
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθεση Αρ.: 22/23
24 Ιουλίου, 2024
[ Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
T.B.C.K.
από Καμερούν
Αιτητής
-και-
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ' ων η αίτηση
........
Μ. Χριστοφορίδου (κα), για Δ.Α. Παυλιδης και Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., Δικηγόρος για τον Αιτητή
Α. Αριστείδου (κα), Δικηγόρος για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Με την υπό εξέταση προσφυγή, ο Αιτητής αιτείται δήλωση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση των Καθ’ ων η Αίτηση ημερομηνίας 21/11/2022, με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή του για παροχή διεθνούς προστασίας με την αιτιολογία ότι δεν πληροί τις απαιτούμενες από το Νόμο προϋποθέσεις, είναι άκυρη, αντισυνταγματική, παράνομη και στερείται κάθε νόμιμου αποτελέσματος.
ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Όπως προκύπτει από την Ένσταση που καταχωρήθηκε από την ευπαίδευτη συνήγορο που εκπροσωπεί τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης έχουν ως κατωτέρω:
Ο Αιτητής είναι υπήκοος Καμερούν και συμπλήρωσε αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας στις 26/03/2019. Στις 23/09/2022, πραγματοποιήθηκε συνέντευξη από λειτουργό του Οργανισμού Ασύλου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUAA πρώην EASO – στο εξής λειτουργός EUAA). Στις 08/11/2022, ο αρμόδιος λειτουργός EUAA ετοίμασε Έκθεση-Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με την συνέντευξη του Αιτητή, εισηγούμενος την απόρριψη της αίτησής του. Στη συνέχεια, ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε την εισήγηση για απόρριψη της αίτησης ασύλου του Αιτητή στις 21/11/2022. Στις 20/12/2022, η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική επιστολή μαζί με την αιτιολόγηση της απόφασής της σχετικά με το αίτημα του Αιτητή, η οποία παραλήφθηκε και υπογράφτηκε ιδιοχείρως από τον Αιτητή αυθημερόν. Η τελευταία αυτή απόφαση, αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής, η οποία καταχωρήθηκε μέσω της συνηγόρου του Αιτητή στις 04/01/2023.
ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ
Ο Αιτητής παραθέτει στο εισαγωγικό δικόγραφο της διαδικασίας αρκετούς λόγους ακύρωσης, χωρίς αυτοί ωστόσο να συνοδεύονται από σαφή αιτιολογία ή παραπομπή σε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά ή στοιχεία του διοικητικού φακέλου. Κατά τη γραπτή του δε αγόρευση, υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη πράξη πάσχει από λόγω μη δέουσας έρευνας, έλλειψη αιτιολογίας και πλάνης περί τα πράγματα. Ο συνήγορος του Αιτητή κατά την δικάσιμο ημερομηνίας 24/01/2024, όπου η υπόθεση ήταν ορισμένη για διευκρινίσεις, υιοθέτησε το σύνολο της γραπτής του αγόρευσης χωρίς να αποσύρει κάποιον από τους προβληθέντες ισχυρισμούς.
Η ευπαίδευτη συνήγορος των Καθ' ων η Αίτηση υποστήριξε τη νομιμότητα της απόφασης του αρμόδιου οργάνου καθώς και ότι αυτή ήταν αποτέλεσμα δέουσας έρευνας, ενώ ανέφερε μέσω της γραπτής της αγόρευσης ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο δίωξης για φυλετικούς, θρησκευτικούς λόγους, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή αντιλήψεων, όπως προβλέπεται από το άρθρο 3(1) του Νόμου. Οι καθ' ων τονίζουν πως στη βάση των όσων ισχυρίστηκε ο Αιτητής οι ισχυρισμοί του δεν στοιχειοθετούν λόγο υπαγωγής τους στο προστατευτικό καθεστώς του πρόσφυγα, καθότι ήταν αναξιόπιστοι, αναληθείς και αντιφατικοί και, εν πάση περιπτώσει, δεν εμπεριέχονται στους λόγους που προβλέπονται από τη Σύμβαση της Γενεύης του 1951 αλλά ούτε και μπορούσε να του παρασχεθεί καθεστώς συμπληρωματική προστασίας όπως προβλέπεται στο άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου. Επομένως, σωστά και εύλογα οι Καθ' ων η αίτηση, ασκώντας την εξουσία που τους παρέχεται από το Νόμο και βάσει του ενώπιον τους υλικού, κατέληξαν στο πιο πάνω συμπέρασμα.
ΚΑΤΑΛΗΞΗ
Καταρχάς και σύμφωνα με πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, οι λόγοι προσφυγής που δεν αναπτύσσονται στο πλαίσιο της αγόρευσης του εκάστοτε αιτητή θεωρούνται εγκαταλειφθέντες. Το ίδιο ισχύει και με τους λόγους σε σχέση με τους οποίους δεν προβάλλεται οποιαδήποτε επιχειρηματολογία προς υποστήριξή τους. (Βλ. συναφώς Υπόθεση Αρ. 692/89, Level Tachexcavs Ltd v. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λευκωσίας, ημερ. 17.12.1990, (1990) 3 ΑΑΔ 4407, Α.Ε. Αρ. 2421, Kokos Athanasiou Motors Ltd v. Δημοκρατίας, ημερ. 24.1.2020 (2000) 3 ΑΑΔ 21, Υπόθεση Αρ. 1073/2004, Γεωργίας Αντωνίου κ.α. ν. Δημοκρατίας, μέσω Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, ημερ. 6.2.2007).
Υπό το φως της πιο πάνω νομολογίας, όλοι οι λόγοι προσφυγής που αναφέρονται ως τίτλοι στο πλαίσιο του δικογράφου της προσφυγής και δεν προωθούνται με τη γραπτή αγόρευση του Αιτητή θεωρούνται ως εγκαταλειφθέντες. Το ίδιο ισχύει και με τους λόγους σε σχέση με τους οποίους δεν προβάλλεται οποιαδήποτε επιχειρηματολογία προς υποστήριξή τους. (Βλ. συναφώς Υπόθεση Αρ. 692/89, Level Tachexcavs Ltd v. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λευκωσίας, ημερ. 17.12.1990, (1990) 3 ΑΑΔ 4407, Α.Ε. Αρ. 2421, Kokos Athanasiou Motors Ltd v. Δημοκρατίας, ημερ. 24.1.2020 (2000) 3 ΑΑΔ 21, Υπόθεση Αρ. 1073/2004, Γεώργιας Αντωνίου κ.α. ν. Δημοκρατίας, μέσω Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, ημερ. 6.2.2007).
Εν προκειμένω, ο Αιτητής στο πλαίσιο της γραπτής του αγόρευσης, προωθεί συγκεκριμένα ως λόγο ακύρωσης ότι η απόφαση των Καθ’ ων λήφθηκε χωρίς να διενεργηθεί η δέουσα έρευνα. Δια ταύτα κρίνω, ότι τα εγειρόμενα νομικά σημεία περί έλλειψης δέουσας έρευνας, μεταξύ των οποίων και η ελλιπής έρευνα σε συνάρτηση με τους ειδικούς ισχυρισμούς που εγείρει ο Αιτητής και τα γεγονότα που προβάλλει αναφορικά με την υποστήριξη των νομικών αυτών σημείων, αποτελούν επαρκή εξειδίκευση των υπό αναφορά νομικών σημείων που αυτή προωθεί (Βλ. συναφώς Μαρία Ευθυμίου ν. Ε.Δ.Υ., (1997) 3 ΑΑΔ 281, 14.7.1997). Αποτελεί βεβαίως διακριτό γεγονός το κατά πόσον οι ισχυρισμοί που εγείρονται και τα γεγονότα που προβάλλονται αναφορικά με τον πυρήνα του αιτήματος του Αιτητή για άσυλο επαρκούν για την αναγνώριση καθεστώτος διεθνούς προστασίας και κατά πόσον αυτοί τεκμηριώνονται.
Ως προς τους πιο πάνω λόγους προσφυγής, είναι κρίσιμο και απαραίτητο να καταστεί αντιληπτό ότι η δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου διαδραματίζει καταλυτικό ρόλο στο λυσιτελές της προβολής τέτοιων ισχυρισμών. Ειδικότερα, το παρόν Δικαστήριο ως δικαστήριο ουσίας δικάζει την υπόθεση που άγεται ενώπιόν του εξ υπαρχής, κατά το νόμο και κατά την ουσία, δεν περιορίζεται μόνο στην εξέταση της διαδικασίας και των στοιχείων κρίσης της διοικητικής αρχής που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, αλλά προχωρεί παραπέρα και εξετάζει την ουσιαστική ορθότητα της επίδικης πράξεως.
Ως εκ τούτου, θα προχωρήσω στην εξέταση του ισχυρισμού που προβάλλει ο συνήγορος του Αιτητή περί έλλειψης δέουσας έρευνας, σε συνάρτηση με τον ισχυρισμό περί πλάνης περί τα πράγματα, λαμβανομένης υπόψιν και της εξουσίας του παρόντος Δικαστηρίου, όπου σύμφωνα με τον περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο του 2018, Ν.73(Ι)/2018, έχει την εξουσία να εξετάσει την παρούσα υπόθεση επί της ουσίας. Το γεγονός αυτό, οφείλεται στο ότι η παρούσα υπόθεση αφορά αίτηση που χρονικά πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 11 (2) και (3) του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018, Ν.73(Ι)/2018, οι οποίες δίδουν στο Δικαστήριο την υποχρέωση ελέγχου της νομιμότητας και ορθότητας της πράξης.
Έχει πλειστάκις νομολογηθεί ότι η έκταση της έρευνας, ο τρόπος και η διαδικασία που ακολουθείται ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης. Περαιτέρω, η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το θέμα που εξετάζεται. Το κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και τη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων τα οποία παρέχουν ασφαλή συμπέρασμα (Βλέπε Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.α., Α.Ε. 1518/1.11.96, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου, Α.Ε. 1575/14.7.97 , Α.Ε.2371,Motorways Ltd v Δημοκρατίας ημερ. 25/6/99).
Το Δικαστήριο στο πλαίσιο ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντος οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωση. (βλ. απόφαση αρ. 128/2008 JAMAL KAROU V Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 1 Φεβρουαρίου, 2010).
Σύμφωνα με τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, ο οποίος κατατέθηκε ως Τεκμήριο 1 κατά το στάδιο των Διευκρινίσεων, ο Αιτητής κατά την συμπλήρωση της αίτησης διεθνούς προστασίας του κατέγραψε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του εξαιτίας των απειλών κατά της ζωής του από μαχητές Ambazonians. Πιο συγκεκριμένα, υποστήριξε ότι οι Ambazonians έκαψαν την πατρική του οικία και σκότωσαν τους γονείς του κάποια μέρα που ο ίδιος βρισκόταν σε σχολείο όπου ήταν συντονιστής τάξης. Κατόπιν τούτου, οι Ambazonians έστειλαν γράμμα στον διευθυντή του συγκεκριμένου σχολείου αναφέροντας ότι αναζητούν τον Αιτητή, με αποτέλεσμα ο ίδιος να διαφύγει στην πρωτεύουσα της χώρας όπου φιλικό του πρόσωπο τον βοήθησε να εγκαταλείψει τη χώρα και να μεταβεί στην Κύπρο (ερυθρό 1 του Διοικητικού Φακέλου, στο εξής αναφερόμενος ως «ΔΦ»).
Κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του, ο Αιτητής δήλωσε ως προς τα προσωπικά του στοιχεία ότι γεννήθηκε στο Tiko στην Νοτιοδυτική περιοχή του Καμερούν και διέμενε όλη του τη ζωή στην Bamenda της Βορειοδυτικής περιοχής (Northwest Region), συγκεκριμένα στην συνοικία Nkwen, Mile 5, μαζί με την μητέρα του, τον θείο του και δύο ξαδέλφια του. Έχει δύο μεγαλύτερες αδελφές, μία εκ των οποίων βρίσκεται επίσης στην Δημοκρατία με καθεστώς αιτήτριας ασύλου και η έτερη, διαμένει στην Douala με την οικογένειά της. Η μητέρα του εξακολουθεί να διαμένει στην Bamenda, ενώ ο πατέρας του διαμένει στο Bali (πόλη δυτικά της Bamenda). Αναφορικά με το εκπαιδευτικό του υπόβαθρο, ο Αιτητής δήλωσε ότι μετά την αποφοίτησή του από το σχολείο, φοίτησε σε πανεπιστήμιο για δύο έτη, σπουδάζοντας Χρηματοοικονομικά στο Πολυτεχνείο της Bamenda, ωστόσο αναγκάστηκε να διακόψει τις σπουδές το 2018 λόγω της συνεχιζόμενης αγγλόφωνης κρίσης (ερυθρό 42- 1Χ, 2Χ ΔΦ). Ως προς το επαγγελματικό του υπόβαθρο, δήλωσε ότι εργαζόταν με μερική απασχόληση κατά τη διάρκεια των διακοπών του ως δάσκαλος σε δημοτικό σχολείο (ερυθρό 42- 3Χ ΔΦ).
Αναχώρησε από την Bamenda στις 16/02/2019 και μετέβη στην Douala με σκοπό να διευθετήσει τα απαραίτητα για το ταξίδι του εκτός της χώρας, το οποίο πραγματοποίησε στις 02/03/2019.
Ως προς τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής του, κατά την ελεύθερη αφήγησή του ο Αιτητής υποστήριξε πως υπέστη κακομεταχείριση και βασανιστήρια από τον στρατό και την αστυνομία του Καμερούν, λόγω του ότι τον θεωρούσαν μέλος των Ambazonians. Ανέφερε πως αυτό συνέβη αρκετές φορές, τις οποίες δεν θυμάται στο σύνολό τους καθώς έχει παρέλθει αρκετό διάστημα, ωστόσο αναφέρθηκε σε τρία σοβαρά περιστατικά. Το πρώτο έλαβε χώρα την 01/11/2018, κατά τη διάρκεια ειρηνικής διαδήλωσης που διοργάνωσε το Πανεπιστήμιο του Αιτητή στην πλατεία της συνοικίας του, ενάντια στη συνεχιζόμενη κρίση που επηρέαζε και την εκπαίδευση (ερυθρά 40-39 ΔΦ). Ο Αιτητής υποστήριξε ότι ως συντονιστής της τάξης του, είχε αναλάβει να ετοιμάσει πλακάτ και να τα μοιράσει στους συμφοιτητές του. Πριν ξεκινήσει η διαδήλωση, επενέβη η αστυνομία χτυπώντας τον Αιτητή και άλλους συμφοιτητές του με γκλομπ, μπαστούνια και στρατιωτικές ζώνες και κατηγορώντας τους ότι ανήκουν στους Ambazonians. Τελικά τους άφησαν όταν μαζεύτηκε κόσμος που υπερασπίστηκε τον ειρηνικό χαρακτήρα της διαδήλωσης και τους φοιτητές. Το δεύτερο περιστατικό έλαβε χώρα στις 15/01/2019, όταν ενώ βρισκόταν στην οικία του με τη μητέρα και την αδελφή του, εισέβαλλαν στρατιωτικοί και άρχισαν να τον χτυπούν επί μισή ώρα κατηγορώντας τον ότι είναι μέλος των Ambazonians και ζητώντας να τους αποκαλύψει πού κρύβονται οι Ambazonians. Τελικά αποχώρησαν λέγοντάς του ότι θα επιστρέψουν αν δεν τους αποκαλύψει τις πληροφορίες που ζητούν (ερυθρό 38- 3Χ ΔΦ). Ερωτηθείς από τον αρμόδιο λειτουργό για ποιο λόγο ο στρατός πήγε στο σπίτι του και του επιτέθηκε, ο Αιτητής αποκρίθηκε πως ίσως τον θεωρούσαν μέλος των Ambzonians εξαιτίας της προηγούμενης συμμετοχής του στην διαδήλωση και του ρόλου του σε αυτήν (ερυθρό 35- 5Χ ΔΦ). Κατά το τρίτο περιστατικό, στις 04/02/2019, βρισκόταν με τον φίλο και συμφοιτητή του Tambe Oliver, όταν τους πλησίασε μηχανή με επιβαίνοντες δύο στρατιωτικούς, εκ των οποίων ο ένας πυροβόλησε και σκότωσε τον φίλο του Αιτητή. Ως υποστήριξε ο Αιτητής, γρήγορα συγκεντρώθηκε κόσμος που άκουσε τον πυροβολισμό και οι στρατιωτικοί τράπηκαν σε φυγή (ερυθρό 37- 1Χ ΔΦ). Ερωτηθείς για ποιο λόγο σκότωσαν τον φίλο του, ο Αιτητής αποκρίθηκε ότι τον θεωρούσαν μέλος των Ambazonians (ερυθρό 34- 2Χ ΔΦ). Κατόπιν αυτού του περιστατικού, ο Αιτητής φοβήθηκε πολύ, ενώ η μητέρα του φίλου του τον συμβούλεψε να εγκαταλείψει τη χώρα. Τότε, αναζητώντας ένα ασφαλές μέρος, έκανε αίτηση σε πανεπιστήμιο στις μη ελεγχόμενες από την κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές και ενόσω ανέμενε να γίνει δεκτός, παρέμενε κρυμμένος αρχικά στην πόλη Bali και στη συνέχεια στην Douala (ερυθρά 39- 1Χ και 36- 4Χ ΔΦ).
Ερωτηθείς από τον αρμόδιο λειτουργό ως προς τις πιθανές συνέπειες σε περίπτωση επιστροφής του, ο Αιτητής αποκρίθηκε ότι η αστυνομία και ο στρατός του Καμερούν θα τον συλλάβουν, θα τον φυλακίσουν, ενώ ίσως ακόμα και να τον σκοτώσουν, καθότι πλέον καταζητείται. Επί τούτου τον ενημέρωσε η μητέρα του αφότου είχε ο ίδιος είχε αφιχθεί στην Δημοκρατία, η οποία έλαβε την πληροφορία από φιλικό της πρόσωπο που είναι δικηγόρος και είδε το ένταλμα έρευνας που είχε εκδοθεί για τον Αιτητή σε κάποια δημόσια υπηρεσία στην Yaounde, αναγνώρισε τον Αιτητή, το φωτογράφισε και έστειλε την φωτογραφία στη μητέρα του Αιτητή (ερυθρά 39- 2Χ, 37- 4Χ ΔΦ). Ερωτηθείς αν οι αρχές έχουν επικοινωνήσει με τα άτομα της οικογένειάς του που παραμένουν στην χώρα καταγωγής σε σχέση με το ένταλμα έρευνας, ο Αιτητής απάντησε αρνητικά, αναφέροντας πως η μητέρα του μετακινείται μεταξύ Bamenda και Bali, συνεπώς ίσως απουσιάζει όταν η αστυνομία επισκέπτεται την οικία της (ερυθρό 36- 3Χ ΔΦ). Ο Αιτητής πρόσθεσε πως αφότου εγκατέλειψε τη χώρα, έλαβε απειλητικά τηλεφωνήματα από άγνωστα άτομα τα οποία τον ρωτούσαν πού βρίσκονται οι Ambazonians, ωστόσο λίγο αργότερα, ο Αιτητής άλλαξε αριθμό τηλεφώνου (ερυθρό 37- 3Χ του ΔΦ). Ερωτηθείς αν υπάρχει οποιοσδήποτε άλλος λόγος για τον οποίο εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής αποκρίθηκε αρνητικά, αναφέροντας πως την εγκατέλειψε λόγω της αστάθειας (ερυθρό 34- 2Χ ΔΦ). Σε ερώτηση του αρμόδιου λειτουργού ως προς τη δυνατότητά του να μετεγκατασταθεί σε άλλη περιοχή της χώρας, ο Αιτητής υποστήριξε ότι αυτό δεν είναι εφικτό καθότι καταζητείται, ενώ δε θα ήταν σε θέση να έχει διαφύγει από τη χώρα αν το ένταλμα είχε εκδοθεί ενόσω βρισκόταν ακόμα εκεί (ερυθρό 34- 3Χ ΔΦ). Ερωτηθείς συγκεκριμένα αν θα μπορούσε να μετεγκατασταθεί στην Douala ή την Yaounde, απάντησε αρνητικά λόγω του ότι είναι γαλλόφωνες περιοχές και ο ίδιος μιλά λίγα γαλλικά, συνεπώς θα θεωρείται ξένος και θα υπόκειται αποκλεισμό, ενώ θα θεωρείται ύποπτος για οτιδήποτε συμβαίνει (ερυθρό 34- 3Χ ΔΦ).
Στη βάση των ανωτέρω, ο αρμόδιος λειτουργός εντόπισε και σχημάτισε συνολικά τέσσερις (4) ουσιώδεις ισχυρισμούς ως εξής:
(1) Ταυτότητα, προφίλ και χώρα καταγωγής του Αιτητή.
(2) Ο Αιτητής ισχυρίσθηκε ότι η αστυνομία τον κακομεταχειρίσθηκε και τον κατηγόρησε ότι είναι μέλος των Ambazonians, στα πλαίσια μιας διαδήλωσης που έλαβε χώρα την 01/11/2018.
(3) Ο Αιτητής ισχυρίσθηκε ότι στις 15/01/2019, στρατιωτικοί εισέβαλαν στην οικία του και του άσκησαν σωματική βία, ζητώντας να τους αποκαλύψει πού βρίσκονται οι Ambazonians.
(4) Ο Αιτητής ισχυρίσθηκε ότι καταζητείται από την αστυνομία του Καμερούν.
Αποδεκτοί έγιναν ο πρώτος και ο δεύτερος ουσιώδης ισχυρισμός και οι υπόλοιποι απορρίφθηκαν λόγω μη στοιχειοθέτησης της εσωτερικής τους αξιοπιστίας. Ειδικότερα, αναφορικά με τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό, ο αρμόδιος λειτουργός σημειώνει πως γίνεται αποδεκτός λόγω της συνεκτικής αφήγησης του Αιτητή, αναφέροντας παράλληλα πως, παρότι οι εξωτερικές πηγές πληροφόρησης δεν επιβεβαιώνουν την διεξαγωγή διαδήλωσης τη συγκεκριμένη μέρα, αυτό δικαιολογείται από το γεγονός ότι επρόκειτο για μικρής κλίμακας διαδήλωση πενήντα (50) ατόμων, ως δήλωσε ο Αιτητής (ερυθρά 82-79 ΔΦ).
Ως προς τον τρίτο ουσιώδη ισχυρισμό σε σχέση με την εισβολή στρατιωτικών στην οικία του Αιτητή και τον ξυλοδαρμό του, ο λειτουργός επισημαίνει ότι οι δηλώσεις του Αιτητή υπήρξαν μη συνεκτικές καθώς και μη ευλογοφανείς. Συγκεκριμένα, ο Αιτητής δεν κατόρθωσε να στοιχειοθετήσει την αιτιώδη σχέση ανάμεσα στην συμμετοχή του στη διαδήλωση και το συγκεκριμένο περιστατικό αναφορικά με τον λόγο για τον οποίο τον χτυπούσαν οι στρατιωτικοί. Περαιτέρω, οι δηλώσεις του αναφορικά με την κατάστασή του και τις ενέργειές του μετά το περιστατικό, κρίθηκαν αόριστες και μη λεπτομερείς. Ειδικότερα, ο αρμόδιος λειτουργός σημειώνει πως, δεδομένων των ισχυρισμών του Αιτητή ότι τον χτυπούσαν επί μισή ώρα, ότι θα μπορούσαν να τον είχαν σκοτώσει και ότι η μεταχείρισή του ισοδυναμούσε με βασανιστήριο, θα αναμένετο από εκείνον αφενός να είναι πιο λεπτομερής στην περιγραφή του και, αφετέρου, να έχει τουλάχιστον επισκεφθεί νοσοκομείο, πράγμα που δεν έκανε ο Αιτητής (ερυθρά 79-78 ΔΦ).
Τέλος, αναφορικά με τον τέταρτο ουσιώδη ισχυρισμό περί του εντάλματος έρευνας που κατέθεσε ενώπιον των Καθ’ ων και ως ισχυρίζεται έχει εκδοθεί από την αστυνομία του Καμερούν, ο αρμόδιος λειτουργός αναφέρει ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει κατά τρόπο σαφή και λεπτομερή τον τρόπο με τον οποίο έλαβε γνώση αυτού του εντάλματος και πώς το βρήκε το άτομο που έστειλε τη φωτογραφία του εντάλματος στην μητέρα του Αιτητή. Εξίσου αόριστος ήταν και ως προς τους λόγους για τους οποίους καταζητείται. Σε επισήμανση του λειτουργού ότι δεν κρίνεται εύλογο το εν λόγω ένταλμα να έχει εκδοθεί στην Yaounde, παρότι ο τόπος διαμονής του Αιτητή ήταν η Bamenda, ο Αιτητής αποκρίθηκε αόριστα και μη συνεκτικά ότι τα νομικά έγγραφα εκδίδονται είτε στην πρωτεύουσα Yaounde είτε στον τόπο διαμονής του εκάστοτε ενδιαφερόμενου. Μη ευλογοφανές κρίθηκε το γεγονός ότι, παρά την ύπαρξη εντάλματος, ως ισχυρίζεται, η αστυνομία δεν έχει επικοινωνήσει και/ή απασχολήσει τα μέλη της οικογένειας του Αιτητή προς αναζήτησή του και εκτέλεση του εν λόγω εντάλματος. Περαιτέρω, εξετάζοντας την εξωτερική αξιοπιστία του εν λόγω ισχυρισμού, ο αρμόδιος λειτουργός επισημαίνει πως το ένταλμα έρευνας που προσκόμισε ο Αιτητής βρίθει ορθογραφικών λαθών, ως εκ τούτου δε γίνεται αποδεκτό ως γνήσιο έγγραφο που έχει εκδοθεί από επίσημες αρχές (ερυθρά 77-76 ΔΦ).
Κατά την αξιολόγηση κινδύνου στη βάση των δύο αποδεκτών ισχυρισμών του Αιτητή, ήτοι το προφίλ και χώρα καταγωγής του, καθώς και την κακομεταχείρισή του και κατηγορία από τις αστυνομικές δυνάμεις ότι ανήκει στους Ambazonians, στα πλαίσια συμμετοχής του σε διαδήλωση την 01/11/2018, ο αρμόδιος λειτουργός σημειώνει ότι ο Αιτητής κατάγεται και διέμενε στην Bamenda της Βορειοδυτικής περιοχής του Καμερούν, όπου λόγω της κατάστασης ασφαλείας, υπάρχουν εύλογοι λόγοι να πιστεύεται ότι σε περίπτωση επιστροφής του θα εκτεθεί σε κίνδυνο να υποστεί μεταχείριση που ισοδυναμεί με δίωξη ή σοβαρή βλάβη λόγω αδιάκριτης βίας (ερυθρό 75 ΔΦ). Ως προς την αξιολόγηση κινδύνου αναφορικά με τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό, ο λειτουργός σημειώνει πως δεν προκύπτει προσωπική στοχοποίηση του Αιτητή από την αστυνομία, παρά μόνο κακομεταχείρισή του κατά τη διάρκεια της διαδήλωσης, ενώ ουδέποτε στη συνέχεια συνελήφθη εξαιτίας αυτής της συμμετοχής του, ούτε υπήρξε οποιαδήποτε όχληση της αστυνομίας προς συγγενικά του πρόσωπα. Κυρίως δε, ο λειτουργός επισημαίνει ότι ο Αιτητής ήταν σε θέση να διέλθει από το σημείο ελέγχου (checkpoint) μεταξύ Bali και Bamenda χωρίς να υποβληθεί σε έλεγχο πέραν του συνήθους (ερυθρό 75 ΔΦ).
Κατόπιν, κατά τη νομική ανάλυση, κρίθηκε ότι με βάση τις δηλώσεις του Αιτητή, το ατομικό του προφίλ και την αξιολόγηση κινδύνου, δεν στοιχειοθετήθηκε το αντικειμενικό στοιχείο του φόβου δίωξης για λόγους φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, πολιτικών πεποιθήσεων, ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένης κοινωνικής ομάδας και ως εκ τούτου απορρίφθηκε η υπαγωγή του στο προσφυγικό καθεστώς κατά το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου.
Ως προς το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, απορρίφθηκε το ενδεχόμενο όπως ο Αιτητής τύχει μεταχείρισης που να εμπίπτει στο πεδίο του Άρθρου 19 (α) του περί Προσφύγων Νόμου, αναφορικά με την επιβολή της θανατικής ποινής, ή (β), σε σχέση με την πιθανότητα να υποβληθεί σε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση, ή (γ) να υποστεί βλάβη εξαιτίας αδιάκριτης βίας σε κατάσταση εσωτερικής ή διεθνούς ένοπλης σύρραξης. Ειδικότερα σε σχέση με το τελευταίο σημείο (γ) του άρθρου 15, ο λειτουργός παραπέμπει σε πληροφορίες από τη χώρα καταγωγής, οι οποίες μολονότι καταγράφουν τη γενικότερη κατάσταση ως τεταμένη, ωστόσο στις αγγλόφωνες περιοχές αυτή δε μπορεί να χαρακτηρισθεί ως κατάσταση αδιάκριτης άσκησης βίας σε εσωτερική ένοπλη σύρραξη. Για την ανωτέρω κατάληξη, ο αρμόδιος λειτουργός έλαβε επίσης υπόψιν το προφίλ και τις ατομικές περιστάσεις του Αιτητή ως νεαρού άνδρα, μορφωμένου, χωρίς ιατρικά θέματα, που διαθέτει διαμονή και μπορεί να στηρίξει τον εαυτό του στη χώρα καταγωγής του (ερυθρό 70 ΔΦ).
Έχω εξετάσει με προσοχή τον διοικητικό φάκελο του Αιτητή και, όπως προκύπτει από τα στοιχεία που βρίσκονται σ΄ αυτόν, ορθά η Υπηρεσία Ασύλου αποφάσισε ότι δεν δύναται ο Αιτητής να υπαχθεί στις πρόνοιες της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 και στον περί Προσφύγων Νόμο για τους λόγους που θα αναλυθούν κατωτέρω. Προτού υπεισέλθω στην συνολική εξέτασης της παρούσας υπόθεσης, θεωρώ απαραίτητη την παράθεση του πλαισίου αξιολόγησης μιας αίτησης διεθνούς προστασίας.
Αρχικά, εναπόκειται στον εκάστοτε αιτούντα να υποβάλει το συντομότερο δυνατόν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για την τεκμηρίωση της αίτησης διεθνούς προστασίας και υποχρεούται να λάβει θετικά μέτρα για να υποστηρίξει την αίτησή του με πληροφορίες[1]. Ως έχει νομολογηθεί, ο αιτητής πρέπει να καταβάλει ειλικρινή προσπάθεια να θεμελιώσει την αφήγησή του, ότι δηλαδή υπήρξε θύμα δίωξης στην χώρα καταγωγής του, ώστε να πληροί της προϋποθέσεις υπαγωγής του σε καθεστώς διεθνούς προστασίας[2]. Παρότι δεν υπάρχει υποχρέωση προσκόμισης εγγράφων ή άλλων αποδείξεων προς υποστήριξη κάθε συναφούς πραγματικού περιστατικού που επικαλείται ο αιτών, εντούτοις οφείλει προσωπικά να συνεργάζεται για την εξακρίβωση των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης. Εάν τα απαραίτητα στοιχεία της αίτησης δεν επιβεβαιωθούν κατά τη διαδικασία αξιολόγησης, το βάρος της τεκμηρίωσης της αίτησης το φέρει ο αιτών.
Υπενθυμίζεται συναφώς ότι σύμφωνα με το άρθρο 16 του Περί Προσφύγων Νόμου [Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί], αρχικά, το βάρος απόδειξης το φέρει ο αιτών άσυλο ο οποίος υποχρεούται να υποστηρίξει την αίτηση του με όλα τα έγγραφα και στοιχεία που έχει στην κατοχή του, αλλά και γενικότερα να βοηθήσει την Υπηρεσία Ασύλου με τον καλύτερο τρόπο να διαπιστώσει τα γεγονότα της υπόθεσης του. Ως έχει νομολογηθεί, ο αιτών διεθνούς προστασίας πρέπει να καταβάλει ειλικρινή προσπάθεια να θεμελιώσει την αφήγηση του ότι δηλαδή υπήρξε θύμα δίωξης στην χώρα καταγωγής του, ώστε να πληροί της προϋποθέσεις υπαγωγής του στο καθεστώς Διεθνούς Προστασίας. (βλ. WILLIAM CRISANTHA MAL FRANCIS KARUNARATHNA ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ κ.α, Υπόθεση Αρ. 1875/2008, 1 Μαρτίου 2010).
Κατά την διαπίστωση των πραγματικών γεγονότων, καθοριστικό ρόλο παίζει η αξιοπιστία ενός αιτούντος άσυλο. Προς τούτο τονίζω ότι ο όρος «αξιοπιστία» δεν ορίζεται από το Κοινό Ευρωπαϊκό Σύστημα Ασύλου. Η χρήση του όρου, από το άρθρο 4 παράγραφος 5 στοιχείο (ε) της οδηγίας 2011/95/EE αναφέρεται στη γενική αξιοπιστία ενός αιτούντος, αλλά αυτό είναι στο πλαίσιο ενός συγκεκριμένου κανόνα που διέπει τη μη επιβεβαίωση πτυχών των δηλώσεων του αιτούντος. Κατά συνέπεια, η αξιολόγηση της αξιοπιστίας αφορά τη διαδικασία έρευνας για το εάν το σύνολο ή μέρος των δηλώσεων του αιτούντος ή άλλα αποδεικτικά στοιχεία που υποβλήθηκαν από αυτόν σχετικά με τα ουσιαστικά γεγονότα (material facts) μπορεί να γίνουν δεκτά προκειμένου να διαπιστωθεί εάν ο Αιτητής εμπίπτει στις προϋποθέσεις παραχώρησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας.
Αυτή η αξιολόγηση μπορεί να περιλαμβάνει την επαλήθευση εάν οι δηλώσεις του αιτούντος είναι συνεπείς, επαρκώς λεπτομερείς, εύλογες και συμβατές με τα έγγραφά του, τις πηγές πληροφόρησης και κάθε άλλο αποδεικτικό στοιχείο που αποκτήθηκε. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η αξιολόγηση της αξιοπιστίας δεν σημαίνει ότι σε όλες τις περιπτώσεις ο υπεύθυνος λήψης αποφάσεων θα προβεί σε επαλήθευση και θα καταλήξει με απόλυτη βεβαιότητα αναφορικά με την αλήθεια των δηλώσεων του αιτούντος. Η Ύπατη Αρμοστεία έχει ορίσει την αξιοπιστία ως εξής: «Ο αιτών άσυλο κρίνεται αξιόπιστος, όταν έχει προβάλει ισχυρισμούς που παρουσιάζουν συνοχή και είναι εύλογοι, που δεν είναι αντιφατικοί με τα κοινά τοις πάσι γεγονότα και κατά συνέπεια μπορεί να οδηγήσουν τον υπεύθυνο της συνέντευξης στη δημιουργία πεποίθησης για το βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης που εκφράζει.». Η ως άνω προσέγγιση υιοθετήθηκε και από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην Υπόθεση JK και Others v Sweden, αριθμός αίτησης 59166/12, Παρ. 53.
Στο εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», αναφέρεται στην σελίδα 98, παράγραφος 4.5.3 ότι σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να γίνεται μια αντικειμενική και ισορροπημένη στάθμιση του κατά πόσον οι ισχυρισμοί του Αιτητή αντικατοπτρίζουν αυτό που θα ήταν εύλογα αναμενόμενο από κάποιον με τις περιστάσεις του ο οποίος εκφράζει δια τούτων μια αληθινή προσωπική εμπειρία («Σε κάθε περίπτωση, απαπείται ισορροπημένη και αντικειμενική αξιολόγηση του αν η αφήγηση του αιτούντος αντικατοπτρίζει την αφήγηση που αναμένεται από ένα πρόσωπο στην κατάσταση του αιτούντος το οποίο αφηγείται μια πραγματική προσωπική εμπειρία.»). Περαιτέρω, στην προηγούμενη σελίδα του εγχειριδίου, αναφέρεται ότι είναι γενικά εύλογο να αναμένεται ότι αίτημα θα πρέπει να παρουσιάζεται τεκμηριωμένα και με επαρκείς λεπτομέρειες αλλιώς οι ελλείψεις αυτές στις λεπτομέρειες μπορεί να συνιστούν έλλειψη σχετικών στοιχείων («Η μη επαρκής παροχή λεπτομερειών μπορεί επίσης να ισοδυναμεί με αυτό που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 5 στοιχείο β) της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση) ως έλλειψη «λυσιτελών στοιχείων».
Ακολούθως, κατά την απόφαση του ΔΕΕ, C – 277/11 M. κατά Minister for Justice, Equality and Law Reform, Ιρλανδίας, Attorney General, αποφ. ημερ. 22/11/2012, η αξιολόγηση μιας αίτησης διεθνούς προστασίας πρέπει να πραγματοποιείται σε δύο αυτοτελή στάδια: «Το πρώτο στάδιο αφορά τη διαπίστωση της συνδρομής των πραγματικών περιστατικών που αποδεικνύουν τη βασιμότητα της αιτήσεως, ενώ το δεύτερο στάδιο αφορά τη νομική εκτίμηση των εν λόγω αποδεικτικών στοιχείων, προκειμένου να αποφασισθεί αν πληρούνται, υπό το φως των πραγματικών περιστατικών της συγκεκριμένης υποθέσεως, οι ουσιαστικές προϋποθέσεις που θέτουν τα άρθρα 9 και 10 ή 15 της οδηγίας 2004/83 για την παροχή διεθνούς προστασίας.». Η εξακρίβωση των πραγματικών (ή ουσιωδών) περιστατικών είναι ύψιστης σημασίας για την αξιολόγηση του μελλοντικού κινδύνου που δύναται να αντιμετωπίσει ο εκάστοτε αιτών, εφόσον από αυτά θα προκύψουν γεγονότα που πιθανόν να τεκμηριώνουν παρελθούσα δίωξη ή γεγονότα που στην συνολική αξιολόγηση της αίτησης είναι καθοριστικά για μελλοντική δίωξη.[3]
Έχοντας παραθέσει το νομικό πλαίσιο εξέτασης των αιτήσεων διεθνούς προστασίας, θα προχωρήσω στη συνέχεια σε έλεγχο της νομιμότητας και της ορθότητας της επίδικης απόφασης, δια της πλήρους και ex nunc εξέτασης των γεγονότων και νομικών ζητημάτων που διέπουν αυτή, ενόψει της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 11(3) α του Περί Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018).
Αξιολόγηση των ισχυρισμών
Ως προς τον πρώτο ουσιώδη ισχυρισμό, συντάσσομαι με την κατάληξη της Υπηρεσίας Ασύλου. Ο Αιτητής απάντησε με ευκρίνεια τις ερωτήσεις σχετικά με αυτό το θέμα και προσκόμισε ταυτοποιητικό έγγραφο από τη χώρα καταγής του.
Αναφορικά με τον δεύτερο αποδεκτό ουσιώδη ισχυρισμό, ήτοι ότι η αστυνομία κακομεταχειρίσθηκε τον Αιτητή και τον κατηγόρησε ότι είναι μέλος των Ambazonians στα πλαίσια μιας διαδήλωσης που έλαβε χώρα την 01/11/2018, επισημαίνω τα ακόλουθα:
Δεδομένου ότι ο εν λόγω ισχυρισμός έχει γίνει αποδεκτός από τη διοίκηση, βάσει της αρχής της απαγόρευσης της χειροτέρευσης της θέσης του διοικουμένου (non reformatio in peuis), το Δικαστήριο δεν είναι δυνατό να προβεί σε άλλη αξιολόγηση. Πράγματι, «Το Διοικητικό Δικαστήριο δεν μπορεί να εξέρχεται των ορίων που θέτει η αίτηση ακυρώσεως αλλά ούτε και μπορεί να χειροτερεύει τη θέση του Αιτητή (απαγόρευση της reformation in peius). Επειδή το δικαίωμα άσκησης προσφυγής κατοχυρώνεται από το ίδιο το Σύνταγμα (Άρθρο 146) προκειμένου να διασφαλισθεί η προστασία του προσφεύγοντος, δεν μπορεί το Διοικητικό Δικαστήριο με απόφασή του να χειροτερεύσει τη θέση του Προσφεύγοντος [.]. Συνεπώς, δεν μπορεί να υπάρξει «επί τα χείρω μεταβολή» (reformatio in pejus)» (Κ. Παρασκευά, Κυπριακό Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, Νομική Βιβλιοθήκη, 2020, σελ. 108)
Εντούτοις, επισημαίνω ότι κατά την αξιολόγηση της εξωτερικής αξιοπιστίας του εν λόγω ισχυρισμού του Αιτητή, ο αρμόδιος λειτουργός παραπέμπει σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης που καταγράφουν περιστατικά επιθέσεων, απαγωγών και στοχοποίησης μαθητών, φοιτητών, δασκάλων και σχολείων από αυτονομιστές Ambazonians και όχι από τον στρατό του Καμερούν (ερυθρά 81-79 ΔΦ). Όπως αναφέρουν εξάλλου και άλλες πηγές πληροφόρησης, στο αγγλόφωνο Καμερούν, είναι οι Ambazonians που επιτίθενται στα σχολεία.[4] Η ως άνω αναφερθείσες πληροφορίες από την χώρα καταγωγής του Αιτητή φρονώ πλήττουν την γενικότερη εσωτερική αξιοπιστία του Αιτητή περί καταδίωξης του από τον στρατό ως θα παραθέσω πιο κάτω επί της αξιολόγηση των υπόλοιπων ουσιαστικών ισχυρισμών. Σε κάθε περίπτωση όμως και επί του συγκεκριμένου ουσιαστικού ισχυρισμού, συντάσσομαι με την ανάλυση του αρμόδιου λειτουργού κατά την αξιολόγηση του κινδύνου σε περίπτωση επιστροφής του Αιτητή και το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει, ότι επρόκειτο για μια μικρής κλίμακας διαδήλωση και η διάλυσή της από την αστυνομία αποτελεί μεμονωμένο περιστατικό, από το οποίο δεν προκύπτει προσωπική στοχοποίηση του Αιτητή ώστε να στοιχειοθετείται λόγος δίωξης ή κίνδυνος σοβαρής βλάβης.
Κατόπιν, ως προς τον τρίτο ισχυρισμό περί της εισβολής στρατιωτικών στην οικία του Αιτητή στις 15/11/2019 και τον ξυλοδαρμό του με σκοπό να αποκαλύψει πού βρίσκονται οι Ambazonians, συντάσσομαι με τα ευρήματα των Καθ’ ων η Αίτηση ως αυτά αναλύονται εκτενώς επί της έκθεσης-εισήγησης αναφορικά με την προφανή έλλειψη εσωτερικής αξιοπιστίας στα λεγόμενα του Αιτητή. Ειδικότερα, παρατηρείται ανεπάρκεια και ασάφεια σχετικά με τον λόγο για τον οποίο στοχοποιήθηκε συγκεκριμένα ο Αιτητής, με τον ίδιο να αναφέρει κατά τρόπο ατεκμηρίωτο και έωλο ότι ίσως θεωρήθηκε ότι ανήκει στους Ambazonians εξαιτίας της προηγούμενης συμμετοχής του στη διαδήλωση. Δεν θα μπορούσε μια τόσο γενική περιγραφή να θεωρηθεί ότι σχετίζεται με το πρόβλημα του Αιτητή καθότι μια επίθεση αλλά και τα κίνητρά της θα μπορούσαν να αποδοθούν σε πολλές διαφορετικές αιτίες. Επί τούτου παρατηρώ ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να περιγράψει επαρκώς την εν λόγω επίθεση και ιδιαίτερα, την κατάστασή του μετά από αυτή, αναφέροντας μόνον ότι τον χτυπούσαν επί μισή ώρα, πονούσε και θα μπορούσαν να τον είχαν σκοτώσει. Σε αυτή τη βάση, θα ήταν ευλόγως αναμενόμενο να είναι σε θέση να εξηγήσει με περιγραφικότητα και λεπτομέρεια το συγκεκριμένο περιστατικό και τις συνθήκες που βίωσε ενώ επίσης ευλόγως αναμενόμενο θα ήταν να χρήζει ιατρικής φροντίδας κατόπιν τέτοιας μεταχείρισης. Γενικά είναι εύλογο να αναμένεται ότι μια αξίωση για διεθνή προστασία θα παρουσιάζεται ουσιαστικά και επαρκώς λεπτομερής, τουλάχιστον όσον αφορά τα πιο σημαντικά γεγονότα της αξίωσης. Περαιτέρω, κατά πάγια νομολογία σχετικά με το άρθρο 4, παράγραφος 1, της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ (και προηγούμενα, της Οδηγίας 2004/83/ΕΕ), εναπόκειται, κατ’ αρχήν, στον αιτούντα να προσκομίσει όλα τα αναγκαία στοιχεία προς στήριξη της αιτήσεώς του. Επομένως, η ανεπάρκεια λεπτομερειών συνιστά αυτό που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 5 στοιχείο β) της οδηγίας 2011/95/ΕΕ ως έλλειψη σχετικών στοιχείων. Λαμβάνοντας υπόψη τα προσωπικά στοιχεία του Αιτητή, ήτοι την ηλικία του, το εκπαιδευτικό του υπόβαθρο, όπως επίσης και το ότι δεν υπάρχουν ενδείξεις περί οποιασδήποτε ευαλωτότητάς του,[5] φρονώ ότι θα ήταν εύλογα αναμενόμενο να είναι σε θέση να στηρίξει την αίτησή του προβάλλοντας μια γνήσια προσωπική εμπειρία. Παράλληλα, κρίνω ότι οι δηλώσεις και οι επεξηγήσεις του δεν προσδίδουν στους ισχυρισμούς του την απαραίτητη βιωματική χροιά ώστε να ενισχύεται η αξιοπιστία τους.
Σε σχέση με την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού, παρά το πλήθος πηγών που αναφέρονται σε επιθέσεις του στρατού σε χωριά προς αναζήτηση αυτονομιστών Ambazonians, ωστόσο, θεωρώ ότι η εσωτερική αναξιοπιστία του ως έχει αναλυθεί ανωτέρω, παίζει καθοριστικό ρόλο στην μετατροπή γενικά αποδεκτών πληροφοριών σε εξατομικευμένες και προσωπικές εμπειρίες. Συνεπώς, η πληγείσα εσωτερική αξιοπιστία του Αιτητή αποτρέπει ένα τέτοιο συμπέρασμα και συνεπώς ο ισχυρισμός απορρίπτεται στο σύνολο του.
Επιπλέον, λαμβάνω υπόψιν το γεγονός ότι οι ισχυρισμοί του Αιτητή κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του έρχονται σε πλήρη αντίφαση με όσα κατέγραψε κατά την υποβολή της αίτησής του. Συγκεκριμένα, κατά το αρχικό στάδιο της υποβολής του αιτήματός του για διεθνή προστασία, ο Αιτητής υποστήριξε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του εξαιτίας του ότι απειλείται από τους Ambazonians, οι οποίοι έκαψαν την οικία του και σκότωσαν τους γονείς του, ενώ έστειλαν και απειλητικό μήνυμα κατά του Αιτητή στο σχολείο του. Επισημαίνω ότι πρόκειται περί θεμελιώδους αντίφασης κατά την οποία ο Αιτητής έχει ουσιαστικά μεταβάλλει τον πυρήνα του αιτήματός του, χωρίς να παράσχει οποιαδήποτε ειδική επεξήγηση επ’ αυτού. Υπενθυμίζεται ότι η συνοχή μεταξύ των δηλώσεων του αιτητή συνιστά δείκτη αξιοπιστίας αυτoύ,[6] συνάμα λαμβάνω υπόψη μου ότι ο Αιτητής δήλωσε ότι συμπλήρωσε ο ίδιος την αίτηση ασύλου την οποία και υπογράφει. (βλ. ερ.1.Δ.Φ.)
Ο όρος «αξιοπιστία» δεν ορίζεται από της Ευρωπαϊκές οδηγίες. Η χρήση του στο άρθρο 4 παράγραφος 5(ε) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ (αναδιατύπωση) αναφέρεται στη γενική αξιοπιστία ενός αιτούντος, αλλά αυτό είναι στο πλαίσιο του ειδικού κανόνα που διέπει τη μη επιβεβαίωση πτυχών των δηλώσεων ενός αιτούντος. Η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες έχει ορίσει την αξιοπιστία ως εξής: «Η αξιοπιστία αποδεικνύεται όταν έχει παρουσιάσει ο αιτών ένα ισχυρισμό που είναι συνεκτικός και εύλογος, και που δεν έρχεται σε αντίθεση με τα γενικά γνωστά γεγονότα, και ως εκ τούτου είναι, συνολικά, ικανό να γίνει πιστευτό»[7]
H βασική ιστορία ενός αιτούντος πρέπει να είναι συνεπής καθόλη τη διάρκεια της διαδικασίας, ακόμη και αν ορισμένες πτυχές του απολογισμού των γεγονότων μπορεί να είναι αβέβαιες ή «κάπως απίθανες», υπό την προϋπόθεση ότι δεν υπονομεύουν τη συνολική αξιοπιστία της αξίωσης.[8] Ωστόσο, «όταν παρουσιάζονται πληροφορίες που δίνουν ισχυρούς λόγους για να αμφισβητηθεί η αλήθεια των δηλώσεων ενός αιτούντος άσυλο, το άτομο πρέπει να παράσχει ικανοποιητική εξήγηση για τις ανακρίβειες σε αυτές τις παρατηρήσεις».[9] Στην παρούσα υπόθεση και από τα ενώπιόν μου δεδομένα, παρατηρώ ότι ο Αιτητής δεν παρείχε επαρκείς εξηγήσεις σε κύρια σημεία που άπτονται του πυρήνα του αιτήματός του, γεγονός το οποίο πλήττει την εσωτερική αξιοπιστία των ισχυρισμών του. Γενικά, είναι λογικό να αναμένεται ότι μια αίτηση για διεθνή προστασία παρουσιάζεται επαρκώς και λεπτομερώς, τουλάχιστον όσον αφορά τα πιο σημαντικά γεγονότα του αιτήματος.
Παράλληλα, συμφωνώ με τα ευρήματα του αρμόδιου λειτουργού αναφορικά με τον τέταρτο ουσιώδη ισχυρισμό του Αιτητή ότι καταζητείται από τις αρχές του Καμερούν, στα πλαίσια του οποίου υποστήριξε ότι έχει εκδοθεί εναντίον του ένταλμα έρευνας προσκομίζοντας αντίγραφό του. Οι απαντήσεις του Αιτητή αναφορικά με τον τρόπο και τον χρόνο κατά τον οποίο έλαβε γνώση του εντάλματος ήταν γενικές και αόριστες. Ειδικότερα ως προς τον τρόπο που το έλαβε, εντοπίζω αντίφαση ανάμεσα στις δηλώσεις του κατά τη διάρκεια της συνέντευξης και σε όσα υποστήριξε ενώπιόν μου κατά την παρούσα διαδικασία. Συγκεκριμένα, ο Αιτητής δήλωσε ενώπιον των Καθ’ ων η Αίτηση ότι φιλικό πρόσωπο της μητέρας του, το οποίο είναι δικηγόρος, την ενημέρωσε ότι υπάρχει το εν λόγω ένταλμα έρευνας εναντίον του γιου της και της έστειλε φωτογραφία του. Εντούτοις, κατά την δικάσιμο ημερομηνίας 24/01/2024, ερωτηθείς πώς ήρθε στην κατοχή του το εν λόγω έγγραφο, ο Αιτητής δήλωσε ότι έστειλε φωτογραφία του φιλικό πρόσωπο του θείου του, το οποίο ήταν δικηγόρος στην Yaounde. Ο Αιτητής περαιτέρω υποστήριξε ενώπιόν μου ότι ο θείος του δουλεύει για την κυβέρνηση και ως εκ τούτου γνώριζε αρκετούς δικηγόρους, δήλωση η οποία υποσκάπτει την αξιοπιστία του ως προς τον πυρήνα τους αιτήματός του, ήτοι ότι διώκεται από τις αρχές του Καμερούν. Ταυτόχρονα, δεν παρείχε οποιαδήποτε εξήγηση ως προς το γιατί δεν ήταν σε θέση να τον βοηθήσει, υπερασπισθεί και/ή προστατεύσει ο θείος του δεδομένου ότι εργαζόταν για τον κατ’ ισχυρισμόν φορέα δίωξης του Αιτητή. Περαιτέρω, ο ισχυρισμός περί εντάλματος έρευνας κρίνεται μη ευλογοφανής και δε συνάδει ούτε με τον προηγούμενο ισχυρισμό του Αιτητή περί επίθεσης στρατιωτικών εναντίον του στην οικία του, καθώς θα ήταν αναμενόμενο να τον έχουν συλλάβει τότε και όχι να εκδώσουν εκ των υστέρων ένταλμα έρευνας προς αναζήτησή του. Στη βάση των ανωτέρω, οι δηλώσεις του Αιτητή δεν χαρακτηρίζονται από λογική συνέπεια, συνοχή και ευλογοφάνεια, είναι δε και αντιφατικές.
Επιπλέον, κρίνω πλήρη και εμπεριστατωμένη την αξιολόγηση στην οποία προέβη ο αρμόδιος λειτουργός επί του εγγράφου που προσκόμισε ο Αιτητής ενώπιόν του και ως ισχυρίσθηκε αποτελεί αντίγραφο του εν λόγω εντάλματος. Τα έγγραφα που προσκομίζονται ως αποδεικτικά στοιχεία σε αίτηση διεθνούς προστασίας, αξιολογούνται με βάση τη νομολογία και τα πρότυπα του Οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το Άσυλο σε συνάρτηση με τους ισχυρισμούς του αιτητή και (α) τη συνάφειά τους με συγκεκριμένο ουσιώδες πραγματικό περιστατικό, (β) την ύπαρξη συγκεκριμένου τύπου εγγράφου σύμφωνα με τις γενικές πληροφορίες της χώρας καταγωγής, (γ) το περιεχόμενο του εγγράφου, με την έννοια του αν αυτό είναι συμβατό με τις δηλώσεις του αιτητή, αν είναι ακριβές αντίγραφο και αν αποτελεί άμεση μαρτυρία ενός συγκεκριμένου ουσιώδους πραγματικού περιστατικού, (δ) τον τύπο του εγγράφου, προς αξιολόγηση της γνησιότητάς του, (ε) τη φύση του εγγράφου, αν δηλαδή προσκομίζεται στην πρωτότυπη μορφή του ή σε αντίγραφο.[10] Ως αναφέρεται στον Πρακτικό Οδηγό της EASO «Αξιολόγηση των αποδεικτικών στοιχείων»:[11]
«Τα έγγραφα πρέπει να εξετάζονται από κοινού με άλλα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίζονται για να τεκμηριώσουν το συγκεκριμένο ουσιώδες πραγματικό περιστατικό το οποίο προορίζονται να στηρίξουν, καθώς και με άλλα στοιχεία της αξιολόγησης της αξιοπιστίας. Κάθε έγγραφο πρέπει να αξιολογείται με τον ίδιο τρόπο όπως και οποιοδήποτε άλλο αποδεικτικό στοιχείο. Δεν πρέπει να απορρίπτεται η βαρύτητα ενός εγγράφου χωρίς να παρέχονται οι λόγοι για τους οποίους ο υπάλληλος κατέληξε στο εν λόγω συμπέρασμα με βάση τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία —ήτοι, συλλεγείσες αντικειμενικές πληροφορίες για τη χώρα σχετικά με την αξιοπιστία του εγγράφου, συνεκτιμώντας και άλλα συναφή αποδεικτικά στοιχεία.».
Περαιτέρω, στον Οδηγό του Οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το Άσυλο «Δικαστική Ανάλυση: Αξιολόγηση των αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου»,[12] αναφέρεται ότι οι αρχές που διέπουν την αξιολόγηση τόσο των γεγονότων και περιστάσεων όσο και των αποδεικτικών στοιχείων που έχει αναφέρει ή προσκομίσει ο αιτητής, περιλαμβάνουν την αξιολόγηση με βάση, μεταξύ άλλων, όλα τα συναφή στοιχεία και τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά. Συνεπώς, τα έγγραφα δεν πρέπει να αξιολογούνται χωριστά, αλλά με βάση το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων και των δηλώσεων του αιτητή. Εν προκειμένω, εξετάζοντας ιδίως τον τύπο του συγκεκριμένου εγγράφου, δε μπορεί να διαπιστωθεί η γνησιότητά του καθώς βρίθει ορθογραφικών και συντακτικών λαθών, γεγονός που δε συνάδει με τον επίσημο τύπο εγγράφων που έχουν εκδοθεί από δημόσιες αρχές. Σε κάθε περίπτωση και στη βάση όσων αναλύθηκαν ανωτέρω, εξεταζόμενο υπό το πρίσμα της γενικότερης αξιοπιστίας των ισχυρισμών του αιτητή, δε θα μπορούσε να γίνει αποδεκτό καθώς ο Αιτητής υπήρξε αόριστος και μη συνεκτικός στις δηλώσεις του και δεν έχει δώσει επαρκείς εξηγήσεις για τα μη ευλογοφανή σημεία των ισχυρισμών του.
Πέραν τούτου, τονίζεται ότι κατά το στάδιο της διοικητικής διαδικασίας ο Αιτητής υποβλήθηκε σε επαρκείς ερωτήσεις προκειμένου να του δοθεί η δυνατότητα να εξηγήσει κάθε πτυχή του αιτήματός του, ενώ ο αρμόδιος λειτουργός του υπέβαλε τόσο ανοιχτού τύπου ερωτήσεις όσο και ερωτήσεις διευκρινιστικές των λεγομένων του, προκειμένου να καλυφθεί τόσο ο πυρήνας του αιτήματός του, όσο και τα επιμέρους θέματα, ακολουθώντας την ορθή διερευνητική διαδικασία, ενώ συνεργάστηκε με τον Αιτητή κατά το στάδιο του προσδιορισμού των συναφών στοιχείων της αιτήσεώς του.[13] Συνεπώς, οι Καθ’ ων η Αίτηση απέσεισαν την εν λόγω απαίτηση συνεργασίας που τους βαραίνει, ήτοι το καθήκον τους να αξιολογούν ενεργώς, σε συνεργασία με τον αιτούντα, τα συναφή στοιχεία της αιτήσεώς του προκειμένου να καταστεί δυνατή η συλλογή όλων των στοιχείων που τεκμηριώνουν την εν λόγω αίτηση.[14]
Ούτε και στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας ο Αιτητής, δια μέσω των συνηγόρων του προσέφερε περισσότερες λεπτομέρειες επί των ισχυρισμών του. Λαμβανομένου υπόψιν του ελέγχου που ασκεί το παρόν δικαστήριο να εξετάσει την παρούσα υπόθεση επί της ουσίας, θα μπορούσε να δώσει ικανοποιητικές απαντήσεις στα ως άνω σημεία αναξιοπιστίας που εντόπισαν οι Καθ’ ων η Αίτηση ανατρέποντας τα συμπεράσματά τους, έστω και χωρίς να προσκομίσει τυπικά αποδεικτικά στοιχεία. (Βλ. επίσης νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, αποφάσεις αρ. 1093/2008, 817/2009 και 459/2010).
Σε κάθε περίπτωση, φρονώ ότι ο γενικός και αόριστος ισχυρισμός του Αιτητή περί στοχοποίησής του από τις αρχές του Καμερούν λόγω συμμετοχής του σε μια μικρής κλίμακας διαδήλωση φοιτητών δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί σύμφωνα με το αρ.3Γ του Περί Προσφύγων Νόμου και αντίστοιχα αρ. 9 της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, ως πράξη δίωξης η οποία να του προκαλεί αντικειμενικά βάσιμο φόβο δίωξης καθότι απουσιάζει οποιαδήποτε εγγενής σοβαρότητα τέτοιων πράξεων αλλά και η σοβαρότητα των συνεπειών τους για τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα.[15] Παράλληλα, δεν προκύπτει ότι οι εν λόγω απειλές μπορούν να χαρακτηριστούν ως «αρκούντως σοβαρή λόγω της φύσης ή της επανάληψής της ώστε να συνιστά σοβαρή παραβίαση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ειδικά των δικαιωμάτων από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση βάσει του άρθρου 15 παράγραφος 2 της ευρωπαϊκής σύμβασης για την προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών· ή να αποτελεί σώρευση διαφόρων μέτρων συμπεριλαμβανομένων παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η οποία να είναι αρκούντως σοβαρή ούτως ώστε να θίγεται ένα άτομο κατά τρόπο αντίστοιχο με τον αναφερόμενο στο στοιχείο» σύμφωνα με το αρ.3Γ του Περί Προσφύγων Νόμου. Ως εκ τούτου, τα όσα αναφέρει ο Αιτητής δεν αποτελούν βάση για την αναγνώριση ενός προσώπου ως πρόσφυγα, ενώ συνάμα απουσιάζει συσχετισμός με τους λόγους που προβλέπονται από τη Σύμβαση της Γενεύης του 1951 (δίωξη λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, συμμετοχής σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα ή πολιτικών πεποιθήσεων).
Ούτε επίσης τεκμηριώνεται, επικουρικώς, η υπαγωγή του στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας (άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου), καθώς ο Αιτητής δεν τεκμηριώνει, αλλά και από τα ενώπιόν μου στοιχεία δεν προκύπτει, ότι εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη.
Ειδικότερα, στην προκείμενη περίπτωση από το προαναφερόμενο ιστορικό του Αιτητή δεν προκύπτει, ότι ενόψει των προσωπικών του περιστάσεων, πιθανολογείται να εκτεθεί σε κίνδυνο βλάβης συγκεκριμένης μορφής [βλ. απόφαση της 17.2.2009, C-465/07, ECLI:EU:C:2009:94, Elgafaji, σκέψη 32)], ότι αυτός διατρέχει κίνδυνο σοβαρής βλάβης, λόγω θανατικής καταδίκης ή εκτέλεσης, βασανιστηρίων, απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του [βλ. άρθρο 19(2)(α) και (β)].
Σχετικά με την γενικότερη κατάσταση ασφαλείας του Καμερούν, διεθνείς πηγές αναφέρουν ότι το Καμερούν εμπλέκεται σε παράλληλες μη διεθνείς ένοπλες συγκρούσεις (Non-International Armed Conflicts) κατά της Boko Haram στον Άπω Βορρά και εναντίον ορισμένων αγγλόφωνων αυτονομιστικών ομάδων που μάχονται εναντίον της κυβέρνησης για την ανεξαρτησία της περιοχής στις βορειοδυτικές και νοτιοδυτικές περιοχές, ιδίως το Κυβερνητικό Συμβούλιο της Αμπαζονίας και τη στρατιωτική του πτέρυγα (Αμυντικές Δυνάμεις Αμπαζονίας, ADF) και την Προσωρινή Κυβέρνηση της Αμπαζονίας με τη στρατιωτική της πτέρυγα (το Συμβούλιο Αυτοάμυνας Αμπαζονίας), μεταξύ άλλων. Ειδικότερα, τον Οκτώβριο του 2016 ξεκίνησαν ειρηνικές διαδηλώσεις στις βορειοδυτικές και νοτιοδυτικές περιοχές του Καμερούν κατά των δομικών διακρίσεων και με αιτήματα για περισσότερη αυτονομία στην περιοχή. Η κυβέρνηση απάντησε αναπτύσσοντας τις ένοπλες δυνάμεις της, οι οποίες χρησιμοποίησαν αληθινά πυρομαχικά και συνέλαβαν δεκάδες ακτιβιστές με την κατηγορία της τρομοκρατίας. Κατά συνέπεια, ακολούθησαν απεργίες και βίαιες ταραχές: οι διαδηλωτές κατέφυγαν σε ένοπλη αντίσταση, με το πρώτο κύμα επιθέσεων σε κρατικούς στόχους από ένοπλες πολιτοφυλακές να έχει αναφερθεί τον Σεπτέμβριο του 2017. Υπάρχουν πολλές ένοπλες ομάδες που μάχονται εναντίον των κρατικών δυνάμεων, αν και το επίπεδο συντονισμού αυτών των ενόπλων ομάδων παραμένει ασαφές. Οι συνεχιζόμενες εχθροπραξίες δείχνουν συλλογικό χαρακτήρα και ανάγκασαν την κυβέρνηση να αναπτύξει τις ένοπλες δυνάμεις της, συμπεριλαμβανομένης της επίλεκτης μονάδας μάχης RIB. Μεταξύ άλλων, αξίζει να αναφερθούν οι Αμυντικές Δυνάμεις Ambazonia (ADF), ο Στρατός Αποκατάστασης της Ambazonia, οι Ambazonian Tigers, το Southern Cameroons Defense Forces (Socadef), το Banso Resistance Army και το Donga Mantung Liberation Force. Η διακήρυξη από τις αυτονομιστικές δυνάμεις του ανεξάρτητου κράτους με το όνομα «Αμπαζονία» την 1η Οκτωβρίου 2017 ήταν το σημείο καμπής που επιτάχυνε μάχες μεγάλης κλίμακας. Έκτοτε, η κατάσταση επιδεινώθηκε σημαντικά καθώς οι Αγγλόφωνοι αυτονομιστές άρχισαν να επιτίθενται στις κυβερνητικές δυνάμεις ασφαλείας, σε κυβερνητικούς θεσμούς και απείλησαν, απήγαγαν και σκότωσαν πολίτες που θεωρούνταν ότι τάσσονταν στο πλευρό της κυβέρνησης.[16]
Σχετικά με τη χορήγηση συμπληρωματικής προστασίας, ως προς την γενικότερη κατάσταση ασφαλείας του Καμερούν, το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ σε έκθεση αναφορικά με τις εξελίξεις στην κατάσταση ασφαλείας στην Κεντρική Αφρική, η οποία δημοσιεύτηκε στις 30 Μαΐου 2024 σημειώνει ότι στις Βορειοδυτικές και Νοτιοδυτικές Περιφέρειες του Καμερούν, συνέχισαν οι επιθέσεις, εμπρησμοί, απαγωγές από αυτονομιστικές ομάδες καθώς και οι συγκρούσεις μεταξύ αυτονομιστών και των δυνάμεων ασφαλείας, από τις οποίες προκλήθηκαν θάνατοι αμάχων και καταστροφή περιουσιών. Επιπλέον, επιβλήθηκε δια της βίας από τους αυτονομιστές αναγκαστική απαγόρευση κυκλοφορίας (lockdowns), με αποτέλεσμα θανάτους και καταστροφή δημόσιας και ιδιωτικής περιουσίας.[17]
Σε προηγούμενη έκθεση του Γενικού Γραμματέα του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ για το έτος 2022, αναφερόταν ότι η κατάσταση στις North-West και South-West περιοχές του Καμερούν ήταν κρίσιμη, ενώ το βασικό ζήτημα ήταν οι επιθέσεις κατά σχολείων, παιδιών, εκπαιδευτικού προσωπικού και εργαζομένων στον ανθρωπιστικό τομέα.[18]
Ειδικότερα σε σχέση με την κατάσταση ασφαλείας στις αγγλόφωνες περιοχές, η οργάνωση International Crisis Group καταγράφει αναλυτικότερα ότι οι ένοπλες συγκρούσεις στο Καμερούν περιορίζονται στη Βορειοδυτική και Νοτιοδυτική περιοχή της χώρας καθώς και στον Άπω Βορρά.[19]
Επομένως δέον να εξεταστεί η πρόσφατη κατάσταση ασφαλείας στην Βορειοδυτική περιοχή του Καμερούν, όπου ευρίσκεται και ο τόπος συνήθους διαμονής του Αιτητή, η πόλη Bamenda.
Συγκεκριμένα ως προς την πρόσφατη κατάσταση ασφαλείας στην Bamenda της Βορειοδυτικής περιοχής του Καμερούν, με βάση τα πιο πρόσφατα δεδομένα της βάσης δεδομένων ACLED, κατά την περίοδο 15/07/2023 - 12/07/2024, σημειώθηκαν συνολικά 917 περιστατικά ασφαλείας συνολικά στη Βορειοδυτική περιοχή με 574 απώλειες. Από αυτά, τα 379 κωδικοποιήθηκαν ως μάχες με 351 θύματα, τα 31 ως εκρήξεις / απομακρυσμένη βία με 29 θύματα, τα 24 ως ταραχές με 4 θύματα και τα 503 ως βία κατά αμάχων με 190 θύματα. Ειδικότερα ως προς τα περιστατικά ασφαλείας που εντοπίστηκαν στην Bamenda κατά την αναφερόμενη περίοδο, υπήρξαν 23 μάχες με 23 θύματα, 5 εκρήξεις με 3 θύματα, 3 ταραχές χωρίς θύματα και 39 περιστατικά βίας κατά αμάχων με 27 θύματα.[20]
Σύμφωνα με την απόφαση 901/19 του ΔΕΕ (CF & DN Judgement) αναφορικά με το άρθρο 15γ της Οδηγίας 2011/95 «το άρθρο 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι απαγορεύει την ερμηνεία εθνικής ρυθμίσεως, σύμφωνα με την οποία, όταν ένας άμαχος δεν αποτελεί ειδικά στοχοποιημένο πρόσωπο λόγω ιδιαίτερων προσωπικών περιστάσεων, η διαπίστωση σοβαρής και ατομικής απειλής για τη ζωή ή το πρόσωπο του εν λόγω πολίτη λόγω "αδιάκριτης βίας σε καταστάσεις ... ένοπλης συγκρούσεως", κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, εξαρτάται από την προϋπόθεση ότι η αναλογία μεταξύ του αριθμού των θυμάτων στη σχετική περιοχή και του συνολικού αριθμού των ατόμων που απαρτίζουν τον πληθυσμό της περιοχής αυτής αγγίζει ένα καθορισμένο όριο» (βλ. σκέψη 37).
Περαιτέρω, το ΔΕΕ έκρινε ότι «το άρθρο 15, στοιχείο γ', της οδηγίας 2011/95 έχει την έννοια ότι, προκειμένου να διαπιστωθεί αν υφίσταται "σοβαρή και προσωπική απειλή", κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, απαιτείται συνολική εκτίμηση όλων των περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως, ιδίως εκείνων που χαρακτηρίζουν την κατάσταση της χώρας καταγωγής του αιτητή» (σκέψη 45). Ως επιμέρους στοιχεία που ενδεχομένως θα μπορούσαν να ληφθούν υπ' όψιν προτείνονται τα εξής: η ένταση των ένοπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκόμενων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύγκρουσης, καθώς και άλλα όπως η γεωγραφική έκταση της περιοχής όπου εκδηλώνεται αδιάκριτη βία, ο πραγματικός προορισμός του αιτητή σε περίπτωση επιστροφής του στη σχετική χώρα ή περιοχή και οι δυνητικά στοχευμένες επιθέσεις κατά αμάχων που πραγματοποιούνται από τα μέρη της σύγκρουσης» (βλ. σκέψη 43).
Κατά συνέπεια, φρονώ ότι και παρά τα περιστατικά ασφαλείας που έλαβαν χώρα στον τόπο συνήθους διαμονής του Αιτητή, με βάση τα παρατεθέντα στοιχεία συνάγεται ότι το επίπεδο της βίας δεν είναι τόσο υψηλό ούτως ώστε να θεωρηθεί ότι ο Αιτητής σε περίπτωση επιστροφής του στην πόλη Bamenda, στη Βορειοδυτική περιοχή του Καμερούν, θα κινδυνεύσει ως μέλος του άμαχου πληθυσμού απλώς και μόνο λόγω της παρουσίας του εκεί. O πληθυσμός δε της Βορειοδυτικής περιοχής του Καμερούν καταγράφεται στους 1,968,600 κατοίκους, σύμφωνα με την πιο πρόσφατη εκτίμηση του 2015, ενώ η πόλη Bamenda έχει πληθυσμό 269,530 με επίσημη καταμέτρηση το 2005.[21]Εν προκειμένω, ο Αιτητής πρόκειται για νεαρό υγιή άνδρα, με μορφωτικό επίπεδο και προηγουμένη εργασιακή εμπειρία, με υποστηρικτικό δίκτυο και χωρίς κάποιο πρόβλημα υγείας ή άλλο προσωπικό χαρακτηριστικό που θα αύξανε σημαντικά το ρίσκο του συγκριτικά με τον μέσο πληθυσμό και, συνεπώς, θεωρείται ότι μπορεί να προστατευθεί αποτελεσματικά σε περίπτωση που λάβει χώρα κάποιο περιστατικό ασφαλείας. Συνεπώς, δεν πληρούνται στο πρόσωπο του Αιτητή οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας με βάση το άρθρο 19 του Περί Προσφύγων Νόμου.
Με βάση το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιόν μου και αφού εξέτασα τόσο τη νομιμότητα, όσο και την ουσία της παρούσης, καταλήγω ότι το αίτημα του Αιτητή εξετάστηκε επιμελώς σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και εύλογα απορρίφθηκε η αίτησή του για διεθνή προστασία. Η απόφαση της Διοίκησης, αποτελεί προϊόν επαρκούς έρευνας και ορθής αξιολόγησης όλων των δεδομένων και στοιχείων, σύμφωνα και με το Νόμο και είναι πλήρως αιτιολογημένη.
Ορθά η Διοίκηση, κατέληξε ότι τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης δε στοιχειοθετούσαν τις αναγκαίες προϋποθέσεις για να αναγνωριστεί στον Αιτητή το καθεστώς του πρόσφυγα, ως προβλέπεται στα άρθρα 3-3Δ του Νόμου, αφού δεν τεκμηριώθηκε βάσιμος φόβος δίωξης, για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, ούτε το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας που προβλέπεται στο άρθρο 19 του Νόμου, αφού αυτός «δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο ότι θα υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη, ως καθορίζεται στο άρθρο 19(2)».
Δια τους λόγους που πιο πάνω αναφέρονται η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με έξοδα €1000 υπέρ των Καθ' ων η Αίτηση και εναντίον του Αιτητή.
Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ Δ.Δ.Δ.Δ.Π
[1] CJEU, C-277/11, M. M. v Minister for Justice, Equality and Law Reform and Others, 22 November 2012, σκέψη 65
[2] (βλ. WILLIAM CRISANTHA MAL FRANCIS KARUNARATHNA ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ κ.α, Υπόθεση Αρ. 1875/2008, 1 Μαρτίου 2010).
[3] European Asylum Support Office – EASO, ‘Δικαστική ανάλυση – Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου’, 2018, σελ. 132 - 135
[4] Human Rights Watch - December 16, 2021"They Are Destroying Our Future" Armed Separatist Attacks on Students, Teachers, and Schools in Cameroon's Anglophone Regions”, διαθέσιμο σε: https://www.hrw.org/report/2021/12/16/they-are-destroying-our-future/armed-separatist-attacks-students-teachers-and; USDOS – US Department of State (Author): 2023 Country Report on Human Rights Practices: Cameroon, 23 April 2024 https://www.ecoi.net/en/document/2107637.html
[5] Βλ. C‑148/13 έως C‑150/13, EU:C:2014:2406, σκέψεις 54 και 57
[6] EASO, ‘Practical Guide: Evidence Assessment’ (2015), 10 διαθέσιμο σε https://euaa.europa.eu/sites/default/files/public/EASO-Practical-Guide_-Evidence-Assessment.pdf
[7] Βλ. UNHCR, Note on Burden and Standard of Proof in Refugee Claims, 16 December 1998, Παρ. 11, cited by the European Court of Human Rights (ECtHR) in its Grand Chamber judgment of 23 August 2016, JK and Others v Sweden, No 59166/12, ECLI:CE:ECHR:2016:0823JUD005916612 (hereafter ECtHR (GC), 2016, JK and Others v Sweden), Παρ. 53.
[8] Βλ. απόφαση ΕΔΑΔ SAID v. THE NETHERLANDS 05/07/2005 Παρ. 53.
[9] Βλ. Αποφάσεις ΕΔΑΔ, JK and Others v Sweden, 23/08/2016. Παρ. 93; και , RH v Sweden, 01/02/2016 Παρ.. 58
[10] Πρακτικός οδηγός της EASO: Αξιολόγηση των αποδεικτικών στοιχείων, Σειρά πρακτικών οδηγών της EASO, Μάρτιος 2015, σ. 14-15, διαθέσιμο σε: https://euaa.europa.eu/sites/default/files/PG%20Evidence%20Assessment%20-%20EL.pdf
[11] Ό.π., σελ. 15
[12] EUAA, Δικαστική Ανάλυση: Αξιολόγηση των αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου, 2018, σελ. 108, διαθέσιμο σε: https://euaa.europa.eu/sites/default/files/EASO-Evidence-and-Credibility-Assessment-JA-EL.pdf
[13] M. Κατά Minister for Justice, Equality and Law Reform, Ιρλανδίας, Attorney General, C‑277/11 22ας Νοεμβρίου 2012 υποσημείωση 82, σκέψη 65.βλέπε επίσης Βλ. C‑473/16, EU:C:2018:36, σκέψη 28.
[14] Βλ. C‑349/20 σκέψη 65 και 66
[15] Βλ ΔΕΕ, συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-71/11 και C-99/11, Bundesrepublik Deutschland κατά Y και Z, 5 Σεπτεμβρίου 2012, σκέψεις 72 και 80.
[16] Rulac (January 2023), 'Non-International Armed Conflicts in Cameroon', διαθέσιμο σε: Non-international Armed Conflicts in Cameroon | Rulac
[17] UN Security Council (Author): The situation in Central Africa and the activities of the United Nations Regional Office for Central Africa - Report of the Secretary-General (S/2024/420), 30 May 2024, διαθέσιμο σε: https://documents.un.org/doc/undoc/gen/n24/140/02/pdf/n2414002.pdf?token=f1Jvg8DvxMtnD1HcPu&fe=true
[18] UN Security Council: The situation in Central Africa and the activities of the United Nations Regional Office for Central Africa; Report of the Secretary-General [S/2022/896], 1 December 2022, διαθέσιμο σε: https://www.ecoi.net/en/file/local/2083862/N2271804.pdf
[19] International Crisis Group, Tracking Conflict Worldwide, May 2023, διαθέσιμο σε: https://www.crisisgroup.org/crisiswatch/database?location%5b%5d=4
[20] ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION - ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Project, 2024, διαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο https://acleddata.com/explorer/ (βλ. πλατφόρμα Explorer, με στοιχεία ανάλυσης ως εξής: EVENT COUNTS & FATALITIES- EVENT TYPE: Political violence (Battles, Explosions/ Remote violence, Violence against civilians & Mob violence), EVENT DATE – Past year of ACLED data: 15.07.2023 - 12.07.2024, REGION – Africa, COUNTRY -Cameroon, ADMIN 1- Nord-Ouest). Για τα αριθμητικά δεδομένα αναφορικά με την Bamenda, χρησιμοποιήθηκε το φίλτρο “By Location” στο σημείο 7 της βάσης (“7. How do you want to group the data?”).
[21] City Population, Cameroon, Nord-Ouest, διαθέσιμο σε: https://www.citypopulation.de/en/cameroon/cities/
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο