
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθεση Αρ.: 8114/21
04 Ιουλίου, 2024
[ Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
R.M.A.
Αιτήτρια
ΚΑΙ
Κυπριακής Δημοκρατίας,
μέσω Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ' ων η αίτηση
........
Α. Κυριακόζοβα (κα) για Νατάσα Χαραλαμπίδου, Δικηγόρος για την Αιτήτρια
Σ. Σταύρου (κα) , Δικηγόρος για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π. : Με την υπό εξέταση προσφυγή, η Αιτήτρια αιτείται την ακύρωση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, ημερομηνίας 04/09/2021, η οποία κοινοποιήθηκε στην Αιτήτρια στις 16/11/2021 και με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή της για παροχή διεθνούς προστασίας.
ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Ως εκτίθεται στην ένσταση που καταχωρήθηκε από τους Καθ' ων η αίτηση και προκύπτει από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου της Υπηρεσίας Ασύλου που κατατέθηκε ως τεκμήριο 1 στα πλαίσια των διευκρινήσεων της παρούσας προσφυγής, η Αιτήτρια είναι ενήλικη και διαθέτει την υπηκοότητα της Ακτής Ελεφαντοστού. Στις 26/09/2018 συμπλήρωσε αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας. Στις 09/09/2020 πραγματοποιήθηκε προφορική συνέντευξη στην Αιτήτρια από αρμόδιο λειτουργό της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης για το Άσυλο (European Asylum Support Office, EASO και νυν European Union Agency for Asylum, EUAA, εφεξής ‘EASO’). Μετά το πέρας της συνέντευξης της Αιτήτριας, και καθότι κατά τη διάρκεια αυτής ανέκυψαν οι σχετικές ενδείξεις, συμπληρώθηκε έντυπο παραπομπής της Αιτήτριας ως άτομο που ενδέχεται να είναι θύμα εμπορίας και εκμετάλλευσης ωστόσο, σύμφωνα με τα στοιχεία του φακέλου, η Αιτήτρια δεν αναγνωρίστηκε ως τέτοιο πρόσωπο. Στις 25/08/2021 ο αρμόδιος λειτουργός ετοίμασε εισηγητική έκθεση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με την συνέντευξη της Αιτήτριας εισηγούμενος την απόρριψη της αίτησης της για παροχή διεθνούς προστασίας. Ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου, ενέκρινε την εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού στις 04/09/2021 και στις 10/11/2021, η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική επιστολή μαζί με την αιτιολόγηση της απόφασής της, σχετικά με το αίτημα της Αιτήτριας, η οποία παραλήφθηκε και υπογράφτηκε ιδιοχείρως από την Αιτήτρια στις 16/11/2021. Η τελευταία αυτή απόφαση αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.
ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ
Η συνήγορος της Αιτήτριας, δια του δικογράφου της προσφυγής προέβαλε πλήθος λόγων ακυρώσεων τους οποίους ωστόσο δεν ανέπτυξε δια της γραπτής της αγόρευσης. Δια της τελευταίας εγείρει ωστόσο ότι η απόφαση πάσχει καθώς δεν έχει διεξαχθεί η δέουσα έρευνα από τους Καθ’ ων η αίτηση με αποτέλεσμα η προσβαλλόμενη απόφαση να έχει εκδοθεί υπό καθεστώς πλάνης περί τα πράγματα και περί τον νόμο, ενώ παράλληλα είναι και αναιτιολόγητη ή/και μη δεόντως αιτιολογημένη. Περαιτέρω προβάλλεται πως η προσβαλλόμενη απόφαση είναι άκυρη διότι ο Προϊστάμενος όφειλε να ζητήσει επανάληψη της συνέντευξης καθώς και ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε από αναρμόδιο όργανο, με το πρακτικό λήψης της απόφασης να ελλείπει. Τέλος, η συνήγορος της Αιτήτριας προωθεί ως λόγο ακύρωσης και το ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε σε γλώσσα μη κατανοητή για την Αιτήτρια, ενώ δεν είναι εφικτή και η ταυτοποίηση του μεταφραστή. Καταλήγει δε ότι για τους ανωτέρω λόγους και βάσει του άρθρου 13 (1) του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου (Ν. 158(Ι)/1999), η προσβαλλόμενη παραβιάζει τους ουσιώδεις τύπους και ως εκ τούτου καθίσταται παράνομη.
Ο συνήγορος των Καθ' ων η Αίτηση υποστήριξε τη νομιμότητα της απόφασης του αρμόδιου οργάνου καθώς και ότι αυτή ήταν αποτέλεσμα δέουσας έρευνας, ενώ ανέφερε μέσω της Γραπτής του Αγόρευσης ότι η Αιτήτρια δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή αντιλήψεων, όπως προβλέπεται από το άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου. Οι Καθ' ων τονίζουν πως στη βάση των όσων ισχυρίστηκε η Αιτήτρια δε στοιχειοθετείται δικαιολογημένος φόβος δίωξης στο πρόσωπό του, ενώ επιπλέον ο τελευταίος δεν κατόρθωσε να αποδείξει ότι πληροί τις προϋποθέσεις παραχώρησης καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας.
Κατά την απαντητική αγόρευση που υπεβλήθη από την συνήγορο της Αιτήτριας, υποβάλλονται πηγές από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης οι οποίες περιστρέφονται γύρω από γενικές πληροφορίες για την Ακτή Ελεφαντοστού, πληροφορίες για την κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη χώρα και πληροφορίες για τις επιζήσασες περιστατικών σεξουαλικής βίας στη χώρα. Η συνήγορος της Αιτήτριας δε, καταλήγει πως οι εν λόγω πληροφορίες επιβεβαιώνουν τους ισχυρισμούς της Αιτήτριας αναφορικά με τα όσα ισχυρίζεται στον πυρήνα του αιτήματος διεθνούς προστασίας της.
Κατά την ακροαματική διαδικασία της 18/12/2023 η συνήγορος της Αιτήτριας προωθεί ως λόγους ακύρωσης την έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας καθώς και το ότι ο Προϊστάμενος όφειλε να είχε διατάξει επανάληψη της συνέντευξης, αποσύροντας παράλληλα τους υπόλοιπους λόγους ακύρωσης που προέβαλε μέσω της γραπτής αγόρευσης.
ΚΑΤΑΛΗΞΗ
Καταρχάς και σύμφωνα με πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, οι λόγοι προσφυγής που δεν αναπτύσσονται στο πλαίσιο της αγόρευσης της Αιτήτριας θεωρούνται ως εγκαταλειφθέντες. Το ίδιο ισχύει και με τους λόγους σε σχέση με τους οποίους δεν προβάλλεται οποιαδήποτε επιχειρηματολογία προς υποστήριξή τους (βλ. συναφώς Υπόθεση Αρ. 692/89, Level Tachexcavs Ltd v. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λευκωσίας, ημερ. 17.12.1990, (1990) 3 ΑΑΔ 4407, Α.Ε. Αρ. 2421, Kokos Athanasiou Motors Ltd v. Δημοκρατίας, ημερ. 24.1.2020 (2000) 3 ΑΑΔ 21, Υπόθεση Αρ. 1073/2004, Γεωργίας Αντωνίου κ.α. ν. Δημοκρατίας, μέσω Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, ημερ. 6.2.2007).
Υπό το φως της πιο πάνω νομολογίας, όλοι οι λόγοι προσφυγής που αναφέρονται ως τίτλοι στο πλαίσιο του δικογράφου της προσφυγής και δεν προωθούνται με τη γραπτή αγόρευση της Αιτήτριας θεωρούνται ως εγκαταλειφθέντες. Το ίδιο ισχύει και με τους λόγους σε σχέση με τους οποίους δεν προβάλλεται οποιαδήποτε επιχειρηματολογία προς υποστήριξή τους. (Βλ. συναφώς Υπόθεση Αρ. 692/89, Level Tachexcavs Ltd v. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λευκωσίας, ημερ. 17.12.1990, (1990) 3 ΑΑΔ 4407, Α.Ε. Αρ. 2421, Kokos Athanasiou Motors Ltd v. Δημοκρατίας, ημερ. 24.1.2020 (2000) 3 ΑΑΔ 21, Υπόθεση Αρ. 1073/2004, Γεώργιας Αντωνίου κ.α. ν. Δημοκρατίας, μέσω Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, ημερ. 6.2.2007).
Επιπλέον, παρατηρώ ότι οι λόγοι προσφυγής, όπως αναπτύσσονται στο πλαίσιο της γραπτής αγόρευσης της Αιτήτριας χαρακτηρίζονται από γενικότητα και απουσιάζει η υπαγωγή των περιστάσεων της Αιτήτριας και των γεγονότων της υπόθεσης στις κατ’ επίκληση παραβιασθείσες διατάξεις. Η αναγκαιότητα έγερσης των λόγων προσφυγής με ευκρίνεια και λεπτομέρεια είναι θεμελιώδους σημασίας διαφορετικά το Δικαστήριο δεν νομιμοποιείται να τα εξετάσει αυτεπαγγέλτως, έστω και εάν έχουν εγερθεί με την αγόρευση [Βλ. Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 Α.Α.Δ. 598, Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598, Δημοκρατία ν. Σπύρου (2007) 3 Α.Α.Δ. 533 και Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2009) 3 Α.Α.Δ. 655]. Η δε αγόρευση αποτελεί το μέσο για την έκθεση της επιχειρηματολογίας υπέρ της αποδοχής των λόγων ακύρωσης και όχι υποκατάστατο της στοιχειοθέτησής τους. [Βλ. Α.Ε. Αρ. 3729, Μαραγκός ν. Δημοκρατίας, 3.11.2006, (2006) 3 ΑΑΔ 671, Α.Ε. 1883]., Μαρία Ευθυμίου ν. Ε.Δ.Υ., (1997) 3 ΑΑΔ 281, 14.7.1997].
Προχωρώντας, ακόμη και εάν εξαντλώντας την επιείκεια του παρόντος Δικαστηρίου και εξεταστούν οι λόγοι ακύρωσης που προωθεί η Αιτήτρια, είναι κρίσιμο και απαραίτητο να καταστεί αντιληπτό ότι η δικαιοδοσία του παρόντος δικαστηρίου διαδραματίζει καταλυτικό ρόλο στο λυσιτελές της προβολής τέτοιων ισχυρισμών. Ειδικότερα, το παρόν Δικαστήριο στις περιπτώσεις που απαριθμούνται υπό του άρθρου 11 του Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμος του 2018 (Ν. 73(I)/2018) ως δικαστήριο ουσίας δικάζει την υπόθεση που άγεται ενώπιον του εξ υπαρχής, κατά το νόμο και κατά την ουσία. Ως εκ τούτου δεν περιορίζεται μόνο στην εξέταση της διαδικασίας και των στοιχείων κρίσης της διοικητικής αρχής που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, αλλά προχωρεί παραπέρα και εξετάζει την ουσιαστική ορθότητα της επίδικης πράξεως, δυνάμενη να προβεί σε νέα εκτίμηση και αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού και των στοιχείων του φακέλου και αποφαίνεται αιτιολογημένως επί των αιτήσεων διεθνούς προστασίας του εκάστοτε προσφεύγοντος (στο πλαίσιο πάντα που καθορίζουν οι ισχυρισμοί του εκάστοτε Αιτητή).
Συνεπώς, η απλή επίκληση πλημμελειών ή παραβιάσεων γενικών αρχών Διοικητικού Δικαίου, δεν επαρκεί από μόνη της για να ανατρέψει την επίδικη απόφαση. Η Αιτήτρια θα πρέπει να επεξηγεί τη βλάβη που επήλθε στην ίδια και να προβάλει, στο πλαίσιο της παρούσας δικαστικής διαδικασίας, τέτοιους συγκεκριμένους και ειδικούς ισχυρισμούς, οι οποίοι εν δυνάμει θα δικαιολογούσαν της υπαγωγή της στο καθεστώς διεθνούς προστασίας. (βλ. αποφάσεις ΣτΕ 3067/2013, 521/2010, 2650/2009).
Εν προκειμένω παρατηρώ ότι η Αιτήτρια δεν προβάλλει οποιοδήποτε ειδικό και τεκμηριωμένο ισχυρισμό είτε στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας είτε στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας που να δικαιολογεί την υπαγωγή της σε καθεστώς διεθνούς προστασίας, καθώς αναφέρει απλώς γενικώς ότι η διοίκηση δεν εξέτασε δεόντως την αίτησή της, χωρίς να εξηγεί τους λόγους για τους οποίους κατά την ίδια δικαιολογείται η υπαγωγή της σε καθεστώς διεθνούς προστασίας.
Υπό το φως της πιο πάνω διαπίστωσης όλοι οι εγειρόμενοι λόγοι ακυρώσεως απορρίπτονται ως αλυσιτελείς και εξ αυτού απαράδεκτοι εξαιτίας της γενικότητας με την οποία αυτοί εγείρονται, εφόσον η Αιτήτρια δεν προβαίνει σε οποιαδήποτε εξειδίκευση αυτών σε συνάρτηση με τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσής της, πολλώ μάλλον κατά τρόπο που να προκύπτει ο πυρήνας του αιτήματός της για άσυλο και να δικαιολογούν την υπαγωγή της σε καθεστώς διεθνούς προστασίας.[1]
Κατόπιν των ανωτέρω και λαμβανομένης υπόψη της εξουσίας του παρόντος Δικαστηρίου όπου δυνάμει του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο του 2018 [Ν.73(Ι)/2018], το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας έχει την εξουσία να εξετάσει την παρούσα υπόθεση και επί της ουσιαστικής της ορθότητας. Το γεγονός αυτό, οφείλεται στο ότι η παρούσα υπόθεση αφορά αίτηση που χρονικά πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 11 (2) και (3) του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (Ν.73(Ι)/2018), οι οποίες δίδουν στο Δικαστήριο την υποχρέωση ελέγχου τόσο της νομιμότητας όσο και της ουσιαστικής ορθότητας (έλεγχος επί της ουσίας) της επίδικης πράξης.
Έχει πλειστάκις νομολογηθεί ότι η έκταση, ο τρόπος και η διαδικασία που ακολουθείται ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης. Περαιτέρω η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το επίδικο θέμα. Το κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και τη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων τα οποία παρέχουν ασφαλή συμπέρασμα. (Βλέπε Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.α., Α.Ε. 1518/1.11.96, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου, Α.Ε. 1575/14.7.97 , Α.Ε.2371,Motorways Ltd v Δημοκρατίας ημερ. 25/6/99).
Το Δικαστήριο στα πλαίσια ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκεινται στην διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντος οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωση (Βλ. απόφαση αρ. 128/2008 JAMAL KAROU V Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 1 Φεβρουαρίου, 2010).
Ως εκ τούτου, προσέγγισα το θέμα με βάση τα ενώπιόν μου στοιχεία και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, εξετάζοντας όλα τα ουσιώδη στοιχεία και πραγματικά περιστατικά που οι Καθ' ων η αίτηση είχαν ενώπιόν τους.
Κατά την καταγραφή του αιτήματος διεθνούς προστασίας της Αιτήτριας, η Αιτήτρια δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της λόγω του ότι ο σύντροφός της και η ίδια διέτρεχαν θανάσιμο κίνδυνο. Ειδικότερα η Αιτήτρια προέβαλε πως δέχθηκε πολλές φορές απειλές και σωματική βία, έχοντας μάλιστα ακόμα παρενέργειες στο σώμα της. Δήλωσε ότι εγκατέλειψαν την Ακτή Ελεφαντοστού καθώς ένας άντρας ο οποίος ήθελε να την παντρευτεί δια της βίας προέβη σε συμφωνία με την οικογένειά της. Καθώς η Αιτήτρια εναντιώθηκε στην προαναφερθείσα συμφωνία δεχόταν σε καθημερινή βάση βία.
Κατά το κρίσιμο στάδιο της προφορικής της συνέντευξης και σχετικά με τα προσωπικά της στοιχεία, η Αιτήτρια δήλωσε υπήκοος Ακτής Ελεφαντοστού με τόπο καταγωγής το Tiassale και τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής το Koumassi στο Abidjan, όπου και διαβιούσε για διάστημα δύο ετών πριν την ημερομηνία αναχώρησής της από τη χώρα καταγωγής της. Ως προς την οικογενειακή της κατάσταση ισχυρίστηκε πως είναι άγαμη και μητέρα δύο τέκνων, ενός ενήλικου τέκνου και ενός ανήλικου τέκνου, τα οποία διαβιούν στην Ακτή Ελεφαντοστού μαζί με τον βιολογικό τους πατέρα. Ως προς την πατρική της οικογένεια ισχυρίστηκε ότι οι γονείς της έχουν αποβιώσει και πως έχει 6 αδέρφια τα οποία διαβιούν στην Ακτή Ελεφαντοστού και με τα οποία δε διατηρεί επικοινωνία. Ως προς το εκπαιδευτικό της επίπεδο ισχυρίστηκε πως έχει λάβει βασική εκπαίδευση καθώς και ότι έχει παρακολουθήσει επιμορφωτικό πρόγραμμα εκπαίδευσης για το επάγγελμα της ταμία. Ως προς την επαγγελματική της εμπειρία η Αιτήτρια προέβαλε πως εργαζόταν ως ταμίας σε σούπερ-μάρκετ.
Αναφορικά με το ταξίδι της από τη χώρα καταγωγής της προς τη Δημοκρατία, η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι αναχώρησε από τη χώρα καταγωγή της περί τις 9 Ιουνίου 2018 (βλ. ερυθρά 45 7Χ του Δ.Φ.). Αρχικά δήλωσε ότι μετέβη στο Μαρόκο, όπου και σκόπευε να παραμείνει για κάποιο διάστημα, ωστόσο καθώς ο φερόμενος διώκτης της ανακάλυψε το που βρίσκεται έφυγε από το Μαρόκο για τη Δημοκρατία (βλ. ερυθρά 44 1Χ – 3Χ του Δ.Φ.). Σχετικά με την παραμονή της στο Μαρόκο η Αιτήτρια δήλωσε ότι στο αεροδρόμιο θα την συναντούσε ένας άντρας ο οποίος θα την φιλοξενούσε στην Καζαμπλάνκα (βλ. ερυθρά 43 του Δ.Φ.).
Η Αιτήτρια δήλωσε ότι έμεινε με τον συγκεκριμένο άντρα, τον οποίο δε γνώριζε ωστόσο καταγόταν επίσης από την Ακτή Ελεφαντοστού, για διάστημα τριών μηνών. Κληθείσα να περιγράψει την καθημερινότητά της με τον συγκεκριμένο άντρα η Αιτήτρια προέβαλε ότι της συμπεριφερόταν όπως θα συμπεριφερόταν κάποιος σε μία άγνωστη. Προσέθεσε ότι μαζί τους ζούσε και η σύντροφος του συγκεκριμένου άντρα. Κατά την παραμονή της εκεί η Αιτήτρια δήλωσε ότι προσπαθούσε να βρει εργασία ωστόσο, επειδή χρησιμοποιούσε το κινητό της τηλέφωνο προκειμένου να επικοινωνεί σε καθημερινή βάση με τα παιδιά της, εντοπίστηκε η τοποθεσία της από τον φερόμενο διώκτη της και, έτσι, αναγκάστηκε να φύγει από τη χώρα (βλ. ερυθρά 42 του Δ.Φ.).
Ως προς τα επόμενα στάδια του ταξιδιού της, η Αιτήτρια προέβαλε πως η μετάβασή της προς τις μη ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές οργανώθηκε από το ίδιο άτομο που οργάνωσε το ταξίδι της από την Ακτή Ελεφαντοστού προς το Μαρόκο. Εν συνεχεία περιέγραψε πως, όταν έφτασε στις μη ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές, τη συνάντησε ένα ζευγάρι Νιγηριανών. Μαζί με το συγκεκριμένο ζευγάρι βρισκόταν και ο σύντροφός της ο οποίος είχε αναχωρήσει πριν από εκείνη από την Ακτή Ελεφαντοστού (βλ. ερυθρά 41 του Δ.Φ.).
Σχετικά με την παραμονή της στις μη ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές, η Αιτήτρια δήλωσε ότι με την άφιξή της έλαβε άδεια παραμονής για ένα μήνα και πως παρέμεινε εκεί για διάστημα μίας εβδομάδας. Υποστήριξε περαιτέρω ότι δε γνώριζε εκ των προτέρων το ζευγάρι που την παρέλαβε στο αεροδρόμιο. Κατά το διάστημα που διέμενε στην οικία του ζευγαριού, η Αιτήτρια δήλωσε ότι η γυναίκα της είπε ότι το ταξίδι της δεν είχε τελειώσει εκεί, ωστόσο δεν της έλεγε που επρόκειτο να πάει παρ’ όλο που η Αιτήτρια την ρώτησε σχετικώς. Περαιτέρω υποστήριξε ότι κατά την παραμονή της στο συγκεκριμένο σπίτι δεν είχε στην κατοχή της το διαβατήριό της και τα προσωπικά της αντικείμενα καθώς δεν είχε αρκετά χρήματα στην κατοχή της προκειμένου να αποπληρώσει τα έξοδα του ταξιδιού της (βλ. ερυθρά 40 του Δ.Φ.). Επιπλέον, η Αιτήτρια προέβαλε ότι δε γνώριζε πως ο σύντροφός της βρισκόταν επίσης στις μη ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές (βλ. ερυθρά 39 του Δ.Φ.).
Ερωτηθείσα ως προς το εάν της ζητήθηκε να κάνει κάτι με το οποίο η ίδια δεν ένιωθε άνετα η Αιτήτρια περιέγραψε ότι μία ημέρα, καθώς επέστρεφε μαζί με τη γυναίκα που τη φιλοξενούσε από το σούπερ – μάρκετ, της είπε ότι ένας άντρας που διέμενε στην ίδια γειτονιά ήθελε να συνευρεθεί σεξουαλικώς μαζί της επ’ αμοιβής και πως του έδωσε τον αριθμό της Αιτήτριας, λέγοντάς της να δεχθεί και να του ζητήσει το ποσό των 300 ευρώ, ήτοι το ποσό που η Αιτήτρια θα έπρεπε να καταβάλει στο συγκεκριμένο ζευγάρι. Η Αιτήτρια δήλωσε ότι ήταν η πρώτη φορά που της ζητήθηκε κάτι τέτοιο και προσέθεσε ότι αρνήθηκε τη συγκεκριμένη πρόταση καθώς και πως εν τέλει κατέβαλε το χρηματικό ποσό με τη βοήθεια ενός φίλου της που της έστειλε τα χρήματα μέσω της υπηρεσίας Western Union (βλ. ερυθρά 39, 38 του Δ.Φ.).
Σχετικά με τους λόγους για τους οποίους φέρεται να εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της, η Αιτήτρια, κατά το σκέλος της ελεύθερης αφήγησής της, δήλωσε ότι περί το 2015 – 2016 ένας τακτικός πελάτης στο κατάστημα όπου εργαζόταν, ονόματι Madou Francis και ο οποίος εργαζόταν στη δικαστική αστυνομία, ξεκίνησε να την πιέζει να παντρευτούν. Η Αιτήτρια δήλωσε ότι η ίδια δεν ήθελε κάτι τέτοιο καθώς είχε ήδη σύντροφο ωστόσο ο άνθρωπος αυτός δεν δέχτηκε την άρνησή της και ξεκίνησε να την παρενοχλεί και να την παρακολουθεί. Η Αιτήτρια προέβαλε πως ανακάλυψε την οικία όπου διέμενε, την εκκλησία στην οποία πήγαινε τις Κυριακές, την οικία στην οποία διέμενε ο ένας θείος της καθώς και το όνομα του συντρόφου της. Συνεχίζοντας την αφήγησή της η Αιτήτρια προσέθεσε ότι μία ημέρα ο εν λόγω άνθρωπος συναντήθηκε με τον θείο της, του προσέφερε χρήματα και του ζήτησε να παντρευτεί την Αιτήτρια. Καθώς ο θείος της Αιτήτριας είπε ότι δε μπορεί να την αναγκάσει να τον παντρευτεί καθώς είναι μία ενήλικη γυναίκα, τότε ο άντρας αυτός ξεκίνησε να απειλεί τόσο τον θείο της Αιτήτριας όσο και τον σύντροφό της, στέλνοντας άτομα στην οικία του τελευταίου προκειμένου να τον κακοποιήσουν σωματικά. Η Αιτήτρια επιπλέον δήλωσε ότι περί το 2016 – 2017 ο άντρας αυτός άρχισε να στέλνει απειλές κατά της ζωής των παιδιών της Αιτήτριας, τα οποία διέμεναν με τον βιολογικό τους πατέρα και να απειλεί πως εάν η Αιτήτρια δεν μετακομίσει στην οικία του τότε θα σκοτώσει όλους τους κοντινούς της ανθρώπους.
Εν συνεχεία περιέγραψε ένα περιστατικό κατά το οποίο έλαβε από τον άντρα αυτό φωτογραφίες των παιδιών της στην εφαρμογή WhatsApp, οι οποίες συνοδευόντουσαν από το μήνυμα ότι θα στείλει κάποιον να την πάρει από τη δουλειά της και να την πάει στο σπίτι του και σε περίπτωση που αρνηθεί τότε θα βλάψει τα παιδιά της. Καθώς η Αιτήτρια δεν ήθελε να πάθουν κάτι τα παιδιά της δέχτηκε την πρόταση του άντρα αυτού και μετέβη στην οικία του στο Koumassi όπου και διέμεινε για διάστημα δύο ετών. Αναφορικά με τις συνθήκες διαμονής της στην οικία του, η Αιτήτρια προέβαλε πως δεχόταν σεξουαλική βία τόσο από τον ίδιο όσο και από φίλους του, οι οποίοι έρχονταν στην οικία του και βίαζαν την Αιτήτρια. Η Αιτήτρια δήλωσε ότι δεν είχε το δικαίωμα να αρνηθεί κάτι τέτοιο και σε περίπτωση που εκδήλωνε διαφορετική άποψη τότε δεχόταν σωματική βία και χτυπήματα. Προσέθεσε ότι δεν είχε το δικαίωμα να εξέρχεται της οικίας μόνη της και πως πάντα συνοδευόταν από κάποιο άλλο πρόσωπο και πως περί τα τέλη του 2017 με αρχές του 2018 δεν έβγαινε καθόλου από το σπίτι και δε μπορούσε να πηγαίνει ούτε έως την εκκλησία.
Η Αιτήτρια συνέχισε αναφέροντας ότι μία ημέρα δύο φίλοι του ανθρώπου αυτού ήρθαν στην οικία του και ήθελαν να συνευρεθούν μαζί της. Η Αιτήτρια αρνήθηκε και λόγω της άρνησής της κακοποιήθηκε σωματικά. Κατά τη διάρκεια της κακοποίησής της το ισχυρίστηκε πως το βραστό νερό που κρατούσε την τραυμάτισε με αποτέλεσμα να φέρει ακόμα σημάδια στο σώμα της. Η Αιτήτρια προσέθεσε ότι δεν διακομίστηκε στο νοσοκομείο αλλά την επόμενη ημέρα ήρθε ένας συνάδελφος του εν λόγω άντρα ο οποίος ήταν γιατρός και της χορήγησε κάποιες ενέσεις.
Η Αιτήτρια τελείωσε την αφήγησή της λέγοντας ότι δύο μήνες μετά τη βοήθησε μία φίλη της, η οποία πληροφορήθηκε ότι η Αιτήτρια δεν είχε παρουσιαστεί στη δουλειά της για διάστημα δύο μηνών. Τότε η φίλη της Αιτήτριας μετέβη στην οικία του άντρα, ο οποίος τη στιγμή εκείνη δε βρισκόταν εκεί. Η Αιτήτρια δήλωσε πως αρχικά δεν άφηναν τη φίλη της να εισέλθει στην οικία, ωστόσο η Αιτήτρια παρακάλεσε τους φύλακες να την αφήσουν. Όταν η φίλη της είδε την κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει η Αιτήτρια αποφάσισε να την βοηθήσει να αποδράσει (βλ. ερυθρά 37 1Χ – 3Χ, 36 1Χ – 3Χ του Δ.Φ.).
Ερωτηθείσα εάν έχει να προσθέσει κάτι περαιτέρω ως προς τους λόγους που την ώθησαν στο να φύγει από την Ακτή Ελεφαντοστού, η Αιτήτρια προέβαλε ότι ο συγκεκριμένος άνθρωπος την απειλούσε με όπλο και της έλεγε ότι εάν δεν τον παντρευτεί τότε θα την σκοτώσει καθώς και ότι όπου και να πάει εκείνος θα την βρει (βλ. ερυθρά 35 1Χ του Δ.Φ.).
Κατά τη διάρκεια της διερεύνησης του ανωτέρω αφηγήματος, ο αρμόδιος λειτουργός έθεσε στην Αιτήτρια σειρά διευκρινιστικών ερωτήσεων. Ερωτηθείσα ως προς τη φύση των απειλών που δεχόταν, η Αιτήτρια επανέλαβε ότι οι απειλές περιστρέφονταν γύρω από το ότι εάν δεν την παντρευτεί τότε θα την σκοτώσει. Η Αιτήτρια προέβαλε δε ότι οι συγκεκριμένες απειλές λέγονταν πρόσωπο με πρόσωπο και πως τις περισσότερες φορές τα απειλητικά περιστατικά συνέβαιναν είτε στον χώρο εργασίας της είτε στην οικία της. Ως προς το διάστημα που κράτησαν οι απειλές, ήτοι έως ότου η Αιτήτρια μετακόμισε στο σπίτι του συγκεκριμένου άντρα, η Αιτήτρια δήλωσε ότι αυτό συνέβαινε μεταξύ 2015 – 2016 και σε καθημερινή βάση είτε από τον ίδιο είτε από άλλους που εργάζονταν για λογαριασμό του. Περαιτέρω, αναφορικά με τον τρόπο με τον οποίο έμαθε το που διαβιούσε η οικογένειά της, η Αιτήτρια ισχυρίστηκε πως την ακολουθούσε είτε ο ίδιος είτε κάποιοι άντρες που εργάζονταν για λογαριασμό του (βλ. ερυθρά 35 του Δ.Φ.). Η Αιτήτρια ερωτήθηκε και για το περιεχόμενο των απειλών που προέρχονταν από τα ανωτέρω άτομα, και αποκρίθηκε ότι της έλεγαν ότι τους έστειλε ο κύριος Madou. Προσέθεσε ότι δεν έκαναν κάτι στην ίδια, ωστόσο είχαν ξυλοκοπήσει τον σύντροφό της (βλ. ερυθρά 35 2Χ του Δ.Φ.).
Ως προς την γνωριμία τους, η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι γνωρίστηκαν το 2015 όταν ήρθε ως πελάτης στο κατάστημα όπου εργαζόταν. Ερωτηθείσα σχετικά με την παρενόχληση που υποστήριξε ότι βίωνε από τον εν λόγω άντρα, η Αιτήτρια δήλωσε πως την ενοχλούσε ακόμα και έπειτα από την άρνησή της καθώς και ότι την είχε παρακολουθήσει (βλ. ερυθρά 35 3Χ του Δ.Φ). Σχετικά με την κατ’ ισχυρισμόν παρακολούθηση, έπειτα από σχετική ερώτηση του λειτουργού, η Αιτήτρια επανέλαβε ότι είχε μάθει τον τόπο διαμονής της και πως παρακολουθούσε την οικογένειά της και τα παιδιά της (βλ. ερυθρά 34 1Χ του Δ.Φ.).
Ο αρμόδιος λειτουργός ζήτησε από την Αιτήτρια να αναφερθεί σε κάποιο περιστατικό πλην των όσων είχε ήδη αναφέρει και το οποίο να αφορούσε την περίοδο 2015 – 2016. Η Αιτήτρια περιέγραψε ένα περιστατικό κατά το οποίο μία ημέρα, ενώ είχε πάρει ταξί για να επιστρέψει στην οικία της, ο οδηγός του ταξί άλλαξε τη διαδρομή και την οδήγησε στο δάσος Banco Yubongo. Εκεί της είπε ότι μία ημέρα θα εξαφανιστεί η ίδια και τα παιδιά της και πως το δάσος αυτό είναι γεμάτο με εγκληματίες κι δολοφόνους. Έπειτα την άφησε στην άκρη του δρόμου κι έφυγε, και η Αιτήτρια επέστρεψε με τη βοήθεια διερχόμενων οδηγών στην πόλη και υπέβαλε αναφορά στην αστυνομία. Ερωτηθείσα σχετικώς, η Αιτήτρια δήλωσε ότι η αστυνομία απλώς της πήρε κατάθεση και δεν προέβη σε κάποια άλλη ενέργεια. Αναφορικά με τον τρόπο που η Αιτήτρια γνωρίζει πως το εν λόγω περιστατικό συνδέεται με τον φερόμενο διώκτη της, η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι έκανε τη σύνδεση όταν ο οδηγός του ταξί της είπε πως θα εξαφανιστεί εάν δεν δεχτεί αυτό που της ζητείται (βλ. ερυθρά 34 του Δ.Φ.).
Σχετικά με την ημέρα που η Αιτήτρια πήγε να διαμείνει στο σπίτι του κατ’ ισχυρισμόν διώκτη της, η Αιτήτρια προέβαλε ότι εκείνη την ημέρα βρισκόταν στην εργασία της και ξεκίνησε να δέχεται στο κινητό της τηλέφωνο μηνύματα από αυτόν, συνοδευόμενα από φωτογραφίες των παιδιών της και απειλές σχετικά με το ότι εάν δεν πάει σπίτι του τότε δεν θα ξαναδεί τα παιδιά της. Η Αιτήτρια δήλωσε ότι διέμενε στην οικία του από το 2016 έως το 2018, οπότε και κατόρθωσε να δραπετεύσει. Ως προς τη σωματική κακοποίηση που ισχυρίστηκε πως βίωνε, η Αιτήτρια είπε ότι κάθε φορά που επέστρεφε και βρισκόταν σε κακή διάθεση την χτυπούσε. Επιπλέον, εάν εκείνος ήθελε να συνευρεθούν σεξουαλικά και εκείνη όχι τότε την χτυπούσε ξανά και εν συνεχεία τη βίαζε (βλ. ερυθρά 34 1Χ του Δ.Φ.). Αναφορικά με το περιστατικό σωματικής βίας που η Αιτήτρια περιέγραψε κατά την ελεύθερη αφήγησή της, ερωτήθηκε ως προς το εάν έλαβε κάποιου είδους ιατρική βοήθεια και αποκρίθηκε ότι, εκτός από το καυτό νερό που χύθηκε πάνω της, τραυματίστηκε με μαχαίρι στα πλευρά της και δεν της επετράπη να πάει στο νοσοκομείο (βλ. ερυθρά 33 1Χ του Δ.Φ.).
Σε περαιτέρω διευκρινιστικές ερωτήσεις, ζητήθηκε από την Αιτήτρια να περιγράψει εάν προέβη σε κάποια προσπάθεια διαφυγής. Η Αιτήτρια περιέγραψε ότι η πρώτη προσπάθεια διαφυγής της ήταν το 2016, ενώ διαβιούσε εκεί για έξι μήνες. Δήλωσε πως προσπάθησε να αποδράσει προσποιούμενη ότι πήγαινε στη δουλειά της, ενώ στην πραγματικότητα θα πήγαινε στο σπίτι μίας φίλης της. Ωστόσο ο διώκτης της την ανακάλυψε. Περιγράφοντας τον τρόπο που την ανακάλυψε η Αιτήτρια δήλωσε ότι άκουσε την τηλεφωνική της συνομιλία και, καθώς ήξερε προς τα που κατευθυνόταν, η αστυνομία σταμάτησε το ταξί στο οποίο επέβαινε για έλεγχο μεταξύ Abidjan και Grand Bassam. Συνέχισε λέγοντας ότι η αστυνομία τους καθυστέρησε έως ότου ο άντρας αυτός ήρθε και την πήρε πίσω στην οικία του όπου και την κακοποίησε σωματικά (βλ. ερυθρά 33 2Χ, 3Χ του Δ.Φ.).
Ως προς την επιτυχημένη προσπάθεια απόδρασής της η Αιτήτρια υποστήριξε ότι, μετά την αποτυχημένη της προσπάθεια, άρχισε να προσποιείται ότι θέλει να διαμένει στο εν λόγω οίκημα και έκανε τα πάντα για να κερδίσει την εμπιστοσύνη του. Εν συνεχεία η Αιτήτρια περιέγραψε πως, όταν η φίλη της τής είπε ότι είχε όλα τα έγγραφά της έτοιμα προκειμένου να ταξιδέψει, βρήκε μια δικαιολογία προκειμένου να φύγει από το σπίτι μόνη της και να συναντήσει τον οδηγό του ταξί που θα την απομάκρυνε. Ειδικότερα, δήλωσε πως ζήτησε να πάει στο φαρμακείο. Όταν έφτασε στο φαρμακείο συναντήθηκε με τον οδηγό του ταξί και έφυγε. Ως προς το που βρισκόταν ο φερόμενος διώκτης της την δεδομένη στιγμή, η Αιτήτρια δήλωσε πως εκείνη την περίοδο έλειπε για διάστημα τριών ημερών στο εσωτερικό της χώρας (βλ. ερυθρά 33 4Χ, 5Χ του Δ.Φ.).
Κληθείσα να δηλώσει εάν προσπάθησε να αποταθεί στις αρχές της χώρας καταγωγής της, η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι το προσπάθησε πολλές φορές (βλ. ερυθρά 33 6Χ του Δ.Φ.). Ζητήθηκαν περισσότερες πληροφορίες από την Αιτήτρια και αυτή προέβαλε ότι πήγε τουλάχιστον σε τέσσερις διαφορετικούς αστυνομικούς σταθμούς, ωστόσο εκεί της είπαν ότι η υπόθεσή της αφορά ζήτημα που άπτεται της δικαστικής εξουσίας και πως δε μπορούν να κάνουν κάτι για να τη βοηθήσουν (βλ. ερυθρά 32 1Χ, 2Χ του Δ.Φ.). Εν συνεχεία ζητήθηκε από την Αιτήτρια να διευκρινίσει τον τρόπο που κατέστη εφικτή η μετάβασή της στην αστυνομία τέσσερις φορές από τη στιγμή που ο φερόμενος διώκτης της, όντας και ο ίδιος αστυνομικός, θα το ανακάλυπτε. Η Αιτήτρια προέβαλε ότι κάθε φορά που μετέβαινε στην αστυνομία έπαιρνε και το σχετικό ρίσκο, σκεπτόμενη ότι μία γυναίκα που έχει υποστεί βία πρέπει να τύχει προστασίας από τις αρχές. Προσέθεσε δε πως κάθε φορά, όταν ο φερόμενος διώκτης της επέστρεφε στην οικία, της έλεγε πως έμαθε ότι αποτάθηκε στις αρχές και πως σπαταλά τον χρόνο της προσπαθώντας να λάβει βοήθεια από την αστυνομία (βλ. ερυθρά 32 4Χ, 5Χ του Δ.Φ.).
Τέλος, ζητήθηκε από την Αιτήτρια να αποσαφηνίσει το ότι τα παιδιά της είναι ασφαλή σε συνδυασμό με τις προηγούμενες δηλώσεις της περί του ότι ο φερόμενος διώκτης της τής είχε πει ότι θα στοχοποιούσε τα παιδιά της. Στην εν λόγω ερώτηση η Αιτήτρια απάντησε προβάλλοντας πως τα παιδιά της είναι καλά επειδή ζουν με τον πατέρα τους, ο οποίος γνωρίζει για τις απειλές ωστόσο ο ίδιος κατέχει ανώτερο αξίωμα στην αστυνομία και, συνεπώς, μπορεί να προστατεύσει τα παιδιά του (βλ. ερυθρά 32 5Χ του Δ.Φ.).
Ερωτηθείσα τι φοβάται ότι θα της συμβεί σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής, η Αιτήτρια δήλωσε ότι σε περίπτωση που δε δεχτεί να παντρευτεί τον εν λόγω άνθρωπο τότε εκείνος θα την σκοτώσει. Προσέθεσε δε ότι η αστυνομία δε μπορεί να την βοηθήσει (βλ. ερυθρά 32 1Χ του Δ.Φ.).
Ερωτηθείσα ως προς το εάν θα μπορούσε να μετεγκατασταθεί σε άλλη περιοχή της Ακτής Ελεφαντοστού η Αιτήτρια απάντησε αρνητικά, λέγοντας πως όπου και να πάει εντός της επικράτειας της χώρας ο κατ’ ισχυρισμόν διώκτης της θα την εντοπίσει (βλ. ερυθρά 32 3Χ του Δ.Φ.).
Ακολούθως, ο αρμόδιος λειτουργός διέκρινε δύο (2) ουσιώδεις ισχυρισμούς απορρέοντες από το αφήγημα της Αιτήτριας.
Ο πρώτος ισχυρισμός αφορά τα προσωπικά στοιχεία, τη χώρα καταγωγής και τον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής της Αιτήτριας, ο οποίος και έγινε αποδεκτός. Ειδικότερα, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι η Αιτήτρια υπήρξε συνεκτική ως προς τον τόπο καταγωγής και συνήθους διαμονής της, ήτοι ως προς το ότι είναι υπήκοος Ακτής Ελεφαντοστού με τόπο καταγωγής το Eouma Koffikro και συνήθους διαμονής το Koumassi, όπου και διέμενε κατά τα τελευταία δύο έτη πριν την αναχώρησή της από τη χώρα καταγωγής της. Συνεκτική κρίθηκε επίσης και αναφορικά με το εκπαιδευτικό της υπόβαθρο, την επαγγελματική της εμπειρία, το θρήσκευμα και την εθνοτική της ομάδα. Παράλληλα εξωτερικές πηγές πληροφόρησης και διεθνείς πηγές χαρτογράφησης επιβεβαίωσαν τα τοπωνύμια που ανέφερε η Αιτήτρια ενώπιον του λειτουργού, ενώ η ταυτότητα της Αιτήτριας επιβεβαιώθηκε και από το πρωτότυπο διαβατήριο που προσκόμισε η Αιτήτρια κατά την υποβολή της αίτησής της για διεθνή προστασία.
Ο δεύτερος ουσιώδης ισχυρισμός, ήτοι το ότι η Αιτήτρια κρατήθηκε αιχμάλωτη σε μία καταναγκαστική σχέση, απορρίφθηκε από τον αρμόδιο λειτουργό καθώς κρίθηκε ότι η Αιτήτρια δεν κατέστη εφικτό να στοιχειοθετήσει επαρκώς την εσωτερική του αξιοπιστία. Ειδικότερα, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι οι ισχυρισμοί της Αιτήτριας δεν διακατέχονταν από τον απαιτούμενο βαθμό λεπτομέρειας, δεν υπήρξαν συγκεκριμένοι και σαφείς και η Αιτήτρια υπήρξε γενικόλογη αναφορικά με βασικά στοιχεία που άπτονταν του πυρήνα του ισχυρισμού της. Ενδεικτικά αναφέρθηκε από τον λειτουργό η αδυναμία της Αιτήτριας να παρασχέσει σαφείς και συγκεκριμένες πληροφορίες αναφορικά με τις κατ’ ισχυρισμόν απειλές που δεχόταν, την παρενόχληση που βίωνε, τις προσπάθειες απόδρασής της αλλά και τις προσπάθειές της για να ζητήσει προστασία από τις αρχές της χώρας καταγωγής της. Παρ’ όλο που ο αρμόδιος λειτουργός αξιολόγησε πως η Αιτήτρια ήταν σε θέση να περιγράψει με λεπτομέρεια και συγκεκριμένο τρόπο την κακοποίηση που υπέστη, εντούτοις κρίθηκε ότι δεν υπήρξε σαφής και συνεκτική ως προς την έκταση του εγκλεισμού της και την δυνατότητά της να επισκέπτεται αστυνομικά τμήματα από τη στιγμή που ισχυρίστηκε ότι δεν είχε τη δυνατότητα να εξέρχεται της οικίας όπου διέμενε.
Προχωρώντας σε πιο λεπτομερή ανάλυση των ισχυρισμών της Αιτήτριας, ο αρμόδιος λειτουργός επεσήμανε σχετικά με τον κακοποιητή της πως η Αιτήτρια τον συνάντησε κατά τη διάρκεια της εργασίας της, όπου εκείνος ερχόταν ως πελάτης και εν συνεχεία ξεκίνησε να την παρενοχλεί και να την παρακολουθεί. Ως προς την παρενόχληση και τις απειλές ο αρμόδιος λειτουργός παρέθεσε χωρίς να αξιολογήσει τα λεγόμενα της Αιτήτριας τα οποία περιστρέφονταν γύρω από το ότι ο συγκεκριμένος άντρας ξεκίνησε να παρενοχλεί τον θείο της αφότου ζήτησε από αυτόν την Αιτήτρια σε γάμο καθώς και αναφορικά με το ότι παρακολουθούσε τον σύντροφό της και την υπόλοιπη οικογένειά της. Περαιτέρω, σχετικά με το πως η Αιτήτρια βρέθηκε σε καθεστώς αιχμαλωσίας από τον φερόμενο κακοποιητή της ο αρμόδιος λειτουργός επίσης παρέθεσε χωρίς να προβεί σε κάποια σχετική αξιολόγηση τους ισχυρισμούς της Αιτήτριας αναφορικά με το ότι η τελευταία αναγκάστηκε να ξεκινήσει να διαμένει με τον φερόμενο κακοποιητή της έπειτα από απειλές που δέχτηκε από εκείνον και οι οποίες αφορούσαν την ασφάλεια των παιδιών της. Συνεχίζοντας στην κατ’ ισχυρισμόν κακοποίηση της Αιτήτριας, ο αρμόδιος λειτουργός παρέθεσε χωρίς να διεξαχθεί αξιολόγηση τα λεγόμενά της σχετικά με το ότι ο συγκεκριμένος άντρας την εξανάγκαζε σε σεξουαλικές πράξεις χωρίς τη συγκατάθεσή της και περί του ότι υφίστατο σωματική βία και απειλές για τη ζωή της. Παρατέθηκαν επίσης τα λεγόμενά της που περιστρέφονταν γύρω από το ότι δε μπορούσε να εξέλθει της οικίας όπου διέμενε χωρίς να έχει συνοδεία.
Στη συνέχεια, και σχετικά με τις κατά πρόσωπο απειλές που η Αιτήτρια προέβαλε πως δέχτηκε κατά το διάστημα 2015 – 2016, ο αρμόδιος λειτουργός αξιολόγησε πως η Αιτήτρια υπήρξε ανεπαρκής ως προς την περιγραφή τους και δεν κατέστη εφικτό να τις στοιχειοθετήσει. Περαιτέρω, ως προς τη φύση της παρενόχλησης και της παρακολούθησης που η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι δεχόταν από τον συγκεκριμένο άντρα ο αρμόδιος λειτουργός ομοίως έκρινε ότι η Αιτήτρια δεν εισέφερε τον απαιτούμενο βαθμό λεπτομέρειας στις δηλώσεις της. Ο λειτουργός αξιολόγησε τα λεχθέντα από την Αιτήτρια ως γενικά και αόριστα, ενώ ως προς το περιστατικό με τον οδηγό του ταξί που περιέγραψε η Αιτήτρια ο αρμόδιος λειτουργός κατέληξε ότι δεν επετεύχθη η σύνδεση του συγκεκριμένου περιστατικού με τον φερόμενο διώκτη της.
Συνεχίζοντας με την αξιολόγηση των προσπαθειών διαφυγής της Αιτήτριας, ο αρμόδιος λειτουργός τόνισε ότι η περιγραφές της στερούνταν συνοχής και περιείχαν υπεκφυγές, ενώ έκρινε ότι η Αιτήτρια δεν κατέστη εφικτό να στοιχειοθετήσει τις ειλικρινείς προσπάθειες διαφυγής της από τον φερόμενο κακοποιητή της.
Παράλληλα, και σχετικά με τις προσπάθειες της Αιτήτριας να αποταθεί στις αρχές της χώρας καταγωγής της, κρίθηκε από τον αρμόδιο λειτουργό ότι η Αιτήτρια υπήρξε αντιφατική στους ισχυρισμούς της. Ο αρμόδιος λειτουργός παρέθεσε τα λεγόμενά της τα οποία αφενός μεν περιστρέφονταν γύρω από το ότι δε μπορούσε να εξέλθει της οικίας όπου διέμενε μόνη της, και αφετέρου δε σχετικά με το ότι η Αιτήτρια κατέστη εφικτό να παρουσιαστεί μόνη της σε αστυνομικά τμήματα περί τις τέσσερις φορές και να υποβάλει αναφορά για την κακοποίηση που βίωνε. Τονίστηκε δε ότι τα ως άνω αντιφατικά λεγόμενα της Αιτήτριας αντιπαρατέθηκαν σε αυτή για αποσαφήνιση, ωστόσο η Αιτήτρια δήλωσε ασαφώς ότι ο φερόμενος κακοποιητής της γνώριζε για την υποβολή των συγκεκριμένων αναφορών.
Τέλος, ο αρμόδιος λειτουργός παρέθεσε χωρίς να προχωρήσει σε αξιολόγηση τις δηλώσεις της Αιτήτριας αναφορικά με τον κίνδυνο που ισχυρίστηκε ότι διέτρεχαν τα τέκνα της από τον συγκεκριμένο άντρα και συγκεκριμένα για το ότι, αν και η ίδια εγκατέλειψε την Ακτή Ελεφαντοστού, δεν έχει συμβεί κάτι στα παιδιά της, εν αντιθέσει με τις απειλές του κατ’ ισχυρισμόν κακοποιητή της.
Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού ο αρμόδιος λειτουργός επεσήμανε πως τα όσα ανέφερε η Αιτήτρια αποτελούν ισχυρισμούς που άπτονται της σφαίρας της ιδιωτικής της ζωής και, συνεπώς, δεν είναι εφικτή η επιβεβαίωσή τους από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης. Ωστόσο, ο αρμόδιος λειτουργός προχώρησε σε παράθεση γενικών πληροφοριών για τη χώρα καταγωγής της Αιτήτριας αναφορικά με την κατάσταση των γυναικών και ιδιαίτερα αναφορικά με τη βία κατά των γυναικών. Με βάση τις συγκεκριμένες πληροφορίες διαφαίνεται πως στην Ακτή Ελεφαντοστού τα περιστατικά έμφυλης βίας, συμπεριλαμβανομένης της σεξουαλικής βίας, είναι ευρέως διαδεδομένα, ενώ η ατιμωρησία των θυτών παραμένει ένα σημαντικό πρόβλημα για τη χώρα.
Υπό το φως του αποδεκτού ισχυρισμού σχετικά με τα προσωπικά στοιχεία και τη χώρα καταγωγής της Αιτήτριας, οι Καθ’ ων η αίτηση συνήγαγαν κατά την αξιολόγηση κινδύνου, ότι σε περίπτωση επιστροφής της στην Ακτή Ελεφαντοστού η Αιτήτρια δεν φέρει βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης και δεν υπάρχει εύλογη πιθανότητα να κινδυνεύσει με σοβαρή βλάβη. Ειδικότερα ο αρμόδιος λειτουργός παρέθεσε πληροφορίες γενικού περιεχομένου για τη χώρα καταγωγής της Αιτήτριας, σύμφωνα με τις οποίες η κατάσταση ασφαλείας της χώρας έχει βελτιωθεί τα τελευταία χρόνια, με αποτέλεσμα πολλοί πολίτες της χώρας που ήταν εκτοπισμένοι ή πρόσφυγες σε γειτονικές χώρες να έχουν επιστρέψει στην Ακτή Ελεφαντοστού.
Προχωρώντας στη νομική ανάλυση, οι Καθ΄ ων η αίτηση κατέληξαν στο ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις υπαγωγής της Αιτήτριας σε ένα από τους πέντε λόγους που εξαντλητικά προβλέπονται από το άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου και ως εκ τούτου δεν δικαιούται προσφυγικό καθεστώς.
Επιπλέον, κρίθηκε ότι σε περίπτωση επιστροφής της στην Ακτή Ελεφαντοστού, η Αιτήτρια δεν θα κινδυνεύσει με θανατική ποινή ή εκτέλεση σύμφωνα με το άρθρο 15(α) της Οδηγίας, ούτε ενδέχεται να υποστεί βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία δυνάμει του άρθρου 15(β) της Οδηγίας.
Αναφορικά δε με το άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, οι Καθ’ ων η αίτηση κατέληξαν επίσης στο ότι η Αιτήτρια δεν θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη υπό την έννοια του συγκεκριμένου άρθρου σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής και ως εκ τούτου, το ενδεχόμενο υπαγωγής της σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας απορρίφθηκε.
Αξιολογώντας λοιπόν τα όσα έχουν ανωτέρω αναφερθεί υπό το φως και των νομοθετημένων προνοιών και μελετώντας επισταμένως τόσο την Έκθεση/Εισήγηση του λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου όσο και τους λοιπούς ισχυρισμούς της Αιτήτριας ως αυτοί παρουσιάστηκαν τόσο κατά την διοικητική διαδικασία όσο και κατά την ενώπιόν μου δικαστική διαδικασία, καταλήγω στα εξής:
Όσον αφορά τον αποδεκτό ισχυρισμό περί των προσωπικών στοιχείων, της χώρας καταγωγής και του τόπου συνήθους διαμονής της Αιτήτριας, θα συμφωνήσω με το συμπέρασμα των Καθ’ ων η αίτηση αναφορικά με την ύπαρξη αξιοπιστίας στα λεγόμενα της Αιτήτριας και την επιβεβαίωση των τοποθεσιών που ανέφερε από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης, διεθνείς πηγές χαρτογράφησης, καθώς και από τα πρωτότυπα ταυτοποιητικά έγγραφα της Αιτήτριας.
Αναφορικά με το ταξίδι της Αιτήτριας προς τη Δημοκρατία και τη συνεπακόλουθη παραπομπή της Αιτήτριας στις αρμόδιες αρχές λόγω των ενδείξεων που ανέκυψαν κατά τη συνέντευξή της περί του ότι ενδέχεται να είναι θύμα εμπορίας ανθρώπων, διαπιστώνω ότι ο σχετικός ισχυρισμός δεν δημιουργήθηκε και δεν αξιολογήθηκε από τον αρμόδιο λειτουργό. Για λόγους πληρότητας της απόφασης έπρεπε να είχε δημιουργηθεί ισχυρισμός υπό την ονομασία «Η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι έπεσε θύμα εκμετάλλευσης κατά το ταξίδι της από την Ακτή Ελεφαντοστού προς τη Δημοκρατία». Λόγω της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου, ωστόσο, ο συγκεκριμένος ισχυρισμός θα σχηματιστεί και θα σχολιαστεί στα πλαίσια της παρούσας απόφασης.
Αναφορικά με την εσωτερική αξιοπιστία του συγκεκριμένου ισχυρισμού διαπιστώνω ότι η Αιτήτρια υπήρξε ανεπαρκής στις δηλώσεις της αναφορικά με τις συνθήκες του ταξιδιού της από την Ακτή Ελεφαντοστού προς τη Δημοκρατία και αναφορικά με την κατ’ ισχυρισμόν συμπεριφορά εκμετάλλευσης που αντιμετώπισε. Όσον αφορά το διάστημα κατά το οποίο η Αιτήτρια διέμεινε στο Μαρόκο, παρατηρώ ότι η Αιτήτρια υπήρξε αόριστη και γενικόλογη ως προς τον τρόπο που εντοπίστηκε από τον φερόμενο διώκτη της. Η εξήγησή της περί του ότι ο τηλεφωνικός της αριθμός εντοπίστηκε, και μαζί με αυτόν εντοπίστηκε και η τοποθεσία της, από τον φερόμενο διώκτη της λόγω του ότι καλούσε επί καθημερινής βάσεως τα παιδιά της στερείται ευλογοφάνειας και λογικής εξήγησης (βλ. ερυθρά 42 του Δ.Φ.). Περαιτέρω, αναφορικά με τις συνθήκες μετάβασής της από το Μαρόκο στις μη ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές, καθώς και αναφορικά με την παραμονή της σε αυτές, διαπιστώνω πως η Αιτήτρια υπήρξε εξίσου αόριστη και γενικόλογη στις δηλώσεις της. Αρχικώς, παρατηρώ ότι στερείται ευλογοφάνειας η τυχαία συνάντησή της με τον σύντροφό της από την Ακτή Ελεφαντοστού, ο οποίος την παρέλαβε από το αεροδρόμιο μαζί με ένα άγνωστο ζευγάρι νιγηριανών υπηκόων. Περαιτέρω, κατά την παραμονή της ιδίας και του συντρόφου της με το ζευγάρι νιγηριανών υπηκόων, δε μπορώ να παραβλέψω ότι οι δηλώσεις της Αιτήτριας στερούνταν συνοχής και βιωματικότητας. Ιδιαίτερα όσον αφορά τα λεγόμενά της περί του ότι η γυναίκα που την φιλοξενούσε της πρότεινε να συνευρεθεί ερωτικώς και επί πληρωμή με έναν γείτονά της ούτως ώστε να κατορθώσει να της αποπληρώσει το ποσό των 300 ευρώ που είχαν δαπανήσει για το ταξίδι της, παρατηρώ ότι η Αιτήτρια δεν ήταν σαφής και βιωματική ως προς την περιγραφή των συνθηκών υπό τις οποίες της ζητήθηκε κάτι τέτοιο, της δικής της αντίδρασης αλλά και των όσων επακολούθησαν της άρνησής της. Παράλληλα ο ισχυρισμός της περί του ότι η γυναίκα αυτή είχε στην κατοχή της τα ταυτοποιητικά της έγγραφα έρχεται σε αντίθεση με το ότι η Αιτήτρια προσκόμισε το διαβατήριό της κατά την υποβολή του αιτήματός της για διεθνή προστασία, ενώ δεν αιτιολόγησε επαρκώς τον τρόπο που το διαβατήριό της βρέθηκε εκ νέου στην κατοχή της (βλ. ερυθρά 39, 38 του Δ.Φ.).
Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού, ο ισχυρισμός αυτός αφορά γεγονότα τα οποία άπτονται της σφαίρας της ιδιωτικής ζωής της Αιτήτριας και, συνεπώς, δεν είναι εφικτή η αναζήτηση εξωτερικών πηγών πληροφόρησης. Διαπιστώνω, όμως, ότι συμπληρώθηκε έντυπο αναφοράς προσώπου που ενδέχεται να είναι θύμα εμπορίας ούτως ώστε να παραπεμφθεί η Αιτήτρια στις αρμόδιες υπηρεσίας (βλ. ερυθρά 94 – 75 του Δ.Φ.). Ωστόσο σύμφωνα με έτερο έγγραφο (βλ. ερυθρά 95 του Δ.Φ.), διαφαίνεται ότι η Αιτήτρια εξετάστηκε και δεν αναγνωρίστηκε ως θύμα εμπορίας. Συνεπώς, ο σχετικός ισχυρισμός απορρίπτεται.
Όσον αφορά τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό, ήτοι το ότι η Αιτήτρια κρατήθηκε αιχμάλωτη σε μία καταναγκαστική σχέση επίσης συντάσσομαι με την κατάληξη του αρμόδιου λειτουργού αναφορικά με την έλλειψη εσωτερικής αξιοπιστίας στα λεγόμενα της Αιτήτριας, διαφωνώντας ωστόσο με μέρος του σκεπτικού του αρμόδιου λειτουργού. Ανατρέχοντας στο πρακτικό της προσωπικής συνέντευξης της Αιτήτριας αλλά και στην έκθεση – εισήγηση των Καθ’ ων η αίτηση, διαπιστώνω αρχικά ότι πολλά από τα λεγόμενα της Αιτήτριας έχουν παρατεθεί από τον αρμόδιο λειτουργό χωρίς να συνοδεύονται από κάποιου είδους αξιολόγηση. Υπενθυμίζεται ότι σύμφωνα με τον πρακτικό οδηγό της EUAA για την αξιολόγηση στοιχείων και κινδύνου (‘Practical Guide on Evidence and Risk Assessment), η εσωτερική αξιοπιστία αναφέρεται στην αξιολόγηση των δηλώσεων του Αιτητή, και οποιωνδήποτε άλλων αποδεικτικών στοιχείων που υποβάλλονται από τον ίδιο, συμπεριλαμβανομένων γραπτών δηλώσεων και αποδεικτικών στοιχείων. Η εσωτερική αξιοπιστία περιλαμβάνει τους δείκτες αξιοπιστίας σχετικά με την επάρκεια των λεπτομερειών, την εξειδίκευση, καθώς και τη συνοχή και τη συνέπεια.[2] Ο αρμόδιος λειτουργός, ωστόσο, διαπιστώνω ότι σε μέρος της αξιολόγησης αξιοπιστίας του συγκεκριμένου ισχυρισμού έχει προχωρήσει σε απλή παράθεση αυτούσιων δηλώσεων της Αιτήτριας χωρίς να κάνει κάποια αναφορά στην ύπαρξη ή μη λεπτομέρειας, συνοχής και εξειδίκευσης σε αυτούς, απορρίπτοντας εν τέλει τον ισχυρισμό λόγω απουσίας εσωτερικής αξιοπιστίας.
Προχωρώντας στην ανάλυση των συγκεκριμένων χωρίων της έκθεσης – εισήγησης, όσον αφορά τη γνωριμία της Αιτήτριας με τον κατ’ ισχυρισμό διώκτη της, διαπιστώνω πως η Αιτήτρια υπήρξε επιφανειακή κατά την αναφορά της στη γνωριμία τους. Παρ’ όλη την επιφανειακή συνοχή των λεγομένων της, ήτοι περί του ότι γνωρίστηκαν στον χώρο εργασίας της όπου ο άνθρωπος αυτός ερχόταν τακτικά ως πελάτης (βλ. ερυθρά 37 1Χ, 35 3Χ του Δ.Φ.), εντούτοις η Αιτήτρια δεν κατόρθωσε να στοιχειοθετήσει τον τρόπο με τον οποίο επήλθε η γνωριμία τους σε προσωπικό επίπεδο αλλά ούτε και τον τρόπο και τα μέσα με τα οποία ο εν λόγω άντρας την προσέγγισε και ξεκίνησε να της ασκεί πιέσεις για γάμο. Η Αιτήτρια δήλωσε αόριστα ότι ο άντρας αυτός προσπάθησε να την προσεγγίσει ερωτικά (‘he took advantage to make flirt with me’), χωρίς να εξειδικεύει και να συγκεκριμενοποιεί περισσότερο τις δηλώσεις της.
Όσον αφορά τις απειλές και την παρακολούθηση που η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι βίωσε από τον εν λόγω άντρα, ομοίως διαπιστώνω πως η Αιτήτρια υπήρξε ανεπαρκής και ασαφείς ως προς τις δηλώσεις της. Σχετικά με το ότι ο εν λόγω άντρας την παρακολουθούσε, οι σχετικοί ισχυρισμοί της διακατέχονταν από αοριστία καθώς δεν ήταν σε θέση να αναφερθεί με βιωματικό και συνεκτικό τρόπο σε συγκεκριμένα περιστατικά παρενόχλησης και παρακολούθησης. Οι δηλώσεις της περί του ότι ο άντρας αυτός εντόπισε τα παιδιά της, τον θείο της και τον σύντροφό της παρέμειναν αστήρικτες καθώς η Αιτήτρια δήλωσε αόριστα και χωρίς να υπεισέλθει σε λεπτομέρειες ότι αυτό συνέβη επειδή την παρακολουθούσε είτε ο ίδιος είτε άνθρωποι που εργάζονταν για λογαριασμό του (βλ. ερυθρά 35, 34 1Χ του Δ.Φ.). Αλλά και ως προς το περιεχόμενο των απειλών αυτό καθαυτό, παρατηρώ ότι και αυτές παρέμειναν σε ένα γενικό και ατεκμηρίωτο επίπεδο. Παρά τις πολλαπλές ευκαιρίες που δόθηκαν στην Αιτήτρια μέσω διευκρινιστικών ερωτήσεων του αρμόδιου λειτουργού, η Αιτήτρια υπήρξε επαναλαμβανόμενη στις δηλώσεις της χωρίς να προσθέτει καινούργια στοιχεία ή περαιτέρω πληροφορίες βιωματικού χαρακτήρα που θα εισέφεραν στη δημιουργία μίας ξεκάθαρης εικόνας ως προς τα όσα ισχυριζόταν ότι βίωσε. Υπενθυμίζεται ότι η Αιτήτρια δήλωσε ότι υφίστατο παρενόχληση πρόσωπο με πρόσωπο και στον χώρο εργασίας της για διάστημα περί του έτους και σε σχεδόν καθημερινή βάση (βλ. ερυθρά 35 του Δ.Φ.) και, συνεπώς, θα ήταν ευλόγως αναμενόμενο το να είναι σε θέση να προβεί σε συγκεκριμένη αναφορά απειλητικών ή παρενοχλητικών περιστατικών προς το πρόσωπό της. Ακόμα και όταν ερωτήθηκε συγκεκριμένα για το περιεχόμενο των απειλών, διαπιστώνω ότι η Αιτήτρια υπεξέφυγε της απάντησης λέγοντας ότι δεν έκαναν τίποτα στην ίδια αλλά στον σύντροφό της με τον οποίο τότε διατηρούσε δεσμό (βλ. ερυθρά 35 2Χ του Δ.Φ.). Σχετικά δε με το περιστατικό με τον οδηγό ταξί που διηγήθηκε η Αιτήτρια (βλ. ερυθρά 34 του Δ.Φ.), συντάσσομαι με την κατάληξη του αρμόδιου λειτουργού περί του ότι ελλείπει ο απαραίτητος σύνδεσμος μεταξύ του περιστατικού αυτού και του φερόμενου διώκτη της. Μάλιστα διαπιστώνω πως ο αρμόδιος λειτουργός ρώτησε ευθέως την Αιτήτρια το ανωτέρω, με την Αιτήτρια να αποκρίνεται αορίστως ότι έκανε τη σύνδεση «άμεσα» επειδή ο οδηγός του ταξί της είπε ότι θα εξαφανιστεί εάν δεν κάνει αυτό που της ζητείται. Η ανωτέρω εξήγηση δεν θεωρείται επαρκής, καθώς φαίνεται πως αποτελεί προσωπική υπόθεση της Αιτήτριας και όχι αντικειμενικό γεγονός το ότι ο οδηγός του ταξί ενεργούσε για λογαριασμό του διώκτη της.
Προχωρώντας στην εξέταση των συνθηκών υπό τις οποίες η Αιτήτρια κατέληξε να διαβιεί με τον κατ’ ισχυρισμόν κακοποιητή της, διαπιστώνω ότι η Αιτήτρια υπήρξε ασαφής και αόριστη. Κατά την ελεύθερη αφήγησή της η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι μία ημέρα δέχτηκε μήνυμα στο κινητό της το οποίο περιείχε φωτογραφίες των παιδιών της και το οποίο συνοδευόταν από την απειλή ότι τα παιδιά της θα βρεθούν σε κίνδυνο εάν η ίδια δεν μετακόμιζε στην οικία του φερόμενου κακοποιητή της, όπως και εν τέλει έπραξε (βλ. ερυθρά 37 3Χ του Δ.Φ.). Σε μετέπειτα διευκρινιστικές ερωτήσεις του αρμόδιου λειτουργού η Αιτήτρια επανέλαβε το ίδιο αφήγημα χωρίς να προχωρήσει σε περαιτέρω ανάλυσή του και χωρίς να εξειδικεύσει τα όσα δήλωσε κατά το στάδιο της ελεύθερης αφήγησής της (βλ. ερυθρά 34 του Δ.Φ.). Θα ήταν ευλόγως αναμενόμενο, ιδιαίτερα από τη στιγμή που η Αιτήτρια προχώρησε σε μία τέτοια πράξη παρά τη θέλησή της και επειδή κινδύνευε η ζωή των παιδιών της, να είναι σε θέση να παραθέσει με τρόπο βιωματικό και σαφή τις σκέψεις, τις αντιδράσεις της και τα συναισθήματά της.
Αναφορικά με την κακοποίηση αυτή καθαυτή, πρέπει αρχικά να σημειωθεί ότι η Αιτήτρια δήλωσε ότι διέμενε στην οικία του συγκεκριμένου ανθρώπου από το 2016 έως το 2018 (βλ. ερυθρά 34 του Δ.Φ.). Δεδομένου του μεγάλου χρονικού διαστήματος που η Αιτήτρια διέμεινε με τον εν λόγω άντρα, ευλόγως θα περίμενε κανείς πως η Αιτήτρια θα ήταν σε θέση να αναφερθεί με τρόπο σαφή και λεπτομερή στα περιστατικά κακοποίησης που βίωσε. Ωστόσο, μελετώντας το πρακτικό της συνέντευξης, δε μπορώ να παραβλέψω πως η Αιτήτρια υπήρξε αόριστη και επιφανειακή στις δηλώσεις της. Η αναφορά της στο περιστατικό κατά το οποίο τραυματίστηκε με καυτό νερό, παρ’ όλο που ήταν συνεκτική ως περιγραφή, εντούτοις απουσίαζε το βιωματικό στοιχείο αλλά και το τι επακολούθησε του περιστατικού αυτού. Η Αιτήτρια, αν και ερωτήθηκε σχετικώς, απέτυχε να αναφερθεί συνεκτικά και με σαφήνεια στην κατάσταση της υγείας της μετέπειτα, στην φροντίδα που της παρασχέθηκε και στο διάστημα που χρειάστηκε ούτως ώστε να αναρρώσει (βλ. ερυθρά 36 3Χ, 33 1Χ του Δ.Φ.).
Σχετικά με τις απόπειρες απόδρασής της από τον φερόμενο κακοποιητή της, θα υιοθετήσω το συμπέρασμα του αρμόδιου λειτουργού αναφορικά με την έλλειψη σαφήνειας στα λεγόμενά της. Διαπιστώνω όντως ότι η Αιτήτρια, κατά την αφήγηση της πρώτης απόπειρας διαφυγής της, υπήρξε ασαφής τόσο ως προς τον τρόπο με τον οποίο κατόρθωσε να αποδράσει όσο και στον τρόπο με τον οποίο έγινε αντιληπτή η απόδρασή της και εν συνεχεία εντοπίστηκε από τον φερόμενο διώκτη της όταν η αστυνομία σταμάτησε το όχημα που επέβαινε για τυπικό έλεγχο (βλ. ερυθρά 33 2Χ, 3Χ του Δ.Φ.). Όσον δε αφορά την τελική απόδρασή της παρατηρώ ότι στην αφήγησή της υπήρξε ο ίδιος βαθμός αοριστίας, με πλήρη απουσία του βιωματικού και του προσωπικού στοιχείου από τα λεγόμενά της. Παράλληλα, το γεγονός ότι κατόρθωσε να μεταβεί μόνη της στο φαρμακείο από τη στιγμή που είχε δηλώσει ότι δε μπορούσε να κυκλοφορήσει χωρίς συνοδεία στερείται ευλογοφάνειας και έρχεται σε αντίθεση με τα προγενέστερα λεγόμενά της. Δε μπορώ επίσης δε να παραβλέψω ότι την πρώτη φορά που της τέθηκε η εν λόγω ερώτηση η Αιτήτρια υπεξέφυγε της απάντησης αλλάζοντας θεματολογία αναφερόμενη στη μεταβολή της συμπεριφοράς της έπειτα από την αποτυχημένη απόπειρα απόδρασής της (βλ. ερυθρά 33 4Χ, 5Χ του Δ.Φ.). Επιπροσθέτως, και σχετικά με τις προσπάθειές της να αποταθεί στις αρχές της χώρας καταγωγής της για βοήθεια, παρατηρώ ότι η Αιτήτρια ομοίως υπήρξε μη συνεκτική και μη ευλογοφανής στα λεγόμενά της καθώς απέτυχε να αποσαφηνίσει με επάρκεια τον τρόπο που κατόρθωνε να μεταβαίνει στο αστυνομικό τμήμα από τη στιγμή που δεν είχε την ελευθερία να εξέρχεται της οικίας της ασυνόδευτη. Έλλειψη ευλογοφάνειας υπάρχει, επίσης, και αναφορικά με τον ισχυρισμό της περί του ότι ο φερόμενος διώκτης της κατόρθωνε να ενημερώνεται άμεσα για τις αναφορές που η Αιτήτρια είχε υποβάλει εις βάρος του από τη στιγμή που μετέβαινε κάθε φορά σε διαφορετικό αστυνομικό τμήμα (βλ. ερυθρά 33 6Χ, 32 2Χ, 4Χ του Δ.Φ.).
Τέλος, συντάσσομαι και υιοθετώ την αξιολόγηση του αρμόδιου λειτουργού αναφορικά με τα αντιφατικά λεγόμενά της σε σχέση με τις απειλές που δεχόντουσαν τα παιδιά της. Παρ’ όλο που η Αιτήτρια δήλωσε ρητώς ότι αναγκάστηκε να μείνει με τον κατ’ ισχυρισμό διώκτη της λόγω των απειλών για την ασφάλεια των παιδιών της, εντούτοις εν συνεχεία μετέβαλε αναιτιολόγητα τα λεγόμενά της λέγοντας ότι ο πατέρας τους είναι σε θέση να τα προστατεύσει αποτελεσματικά λόγω της θέσης ισχύος που κατέχει.
Ως προς την αξιολόγηση της εξωτερικής αξιοπιστίας των δηλώσεων της Αιτήτριας σχετικά με τον υπό εξέταση ισχυρισμό, το Δικαστήριο διεξήγαγε ανεξάρτητη έρευνα σε πηγές πληροφόρησης. Σύμφωνα με πληροφορίες για τη χώρα καταγωγής της Αιτήτριας, σχεδόν το 60% των γυναικών που ζουν σε αγροτικά χωριά της Ακτής του Ελεφαντοστού αναφέρουν ότι έχουν βιώσει σωματική ή/και σεξουαλική βία από στενό σύντροφό τους κάποια στιγμή στη ζωή τους. Η κυβέρνηση της Ακτής Ελεφαντοστού, μαζί με την ευρύτερη ανθρωπιστική κοινότητα, έχει αναγνωρίσει τη βία από τους συντρόφους ως μία «διάχυτη απειλή» για την ευημερία των γυναικών και των κοριτσιών και ως εμπόδιο για την οικοδόμηση της ειρήνης στη χώρα.[3] Επιπρόσθετα, σύμφωνα με αναφορά του International Federation for Human Rights (FIDH), παρόλο που η κυβέρνηση της Ακτής Ελεφαντοστού φαίνεται να είναι δεσμευμένη στην καταπολέμηση της σεξουαλικής βίας και της βίας λόγω φύλου, εντούτοις είναι δύσκολο να αξιολογηθεί η αποτελεσματικότητα των πολιτικών της, καθώς τα δεδομένα για τη σεξουαλική βία φαίνεται να υποτιμούνται. Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα εθνικά στοιχεία, το 2020 καταγράφηκαν 822 περιπτώσεις βιασμού, 152 περιπτώσεις σεξουαλικής επίθεσης, 96 περιπτώσεις εξαναγκασμού γάμου και 13 περιπτώσεις ακρωτηριασμού γυναικείων γεννητικών οργάνων. Τα τρία τέταρτα των θυμάτων είναι κάτω των 18 ετών και το 98% των ανήλικων θυμάτων είναι κορίτσια.[4]
Ωστόσο, παρά τις εξωτερικές πληροφορίες για τη χώρα καταγωγής της Αιτήτριας, ο πυρήνας του ισχυρισμού της αφορά περιστατικά τα οποία άπτονται στη σφαίρα της ιδιωτικής της ζωής. Κατά συνέπεια, η ύπαρξη εξωτερικών πληροφοριών που συνηγορούν στην ενδημικότητα των φαινομένων έμφυλης βίας στην Ακτή Ελεφαντοστού δεν επαρκεί ούτως ώστε ο υπό εξέταση ισχυρισμός να γίνει αποδεκτός. Η Αιτήτρια απέτυχε να στοιχειοθετήσει τόσο τη γνωριμία της με τον κακοποιητή της, όσο και την παρακολούθηση και παρενόχληση που δέχτηκε από αυτόν, τις συνθήκες υπό τις οποίες μετακόμισε στην οικία του, τη συμπεριφορά που αντιμετώπισε όσο διαβιούσε εκεί, καθώς και της προσπάθειες απόδρασής της και αναζήτησης προστασίας από τις εγχώριες αρχές. Οι συγκεκριμένες ασάφειες και ασυνέπειες θεωρούνται ουσιώδεις καθώς άπτονται του πυρήνα του αιτήματός της και αφορούν περιστατικά κατ’ ισχυρισμόν βιωθέντα από την ίδια. Συνεπώς, ορθώς ο αρμόδιος λειτουργός απέρριψε τον συγκεκριμένο ισχυρισμό και το παρόν Δικαστήριο συντάσσεται με την εν λόγω απόρριψη και την υιοθετεί.
Επί τη βάσει της ανωτέρω ανάλυσης, το Δικαστήριο καταλήγει, ομοίως με τους Καθ΄ ων η αίτηση, στην απόρριψη του υπό εξέταση ισχυρισμού ως μη αξιόπιστου, καθώς, για τους λόγους που αναλύθηκαν ανωτέρω, δεν κρίνεται ότι αντικατοπτρίζει μία κατάσταση όντως βιωθείσα από την Αιτήτρια.
Συναφώς επισημαίνεται ότι ούτε μπορεί να αναγνωριστεί στην Αιτήτρια «το ευεργέτημα της αμφιβολίας»,[5] όπως αυτό καθορίζεται στην παράγραφο 204 του Εγχειριδίου για τις διαδικασίες και τα κριτήρια καθορισμού του καθεστώτος των προσφύγων. Το ευεργέτημα της αμφιβολίας δίδεται μόνο εκεί όπου η Αιτήτρια έχει υποβάλει όλα τα διαθέσιμα σε αυτήν στοιχεία σε σχέση με την αίτησή της, τα οποία έχουν ελεγχθεί και, ο αρμόδιος λειτουργός ή/και ο Προϊστάμενος ικανοποιούνται ότι είναι γενικά αξιόπιστος/η.[6] Εν προκειμένω, η Αιτήτρια δεν τεκμηρίωσε είτε στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας είτε της παρούσας διαδικασίας οποιοδήποτε ειδικό ισχυρισμό περί δίωξης. Όπως έχει εξάλλου νομολογηθεί, κρίση επί της αξιοπιστίας αιτητή και έγερση κωλύματος έγκρισης αίτησης για το λόγο της αναξιοπιστίας ως προς τα προβαλλόμενα από την Αιτήτρια/τρια είναι επιτρεπτή. (Βλ. σχετικά απόφαση στην υπόθεση Amiri v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων κ.ά. (2009) 3 ΑΑΔ 358, καθώς και την απόφαση του Δικαστηρίου τούτου στην υπόθεση Khalil v. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 466/2010, 28.9.2012).
Πέραν τούτου, τονίζεται ότι κατά το στάδιο της διοικητικής διαδικασίας η Αιτήτρια υποβλήθηκε σε επαρκείς ερωτήσεις προκειμένου να της δοθεί η δυνατότητα να εξηγήσει κάθε πτυχή του αιτήματός της, ενώ ο αρμόδιος λειτουργός της υπέβαλε τόσο ανοιχτού τύπου ερωτήσεις όσο και ερωτήσεις διευκρινιστικές των λεγομένων της, προκειμένου να καλυφθεί τόσο ο πυρήνας του αιτήματός της, όσο και τα επί μέρους θέματα, ακολουθώντας τη ορθή διερευνητική διαδικασία, ενώ συνεργάστηκε με την Αιτήτρια κατά το στάδιο του προσδιορισμού των συναφών στοιχείων της αιτήσεώς της.[7]
Παράλληλα, οι Καθ΄ ων η αίτηση αξιολόγησαν επαρκώς και δεόντως τις δηλώσεις της Αιτήτριας, συνεκτιμώντας την ατομική της κατάσταση καθώς και τις προσωπικές της περιστάσεις, εκ των οποίων δεν ανέκυψε κάποιος παράγοντας ο οποίος θα μπορούσε να δικαιολογήσει την αδυναμία της να στοιχειοθετήσει τους ισχυρισμούς της κατά τρόπο που να παραπέμπουν σε βιωματικό περιστατικό. Συμπερασματικά, εξ όσων η Αιτήτρια ανέφερε τόσο κατά τη διοικητική, όσο και κατά την παρούσα δικαστική διαδικασία, παρατηρώ ότι δεν προκύπτει ένα σαφές, συμπαγές και ευλογοφανές αφήγημα το οποίο να στοιχειοθετεί κατά τρόπο που να παραπέμπει σε βιωματικό περιστατικό σχετικά με τους λόγους για τους οποίους η Αιτήτρια έφυγε από τη χώρα καταγωγής της και αιτήθηκε διεθνή προστασία, αλλά συνίσταται σε ένα ασαφές συνονθύλευμα το οποίο στερείται αληθοφάνειας και νοηματικής συνοχής.
Στη βάση λοιπόν των αποδεκτών ισχυρισμών περί των προσωπικών στοιχείων της Αιτήτριας, και προς αξιολόγηση του μελλοντικού κινδύνου της Αιτήτριας σε περίπτωση επιστροφής της στην Ακτή Ελεφαντοστού, το Δικαστήριο κρίνει ότι η Αιτήτρια δεν αναμένεται να αντιμετωπίσει και/ή να υποστεί οποιαδήποτε πράξη δίωξης ή να αντιμετωπίσει κίνδυνο σοβαρής βλάβης κατά την επιστροφή της στη χώρα καταγωγής. Ειδικότερα, η Αιτήτρια πρόκειται για μία γυναίκα μέσης ηλικίας. Παρ’ όλο που δε διαθέτει υψηλό μορφωτικό επίπεδο, εντούτοις έχει σημαντική εργασιακή εμπειρία και, συνεπώς, είναι σε θέση να εργαστεί και να εξασφαλίσει τα προς το ζην. Παράλληλα διαθέτει ισχυρό υποστηρικτικό δίκτυο στη χώρα καταγωγής της, αποτελούμενο από τα αδέρφια της καθώς και από άλλα μέλη της ευρύτερης οικογένειάς της. Δεν εντοπίστηκε κάποια άλλη ευαλωτότητα στο πρόσωπο της Αιτήτριας που θα αύξανε τις πιθανότητες να υποστεί δίωξη ή σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής της στην Ακτή Ελεφαντοστού. Υπενθυμίζεται δε ότι ο ισχυρισμός περί του ότι έπεσε θύμα εκμετάλλευσης κατά το ταξίδι της από την Ακτή Ελεφαντοστού προς τη Δημοκρατία όπως και ο ισχυρισμός περί του ότι η Αιτήτρια ήταν αιχμάλωτη σε μία καταναγκαστική σχέση κρίθηκαν ως μη εσωτερικά αξιόπιστοι, κρίση με την οποία συντάχθηκε και το παρόν Δικαστήριο.
Ούτε άλλωστε η Αιτήτρια έχει καταδικασθεί, συλληφθεί ή καταζητείται από τις αρχές της Ακτής Ελεφαντοστού. Οι ισχυρισμοί της Αιτήτριας, οι οποίοι έγιναν αποδεκτοί και οι οποίοι αφορούν αποκλειστικά τα προσωπικά της στοιχεία, τη χώρα συνήθους καταγωγής της και τον τόπο συνήθους διαμονής της, δεν στοιχειοθετούν λόγο υπαγωγής της στο προστατευτικό καθεστώς του πρόσφυγα.
Υπενθυμίζω συναφώς ότι σύμφωνα με το αρ.3 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 (6(I)/2000) (στο εξής ο Νόμος) και αρ.2 (δ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ (στο εξής η Οδηγία), ως πρόσφυγας αναγνωρίζεται «[.] πρόσωπο που, λόγω βάσιμου φόβου καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, είναι εκτός της χώρας της ιθαγενείας του και δεν είναι σε θέση, ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο, να χρησιμοποιήσει την προστασία της χώρας αυτής [.]». Σύμφωνα δε με το αρ.3Γ του Νόμου και αντίστοιχα αρ. 9 της Οδηγίας, η πράξη δίωξης η οποία προκαλεί βάσιμο φόβο καταδίωξης θα πρέπει να «είναι αρκούντως σοβαρή λόγω της φύσης ή της επανάληψής της ώστε να συνιστά σοβαρή παραβίαση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ειδικά των δικαιωμάτων από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση βάσει του άρθρου 15 παράγραφος 2 της ευρωπαϊκής σύμβασης για την προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών· ή να αποτελεί σώρευση διαφόρων μέτρων συμπεριλαμβανομένων παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η οποία να είναι αρκούντως σοβαρή ούτως ώστε να θίγεται ένα άτομο κατά τρόπο αντίστοιχο με τον αναφερόμενο στο στοιχείο».
Η δίωξη ή η σοβαρή βλάβη που ανωτέρω αναφέρονται πρέπει να προέρχεται από τους φορείς δίωξης που αναφέρονται στα αρ.3 Α και 6 του Νόμου και της Οδηγίας αντίστοιχα και να αποδειχθεί περαιτέρω ότι οι φορείς προστασίας που αναφέρονται στα αρ.3 Β και 7 του Νόμου και της Οδηγίας αντίστοιχα δεν επιθυμούν ή δεν δύνανται να παρέχουν την απαιτούμενη προστασία κατά αυτών των πράξεων, αλλά και, στην περίπτωση ειδικά του πρόσφυγα, θα πρέπει να αποδειχθεί [βλ. αρ.4Γ(3) και 9(3) του Νόμου και της Οδηγίας αντίστοιχα] ότι υπάρχει συσχετισμός των λόγων που αναφέρονται στο αρ.3Δ και 10 του Νόμου και της Οδηγίας αντίστοιχα με τις πράξεις δίωξης, ήτοι αυτές να προκύπτουν για τους εκεί αναφερόμενους λόγους.
Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο καταλήγει ότι δεν προκύπτει στην περίπτωση της Αιτήτριας οποιοσδήποτε βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης στη χώρα καταγωγής του για κάποιον από τους πέντε (5) λόγους που εξαντλητικά αναφέρονται στο άρθρο 3 (1) του περί Προσφύγων Νόμου, αφού η Υπηρεσία Ασύλου στην έκθεση/εισήγηση, αξιολόγησε κάθε ισχυρισμό του και για τους λόγους που εκτενώς καταγράφηκαν στην εισήγησή της, εύλογα κατέληξε στο συμπέρασμα, ότι η Αιτήτρια δεν θα υποστεί δίωξη σε περίπτωση επιστροφής του στην χώρα καταγωγής του, υπό την έννοια του άρθρου 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου. Το παρόν Δικαστήριο, όπως αναλυτικά εκτέθηκε ανωτέρω, υιοθέτησε τα συμπεράσματα των Καθ’ ων η αίτηση αναφορικά με τον πυρήνα του αιτήματος διεθνούς προστασίας της Αιτήτριας.
Περαιτέρω, βάσει των στοιχείων του προφίλ της Αιτήτριας και των ισχυρισμών που η ίδια προώθησε, δεν πιθανολογείται ότι σε περίπτωση επιστροφής της στην Ακτή Ελεφαντοστού, ότι υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, όπως η εν λόγω έννοια ορίζεται στο άρ. 19 (2) του Περί Προσφύγων Νόμου.
Ενόψει των ανωτέρω, το Δικαστήριο κρίνει ότι οι Καθ΄ ων η αίτηση συνεκτίμησαν και αξιολόγησαν όλα τα στοιχεία που είχαν ενώπιόν τους προτού καταλήξουν στην προσβαλλόμενη απόφαση, η δε τελευταία κρίνεται ως επαρκώς αιτιολογημένη, ενώ το περιεχόμενό της Υπηρεσίας Ασύλου συμπληρώνεται από την αιτιολογημένη εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού στην οποία αναφέρονται οι λόγοι της απόρριψης του αιτήματος της Αιτήτριας (άρθρο 29 του Ν. 158 (Ι)/1999, Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1171 και Διογένους ν. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ., 371). Η δυνατότητα αυτή υπάρχει όταν τα στοιχεία που βρίσκονται στο φάκελο του Δικαστηρίου συνδέονται με την απόφαση και αποκαλύπτουν του λόγους που οδήγησαν στην προσβαλλόμενη απόφαση. Από τα στοιχεία του φακέλου θα πρέπει να μπορεί να λεχθεί ότι αυτά βρίσκονται αναπόφευκτα πίσω από την απόφαση που λήφθηκε (Ηλιόπουλος ν. Α.Η.Κ., Α.Ε. 2452, ημερομηνίας 21.7.2000, Χρυστάλλα Συμεωνύδου κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή αρ. 911/93 κ.α., ημερ. 18.4.97).
Από τους προβληθέντες ισχυρισμούς, δεκτός έγινε μόνο ο ισχυρισμός σχετικά με τα προσωπικά στοιχεία, τη χώρα καταγωγής και τον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής της Αιτήτριας, πλην όμως ο ισχυρισμός αυτός δεν μπορεί να υπαχθεί στις πρόνοιες του Νόμου για την παραχώρηση καθεστώς διεθνούς προστασίας.
Εν προκειμένω, σύμφωνα με την απόφαση της Υπηρεσίας, η Αιτήτρια δεν μπόρεσε να θεμελιώσει βάσιμο φόβο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων με αποτέλεσμα να μη συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 3 του του Περί Προσφύγων Νόμου Νόμος 6(Ι)/2000, ούτως ώστε να της εκχωρηθεί προσφυγικό καθεστώς.
Περαιτέρω, βάσει των στοιχείων του προφίλ της Αιτήτριας και των ισχυρισμών που η ίδια προώθησε, δεν πιθανολογείται ότι σε περίπτωση επιστροφής της στην Ακτή Ελεφαντοστού, ότι υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, όπως η εν λόγω έννοια ορίζεται στο άρ. 19 (2) του Περί Προσφύγων Νόμου.
Ειδικότερα, εκ των όσων παρατέθηκαν ανωτέρω, διαφαίνεται ξεκάθαρα ότι η Αιτήτρια δεν πληροί τις προϋποθέσεις υπαγωγής σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει των προνοιών του άρθρου 19(2) (α) και (β) του περί Προσφύγων Νόμου, καθότι, ως αναφέρθηκε και ανωτέρω, δεν τεκμηριώνεται από τους ισχυρισμούς της παρελθούσα δίωξη, ούτε στοχοποίηση του από οποιονδήποτε κρατικό ή μη κρατικό φορέα. Προκειμένου δε να εφαρμοστούν οι πρόνοιες των συγκεκριμένων άρθρων και να υπαχθεί η Αιτήτρια σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει αυτών, απαιτείται υψηλός βαθμός εξατομίκευσης των περιστάσεων που σχετίζονται με τον επικαλούμενο φόβο. Στην παρούσα υπόθεση δεν διαπιστώνω ότι συντρέχουν οι απαιτούμενες προϋποθέσεις.
Αναφορικά με το ενδεχόμενο υπαγωγής της Αιτήτριας σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, ως προς τους παράγοντες που δύνανται να ληφθούν υπόψιν ως προς την αξιολόγηση του συστατικού στοιχείου της αδιάκριτης βίας, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: το ΔΕΕ) επεσήμανε σε πρόσφατη απόφασή του ότι συνιστούν «[.]μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 (πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C 285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών.» (ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας 10.6.2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland, σκέψη 43).
Περαιτέρω, ως προς τον προσδιορισμό του επιπέδου της ασκούμενης αδιάκριτης βίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: το ΕΔΔΑ) στην απόφασή του Sufi and Elmi (ΕΔΔΑ, απόφαση επί των προσφυγών 8319/07 και 11449/07, ημερομηνίας 28.11.2011, αξιολόγησε, διευκρινίζοντας ότι δεν κατονομάζονται εξαντλητικά, τη χρήση μεθόδων και τακτικών πολέμου εκ μέρους των εμπόλεμων πλευρών οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο αμάχων θυμάτων ή ευθέως στοχοποιούν αμάχους, εάν η χρήση αυτών είναι διαδεδομένη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, και, τελικά, τον αριθμό των αμάχων που έχουν θανατωθεί, τραυματιστεί και εκτοπιστεί ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης.
Όπως διευκρίνισε το ΔΕΕ «ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζουσα βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές, οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας» (Βλ. Απόφαση στην υπόθεση C-465/07, Meki Elgafaji, Noor Elgafaji κ. Staatssecretaris van Justitie,ημερ.17.2.2009). Ιδίως ως προς την εφαρμογή της αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας, το ΔΕΕ στην ως άνω απόφαση διευκρίνισε ότι «όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας».
Προκειμένου δε να διαπιστωθεί εάν συντρέχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής, η Αιτήτρια θα αντιμετωπίσει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής του ακεραιότητας λόγω αδιακρίτως ασκούμενης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, ως οι διατάξεις του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, το Δικαστήριο ανέτρεξε σε έγκυρες πηγές πληροφόρησης για τη χώρα καταγωγής της Αιτήτριας, προς εξέταση της κατάστασης που επικρατεί σε αυτήν.
Σχετικά με την γενικότερη κατάσταση ασφαλείας της Ακτής Ελεφαντοστού, σύμφωνα με το RULAC (Rule of Law in Armed Conflict), μίας πρωτοβουλίας της Ακαδημίας της Γενεύης που καταγράφει τις ένοπλες συρράξεις σε διεθνές επίπεδο, η Ακτή Ελεφαντοστού δεν βρίσκεται υπό καθεστώς εσωτερικής ή διεθνούς ένοπλης σύρραξης.[8] Ωστόσο, και για λόγους πληρότητας της έρευνας, θα παρατεθούν και περαιτέρω ποσοτικά δεδομένα από τη βάση δεδομένων ACLED. Σύμφωνα με τα εν λόγω δεδομένα, μεταξύ 21/06/2023 και 21/06/2024 σημειώθηκαν στη χώρα 58 περιστατικά με 19 απώλειες. Εξ’ αυτών των περιστατικών τα 5 χαρακτηρίστηκαν ως μάχες, τα 7 ως βία κατά αμάχων και τα 46 ως αναταραχές. Ειδικότερα δε στην πρωτεύουσα Abidjan, τόπο συνήθους διαμονής της Αιτήτριας, κατά το ως άνω εξεταζόμενο διάστημα σημειώθηκαν 17 περιστατικά με 2 απώλειες.[9] Συνεπώς, λόγω των παρατεθείσων πληροφοριών που δείχνουν ότι στην Ακτή Ελεφαντοστού δεν επικρατεί κατάσταση εσωτερικής ή διεθνούς ένοπλης σύρραξης, και επομένως παρέλκει και περαιτέρω ανάλυση των προϋποθέσεων εφαρμογής του άρθρου 19(2)(γ) του Περί Προσφύγων Νόμου.
Αφού εξέτασα τόσο τη νομιμότητα, όσο και την ουσία της παρούσης, κρίνω ότι ορθά η Υπηρεσία Ασύλου κατέληξε ότι, τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης δεν πληρούν τις αναγκαίες προϋποθέσεις για να αναγνωριστεί στην Αιτήτρια το καθεστώς του πρόσφυγα, ως προβλέπεται στα άρθρα 3-3Δ του Νόμου, αφού δεν τεκμηριώθηκε βάσιμος φόβος δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, ούτε το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, που προβλέπεται στο άρθρο 19 του Νόμου, αφού αυτός «δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο, ότι θα υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη, ως καθορίζεται στο άρθρο 19(2)».
Το αίτημα της Αιτήτριας εξετάστηκε επιμελώς σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και εύλογα απορρίφθηκε η αίτησή της για διεθνή προστασία. Η απόφαση της Διοίκησης αποτελεί προϊόν επαρκούς έρευνας και ορθής αξιολόγησης όλων των δεδομένων και στοιχείων, σύμφωνα και με το Νόμο και είναι επαρκώς αιτιολογημένη ενώ το περιεχόμενό της Υπηρεσίας Ασύλου συμπληρώνεται από την αιτιολογημένη εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού στην οποία αναφέρονται οι λόγοι της απόρριψης του αιτήματος του Αιτητή (άρθρο 29 του Ν. 158 (Ι)/1999, Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1171 και Διογένους ν. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ., 371).
Δια τους λόγους που πιο πάνω αναφέρονται η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με έξοδα €1000 υπέρ των καθ' ων η αίτηση και εναντίον της Αιτήτριας.
Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ Δ.Δ.Δ.Δ.Π
[1] «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», Επαμεινώνδας Π. Σπηλιωτόπουλος, 14ης Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 260, υποσημ. 72, «Εισηγήσεις Διοικητικού Δικονομικού Δικαίου, Χαράλαμπος Χρυσανθάκης, 2η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη σελ. 247 και «Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο», Π.Δ. Δαγτόγλου, σελ. 552.
[2] European Union Agency for Asylum - EUAA (2024), ‘Practical Guide on Evidence and Risk Assessment’, διαθέσιμο στη διεύθυνση: Practical Guide on Evidence and Risk Assessment (europa.eu), σελ. 68.
[3] International Rescue Committee (IRC), ‘Violence against women in Abidjan, Cote d’ Ivoire: An Urban Post – Crisis Environment’, διαθέσιμο στη διεύθυνση: Fact Sheet Template (gbvresponders.org) (ημερομηνία τελευταίας προσπέλασης στις 26/06/2024)
[4] International Federation for Human Rights (2022), ‘Report: Survivors of sexual violence’, διαθέσιμο στη διεύθυνση: Report: Survivors of sexual violence in Côte d'Ivoire require appropriate support (fidh.org) (ημερομηνία τελευταίας προσπέλασης στις 26/06/2024)
[5] ΕΔΔΑ, J.K. και λοιποί κατά Σουηδίας, ό.π. υποσημείωση 20. Βλ. επίσης ΕΔΔΑ, απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2015, RH κατά Σουηδίας, προσφυγή αριθ. 4601/14, σκέψη 58· ΕΔΔΑ, απόφαση της 20ης Ιουλίου 2010, N κατά Σουηδίας, προσφυγή αριθ. 23505/09, σκέψη 53· ΕΔΔΑ, απόφαση της 9ης Μαρτίου 2010, RC κατά Σουηδίας, προσφυγή αριθ. 41827/07, σκέψη 50.
[6] Άρθρο 13 του περί Προσφύγων Νόμου.
[7] M. Κατά Minister for Justice, Equality and Law Reform, Ιρλανδίας, Attorney General, C‑277/11 22ας Νοεμβρίου 2012 υποσημείωση 82, σκέψη 65.
[8] RULAC, Browse Map | Rulac (ημερομηνία τελευταία προσπέλασης 26/06/2024)
[9] ACLED, Dashboard, διαθέσιμο στη διεύθυνση: ACLED Dashboard (acleddata.com) (ημερομηνία τελευταία προσπέλασης 26/06/2024)
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο