Ο.Ο. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 5627/21, 18/7/2024
print
Τίτλος:
Ο.Ο. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 5627/21, 18/7/2024

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

Υπόθεση Αρ.: 5627/21

 

18 Ιουλίου, 2024

 

[ Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

 

Ο.Ο.

από Νιγηρία

Αιτητής

 

-και-

 

 

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

 

Καθ' ων η αίτηση

........

 

Π. Δουτμέ (κα), για Ν. Λοίζου και Χ. Χριστούδιας Δ.Ε.Π.Ε, Δικηγόροι για τον Αιτητή

Α. Κίτσιου (κα), Δικηγόρος για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Με την υπό εξέταση προσφυγή, ο Αιτητής αιτείται η απόφαση των Καθ’ ων η Αίτηση, η οποία κοινοποιήθηκε σε αυτόν στις 10/08/2021 και με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή του για παροχή διεθνούς προστασίας, είναι άκυρη, αντισυνταγματική, παράνομη και στερείται κάθε νόμιμου αποτελέσματος.

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Όπως προκύπτει από την Ένσταση που καταχωρήθηκε από την ευπαίδευτη συνήγορο που εκπροσωπεί τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης έχουν ως κατωτέρω:

Ο Αιτητής είναι υπήκοος Νιγηρίας και συμπλήρωσε αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας στις 16/03/2018. Στις 31/08/2020, πραγματοποιήθηκε συνέντευξη από λειτουργό του Οργανισμού Ασύλου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUAA πρώην EASO στο εξής λειτουργός EUAA). Στις 19/07/2021, αρμόδιος λειτουργός EUAA ετοίμασε Έκθεση- Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με την συνέντευξη του Αιτητή, εισηγούμενος την απόρριψη του αιτήματός του. Ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε την εισήγηση για απόρριψη της αίτησης ασύλου του Αιτητή στις 28/07/2021. Στις 10/08/2021, η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική επιστολή μαζί με την αιτιολόγηση της απόφασης της σχετικά με το αίτημα του Αιτητή, η οποία παραλήφθηκε και υπογράφτηκε ιδιοχείρως από τον Αιτητή αυθημερόν. Η τελευταία αυτή απόφαση, αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής, η οποία καταχωρήθηκε μέσω του συνηγόρου του Αιτητή στις 01/09/2021.

 

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

Ο Αιτητής παραθέτει στο εισαγωγικό δικόγραφο της διαδικασίας πλείονες λόγους ακύρωσης χωρίς αυτοί να συνοδεύονται από σαφή αιτιολογία ή παραπομπή σε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά ή στοιχεία του διοικητικού φακέλου.

Περαιτέρω, στο πλαίσιο της γραπτής του αγόρευσης, ο Αιτητής προωθεί τους ακόλουθους λόγους ακύρωσης: ότι η απόφαση λήφθηκε από αναρμόδιο όργανο κατά παράβαση του Περί Προσφύγων Νόμου, των αρχών του δημοσίου και διοικητικού Δικαίου και της νομολογίας, ότι στην προσβαλλόμενη απόφαση ελλείπει και απουσιάζει πρακτικό απόφασης του Προϊσταμένου  και ότι η απόφαση είναι αναιτιολόγητη και/ή μη δεόντως αιτιολογημένη. Κατά το στάδιο των Διευκρινίσεων ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου στις 27/02/2024, οι συνήγοροι του Αιτητή όλους τους νομικούς ισχυρισμούς που προωθούν μέσω της Γραπτής τους Αγόρευσης πλην αυτούς που αφορούν τον νομικό ισχυρισμό περί έλλειψης επαρκούς αιτιολόγησης εκ μέρους του αρμόδιου οργάνου. Κατά συνέπεια, οι υπόλοιποι νομικοί ισχυρισμοί αποσύρθηκαν και απορρίφθηκαν από το Δικαστήριο.

Η ευπαίδευτος συνήγορος των Καθ' ων η Αίτηση, υποστήριξε τη νομιμότητα της απόφασης του αρμόδιου οργάνου και ανέφερε μέσω της Γραπτής της Αγόρευσης πως ο Αιτητής δεν έχει αποσείσει το βάρος για στοιχειοθέτηση των λόγω ακύρωσης. Συγκεκριμένα, ισχυρίζεται ότι η δικογράφηση των λόγων ακύρωσης αντιβαίνει στον Κανονισμό 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού και για το λόγο αυτό δεν μπορούν να εξεταστούν από το Δικαστήριο. Παράλληλα, υποστηρίζει ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο λόγο δίωξης για κανέναν από τους περιοριστικά αναγραφόμενους στο άρθρο 3 του Περί Προσφύγων Νόμου λόγους με αποτέλεσμα να μην πληροί τις προϋποθέσεις για χορήγηση προσφυγικού καθεστώτος.

Επιπλέον, οι Καθ΄ ων η Αίτηση αναφέρουν ότι το αίτημα του  Αιτητή για παροχή διεθνούς προστασίας εξετάστηκε επιμελώς σε κάθε στάδιο της προβλεπόμενης από το νόμο διαδικασίας και η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν το αποτέλεσμα ενδελεχούς έρευνας, ορθής αξιολόγησης των στοιχείων και ορθής εφαρμογής του νόμου. Περαιτέρω η προσβαλλόμενη απόφαση είναι δεόντως αιτιολογημένη και δεν υπήρχε οποιαδήποτε πλάνη, νομική ή πραγματική από παρερμηνεία ή λανθασμένη εκτίμηση των στοιχείων που ο Αιτών είχε θέσει ενώπιον της Διοίκησης. Επομένως, σωστά και εύλογα οι Καθ' ων η αίτηση, ασκώντας την εξουσία που τους παρέχεται από το Νόμο και βάσει του ενώπιον τους υλικού, κατέληξαν στην απόρριψη της αίτησής του.

 

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

Κατόπιν των ανωτέρω, θα προχωρήσω αρχικά στην εξέταση του πρώτου γενικού ισχυρισμού που προβάλλει ο συνήγορος του Αιτητή, περί έλλειψης επαρκούς αιτιολογίας, λαμβανομένης υπόψιν και της εξουσίας του παρόντος Δικαστηρίου όπου και σύμφωνα με τον περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο του 2018, Ν.73(Ι)/2018, το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας έχει την εξουσία να εξετάσει την παρούσα υπόθεση επί της ουσίας. Το γεγονός αυτό, οφείλεται στο ότι η παρούσα υπόθεση αφορά αίτηση που χρονικά πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 11 (2) και (3) του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018, Ν.73(Ι)/2018, οι οποίες δίδουν στο Δικαστήριο την υποχρέωση ελέγχου της νομιμότητας και ορθότητας της πράξης.

Έχει πλειστάκις νομολογηθεί ότι η έκταση, ο τρόπος και η διαδικασία που ακολουθείται ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης. Η αιτιολόγηση των αποφάσεων της διοίκησης είναι επιβεβλημένη για να μπορεί το Δικαστήριο να ελέγξει εάν η απόφαση λήφθηκε σύμφωνα με το Νόμο και για να παρέχεται η δυνατότητα να αντιληφθεί το Δικαστήριο που βασίστηκε το αρμόδιο όργανο για να καταλήξει στην απόφασή του (Γρηγορόπουλος κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, (1997) 4 ΑΑΔ 1414).  Μέσα από την αιτιολογία του οργάνου θα πρέπει να διαφαίνεται ο συλλογισμός του, ο οποίος οδήγησε στην προσβαλλόμενη απόφαση ή τουλάχιστον να υπάρχουν στοιχεία στο φάκελο της υπόθεσης που να μπορούν να συμπληρώσουν την αιτιολογία της απόφασης του αρμόδιου οργάνου (βλ. Στέφανος Φράγκου v. Κυπριακή Δημοκρατίας, (1998) 3ΑΑΔ 270).  

Η αιτιολογία της απόφασης του αρμόδιου οργάνου δύναται να συμπληρωθεί από το διοικητικό φάκελο (άρθρο 29 του Ν. 158 (Ι)/1999, Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1171 και Διογένους ν. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ., 371). Η δυνατότητα αυτή υπάρχει όταν τα στοιχεία που βρίσκονται στο φάκελο του Δικαστηρίου συνδέονται με την απόφαση και αποκαλύπτουν του λόγους που οδήγησαν στην προσβαλλόμενη απόφαση. Από τα στοιχεία του φακέλου θα πρέπει να μπορεί να λεχθεί ότι αυτά βρίσκονται αναπόφευκτα πίσω από την απόφαση που λήφθηκε (Ηλιόπουλος ν. Α.Η.Κ., Α.Ε. 2452, ημερομηνίας 21.7.2000, Χρυστάλλα Συμεωνύδου κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή αρ. 911/93 κ.α., ημερ. 18.4.97.

Σύμφωνα με τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, ο οποίος καταχωρήθηκε ως Τεκμήριο 1, ο Αιτητής κατά την συμπλήρωση της αίτησης διεθνούς προστασίας του κατέγραψε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του λόγω του ότι πιάστηκε επ’ αυτοφώρω να επιδίδεται σε σεξουαλική πράξη με άτομο του ίδιου φύλου και, παρότι είχε εξαναγκαστεί να το κάνει, διέφυγε από τη χώρα καθώς αποτελεί αδίκημα που τιμωρείται με φυλάκιση δεκατεσσάρων (14) ετών και θα συλλαμβάνονταν (ερυθρό 1 του διοικητικού φακέλου, στο εξής αναφερόμενος ως «ΔΦ»).

Κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του, και ως προς τα προσωπικά του στοιχεία, ο Αιτητής δήλωσε ότι κατάγεται από το Delta State, συγκεκριμένα από το Sapele, όπου και διέμενε όλη του τη ζωή και ανήκει στη φυλή Isoko. Έχει μία κόρη γεννηθείσα στις 21/07/2015, η οποία βρίσκεται στη Νιγηρία και διαμένει με την μητέρα του Αιτητή, επίσης στο Sapele. Ο Αιτητής έχει επίσης μία αδερφή η οποία διαμένει με την οικογένειά της στον ίδιο τόπο. Ως προς το εκπαιδευτικό και επαγγελματικό του υπόβαθρο, ο Αιτητής δήλωσε ότι φοίτησε μόνο σε δημοτικό σχολείο για διάστημα έξι (6) ετών και από το 2015 έως το 2018, εργαζόταν στην ως μεταφορέας στην Αρχή Λιμένων της Νιγηρίας  (ερυθρό 40- 1Χ, 3Χ ΔΦ).

Ως προς τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής επανέλαβε τους λόγους που κατέγραψε στην αίτηση του, προσθέτοντας λεπτομέρειες επί των γεγονότων. Συγκεκριμένα, δήλωσε ότι εργαζόταν στην εκφόρτωση πλοίων που μετέφεραν κατεψυγμένα αγαθά, έχοντας ως προϊστάμενό του τον Jubilee, ο οποίος ήταν γερμανικής και δανέζικης καταγωγής. Ο Αιτητής υποστήριξε ότι κάποια μέρα, τον κάλεσε ιδιαιτέρως και του εκμυστηρεύθηκε ότι είναι ομοφυλόφιλος και πρότεινε στον Αιτητή να συνευρίσκονται σεξουαλικά, υποσχόμενος να του δίνει οικονομικά ανταλλάγματα και να διπλασιάσει τον μισθό του. Ο Αιτητής του είπε πως δεν είχε ξανακάνει κάτι τέτοιο, το οποίο μάλιστα είναι ποινικό αδίκημα στη χώρα του, εντούτοις, ενέδωσε καθώς ήθελε να στηρίξει οικονομικά τους γονείς του. Στη συνέχεια ο Αιτητής περιέγραψε την πρώτη φορά που προσπάθησαν να συνευρεθούν στο ξενοδοχείο όπου διέμενε το αφεντικό του, αναφέροντας επίσης ότι κατόπιν αυτού, δεν είχε πλέον αισθήματα για την κοπέλα του. Συνέχισαν να συνευρίσκονται στο ξενοδοχείο, ενώ το αφεντικό του του έδινε χρήματα σε αντάλλαγμα, αύξησε την αμοιβή του και του αγόρασε αυτοκίνητο. Ως ανέφερε ο Αιτητής, είχαν κινήσει υποψίες στο άτομο που βρισκόταν στη ρεσεψιόν του ξενοδοχείου, το οποίο ρωτούσε τον Αιτητή για ποιο λόγο συναντώνται και κοιμούνται στο ίδιο δωμάτιο. Κάποιο βράδυ, το άτομο της ρεσεψιόν μαζί με άλλα 4 άτομα, μπήκαν στο δωμάτιο όπου βρίσκονταν ο Αιτητής με το αφεντικό του γυμνοί και τους έπιασαν επ’ αυτοφώρω, χτύπησαν τον Αιτητή μεταφέροντας τον στον δρόμο έξω από το ξενοδοχείο και ήθελαν να του κόψουν τα γεννητικά όργανα προς τιμωρία. Μετά από χτύπημα στο κεφάλι, ο Αιτητής έχασε τις αισθήσεις του και μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο. Όταν ξύπνησε, είδε να τον επιτηρούν δύο αστυνομικοί και συνειδητοποιώντας πως κινδυνεύει να πάει φυλακή, ζήτησε να πάει στο αποχωρητήριο, από όπου και τελικά κατόρθωσε να αποδράσει. Ο Αιτητής υποστήριξε πως είχε μαζί του την πιστωτική του κάρτα και το πορτοφόλι του με τα ταυτοποιητικά του έγγραφα, το οποίο βρισκόταν δίπλα στο κρεβάτι του στο νοσοκομείο (ερυθρό 37 ΔΦ).

Σε διευκρινιστικές ερωτήσεις του αρμόδιου λειτουργού αναφορικά με τον σεξουαλικό του προσανατολισμό, ο Αιτητής υποστήριξε ότι πριν γνωρίσει το αφεντικό του και τον παρασύρει, ως αναφέρει, στην ομοφυλοφιλία με τα οικονομικά ανταλλάγματα, ήταν ετεροφυλόφιλος και είχε σχέση με γυναίκα. Συμπλήρωσε πως πλέον είναι ομοφυλόφιλος, καθώς δεν ελκύεται πια από το γυναικείο φύλο. Ερωτηθείς πώς η συνειδητοποίηση αυτή άλλαξε την καθημερινότητά του στη χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής δήλωσε πως διήγε καλώς, καθώς το αφεντικό του φρόντιζε για τον ίδιο και την οικογένειά του δίνοντάς του αρκετά χρήματα (ερυθρό 36- 3Χ ΔΦ). Κληθείς να προσδιορίσει πότε τον προσέγγισε το αφεντικό του και ξεκίνησαν να συνευρίσκονται, ο Αιτητής δεν ήταν αρχικά σε θέση να απαντήσει, προσθέτοντας στη συνέχεια ότι ήταν περί τον Μάρτιο του 2017 (ερυθρό 35- 1Χ, 2Χ, 3Χ ΔΦ). Ερωτηθείς τί συνέβη στο αφεντικό του μετά την επίθεση που δέχθηκαν στο δωμάτιο του ξενοδοχείου, ο Αιτητής απάντησε ότι δε γνωρίζει, καθώς επικοινώνησε μαζί του μετά την απόδρασή του από το νοσοκομείο, οπότε και τον συμβούλευσε να εγκαταλείψει τη χώρα. Έκτοτε δεν είχε οποιαδήποτε επικοινωνία μαζί του. Σε ερώτηση του αρμόδιου λειτουργού αν είναι γνωστός ο σεξουαλικός του προσανατολισμός σε άλλα άτομα στη χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής δήλωσε ότι μετά το περιστατικό στο ξενοδοχείο, το έμαθαν όλοι, ανάμεσά τους και η οικογένειά του (ερυθρό 31- 1Χ ΔΦ). Συγκεκριμένα, υποστήριξε πως δεδομένου ότι η αστυνομία βρισκόταν στο νοσοκομείο, έχει ήδη ασκηθεί ποινική δίωξη εναντίον του. Ερωτηθείς αν του επιδόθηκε οποιοδήποτε σχετικό έγγραφο, απάντησε ότι, όπως του έχει μεταφέρει η μητέρα του, η αστυνομία έχει επισκεφθεί την οικία τους τρεις φορές (ερυθρό 31- 3Χ, 4Χ ΔΦ). Ερωτηθείς τι φοβάται ότι θα συμβεί σε περίπτωση επιστροφής του, αποκρίθηκε ότι θα φυλακισθεί (ερυθρό 28- 1Χ ΔΦ).

Κατά την αξιολόγηση της αίτησης ασύλου του Αιτητή, ο αρμόδιος λειτουργός εντόπισε και σχημάτισε συνολικά δύο (2) ουσιώδεις ισχυρισμούς. Ο πρώτος αναφορικά με την ταυτότητα και την χώρα καταγωγής του Αιτητή, έγινε αποδεκτός ως αξιόπιστος.

Ο δεύτερος ουσιώδης ισχυρισμός σχετικά με το ότι ο Αιτητής είναι ομοφυλόφιλος, έτυχε απόρριψης. Ειδικότερα, εφαρμόζοντας το μοντέλο αξιολόγησης DSSH (Difference, Shame, Stigma, Harm – Διαφορετικότητα, Ντροπή, Στίγμα, Βλάβη), οι Καθ’ ων η Αίτηση έκριναν ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να αναπτύξει ικανοποιητικά τη διαδικασία συνειδητοποίησης του σεξουαλικού του προσανατολισμού, ούτε να επιδείξει το αίσθημα της διαφορετικότητας άμα τη συνειδητοποίησή του, όπως ευλόγως θα αναμενόταν, αφού δεν στοιχειοθέτησε, κατά τρόπο βιωματικό τον συναισθηματικό του κόσμο και την έλξη του προς άτομα του ίδιου φύλου. Περαιτέρω, οι δηλώσεις του κρίθηκαν μη συνεκτικές και αντιφατικές. Συγκεκριμένα, η δήλωσή του περί ομοφυλοφιλίας και μη έλξης του από το γυναικείο φύλο, κρίθηκε αντιφατικός με την δήλωσή του ότι ποτέ πριν δεν είχε αναπτύξει αισθήματα για άνδρα και πως αυτό ξεκίνησε με την υπόσχεση οικονομικών ανταλλαγμάτων εκ μέρους του αφεντικού του. Περαιτέρω, μη συνεκτικός κρίθηκε ο ισχυρισμός περί του ότι είχε μια κανονική ζωή, κάνοντας διάφορες δραστηριότητες μαζί με το αφεντικό του που φρόντιζε τόσο τον ίδιο όσο και την οικογένειά του με χρήματα, ενώ ταυτόχρονα υποστήριξε ότι η ομοφυλοφιλία αποτελεί ταμπού και ποινικοποιείται. Ο αρμόδιος λειτουργός επισημαίνει ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει χρονικά τη σχέση του με το αφεντικό του, ενώ υπέπεσε σε αντιφάσεις ως προς τον ακριβή χρόνο που ξεκίνησε να εργάζεται για αυτόν. Ούτε παρείχε επαρκείς και ευλογοφανείς απαντήσεις αναφορικά με την προσωπική του ζωή στην Δημοκρατία, υποστηρίζοντας ότι δεν έχει αναπτύξει σχέσεις με άτομα του ίδιου φύλου για το λόγο ότι δε γνωρίζει το νομικό πλαίσιο που ισχύει στην Κύπρο, στοιχείο που υποσκάπτει τον πυρήνα του αιτήματός του ως προς τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του. Τέλος, οι Καθ' ων η Αίτηση έκριναν ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να παρουσιάσει με ευλογοφάνεια και επάρκεια τον ισχυρισμό του περί της απόδρασής του, ενώ σε διευκρινιστικές ερωτήσεις απάντησε χωρίς συνοχή και γενικόλογα.

Προχωρώντας στην αξιολόγηση της εξωτερικής αξιοπιστίας του δεύτερου ουσιώδους ισχυρισμού, οι Καθ' ων η αίτηση προέβησαν σε έρευνα για την κατάσταση των δικαιωμάτων των ομοφυλοφίλων στη Νιγηρία, εκ της οποίας επιβεβαιώθηκε πως ο Νόμος περί (Απαγόρευσης) Γάμου με το ίδιο φύλο του 2014, ποινικοποιεί τις ενώσεις και τις πράξεις μεταξύ ατόμων του ιδίου φύλου και πως αυτές τιμωρούνται με μέγιστη ποινή φυλάκισης 14 ετών. Διαπιστώθηκε επίσης ότι τα μέλη της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας στη Νιγηρία υφίστανται διακρίσεις και συλλήψεις.

Στη βάση των ανωτέρω, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι οι δηλώσεις του Αιτητή βρίσκουν εν μέρει έρεισμα σε εξωτερικές πηγές, εντούτοις, λόγω της μη θεμελίωσης της εσωτερικής του αξιοπιστίας, ο συναφής ισχυρισμός απορρίφθηκε στην ολότητά του.

Επί του μόνου αποδεκτού ισχυρισμού του Αιτητή, δεν διαπιστώθηκε βάσιμος φόβος δίωξής ή σοβαρής βλάβης σε περίπτωση επιστροφής του στη Νιγηρία και πιο συγκεκριμένα στην περιοχή καταγωγής του, την πολιτεία Delta, η οποία κρίθηκε ως τόπος προηγούμενης συνήθους διαμονής του. Προχωρώντας στη νομική ανάλυση, οι Καθ' ων η αίτηση διαπιστώνουν ότι δεν προκύπτει βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης του Αιτητή δυνάμει του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου, αλλά ούτε και πραγματικός κίνδυνος σοβαρής βλάβης δυνάμει του άρθρου 19 του περί Προσφύγων Νόμου.

Έχω εξετάσει με προσοχή τον διοικητικό φάκελο του Αιτητή και όπως προκύπτει από τα στοιχεία που βρίσκονται σ΄ αυτόν, για τους λόγους που εκτενώς αναλύονται στην εισηγητική έκθεση του αρμόδιου λειτουργού (ερυθρά 69-59 ΔΦ), η οποία αποτελεί την αιτιολογική βάση της επίδικης απόφασης, ορθά η Υπηρεσία Ασύλου αποφάσισε πως οι αποδεκτοί ισχυρισμοί του Αιτητή δεν εμπίπτουν στις πρόνοιες της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 και στον περί Προσφύγων Νόμο. Αναφορικά με τον ισχυρισμό του περί ομοφυλοφιλίας, κρίνω ότι ο αρμόδιος λειτουργός προέβη σε αναλυτική εξέτασή του και ορθά κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν στοιχειοθετείται η αξιοπιστία του εν λόγω ισχυρισμού του Αιτητή, ευρήματα για τα οποία το Δικαστήριο δεν εντοπίζει λόγο διαφοροποίησης.

Σε αυτό το σημείο σημειώνεται ότι σύμφωνα με το άρθρο 16 του περί Προσφύγων Νόμου και ειδικότερα τα εδάφια (2) και (3) αυτού, ο αιτητής ασύλου έχει υποχρέωση να καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια προς τεκμηρίωση της αίτησης ασύλου του. Σύμφωνα με πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου (βλ. ενδεικτικώς, Υπόθ. Αρ. 1721/2011, Ηοοman & Mahiab Khanbabaie v. Aναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 30.6.2016), αποτελεί υποχρέωση του αιτητή ασύλου να επικαλεστεί, έστω και χωρίς να προσκομίσει τυπικά αποδεικτικά στοιχεία, συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, που του προκαλούν κατά τρόπο αντικειμενικώς δικαιολογημένο, φόβο δίωξης στη χώρα του για έναν από τους λόγους που αναφέρει το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου (βλ. επίσης νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, αποφάσεις αρ. 1093/2008, 817/2009 και 459/2010). Εν συνεχεία, ωστόσο, λόγω ακριβώς της δυσχέρειας των αιτητών ασύλου να τεκμηριώσουν με συγκεκριμένα στοιχεία την αίτησή τους, γεννάται υποχρέωση της διοίκησης να συνδράμει τον αιτητή σε αυτήν την προσπάθεια προβολής και τεκμηρίωσης των ισχυρισμών του (βλ. Εγχειρίδιο για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων της Ύπατης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών παρ. 195 επ. Βλ. επίσης αναφορικά με την ενεργό συνεργασία Απόφαση του ΔΕΕ της 22ας Νοεμβρίου 2012, Υπόθεση C‑277/11, M. M., ECLI:EU:C:2012:744, σκέψεις 63 έως 68).

Ειδικότερα, και όσον αφορά τον βασικό ισχυρισμό του Αιτητή περί του σεξουαλικού του προσανατολισμού, παρατηρώ ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να παρουσιάσει σχετικές πληροφορίες με σαφήνεια, συνεκτικότητα και επάρκεια, κατά τρόπο που να προκύπτει ο βιωματικός χαρακτήρας αυτού. Ειδικότερα,  ο Αιτητής δεν κατάφερε να παράσχει επαρκείς πληροφορίες σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο διαμορφώθηκε και εξελίχθηκε η σεξουαλική του ταυτότητα, καθώς και να περιγράψει την εσωτερική διεργασία που ακολουθήθηκε από τον ίδιο προκειμένου να συνειδητοποιήσει τον σεξουαλικό του προσανατολισμό. Ενώ ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι είναι ομοφυλόφιλος καθώς έπαψε το ενδιαφέρον του για το γυναικείο φύλο, δήλωσε επίσης πως ποτέ δεν είχε αισθήματα για άτομα του ίδιου φύλου και πως η σχέση του με το αφεντικό του υποκινήθηκε και διατηρήθηκε λόγω των οικονομικών ανταλλαγμάτων που του παρείχε. Κληθείς να τοποθετήσει χρονικά πότε ξεκίνησε να συνευρίσκεται με το αφεντικό του, ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να απαντήσει, με αποτέλεσμα ο αρμόδιος λειτουργός να επαναλάβει αρκετές φορές την ερώτηση ώστε να λάβει μια αόριστη απάντηση του Αιτητή για το ότι η σχέση τους ξεκίνησε ένα έτος μετά που ανέλαβε τη συγκεκριμένη εργασία, περί το 2017. Ωστόσο, η χρονολογία αυτή δε συνάδει με προηγούμενη δήλωση του Αιτητή σύμφωνα με την οποία ξεκίνησε να εργάζεται το 2015. Περαιτέρω, σημειώνεται και η αδυναμία του Αιτητή να περιγράψει με βιωματικό τρόπο την καθημερινότητα της σχέσης του με το αφεντικό του, αλλά και η παντελής απουσία περιγραφής των συναισθημάτων του προς αυτόν και του τρόπου που ο ίδιος ένιωθε, στοιχεία που αποτελούν δείκτες μη αξιοπιστίας των ισχυρισμών του, σε συνδυασμό με την αοριστία και λακωνικότητα των απαντήσεών του.

H βασική ιστορία ενός  αιτούντος πρέπει να είναι συνεπής καθ' όλη τη διάρκεια της διαδικασίας, ακόμη και αν ορισμένες πτυχές της έκθεσης είναι αβέβαιες ή κάπως αξιοσημείωτες, υπό τον όρο ότι δεν υπονομεύουν τη συνολική αξιοπιστία του ισχυρισμού[1]. Όπως έχει εξάλλου νομολογηθεί κατά την αξιολόγηση της γενικής αξιοπιστίας των δηλώσεων δεν μπορεί να αναμένεται πλήρης ακρίβεια ημερομηνιών και γεγονότων. Ωστόσο, όταν παρουσιάζονται πληροφορίες που δίνουν ισχυρούς λόγους να αμφισβητηθεί η αλήθεια της υποβολής αιτούντων άσυλο, το άτομο πρέπει να παρέχει μια ικανοποιητική εξήγηση για τις εικαζόμενες ανακρίβειες σε αυτές τις υποβολές[2].

Συνολικά παρατηρώ ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να τεκμηριώσει τον ισχυρισμό του περί του σεξουαλικού του προσανατολισμού. Παρά την πληθώρα ερωτήσεων που του τέθηκαν κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του, οι οποίες κάλυπταν τις συνέπειες της ζωής ως άτομο ΛΟΑΤΚΙ+ στη χώρα καταγωγής, όπως η αντίδραση της οικογένειας και της κοινωνίας γενικότερα, στον σεξουαλικό προσανατολισμό ή την ταυτότητα φύλου, ή ως προς το αποτέλεσμα της απόκρυψής του, ή τις προσωπικές σκέψεις και απόψεις του Αιτητή σχετικά την εσωτερική διεργασία που τον οδήγησε στη συνειδητοποίηση της σεξουαλικότητάς του, κρίνω ότι οι απαντήσεις που έδωσε ο Αιτητής ήταν στο σύνολό τους αόριστες, ασαφείς, αντιφατικές και χωρίς βιωματικό στοιχείο.

Προς τούτο τονίζω ότι ο όρος «αξιοπιστία» δεν ορίζεται από το Κοινό Ευρωπαϊκό Σύστημα Ασύλου. Η χρήση του όρου, από το άρθρο 4 παράγραφος 5 στοιχείο (ε) της οδηγίας 2011/95/EE αναφέρεται στη γενική αξιοπιστία ενός αιτούντος, αλλά αυτό είναι στο πλαίσιο ενός συγκεκριμένου κανόνα που διέπει τη μη επιβεβαίωση πτυχών των δηλώσεων του αιτούντος. Ως εκ τούτου, η αξιολόγηση της αξιοπιστίας αφορά τη διαδικασία έρευνας για το εάν το σύνολο ή μέρος των δηλώσεων του αιτούντος ή άλλα αποδεικτικά στοιχεία που υποβλήθηκαν από αυτόν σχετικά με τα ουσιαστικά γεγονότα (material facts) μπορεί να γίνουν δεκτά προκειμένου να διαπιστωθεί εάν ο Αιτητής εμπίπτει στις προϋποθέσεις παραχώρησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας.

Αυτή η αξιολόγηση μπορεί να περιλαμβάνει την επαλήθευση εάν οι δηλώσεις του αιτούντος είναι συνεπείς, επαρκώς λεπτομερείς, εύλογες και συμβατές με τα έγγραφά του, τις πηγές πληροφόρησης και κάθε άλλο αποδεικτικό στοιχείο που αποκτήθηκε. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η αξιολόγηση της αξιοπιστίας δεν σημαίνει ότι σε όλες τις περιπτώσεις ο υπεύθυνος λήψης αποφάσεων θα προβεί σε επαλήθευση  και θα καταλήξει με απόλυτη  βεβαιότητα αναφορικά με την αλήθεια των δηλώσεων του αιτούντος. Η Ύπατη Αρμοστεία  έχει ορίσει την αξιοπιστία ως εξής: «Ο αιτών άσυλο  κρίνεται αξιόπιστος, όταν έχει προβάλει ισχυρισμούς που παρουσιάζουν συνοχή και είναι εύλογοι, που δεν είναι αντιφατικοί με τα κοινά τοις πάσι γεγονότα και κατά συνέπεια μπορεί να οδηγήσουν τον υπεύθυνο της συνέντευξης στη δημιουργία πεποίθησης για το βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης που εκφράζει.». Η ως άνω προσέγγιση υιοθετήθηκε και από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην Υπόθεση  JK και Others v Sweden, αριθμός αίτησης 59166/12, Παρ. 53.

Στο εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», αναφέρεται στην σελίδα 98, παράγραφος 4.5.3 ότι σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να γίνεται μια αντικειμενική και ισορροπημένη στάθμιση του κατά πόσον οι ισχυρισμοί του αιτητή αντικατοπτρίζουν αυτό που θα ήταν εύλογα αναμενόμενο από κάποιον με τις περιστάσεις του ο οποίος εκφράζει δια τούτων μια αληθινή προσωπική εμπειρία («Σε κάθε περίπτωση, απαπείται ισορροπημένη και αντικειμενική αξιολόγηση του αν η αφήγηση του αιτούντος αντικατοπτρίζει την αφήγηση που αναμένεται από ένα πρόσωπο στην κατάσταση του αιτούντος το οποίο αφηγείται μια πραγματική προσωπική εμπειρία.»). Περαιτέρω, στην προηγούμενη σελίδα του εγχειριδίου, αναφέρεται ότι είναι γενικά εύλογο να αναμένεται ότι αίτημα θα πρέπει να παρουσιάζεται τεκμηριωμένα και με επαρκείς λεπτομέρειες αλλιώς οι ελλείψεις αυτές στις λεπτομέρειες μπορεί να συνιστούν έλλειψη σχετικών στοιχείων («Η μη επαρκής παροχή λεπτομερειών μπορεί επίσης να ισοδυναμεί με αυτό που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 5 στοιχείο β) της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση) ως έλλειψη «λυσιτελών στοιχείων». »).

Προχωρώντας, ο όρος «βάσιμος φόβος» σημαίνει ότι πρέπει να υπάρχει έγκυρη αντικειμενική βάση για τον φόβο δίωξης του αιτούντος. Το συγκεκριμένο στοιχείο του ορισμού του πρόσφυγα αφορά τον κίνδυνο ή την πιθανότητα να υποστεί δίωξη. Ο φόβος θεωρείται βάσιμος, εάν διαπιστώνεται ότι υπάρχει «εύλογη» πιθανότητα να υλοποιηθεί στο μέλλον. Για τη διαπίστωση αυτή, είναι απαραίτητο να αξιολογούνται οι δηλώσεις του αιτούντος υπό το πρίσμα όλων των σχετικών περιστάσεων της υπόθεσης [άρθρο 4 παράγραφος 3 της ΟΕΑΑ (οδηγία 2013/32/ΕΕ αναδιατύπωση)] και να ελέγχονται οι περιστάσεις που επικρατούν στη χώρα καταγωγής του, καθώς και η συμπεριφορά των υπευθύνων δίωξης. Επομένως, η διαπίστωση του βάσιμου φόβου συνδέεται στενά με το καθήκον της αξιολόγησης των αποδεικτικών στοιχείων και της αξιοπιστίας που διέπεται πρωτίστως από το άρθρο 4 της ΟΕΑΑ (οδηγία 2013/32/ΕΕ αναδιατύπωση).

Μετά από έρευνα του παρόντος Δικαστηρίου αναφορικά με τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό του Αιτητή προκύπτει ότι στη Νιγηρία, οι σχέσεις του ιδίου φύλου ποινικοποιήθηκαν και οι ομάδες υπεράσπισης των ΛΟΑΤΚΙ+ απαγορεύτηκαν το 2014, όταν ο πρώην πρόεδρος Jonathan υπέγραψε τον νόμο για την απαγόρευση των γάμων μεταξύ ατόμων του ιδίου φύλου. Στη Νιγηρία, τα άτομα της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας αντιμετωπίζουν εκτεταμένες κρατικές και κοινωνικές διακρίσεις. Νιγηριανοί που καταδικάζονται για σχέσεις με άτομα του ίδιου φύλου μπορούν να φυλακιστούν έως και για 14 χρόνια, ενώ 12 βόρειες πολιτείες διατηρούν τη θανατική ποινή για σχέσεις μεταξύ ατόμων του ίδιου φύλου. Τα ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα υφίστανται επίσης επιθέσεις από αστυνομικούς κατά τη διάρκεια συλλήψεων, απόπειρες εκβιασμού και διακρίσεις κατά την πρόσβαση σε δημόσιες και ιδιωτικές υπηρεσίες. Μια έρευνα του 2019 έδειξε ευρεία αντίθεση στα δικαιώματα της κοινότητας των ΛΟΑΤΚΙ+, με το 74% των ερωτηθέντων να υποστηρίζει τις ποινές φυλάκισης για όσους επιδίδονται σε ομοφυλοφιλικές δραστηριότητες.[3] Τα ευρήματα της ανωτέρω έρευνας, επιβεβαιώνονται και από έκθεση του USDOS, σύμφωνα με την οποία άτομα ΛΟΑΤΚΙ+ στη Νιγηρία αντιμετωπίζουν απειλές και βία εναντίον τους με βάση τον πραγματικό ή αποδιδόμενο σεξουαλικό προσανατολισμό ή την ταυτότητα φύλου τους. Η παραβίαση της ιδιωτικής ζωής, οι αυθαίρετες συλλήψεις και οι παράνομες κρατήσεις, αναφέρονται ως οι πιο συχνές παραβιάσεις που διαπράχθηκαν από αστυνομικούς και άλλους κρατικούς φορείς.[4]

Τα ανωτέρω ευρήματα θα μπορούσαν να αποτελέσουν θετικό δείκτη της εξωτερικής αξιοπιστίας του ισχυρισμού του, σε κάθε περίπτωση πρόκειται για ευρέως  γνωστές πληροφορίες επί της κατάστασης που επικρατεί στην χώρα καταγωγής αναφορικά με την κοινότητα LOATKI+. Ενόψει, όμως, του ότι η εσωτερική αξιοπιστία του Αιτητή δεν έχει στοιχειοθετηθεί και εφόσον όσα ανέφερε ο Αιτητής είναι η μόνη απόδειξη των ισχυρισμών του ένεκα του προσωπικού τους χαρακτήρα, ο εν λόγω ισχυρισμός ορθώς δεν έγινε αποδεκτός.

Λαμβάνοντας υπόψιν το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, οι Καθ' ων η Αίτηση αξιολόγησαν τους ουσιώδεις ισχυρισμούς του Αιτητή (αξιολόγηση αξιοπιστίας) και βάσει αυτών που έγιναν τελικά αποδεκτοί,  έκριναν στη συνέχεια ότι δεν υπάρχει πιθανότητα ο Αιτητής να υποβληθεί σε μεταχείριση που συνιστά δίωξη ή σοβαρή βλάβη (αξιολόγηση κινδύνου). Ο βασικός λόγος για τον οποίο δεν έγινε δεκτό το αίτημα του αιτητή περί δίωξης του ήταν το γεγονός της μη απόδειξης της αληθοφάνειας των βασικών ισχυρισμών του και του κλονισμού της αξιοπιστίας του, λόγω ουσιωδών αντιφάσεων, ελλείψεων και αδυναμιών οι οποίες εντοπίστηκαν στις συνεντεύξεις που έδωσε. Όπως έχει εξάλλου νομολογηθεί, κρίση επί της αξιοπιστίας αιτητή και έγερση κωλύματος έγκρισης αίτησης για το λόγο της αναξιοπιστίας ως προς τα προβαλλόμενα από τον αιτητή είναι επιτρεπτή. (Βλ. σχετικά απόφαση στην υπόθεση Amiri v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων κ.ά. (2009) 3 ΑΑΔ 358, καθώς και την απόφαση του Δικαστηρίου τούτου στην υπόθεση Khalil v. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 466/2010, 28.9.2012).

Τονίζεται παράλληλα ότι σύμφωνα με το άρθρο 16 του Περί Προσφύγων Νόμου (Ν.6(1)/2000), αρχικά το βάρος απόδειξης το φέρει ο Αιτητής ο οποίος υποχρεούται να υποστηρίξει την αίτηση του με όλα τα έγραφα και στοιχεία που έχει στην κατοχή του, αλλά και γενικότερα να βοηθήσει την Υπηρεσία Ασύλου με τον καλύτερο τρόπο να διαπιστώσει τα γεγονότα της υπόθεσης του. Ως έχει νομολογηθεί, ο Αιτητής πρέπει να καταβάλει ειλικρινή προσπάθεια να θεμελιώσει την αφήγηση του, ότι δηλαδή υπήρξε θύμα δίωξης στην χώρα καταγωγής του, ώστε να πληροί της προϋποθέσεις υπαγωγής του σε καθεστώς Διεθνούς Προστασίας. (βλ. WILLIAM CRISANTHA MAL FRANCIS KARUNARATHNA ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ κ.α, Υπόθεση Αρ. 1875/2008, 1 Μαρτίου 2010)

Βεβαίως ο Αιτητής δεν είναι υποχρεωμένος να προσκομίσει για την απόδειξη των ισχυρισμών του, τυπικά αποδεικτικά στοιχεία, αυτό όμως δεν αίρει την υποχρέωση του να επικαλεσθεί με λεπτομέρεια, σαφήνεια και αληθοφάνεια συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά. Ναι μεν τα αρμόδια όργανα της Διοίκησης οφείλουν να προβούν σε ενδελεχή εξέταση των προβαλλόμενων από τον Αιτητή ουσιωδών ισχυρισμών σε συνεργασία με τον Αιτητή[5] και να αιτιολογήσουν πλήρως και ειδικώς την τυχόν απορριπτική του αιτήματος απόφαση τους, όμως στην περίπτωση που δεν έχουν προβληθεί κατά τη διαδικασία ενώπιον της Διοίκησης, ουσιώδεις, υπό την ανωτέρω έννοια, ισχυρισμοί, αλλά γενικοί, αόριστοι ή προδήλως αβάσιμοι ισχυρισμοί ή έχει γίνει μεν επίκληση συγκεκριμένων περιστατικών, τα οποία, ωστόσο, δεν στοιχειοθετούν λόγους υπαγωγής στο προστατευτικό καθεστώς της Σύμβασης της Γενεύης, δεν απαιτείται ειδικότερη αιτιολογία για την απόρριψη του αιτήματος παροχής ασύλου.

Ούτε μπορεί να αναγνωριστεί στον αιτούντα «το ευεργέτημα της αμφιβολίας»[6], όπως αυτό καθορίζεται στην παράγραφο 204 του Εγχειριδίου, για τις διαδικασίες και τα κριτήρια καθορισμού του καθεστώτος των προσφύγων.  Το ευεργέτημα της αμφιβολίας δίδεται μόνο εκεί όπου ο Αιτητής έχει υποβάλει όλα τα διαθέσιμα σε αυτόν στοιχεία σε σχέση με την αίτησή του, τα οποία έχουν ελεγχθεί και, ο αρμόδιος λειτουργός ή/και ο Προϊστάμενος ικανοποιούνται ότι ο Αιτητής είναι γενικά αξιόπιστος.[7] Εν προκειμένω, ο Αιτητής  δεν τεκμηρίωσε είτε στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας είτε της παρούσας διαδικασίας οποιοδήποτε ειδικό ισχυρισμό περί δίωξης. Όπως έχει εξάλλου νομολογηθεί, κρίση επί της αξιοπιστίας αιτητή και έγερση κωλύματος έγκρισης αίτησης για το λόγο της αναξιοπιστίας ως προς τα προβαλλόμενα από τον αιτητή είναι επιτρεπτή. (Βλ. σχετικά απόφαση στην υπόθεση Amiri v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων κ.ά. (2009) 3 ΑΑΔ 358, καθώς και την απόφαση του Δικαστηρίου τούτου στην υπόθεση Khalil v. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 466/2010, 28.9.2012).

Πέραν τούτου, διαπιστώνω ότι κατά το στάδιο της διοικητικής διαδικασίας υποβλήθηκαν στον Αιτητή ανοικτής φύσεως ερωτήματα, τα οποία είχε τη δυνατότητα να απαντήσει. Ο αρμόδιος λειτουργός έκανε επαρκείς ερωτήσεις, για να καλύψει τόσο τον πυρήνα του αιτήματος, όσο και τα επιμέρους θέματα, ακολουθώντας την ορθή διερευνητική διαδικασία και επιπρόσθετα συνεργάστηκαν με τον αιτούντα κατά το στάδιο προσδιορισμού των συναφών στοιχείων της αιτήσεως αυτής.[8] Παράλληλα οι Καθ' ων η Αίτηση αξιολόγησαν επαρκώς και δεόντως τις δηλώσεις που παρέθεσε ο Αιτητής συνεκτιμώντας την ατομική κατάσταση και τις προσωπικές του περιστάσεις [άρθρο 13 Α (9) του Περί Προσφύγων Νόμου 2000 (6(I)/2000]. Επί των όσων ανέφερε ο Αιτητής, εύλογα παρατηρούνται  ασυνέπειες και ανακολουθίες στα λεγόμενά του που  άπτονται των ουσιωδών πραγματικών περιστατικών και οδηγούν σε σαφές και βέβαιο συμπέρασμα ότι στερούνται εσωτερικής αξιοπιστίας.

Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο καταλήγει ότι δεν προκύπτει στην περίπτωση του Αιτητή οποιοσδήποτε βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης στη χώρα καταγωγής του για κάποιον από τους πέντε (5) λόγους που εξαντλητικά αναφέρονται στο άρθρο 3 (1) του περί Προσφύγων Νόμου, αφού η  Υπηρεσία Ασύλου στην έκθεση/εισήγηση, αξιολόγησε κάθε ισχυρισμό του και για τους λόγους που εκτενώς καταγράφηκαν στην εισήγησή της, εύλογα κατέληξε στο συμπέρασμα, ότι ο Αιτητής δεν θα υποστεί δίωξη σε περίπτωση επιστροφής του στην χώρα καταγωγής του, υπό την έννοια του άρθρου  3(1) του περί Προσφύγων Νόμου. Το παρόν Δικαστήριο, όπως αναλυτικά εκτέθηκε ανωτέρω, υιοθέτησε τα συμπεράσματα των Καθ’ ων η αίτηση αναφορικά με τον πυρήνα του αιτήματος διεθνούς προστασίας του Αιτητή.

Στη βάση λοιπόν των αποδεκτών ισχυρισμών περί των προσωπικών στοιχείων του Αιτητή και προς αξιολόγηση του μελλοντικού κινδύνου του Αιτητή σε περίπτωση επιστροφής του στη Νιγηρία, το Δικαστήριο κρίνει ότι ο Αιτητής δεν αναμένεται να αντιμετωπίσει και/ή να υποστεί οποιαδήποτε πράξη δίωξης ή να αντιμετωπίσει κίνδυνο σοβαρής βλάβης κατά την επιστροφή του στη χώρα καταγωγής.

Όσον αφορά τα προσωπικά στοιχεία του Αιτητή, ο Αιτητής πρόκειται για έναν ενήλικο άντρα, με μορφωτικό επίπεδο άνω του μέσου και με ισχυρό υποστηρικτικό δίκτυο στη χώρα καταγωγής του, αποτελούμενο από την πυρηνική του οικογένεια. Δεν εντοπίστηκε κάποια άλλη ευαλωτότητα στο πρόσωπο του Αιτητή που θα αύξανε τις πιθανότητες να υποστεί δίωξη ή σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής του στη Νιγηρία.

Περαιτέρω, βάσει των στοιχείων του προφίλ του Αιτητή και των ισχυρισμών που ο ίδιος προώθησε, δεν πιθανολογείται ότι σε περίπτωση επιστροφής του στη Νιγηρία, ότι υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, όπως η εν λόγω έννοια ορίζεται στο άρ. 19 (2) του Περί Προσφύγων Νόμου.

Ειδικότερα, στην προκείμενη περίπτωση από το προαναφερόμενο ιστορικό του Αιτητή δεν προκύπτει, ότι ενόψει των προσωπικών του περιστάσεων, πιθανολογείται να εκτεθεί σε κίνδυνο βλάβης συγκεκριμένης μορφής [βλ. απόφαση της 17.2.2009, C-465/07, ECLI:EU:C:2009:94, Elgafaji, σκέψη 32)] ότι αυτός διατρέχει κίνδυνο σοβαρής βλάβης, λόγω θανατικής καταδίκης ή εκτέλεσης, βασανιστηρίων, απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του [βλ άρθρο 19(2)(α) και (β)].

Όσον αφορά την κατάσταση ασφαλείας στην Νιγηρία και ειδικότερα όσον αφορά την πολιτεία Delta, όπου ανήκει ο τόπος συνήθους διαμονής του Αιτητή, σύμφωνα με στοιχεία του Armed Conflict Location & Event Data Project (ACLED), κατά το διάστημα 05/07/2023 - 05/07/2024, καταγράφηκαν συνολικά 114 περιστατικά ασφαλείας στην συγκεκριμένη πολιτεία με αποτέλεσμα 119 απώλειες ανθρώπινων ζωών (51 μάχες με 94 θύματα, 44 περιστατικά βίας κατά αμάχων με 20 θύματα και 19 εξεγέρσεις με 15 θύματα) .[9] Ο πληθυσμός της πολιτείας Delta εκτιμάται ότι το 2022 ανερχόταν σε 5.636.100 κατοίκους.[10]

Κατά συνέπεια, με βάση τα παρατεθέντα στοιχεία συνάγεται ότι δεν προκύπτουν περιστατικά ασφαλείας και επίπεδο βίας τόσο υψηλό ούτως ώστε να θεωρηθεί ότι ο Αιτητής σε περίπτωση επιστροφής του στον τελευταίο τόπο συνήθους διαμονής του, θα κινδυνεύσει ως μέλος του άμαχου πληθυσμού απλώς και μόνο λόγω της παρουσίας του στην περιοχή [βλ. απόφαση της 17.2.2009, C-465/07, ECLI:EU:C:2009:94  Elgafaji, σκέψη 43]. Συνεπώς, δεν πληρούνται στο πρόσωπο του Αιτητή οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας με βάση το άρθρο 19(2)(γ) του Περί Προσφύγων Νόμου.

Τέλος, φρονώ ότι στην προκείμενη περίπτωση, από το προαναφερόμενο ιστορικό και δεδομένου ότι ο Αιτητής δεν επικαλείται ειδικώς, ότι ενόψει των προσωπικών του περιστάσεων, πιθανολογείται να εκτεθεί σε κίνδυνο βλάβης συγκεκριμένης μορφής [Βλ. απόφαση της 17.2.2009, C-465/07, ECLI:EU:C:2009:94, Elgafaji, σκέψη 32)], δεν προκύπτει ότι αυτός διατρέχει κίνδυνο σοβαρής βλάβης, λόγω θανατικής καταδίκης ή εκτέλεσης, βασανιστηρίων, απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του [βλ άρθρο 19(2)(α) και (β) περί Προσφύγων Νόμου].

Με βάση το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου και αφού εξέτασα τόσο τη νομιμότητα, όσο και την ουσία της παρούσης, καταλήγω ότι το αίτημα του Αιτητή εξετάστηκε επιμελώς σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και εύλογα απορρίφθηκε η αίτησή του για διεθνή προστασία. Η απόφαση της Διοίκησης, αποτελεί προϊόν επαρκούς έρευνας και ορθής αξιολόγησης όλων των δεδομένων και στοιχείων, σύμφωνα και με το Νόμο και είναι πλήρως αιτιολογημένη. (άρθρο 29 του Ν. 158 (Ι)/1999, Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1171 και Διογένους ν. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ., 371). Η δυνατότητα αυτή υπάρχει όταν τα στοιχεία που βρίσκονται στο φάκελο του Δικαστηρίου συνδέονται με την απόφαση και αποκαλύπτουν του λόγους που οδήγησαν στην προσβαλλόμενη απόφαση. Από τα στοιχεία του φακέλου θα πρέπει να μπορεί να λεχθεί ότι αυτά βρίσκονται αναπόφευκτα πίσω από την απόφαση που λήφθηκε (Ηλιόπουλος ν. Α.Η.Κ., Α.Ε. 2452, ημερομηνίας 21.7.2000, Χρυστάλλα Συμεωνύδου κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή αρ. 911/93 κ.α., ημερ. 18.4.97).  

Ορθά η διοίκηση, κατέληξε ότι τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης δε στοιχειοθετούσαν τις αναγκαίες προϋποθέσεις για να αναγνωριστεί στον Αιτητή το καθεστώς του πρόσφυγα, ως προβλέπεται στα άρθρα 3-3Δ του περί Προσφύγων Νόμου, αφού δεν τεκμηριώθηκε βάσιμος φόβος δίωξης, για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, ούτε το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας που προβλέπεται στο άρθρο 19 του Νόμου, αφού αυτός «δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο ότι θα υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη, ως καθορίζεται στο άρθρο 19(2)».

Καταληκτικά, λαμβάνω υπόψη ότι ο Υπουργός Εσωτερικών στα πλαίσια των εξουσιών του άρθρου 12Βτρις του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000, με την Κ.Δ.Π. 191/2024, ημερομηνίας 31.05.2024, καθόρισε τη χώρα καταγωγής του Αιτητή (Νιγηρία), ως ασφαλή χώρα ιθαγένειας, εφόσον ικανοποιείται βάσει της νομικής κατάστασης, της εφαρμογής του δικαίου στο πλαίσιο δημοκρατικού συστήματος και των γενικών πολιτικών συνθηκών, ότι στην οριζόμενη χώρα γενικά και μόνιμα δεν υφίστανται πράξεις δίωξης, σύμφωνα με το άρθρο 3Γ, ούτε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία, ούτε απειλή, η οποία προκύπτει από τη χρήση αδιάκριτης βίας σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης.

Δια τους λόγους που πιο πάνω αναφέρονται η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με έξοδα €1000 υπέρ των καθ' ων η αίτηση και εναντίον του Αιτητή.

 

 Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π

 

 



[1] Βλ. ΕΔΑΔ Said v Netherlands Αριθμός Αιτ. 2345/02, 5 Ιουλίου 2005 Παρ. 53

[2] Βλ. J.K. v. and Others v. Sweden, Αριθμός Αιτ.. 59166/12, 23 Αυγούστου 2016 Παρ. 93

[3] Freedom House, Freedom in the World 2023 – Nigeria https://www.ecoi.net/en/document/2090190.html 

[4] USDOS - US Department of State, 2022 Country Report on Human Rights Practices - Nigeria, 20 March 2023, https://www.ecoi.net/en/document/2089140.html

[5] Απόφαση ΔΕΕ 22/11/2012, ΜΜ, C277/11, παρ. 66

[6] ΕΔΔΑ, J.K. και λοιποί κατά Σουηδίας, ό.π. υποσημείωση 20. Βλ. επίσης ΕΔΔΑ, απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2015, RH κατά Σουηδίας, προσφυγή αριθ. 4601/14, σκέψη 58· ΕΔΔΑ, απόφαση της 20ης Ιουλίου 2010, N κατά Σουηδίας, προσφυγή αριθ. 23505/09, σκέψη 53· ΕΔΔΑ, απόφαση της 9ης Μαρτίου 2010, RC κατά Σουηδίας, προσφυγή αριθ. 41827/07, σκέψη 50

[7] Άρθρο 13 του περί Προσφύγων Νόμου

[8] M. Κατά Minister for JusticeEquality and Law Reform, Ιρλανδίας, Attorney GeneralC‑277/11 22ας Νοεμβρίου 2012 υποσημείωση 82, σκέψη 65

[9] ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION - ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Project, 2024, διαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο https://acleddata.com/dashboard/#/dashboard (βλ. πλατφόρμα Dashboard, με στοιχεία ανάλυσης ως εξής: COUNTRY VIEW- EVENT DATE - 05.07.2023 - 05.07.2024, EVENT TYPE - Battles / Violence against civilians / Explosions/Remote violence / Riots και REGION - Western AfricaNigeria- Delta)

[10] City Population, Nigeria, Delta State, διαθέσιμο σε: https://www.citypopulation.de/en/nigeria/admin/NGA010__delta/


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο