R.U ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 7922/21, 24/7/2024
print
Τίτλος:
R.U ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 7922/21, 24/7/2024

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

                                                                                     Υπόθεση Αρ.:  7922/21

 

24 Ιουλίου, 2024

 

[Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

 

R.U

 

Αιτήτρια

ΚΑΙ

 

Κυπριακής Δημοκρατίας,

                                                     μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

 

Καθ' ων η Αίτηση

 

Χρύσα Ματθαίου (κα) δικηγόρος για Αιτήτρια 

Α. Ρούσου (κα), Δικηγόρος για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π. : Η Αιτήτρια  με την παρούσα προσφυγή αξιώνει την ακύρωση της απόφασης των Καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 15/09/2021, η οποία κοινοποιήθηκε στην Αιτήτρια στις 25/10/2021, και με την οποία έλαβε γνώση της απόρριψης της αίτησής της για παραχώρηση σε αυτήν καθεστώτος διεθνούς προστασίας καθότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 3 και 19 του Περί Προσφύγων Νόμο.

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Όπως προκύπτει από την ένσταση των Καθ’ ων η Αίτηση και από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου της Υπηρεσίας Ασύλου που κατατέθηκε ως τεκμήριο 1 στα πλαίσιο των διευκρινίσεων της παρούσας προσφυγής, τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης έχουν ως κατωτέρω:

Η Αιτήτρια είναι υπήκοος της Ιορδανίας και στις 16/07/2019, υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας.  Στις 09/12/2020, αρμόδιος λειτουργός της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης Ασύλου (εφεξής «ΕΥΑΑ»), διεξήγαγε συνέντευξη στην Αιτήτρια και στις 03/09/2021, συνέταξε Έκθεση – Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με τη συνέντευξη της Αιτήτριας.  Στις 15/09/2021, ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε την εισήγηση για απόρριψη της αίτησης ασύλου της Αιτήτριας και στις 25/10/2021, η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική επιστολή μαζί με την αιτιολόγηση της απόφασής της, η οποία παραλήφθηκε και υπογράφτηκε από την Αιτήτρια στις 22/11/2021.  Η τελευταία αυτή απόφαση, αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

Η Αιτήτρια δεν υποδεικνύει στο εισαγωγικό δικόγραφο της διαδικασίας οποιαδήποτε πλημμέλεια της επίδικης απόφασης. Καταγράφει όμως ότι προβάλλει ένσταση κατά της απόφασης την Υπηρεσίας Ασύλου καθότι δεν μπορεί να επιστρέψει στην χώρα της καθώς κινδυνεύει η ζωή της στην Ιορδανία από τους δανειστές της και την Κυβέρνηση.

Εξίσου, στην γραπτή αγόρευσή της δεν αναφέρει νομικούς λόγους, ενώ το μόνο που καταγράφει είναι κάποια γεγονότα που καθιστούν μη εφικτό για την ίδια να επιστρέψει στη χώρα καταγωγής της.  Συγκεκριμένα, ισχυρίζεται πως μαζί με τον σύζυγό της είχε δυο εστιατόρια στο Αμάν. Εκτός από την εργασία στα εστιατόρια, η Αιτήτρια ανέφερε ότι μετέφεραν χρήματα για κάποιους πελάτες από το Αμάν στις χώρες τους, όπως την Σρι Λάνκα και τις Φιλιππίνες. Κάποια στιγμή, ενώ εκείνη και ο σύζυγός της μετέφεραν χρήματα σε ανταλλακτήριο συναλλάγματος, μια ομάδα ανθρώπων τους λήστεψε και τους απήγαγε. Στην συνέχεια ανέφερε ότι τους πήραν τα χρήματα και τους άφησαν ελεύθερους, αφότου ο σύζυγός της διαπραγματεύθηκε μαζί τους, με την προϋπόθεση να μην τους κάνουν κακό ενώ έπειτα τους ανάγκασαν με απειλές να εγκαταλείψουν την χώρα καταγωγής τους. Αναφορικά με το τί θα συμβεί σε περίπτωση επιστροφής της στην Ιορδανία, η Αιτήτρια υποστήριξε ότι έχουν δεχθεί απειλές από την συμμορία, ενώ τα άτομα που τους έδωσαν τα χρήματά τους με σκοπό  να τους τα μεταφέρουν θα τους επισκεφτούν στο σπίτι τους και δε γνωρίζει τί μπορεί να συμβεί.

Οι Καθ' ων η Αίτηση, παραθέτοντας το νομικό πλαίσιο και καταγράφοντας τα σημεία αναξιοπιστίας της Αιτήτριας, υποβάλλουν ότι το βάρος απόδειξης των ισχυρισμών προς υποστήριξη της αίτησης βαραίνει την Αιτήτρια, η οποία όμως  δεν κατάφερε να το αποσείσει και να αποδείξει βάσιμο λόγο δίωξης βάσει του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου [Ν. 6(Ι)/2000] ή πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης δυνάμει του άρθρου 19 του ίδιου Νόμου.  Επομένως, ως υποστηρίζουν, ορθά και εύλογα οι Καθ' ων η Αίτηση, ασκώντας την εξουσία που τους παρέχεται από τον Νόμο και βάσει του ενώπιόν τους υλικού, κατέληξαν στην εδώ προσβαλλόμενη απόφαση. 

Καταλήγοντας, τονίζουν ότι η Αιτήτρια δεν πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 3 και του άρθρου 19 του περί Προσφύγων Νόμου [Ν. 6(Ι)/2000] για παραχώρηση καθεστώτος πολιτικού πρόσφυγα και συμπληρωματικής προστασίας αντιστοίχως.  Συγκεκριμένα, αναφορικά με την εκτίμηση κινδύνου, τονίζουν ότι τα στοιχεία της υπόθεσης δεν τεκμηριώνουν ότι η Αιτήτρια θα υποστεί δίωξη ή θα αντιμετωπίσει κίνδυνο με την ενδεχόμενη επιστροφή της στην χώρα καταγωγής της. Συνεπώς, σε περίπτωση επιστροφής της δεν πιθανολογείται ευλόγως ότι η Αιτήτρια θα υποστεί μεταχείριση η οποία θα συνιστούσε δίωξη ή σοβαρή βλάβη.

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

Κατόπιν των ως άνω, ενόψει της μη συμπερίληψης οιουδήποτε νομικού ισχυρισμού στην παρούσα αίτηση, απομένει η επί της ουσίας εξέτασή της, αφού η προσβαλλόμενη πράξη εκδόθηκε «Κατόπιν αίτησης η οποία υποβάλλεται στην αρμόδια διοικητική αρχή μετά την 20ή Ιουλίου 2015 [.]» [αρ.11(3)(β)(α) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (73(I)/2018)] και συνεπώς το Δικαστήριο διατηρεί εξουσία να εξετάσει και επί της ορθότητάς της την προσβαλλόμενη απόφαση.  Με βάση λοιπόν τα διαλαμβανόμενα στο αρ.146 (4) (α) του Συντάγματος - το οποίο ορίζει σχετικώς ότι το Δικαστήριο δύναται δια της αποφάσεώς του «να τροποποιήσει εν όλω ή εν μέρει την απόφαση ή την πράξη, ως νόμος για Διοικητικό Δικαστήριο ήθελε ορίσει, νοουμένου ότι [.] είναι απόφαση αφορώσα σε διαδικασία διεθνούς προστασίας κατά το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης» - αλλά και το άρθρο 11 (3) (α) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (73(I)/2018) - όπου αναφέρεται ότι το Δικαστήριο «προβαίνει σε έλεγχο της νομιμότητας και ορθότητας αυτής, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής [.] τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν» - προχωρώ να εξετάσω το κατά πόσο η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε σε πλήρη συμμόρφωση με τις σχετικές περί τούτου διατάξεις του Νόμου και της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ και είναι δια τούτο επί της ουσίας ορθή.

Το Δικαστήριο στα πλαίσια ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου.  Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα.  Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντος οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωση (βλ. απόφαση αρ. 128/2008 JAMAL KAROU V Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 1 Φεβρουαρίου, 2010).

Σύμφωνα με τα στοιχεία της Αιτήτριας, όπως καταγράφονται στην έκθεση του λειτουργού της Ε.Υ.Α.Α. αλλά και όπως διαφαίνονται από τον Διοικητικό φάκελο που κατατέθηκε στο Δικαστήριο ως τεκμήριο 1 κατά το στάδιο των Διευκρινήσεων και δεν αμφισβητούνται, η Αιτήτρια είναι ενήλικας από την Ιορδανία.

Στην αίτηση ασύλου της, η Αιτήτρια κατέγραψε ότι έχει προβλήματα με άτομα τα οποία τους ζητούν χρήματα (βλ. ερ. 1 Δ.Φ.). Κατά το κρίσιμο στάδιο της συνέντευξής της, δήλωσε ότι γεννήθηκε στην Σρι Λάνκα. Είναι Μουσουλμάνα και ομιλεί τις γλώσσες Sinhala, Αραβικά και Αγγλικά. Είναι απόφοιτη πανεπιστήμιου και ειδικότερα σπούδασε Φαρμακευτική στο Πανεπιστήμιο του Colombo στη Σρι Λάνκα. Το 1984 μετοίκησε στην Ιορδανία και το 2003 σύναψε γάμο με Ιορδανό υπήκοο και στην συνέχεια απέκτησε και εκείνη την Ιορδανική υπηκοότητα. Στην χώρα συνήθους διαμονής της, ήτοι την Ιορδανία, η Αιτήτρια διέμενε στο Elgablin. Δεν έχει παιδιά, ενώ η οικογένειά της η οποία αποτελείται από την μητέρα της, διαμένει στην πόλη Ampara στην Σρι Λάνκα. Η Αιτήτρια μετεστράφη στο Ισλάμ, θρησκεία του συζύγου της, το 2016. Αναφορικά με την προηγούμενη εργασιακή της πείρα δήλωσε ότι εργάσθηκε ως μεταφράστρια για τα Δικαστήρια, τα Ηνωμένα Έθνη αλλά και για την πρεσβεία της Σρι Λάνκα. Επίσης εργάσθηκε ως αισθητικός. Στο Αμάν στην Ιορδανία υπήρξε ιδιοκτήτρια δύο εστιατορίων, ένα στην πόλη Sahab και ένα στο Αμάν. Αναφορικά με τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής της, η Αιτήτρια ανέφερε ότι τον Ιούλιο του 2017 και ενώ οδηγούσε με τον άντρα της με κατεύθυνση ανταλλακτήριο συναλλάγματος στο Αμάν με σκοπό να καταθέσει χρήματα πελατών, άγνωστοι εισήλθαν στο αυτοκίνητο, τους λήστεψαν και στην συνέχεια τους απήγαγαν. Στην συνέχεια τους απείλησαν ότι εάν καταγγείλουν το περιστατικό θα τους σκοτώσουν (βλ. ερ. 37 και 36 Δ.Φ.). Ως αποτέλεσμα, η Αιτήτρια μαζί με τον σύζυγό της εγκατέλειψαν την χώρα καταγωγής τους. Στην συνέχεια μετοίκησαν στην Κωνσταντινούπολη για δύο χρόνια και το 2019 ταξίδεψαν από την Κωνσταντινούπολη στις μη ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές όπου και παρέμειναν για έξι μήνες. Στην συνέχεια εισήλθαν παράτυπα στη ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση περιοχές.

Αξιολογώντας τα ανωτέρω στην Εισηγητική του Έκθεση, ο αρμόδιος λειτουργός διέκρινε τέσσερις (4) ουσιώδεις ισχυρισμούς απορρέοντες από το αφήγημα της Αιτήτριας.

Ο πρώτος ισχυρισμός αφορούσε την χώρα καταγωγής της Αιτήτριας ήτοι την πόλη Kurunegala στην Σρι Λάνκα, ο οποίος έγινε αποδεκτός.

Ο δεύτερος  ισχυρισμός αφορούσε τα προσωπικά στοιχεία, τη χώρα  και τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής της Αιτήτριας,  ο οποίος έγινε αποδεκτός.

Ο τρίτος ισχυρισμός αφορούσε τα θρησκευτικά προβλήματα που αντιμετώπιζε  η Αιτήτρια μετά την μεταστροφή της στο ισλάμ. Ειδικότερα η Αιτήτρια ανέφερε ότι όταν είχε προσηλυτιστεί στον Ισλαμισμό, δέχτηκε τηλεφωνικές απειλές από κάποια άγνωστα πρόσωπα τα οποίοι την ρωτούσαν συνεχώς για τους λόγους που την ώθησαν να προβεί στην εν λόγω ενέργεια. Ο αρμόδιος λειτουργός, αξιολογώντας την εσωτερική αξιοπιστία των δηλώσεών της, έκρινε ότι η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να παραθέσει επαρκείς και ικανοποιητικές πληροφορίες αναφορικά με τον πυρήνα του υπό εξέταση ισχυρισμού και οι δηλώσεις της χαρακτηρίζονταν από επιπολαιότητα, ασάφεια και αοριστία. Επιπλέον, ο αρμόδιος λειτουργός προχώρησε και σε έρευνα επί της χώρας καταγωγής της Αιτήτριας παραθέτοντας πληροφορίες αναφορικά με τον υπό εξέταση ισχυρισμό, απορρίπτοντας εν τέλη τον ισχυρισμό λόγω έλλειψης εσωτερικής και εξωτερικής αξιοπιστίας.

Ο τέταρτος ισχυρισμός αφορούσε την ληστεία και απαγωγή της Αιτήτριας και του συζύγου της στην Ιορδανία και την μετέπειτα διαφυγή τους από την χώρα λόγω του συγκεκριμένου περιστατικού. Ομοίως με τον τρίτο ισχυρισμό, ο αρμόδιος λειτουργός αξιολογώντας την εσωτερική αξιοπιστία των δηλώσεών της, έκρινε ότι η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να παραθέσει επαρκείς και ικανοποιητικές πληροφορίες, αναφορικά με τον πυρήνα του υπό εξέταση ισχυρισμού και οι δηλώσεις της χαρακτηρίζονταν από γενικότητα και αοριστία. Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του υπό εξέταση ισχυρισμού, ο αρμόδιος λειτουργός προχώρησε σε σχετική έρευνα εκ της οποίας ανευρέθηκαν πληροφορίες αναφορικά με την αστυνομική παρουσία και πρακτική στην Ιορδανία, πληροφορίες που συνηγορούν στην απόρριψη της εξωτερικής αξιοπιστίας του εν λόγω ουσιώδους ισχυρισμού της Αιτήτριας. Ως  εκ τούτου λαμβάνοντας υπόψιν την αξιολόγηση τόσο της εσωτερικής, όσο και της εξωτερικής αξιοπιστίας των ισχυρισμών της Αιτήτριας, ο αρμόδιος λειτουργός απέρριψε τον υπό εξέταση ισχυρισμό στο σύνολό του ως μη αξιόπιστο (ερυθρό 61 Δ.Φ.)

Κατά την αξιολόγηση κινδύνου λήφθηκαν υπόψιν οι μόνοι αποδεκτοί ισχυρισμοί, ήτοι ο πρώτος και ο δεύτερος ουσιώδης ισχυρισμός. Στην βάση των προσωπικών περιστάσεων της Αιτήτριας, όπως επίσης και λαμβάνοντας υπόψη πληροφορίες από την χώρα καταγωγής της, οι Καθ΄ ων η Αίτηση έκριναν ότι η Αιτήτρια δε διατρέχει κίνδυνο να υποβληθεί σε μεταχείριση που να ισοδυναμεί σε δίωξη ή σοβαρή βλάβη. Επιπλέον, έλαβαν υπόψιν ότι πρόκειται για υπήκοο της Σρι Λάνκα, ως εκ τούτου έκριναν ότι έχει και την επιλογή όπως επιστρέψει στην χώρα καταγωγής, της ήτοι την Σρι Λάνκα, καθότι βάσει των προσωπικών της περιστάσεων και λαμβάνοντας υπόψιν πληροφορίες από την χώρα καταγωγής της, έκριναν ότι η Αιτήτρια δεν να υποβληθεί σε μεταχείριση που να ισοδυναμεί με δίωξη ή σοβαρή βλάβη.

Κατόπιν, κατά τη νομική ανάλυση, κρίθηκε ότι με βάση τις δηλώσεις της Αιτήτριας, το προσωπικό της προφίλ και την εκτίμηση κινδύνου, συνάχθηκε ότι δεν καθορίστηκε κανένας φόβος δίωξης με βάση την εθνικότητα, τις πολιτικές πεποιθήσεις, τη φυλή, τη θρησκεία, ή την ιδιότητα μέλους σε μια συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα και ως εκ τούτου απορρίφθηκε η υπαγωγή της στο προσφυγικό καθεστώς.

Ως προς το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, απορρίφθηκε το ενδεχόμενο όπως η Αιτήτρια τύχει μεταχείρισης που να εμπίπτει στο πεδίο του Άρθρου 15 (α), αναφορικά με την επιβολή της θανατικής ποινής, ή (β), σε σχέση με την πιθανότητα να υποβληθεί σε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση, της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ,[1] ή (γ) να υποστεί βλάβη εξαιτίας αδιάκριτης βίας σε κατάσταση εσωτερικής ή διεθνούς ένοπλης σύρραξης. 

Έχω εξετάσει με προσοχή τον διοικητικό φάκελο της Αιτήτριας και, όπως προκύπτει από τα στοιχεία που βρίσκονται σ΄ αυτόν, ορθά η Υπηρεσία Ασύλου αποφάσισε ότι δεν δύναται η Αιτήτρια να υπαχθεί στις πρόνοιες της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 και του περί Προσφύγων Νόμου για τους λόγους που θα αναλυθούν κατωτέρω. Προτού υπεισέλθω στην συνολική εξέτασης της παρούσας υπόθεσης, θεωρώ απαραίτητη την παράθεση του πλαισίου αξιολόγησης μιας αίτησης διεθνούς προστασίας.  

Υπενθυμίζεται συναφώς ότι σύμφωνα με το άρθρο 16 του Περί Προσφύγων Νόμου [Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί], αρχικά, το βάρος απόδειξης το φέρει ο αιτών άσυλο ο οποίος υποχρεούται να υποστηρίξει την αίτηση του με όλα τα έγγραφα και στοιχεία που έχει στην κατοχή του, αλλά και γενικότερα να βοηθήσει την Υπηρεσία Ασύλου με τον καλύτερο τρόπο να διαπιστώσει τα γεγονότα της υπόθεσης του. Ως έχει νομολογηθεί, ο αιτών διεθνούς προστασίας πρέπει να καταβάλει ειλικρινή προσπάθεια να θεμελιώσει την αφήγησή του, ότι δηλαδή υπήρξε θύμα δίωξης στην χώρα καταγωγής του, ώστε να πληροί της προϋποθέσεις υπαγωγής του στο καθεστώς Διεθνούς Προστασίας. (βλ. WILLIAM CRISANTHA MAL FRANCIS KARUNARATHNA ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ κ.α, Υπόθεση Αρ. 1875/2008, 1 Μαρτίου 2010).

Κατά την διαπίστωση των πραγματικών γεγονότων, καθοριστικό ρόλο παίζει η αξιοπιστία ενός αιτούντος άσυλο. Προς τούτο τονίζω ότι ο όρος «αξιοπιστία» δεν ορίζεται από το Κοινό Ευρωπαϊκό Σύστημα Ασύλου. Η χρήση του όρου, από το άρθρο 4 παράγραφος 5 στοιχείο (ε) της οδηγίας 2011/95/EE αναφέρεται στη γενική αξιοπιστία ενός αιτούντος, αλλά αυτό είναι στο πλαίσιο ενός συγκεκριμένου κανόνα που διέπει τη μη επιβεβαίωση πτυχών των δηλώσεων του αιτούντος. Κατά συνέπεια, η αξιολόγηση της αξιοπιστίας αφορά τη διαδικασία έρευνας για το εάν το σύνολο ή μέρος των δηλώσεων του αιτούντος ή άλλα αποδεικτικά στοιχεία που υποβλήθηκαν από αυτόν σχετικά με τους ουσιώδεις ισχυρισμούς (material facts) μπορεί να γίνουν δεκτά προκειμένου να διαπιστωθεί εάν ο αιτητής εμπίπτει στις προϋποθέσεις παραχώρησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας.

Αυτή η αξιολόγηση μπορεί να περιλαμβάνει την επαλήθευση εάν οι δηλώσεις του αιτούντος είναι συνεπείς, επαρκώς λεπτομερείς, εύλογες και συμβατές με τα έγγραφά του, τις πηγές πληροφόρησης και κάθε άλλο αποδεικτικό στοιχείο που αποκτήθηκε. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η αξιολόγηση της αξιοπιστίας δεν σημαίνει ότι σε όλες τις περιπτώσεις ο υπεύθυνος λήψης αποφάσεων θα προβεί σε επαλήθευση και θα καταλήξει με απόλυτη βεβαιότητα αναφορικά με την αλήθεια των δηλώσεων του αιτούντος. Η Ύπατη Αρμοστεία έχει ορίσει την αξιοπιστία ως εξής: «Ο αιτών άσυλο κρίνεται αξιόπιστος, όταν έχει προβάλει ισχυρισμούς που παρουσιάζουν συνοχή και είναι εύλογοι, που δεν είναι αντιφατικοί με τα κοινά τοις πάσι γεγονότα και κατά συνέπεια μπορεί να οδηγήσουν τον υπεύθυνο της συνέντευξης στη δημιουργία πεποίθησης για το βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης που εκφράζει.». Η ως άνω προσέγγιση υιοθετήθηκε και από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην Υπόθεση JK και Others v Sweden, αριθμός αίτησης 59166/12, Παρ. 53.

Στο εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», αναφέρεται στην σελίδα 98, παράγραφος 4.5.3 ότι σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να γίνεται μια αντικειμενική και ισορροπημένη στάθμιση του κατά πόσον οι ισχυρισμοί του αιτητή αντικατοπτρίζουν αυτό που θα ήταν εύλογα αναμενόμενο από κάποιον με τις περιστάσεις του ο οποίος εκφράζει δια τούτων μια αληθινή προσωπική εμπειρία («Σε κάθε περίπτωση, απαπείται ισορροπημένη και αντικειμενική αξιολόγηση του αν η αφήγηση του αιτούντος αντικατοπτρίζει την αφήγηση που αναμένεται από ένα πρόσωπο στην κατάσταση του αιτούντος το οποίο αφηγείται μια πραγματική προσωπική εμπειρία.»). Περαιτέρω, στην προηγούμενη σελίδα του εγχειριδίου, αναφέρεται ότι είναι γενικά εύλογο να αναμένεται ότι αίτημα θα πρέπει να παρουσιάζεται τεκμηριωμένα και με επαρκείς λεπτομέρειες αλλιώς οι ελλείψεις αυτές στις λεπτομέρειες μπορεί να συνιστούν έλλειψη σχετικών στοιχείων («Η μη επαρκής παροχή λεπτομερειών μπορεί επίσης να ισοδυναμεί με αυτό που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 5 στοιχείο β) της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση) ως έλλειψη «λυσιτελών στοιχείων».

Ακολούθως, κατά την απόφαση του ΔΕΕ, C – 277/11 M. κατά Minister for Justice, Equality and Law Reform, Ιρλανδίας, Attorney General, αποφ. ημερ. 22/11/2012 η αξιολόγηση μιας αίτησης διεθνούς προστασίας πρέπει να πραγματοποιείται σε δύο αυτοτελή στάδια: «Το πρώτο στάδιο αφορά τη διαπίστωση της συνδρομής των πραγματικών περιστατικών που αποδεικνύουν τη βασιμότητα της αιτήσεως, ενώ το δεύτερο στάδιο αφορά τη νομική εκτίμηση των εν λόγω αποδεικτικών στοιχείων, προκειμένου να αποφασισθεί αν πληρούνται, υπό το φως των πραγματικών περιστατικών της συγκεκριμένης υποθέσεως, οι ουσιαστικές προϋποθέσεις που θέτουν τα άρθρα 9 και 10 ή 15 της οδηγίας 2004/83 για την παροχή διεθνούς προστασίας.» Η εξακρίβωση των πραγματικών (ή ουσιωδών) περιστατικών είναι ύψιστης σημασίας για την αξιολόγηση του μελλοντικού κινδύνου που δύναται να αντιμετωπίσει ο εκάστοτε αιτών, εφόσον από αυτά θα προκύψουν γεγονότα που πιθανόν να τεκμηριώνουν παρελθούσα δίωξη ή γεγονότα που στην συνολική αξιολόγηση της αίτησης είναι καθοριστικά για μελλοντική δίωξη.[2]

Έχοντας παραθέσει το νομικό πλαίσιο εξέτασης των αιτήσεων διεθνούς προστασίας, θα προχωρήσω στη συνέχεια σε έλεγχο της νομιμότητας και της ορθότητας της επίδικης απόφασης, δια της πλήρους και ex-nunc εξέτασης των γεγονότων και νομικών ζητημάτων που διέπουν αυτή, ενόψει της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 11(3) α του Περί Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018).

Αξιολόγηση των ισχυρισμών

Ως προς τον πρώτο  και δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό, συντάσσομαι με την κατάληξη της Υπηρεσίας Ασύλου. Η Αιτήτρια απάντησε με ευκρίνεια τις ερωτήσεις σχετικά με αυτό το θέμα και οι απαντήσεις της συνάδουν με τις εξωτερικές πηγές πληροφόρησης.

Αναφορικά με τον τρίτο ουσιώδη ισχυρισμό και την φερόμενη δίωξη της Αιτήτριας λόγω μεταστροφής της στο Ισλάμ, θα συμφωνήσω με τα ευρήματα των Καθ’ ων η Αίτηση ως προς την έλλειψη εσωτερικής αξιοπιστίας ως αυτά καταγράφονται επί της έκθεσης εισήγησης (βλ. ερ. 72 και 71 Δ.Φ.). Συγκεκριμένα, ερωτηθείσα σχετικά, η Αιτήτρια υποστήριξε ότι όταν μετεστράφη στο Ισλάμ, το γνώριζαν όλοι και άρχισε να δέχεται απειλητικά τηλεφωνήματα από αγνώστους οι οποίοι την κατέκριναν για την απόφασή της. Ερωτηθείσα εάν γνώριζε κάποιους από αυτούς τους που την καλούσαν στο τηλέφωνο, η Αιτήτρια αποκρίθηκε αρνητικά σημειώνοντας ότι την καλούσαν από άγνωστο αριθμό (βλ.ερ.35 Δ.Φ.). Κληθείσα να δώσει περαιτέρω λεπτομέρειες αναφορικά με τις απειλές που δεχόταν, η Αιτήτρια αποκρίθηκε ότι την παρενοχλούσαν, στην συνέχεια οι απειλές σταμάτησαν και μετά από κάποιο διάστημα ξεκίνησαν ξανά.

 Από τα ενώπιόν μου στοιχεία προκύπτει ότι η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση πέραν των γενικών αναφορών να παρέχει μια συνεκτική και περιγραφική αφήγηση ως προς τις φερόμενες απειλές που είχε δεχθεί από κάποια ανώνυμα πρόσωπα λόγω της μεταστροφής της στο Ισλάμ. Από την αφήγησή της απουσιάζει η εσωτερική συνοχή, επάρκεια λεπτομέρειας καθώς και αληθοφάνεια. Επιπλέον, λαμβάνω υπόψη μου ότι όταν η Αιτήτρια ρωτήθηκε για τις φερόμενες απειλές, αποκρίθηκε ότι ουδέποτε τις έλαβε υπόψη της στα σοβαρά αλλά ούτε εξελίχθηκαν σε κάτι περισσότερο (βλ. ερ. 39 .Δ.Φ), σημείο το οποίο πλήττει την αξιοπιστία του ισχυρισμού της όπως επίσης και την βασιμότητα του φόβου δίωξης. Η φράση «βάσιμος φόβος» σημαίνει ότι πρέπει να υπάρχει εύλογη βάση για τον φόβο του αιτούντος[3] ώστε το ενδιαφερόμενο πρόσωπο μπορεί εύλογα να φοβάται, υπό το φως της  ατομικής του κατάστασης, ότι πράγματι θα υπόκειται σε πράξεις δίωξης. Από τις απαντήσεις της Αιτήτριας δεν προκύπτει ο εν λόγω «εύλογος φόβος». Γενικότερα οι απαντήσεις της Αιτήτριας στις ερωτήσεις της αρμόδιας λειτουργού ήταν αόριστες, επιφανειακές, ενώ απουσίαζε το προσωπικό και βιωματικό στοιχείο και η ευλογοφάνεια. Ως εκ τούτου φρονώ ότι όλες οι παρατηρήσεις και τα συμπεράσματα της αρμόδιας λειτουργού ως καταγράφονται στην έκθεση εισήγηση γίνονται αποδεκτά από το Δικαστήριο ως σημεία που εύλογα πλήττουν την εσωτερική αξιοπιστία των ισχυρισμών της Αιτήτριας και ως εκ τούτου δεν εντοπίζω λόγο διαφοροποίησης.

Σε ό,τι αφορά την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού, καθότι στην εκτίμηση αυτή λαμβάνεται υπόψιν η ατομική κατάσταση του αιτητή, όπως επίσης και πληροφορίες για την γενική κατάσταση στη χώρα καταγωγής, θα συμφωνήσω και πάλι με τα ευρήματα των Καθ’ ων η Αίτηση ως αυτά καταγράφονται επί της έκθεσης -εισήγησης και της εκεί αναφερθείσες πηγές πληροφόρησης. Επιπλέον, πέραν του γεγονότος ότι η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να κατονομάσει ποιοι την απειλούσαν τηλεφωνικώς,  παρατηρώ ότι ουδέποτε απευθύνθηκε στις αρχές της χώρας της ώστε να καταγγείλει τις εν λόγω απειλές και να αναζητήσει προστασία.

Κατόπιν έρευνας του παρόντος Δικαστηρίου σχετικά με τους ως άνω ισχυρισμούς της Αιτήτριας [και συναφώς προς το άρθρο 10 παράγραφος 4 της Οδηγία 2013/32/ΕΕ  (αναδιατύπωση)], το Δικαστήριο καταλήγει στο ότι ένεκα του προσωπικού χαρακτήρα των ισχυρισμών της, καθότι πρόκειται για μη κρατικούς φορείς δίωξης, δεν είναι δυνατή η άντληση πληροφοριών αναφορικά με αυτούς. Καθώς η κατ’ ισχυρισμό δίωξη της Αιτήτριας από κάποιους αγνώστους, αποτελεί εν γένει ισχυρισμό ιδιωτικής φύσης, η έρευνα του Δικαστηρίου περιορίστηκε μόνο στην αποστασία και την θρησκευτική ελευθερία.  

Σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση του Freedom House[4], το Ισλάμ είναι η κρατική θρησκεία στην Ιορδανία. Ορισμένα θέματα, ωστόσο, όπως η θρησκευτική μεταστροφή, είναι αμφιλεγόμενα. Παρόλο που ο προσηλυτισμός στο Ισλάμ είναι σχετικά απαλλαγμένος από νομικές επιπλοκές, όσοι επιθυμούν να εγκαταλείψουν το Ισλάμ δεν αναγνωρίζονται ως τέτοιοι, εξακολουθούν να θεωρούνται νομικά μουσουλμάνοι και αντιμετωπίζουν τεράστια κοινωνική πίεση. Η κυβέρνηση παρακολουθεί τα κηρύγματα στα τζαμιά για πολιτικό, σεχταριστικό ή εξτρεμιστικό περιεχόμενο και εκδίδει προβλεπόμενα κείμενα και θέματα. Οι μουσουλμάνοι κληρικοί απαιτούν την άδεια της κυβέρνησης για να κηρύξουν ή να παρέχουν θρησκευτική καθοδήγηση. Πολλές χριστιανικές ομάδες αναγνωρίζονται ως θρησκευτικά δόγματα ή ενώσεις και μπορούν να λατρεύουν ελεύθερα, αν και δεν μπορούν να προσηλυτίσουν μεταξύ των μουσουλμάνων. Ενώ οι προσήλυτοι από το Ισλάμ δεν διώκονται για αποστασία, αντιμετωπίζουν γραφειοκρατικά εμπόδια και παρενοχλήσεις στην πράξη. Οι μη αναγνωρισμένες θρησκευτικές ομάδες επιτρέπεται να ασκούν τις θρησκείες τους, αλλά αντιμετωπίζουν μειονεκτήματα που προκύπτουν από την έλλειψη νομικού καθεστώτος. Οι άθεοι και οι αγνωστικιστές πρέπει να αναφέρουν μια θρησκευτική πεποίθηση στα κυβερνητικά έγγραφα.

Ως εκ τούτου και λαμβάνοντας υπόψη τις ως άνω πληροφορίες από την χώρα καταγωγής της Αιτήτριας σε συνδυασμό με τις πληροφορίες ως αυτές καταγράφονται επί της έκθεσης – εισήγησης, προκύπτει ότι η Αιτήτρια δεν θα αντιμετωπίσει οποιαδήποτε διάκριση ή και δίωξη από τις αρχές της χώρας της λόγω της μεταστροφής της στο Ισλάμ καθότι η προσήλυτοι στο Ισλάμ δεν διώκονται για αποστασία. Η ύπαρξη προστασίας από πράξεις δίωξης σε τρίτη χώρα μπορεί να επιτρέψει το συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει βάσιμος φόβος δίωξης.[5] Σε κάθε περίπτωση φρονώ ότι η Αιτήτρια θα μπορούσε να απευθυνθεί στις αστυνομικές αρχές καταγγέλλοντας τις φερόμενες απειλές. Γενικότερα από τα ενώπιον μου στοιχεία και τις αναφορές της Αιτήτριας, καθώς και το γεγονός ότι η ίδια δεν προχώρησε σε οποιαδήποτε ενέργεια καταγγέλλοντας τα εν λόγω πρόσωπα, πλήττει την γενικότερη αξιοπιστία της Αιτήτριας ως προς την βασιμότητα του φόβου δίωξης της από κάποιους αγνώστους λόγω της μεταστροφής της στο Ισλάμ. Το βάρος παραμένει στην Αιτήτρια να αποδείξει γιατί το κράτος δεν είναι πρόθυμο και ικανό να της παρέχει αποτελεσματική προστασία, στοιχείο το οποίο δεν προκύπτει από τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης καθότι η ίδια ήταν απρόθυμη να απευθυνθεί στις αρμόδιες αρχές της χώρας της. Συνεπακόλουθα και λαμβανόμενου υπόψιν ότι ορθώς  η εσωτερική αξιοπιστία των ουσιωδών πραγματικών περιστατικών στην περίπτωση της Αιτήτριας δεν έγινε αποδεκτή, το Δικαστήριο κρίνει ομοίως με τους Καθ’ ων η Αίτηση ότι δεν στοιχειοθετείται το στοιχείο του βάσιμου φόβου δίωξης σχετικά με τον υπό εξέταση ισχυρισμό. Πέραν των ως άνω αναφερθέντων σημείων αναξιοπιστίας τα οποία κρίνω ότι πλήττουν ανεπανόρθωτα την αξιοπιστία της Αιτήτριας επισημαίνω ότι σε κάθε περίπτωση και επί των όσων αναφέρει δεν προκύπτει ότι η βλάβη που επικαλείται ήτοι τηλεφωνικές απειλές κατά διαστήματα από άγνωστα πρόσωπα δύναται να θεωρηθεί ως αρκούντως σοβαρή λόγω της φύσης ή της επανάληψής των επαπειλούμενων περιστατικών, ώστε να συνιστά σοβαρή παραβίαση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων (βλ. άρθρο 3Γ Περί Προσφύγων Νόμου).

Κατόπιν και ως προς τον τρίτο ισχυρισμό αναφορικά με το ότι η Αιτήτρια και ο σύζυγός της απήχθησαν στην Ιορδανία από κάποιους αγνώστους οι οποίοι τους απείλησαν και τους λήστεψαν αναγκάζοντάς τους στη συνέχεια να εγκαταλείψουν την χώρα καταγωγής τους, ομοίως θα συμφωνήσω με την κατάληξη των Καθ’ ων η αίτηση περί της απουσίας εσωτερικής αξιοπιστίας στα λεγόμενα της Αιτήτριας. Αναφορικά με τον υπό εξέταση ισχυρισμό, η Αιτήτρια ανέφερε ότι εργαζόταν στο εστιατόριό της στην πόλη Sahab ενώ άνθρωποι εισέρχονταν στο κατάστημα και έδιναν χρήματα τα οποία στην συνέχεια η Αιτήτρια έστελνε σε άλλες χώρες. Ως εκ τούτου, εκτός από εστιατόριο υπήρξε και γραφείο νομισματικού συναλλάγματος προσφέροντας σχετικές υπηρεσίες. Περί τον Ιούλιο του 2017, καθώς η Αιτήτρια μαζί με τον σύζυγό της μετέβαιναν με το αυτοκίνητό τους προς στην πόλη Sehab ώστε να αποταμιεύσουν κάποια χρήματα, άγνωστοι τους σταμάτησαν και υπό την απειλή όπλου τους  λήστεψαν, ενώ στη συνέχεια τους απήγαγαν μεταφέροντας τους σε άγνωστη τοποθεσία. Στην συνέχεια τους απείλησαν ότι θα πρέπει να εγκαταλείψουν την χώρα καταγωγής τους. Μετέπειτα, τακτοποίησαν τα ταξιδιωτικά τους έγραφα και τους μετέφεραν στο αεροδρόμιο (βλ. ερ. 37 Δ.Φ.)

Σχετικά με τον υπό εξέταση ισχυρισμό της Αιτήτριας παρατηρώ και πάλι ότι οι απαντήσεις της στις ερωτήσεις της αρμόδιας λειτουργού ήταν αόριστες, επιφανειακές, ενώ απουσίαζε το προσωπικό και βιωματικό στοιχείο και η ευλογοφάνεια. Ως εκ τούτου, θα συμφωνήσω με όλες τις παρατηρήσεις και τα συμπεράσματα της αρμόδιας λειτουργού ως καταγράφονται στην έκθεση εισήγηση τα οποία γίνονται αποδεκτά από το Δικαστήριο ως εύλογα σημεία που πλήττουν την εσωτερική αξιοπιστία των ισχυρισμών της Αιτήτριας, επομένως δεν εντοπίζω λόγο διαφοροποίησης. Καταρχάς, απουσίαζε οποιαδήποτε περιγραφικότητα ως προς τον υπό εξέταση ισχυρισμό. Η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να περιγράψει με σαφήνεια την επιχείρηση που διατηρούσε και τις περιστάσεις που οδήγησαν στην μετέπειτα κλοπή των χρημάτων. Σημειώνεται, όπως κατέγραψαν εξάλλου και οι Καθ’ ων, ότι τα αναφερόμενα εστιατόρια που διατηρούσε η Αιτήτρια δεν μπορούσαν να εντοπιστούν μέσω διαδικτύου αλλά ούτε ήταν σε θέση η Αιτήτρια να υποδείξει με ακρίβεια πού ευρίσκονται τα εν λόγω εστιατόρια αλλά ούτε ήταν σε θέση να προσκομίσει οποιοδήποτε στοιχεία προς υποστήριξη του εν λόγω ισχυρισμού της.  Φρονώ ότι θα ήταν εύλογα αναμενόμενο η Αιτήτρια να είναι σε θέση να δώσει συγκεκριμένες και ακριβείς πληροφορίες, δεδομένου ότι επρόκειτο για δική της επιχείρηση. Αντιθέτως, η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση από τα ενώπιόν μου στοιχεία να αποκριθεί με συνοχή σχετικά με τα γεγονότα που περιβάλλουν το πυρήνα του αιτήματός της, πλήττοντας την εσωτερική αξιοπιστία του εν λόγω ισχυρισμού.

Προχωρώντας επίσης παρατηρώ ότι η Αιτήτρια δεν εισέφερε επαρκείς και ευλογοφανείς πληροφορίες αναφορικά με τις συνθήκες απαγωγής και κράτησής της, ενώ δεν ήταν σε θέση να δώσει μια λογική επεξήγηση ως προς το γιατί μετά την απελευθέρωσή της δεν απευθύνθηκε στις αρχές της χώρας της καταγγέλλοντας το εν λόγω περιστατικό και αναζητώντας προστασία (βλ. ερ. 36 Δ.Φ.) Επιπλέον, παρατηρώ ότι απουσιάζει και το στοιχείο της αληθοφάνειας στον εν λόγω ισχυρισμό καθότι η Αιτήτρια ανέφερε ότι είχαν την ευκαιρία να δραπετεύσουν όμως δεν το έπραξαν (βλ. ερ. 36 .Δ.Φ.). Επιπλέον, απουσιάζει οποιαδήποτε λογική συνάφεια ως προς του λόγους που οι δράστες αποφάσισαν να τους απαγάγουν, καθώς είχαν εκπληρώσει τον σκοπό τους, ήτοι να τους ληστέψουν. Συνάμα και αναφορικά με τον ισχυρισμό ότι εκκρεμεί κάποια δικαστική υπόθεση εναντίον της στην Ιορδανία, φρονώ ότι η Αιτήτρια δεν ήταν και πάλι σε θέση να τεκμηριώσει τον εν λόγω ισχυρισμό καθότι δεν προσέφερε οποιεσδήποτε λεπτομέρειες σχετικά με το ποια ποινική διαδικασία  εκκρεμεί εναντίον της πέραν τον γενικών αναφορών ενώ ερωτηθείσα σχετικά, η Αιτήτρια αποκρίθηκε ότι ενημερώθηκε επί τούτου από τον κουνιάδο της (βλ. ερ.32 Δ.Φ.) Αναφορικά με τις πιθανές συνέπειες σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της, και πάλι η Αιτήτρια προέβαλε γενικά και αόριστα ότι δεν γνωρίζει, υπάρχει μία υπόθεση εναντίον τους αναφέροντας ότι ίσως οι εγκληματίες οι οποίοι τους λήστεψαν τους εντοπίσουν (βλ. ερ.32 Δ.Φ.). Ανατρέχοντας στην ελεύθερη αφήγηση της Αιτήτριας σχετικά με τον υπό εξέταση ουσιώδη ισχυρισμό, παρατηρώ ότι απουσιάζει οποιαδήποτε περιγραφικότητα σε κύρια σημεία του προβαλλόμενου ισχυρισμού όπως χρονολογική ακολουθία, οι συνθήκες κράτησης της, περιγραφή και αριθμό των δραστών, περιγραφή του ποσού που λήστεψαν, προέλευση των χρημάτων αυτών, όπως επίσης και έλλειψη επαρκών πληροφορίων αναφορικά με την φερόμενη υπόθεση που εκκρεμεί εναντίον τους. Γενικά, παρατηρείται μια αδυναμία στα λεγόμενα της Αιτήτριας και έλλειψη ευλογοφάνειας ως προς τον λόγο που προτίμησε να διαφύγουν από την χώρα καταγωγής αντί να καταγγείλει το εν λόγω περιστατικό. Η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να επεξηγήσει με σαφήνεια, ευλογοφάνεια και ειλικρίνεια  την γενεσιουργό αίτια του φόβου της ο οποίος είναι ο ουσιαστικός λόγος που στην συνέχεια την ώθησε να εγκαταλείψει την χώρα καταγωγής της.

Από την αφήγησή της παρατηρώ ότι απουσιάζει πλήρως το βιωματικό και προσωπικό στοιχείο. Αναφερόμενη σε καταστάσεις που κατ' ισχυρισμόν έχει βιώσει η ίδια και που την ανάγκασαν να αλλάξει τόσο τόπο διαμονής, όσο και χώρα, θα ήταν αναμενόμενο οι περιγραφές της να παραπέμπουν σε βιωμένα περιστατικά. Αντίθετα, οι απαντήσεις της χαρακτηρίζονταν από επιφανειακότητα, ενώ σε αρκετά περιπτώσεις  ήταν μονολεκτικές, αόριστες και μη ευλογοφανείς. Όταν παρουσιάζονται πληροφορίες που δίνουν σοβαρούς λόγους να αμφισβητηθεί η αλήθεια της αξίωσης των αιτούντων άσυλο, το άτομο πρέπει να παρέχει ικανοποιητική εξήγηση για τις εικαζόμενες ανακρίβειες[6] σε αυτές τις υποβολές, κάτι το οποίο δεν προκύπτει στην παρούσα περίπτωση της Αιτήτριας.

Επιπλέον, λαμβάνω υπόψη μου τα όσα αναφέρονται επί του άρθρου 18 (3 (γ) του Περί Προσφύγων Νόμου, ήτοι την ατομική κατάσταση και τις προσωπικές περιστάσεις του αιτητή, συμπεριλαμβανομένων παραγόντων όπως το προσωπικό ιστορικό, το φύλο και η ηλικία. Συνεπακόλουθα σημειώνεται ότι η Αιτήτρια δεν ανέφερε οποιαδήποτε ευαλωτότητα ή και προβλήματα υγείας, είναι ενήλικας με υψηλό μορφωτικό επίπεδο και ως εκ τούτου είναι εύλογα αναμενόμενο να είναι σε θέση να στοιχειοθετήσει τους ισχυρισμούς της κατά τρόπο που να παραπέμπουν σε βιωματικό περιστατικό. Συμπερασματικά, εξ όσων η Αιτήτρια ανέφερε τόσο κατά τη διοικητική, όσο και κατά την παρούσα δικαστική διαδικασία, παρατηρώ ότι δεν προκύπτει ένα σαφές, συμπαγές και ευλογοφανές αφήγημα το οποίο να στοιχειοθετεί κατά τρόπο που να παραπέμπει σε βιωματικό περιστατικό τους λόγους για τους οποίους η Αιτήτρια εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της και αιτήθηκε διεθνούς προστασίας.

Επομένως, η γενικότητα των απαντήσεων της, η έλλειψη επαρκών λεπτομερειών και σε κάποια σημεία η έλλειψη ευλογοφάνειας, καθώς και οι αντιφάσεις στις οποίες υπέπεσε και οι οποίες εύλογα προκύπτουν από το περιεχόμενο της έκθεσης -εισήγησης, οδηγούν στο σαφές συμπέρασμα ότι η Αιτήτρια δεν κατόρθωσε να θεμελιώσει βάσιμο φόβο δίωξης ο οποίος απορρέει από τον εν λόγω ισχυρισμό της. Από την αφήγηση της Αιτήτριας παρατηρώ ότι απουσιάζει πλήρως το βιωματικό και προσωπικό στοιχείο.

Συναφώς επισημαίνεται ότι ούτε μπορεί να αναγνωριστεί στην Αιτήτρια «το ευεργέτημα της αμφιβολίας»[7], όπως αυτό καθορίζεται στην παράγραφο 204 του Εγχειριδίου για τις διαδικασίες και τα κριτήρια καθορισμού του καθεστώτος των προσφύγων.  Το ευεργέτημα της αμφιβολίας δίδεται μόνο εκεί όπου ο αιτητής έχει υποβάλει όλα τα διαθέσιμα σε αυτόν στοιχεία σε σχέση με την αίτησή του/ης, τα οποία έχουν ελεγχθεί και, ο αρμόδιος λειτουργός ή/και ο Προϊστάμενος ικανοποιούνται ότι είναι γενικά αξιόπιστος/η[8]. Εν προκειμένω, η Αιτήτρια δεν τεκμηρίωσε είτε στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας είτε της παρούσας διαδικασίας οποιοδήποτε ειδικό ισχυρισμό περί δίωξης. Όπως έχει εξάλλου νομολογηθεί, κρίση επί της αξιοπιστίας αιτητή και έγερση κωλύματος έγκρισης αίτησης για το λόγο της αναξιοπιστίας ως προς τα προβαλλόμενα από τον αιτητή/τρια είναι επιτρεπτή (Βλ. σχετικά απόφαση στην υπόθεση Amiri v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων κ.ά. (2009) 3 ΑΑΔ 358, καθώς και την απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση Khalil v. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 466/2010, 28.9.2012).

Πέραν τούτου, διαπιστώνω ότι κατά το στάδιο της διοικητικής διαδικασίας υποβλήθηκαν στην Αιτήτρια ανοικτής φύσεως ερωτήματα, τα οποία είχε τη δυνατότητα να απαντήσει. Ο αρμόδιος λειτουργός έκανε επαρκείς ερωτήσεις για να καλύψει τόσο τον πυρήνα του αιτήματος, όσο και τα επιμέρους θέματα, ακολουθώντας την ορθή διερευνητική διαδικασία και επιπρόσθετα συνεργάστηκε με την Αιτήτρια κατά το στάδιο προσδιορισμού των συναφών στοιχείων της αιτήσεως αυτής[9]. Ο αρμόδιος λειτουργός προέβη σε εκτενή ανάλυση ενός εκάστου ουσιώδους ισχυρισμού ώστε να αξιολογήσει τον πιθανό κίνδυνο που θα διατρέξει σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της, προβαίνοντας παράλληλα σε έρευνα και αντιστοίχισή τους προς διαθέσιμες πληροφορίες από τη χώρα καταγωγής ως προνοείται στο άρθρο 18(3)(α) του περί Προσφύγων Νόμου.

Παράλληλα, οι Καθ' ων η αίτηση αξιολόγησαν επαρκώς και δεόντως τις δηλώσεις και τα έγγραφα που παρέθεσε η Αιτήτρια, συνεκτιμώντας την ατομική κατάσταση και τις προσωπικές της περιστάσεις (άρθρο 13 Α (9) του Περί Προσφύγων Νόμου 2000 (6(I)/2000). Επί των όσων ανέφερε, εύλογα παρατηρούνται  ασυνέπειες και ανακολουθίες στα λεγόμενά της που άπτονται των ουσιωδών πραγματικών περιστατικών και οδηγούν σε σαφές και βέβαιο συμπέρασμα ότι τα αποδεικτικά στοιχεία στερούνται εσωτερικής αξιοπιστίας.

Εξάλλου ούτε από άλλα έγγραφα που υπάρχουν στον φάκελο της υπόθεσης, σε συνδυασμό με όσα εξέθεσε η Αιτήτρια τόσο ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου όσο και ενώπιον του Δικαστηρίου δια μέσου της συνηγόρου της προκύπτουν κρίσιμα στοιχεία και περιστατικά που να θεμελιώνουν «σοβαρούς λόγους» οι οποίοι να οδηγούν στην κρίση ότι η Αιτήτρια μπορεί εύλογα να φοβάται, υπό το πρίσμα της ατομικής της κατάστασης, ότι πράγματι θα υπόκειται σε πράξεις δίωξης[10] από κάποιους άγνωστους εγκληματίες, αλλά ούτε προκύπτει ότι θα υποστεί πράξεις οι οποίες να είναι αρκετά σοβαρές από τη φύση τους ή από την επανάληψη ώστε να αποτελούν σοβαρή παραβίαση των βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων ή συσσώρευση μέτρων επαρκώς σοβαρών που επηρεάζουν ένα άτομο με παρόμοιο τρόπο.[11]

Σε ό,τι αφορά την πιθανότητα να υποστεί ο αιτητής  δίωξη, το στοιχείο του «βάσιμου» στον ορισμό του πρόσφυγα είναι κυρίως ζήτημα πραγματολογικής εκτίμησης κινδύνου. Στην εκτίμηση αυτή, λαμβάνεται υπόψη η ατομική κατάσταση του αιτητή, όπως επίσης και πληροφορίες  όσον αφορά τη γενική κατάσταση στη χώρα καταγωγής. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η αξιολόγηση επικεντρώνεται αρχικά στο κατά πόσον ένας τέτοιος φόβος είναι βάσιμος κατά τον χρόνο λήψης της απόφασης επί της αίτησης διεθνούς προστασίας, δηλαδή ο βάσιμος φόβος του αιτητή πρέπει να είναι τρέχων, και κατά δεύτερον, ο «βάσιμος φόβος» βασίζεται στην εκτίμηση του κινδύνου, η οποία είναι μελλοντοστραφής (άρθρο 4 παράγραφος 3 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ).

Σε έρευνα του παρόντος Δικαστηρίου σχετικά με τους ως άνω ισχυρισμούς της Αιτήτριας, το Δικαστήριο καταλήγει στο ότι ένεκα του προσωπικού χαρακτήρα των ισχυρισμών της, καθότι πρόκειται για ληστεία, δεν είναι δυνατή η άντληση πληροφοριών αναφορικά με αυτούς. Για λόγους πληρότητας όμως, το Δικαστήριο προέβη σε έρευνα σε πληροφορίες από τη χώρα καταγωγής της Αιτήτριας, δεδομένου ότι το παρόν δικαστήριο έχει πρόσβαση σε ακριβείς και επικαιροποιημένες πληροφορίες από διάφορες πηγές σχετικά με τη γενική κατάσταση που επικρατεί στις χώρες καταγωγής και διέλευσης κατά τον χρόνο λήψης της απόφασής του [βλ. άρθρο 10 παράγραφος 4 της Οδηγία 2013/32/ΕΕ  (αναδιατύπωση)]. Καθώς η κατ’ ισχυρισμό δίωξη της Αιτήτριας από τα άτομα που την λήστεψαν και την απήγαγαν αποτελεί εν γένει ισχυρισμό ιδιωτικής φύσης, η έρευνα του Δικαστηρίου περιορίστηκε μόνο σχετικά με το κατά πόσο το κράτος θα μπορούσε να προστατέψει την Αιτήτρια από την κατ’ ισχυρισμό απειλή κατά της ζωής της.

Αναφορικά με το νομικό πλαίσιο σε υποθέσεις ποινικού δικαίου ως η παρούσα υπόθεση της Αιτήτριας η οποία αφορά  κλοπές  ή ληστείες σύμφωνα με τον  Ποινικός Κώδικας Ιορδανίας του 1960[12], Άρθρο (157)

1. Αν δύο ή περισσότερα άτομα ίδρυσαν ένωση ή συνήψαν συμφωνία με σκοπό να διαπράξουν κακούργημα κατά προσώπων ή περιουσιακών στοιχείων, τιμωρούνται με προσωρινή φυλάκιση με σκληρή εργασία. Η φυλάκιση δεν μπορεί να είναι μικρότερη από επτά χρόνια εάν ο σκοπός των εγκληματιών ήταν να προσβάλλουν τις ζωές άλλων. […]

Άρθρο (158)

1. Οποιαδήποτε ομάδα τριών ή περισσότερων ατόμων που περιφέρεται, ως ένοπλη συμμορία, σε δημόσιους δρόμους και εξοχές με σκοπό να ληστέψουν περαστικούς και να επιτεθούν σε πρόσωπα και περιουσίες. ή με σκοπό τη διάπραξη οποιασδήποτε άλλης ληστείας και κλοπής, τιμωρείται με προσωρινή φυλάκιση με σκληρή εργασία τουλάχιστον επτά ετών.

2. Τιμωρούνται με ισόβια κάθειρξη με σκληρή εργασία εάν διέπραξαν ένα από τα προαναφερθέντα αδικήματα.

Άρθρο (402)

Όσοι διαπράττουν ληστείες σε δημόσιους δρόμους τιμωρούνται ως εξής:

1. Με προσωρινή φυλάκιση με καταναγκαστική εργασία για περίοδο όχι μικρότερη των πέντε ετών, εάν το αδίκημα της ληστείας διαπράττεται κατά τη διάρκεια της ημέρας από δύο ή περισσότερα άτομα και περιλαμβάνει τη χρήση βίας.

2. Με προσωρινή φυλάκιση τουλάχιστον δέκα ετών, εάν το αδίκημα της ληστείας διαπράττεται κατά τη διάρκεια της νύχτας από δύο ή περισσότερα άτομα και με τη χρήση βίας ή όλοι οι δράστες ή ένας από αυτούς είναι οπλισμένος.

3. Ισόβια κάθειρξη με σκληρά έργα αν η ληστεία έγινε με τον τρόπο που περιγράφεται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου και η βία είχε ως αποτέλεσμα τραυματισμούς και μώλωπες.

Άρθρο (403)

1. Εάν το αδίκημα της ληστείας διαπράττεται με τη χρήση βίας κατά προσώπων με σκοπό τη διευκόλυνση της διάπραξης του εγκλήματος ή την εξασφάλιση της διαφυγής των δραστών ή τον έλεγχο της κλοπής, ο δράστης τιμωρείται με προσωρινή φυλάκιση για περίοδο όχι μικρότερη των πέντε ετών.

2. Αν το αδίκημα της ληστείας διαπραχθεί από ένα άτομο είτε κατά τη διάρκεια της ημέρας είτε της νύχτας, ο δράστης τιμωρείται με προσωρινή φυλάκιση με σκληρή εργασία.[13]

Σύμφωνα με όσα αναφέρει έκθεση της CRS – Congressional Research Service του Ιουλίου του 2024, «το Σύνταγμα της Ιορδανίας προβλέπει ανεξάρτητο δικαστικό σώμα. Σύμφωνα με το άρθρο 97 «Οι δικαστές είναι ανεξάρτητοι και κατά την άσκηση των δικαστικών τους καθηκόντων δεν υπόκεινται σε καμία άλλη αρχή εκτός από αυτή του νόμου». Η Ιορδανία έχει τρεις κύριους τύπους δικαστηρίων: πολιτικά δικαστήρια, ειδικά δικαστήρια (μερικά από τα οποία είναι στρατιωτικά/κρατικά δικαστήρια ασφαλείας) και θρησκευτικά δικαστήρια. Τα δικαστήρια κρατικής ασφάλειας που διοικούνται από στρατιωτικούς και πολιτικούς δικαστές χειρίζονται ποινικές υποθέσεις που αφορούν κατασκοπεία, δωροδοκία δημοσίων αξιωματούχων, εμπορία ναρκωτικών ή όπλων, μαύρη αγορά και «αδικήματα ασφαλείας».[14] Ο βασιλιάς μπορεί να διορίζει και να απολύει δικαστές με διάταγμα, αν και στην πράξη ένα Ανώτερο Δικαστικό Συμβούλιο διορισμένο από το παλάτι διαχειρίζεται τους δικαστικούς διορισμούς, τις προαγωγές, τις μεταθέσεις και τις συνταξιοδοτήσεις».[15]

Ως προς την κρατική προστασία και την διαδικασία σύλληψης και δίωξης σε περιπτώσεις ληστείας, δημοσίευμα στο Διαδίκτυο στην ιστοσελίδα Jordan News τον Ιούνιο του 2023 αναφέρει ότι οι υπάλληλοι του Τμήματος Εγκληματολογικών Ερευνών,[16] της Γενικής Διεύθυνσης Ασφαλείας, εντόπισαν και συνέλαβαν τον υπεύθυνο για ένοπλη ληστεία που είχε σημειωθεί λίγες ημέρες πριν σε κατάστημα συναλλάγματος που βρίσκεται στην περιοχή Al-Bayader, στο νότιο Αμάν. Σύμφωνα με τον εκπρόσωπο της Γενικής Διεύθυνσης Ασφάλειας, το περιστατικό εκτυλίχθηκε όταν ένας άγνωστος μασκοφόρος επιτιθέμενος μπήκε στο κατάστημα συναλλάγματος στο Al-Bayader και απέσπασε το ποσό 2.000 JD υπό την απειλή όπλου πριν τραπεί σε φυγή από το σημείο. Το Τμήμα Εγκληματολογικών Ερευνών έλαβε άμεσα αναφορά για το περιστατικό και ξεκίνησε διεξοδική έρευνα. Ο εκπρόσωπος του Τμήματος Ερευνών ανέφερε ότι με την παραλαβή της αναφοράς, οι αρχές επιβολής του νόμου ανταποκρίθηκαν φτάνοντας άμεσα στον τόπο του εγκλήματος, συγκεντρώνοντας σχολαστικά κρίσιμες λεπτομέρειες και στοιχεία από το σημείο. Επιπρόσθετα, ορίστηκε εξειδικευμένη ανακριτική ομάδα του Τμήματος Εγκληματολογικών Ερευνών για την σχολαστική παρακολούθηση της υπόθεσης, χρησιμοποιώντας διάφορες ανακριτικές τεχνικές.[17]

Παλαιότερη έκθεση του Συμβουλίου της Ευρώπης του 2017 σχετικά με την πρόοδο της χώρας ως προς τις πολιτικές μεταρρυθμίσεις και τα ανθρώπινα δικαιώματα ανέφερε ότι ο Νόμος για την Πρόληψη του Εγκλήματος του 1954 (ή νόμος σχετικά με τη διοικητική κράτηση) επιτρέπει στους κυβερνήτες ως διοικητικές αρχές να κινούν προληπτικές διοικητικές διαδικασίες κατά ατόμων που πρόκειται να διαπράξουν ένα έγκλημα ή να βοηθήσουν κάποιο, καθώς και εκείνων που διαπράττουν τακτικά κλοπές, υποθάλπουν κλέφτες ή λαμβάνουν κλοπιμαία. Συνεπώς, ο νόμος επιτρέπει τη φυλάκιση οποιουδήποτε ατόμου μπορεί να αποτελέσει κίνδυνο για άλλους.[18]

Με βάση τα ανωτέρω στοιχεία, μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η Αιτήτρια μπορεί να απευθυνθεί στις αρχές της χώρας της και να προχωρήσει σε καταγγελία κατά των εγκληματών. Η φράση «βάσιμος φόβος» σημαίνει ότι πρέπει να υπάρχει εύλογη βάση για τον φόβο του αιτούντος. Αυτό το στοιχείο του ορισμού του πρόσφυγα αφορά την αξιολόγηση της «έκτασης του κινδύνου» της ύπαρξης «υπόκειται σε πράξεις δίωξης» για «επιστροφή στη χώρα καταγωγής του». Για το ΔΕΕ, ο ενδιαφερόμενος υπήκοος τρίτης χώρας «πρέπει, επομένως, λόγω περιστάσεων που υπάρχουν στη χώρα καταγωγής του και η συμπεριφορά των παραγόντων της δίωξης, να έχει βάσιμο φόβος ότι θα διωχθεί προσωπικά…»[19]. Όπως σημείωσε το ΔΕΕ στην υπόθεση Abdulla[20], «Αυτές οι περιστάσεις δείχνουν ότι η τρίτη χώρα δεν προστατεύει τον υπήκοό της από πράξεις δίωξης». Στην προκειμένη περίπτωση της Αιτήτριας και λαμβανομένου υπόψιν τα όσα αναφέρουν εξάλλου και οι πηγές πληροφόρησης, το κράτος της Ιορδανίας και οι θεσμοί του μπορεί να αποδειχθούν αποτελεσματικοί σε περιπτώσεις, όπως όταν πρόκειται για υποθέσεις απαγωγής ή ληστείας. Σημειώνεται δε, ότι δεν εντοπίζεται κάποια ευαλωτότητα, πολιτικό προφίλ ή και ότι ανήκει η Αιτήτρια σε κάποια ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα, στοιχεία τα οποία και με βάση πηγές πληροφορήσεις μπορεί να την θέσουν σε αυξημένο κίνδυνο σε περίπτωση επιστροφής της σε κάποιες περιπτώσεις.

Τέλος, φρονώ ότι το γεγονός ότι δεν προέβη στην εν λόγω ενέργεια, ήτοι να απευθυνθεί στις κρατικές αρχές της χώρας της, πλήττει την αξιοπιστία των ισχυρισμών της. Θα ήταν λογικώς αναμενόμενο και χωρίς η Αιτήτρια να προβάλλει οποιοδήποτε ισχυρισμό περί του αντιθέτου, να απευθυνθεί πρωτίστως στις αρχές της χώρας της καθότι πρόκειται για αδίκημα του κοινού ποινικού κώδικα. Σε κάθε περίπτωση, δεν προκύπτει από τα ενώπιόν μου στοιχεία ότι το κράτος δεν είναι σε θέση ή δεν επιθυμεί να παράσχει προστασία στο ενδιαφερόμενο άτομο λόγω ενός λόγου που σχετίζεται με τη Σύμβαση για τους Πρόσφυγες (για παράδειγμα θρησκεία, φύλο, εθνότητα κλπ.), Το βάρος παραμένει στον Αιτητή να αποδείξει γιατί το κράτος δεν είναι πρόθυμο και ικανό να  του παρέχει αποτελεσματική προστασία, στοιχείο το οποίο δεν προκύπτει από τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης καθότι η ίδια ήταν απρόθυμη να απευθυνθεί στις αρμόδιες αρχές της χώρας της.

Συνεπακόλουθα και λαμβανόμενου υπόψιν ότι ορθώς  η εσωτερική αξιοπιστία των ουσιωδών πραγματικών περιστατικών στην περίπτωση της Αιτήτριας  δεν έγινε αποδεκτή, το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν στοιχειοθετείται το στοιχείο του βάσιμου φόβου δίωξης στην περίπτωσή της. Συνεπώς, οι ισχυρισμοί της Αιτήτριας που ορθώς έγιναν αποδεκτοί από την αρμόδια λειτουργό, ήτοι τα προσωπικά στοιχεία και ο τόπος συνήθους διαμονής της, δεν σχετίζονται με τους λόγους που προβλέπονται από τη Σύμβαση της Γενεύης του 1951 (δίωξη λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, συμμετοχής σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα ή πολιτικών πεποιθήσεων) και δεν αποτελούν βάση για την αναγνώριση ενός προσώπου ως πρόσφυγα. Ούτε προκύπτει ότι η βλάβη που επικαλείται είναι αρκούντως σοβαρή λόγω της φύσης ή της επανάληψης των επαπειλούμενων περιστατικών, ώστε να συνιστά σοβαρή παραβίαση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων (βλ. άρθρο 3Γ Περί Προσφύγων Νόμου).

Από το περιεχόμενο του Διοικητικού φακέλου και τα ως άνω αναφερθέντα, δεν συντρέχει καμία από τις ως άνω βασικές προϋποθέσεις του Περί Προσφύγων Νόμου ώστε να αναγνωριστεί στο πρόσωπο της Αιτήτριας το καθεστώς του Πρόσφυγα σύμφωνα με το άρθρο 3 του ιδίου Νόμου. Από τα όσα επικαλείται δεν πιθανολογείται ευλόγως ότι θα στοχοποιηθεί σε περίπτωση επιστροφής της στην χώρα καταγωγής της και θα κινδυνεύσει με δίωξη, όπως αυτή ορίζεται στα άρθρα 1 Α παρ. 2 της Σύμβασης της Γενεύης και 9 της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ (αναδιατύπωση). Ούτε η πιθανολογούμενη δίωξη που επικαλείται  εμπίπτει στην έννοια του πρόσφυγα όπως ορίζεται στα άρθρα 1 Α παρ. 2 της Σύμβασης της Γενεύης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων. Περαιτέρω, οι πιθανολογούμενες βλάβες από τις οποίες θα κινδυνεύσει η Αιτήτρια δεν αφορούν στη διακινδύνευση της ζωής, της σωματικής ακεραιότητας, της προσωπικής ελευθερίας και της αξιοπρέπειάς του, δηλαδή δεν συνιστούν πράξεις «δίωξης», κατά την έννοια του νόμου. Τέλος, δεν αποδεικνύεται η ύπαρξη υπευθύνου δίωξης ή σοβαρής βλάβης.

Επιπρόσθετα, λαμβάνω υπόψη ότι κατά το κρίσιμο στάδιο της συνέντευξης της, ο αρμόδιος λειτουργός διερεύνησε με την απαραίτητη προσοχή και με σωρεία διευκρινιστικών ερωτήσεων επί του πυρήνα του αιτήματος καθώς και των επιμέρους θεμάτων, αλλά η Αιτήτρια αρκέστηκε σε γενικολογίες και ασάφειες. (βλ. άρθρο 13(10) Περί Προσφύγων). Ούτε και στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας η Αιτήτρια, προσέφερε περισσότερες λεπτομέρειες επί των ισχυρισμών της.  Δεδομένου του ελέγχου που ασκεί το παρόν δικαστήριο να εξετάσει την παρούσα υπόθεση επί της ουσίας, θα μπορούσε να δώσει ικανοποιητικές απαντήσεις στα ως άνω σημεία αναξιοπιστίας που εντόπισαν οι Καθ’ ων η Αίτηση ώστε να τεκμηριώσει ανατρέποντας στην ουσία τα συμπεράσματα των Καθ’ ων η Αίτηση, έστω και χωρίς να προσκομίσει τυπικά αποδεικτικά στοιχεία. (Βλ. επίσης νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, αποφάσεις αρ. 1093/2008, 817/2009 και 459/2010).

Στη βάση λοιπόν του μοναδικού αποδεκτού ισχυρισμού, προς αξιολόγηση του μελλοντικού κινδύνου και λαμβάνοντας υπόψη τα ως άνω αναφερθέντα, το προσωπικό προφίλ και τις ατομικές περιστάσεις της Αιτήτριας σε συνάρτηση με τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά της υπόθεσής της, το Δικαστήριο κρίνει ότι η Αιτήτρια δεν αναμένεται να αντιμετωπίσει και/ή να υποστεί οποιαδήποτε πράξη δίωξης ή να αντιμετωπίσει κίνδυνο σοβαρής βλάβης κατά την επιστροφή της στη χώρα καταγωγής της. Πέραν αυτού δεν αποδεικνύεται ότι αυτή εμπίπτει και διώκεται για κάποιον από τους λόγους που προβλέπονται από τη Σύμβαση της Γενεύης του 1951 (δίωξη λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, συμμετοχής σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα ή πολιτικών πεποιθήσεων) και ως εκ τούτου οι ισχυρισμοί της δεν αποτελούν βάση για την αναγνώρισή της ως πρόσφυγα σύμφωνα με το άρθρο 3 του Περί Προσφύγων Νόμου.

Λαμβάνοντας υπόψη το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, οι Καθ' ων η αίτηση έλαβαν υπόψη τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά τα οποία όμως δεν έγιναν αποδεκτά (αξιολόγηση της αξιοπιστίας) και βάση αυτών έκριναν στην συνέχεια ότι δεν υπάρχει πιθανότητα η Αιτήτρια να υποβληθεί σε μεταχείριση που συνιστά δίωξη ή σοβαρή βλάβη (εκτίμηση κινδύνου).  Ο βασικός λόγος για τον οποίο δεν έγινε δεκτό το αίτημα της περί δίωξης από την κυβέρνηση της χώρας ήταν το γεγονός της μη απόδειξης της αληθοφάνειας των βασικών ισχυρισμών του και του κλονισμού της αξιοπιστίας της λόγω ουσιωδών αντιφάσεων, ελλείψεων, και αδυναμιών οι οποίες εντοπίστηκαν στη συνέντευξη που έδωσε.  Αυτό δε το εμπόδιο αναγνωρίζεται ρητά ως ένα από τα κωλύματα στην έγκριση αιτήματος ασύλου, από τις πρόνοιες του Εγχειριδίου (Βλ. απόφαση Ανωτάτου Δικαστηρίου EDWARD ESKANDAZ ν. ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ κ.α., Υπόθεση Αρ. 1673/2010, 4/7/2013).

Εξετάζοντας τη συνέντευξη που διεξήχθηκε, την εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού, όλο το υλικό που περιέχεται στον φάκελο της Υπηρεσίας Ασύλου και γενικότερα όλο το υλικό το οποίο έχω ενώπιον μου, κρίνω ότι η Υπηρεσία Ασύλου προέβη σε επαρκή έρευνα όλων των ουσιωδών στοιχείων.  Στη βάση των ισχυρισμών της δεν προκύπτει οποιοσδήποτε βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης στη χώρα καταγωγής της. Η Υπηρεσία Ασύλου στην Έκθεση/Εισήγηση, αξιολόγησε έκαστο ισχυρισμό και για τους λόγους που εκτενώς καταγράφηκαν στην εισήγησή της, εύλογα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν θα υποστεί δίωξη σε περίπτωση επιστροφής του στην χώρα καταγωγής της.

Επιπρόσθετα, ούτε στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας εμπίπτει η Αιτήτρια, το οποίο δίδεται όταν ο αιτητής πρόκειται να αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα ιθαγένειας του. Για τη διαπίστωση αυτού του πραγματικού κινδύνου θα πρέπει να υπάρχουν, όπως ρητά προνοεί το άρθρο 19(1), «ουσιώδεις λόγοι».  Περαιτέρω, σοβαρή βλάβη ή σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη κατά το εδάφιο (2) του άρθρου 19, σημαίνει κίνδυνο αντιμετώπισης θανατικής ποινής, βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας, παραβίασης ανθρωπίνου δικαιώματος, τόσο κατάφωρης ώστε να ενεργοποιούνται οι διεθνείς υποχρεώσεις της Δημοκρατίας ή να υπάρχει απειλή κατά της ζωής, της ασφάλειας ή της ελευθερίας ως αποτέλεσμα άσκησης αδιάκριτης βίας λόγω συνθηκών ένοπλής σύγκρουσης  ή συστηματικών και γενικευμένων παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Ως προς τους παράγοντες που δύνανται να ληφθούν υπόψιν ως προς την αξιολόγηση του συστατικού στοιχείου της αδιάκριτης βίας, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: το ΔΕΕ) επεσήμανε σε πρόσφατη απόφασή του ότι συνιστούν «[.]μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 (βλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C‑285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών.» (ΔΕΕ, C-901/19,ημερομηνίας 10/06/2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland, σκέψη 43).

Περαιτέρω, ως προς τον προσδιορισμό του επιπέδου της ασκούμενης αδιάκριτης βίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: το ΕΔΔΑ) στην απόφασή του Sufi and Elmi (ΕΔΔΑ, απόφαση επί των προσφυγών 8319/07και 11449/07, ημερομηνίας 29/11/2011), αξιολόγησε, διευκρινίζοντας ότι δεν κατονομάζονται εξαντλητικά, τη χρήση μεθόδων και τακτικών πολέμου εκ μέρους των εμπόλεμων πλευρών οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο αμάχων θυμάτων ή ευθέως στοχοποιούν αμάχους, εάν η χρήση αυτών είναι διαδεδομένη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, και, τελικά, τον αριθμό των αμάχων που έχουν θανατωθεί, τραυματιστεί και εκτοπιστεί ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης.

Όπως διευκρίνισε το ΔΕΕ «ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως η χαρακτηρίζουσα βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές, οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας» (Βλ. απόφαση στην C-465/07, Meki Elgafaji, Noor ElgafajiStaatssecretaris van Justitie, ημερομηνίας 17/12/2009). Ιδίως ως προς την εφαρμογή της αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας, το ΔΕΕ στην ως άνω απόφαση διευκρίνισε ότι «όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας».

Σύμφωνα με τα όσα η Αιτήτρια δήλωσε, ο τόπος που αναμένεται να επιστρέψει είναι το Αμάν στην Ιορδανία, τόπος όπου διέμενε και εργαζόταν για αρκετά έτη πριν την αναχώρησή της από τη χώρα καταγωγής της. Λαμβάνοντας υπόψιν τα δεδομένα ασφαλείας του εν λόγω τόπου, όπως προκύπτουν από επικαιροποιημένες διεθνείς πηγές, παρατηρώ τα ακόλουθα:

Καταρχάς δεν βρέθηκαν πληροφορίες σχετικά με την κατάσταση ασφαλείας ή με περιστατικά ασφαλείας στο Αμάν μέσα στον χρόνο διεκπεραίωσης της έρευνας. Εντούτοις, παρατίθεται η κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Ιορδανία:

Σύμφωνα με την ετήσια έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τον 2023 η οποία δημοσιεύτηκε το 2024, το Χασεμιτικό Βασίλειο της Ιορδανίας συνέχισε τον εκσυγχρονισμό του πολιτικού συστήματος που ξεκίνησε από τον Βασιλιά Αμπντουλάχ Β' το 2021, «συμπεριλαμβανομένων μεταρρυθμίσεων για την ενθάρρυνση του σχηματισμού πολιτικών κομμάτων που βασίζονται σε εθνικό πρόγραμμα, τη συμμετοχή των γυναικών και των νέων στην πολιτική ζωή και την ενίσχυση της γεωγραφικής εκπροσώπησης στα εθνικά ιδρύματα. Η ΕΕ έλαβε τον Αύγουστο του 2023 πρόσκληση από την Ανεξάρτητη Εκλογική Επιτροπή της Ιορδανίας (IEC) να παρακολουθήσει τις βουλευτικές εκλογές το 2024. Το 2023, η κυβέρνηση έλαβε ορισμένα μέτρα για τη βελτίωση της νομοθεσίας σύμφωνα με τα διεθνή πρότυπα ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ο Ποινικός Κώδικας τροποποιήθηκε επίσης για να ενισχυθούν οι εγγυήσεις δίκαιης δίκης και να επεκταθεί η κοινωφελής εργασία και άλλες εναλλακτικές λύσεις στην κράτηση».

 

Σύμφωνα με την έκθεση του Αμερικανικού Υπουργείου Εξωτερικών του Απριλίου του 2024 που αφορά το έτος 2023 «σημαντικά ζητήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων περιελάμβαναν αξιόπιστες αναφορές για: βασανιστήρια ή σκληρή, απάνθρωπη και ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία από τις κυβερνητικές αρχές, αυθαίρετη σύλληψη και κράτηση κ.λπ. Η κυβέρνηση έλαβε ορισμένα μέτρα για να διερευνήσει, να διώξει και να τιμωρήσει αξιωματούχους που διέπραξαν παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ωστόσο, η ατιμωρησία της κυβέρνησης για τέτοιες καταχρήσεις παρέμεινε ευρέως διαδεδομένη. Δεν υπήρξαν αναφορές ότι η κυβέρνηση ή οι πράκτορές της διέπραξαν αυθαίρετες ή παράνομες δολοφονίες, συμπεριλαμβανομένων εξωδικαστικών δολοφονιών, κατά τη διάρκεια του έτους. Το Σύνταγμα απαγόρευε τα βασανιστήρια, συμπεριλαμβανομένης της ψυχολογικής βλάβης που ισοδυναμεί με βασανιστήρια, από δημόσιους λειτουργούς, και ο ποινικός κώδικας προέβλεπε ποινές φυλάκισης έως και τριών ετών για τη χρήση τους, με ποινή έως και 15 ετών σε περίπτωση σοβαρού τραυματισμού. Ωστόσο, υπήρχαν αξιόπιστες αναφορές από διεθνείς και τοπικές ΜΚΟ ότι κυβερνητικοί αξιωματούχοι χρησιμοποίησαν βασανιστήρια και άλλη κακομεταχείριση σε κέντρα κράτησης της αστυνομίας και των υπηρεσιών ασφαλείας. Κατά το έτος 2023, το Γραφείο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Διαφάνειας ανέφερε ότι έλαβε 28 καταγγελίες για κακομεταχείριση σε φυλακές και κέντρα αποκατάστασης. Από τον Σεπτέμβριο, έξι από αυτές τις υποθέσεις κατέληξαν σε καταδίκη και 22 απορρίφθηκαν λόγω ανεπαρκών αποδεικτικών στοιχείων».[21]

Στη βάση των ανωτέρω πληροφοριών, καταλήγω ότι δεν καταδεικνύεται εύλογη πιθανότητα η Αιτήτρια να αντιμετωπίσει κίνδυνο σοβαρής βλάβης καθότι τα περιστατικά ασφαλείας στην περιοχή όπου διέμενε και στην οποία εύλογα αναμένεται να επιστρέψει, δεν είναι τέτοιας συχνότητας ή έντασης ώστε να διατρέχει κίνδυνο εξαιτίας και μόνο της παρουσίας της στην περιοχή. Περαιτέρω, δεν υφίστανται ιδιαίτερες περιστάσεις που θα μπορούσαν να επιτείνουν τον κίνδυνο που πιθανό διατρέξει η Αιτήτρια ειδικά σε σύγκριση με τον γενικό πληθυσμό της περιοχής, στη βάση της «αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας» και λαμβανομένης υπόψη της φύσεως των περιστατικών που καταγράφηκαν, ως εκτίθενται πιο πάνω (βλ. και ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας 10.6.2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland).

Με βάση το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιόν μου και αφού εξέτασα, τόσο τη νομιμότητα, όσο και την ουσία της παρούσης, καταλήγω ότι το αίτημα της Αιτήτριας εξετάστηκε επιμελώς σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και εύλογα η Υπηρεσία Ασύλου απέρριψε την αίτησή της. Ορθά η Διοίκηση κατέληξε ότι τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης δε στοιχειοθετούσαν τις αναγκαίες προϋποθέσεις για να αναγνωριστεί στην Αιτήτρια το καθεστώς του πρόσφυγα, ως προβλέπεται στα άρθρα 3-3Δ του Νόμου, αφού δεν τεκμηριώθηκε βάσιμος φόβος δίωξης, για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, ούτε το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας που προβλέπεται στο άρθρο 19 του Νόμου, αφού αυτή «δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο ότι θα υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη, ως καθορίζεται στο άρθρο 19(2)». Η απόφαση της Διοίκησης, αποτελεί προϊόν επαρκούς έρευνας και ορθής αξιολόγησης όλων των δεδομένων και στοιχείων, σύμφωνα και με το Νόμο και είναι πλήρως αιτιολογημένη.

Τέλος, στην προκειμένη περίπτωση από το προαναφερόμενο ιστορικό της Αιτήτριας δεν προκύπτει ότι, ενόψει των προσωπικών της περιστάσεων, πιθανολογείται να εκτεθεί σε κίνδυνο σοβαρής  βλάβης συγκεκριμένης μορφής [βλ. απόφαση της 17.2.2009, C-465/07, ECLI:EU:C:2009:94, Elgafaji, σκέψη 32)], λόγω θανατικής καταδίκης ή εκτέλεσης, βασανιστηρίων, απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της [βλ. άρθρο 19(2)(α) και (β)].

Η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το θέμα που εξετάζεται. Το κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και τη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων τα οποία παρέχουν ασφαλή συμπέρασμα. (Βλέπε Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.α., Α.Ε. 1518/1.11.96, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου, Α.Ε. 1575/14.7.97 , Α.Ε.2371, Motorways Ltd v Δημοκρατίας ημερ. 25/6/99). Είναι εμφανές πως, η Υπηρεσία Ασύλου διενήργησε τη δέουσα έρευνα όλων των ζητημάτων που έθεσε η Αιτήτρια ενώπιον της. Οι Καθ' ων η αίτηση συνεκτίμησαν και αξιολόγησαν όλα τα στοιχεία που είχαν ενώπιόν τους, προτού καταλήξουν στην προσβαλλόμενη απόφαση.

 

Περαιτέρω,  ο λειτουργός παρείχε επαρκή αιτιολογία για το λόγο μη υπαγωγής της Αιτήτριας στο καθεστώς διεθνούς προστασίας. Η δε αιτιολογία συμπληρώνεται και από το περιεχόμενο του Διοικητικού Φακέλου, ιδίως δε την αίτηση της Αιτήτριας για διεθνή προστασία, το πρακτικό της συνέντευξης και την εισήγηση του λειτουργού. (Παναγιωτίδης v. Υπουργείου Συγκοινωνιών και Έργων κ.ά. (1998) 3 ΑΑΔ 342, Θ. Χριστοφή & Σία Λτδ vYπουργού Οικονομικών κ.ά. (1998) 3 ΑΑΔ 427), 

Ορθά η Διοίκηση, κατέληξε ότι τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης δε στοιχειοθετούσαν τις αναγκαίες προϋποθέσεις για να αναγνωριστεί στην Αιτήτρια το καθεστώς του πρόσφυγα, ως προβλέπεται στα άρθρα 3-3Δ του Νόμου, αφού δεν τεκμηριώθηκε βάσιμος φόβος δίωξης, για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, ούτε το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας που προβλέπεται στο άρθρο 19 του Νόμου, αφού αυτή «δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο ότι θα υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη, ως καθορίζεται στο άρθρο 19(2)».

Η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με €1000 έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ' ων η αίτηση.

 

Δ.ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ , Δ.Δ.Δ.Δ.Π.



[1] Οδηγία 2011/95/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011 , σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας (αναδιατύπωση)

[2] European Asylum Support OfficeEASO, ‘Δικαστική ανάλυση – Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου’, 2018, σελ. 132 - 135

[3] Βλ. υπόθεση C‑255/19,  ημερ. 20 Ιανουαρίου 2021 

[5] Βλ. απόφαση ΔΕΕ υπόθεση C‑255/19, 20 Ιανουαρίου 2021. Παρ. 60

[6] JK and Others v Sweden Αριθμός Υπόθεσης  59166/12 ημερ.23 Αυγούστου  2016 Παρ. 93

[7] ΕΔΔΑ, J.K. και λοιποί κατά Σουηδίας, ό.π. υποσημείωση 20. Βλ. επίσης ΕΔΔΑ, απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2015, RH κατά Σουηδίας, προσφυγή αριθ. 4601/14, σκέψη 58· ΕΔΔΑ, απόφαση της 20ης Ιουλίου 2010, N κατά Σουηδίας, προσφυγή αριθ. 23505/09, σκέψη 53· ΕΔΔΑ, απόφαση της 9ης Μαρτίου 2010, RC κατά Σουηδίας, προσφυγή αριθ. 41827/07, σκέψη 50.

[8] Άρθρο 13 του περί Προσφύγων Νόμου.

[9] M. Κατά Minister for Justice, Equality and Law Reform, Ιρλανδίας, Attorney General, C277/11 22ας Νοεμβρίου 2012 υποσημείωση 82, σκέψη 65.

[10] Υπόθεση ΔΕΕ C‑199/12 to C‑201/12, Y and Z, 7 Νοεμβρίου 2013 Παρ.. 76

[11] Βλ. 3Γ (1) Ο περί Προσφύγων Νόμος του 2000 (6(I)/2000)

 

[12] The Penal Code for the Year 1960 [English translation], available at: http://legal.pipa.ps/files/server/ENG%20Panel%20Law%20No_%20(16)%20of%201960.pdf (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 22/07/2024)

[13] Όπ. Π.

[14] See U.S. Embassy in Jordan, “Jordanian Legal System,” available at https://jo.usembassy.gov/u-s-citizen-services/ local-resources-of-u-s-citizens/attorneys/jordanian-legal-system/ (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 22/07/2024)

[15] CRS - Congressional Research Service: Jordan: Background and U.S. Relations, 1 July 2024

https://sgp.fas.org/crs/mideast/RL33546.pdf (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 22/07/2024)

[16] Criminal Investigation Department, https://psd.gov.jo/en-us/psd-department-s/criminal-investigation-department/ (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 22/07/2024)

[17] Jordan News, Armed robbery suspect apprehended in breakthrough investigation, 18 June 2023, available at: https://www.jordannews.jo/Section-109/News/Armed-robbery-suspect-apprehended-in-breakthrough-investigation-29295 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 22/07/2024)

[18] CoE-PACE - Council of Europe - Parliamentary Assembly: Evaluation of the partnership for democracy in respect of the Parliament of Jordan [Doc. 14399], 20 September 2017
https://www.ecoi.net/en/file/local/1410465/1226_1506428711_coepace-evaluation-of-the-partnership-for-democracy-in-respect-of-the-parliament-of-jordan.pdf (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 22/07/2024)

[19] Βλ. Συνεκδικαζόμενες υποθέσεις  Cases C‑175/08, C‑176/08, C‑178/08 and C‑179/08, 2 Μαρτίου 2010 Παρ. 57

[20] Βλ. Συνεκδικαζόμενες υποθέσεις  Cases C‑175/08, C‑176/08, C‑178/08 and C‑179/08, 2 Μαρτίου 2010 Παρ. 58

[21] USDOS - US Department of State: 2023 Country Report on Human Rights Practices: Jordan, 23 April 2024 https://www.ecoi.net/en/document/2107743.html (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 22/07/2024)


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο