T.B. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 7012/22, 4/7/2024
print
Τίτλος:
T.B. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 7012/22, 4/7/2024

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

Υπόθεση Αρ.: 7012/22

 

04 Ιουλίου, 2024

 

[ Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

 

T.B.

Αιτήτρια

 

-και-

 

 

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

 

Καθ' ων η αίτηση

........

 

Γιώργος Α. Βασιλείου (κ) Δ.Ε.Π.Ε, Δικηγόροι για τον Αιτητή

 

Α. Αριστείδου (κα), Δικηγόρος για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Με την υπό εξέταση προσφυγή, η Αιτήτρια αιτείται δήλωση και/ή απόφαση και/ή διάταγμα του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση των Καθ’ων η Αίτηση που κοινοποιήθηκε και/ή γνωστοποιήθηκε στον Αιτήτρια με την επιστολή ημερομηνίας 10/10/2022,  με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση της για παροχή Διεθνούς Προστασίας δυνάμει του Άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 με την αιτιολογία ότι δεν πληροί ο Αιτητής τις απαιτούμενες από το Νόμο προϋποθέσεις είναι άκυρη, αντισυνταγματική, παράνομη και στερείται κάθε νόμιμου αποτελέσματος.

Επιπλεόν αιτείται δήλωση και/ή απόφαση και/ή διάταγμα του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση των Καθ’ων η Αίτηση που κοινοποιήθηκε και/ή γνωστοποιήθηκε στην Αιτήτρια με την επιστολή ημερομηνίας 10/10/2022,  με την οποία δεν αναγνωρίστηκε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας στην Αιτήτρια  είναι άκυρη, αντισυνταγματική, παράνομη και στερείται κάθε νόμιμου αποτελέσματος.

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Όπως προκύπτει από την Ένσταση που καταχωρήθηκε από την ευπαίδευτη συνήγορο που εκπροσωπεί τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης έχουν ως κατωτέρω:

Η Αιτήτρια είναι υπήκοος Γουινέας και συμπλήρωσε αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας στις 30/12/2019. Στις 01/09/2022, πραγματοποιήθηκε συνέντευξη της Αιτήτριας από λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου. Στις 08/09/2022,  αρμόδια λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ετοίμασε Έκθεση και Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με την συνέντευξη του Αιτητή. Στη συνέχεια, ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε την εισήγηση για απόρριψη της αίτησης ασύλου της Αιτήτριας  στις 13/09/2022. Στις 10/10/2022, η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική επιστολή μαζί με την αιτιολόγηση της απόφασης της σχετικά με το αίτημα της Αιτήτριας, η οποία παραλήφθηκε και υπογράφτηκε ιδιοχείρως από την Αιτήτρια αυθημερόν. Η τελευταία αυτή απόφαση, αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής, η οποία καταχωρήθηκε μέσω του συνηγόρου της Αιτήτριας στις 03/11/2022.

 

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

Ο συνήγορος της Αιτήτριας, στην προσφυγή την οποία κατέθεσε παραθέτει πλείονες λόγους ακύρωσης, αρκετοί από τους οποίους δεν συνοδεύονται από σαφή αιτιολογία ή παραπομπή σε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά ή στοιχεία του διοικητικού φακέλου.

Δια της γραπτής αγόρευσης, ο συνήγορος της Αιτήτριας  προώθησε διάφορους λόγους ακύρωσης προς υποστήριξη του αιτήματος για ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης, εκ των οποίων διακρίνονται αυτοί περί έλλειψης δέουσας και/ή επαρκούς αιτιολογίας , παραβίαση των αρχών της χριστής διοίκησης της καλής πίστης και της εμπιστοσύνης του πολίτη προς την διοίκηση όπως επίσης και κακή άσκηση της διακριτικής ευχέρειας.

Από την πλευρά τους οι Καθ' ων η αίτηση υπεραμύνονται της νομιμότητας της επίδικης πράξης, ισχυριζόμενοι ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αποτέλεσμα ενδελεχούς έρευνας, ορθής αξιολόγησης των στοιχείων και ορθής εφαρμογής του Νόμου. Περαιτέρω, αντιτείνουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι δεόντως αιτιολογημένη και δεν υπήρχε οποιαδήποτε νομική ή πραγματική πλάνη από παρερμηνεία ή λανθασμένη εκτίμηση των στοιχείων που η Αιτήτρια είχε θέσει ενώπιον των αρμοδίων οργάνων. Περαιτέρω υποβάλλουν ότι η Αιτήτρια με τους ισχυρισμούς που προβάλλει δεν έχει καταφέρει να αποσείσει το βάρος απόδειξης και δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο λόγο δίωξης για φυλετικούς, θρησκευτικούς λόγους, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή αντιλήψεων. Καταλήγοντας υποβάλλουν ότι η Αιτήτρια απέτυχε να αποδείξει ότι συντρέχει οποιοσδήποτε νόμιμος λόγος που να δικαιολογεί την επέμβαση του Δικαστηρίου και ότι η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί ως νόμο και ουσία αβάσιμη.

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

Καταρχάς και σύμφωνα με πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, οι λόγοι προσφυγής που δεν αναπτύσσονται στο πλαίσιο της αγόρευσης του αιτητή θεωρούνται ως εγκαταλειφθέντες. Το ίδιο ισχύει και με τους λόγους σε σχέση με τους οποίους δεν προβάλλεται οποιαδήποτε επιχειρηματολογία προς υποστήριξή τους  (βλ. συναφώς Υπόθεση Αρ. 692/89, Level Tachexcavs Ltd v. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λευκωσίας, ημερ. 17.12.1990, (1990) 3 ΑΑΔ 4407, Α.Ε. Αρ. 2421, Kokos Athanasiou Motors Ltd v. Δημοκρατίας, ημερ. 24.1.2020 (2000) 3 ΑΑΔ 21, Υπόθεση Αρ. 1073/2004, Γεωργίας Αντωνίου κ.α. ν. Δημοκρατίας, μέσω Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, ημερ. 6.2.2007).

Υπό το φως της πιο πάνω νομολογίας, όλοι οι λόγοι προσφυγής που αναφέρονται ως τίτλοι στο πλαίσιο του δικογράφου της προσφυγής και δεν προωθούνται με τη γραπτή αγόρευση της Αιτήτριας  θεωρούνται ως εγκαταλειφθέντες. Το ίδιο ισχύει και με τους λόγους σε σχέση με τους οποίους δεν προβάλλεται οποιαδήποτε επιχειρηματολογία προς υποστήριξή τους. (Βλ. συναφώς Υπόθεση Αρ. 692/89, Level Tachexcavs Ltd v. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λευκωσίας, ημερ. 17.12.1990, (1990) 3 ΑΑΔ 4407, Α.Ε. Αρ. 2421, Kokos Athanasiou Motors Ltd v. Δημοκρατίας, ημερ. 24.1.2020 (2000) 3 ΑΑΔ 21, Υπόθεση Αρ. 1073/2004, Γεώργιας Αντωνίου κ.α. ν. Δημοκρατίας, μέσω Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, ημερ. 6.2.2007).

Επιπλέον, παρατηρώ ότι οι λόγοι προσφυγής, όπως αναπτύσσονται στο πλαίσιο της γραπτής αγόρευσης της Αιτήτριας  χαρακτηρίζονται από γενικότητα και απουσιάζει η υπαγωγή των περιστάσεων και των γεγονότων της υπόθεσης στις κατ’ επίκληση παραβιασθείσες διατάξεις. Η αναγκαιότητα έγερσης των λόγων προσφυγής με ευκρίνεια και λεπτομέρεια είναι θεμελιώδους σημασίας διαφορετικά το Δικαστήριο δεν νομιμοποιείται να τα εξετάσει αυτεπαγγέλτως, έστω και εάν έχουν εγερθεί με την αγόρευση [Βλ. Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 Α.Α.Δ. 598, Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598, Δημοκρατία ν. Σπύρου (2007) 3 Α.Α.Δ. 533 και Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2009) 3 Α.Α.Δ. 655]. Η δε αγόρευση αποτελεί το μέσο για την έκθεση της επιχειρηματολογίας υπέρ της αποδοχής των λόγων ακύρωσης και όχι υποκατάστατο της στοιχειοθέτησής τους. [Βλ. Α.Ε. Αρ. 3729, Μαραγκός ν. Δημοκρατίας, 3.11.2006, (2006) 3 ΑΑΔ 671, Α.Ε. 1883]., Μαρία Ευθυμίου ν. Ε.Δ.Υ., (1997) 3 ΑΑΔ 281, 14.7.1997]. 

Προχωρώντας, ακόμη και εάν εξαντλώντας την επιείκεια του παρόντος Δικαστηρίου και εξεταστούν οι λόγοι ακύρωσης που προωθεί η Αιτήτρια , είναι κρίσιμο και απαραίτητο να καταστεί αντιληπτό ότι η δικαιοδοσία του παρόντος δικαστηρίου διαδραματίζει καταλυτικό ρόλο στο λυσιτελές της προβολής τέτοιων ισχυρισμών.  Ειδικότερα, το παρόν Δικαστήριο στις περιπτώσεις που απαριθμούνται υπό του άρθρου 11 του Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμος του 2018 (Ν. 73(I)/2018) ως δικαστήριο ουσίας δικάζει την υπόθεση που άγεται ενώπιον του εξ υπαρχής, κατά το νόμο και κατά την ουσία. Ως εκ τούτου δεν περιορίζεται μόνο στην εξέταση της διαδικασίας και των στοιχείων κρίσης της διοικητικής αρχής που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, αλλά προχωρεί παραπέρα και εξετάζει την ουσιαστική ορθότητα της επίδικης πράξεως, δυνάμενη να προβεί σε νέα εκτίμηση και αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού και των στοιχείων του φακέλου και αποφαίνεται αιτιολογημένως επί των αιτήσεων διεθνούς προστασίας του εκάστοτε προσφεύγοντος (στο πλαίσιο πάντα που καθορίζουν οι ισχυρισμοί του εκάστοτε Αιτητή).

Συνεπώς, η απλή επίκληση πλημμελειών ή παραβιάσεων γενικών αρχών Διοικητικού Δικαίου, δεν επαρκεί από μόνη της για να ανατρέψει την επίδικη απόφαση. Ο Αιτητής θα πρέπει να επεξηγεί τη βλάβη που επήλθε στον ίδιο και να προβάλει, στο πλαίσιο της παρούσας δικαστικής διαδικασίας, τέτοιους συγκεκριμένους και ειδικούς ισχυρισμούς, οι οποίοι εν δυνάμει θα δικαιολογούσαν της υπαγωγή του στο καθεστώς διεθνούς προστασίας. (βλ. αποφάσεις ΣτΕ 3067/2013, 521/2010, 2650/2009). 

Εν προκειμένω παρατηρώ ότι o Αιτητής δεν προβάλλει οποιοδήποτε ειδικό και τεκμηριωμένο ισχυρισμό είτε στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας είτε στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας που να δικαιολογεί την υπαγωγή του σε καθεστώς διεθνούς προστασίας, καθώς αναφέρει απλώς γενικώς ότι η διοίκηση δεν επικεντρώθηκε σε άλλα προβλήματα που αντιμετωπίζει, χωρίς να εξηγεί τους λόγους για τους οποίους κατά τον ίδιο δικαιολογείται η υπαγωγή του σε καθεστώς διεθνούς προστασίας. 

Υπό το φως της πιο πάνω διαπίστωσης όλοι οι εγειρόμενοι λόγοι ακυρώσεως απορρίπτονται ως αλυσιτελείς και εξ αυτού απαράδεκτοι εξαιτίας της γενικότητας με την οποία αυτοί εγείρονται, εφόσον ο Αιτητής δεν προβαίνει σε οποιαδήποτε εξειδίκευση αυτών σε συνάρτηση με τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσής του, πολλώ μάλλον κατά τρόπο που να προκύπτει ο πυρήνας του αιτήματός του για άσυλο και να δικαιολογούν την υπαγωγή του σε καθεστώς διεθνούς προστασίας.[1]

Κατόπιν των ανωτέρω και λαμβανομένης υπόψη της εξουσίας του παρόντος Δικαστηρίου όπου δυνάμει του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο του 2018 [Ν.73(Ι)/2018], το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας έχει την εξουσία να εξετάσει την παρούσα υπόθεση και επί της ουσιαστικής της ορθότητας. Το γεγονός αυτό, οφείλεται στο ότι η παρούσα υπόθεση αφορά αίτηση που χρονικά πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 11 (2) και (3) του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (Ν.73(Ι)/2018), οι οποίες δίδουν στο Δικαστήριο την υποχρέωση ελέγχου τόσο της νομιμότητας όσο και της ουσιαστικής ορθότητας (έλεγχος επί της ουσίας) της επίδικης πράξης.

Έχει πλειστάκις νομολογηθεί ότι η έκταση, ο τρόπος και η διαδικασία που ακολουθείται ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης. Περαιτέρω η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το επίδικο θέμα. Το  κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και τη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων τα οποία παρέχουν ασφαλή συμπέρασμα. (Βλέπε Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.α., Α.Ε. 1518/1.11.96, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου, Α.Ε. 1575/14.7.97 , Α.Ε.2371,Motorways Ltd v Δημοκρατίας ημερ. 25/6/99).  

Το Δικαστήριο στα πλαίσια ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκεινται στην διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντος οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωση (Βλ. απόφαση αρ. 128/2008 JAMAL KAROU V Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 1 Φεβρουαρίου, 2010).

Ως εκ τούτου, προσέγγισα το θέμα με βάση τα ενώπιόν μου στοιχεία και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, εξετάζοντας όλα τα ουσιώδη στοιχεία και πραγματικά περιστατικά που οι Καθ' ων η αίτηση είχαν ενώπιόν τους.

Σύμφωνα με τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, ο οποίος καταχωρήθηκε ως Τεκμήριο 1 κατά το στάδιο των διευκρινίσεων στις 18/12/2024, η Αιτήτρια κατά την συμπλήρωση της αίτησης διεθνούς προστασίας κατέγραψε (βλ. ερυθρό 10 Δ.Φ.) ότι μετά τον θάνατο του πατέρα της το 2012 η μητέρα της ξαναπαντρεύτηκε με τον μικρό αδελφό του πατέρα της ο οποίος έγινε ο νέος της πατέρας. Το 2016 ο νέος της πατέρας την ανάγκασε να παντρευτεί ένα φίλο του, ο οποίος ήταν περίπου πενήντα (50) χρονών. Μετά από δυόμιση χρόνια έγγαμου βίου δεν μπορούσε να μείνει έγκυος και όλοι την χλεύαζαν αποκαλώντας την άγονη. Συνεχίζοντας ανέφερε ότι πήγε στο νοσοκομείο όπου ο γιατρός της ανέφερε ότι πάσχει από ινομυώματα στην μήτρα και πρέπει να υποβληθεί σε εγχείρηση. Όταν επέστρεψε σπίτι ο σύζυγός της αρνήθηκε να πληρώσει για την εν λόγω εγχείρηση και η Αιτήτρια του είπε ότι θα τον καταγγείλει στην αστυνομία εάν δεν μπορεί να σώσει την ζωή της. Στη συνέχεια ζήτησε βοήθεια από την θεία της και τον σύζυγο της οι οποίο βοήθησαν την Αιτήτριας όπως εγκαταλείψει την χώρα καταγωγής της.

Κατά την διάρκεια της συνέντευξης της η Αιτήτρια δήλωσε ότι μεγάλωσε μεταξύ των πόλεων Kankan και Conakry ομιλεί τις γλώσσες Sousou Malinke και γαλλικά όπως επίσης και ότι διακονεί τον 2ον μήνα εγκυμοσύνης (βλ. ερ. 38 Δ.Φ.). Αναφορικά με τον οικογενειακό της περιβάλλον η Αιτήτρια ανέφερε ότι στην Γουινέα διαμένει η μητέρα της και ο μικρός της αδελφός. Η μητέρα της διαμένει στην πόλη Kankan και ο μικρός της αδελφός στην πόλη Conakry. Η Αιτήτρια πρόσθεσε ότι έχει επίσης διάφορους θείους και θείες οι οποίοι διαμένουν στην πόλη Conakry (βλ. ερ. 37 Δ.Φ.).. Σχετικά με τον πατέρας της η Αιτήτρια ανέφερε ότι αυτός πέθανε όταν ήταν αυτή δέκα (10) ετών από κάποια αρρώστια, στην συνέχεια ανέφερε ότι η μητέρα της ξαναπαντρεύτηκε τον μικρό αδελφό του πατέρα της. Ερωτηθείσα εάν έχει επικοινωνία με την οικογένεια της η Αιτήτρια ανέφερε ότι έχει μόνο με την μητέρα της αλλά και με διάφορα συγγενικά της πρόσωπα από την πλευρά της μητέρας της. Ερωτηθείσα αναφορικά με τον πατέρα του παιδιού που κυοφορεί, η Αιτήτρια ανέφερε ότι πρόκειται για συμπολίτη της και είναι πλέον παντρεμένοι.

Αναφορικά με το εκπαιδευτικό της υπόβαθρο η Αιτήτρια ανέφερε ότι έλαβε εκπαίδευση στην Γουινέα, γνωρίζει να διαβάζει και να γράφει ωστόσο και όταν ήταν 14 χρονών η Αιτήτρια ανέφερε ότι εξαναγκάστηκε να εγκαταλείψει τις σπουδές της μετά από πίεση από τον θετό της πατέρα, καθότι αυτός ήθελε να την παντρέψει με κάποιο φιλικό του άτομο. Αναφορικά με το κατά πόσο εργάστηκε στην χώρα καταγωγής της η Αιτήτρια ανέφερε ότι ουδέποτε εργάστηκε, αφού εγκατέλειψε τις σπουδές της σε νεαρή ηλικία. (βλ. ερ. 36 Δ.Φ.). Σχετικά με το πώς εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής της η  Αιτήτρια ανέφερε ότι εγκατέλειψε την χώρα της νόμιμα από το εθνικό αερολιμένα με προορισμό τις μη ελεγχόμενες από την κυβέρνηση περιοχές ενώ στην συνέχεια εισήλθε παράτυπα στις ελεγχόμενες από την κυβέρνηση περιοχές. Σχετικά με το ταξίδι της η Αιτήτρια ανέφερε ότι την βοήθησε οικονομικά η θεία της μαζί με το σύζυγό της από την πλευρά της μητέρα της.

Ως προς τους λόγους που εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής της, επανέλαβε τους λόγους που κατέγραψε στην αίτηση της προσθέτοντας λεπτομέρειες. (βλ. ερ. 35 Δ.Φ.). Συγκεκριμένα πρόσθεσε ότι ο θετός της πατέρας όταν αυτή ήταν δεκατεσσάρων χρονών (14) την ανάγκασε να παντρευτεί κάποιον μεγαλύτερο άντρα επειδή εκείνος ήταν πλούσιος. Αναφορικά με τον γάμο η Αιτήτρια ανέφερε ότι δεν έλαβε χώρα κάποια τελετή ή και δεξίωση στο δημαρχείο ή και σε τέμενος και ότι ο θετός της πατέρας απλώς την παρέδωσε στον εν λόγω κύριο. Η Αιτήτρια πρόσθεσε ότι ο εν λόγω άντρας ήταν ήδη παντρεμένος είχε δύο συζύγους και άλλα παιδιά που απέκτησε από τις άλλες συζύγους του. Πρόσθεσε ότι ο εν λόγω άντρας την κακομεταχειρίζονταν ενώ την απειλούσε όταν αυτή του έλεγε να μην κοιμάται μαζί της τις νύχτες. Η Αιτήτρια επίσης ανέφερε ότι ο εν λόγω άντρας αρνήθηκε να αγοράσει της μητέρας της Αιτήτριας φάρμακα η οποία έπασχε από διαβήτη. Ισχυρίστηκε δε ότι έμεινε μαζί του για δύο (2) χρόνια και ότι δεν μπορούσε να μείνει έγκυος, στη συνέχεια αυτός της έλεγε ότι δεν μπορεί να μείνει έγκυος καθότι ήταν στείρα. Τότε επισκέφθηκε το νοσοκομείο όπου ο γιατρός της την ενημέρωσε ότι πάσχει από ινομυώματα στην μήτρα και για αυτό τον λόγο χρειαζόταν να υποβληθεί σε μια επέμβαση ώστε να είναι σε θέση στην συνέχεια να τεκνοποιήσει. Η Αιτήτρια ισχυρίστηκε δε, ότι ο εν λόγω σύζυγος της αρνήθηκε να πληρώσει ώστε να υποβληθεί εκείνη σε επέμβαση και στη συνέχεια ότι τον απείλησε η ίδια ότι θα πάει στην αστυνομία και θα προβεί σε καταγγελία εναντίον του λόγω αυτού, κατόπιν ο ίδιος άντρας αντέδρασε, με αποτέλεσμα να την απειλήσει λεκτικά, ενώ στην συνέχεια την κλείδωσε σε ένα υπνοδωμάτιο για μια βδομάδα(βλ. ερ. 34 Δ.Φ.). Ως αποτέλεσμα η Αιτήτρια αποφάσισε να εγκαταλείψει την χώρα καταγωγής της ζητώντας την βοήθεια της μητέρας της η οποία ωστόσο δεν ήταν σε θέση να την βοηθήσει κατά τον ουσιώδη χρόνο λόγω της πίεσης από τον νέο της σύζυγο. Η Αιτήτρια αισθανόμενη ότι δεν είχε άλλη επιλογή πρόσθεσε ότι πήρε κάτι χάπια με σκοπό να τερματίσει την ζωή της. (βλ. ερ. 33 Δ.Φ.). Μετά από αυτή την απόπειρα η Αιτήτρια ενημέρωσε την  θεία της η οποία ικέτευσε τον εν λόγω άντρα να στείλει την Αιτήτρια κοντά της στην πόλη Conakry. Στην συνέχεια η θεία της Αιτήτριας μαζί με τον θείο της την  βοήθησαν να εγκαταλείψει την χώρα καταγωγής της.

Ερωτηθείσα τι φοβάται ότι θα συμβεί σε περίπτωση που επιστρέψει απάντησε ότι δεν γνωρίζει ακριβώς αλλά δεν αισθάνεται την ανάγκη να επιστρέψει εκεί. (βλ. ερ. 32 Δ.Φ. 1Χ).

Η λειτουργός ακολούθως έθεσε περισσότερες διευκρινιστικές ερωτήσεις αναφορικά με το περιστατικό που ώθησε την Αιτήτρια να πάει για εξετάσεις στο νοσοκομείο. Η Αιτήτρια αποκρίθηκε ότι πήγε για εξετάσεις κατά ή περί τον Φεβρουάριο ή Μάρτιο του 2019 και μετά από πόνους στο στομάχι. Ερωτηθείσα ποιος την βοήθησε οικονομικά η Αιτήτρια αποκρίθηκε η πρώτη σύζυγος του άντρα της. Ερωτηθείσα πότε παντρεύτηκε τον εν λόγω άντρα η Αιτήτρια αποκρίθηκε ότι δεν γνωρίζει καθότι δεν υπέγραψαν οποιοδήποτε χαρτί απλά θυμάται ότι όταν ήταν δεκατεσσάρων (14) χρονών οι γονείς της την έδωσαν σε αυτόν. Ερωτηθείσα εάν συνέβηκε κάτι κακό από την ημέρα που την παρέδωσαν στον εν λόγω κύριο μέχρι και την ημέρα που εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής της η Αιτήτρια αποκρίθηκε ότι αυτός την κακομεταχειριζόταν αλλά και ότι δεν τον αγαπούσε. Ερωτηθείσα εάν η μητέρα της προσπάθησε να την βοηθήσει η Αιτήτρια αποκρίθηκε ότι δεν ήταν σε θέση να προσφέρει οποιαδήποτε βοήθεια ούτε αυτή αλλά ούτε και η οικογένεια της.

Στην συνέχεια, η αρμόδια λειτουργός εντόπισε και σχημάτισε συνολικά δύο (2) ισχυρισμούς.

Ο πρώτος ισχυρισμός αφορά στην ταυτότητα, το υπόβαθρο του και την χώρα καταγωγής της  Αιτήτριας. Ο δεύτερος ισχυρισμός αφορά τον φόβο δίωξη της Αιτήτριας λόγω ισχυριζόμενης σωματικής και ψυχολογικής κακοποίησης από τον πατριό της και τον άντρα με τον οποίο συζούσε.

Ως προς τον πρώτο ισχυρισμό, έγινε αποδεκτός. Θεωρήθηκε ότι η Αιτήτρια ήταν συνεπής και λεπτομερής στους ισχυρισμούς του σε σχέση με την ταυτότητα της, το εκπαιδευτικό της υπόβαθρο, τις οικογενειακές της σχέσεις και τον τόπο τελευταίας διαμονής της, ο οποίος καθορίστηκε ως η πόλη Kankan της Γουινέας. Παράλληλα, οι πληροφορίες που παρείχε ήταν σε συνάρτηση με πληροφορίες από την χώρα καταγωγής. Συνεπώς, ο ισχυρισμός έγινε αποδεκτός.

Αναφορικά με τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό, αυτός έτυχε απόρριψης καθότι υπέπεσε σε αντιφάσεις και δεν ήταν ικανή να δώσει επαρκείς και ικανοποιητικές απαντήσεις σε θέματα που άπτονται του αιτήματος ενώ και ως αναφέρουν απουσίαζε το στοιχείο της ευλογοφάνειας. Παράλληλα και επί των όσων ανέφερε η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να απαντήσει σε βασικά ερωτήματα δίνοντας γενικές και αόριστες απαντήσεις.

Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού τα όσα η Αιτήτρια ανέφερε στην συνέντευξη της αποτελούσαν το μοναδικό τεκμήριο προς υποστήριξη του αιτήματος της και δεν υπήρχαν εύλογες εξηγήσεις που να δικαιολογούν την οποιαδήποτε ανάλυση των εν λόγω δεδομένων μέσων πηγών πληροφόρησής.

Κατόπιν, κατά τη νομική ανάλυση, κρίθηκε ότι με βάση τις δηλώσεις της Αιτήτριας, το προσωπικό προφίλ και την εκτίμηση κινδύνου, συνάχθηκε ότι δεν καθορίστηκε κανένας φόβος δίωξης με βάση την εθνικότητα, την πολιτική πεποίθηση, τη φυλή, τη θρησκεία, ή την ιδιότητα του μέλους σε μια συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα και ως εκ τούτου απορρίφθηκε η υπαγωγή της στο προσφυγικό καθεστώς.

Ως προς το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, απορρίφθηκε το ενδεχόμενο όπως ο Αιτητής τύχει μεταχείρισης που να εμπίπτει στο πεδίο του Άρθρου 15 (α), αναφορικά με την επιβολή της θανατικής ποινής, ή (β), σε σχέση με την πιθανότητα να υποβληθεί σε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση, της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ,[2] ή (γ) να υποστεί βλάβη εξαιτίας αδιάκριτης βίας σε κατάσταση εσωτερικής ή διεθνούς ένοπλης σύρραξης. 

Συνάμα έκριναν και με βάση της προσωπικές περιστάσεις της Αιτήτριας ότι δεν επιβεβαιώθηκε δικαιολογημένος φόβος δίωξης ενώ κρίθηκε ότι δεν συντρέχει κίνδυνος υποβολής της Αιτήτριας σε απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία σε περίπτωση επιστροφής της και επομένως δεν τυγχάνει εφαρμογής ούτε το άρθρο 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Ανθρώπινα δικαιώματα ή το άρθρο 3 της Σύμβασης κατά τα βασανιστήρια.

Έχω εξετάσει με προσοχή τον διοικητικό φάκελο του Αιτητή και, όπως προκύπτει από τα στοιχεία που βρίσκονται σ΄ αυτόν, ορθά η Υπηρεσία Ασύλου αποφάσισε ότι δεν δύναται o Αιτητής να υπαχθεί στις πρόνοιες της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 και στον περί Προσφύγων Νόμο για τους λόγους που θα αναλυθούν κατωτέρω. Προτού υπεισέλθω στην συνολική εξέταση της παρούσας υπόθεσης, θεωρώ απαραίτητη την παράθεση του πλαισίου αξιολόγησης μιας αίτησης διεθνούς προστασίας. 

Αρχικά, εναπόκειται στον αιτούντα να υποβάλει το συντομότερο δυνατόν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για την τεκμηρίωση της αίτησης διεθνούς προστασίας και υποχρεούται να λάβει θετικά μέτρα για να υποστηρίξει την αίτησή του με πληροφορίες[3]. Ως έχει νομολογηθεί, ο Αιτητής πρέπει να καταβάλει ειλικρινή προσπάθεια να θεμελιώσει την αφήγηση του, ότι δηλαδή υπήρξε θύμα δίωξης στην χώρα καταγωγής του, ώστε να πληροί τις προϋποθέσεις υπαγωγής του σε καθεστώς Διεθνούς Προστασίας[4]. Ωστόσο δεν υπάρχει υποχρέωση προσκόμισης εγγράφων ή άλλων αποδείξεων προς υποστήριξη κάθε συναφούς πραγματικού περιστατικού που επικαλείται ο αιτών, εντούτοις οφείλει προσωπικά να συνεργάζεται για την εξακρίβωση των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης. Εάν τα απαραίτητα στοιχεία της αίτησης δεν επιβεβαιωθούν κατά τη διαδικασία αξιολόγησης, το βάρος της τεκμηρίωσης της αίτησης το φέρει ο αιτών. 

Υπενθυμίζεται συναφώς ότι σύμφωνα με το άρθρο 16 του Περί Προσφύγων Νόμου [Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί], αρχικά, το βάρος απόδειξης το φέρει ο αιτών άσυλο ο οποίος υποχρεούται να υποστηρίξει την αίτηση του με όλα τα έγγραφα και στοιχεία που έχει στην κατοχή του, αλλά και γενικότερα να βοηθήσει την Υπηρεσία Ασύλου με τον καλύτερο τρόπο να διαπιστώσει τα γεγονότα της υπόθεσης του. Ως έχει νομολογηθεί, ο αιτών διεθνούς προστασίας πρέπει να καταβάλει ειλικρινή προσπάθεια να θεμελιώσει την αφήγηση του ότι δηλαδή υπήρξε θύμα δίωξης στην χώρα καταγωγής του, ώστε να πληροί της προϋποθέσεις υπαγωγής του στο καθεστώς Διεθνούς Προστασίας. (βλ. WILLIAM CRISANTHA MAL FRANCIS KARUNARATHNA ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ κ.α, Υπόθεση Αρ. 1875/2008, 1 Μαρτίου 2010).

Κατά την διαπίστωση των πραγματικών γεγονότων, καθοριστικό ρόλο παίζει η αξιοπιστία ενός αιτούντος άσυλο. Προς τούτο τονίζω ότι ο όρος «αξιοπιστία» δεν ορίζεται από το Κοινό Ευρωπαϊκό Σύστημα Ασύλου. Η χρήση του όρου, από το άρθρο 4 παράγραφος 5 στοιχείο (ε) της οδηγίας 2011/95/EE αναφέρεται στη γενική αξιοπιστία ενός αιτούντος, αλλά αυτό είναι στο πλαίσιο ενός συγκεκριμένου κανόνα που διέπει τη μη επιβεβαίωση πτυχών των δηλώσεων του αιτούντος. Κατά συνέπεια, η αξιολόγηση της αξιοπιστίας αφορά τη διαδικασία έρευνας για το εάν το σύνολο ή μέρος των δηλώσεων του αιτούντος ή άλλα αποδεικτικά στοιχεία που υποβλήθηκαν από αυτόν σχετικά με τα ουσιαστικά γεγονότα (material facts) μπορεί να γίνουν δεκτά προκειμένου να διαπιστωθεί εάν ο Αιτητής εμπίπτει στις προϋποθέσεις παραχώρησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας.

Αυτή η αξιολόγηση μπορεί να περιλαμβάνει την επαλήθευση εάν οι δηλώσεις του αιτούντος είναι συνεπείς, επαρκώς λεπτομερείς, εύλογες και συμβατές με τα έγγραφά του, τις πηγές πληροφόρησης και κάθε άλλο αποδεικτικό στοιχείο που αποκτήθηκε. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η αξιολόγηση της αξιοπιστίας δεν σημαίνει ότι σε όλες τις περιπτώσεις ο υπεύθυνος λήψης αποφάσεων θα προβεί σε επαλήθευση και θα καταλήξει με απόλυτη βεβαιότητα αναφορικά με την αλήθεια των δηλώσεων του αιτούντος. Η Ύπατη Αρμοστεία έχει ορίσει την αξιοπιστία ως εξής: «Ο αιτών άσυλο κρίνεται αξιόπιστος, όταν έχει προβάλει ισχυρισμούς που παρουσιάζουν συνοχή και είναι εύλογοι, που δεν είναι αντιφατικοί με τα κοινά τοις πάσι γεγονότα και κατά συνέπεια μπορεί να οδηγήσουν τον υπεύθυνο της συνέντευξης στη δημιουργία πεποίθησης για το βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης που εκφράζει.». Η ως άνω προσέγγιση υιοθετήθηκε και από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην Υπόθεση JK και Others v Sweden, αριθμός αίτησης 59166/12, Παρ. 53.

Στο εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», αναφέρεται στην σελίδα 98, παράγραφος 4.5.3 ότι σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να γίνεται μια αντικειμενική και ισορροπημένη στάθμιση του κατά πόσον οι ισχυρισμοί του αιτητή αντικατοπτρίζουν αυτό που θα ήταν εύλογα αναμενόμενο από κάποιον με τις περιστάσεις του ο οποίος εκφράζει δια τούτων μια αληθινή προσωπική εμπειρία («Σε κάθε περίπτωση, απαπείται ισορροπημένη και αντικειμενική αξιολόγηση του αν η αφήγηση του αιτούντος αντικατοπτρίζει την αφήγηση που αναμένεται από ένα πρόσωπο στην κατάσταση του αιτούντος το οποίο αφηγείται μια πραγματική προσωπική εμπειρία.»). Περαιτέρω, στην προηγούμενη σελίδα του εγχειριδίου, αναφέρεται ότι είναι γενικά εύλογο να αναμένεται ότι αίτημα θα πρέπει να παρουσιάζεται τεκμηριωμένα και με επαρκείς λεπτομέρειες αλλιώς οι ελλείψεις αυτές στις λεπτομέρειες μπορεί να συνιστούν έλλειψη σχετικών στοιχείων («Η μη επαρκής παροχή λεπτομερειών μπορεί επίσης να ισοδυναμεί με αυτό που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 5 στοιχείο β) της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση) ως έλλειψη «λυσιτελών στοιχείων».

Ακολούθως, κατά την απόφαση του ΔΕΕ, C – 277/11 M. κατά Minister for Justice, Equality and Law Reform, Ιρλανδίας, Attorney General, αποφ. ημερ. 22/11/2012 η αξιολόγηση μιας αίτησης διεθνούς προστασίας πρέπει να πραγματοποιείται σε δύο αυτοτελή στάδια: «Το πρώτο στάδιο αφορά τη διαπίστωση της συνδρομής των πραγματικών περιστατικών που αποδεικνύουν τη βασιμότητα της αιτήσεως, ενώ το δεύτερο στάδιο αφορά τη νομική εκτίμηση των εν λόγω αποδεικτικών στοιχείων, προκειμένου να αποφασισθεί αν πληρούνται, υπό το φως των πραγματικών περιστατικών της συγκεκριμένης υποθέσεως, οι ουσιαστικές προϋποθέσεις που θέτουν τα άρθρα 9 και 10 ή 15 της οδηγίας 2004/83 για την παροχή διεθνούς προστασίας.» Η εξακρίβωση των πραγματικών (ή ουσιωδών) περιστατικών είναι ύψιστης σημασίας για την αξιολόγηση του μελλοντικού κινδύνου που δύναται να αντιμετωπίσει ο εκάστοτε αιτών, εφόσον από αυτά θα προκύψουν γεγονότα που πιθανόν να τεκμηριώνουν παρελθούσα δίωξη ή γεγονότα που στην συνολική αξιολόγηση της αίτησης είναι καθοριστικά για μελλοντική δίωξη.[5]

Έχοντας παραθέσει το νομικό πλαίσιο εξέτασης των αιτήσεων διεθνούς προστασίας, θα προχωρήσω στη συνέχεια σε έλεγχο της νομιμότητας και της ορθότητας της επίδικης απόφασης, δια της πλήρους και ex-nunc εξέτασης των γεγονότων και νομικών ζητημάτων που διέπουν αυτή, ενόψει της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 11(3) α του Περί Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018).

Αξιολόγηση των ισχυρισμών

Ως προς τον πρώτο ουσιώδη ισχυρισμό, συντάσσομαι με την κατάληξη της Υπηρεσίας Ασύλου. Η Αιτήτρια  απάντησε με ευκρίνεια τις ερωτήσεις σχετικά με αυτό το θέμα και οι απαντήσεις της συνάδουν με τις εξωτερικές πηγές πληροφόρησης.

Αναφορικά με τον δεύτερο ισχυρισμό, ήτοι την ισχυριζόμενη σωματική και ψυχολογική κακοποίηση της Αιτήτριας από τον πάτριο της και τον άντρα που συζούσε επίσης συντάσσομαι με την κατάληξη του αρμόδιου λειτουργού αναφορικά με την έλλειψη εσωτερικής αξιοπιστίας στα λεγόμενα της Αιτήτριας. Και τούτο διότι από τα ενώπιον μου στοιχεία προκύπτει ότι η Αιτήτρια  δεν ήταν πρόθυμη και δεν απάντησε λεπτομερώς, με σαφήνεια και ακρίβεια σε όλες τις ερωτήσεις, που τέθηκαν από τον λειτουργό της υπόθεσης. Η αφήγησή της παρουσιάζει ανακολουθίες και λογικά κενά, αφού όλα τα γεγονότα που περιέγραψε διέπονται από χρονική ανακολουθία και έλλειψη ευλογοφάνειας και δεν χαρακτηρίζονται από βιωματικά στοιχεία.

Καταρχάς δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει με κάποια χρονική συνοχή την ημέρα που έλαβε χώρα ο γάμος εξαναγκασμού. Ενώ στην συνέχεια η Αιτήτρια  αναίρεσε τον προηγούμενο κατ’ ισχυρισμό της περί γάμου αναφέροντας  ότι κατ’ ακρίβεια δεν παντρεύτηκε με τον εν λόγω άντρα εννοώντας ότι δεν υπογράφει οποιαδήποτε χαρτί ή και δεν πήγαν σε κάποιο τέμενος και ότι οι γονείς της απλά την παρέδωσαν σε εκείνον όταν ήταν περίπου δεκατεσσάρων (14) χρονών. Από την εξιστόρηση των γεγονότων απουσιάζει οποιαδήποτε συνοχή ως προς το τι επακολούθησε πριν και μετά την παραδώσουν οι γονείς της στον εν λόγω άντρα. Επιπλεόν απουσιάζει οποιαδήποτε περιγραφή αναφορικά με την προσωπικότητα, το οικογενειακό αλλά και κοινωνικό υπόβαθρο του εν λόγω άντρα πέραν της γενικής αναφοράς ότι αυτός ήταν κάποιος πλούσιος. (βλ. ερ. 35 Δ.Φ. 1Χ). Πλην τούτου θα συναχθώ επίσης με το συμπέρασμα του Λειτουργού καθότι δόθηκε πραγματική ευκαιρία στην Αιτήτρια κατά την διάρκεια της συνέντευξης της να αναπτύξει τον εν λόγω ισχυρισμό, εν τούτοις οι απαντήσεις της ήταν γενικές και αόριστες, χωρίς να προσθέτει οποιοδήποτε βιωματικό στοιχείο. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει το χρονικό διάστημα που την αναγκάσαν να πάει στον εν λόγω κύριο όπως επίσης και υπό ποιες συνθήκες  την παρέδωσαν όπως π.χ εάν υπήρχε κάποιο αντάλλαγμα. Η γενική δήλωση ότι απλώς την παρέδωσαν δεν προσδίδει οποιοδήποτε στοιχείο βιωματικότητας. Φρονώ ότι οι συγκεκριμένες δηλώσεις της Αιτήτριας πλήττονται από έλλειψη συνοχής και ευλογοφάνειας και εύλογα κλονίζουν την αξιοπιστία της. Σημειωτέον, στην αίτηση υποβολής διεθνούς προστασίας η οποία συμπληρώθηκε και υπογράφθηκε από την Αιτήτρια δήλωσε ότι είναι παντρεμένη (βλ. ερ. 2 Δ.Φ.), στοιχείο το οποίο φρονώ πλήττει περαιτέρω την αξιοπιστία του ισχυρισμού της Αιτήτριας περί εξαναγκαστικού γάμου.

Προχωρώντας επίσης παρατηρώ ότι η Αιτήτρια από τα ενώπιον μου στοιχεία δεν εισέφερε επαρκείς και ευλογοφανείς πληροφορίες σχετικά με την κακοποίηση και τις απειλές που είχε δεχθεί λαμβανομένου ότι και όπως ανέφερε διέμενε για δυο (2) χρόνια με τον εν λόγω θύτη ή και κακοποιήθηκε επειδή ήταν παντρεμένοι με τον θύτη και δεν μπορούσε να εγκαταλείψει τη σχέση, ή επειδή ήταν μέλος της οικογένειας του ή επειδή είναι γυναίκα. Περαιτέρω θα ήταν ευλόγως αναμενόμενο να εξηγήσει με περιγραφικότητα και λεπτομέρεια το σημαντικό αντίκτυπο που είχε η εν λόγω κακομεταχείριση στην Αιτήτρια τόσο κατά τη διάρκεια της σχέσης και μετέπειτα αφού είχε αφήσει τον σύντροφό της. Σημειώνεται ότι η Αιτήτρια ανέφερε ότι διέμενε για δύο χρόνια με τον εν λόγω κύριο χωρίς ωστόσο και από ενώπιον μου στοιχεία να είναι σε θέση να περιγράψει με συνεκτικότητα και ευλογοφάνεια το περιβάλλον της, την βία που αντιμετώπισε αλλά και πώς στην συνέχεια δραπέτευσε από την εν λόγω κακοποίηση. Συνάμα ερωτηθείσα εάν αποτάθηκε ποτέ στις αρχές της χώρας της ή Αιτήτρια αποκρίθηκε αρνητικά λέγοντας ωστόσο ότι απείλησε τον Αιτητή ότι θα αποταθεί στις αρχές εάν δεν πληρώσει για την θεραπεία της απάντηση η οποία φρονώ πλήττει την αξιοπιστία των ισχυρισμών της περί εξαναγκασμού και κακοποίησης καθότι φαίνεται από την άλλη να είχε την δυνατότητα να αποταθεί και να καταγγείλει τον Αιτητή χωρίς ωστόσο να το πράξει όχι επειδή υπέστη κακοποίηση  ή και επειδή δεν ήταν σε θέση να το πράξει  αλλά επειδή ήθελε από τον Αιτητή να πληρώσει για την θεραπεία της. (βλ. ερ. 35 Δ.Φ. 1Χ). Συμπερασματικά επί των ποιο πάνω η Αιτήτρια  δεν ήταν σε θέση να αποκριθεί με συνοχή κατά πόσο εν τέλει αποτάθηκε στις αρχές και κατ’ επέκταση εάν είχε λάβει οποιαδήποτε ανταπόκριση παρόλο που είχε ερωτηθεί επί τούτου. Ομοίως και εξιστορώντας το περιστατικό όπου ο πατριός και ο εν λόγω άντρας την κλείδωσαν σε ένα υπνοδωμάτιο, επειδή απείλησε να τους καταγγείλει στην αστυνομία μετά την άρνηση του άντρα να αναλάβει τα έξοδα της εγχείρησης (βλ. ερ. 35 Δ.Φ. 1Χ). Καταρχάς από την εν δήλωση ότι την κλείδωσαν σε ένα δωμάτιο απουσιάζει οποιαδήποτε περιγραφή ως προς τις συνθήκες που οδήγησαν στον συγκεκριμένο γεγονός όπως επίσης και ποιες ήταν οι συνθήκες κράτησης της και πώς εν τέλει ο άντρας της την άφησε ελεύθερη γενικότερα απουσιάζει οποιαδήποτε περιγραφή η οποία να παραπέμπει σε βιωματικό στοιχείο. Συνάμα και σε μετέπειτα στάδιο ερωτηθείσα εάν είχε βιώσει κάτι συγκεκριμένα από τον καιρό που πήγε και διέμενε με τον συγκεκριμένο κύριο η Αιτήτρια αποκρίθηκε γενικά και αόριστα ότι ήταν άσχημα επειδή της έδωσαν έναν άντρα τον οποίο δεν αγαπούσε και της φερόταν άσχημα δήλωση η οποία έρχεται προς αντίθεση με τον προηγούμενο ισχυρισμό αναφορικά με το ότι την κλείδωσε σε ένα δωμάτιο. Επιπλέον θα ήταν εύλογα αναμενόμενο και λαμβανομένου ότι η Αιτήτρια διέμενε με τον εν λόγω κύριο να είναι σε θέση να περιγράψει τις συνθήκες διαβίωσης της με τον εν λόγω κύριο αλλά και τις φερόμενες απειλές που είχε δεχθεί κατά την διάρκεια της παραμονής της μαζί του. Παράλληλα επίσης φρονώ ότι από τα λεγόμενα της δεν παρουσιάζονται ενδείξεις οι οποίες να υποδεικνύουν ότι  η Αιτήτρια είχε περιθωριοποιηθεί ή εξοστρακιστεί από την οικογένειά της και/ή την κοινότητά της, και επομένως τα μέλη της οικογένειας ή της κοινότητας δεν είναι πρόθυμα να την υποστηρίξουν. Προς τούτου συνηγορεί το γεγονός ότι όταν η Αιτήτρια ρωτήθηκε γιατί η οικογένεια της αποφάσισε να την παραδώσουν στο εν λόγω άντρα η Αιτήτρια αποκρίθηκε ότι ήταν ο θείος της ενώ τα άλλα μέλει της οικογένειας δεν συμφωνούσαν.

Επί τη βάση της ανωτέρω ανάλυσης, το Δικαστήριο καταλήγει, ομοίως με τους Καθ΄ ων η αίτηση, στην απόρριψη του υπό εξέταση ισχυρισμού ως μη αξιόπιστου, καθώς, για τους λόγους που αναλύθηκαν ανωτέρω, δεν κρίνεται ότι αντικατοπτρίζει μία κατάσταση όντως βιωθείσα από την Αιτήτρια. Τέλος λαμβάνω υπόψη μου την δήλωση της Αιτήτριας, ερωτηθείσα τι φοβάται ότι θα συμβεί σε περίπτωση που επιστρέψει απάντησε ότι δε γνωρίζει ακριβώς αλλά δεν αισθάνεται την ανάγκη να επιστρέψει εκεί. O όρος «βάσιμος φόβος» περιέχει ένα υποκειμενικό και ένα αντικειμενικό στοιχείο και στον καθορισμό του αν είναι βάσιμος ο φόβος υπάρχει, πρέπει να ληφθούν υπόψη και τα δύο στοιχεία.[6]

Προχωρώντας στην αξιολόγηση της εξωτερικής αξιοπιστίας των ισχυρισμών του Αιτητή και ως προς το «αντικειμενικό στοιχείο» του φόβου, σημειώνεται ότι ο όρος «βάσιμος φόβος» σημαίνει ότι πρέπει να υπάρχει έγκυρη αντικειμενική βάση για τον φόβο δίωξης του αιτούντος. Ως εκ τούτου είναι αναγκαίο να αξιολογηθούν οι ισχυρισμοί αυτού, όχι με τρόπο αφηρημένο, αλλά σε συσχετισμό με το όλο πλαίσιο της κατάστασης στην χώρα καταγωγής του. Το συγκεκριμένο στοιχείο του ορισμού του πρόσφυγα αφορά τον κίνδυνο ή την πιθανότητα να υποστεί δίωξη. Ο φόβος θεωρείται βάσιμος, εάν διαπιστώνεται ότι υπάρχει «εύλογη» πιθανότητα να υλοποιηθεί στο μέλλον. Για τη διαπίστωση αυτή, είναι απαραίτητο να αξιολογούνται οι δηλώσεις του αιτούντος υπό το πρίσμα όλων των σχετικών περιστάσεων της υπόθεσης [άρθρο 4 παράγραφος 3 της ΟΕΑΑ (οδηγία 2013/32/ΕΕ αναδιατύπωση)] και να ελέγχονται οι περιστάσεις που επικρατούν στη χώρα καταγωγής του, καθώς και η συμπεριφορά των υπευθύνων δίωξης. Επομένως, η διαπίστωση του βάσιμου φόβου συνδέεται στενά με το καθήκον της αξιολόγησης των αποδεικτικών στοιχείων και της αξιοπιστίας που διέπεται πρωτίστως από το άρθρο 4 της ΟΕΑΑ (οδηγία 2013/32/ΕΕ αναδιατύπωση). 

Το Δικαστήριο προέβη σε έρευνα σε πληροφορίες από τη χώρα καταγωγής του Αιτητή, λαμβανομένου ότι το παρόν δικαστήριο έχει πρόσβαση σε ακριβείς και επικαιροποιημένες πληροφορίες από διάφορες πηγές σχετικά με τη γενική κατάσταση που επικρατεί στις χώρες καταγωγής και διέλευσης κατά τον χρόνο λήψης της απόφασής του [βλ. άρθρο 10 παράγραφος 4 της Οδηγία 2013/32/ΕΕ (αναδιατύπωση)], σε συνάρτηση βέβαια με το άρθρο 4 της 2011/95/ΕΕ της οδηγίας (αναδιατύπωση) και άρθρο 46 της οδηγίας 2013/32/ΕΕ (αναδιατύπωση), όπου απαιτείται να υπάρχει «πλήρης και ex nunc εξέταση τόσο των γεγονότων όσο και των νομικών σημείων» με τα ακόλουθα ευρήματα:

Σύμφωνα με πηγές πληροφόρησης τα ποσοστά παιδικών γάμων είναι ιδιαίτερα υψηλά στην Γουινέα. Ειδικότερα  το ποσοστό των γυναικών ηλικίας 18-22 ετών που παντρεύτηκαν ως παιδιά είναι 51,1 τοις εκατό, αλλά έχει μειωθεί με την πάροδο του χρόνου.  Ενώ το μερίδιο των κοριτσιών που παντρεύονται πολύ νωρίς, πριν από την ηλικία των 15 ετών, έχει επίσης μειωθεί, αν και όχι πολύ γρήγορα. Ο παιδικός γάμος συνδέεται με χαμηλότερο πλούτο, χαμηλότερα επίπεδα εκπαίδευσης και υψηλότερο εργατικό δυναμικό συμμετοχή.[7] Οι γάμοι παιδιών είναι πιο διαδεδομένοι στην ύπαιθρο παρά στους αστικούς περιοχές. Υπάρχουν επίσης διαφορές μεταξύ των περιοχών, με τα χαμηλότερα μέτρα που παρατηρήθηκαν στο Conakry και τα υψηλότερα  τα μέτρα που παρατηρήθηκαν (σύμφωνα με τον δείκτη αριθμητικού προσωπικού για το κατώφλι των 18 ετών) στο Kankan και το Faranah περιφέρειες, ακολουθούμενες από τις Mamou, Kindia, Boké και Labé περιφέρειες. Οι γάμοι παιδιών είναι λιγότερο διαδεδομένοι στο N'Zérékoré.[8]

Σύμφωνα με έκθεση του Αυστριακού Ερυθρού σταυρού ημερομηνίας Δεκεμβρίου 2023  αναφορικά με την Γουινέα όπου περ συλλέχθηκαν πληροφορίες από διάφορες πηγές πληροφόρησής αναφορικά με την κατάσταση που επικρατεί στην Γουινέα και σχετίζονται με την αξιολόγηση  αιτημάτων για άσυλο αναφέρονται τα εξής:[9]

Η νόμιμη ηλικία γάμου στην Γουινέα είναι τα 18 έτη και το άρθρο 319 του Ποινικού Κώδικα του 2016 ορίζει ότι οι γάμοι παιδιών και οι αναγκαστικοί γάμοι απαγορεύονται αυστηρά. Παραμένουν, ωστόσο, «κοινοί», σύμφωνα με το Freedom House. Αν και ο πολιτικός γάμος απαιτείται από τον Αστικό Κώδικα πριν από τον παραδοσιακή ή θρησκευτική τελετή, αυτή η απαίτηση φέρεται να επιβάλλεται σπάνια (Freedom House, 2023, ενότητα G3, FEMNET, 5 Σεπτεμβρίου 2022, σελ. 7). Έκθεση των Ηνωμένων Πολιτειών σημειώνει ότι μια ορισμένη ασάφεια παραμένει: «Ο νόμος ποινικοποιεί τους γάμους παιδιών και τον εξαναγκαστικό γάμο. Η νόμιμη ηλικία γάμου είναι τα 18. Ασάφεια παραμένει όμως γιατί ο νόμος αναφέρεται σε εθιμικούς γάμους για παιδιά που λαμβάνουν συγκατάθεση και των δύο γονέων ή του νόμιμου κηδεμόνα τους. Οι ηγέτες των νεαρών κοριτσιών της Γουινέας Το Club (Le Club des Jeunes Filles Leaders de Guinee) κατέγραψε 50 γάμους παιδιών κατά τη διάρκεια του έτους, μια πτώση από τα ρεκόρ των προηγούμενων ετών. Σύμφωνα με το Girls Not Brides, διεθνή δίκτυο οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών που έχουν δεσμευτεί για τον τερματισμό των παιδικών γάμων, καταγράφουν ως  ποσοστά επικράτησης στη Γουινέα  το 47 τοις εκατό των παιδικών γάμων μέχρι την ηλικία των 18 ετών και το 17 τοις εκατό των παιδιών γάμου μέχρι την ηλικία των 15 ετών». (USDOS, 20 Μαρτίου 2023, ενότητα 6, βλέπε επίσης ASF Γαλλία, 18 Μαΐου 2022, σελ. 14). Σύμφωνα με άρθρο της France Télévisions του Μαΐου 2023, η πρακτική παραμένει ριζωμένη στην κοινωνία της  Γουινέας, με το 63 τοις εκατό των παντρεμένων γυναικών ηλικίας από 20 έως 24 ετών να είχαν παντρευτεί πριν από την ηλικία των 18 ετών (France TV, 30 Μαΐου 2023). Το MPTEN της Γουινέας σημειώνει σε έκθεσή του Αυγούστου 2023 ότι το 46,6 τοις εκατό των γυναικών παντρεύτηκαν πριν από την ηλικία των 18 ετών (MPTEN, Αύγουστος 2023, σελ. 40). Η AI σημειώνει ότι σε ορισμένες περιοχές, συμπεριλαμβανομένης της Άνω Γουινέας, της Fouta Djallon (Μέση Γουινέα) και στην περιοχή των δασών, το ποσοστό επικράτησης των πρόωρων γάμων είναι πάνω από 70 τοις εκατό (AI, 27 Σεπτεμβρίου 2022, σελ. 13). Η οργάνωση  FEMNET σημειώνει ότι «[ένα] άτομο που «ολοκληρώνει» έναν γάμο με ένα παιδί μπορεί μόνο να τιμωρείται εάν το θύμα παιδί είναι κάτω των 13 ετών». Εξάλλου, η FEMNET σημειώνει ότι αφού σύμφωνα με πολιτιστικούς και παραδοσιακούς κανόνες, οι οικογενειακές συγκρούσεις πρέπει να επιλύονται εντός της οικογένειας, οι γυναίκες που εξαναγκάζονται σε γάμο γενικά δεν θα ζητήσουν νομική προστασία. Το δικαστικό σύστημα, από την άλλη πλευρά, δεν αντιμετωπίζει επαρκώς τέτοιες περιπτώσεις: Σύμφωνα με το FEMNET, δεν έχει υπάρξει ούτε μία καταδίκη σε σχέση με τον καταναγκαστικό γάμο, κυρίως επειδή, όπως η FEMNET αναφέρει, πολλοί δικαστές δεν εξετάζουν σοβαρά τις κατηγορίες  (FEMNET, 5 Σεπτεμβρίου 2022, σελ. 7). Ομοίως, το MPTEN της Γουινέας σημειώνει ότι επιβλαβείς πρακτικές («les pratiques néfastes») όπως π.χ. Οι παιδικοί γάμοι και οι αναγκαστικοί γάμοι σπάνια διώκονται ποινικά. Οι γυναίκες αντιμετωπίζουν επίσης εκμετάλλευση υπό μορφή σεξουαλικής κακοποίησης ή παρενόχλησης στην εργασία, στις οικογένειες και στο σχολείο· αναγκαστικοί και πρόωροι γάμοι μπορεί επίσης να είναι οι βαθύτερες αιτίες αυτών των μορφών βίας κατά των γυναικών. Σύμφωνα με την MPTEN, το υψηλό ποσοστό αναλφαβητισμού 75 τοις εκατό της χώρας έχει αρνητικό αντίκτυπο στην υιοθεσία συμπεριφοράς που προάγει το σεβασμό των δικαιωμάτων των γυναικών και των παιδιών (MPTEN, Αύγουστος 2023,Π. 40).

Ωστόσο πηγές σημειώνουν ότι παρά τα ως άνω αναφερθέν η Γουινέα έχει δεσμευτεί να εξαλείψει τον παιδικό και εξαναγκαστικό γάμο έως το 2030 σύμφωνα με τον στόχο 5.3 των Στόχων Βιώσιμης Ανάπτυξης. Η Γουινέα ανέφερε πρόοδο στην αντιμετώπιση του παιδικού γάμου στην Εθελοντική Εθνική Επισκόπηση του 2018 στο Πολιτικό Φόρουμ Υψηλού Επιπέδου, τον μηχανισμό με τον οποίο οι χώρες αναφέρουν πρόοδο στην εφαρμογή των Στόχων Βιώσιμης Ανάπτυξης[10].

Σημειώνεται ότι η Γουινέα υποστήριξε τα ακόλουθα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων: το διαδικαστικό ψήφισμα του 2013[11] για τον παιδικό, πρώιμο και καταναγκαστικό γάμο και το ψήφισμα του 2017[12] για την αναγνώριση της ανάγκης αντιμετώπισης των παιδικών, πρώιμων και καταναγκαστικών γάμων σε ανθρωπιστικά πλαίσια. Το 2014, η Γουινέα υπέγραψε επίσης κοινή δήλωση στο Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ζητώντας ψήφισμα για τους γάμους παιδιών.

Η Γουινέα επίσης συγχρηματοδότησε τα ψηφίσματα της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών το 2013, το 2014 και το 2018[13] για τους παιδικούς και εξαναγκαστικούς γάμους δηλώνοντας της πρόθεση της να εξάλειψή την εν λόγο πρακτική .

Η Γουινέα επίσης  προσχώρησε τη Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού το 1990[14], η οποία ορίζει ελάχιστο όριο ηλικίας γάμου τα 18, και επικύρωσε τη Σύμβαση για την εξάλειψη όλων των μορφών διακρίσεων κατά των γυναικών (CEDAW) το 1982[15], η οποία υποχρεώνει τα κράτη να διασφαλίζουν και πλήρη συναίνεση στο γάμο. Επιπλέον κατά τη διάρκεια της Παγκόσμιας Περιοδικής Ανασκόπησης του 2015, η Γουινέα συμφώνησε να εξετάσει συστάσεις για τη διεξαγωγή εκπαιδευτικών και εκστρατειών υπεράσπισης για την επιβολή της ισχύουσας νομοθεσίας για τους γάμους παιδιών και τη λήψη προληπτικών μέτρων για την προστασία των κοριτσιών στις αγροτικές περιοχές από το γάμο.

Το 2017 η Γουινέα έγινε η 21η χώρα που ξεκίνησε την Εκστρατεία της Αφρικανικής Ένωσης για τον τερματισμό του γάμου παιδιών στην Αφρική[16].Tο 2012 η Γουινέα επικύρωσε τον Αφρικανικό Χάρτη για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και τα Δικαιώματα των Λαών για τα Δικαιώματα των Γυναικών στην Αφρική, συμπεριλαμβανομένου του άρθρου 6 που ορίζει το ελάχιστο όριο ηλικίας γάμου στα 18[17].

Αναφορικά με τον βιασμό ή και την ενδοοικογενειακή βία σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση των Ηνωμένων πολιτειών[18], ο νόμος ποινικοποιεί τον βιασμό και την ενδοοικογενειακή βία, αλλά και τα δύο συνέβαιναν συχνά και οι αρχές σπάνια διώκουν τους δράστες. Ο νόμος δεν απευθύνεται σε ζητήματα που αφορούν τον συζυγικό βιασμό ή το φύλο των επιζώντων. Ο βιασμός τιμωρείται με φυλάκιση πέντε έως 20 ετών. Οι επιζώντες συχνά αρνούνταν να αναφέρουν εγκλήματα στην αστυνομία λόγω συνήθειας, φόβου στιγματισμού, αντιποίνων και έλλειψης συνεργασίας από την αστυνομία ή τους χωροφύλακες. Μελέτες έδειξαν ότι οι πολίτες ήταν επίσης απρόθυμοι να αναφέρουν εγκλήματα επειδή φοβούνταν ότι η αστυνομία θα ζητούσε από τον επιζώντα να πληρώσει για την έρευνα.

Σε υποθέσεις ενδοοικογενειακής βίας, οι αρχές θα μπορούσαν να υποβάλουν κατηγορίες για γενική επίθεση, η οποία επέφερε ποινές φυλάκισης δύο έως πέντε ετών και πρόστιμα. Η βία κατά της γυναίκας που προκαλεί τραυματισμό τιμωρείται με φυλάκιση έως και πέντε χρόνια και πρόστιμο. Εάν ο τραυματισμός προκάλεσε ακρωτηριασμό, ή άλλη απώλεια μελών του σώματος, τιμωρείται με φυλάκιση 20 ετών. Εάν το θύμα πεθάνει, το έγκλημα τιμωρείται με ισόβια κάθειρξη. Η επίθεση αποτελεί λόγο για διαζύγιο σύμφωνα με το αστικό δίκαιο, αλλά η αστυνομία σπάνια παρέμβαινε σε οικογενειακές διαφορές και τα δικαστήρια σπάνια τιμωρούσαν τους δράστες.

Στις 15 Ιουνίου, η Sonah Camara πέθανε στο Νομαρχιακό Νοσοκομείο Siguiri από σοβαρά τραύματα που προκάλεσε ο σύζυγός της σε περιστατικό ενδοοικογενειακής βίας στο Sèkè Alahinè, μια περιοχή στην υπονομαρχία Doko. Το περιστατικό σημειώθηκε στις 10 Ιουνίου, οδηγώντας στη νοσηλεία της, κατά την οποία ιατροδικαστής επιβεβαίωσε τη σοβαρότητα των τραυμάτων της. Οι αρχές συνέλαβαν τον δράστη, αλλά πληροφορίες σχετικά με τη δίκη του δεν ήταν διαθέσιμες στο τέλος του έτους.

Σε σχέση με την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού, παρ’ ότι τα όσα είχε ισχυριστεί η Αιτήτρια  θα μπορούσαν να είχαν συμβεί, καθότι τα ποσοστά παιδικών γάμων είναι ιδιαίτερα υψηλά στην Γουινέα σύμφωνα και με τις πληροφορίες από την χώρα καταγωγής της ως είχαν παρατεθεί στο πλαίσιο του προβαλλόμενου ισχυρισμού. Ωστόσο, θεωρώ ότι η εσωτερική αναξιοπιστία του ως έχει αναλυθεί ανωτέρω, παίζει καθοριστικό ρόλο στην μετατροπή γενικά αποδεκτών πληροφοριών σε εξατομικευμένες και προσωπικές εμπειρίες. Συνεπώς, η πληγείσα εσωτερική αξιοπιστία της Αιτήτριας αποτρέπει ένα τέτοιο συμπέρασμα και συνεπώς ο ισχυρισμός απορρίπτεται στο σύνολο του.

Επιπρόσθετα, λαμβάνω υπόψη ότι κατά το κρίσιμο στάδιο της συνέντευξης της, η αρμόδια λειτουργός διερεύνησε με την απαραίτητη προσοχή και με σωρεία διευκρινιστικών ερωτήσεων επί του πυρήνα του αιτήματος καθώς και των επιμέρους θεμάτων, αλλά η Αιτήτρια αρκέστηκε σε γενικολογίες και ασάφειες. (βλ. άρθρο 13(10) Περί Προσφύγων). Συμπερασματικά, εξ όσων η Αιτήτρια ανέφερε τόσο κατά τη διοικητική, όσο και κατά την παρούσα δικαστική διαδικασία, παρατηρώ ότι δεν προκύπτει ένα σαφές, συμπαγές και ευλογοφανές αφήγημα το οποίο να στοιχειοθετεί κατά τρόπο που να παραπέμπει σε βιωματικό περιστατικό σχετικά με τους λόγους για τους οποίους η Αιτήτρια έφυγε από τη χώρα καταγωγής του και αιτήθηκε διεθνή προστασία.

Λαμβάνοντας υπόψιν το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, οι Καθ' ων η Αίτηση αξιολόγησαν τους ουσιώδεις ισχυρισμούς του Αιτητή (αξιολόγηση αξιοπιστίας) και βάσει αυτών που έγιναν τελικά αποδεκτοί,  έκριναν στη συνέχεια ότι δεν υπάρχει πιθανότητα η Αιτήτρια να υποβληθεί σε μεταχείριση που συνιστά δίωξη ή σοβαρή βλάβη (αξιολόγηση κινδύνου). Ο βασικός λόγος για τον οποίο δεν έγινε δεκτό το αίτημα της Αιτήτριας ήταν το γεγονός της μη στοιχειοθέτηση των βασικών ισχυρισμών της, οι οποίοι σχετίζονται με τον πυρήνα του αιτήματός της, και του κλονισμού της αξιοπιστίας της, λόγω ουσιωδών ελλείψεων σε λεπτομέρεια και πληροφορίες καθώς και ανεπαρκών και γενικόλογων απαντήσεων οι οποίες εντοπίστηκαν στη συνέντευξη που πραγματοποιήθηκε.

Επίσης, δε μπορεί να αναγνωριστεί στην Αιτήτρια «το ευεργέτημα της αμφιβολίας»[19], όπως αυτό καθορίζεται στην παράγραφο 204 του Εγχειριδίου, για τις διαδικασίες και τα κριτήρια καθορισμού του καθεστώτος των προσφύγων.  Το ευεργέτημα της αμφιβολίας δίδεται μόνο εκεί όπου ο αιτητής έχει υποβάλει όλα τα διαθέσιμα σε αυτόν στοιχεία σε σχέση με την αίτησή του, τα οποία έχουν ελεγχθεί και, ο αρμόδιος λειτουργός ή/και ο Προϊστάμενος ικανοποιούνται ότι ο αιτητής είναι γενικά αξιόπιστος.[20] Εν προκειμένω, η Αιτήτρια  δεν τεκμηρίωσε είτε στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας είτε της παρούσας διαδικασίας οποιοδήποτε ειδικό ισχυρισμό περί δίωξης. Όπως έχει εξάλλου νομολογηθεί, κρίση επί της αξιοπιστίας του Αιτητή και έγερση κωλύματος έγκρισης αίτησης για το λόγο της αναξιοπιστίας ως προς τα προβαλλόμενα από τον Αιτητή είναι επιτρεπτή. (Βλ. σχετικά απόφαση στην υπόθεση Amiri v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων κ.ά. (2009) 3 ΑΑΔ 358, καθώς και την απόφαση του Δικαστηρίου τούτου στην υπόθεση Khalil v. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 466/2010, 28.9.2012).

Ούτε και στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας η Αιτήτρια, δια μέσω του συνηγόρου του προσέφερε περισσότερες λεπτομέρειες επί των ισχυρισμών της.  Λαμβανομένου του ελέγχου που ασκεί το παρόν δικαστήριο να εξετάσει την παρούσα υπόθεση επί της ουσίας, θα μπορούσε να δώσει ικανοποιητικές απαντήσεις στα ως άνω σημεία αναξιοπιστίας που εντόπισαν οι Καθ’ων η Αίτηση ώστε να τεκμηριώσει ανατρέποντας στην ουσία τα συμπεράσματα των Καθ’ων η Αίτηση, έστω και χωρίς να προσκομίσει τυπικά αποδεικτικά στοιχεία. (Βλ. επίσης νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, αποφάσεις αρ. 1093/2008, 817/2009 και 459/2010).

 

Νομική Ανάλυση

Σύμφωνα με το αρ.3 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 (6(I)/2000) (στο εξής ο Νόμος) και αρ.2 (δ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ (στο εξής η Οδηγία), ως πρόσφυγας αναγνωρίζεται «[.] πρόσωπο που, λόγω βάσιμου φόβου καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, είναι εκτός της χώρας της ιθαγενείας του και δεν είναι σε θέση, ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο, να χρησιμοποιήσει την προστασία της χώρας αυτής [.]». Σύμφωνα δε με το αρ.3Γ του Νόμου και αντίστοιχα αρ. 9 της Οδηγίας, η πράξη δίωξης η οποία προκαλεί βάσιμο φόβο καταδίωξης θα πρέπει να «είναι αρκούντως σοβαρή λόγω της φύσης ή της επανάληψής της ώστε να συνιστά σοβαρή παραβίαση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ειδικά των δικαιωμάτων από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση βάσει του άρθρου 15 παράγραφος 2 της ευρωπαϊκής σύμβασης για την προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών· ή να αποτελεί σώρευση διαφόρων μέτρων συμπεριλαμβανομένων παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η οποία να είναι αρκούντως σοβαρή ούτως ώστε να θίγεται ένα άτομο κατά τρόπο αντίστοιχο με τον αναφερόμενο στο στοιχείο».

Η δίωξη ή η σοβαρή βλάβη που ανωτέρω αναφέρονται πρέπει να προέρχεται από τους φορείς δίωξης που αναφέρονται στα αρ.3 Α και 6 του Νόμου και της Οδηγίας αντίστοιχα και να αποδειχθεί περαιτέρω ότι οι φορείς προστασίας που αναφέρονται στα αρ.3 Β και 7 του Νόμου και της Οδηγίας αντίστοιχα δεν επιθυμούν ή δεν δύνανται να παρέχουν την απαιτούμενη προστασία κατά αυτών των πράξεων, αλλά και, στην περίπτωση ειδικά του πρόσφυγα, θα πρέπει να αποδειχθεί [βλ. αρ.4Γ(3) και 9(3) του Νόμου και της Οδηγίας αντίστοιχα] ότι υπάρχει συσχετισμός των λόγων που αναφέρονται στο αρ.3Δ και 10 του Νόμου και της Οδηγίας αντίστοιχα με τις πράξεις δίωξης, ήτοι αυτές να προκύπτουν για τους εκεί αναφερόμενους λόγους.

Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο καταλήγει ότι δεν προκύπτει στην περίπτωση της Αιτήτριας οποιοσδήποτε βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης στη χώρα καταγωγής του για κάποιον από τους πέντε (5) λόγους που εξαντλητικά αναφέρονται στο άρθρο 3 (1) του περί Προσφύγων Νόμου, αφού η  Υπηρεσία Ασύλου στην έκθεση/ εισήγηση, αξιολόγησε κάθε ισχυρισμό της και για τους λόγους που εκτενώς καταγράφηκαν στην εισήγησή της, εύλογα κατέληξε στο συμπέρασμα, ότι αυτή δεν θα υποστεί δίωξη σε περίπτωση επιστροφής της στην χώρα καταγωγής της, υπό την έννοια του άρθρου  3(1) του περί Προσφύγων Νόμου. Το παρόν Δικαστήριο, όπως αναλυτικά εκτέθηκε ανωτέρω, υιοθέτησε τα συμπεράσματα των Καθ’ ων η αίτηση αναφορικά με τον πυρήνα του αιτήματος διεθνούς προστασίας της Αιτήτριας.

Περαιτέρω στην βάση των αποδεκτών ισχυρισμών της, ήτοι τον πρώτο που αφορά τα προσωπικά της στοιχεία. Πρόκειται για μία γυναίκα νεαρής ηλικίας, αρκούντως μορφωμένη και ικανή προς εργασία ενώ διαθέτει και συγγενικό/ υποστηρικτικό δίκτυο αποτελούμενο από την πυρηνική της οικογένεια. Η Αιτήτρια επί τούτου δήλωσε ότι έχει επικοινωνία με την μητέρα της και την οικογένεια από την πλευρά της μητέρα της στην Γουινέα και ότι είναι καλά (βλ. ερ. 37. Δ.Φ.). Σημειωτέον  η Αιτήτρια είναι πλέον ενήλικας και μια υγιής γυναίκα που δεν εξαρτάται  από τον θετό της πατέρα και θεωρείται ότι μπορεί να επιστρέψει στην πόλη Kankan χωρίς να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο οιασδήποτε πράξη δίωξης από αυτόν. Η Αιτήτρια ανέφερε εξάλλου ότι η σχέση του θετού της πατέρα με την μητέρα της χάλασε και αυτός μένει πλέον στο Conakry με την άλλη του οικογένεια μετά που έφυγε η Αιτήτρια. (βλ. ερ. 37. 4Χ. Δ.Φ.) Δεν εντοπίστηκε κάποια άλλη ευαλωτότητα στο πρόσωπο της Αιτήτριας  που θα αύξανε τις πιθανότητες να υποστεί δίωξη ή σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής της στην Σιέρρα Λεόνε.

Περαιτέρω, βάσει των στοιχείων του προφίλ της Αιτήτριας και των ισχυρισμών που προώθησε, δεν πιθανολογείται ότι σε περίπτωση επιστροφής της στη Γουινέα, ότι υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, όπως η εν λόγω έννοια ορίζεται στο άρ. 19 (2) του Περί Προσφύγων Νόμου.

Ειδικότερα, εκ των όσων παρατέθηκαν ανωτέρω, διαφαίνεται ξεκάθαρα ότι η Αιτήτρια δεν πληροί τις προϋποθέσεις υπαγωγής σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει των προνοιών του άρθρου 19(2) (α) και (β) του περί  Προσφύγων Νόμου, καθότι, ως αναφέρθηκε και ανωτέρω, δεν τεκμηριώνεται από τους ισχυρισμούς της παρελθούσα δίωξη, ούτε στοχοποίηση της από οποιονδήποτε κρατικό ή μη κρατικό φορέα. Προκειμένου δε να εφαρμοστούν οι πρόνοιες των συγκεκριμένων άρθρων και να υπαχθεί η Αιτήτρια σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει αυτών, απαιτείται υψηλός βαθμός εξατομίκευσης των περιστάσεων που σχετίζονται με τον επικαλούμενο φόβο.  Στην παρούσα υπόθεση δεν διαπιστώνω ότι συντρέχουν οι απαιτούμενες προϋποθέσεις. 

Αναφορικά με το ενδεχόμενο υπαγωγής της Αιτήτριας σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, ως προς τους παράγοντες που δύνανται να ληφθούν υπόψιν ως προς την αξιολόγηση του συστατικού στοιχείου της αδιάκριτης βίας, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: το ΔΕΕ) επεσήμανε σε πρόσφατη απόφασή του ότι συνιστούν «[.]μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 (πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C 285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών.» (ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας 10.6.2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland, σκέψη 43).

Περαιτέρω, ως προς τον προσδιορισμό του επιπέδου της ασκούμενης αδιάκριτης βίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: το ΕΔΔΑ) στην απόφασή του Sufi and Elmi (ΕΔΔΑ, απόφαση επί των προσφυγών  8319/07 και 11449/07, ημερομηνίας 28.11.2011, αξιολόγησε, διευκρινίζοντας ότι δεν κατονομάζονται εξαντλητικά, τη χρήση μεθόδων και τακτικών πολέμου εκ μέρους των εμπόλεμων πλευρών οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο αμάχων θυμάτων ή ευθέως στοχοποιούν αμάχους, εάν η χρήση αυτών είναι διαδεδομένη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, και, τελικά, τον αριθμό των αμάχων που έχουν θανατωθεί, τραυματιστεί και εκτοπιστεί ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης.

Όπως διευκρίνισε το ΔΕΕ «ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζουσα βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές, οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας» (Βλ. Απόφαση στην υπόθεση C-465/07, Meki ElgafajiNoor Elgafaji κ. Staatssecretaris van Justitie,ημερ.17.2.2009). Ιδίως ως προς την εφαρμογή της αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας, το ΔΕΕ στην ως άνω απόφαση διευκρίνισε ότι «όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας».

Προκειμένου δε να διαπιστωθεί εάν συντρέχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής, η Αιτήτρια θα αντιμετωπίσει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής του ακεραιότητας λόγω αδιακρίτως ασκούμενης  βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, ως οι διατάξεις του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, το Δικαστήριο ανέτρεξε σε έγκυρες πηγές πληροφόρησης για τη χώρα καταγωγής της Αιτήτριας, προς εξέταση της κατάστασης που επικρατεί σε αυτήν.

Σχετικά με την γενικότερη κατάσταση ασφαλείας στη Γουινέα, σύμφωνα με το RULAC (Rule of Law in Armed Conflict), μίας πρωτοβουλίας της Ακαδημίας της Γενεύης που καταγράφει τις ένοπλες συρράξεις σε διεθνές επίπεδο, η Γουινέα δεν βρίσκεται υπό καθεστώς εσωτερικής ή διεθνούς ένοπλης σύρραξης.[21] Ωστόσο, και για λόγους πληρότητας της έρευνας, θα παρατεθούν και περαιτέρω ποσοτικά δεδομένα από τη βάση δεδομένων ACLED, ως προς τον αριθμό των περιστατικών ασφαλείας γενικότερα στην πόλη Kankan, ήτοι στην περιοχή προηγούμενης συνήθους διαμονής του Αιτητή, παρατίθενται αριθμητικά δεδομένα από την βάση δεδομένων ACLED (The Armed Conflict Location & Event Data Project).

Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία, κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ 28/06/2023 και 28/06/2024[22], στην εν λόγω  περιοχή καταγράφηκαν από την εν λόγω βάση δεδομένων συνολικά 41 περιστατικά ασφαλείας εκ των οποίων προέκυψαν 15 απώλειες ζωών. Πιο αναλυτικά, 2 εξ αυτών καταγράφηκε ως μάχη, 9 ως περιστατικά χρήσης βίας κατά αμάχων και 30 ως ταραχές, ενώ δεν καταγράφηκαν περιστατικά εκρήξεων/ απομακρυσμένης χρήσης βίας. Σημειωτέο ότι η πόλη Kankan είναι η μεγαλύτερη πόλη στη Γουινέα σε χερσαία έκταση και η τρίτη μεγαλύτερη σε πληθυσμό, ενώ ο πληθυσμός της περιοχής Kankan καταγράφεται στους 198,013 κατοίκους, σύμφωνα με επίσημη εκτίμηση που έλαβε χώρα το έτος 2020.

Ενόψει των ανωτέρω ποιοτικών και ποσοτικών χαρακτηριστικών, ιδίως δε του χαμηλού βαθμού απομακρυσμένης βίας, η οποία είναι εκ φύσεως δυνατό να επιφέρει απώλειες αμάχων, καθώς και του σχετικά χαμηλού αριθμού μαχών και περιστατικών βίας κατά αμάχων, σε σχέση και με το συνολικό πληθυσμό της περιοχής, δεν είναι δυνατό η επικρατούσα κατάσταση στην ευρύτερη περιοχή της πόλης Kankan να χαρακτηριστεί ως αδιάκριτη βία λόγω ένοπλης σύρραξης η οποία εξικνείται σε τέτοιο βαθμό ώστε ο Αιτητής μόνο λόγω της παρουσίας του εκεί να έρχεται αντιμέτωπος με πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης εντός του πλαισίου του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου.

Επιπλέον, δεν διαπιστώνεται οποιοδήποτε άλλο στοιχείο στο προφίλ της Αιτήτριας που θα μπορούσε να μειώσει το απαιτούμενο επίπεδο βίας. Διαπιστώνω ότι πρόκειται για υγιή, ενήλικη γυναίκα, με οικογένεια, ικανή να εργαστεί και χωρίς οποιοδήποτε πρόβλημα υγείας που να την καθιστά ευάλωτο άτομο. Συνεπώς, στην βάση των πληροφοριών από την χώρα καταγωγής, αλλά και τις προσωπικές περιστάσεις της Αιτήτριας δεν αποδεικνύεται ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεως  και δεν πληρούνται στο πρόσωπο της οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας με βάση το άρθρο 19 του Περί Προσφύγων Νόμου.

Υπό το φως των όσων έχω αναφέρει ανωτέρω, αλλά και των σχετικών διατάξεων του Νόμου, κρίνω ότι η Αιτήτρια δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων και ότι η περίπτωσή του δεν πληρούσε τις υπό του Νόμου προβλεπόμενες προϋποθέσεις για αναγνώριση του καθεστώτος του πρόσφυγα, σύμφωνα με το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου. Περαιτέρω, φρονώ ότι δεν υφίσταται περιθώριο για χορήγηση καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας (άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου), αφού από τα στοιχεία που προσκόμισε η Αιτήτρια δεν προκύπτει να υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς της, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη.

Συντάσσομαι με την τελική κατάληξη της διοίκησης ότι τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης δε στοιχειοθετούσαν τις αναγκαίες προϋποθέσεις για να αναγνωριστεί στην Αιτήτρια το καθεστώς του πρόσφυγα, ως προβλέπεται στα άρθρα 3-3Δ του Νόμου, αφού δεν τεκμηριώθηκε βάσιμος φόβος δίωξης, για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, ούτε το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας που προβλέπεται στο άρθρο 19 του Νόμου, αφού αυτός «δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο ότι θα υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη, ως καθορίζεται στο άρθρο 19(2)».

Δια τους λόγους που πιο πάνω αναφέρονται η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με έξοδα €1000 υπέρ των καθ' ων η αίτηση και εναντίον της Αιτήτριας.

 

 ΔΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ Δ.Δ.Δ.Δ.Π

 

 

 

 



[1] «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», Επαμεινώνδας Π. Σπηλιωτόπουλος, 14ης Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 260, υποσημ. 72, «Εισηγήσεις Διοικητικού Δικονομικού Δικαίου, Χαράλαμπος Χρυσανθάκης, 2η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη σελ. 247  και «Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο», Π.Δ. Δαγτόγλου, σελ. 552.

[2] Οδηγία 2011/95/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011 , σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας (αναδιατύπωση)

[3] Judgment of the Court (First Chamber), 22 November 2012 M. M. v Minister for Justice, Equality and Law υποσημείωση 82, σκέψη 65

[4] (βλ. WILLIAM CRISANTHA MAL FRANCIS KARUNARATHNA ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ κ.α, Υπόθεση Αρ. 1875/2008, 1 Μαρτίου 2010).

[5] European Asylum Support OfficeEASO, ‘Δικαστική ανάλυση – Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου’, 2018, σελ. 132 - 135

[6] Εγχειρίδιο Ύπατης Αρμοστείας - Handbook on Procedures and Criteria for Determining Refugee Status and Guidelines on International Protection Under the 1951 Convention and the 1967 Protocol Relating to the Status of Refugees Παρ. 38 https://www.refworld.org/policy/legalguidance/unhcr/2019/en/123881

 

[9] Austrian Red Cross ACCORD- Guinea: COI Compilation December 2023 Παρ. 9.1 σελίδα 48 https://www.ecoi.net/en/file/local/2102460/ACCORD_Guinea_December_2023.pdf

 

[18] USDOS - US Department of State: 2023 Country Report on Human Rights Practices: Guinea, 23 April 2024 https://www.ecoi.net/en/document/2107709.html [accessed 2 July 2024]

 

[19] ΕΔΔΑ, J.K. και λοιποί κατά Σουηδίας, ό.π. υποσημείωση 20. Βλ. επίσης ΕΔΔΑ, απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2015, RH κατά Σουηδίας, προσφυγή αριθ. 4601/14, σκέψη 58· ΕΔΔΑ, απόφαση της 20ης Ιουλίου 2010, N κατά Σουηδίας, προσφυγή αριθ. 23505/09, σκέψη 53· ΕΔΔΑ, απόφαση της 9ης Μαρτίου 2010, RC κατά Σουηδίας, προσφυγή αριθ. 41827/07, σκέψη 50

[20] Άρθρο 13 του περί Προσφύγων Νόμου

[21] RULAC, Browse Map | Rulac (ημερομηνία τελευταία προσπέλασης 18/06/2024)

[22] https://dashboard.api.acleddata.com/#/dashboard


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο