT TYPE - Battles / Violence against civilians / Explosions/Remote violence / Riots και REGION - Western AfricaNigeria- Imo)

[12] City population, Nigeria, Imo State, διαθέσιμο σε: https://citypopulation.de/en/nigeria/admin/NGA017__imo/


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο