V.O.O. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: T212/23, 18/7/2024
print
Τίτλος:
V.O.O. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: T212/23, 18/7/2024

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

    Υπόθεση Αρ.: Τ212/23

 

18 Ιουλίου,2024

[Κ. Δ. Κατσαρίδης, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

 

V.O.O.

Αιτητής

 

ΚΑΙ

 

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου

 

 

Καθ' ων η αίτηση

 

Ο Αιτητής εμφανίζεται αυτοπροσώπως

(Ηλίας Φανούς (Κος), μεταφραστής για πιστή μετάφραση από Αγγλικά σε Ελληνικά και αντίστροφα.)

ΑΠΟΦΑΣΗ

Δ. Κατσαρίδης, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.:  O Αιτητής  με την παρούσα προσφυγή στρέφεται κατά της απόφασης των Καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 31/01/2024, η οποία κοινοποιήθηκε σε αυτόν την ίδια ημέρα και με την οποία απορρίφθηκε ως απαράδεκτη η μεταγενέστερη αίτησή του για διεθνή προστασία, δυνάμει των άρθρων 16Δ και 12Βτετράκις(2)(δ) του περί  Προσφύγων Νόμου (Ν.6(Ι)/2000), ως έχει ως σήμερα τροποποιηθεί.

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Τα γεγονότα της υπό εξέτασης υπόθεσης προκύπτουν από το Υπόμνημα το οποίο συνοδεύεται από τον διοικητικό φάκελο που αφορά τον Αιτητή και καταχωρήθηκε στο Δικαστήριο από την Υπηρεσία Ασύλου σύμφωνα με τον κανονισμό 3 των Περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019, ως αυτοί έχουν τροποποιηθεί.

Ο Αιτητής  είναι υπήκοος Νιγηρίας και υπέβαλε αίτηση για παροχή καθεστώτος διεθνούς προστασίας στις 22/11/2021, αφού προηγουμένως εισήλθε παράνομα στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές. Στις 16/06/2023, πραγματοποιήθηκε συνέντευξη του Αιτητή από αρμόδια λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου. Στις 19/06/2023, η αρμόδια λειτουργός ετοίμασε Έκθεση / Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου και ο εξουσιοδοτημένος να ασκεί καθήκοντα Προϊστάμενου λειτουργός ενέκρινε την εισήγηση για απόρριψη της αίτησης για διεθνή προστασία στις 29/06/2023. Στις 11/09/2023, η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική του αιτήματος του Αιτητή επιστολή μαζί με την αιτιολόγηση της απόφασης, η οποία απεστάλη στον Αιτητή ταχυδρομικώς στις 25/09/2023. Στις 06/10/2023, καταχωρήθηκε προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας με αριθμό υπόθεσης 3670/23.

Στις 31/01/2024 ο Αιτητής  υπέβαλε μεταγενέστερη αίτηση ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου. Αυθημερόν, αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ετοίμασε Έκθεση / Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου, εισηγούμενος την απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησης του Αιτητή. Επίσης την ίδια ημέρα, αρμοδίως εξουσιοδοτημένος να ασκεί καθήκοντα Προϊσταμένου λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε την Έκθεση / Εισήγηση του λειτουργού όπως η μεταγενέστερη αίτηση του Αιτητή κριθεί απαράδεκτη.

Ακολούθως, κατά την ίδια ημερομηνία, ήτοι στις 31/01/2024, η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική επιστολή σχετικά  με την μεταγενέστερη αίτηση του Αιτητή, την οποία ο τελευταίος παρέλαβε δια χειρός αυθημερόν αφού του μεταφράστηκε σε γλώσσα που ο ίδιος  κατανοεί. Στις 07/02/2024, καταχωρήθηκε η υπό εξέταση προσφυγή κατά της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου με την οποία απορρίφθηκε η μεταγενέστερη αίτηση του Αιτητή ως απαράδεκτη.

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

Ο Αιτητής δεν υποδεικνύει στο εισαγωγικό δικόγραφο της διαδικασίας οποιαδήποτε νομική πλημμέλεια της επίδικης απόφασης παρά μόνο γίνεται καταγραφή γεγονότων. Συγκεκριμένα, ο Αιτητής κατέγραψε πως υπάρχει μια υπόθεση σε εκκρεμότητα σε ομάδα ηλικιωμένων στη χώρα. Επιπλέον προσθέτει ότι σε περίπου ενάμιση χρόνο τα προβλήματά του θα λυθούν ενώ προς το παρόν η ζωή του βρίσκεται σε κίνδυνο.

Στην υπό εξέταση υπόθεση, σύμφωνα με τον κανονισμό 3(ε) του Περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας διαδικαστικοί κανονισμοί του 2019, δεν απαιτείται η παρουσία των Καθ' ων η Αίτηση στην ενώπιόν μου δικαστική διαδικασία.

TO ΝΟΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

Η παρούσα προσφυγή εμπίπτει στις πρόνοιες του εδαφίου (ε) του άρθρου 3 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 (3/2019), ως αυτοί έχουν προσφάτως τροποποιηθεί και συνεπώς η υπόθεση ορίστηκε απευθείας για Ακρόαση από το Πρωτοκολλητείο. Σχετικό Υπόμνημα ως προβλέπεται στο εδάφιο (ε) του άρθρου 3, καταχωρίστηκε από τους Καθ' ων η αίτηση, συνοδευόμενο και από τον σχετικό διοικητικό φάκελο. Το Δικαστήριο, έχοντας διακριτική ευχέρεια δυνάμει της πρώτης επιφύλαξης του εδαφίου (ε) του άρθρου 3, δεν έκρινε σκόπιμη την παρουσία των Καθ' ων η αίτηση και η διαδικασία διεξήχθη με μόνη την παρουσία του Αιτητή, ο οποίος παρουσιάζεται στην παρούσα άνευ δικηγόρου.

 

Παράλληλα, το άρθρο 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 [Ν. 73(Ι)/2018, ως έχει τροποποιηθεί] καθορίζει τη δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου.

Το άρθρο 2 του περί Προσφύγων Νόμου [Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί] καθορίζει την έννοια του όρου «μεταγενέστερη αίτηση» ως ακολούθως:

«"μεταγενέστερη αίτηση" σημαίνει την περαιτέρω αίτηση διεθνούς προστασίας που υποβάλλεται δυνάμει του άρθρου 16Δ μετά τη λήψη τελικής απόφασης επί προηγούμενης αίτησης, περιλαμβανομένων περιπτώσεων όπου ο Προϊστάμενος έλαβε απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 16Β ή 16Γ·»

 

Το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου καθορίζει την έννοια του όρου «πρόσφυγας» και τις προϋποθέσεις υπαγωγής σε αυτό τον ορισμό.

 

Το άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου προβλέπει τις περιπτώσεις όπου χορηγείται το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.

Το άρθρο 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου προβλέπει τα ακόλουθα (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

«Απαράδεκτες αιτήσεις

12Βτετράκις.-(1) Χωρίς επηρεασμό των περιπτώσεων κατά τις οποίες μια αίτηση δεν εξετάζεται σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 604/2013, σε περίπτωση που αίτηση θεωρείται απαράδεκτη δυνάμει του εδαφίου (2), ο Προϊστάμενος κλείνει το φάκελο και διακόπτει τη διαδικασία εξέτασης της αίτησης με απόφασή του την οποία λαμβάνει και καταχωρίζει στον φάκελο χωρίς να εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 12Δ και 13 και επί της οποίας απόφασης εφαρμόζονται οι διατάξεις των εδαφίων (7) μέχρι (7Ε) του άρθρου 18.

(2) Με την επιφύλαξη της Σύμβασης, η Υπηρεσία Ασύλου δύναται να θεωρήσει αίτηση ως απαράδεκτη μόνον εάν-

(α) [...]

(β) [...]

(γ) [...]

(δ) η αίτηση είναι μεταγενέστερη αίτηση στο πλαίσιο της οποίας δεν υποβλήθηκαν από τον αιτητή ή δεν προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας∙ ή

(ε) [...]».

 

Το άρθρο 16Δ του του περί Προσφύγων Νόμου ορίζει τα εξής (έμφαση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«Υποβολή νέων στοιχείων ή πορισμάτων ή μεταγενέστερης αίτησης

16Δ.-(1)(α) Σε περίπτωση που αιτητής υποβάλει στον Προϊστάμενο -

(i)            Μεταγενέστερη αίτηση, ή

(ii) νέα στοιχεία ή πορίσματα κατά ή μετά την ημερομηνία στην οποία καθίσταται εκτελεστή απόφαση του Προϊσταμένου επί πρότερης αίτησης του αιτητή,

ο Προϊστάμενος εξετάζει το συντομότερο δυνατό οτιδήποτε ούτως υποβληθέν σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

(β) Στην παράγραφο (α), ο όρος «απόφαση» περιλαμβάνει απόφαση που λαμβάνεται από τον Προϊστάμενο δυνάμει του άρθρου 16Β ή 16Γ.

(2) Σε περίπτωση που αιτητής υποβάλει στον Προϊστάμενο είτε μεταγενέστερη αίτηση είτε νέα στοιχεία ή πορίσματα, σύμφωνα με το εδάφιο (1), ο Προϊστάμενος δεν μεταχειρίζεται οτιδήποτε υποβληθέν ως νέα αίτηση αλλά ως περαιτέρω διαβήματα στα πλαίσια της αποφασισθείσας αίτησης. Ο Προϊστάμενος λαμβάνει υπόψη όλα τα στοιχεία των προαναφερόμενων περαιτέρω διαβημάτων χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.

(3)(α) Κατά τη λήψη απόφασης σχετικά με το παραδεκτό της αίτησης σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις, ο Προϊστάμενος προβαίνει σε προκαταρτική εξέταση προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της εκδοθείσας απόφασής του, σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τον χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας:

Νοείται ότι, σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώσει ότι ο αιτητής δεν έχει προσκομίσει νέα στοιχεία ή πορίσματα, η μεταγενέστερη αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη, με βάση την αρχή του δεδικασμένου, χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.

(β) Σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώνει ότι προέκυψαν ή υποβλήθηκαν τα προαναφερόμενα στην παράγραφο (α) νέα στοιχεία ή πορίσματα, προβαίνει σε ουσιαστική εξέτασή τους, αφού προηγουμένως ενημερώσει σχετικά τον αιτητή, και εκδίδει νέα εκτελεστή απόφαση, μόνο εφόσον -

(i) Τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον αιτητή διεθνούς προστασίας∙ και

(ii) ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.

(γ) Επί της νέας εκτελεστής απόφασης που αναφέρεται στην παράγραφο (β) εφαρμόζονται τα εδάφια (7) μέχρι (7Ε) του άρθρου 18.

(δ) Σε περίπτωση που μεταγενέστερη αίτηση δεν εξετάζεται περαιτέρω δυνάμει του παρόντος άρθρου, αυτή θεωρείται απαράδεκτη σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις και σε τέτοια περίπτωση ο Προϊστάμενος εκδίδει σχετική απόφαση επί της οποίας εφαρμόζονται κατ' αναλογία τα εδάφια (7) και (7Ε) του άρθρου 18. Η εν λόγω απόφαση παραθέτει την αιτιολογία της και ενημερώνει τον αιτητή για το δικαίωμα που έχει να την προσβάλει στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, καθώς και για την προθεσμία άσκησης τέτοιας προσφυγής.

[...]»

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

Εν προκειμένω αυτό που εξετάζεται είναι η απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση για απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησης του Αιτητή, η οποία αποτελεί απόφαση εκδιδόμενη δυνάμει της παραγράφου (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου. Σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη, ο Προϊστάμενος κλείνει το φάκελο και διακόπτει τη διαδικασία εξέτασης της αίτησης χωρίς να εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 12Δ (Ταχύρρυθμη διαδικασία εξέτασης αιτήσεων) και 13 (Κανονική διαδικασία εξέτασης αιτήσεων), εφόσον «η αίτηση είναι μεταγενέστερη αίτηση στο πλαίσιο της οποίας δεν υποβλήθηκαν από τον αιτητή ή δεν προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας».

Το ζήτημα της εξέτασης των μεταγενέστερων αιτήσεων και ειδικότερα της έννοιας των νέων στοιχείων και πορισμάτων εξετάστηκε στην πρόσφατη απόφαση του ΔΕΕ της 9ης Σεπτεμβρίου 2021 στην Υπόθεση C 18/20, XY κατά Bundesamt für Fremdenwesen und Asyl, ECLI:EU:C:2021:710. Το ΔΕΕ κλήθηκε να ερμηνεύσει το άρθρο 40 παράγραφοι 2, 3 και 4 της οδηγίας 2013/32/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας (στο εξής: Οδηγία 2013/32/ΕΕ), διατάξεις οι οποίες μεταφέρονται στο ημεδαπό δίκαιο με το άρθρο 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου. Στην απόφαση αυτή ξεκαθαρίστηκε ότι η έννοια «νέα στοιχεία ή πορίσματα», τα οποία «έχουν προκύψει ή υποβληθεί από τον αιτούντα», κατά τη διάταξη αυτή, περιλαμβάνει τα στοιχεία ή τα πορίσματα που προέκυψαν μετά την οριστική περάτωση της διαδικασίας που είχε ως αντικείμενο προγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας, καθώς και τα στοιχεία ή τα πορίσματα τα οποία υφίσταντο μεν ήδη πριν από την περάτωση της διαδικασίας, αλλά δεν προβλήθηκαν από τον αιτούντα (βλ. Υπόθεση C‑18/20, σκέψεις 31 έως 44).

Ως εκ τούτου, στα πλαίσια της μεταγενέστερης αίτησης αυτό που ερευνάται είναι, πρώτα, το κατά πόσο «[.] υποβλήθηκαν από τον αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της εκδοθείσας απόφασής του [.]» [άρθρο 16Δ(3)(α)] του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, Ν. 6(I)/2000 ως έχει τροποποιηθεί]) και, εφόσον διαπιστωθεί τούτο, η Υπηρεσία Ασύλου προχωρά σε εξέταση κατά πόσο «[τ]α εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον αιτητή διεθνούς προστασίας [.]» [άρθρο 16Δ(3)(β)(i) του ιδίου Νόμου] και, περαιτέρω, κατά πόσο «ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία [.]» [άρθρο 16Δ(3)(β)(ii) το Νόμου], [βλ. και αρ.40, παράγραφοι (2),(3) και (4), Ευρωπαϊκή Οδηγία 2013/32/ΕΕ].

Σκοπός λοιπόν της προκαταρτικής έρευνας η οποία κατέληξε στην προσβαλλόμενη δια της παρούσης απόφαση, είναι ο έλεγχος του κατά πόσο πληρούνται οι ως άνω εκ της νομοθεσίας τιθέμενες προϋποθέσεις, οι οποίες θα δικαιολογούσαν περαιτέρω εξέταση της μεταγενέστερης αίτησης και όχι επί της ουσίας έρευνα των νεών ισχυρισμών ως να επρόκειτο για πρώτη αίτηση ασύλου. Τούτη είναι και η σκοπιμότητα των διατάξεων του άρθρου 40, παράγραφοι (2), (3) και (4), της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2013/32/ΕΕ, όπου γίνεται σαφής διάκριση μεταξύ πρώτης και μεταγενέστερης αίτησης όπου λέγεται ότι «[.] η μεταγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας υποβάλλεται καταρχήν σε προκαταρκτική εξέταση προκειμένου να καθορισθεί εάν προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτούντα νέα στοιχεία ή πορίσματα [.]» και ότι μόνο «[ε]άν η προκαταρκτική εξέταση που αναφέρεται στην παράγραφο 2 καταλήξει στο συμπέρασμα ότι νέα στοιχεία ή πορίσματα έχουν προκύψει ή υποβληθεί από τον αιτούντα τα οποία αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χαρακτηρισμού του αιτούντος ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας δυνάμει της οδηγίας 2011/95/ΕΕ, η αίτηση εξετάζεται περαιτέρω σύμφωνα με το κεφάλαιο II.» και περαιτέρω προνοείται ότι «[τ]α κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι η αίτηση εξετάζεται περαιτέρω μόνο εάν ο συγκεκριμένος αιτών, χωρίς υπαιτιότητά του, δεν μπόρεσε να επικαλεσθεί τα στοιχεία που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος άρθρου κατά την προηγούμενη διαδικασία [.]».

Συνεπώς, το Δικαστήριο στα πλαίσια εξέτασης μεταγενέστερης αίτησης, υπό το άρθρο 16Δ(3)(α) του περί Προσφύγων Νόμου, ελέγχει μόνο κατά πόσον, από την προκαταρκτική εξέταση της αίτησης αυτής, προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα και αφού κρίνει επί του κατά πόσο προέκυψαν τα εν λόγω νέα στοιχεία η απόφαση θα πάσχει και θα ακυρωθεί. Επομένως, στα πλαίσια αποτελεσματικής πρόσβασης του αιτητή στη δικαιοσύνη, το δικαστήριο δεν προχωρά καθ' εαυτό σε ουσιαστική εξέτασή τους, όπως προνοεί το δεύτερο σκέλος του άρθρου 16(Δ) (3) (β), αφού για να γίνει δευτεροβάθμια εξέταση του αιτήματος του αιτητή ενώπιον του Δικαστηρίου, πρέπει να υπάρχει απόφαση από το διοικητικό όργανο, στο οποίο ο Νόμος έχει εναποθέσει την εξουσία να εξετάζει το αίτημα του αιτητή σε πρώτο βαθμό, κάτι που δεν υφίσταται στην παρούσα περίπτωση.

Στην παρούσα υπόθεση, οι Καθ' ων η Αίτηση απέρριψαν την μεταγενέστερη αίτηση του Αιτητή κρίνοντας ότι ο Αιτητής δεν ανέφερε τους εν λόγω ισχυρισμούς τους οποίους προέβαλε για πρώτη φορά δια μέσω της μεταγενέστερης του αίτησης κατά την προηγούμενη διαδικασία και χωρίς να αναφέρει τους λόγους για τους οποίους δεν αναφέρθηκε στα εν λόγω στοιχεία κατά την προηγούμενη του αίτηση και ως εκ τούτου, έκριναν ότι λόγω δικής του υπαιτιότητας, κατά παράβαση του άρθρου 16Δ (3) (β) (ιι) του Περί Προσφύγων Νόμου, δεν προέκυψαν ή υποβλήθηκαν νέα στοιχεία ή πορίσματα, ώστε να προβεί ουσιαστική εξέτασή τους απορρίπτοντας την ως απαράδεκτη σύμφωνα με το άρθρο 16 Δ (4) (α) του περί Προσφύγων Νόμου. Τέλος, από τα στοιχεία που έχει προβάλει ο ίδιος, έκριναν ότι δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι σε περίπτωση επιστροφής του στη Νιγηρία, θα διατρέχει κίνδυνο να υποστεί βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία κατά παράβαση του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ ή/και της αρχής της μη επαναπροώθησης. Ως εκ τούτου, η μεταγενέστερη αίτηση του Αιτητή κρίθηκε ως απαράδεκτη.

Έχει πλειστάκις νομολογηθεί ότι η έκταση, ο τρόπος και η διαδικασία που ακολουθείται ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης. Περαιτέρω η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το επίδικο θέμα. Το  κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και τη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων τα οποία παρέχουν ασφαλή συμπέρασμα. (Βλέπε Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.α., Α.Ε. 1518/1.11.96, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου, Α.Ε. 1575/14.7.97 , Α.Ε.2371,Motorways Ltd v Δημοκρατίας ημερ. 25/6/99).  

Το Δικαστήριο στα πλαίσια ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκεινται στην διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντος οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωση (Βλ. απόφαση αρ. 128/2008 JAMAL KAROU V Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 1 Φεβρουαρίου, 2010).

Ως εκ τούτου, προσέγγισα το θέμα με βάση τα ενώπιόν μου στοιχεία και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, εξετάζοντας όλα τα ουσιώδη στοιχεία και πραγματικά περιστατικά που οι Καθ' ων η αίτηση είχαν ενώπιόν τους.

Αρχικά παρατηρώ ότι κατά τη διοικητική εξέταση της αρχικής αίτησης ασύλου, ο Αιτητής ανέφερε ότι εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής του για οικονομικούς λόγους. Πιο συγκεκριμένα, ισχυρίστηκε ότι εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής του και ήρθε στην Κύπρο λόγω του ότι διατηρούσε μια επιχείρηση η οποία δεν ήταν επικερδής. Επιπλέον, ο Αιτητής δήλωσε ότι ήθελε να στηρίξει οικονομικά την οικογένειά του και δεν ήταν σε θέση να στείλει τα παιδιά του στο σχολείο, γι’ αυτό το λόγο ήρθε στην Κύπρο με σκοπό να εργαστεί (βλ. ερ. 30 Δ.Φ)

Ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι, παρά την ικανοποιητική αξιοπιστία του Αιτητή αναφορικά με τους λόγους που τον οδήγησαν να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του, ήτοι σπουδές και οικονομικοί λόγοι, εντούτοις, οι ισχυρισμοί του δεν ενέπιπταν στους λόγους της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 και στους περί Προσφύγων Νόμους 2000-2020 και επομένως, εισηγήθηκε την απόρριψη του αιτήματος του Αιτητή.

Με την μεταγενέστερη του αίτηση ο Αιτητής προέβαλε έναν νέο ισχυρισμό, ήτοι ότι επέστρεψε πίσω στην πόλη του για να συνεχίσει την επιχείρησή του με την οικογένειά του και μετά από δυο χρόνια ήθελαν να χτίσουν την γη του πατέρα του, ωστόσο οι θείοι του αρνήθηκαν να του υποδείξουν το μέρος όπου θα έχτιζε. Έπειτα ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι το κατήγγειλε στον αρχηγό του χωριού και από τότε οι θείοι του άρχισαν να ταλαιπωρούν τον ίδιο και την οικογένειά του, έκαψαν το μαγαζί του και το αυτοκίνητό του, ενώ έστειλαν και άτομο για να τον σκοτώσουν (βλ. ερ. 83-80 Δ.Φ.).

Έχοντας εξετάσει με προσοχή τον διοικητικό φάκελο καθώς και τα στοιχεία που προκύπτουν από αυτόν, θα συμφωνήσω με την κατάληξη και τα συμπεράσματα των Καθ’ων η Αίτηση επί της έκθεσης – εισήγησης καθότι οι εν λόγω «νέοι» ισχυρισμοί που προβάλλει ο Αιτητής επί της μεταγενέστερης του αίτησης αποτελούν ισχυρισμούς και γεγονότα που προϋπήρχαν του αρχικού αιτήματός του για διεθνή προστασία και λόγω δικής του υπαιτιότητας δεν αναφέρθηκαν από τον ίδιο κατά τις προηγούμενες διαδικασίας.  Προς τούτο συνηγορεί το γεγονός ότι ο Αιτητής εισήλθε στην Δημοκρατία και υπέβαλε αίτημα ασύλου στις 22/11/2021, προσήλθε για προσωπική συνέντευξη στις 19/06/2023, ενώ υπέβαλε και προσφυγή στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας στις 06/10/2023. Ως εκ τούτου κρίνω ότι ορθώς οι Καθ' ων η Αίτηση απέρριψαν τη μεταγενέστερη αίτηση του Αιτητή πρωτίστως και υπό το φως βεβαίως και των σχετικών διατάξεων του Νόμου, αφού δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 16Δ(3)(β) ήτοι (ίί) ικανοποιείται πως ο Αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος,».

Επιπλέον, ο Αιτητής δεν επεξηγεί με σαφήνεια και ευκρίνεια τους λόγους για τους οποίους δεν αναφέρθηκε επί των πιο πάνω σε προηγούμενα στάδια της πρωτοβάθμιας εξέτασης της αίτησής του, αλλά και κατά την μετέπειτα προσφυγή του ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας, ενώ ούτε προκύπτει οποιαδήποτε ευαλωτότητα του Αιτητή η οποία δύναται να αιτιολογεί στην καθυστερημένη αποκάλυψη στοιχείων προς τεκμηρίωση αίτησης διεθνούς προστασίας.[1] Αντιθέτως παρατηρώ ότι ο Αιτητής ανέκαθεν επικαλείτο  οικονομικής φύσεως προβλήματα, ως εκ τούτου τα όσα αναφέρει επί της μεταγενέστερης του αίτησης δεν συνδέονται με τους προηγούμενους ισχυρισμούς.  Αναφορικά με τους λόγους για τους οποίους ο Αιτητής εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής του, αυτός ξεκάθαρα αποκρίθηκε ότι είχε μια επιχείρηση η οποία δεν πήγαινε καλά, προσπάθησε να την επαναφέρει σε λειτουργία, ωστόσο η προσπάθειές του αποδείχθηκαν μάταιες, ως εκ τούτου εγκατέλειψε την χώρα του με σκοπό να εργαστεί ώστε να είναι σε θέση να προσφέρει ένα καλύτερο μέλλον στα παιδιά του (βλ. ερ. 31 .Δ.Φ). Σημειώνεται ότι ο Αιτητής επίσης άσκησε προσφυγή κατά της πρωτοβάθμιας απόφασης ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας, την οποία στην συνέχεια απέσυρε καθιστώντας  την απόφαση ημερ. 29/06/2023 τελική. 

Ούτε και επί της παρούσας διαδικασίας και λαμβανομένου υπόψιν του ελέγχου που ασκεί το παρόν δικαστήριο ήταν σε θέση να εξηγήσει τις ασυνέπειες με τις προηγούμενές του δηλώσεις κατά την πρωτοβάθμια εξέταση αλλά ούτε και ήταν σε θέση να υποστηρίξει με σαφήνεια και ευκρίνεια τους προβληθέντες ισχυρισμούς του περί προβλημάτων που αντιμετωπίζει με τους θείους του ως κατέγραψε επί της μεταγενέστερης του αίτησης. Τέλος, φρονώ ότι ούτε παρείχε σαφή και ευλογοφανή απάντηση σε σχέση με τον λόγο που  δεν αναφέρθηκε στα εν λόγω προβλήματά του κατά την αρχική του αίτηση αλλά ούτε και κατέθεσε οποιαδήποτε αποδεικτικά στοιχεία μεγάλης αποδεικτικής αξίας πέραν των γενικών δηλώσεών του προς υποστήριξή των ισχυρισμών του.

Σε κάθε περίπτωση,  φρονώ ότι η εκπρόθεσμη υποβολή δηλώσεων ή η καθυστερημένη παρουσίαση αποδεικτικών στοιχείων επηρεάζουν αρνητικά την αξιοπιστία ενός Αιτητή, εκτός εάν παρέχονται  έγκυρες εξηγήσεις[2]. Συνεπώς, τα εν λόγω στοιχεία δεν κατατέθηκαν και, ως εκ τούτου δεν έτυχαν αξιολόγησης, λόγω υπαιτιότητας του ίδιου του Αιτητή. Για τον λόγο αυτό κρίνεται ότι η ύπαρξη νέων στοιχείων δεν μπορεί αυτόματα να οδηγήσει στην ουσιαστική εξέτασή τους και η μεταγενέστερη αίτηση του Αιτητή ορθώς κρίθηκε απαράδεκτη βάσει του άρθρου 16 Δ (3) (β) (ii) του Περί Προσφύγων Νόμου.

Επιπλέον, δεν μου διαφεύγει η συνεχής εναλλαγή των ισχυρισμών του Αιτητή επί της παρούσας διαδικασίας. Ειδικότερα, ο Αιτητής επί της μεταγενέστερης του Αίτησης προβάλλει ότι αντιμετωπίζει προβλήματα με τους θείους του οι οποίοι και λόγω κάποιας περιουσιακής διαμάχης, έκαψαν το μαγαζί και το αυτοκίνητό του ενώ έστειλαν και άτομο να τον σκοτώσει. Εντούτοις, επί του εισαγωγικού δικογράφου ο Αιτητής προβάλλει έναν άλλο, τελείως νέο ισχυρισμό, ότι δηλαδή υπάρχει μια υπόθεση σε εκκρεμότητα σε κάποια ομάδα ηλικιωμένων εναντίον του στην χώρα καταγωγής του. Η συνεχής εναλλαγή στον ουσιαστικό ισχυρισμό του Αιτητή ο οποίος και αποτελεί τον πυρήνα του αιτήματος του πλήττει φρονώ ανεπανόρθωτα την αξιοπιστία του εν λόγω ισχυρισμού. Γενικά, είναι λογικό να αναμένεται ότι μια αίτηση για διεθνή προστασία παρουσιάζεται επαρκώς και λεπτομερώς, τουλάχιστον όσον αφορά τα πιο σημαντικά γεγονότα που τη συνθέτουν. Η ανεπάρκεια λεπτομερειών συνιστά αυτό που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 5 στοιχείο β)  2011/95/ΕΕ (αναδιατύπωση) ως έλλειψη «σχετικών στοιχείων».

Το βάρος απόδειξης αρχικά είναι στον αιτούντα άσυλο να αποδείξει τα γεγονότα που στηρίζουν το αίτημά του και να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία που τεκμηριώνουν τους ισχυρισμούς του σύμφωνα το άρθρο 16 του Περί Προσφύγων Νόμου [Ν. 6(Ι)/2000. Ως έχει νομολογηθεί, ο Αιτητής πρέπει να καταβάλει ειλικρινή προσπάθεια να θεμελιώσει την αφήγησή του, ότι δηλαδή υπήρξε θύμα δίωξης στην χώρα καταγωγής του, ώστε να πληροί της προϋποθέσεις υπαγωγής του σε καθεστώς Διεθνούς Προστασίας (βλ. WILLIAM CRISANTHA MAL FRANCIS KARUNARATHNA ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ κ.α, Υπόθεση Αρ. 1875/2008, 1 Μαρτίου 2010).

Τέλος και σε κάθε περίπτωση οι αόριστοι και ατεκμηρίωτοι ισχυρισμοί του Αιτητή δεν τεκμηριώνουν βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης και ως εκ τούτου τα όσα ο Αιτητής ανέφερε και προσκόμισε με την μεταγενέστερη του αίτηση δεν αυξάνουν τις πιθανότητες χορήγησης σε αυτόν καθεστώτος διεθνούς προστασίας και δεν πληρούνται ούτε οι προϋποθέσεις του άρθρου 16Δ(3)(β)(ι). Αντιθέτως, οι ισχυρισμοί του περί προβλημάτων με τον θείο του πλήττονται από αοριστία και έλλειψη συνοχής ενώ προκύπτουν εύλογα ερωτήματα ως προς την αληθοφάνεια των ισχυρισμών του. Ο Αιτητής αδυνατεί από τα ενώπιόν μου στοιχεία να παρουσιάσει το αφήγημά του με λεπτομέρεια και συνοχή ενώ οι απαντήσεις του - ότι δηλαδή κινδυνεύει λόγω οικογενειακών προβλημάτων – πάσχουν από προφανή έλλειψη λεπτομερειών και συνεκτικότητας, στερούνται δε λογικής συνάφειας και εύλογα μπορούν να χαρακτηρισθούν ως γενικές και αόριστες, πλήττοντας ανεπανόρθωτα την εσωτερική αξιοπιστία του εν λόγω ισχυρισμού. Ο Αιτητής δεν προσέφερε οποιοδήποτε νέο στοιχείο το  οποίο να αποδεικνύει  τα προβλήματα που αντιμετωπίζει από τους θείους του που να δικαιολογούν τον φόβο του ότι αντιμετωπίζει σοβαρή και πραγματική απειλή δίωξης. Οι γενικοί  και ατεκμηρίωτοι ισχυρισμοί του περί πιθανού κινδύνου δίωξης του από τους θείους του, δεν αποδεικνύουν την ύπαρξη δικαιολογημένου φόβου δίωξης σε περίπτωση επιστροφής του στην χώρα καταγωγής του.

Ο Αιτητής επί της μεταγενέστερης του Αίτησης προβάλλει μια γενική χωρίς συνοχή αφήγηση χωρίς να προβεί σε οποιαδήποτε συγκεκριμενοποίηση αναφορικά με τον φόβο δίωξής του και τις υποτιθέμενες απειλές που είχε δεχθεί. Οι  δηλώσεις του δεν αρκούν ώστε δυνητικά να μεταβάλουν το συμπέρασμα των Καθ’ ων και την απόρριψη της αίτησης του Αιτητή κατά το στάδιο του παραδεκτού, καθότι και από τα ενώπιόν μου στοιχεία εντός του διοικητικού φακέλου δεν προκύπτει οποιοδήποτε στοιχείο ικανό να θεμελιώσει κάποιον ουσιαστικό ισχυρισμό κατά τρόπο που να παραπέμπει σε πραγματικό βιωματικό περιστατικό, ούτε ασκεί οποιαδήποτε επιρροή στη θεμελίωση του αιτήματός του για διεθνή προστασία. Επιπλέον, ο Αιτητής δεν παραθέτει οποιοδήποτε στοιχείο το οποίο να στηρίζει τους εν λόγω προβαλλόμενους ισχυρισμούς ή και να στηρίζει την εν λόγω δίωξη που επικαλείται. Ως αναφέρεται εξάλλου στην Αιτιολογική σκέψη 36 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ (αναδιατύπωση)  «Όταν ο αιτών υποβάλλει νέα αίτηση χωρίς να προσκομίζει νέα στοιχεία ή επιχειρήματα, θα ήταν δυσανάλογο να υποχρεούνται τα κράτη μέλη να ανοίγουν νέα πλήρη εξεταστική διαδικασία. Στις περιπτώσεις αυτές, τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να απορρίπτουν την αίτηση ως απαράδεκτη με βάση την αρχή του δεδικασμένου»[3].

Συγχρόνως και σύμφωνα με πάγια νομολογία του παρόντος Δικαστηρίου, αόριστες αναφορές σε κινδύνους ζωής όπως αόριστα στην προκειμένη περίπτωση προβάλλει ο Αιτητής, χωρίς στοιχειοθετημένους και τεκμηριωμένους ισχυρισμούς, δεν μπορούν να  θεμελιώσουν βάσιμο φόβο δίωξης ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης (βλ. υπόθεση υπ' αριθμόν 121/20, A.S.R. v. Κυπριακή Δημοκρατία, ημερομηνίας 31/7/2020).

Πέραν των ως άνω αναφερθέντων σημείων σε κάθε περίπτωση, οι ισχυρισμοί που προβάλλει ο Αιτητής επί της μεταγενέστερης του αίτησης περί κινδύνου δίωξης  λόγω ιδιωτικής διαφοράς και δίωξης από τους θείους του, αφενός μεν προβάλλονται αόριστα και αφηρημένα και δεν συνιστούν νέα στοιχεία τα οποία οι Καθ’ων όφειλαν να λάβουν υπόψη προχωρώντας δηλαδή επί της ουσίας εξέτασης του αιτήματος του Αιτητή, αφετέρου, οι ιδιωτικές διαφορές δεν σχετίζονται καταρχήν προς τους λόγους που προβλέπονται από τη Σύμβαση της Γενεύης του 1951 (δίωξη λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, συμμετοχής σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα ή πολιτικών πεποιθήσεων) και δεν αποτελούν βάση για την αναγνώριση ενός προσώπου ως πρόσφυγα.

Τέλος, ούτε στην προκειμένη περίπτωση από το προαναφερόμενο ιστορικό και δεδομένου ότι ο Αιτητής δεν επικαλείται ειδικώς ότι ενόψει των προσωπικών του περιστάσεων, πιθανολογείται να εκτεθεί σε κίνδυνο βλάβης συγκεκριμένης μορφής (βλαπόφαση της 17.2.2009, C-465/07, ECLI:EU:C:2009:94, Elgafaji, σκέψη 32) δεν προκύπτει ότι αυτός διατρέχει κίνδυνο σοβαρής βλάβης, λόγω θανατικής καταδίκης ή εκτέλεσης, βασανιστηρίων, ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής της (βλ άρθρο 19(2)(α) και (β) περί Προσφύγων Νόμου).  Ούτε εξάλλου προκύπτει ότι συντρέχει αδιακρίτως ασκούμενη βία στον τελευταίο τόπο διαμονής του Αιτητής, ο βαθμός της οποίας να είναι τόσο υψηλός, ώστε να υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμηθεί ότι ο Αιτητής, ακόμα κι αν ήθελε υποτεθεί ότι θα επιστρέψει στη συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή, θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί στην εν λόγω απειλή (βλ. απόφαση της 17.2.2009, C-465/07, ECLI:EU:C:2009:94  Elgafaji, σκέψη 43).

Με βάση λοιπών το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιόν μου και έχοντας κατά νου το νομικό πλαίσιο που αφορά τις μεταγενέστερες αιτήσεις ως αυτό προβλέπεται στο άρθρο 16Δ του Περί  Προσφύγων Νόμου και ως εκτενώς αναλύεται ανωτέρω, καταλήγω ότι  οι Καθ' ων η αίτηση προέβησαν στη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα και δια τούτο, κατά τη λήψη της απόφασης, λήφθηκαν δεόντως και σύμφωνα με τα όσα απαιτεί η οικεία νομοθεσία  όλα τα γεγονότα που περιβάλλουν την επίδικη απόρριψη μεταγενέστερης αίτησης διεθνούς προστασίας αλλά και η αιτιολογία αυτής είναι πλήρης και εμπεριστατωμένη, με αναφορά στους ισχυρισμούς που προέβαλε ο Αιτητής και υπαγωγή τους στη σχετική εφαρμοστέα νομοθεσία. Η προσβαλλόμενη δια της παρούσης προσφυγής απόφαση είναι δια τούτο θεωρώ προϊόν δέουσας υπό τις περιστάσεις έρευνας - αφού οι Καθ' ων η αίτηση πραγματεύτηκαν όλους τους ισχυρισμούς του Αιτητή στο πλαίσιο της επίδικης μεταγενέστερης αίτησης και υπήγαγαν αυτούς στις διατάξεις της οικείας νομοθεσίας, ως πιο πάνω καταγράφεται, και είναι περαιτέρω πλήρως και σαφώς αιτιολογημένη.

Τέλος, σημειώνεται ότι το Διάταγμα του Υπουργού Εσωτερικών ημερομηνίας 31.05.2024 (Κ.Δ.Π. 191/2024) με το οποίο η χώρα καταγωγής του Αιτητή ορίζεται ως ασφαλής χώρα ιθαγένειας, χωρίς εν προκειμένω αυτός να έχει προβάλει οποιουσδήποτε ισχυρισμούς/στοιχεία που αφορούν προσωπικά στον ίδιο και οι οποίοι να ανατρέπουν το τεκμήριο περί ασφαλούς χώρας ιθαγένειας. Στην αξιολόγηση αυτή λαμβάνεται υπόψη και η ικανότητα του κράτους να παρέχει προστασία στους πολίτες της από παραβιάσεις των δικαιωμάτων τους (βλ. άρθρο 12Βτρις(2) του περί Προσφύγων Νόμου). Ο Αιτητής δεν κατόρθωσε να ανατρέψει αυτό το τεκμήριο, ενώ υπενθυμίζεται, σχετικά, ότι η διεθνής προστασία αποτελεί προστασία δευτερεύουσα εκείνης της χώρας καταγωγής.

Υπό το φως των ανωτέρω, ορθώς η μεταγενέστερη αίτηση του κρίθηκε ως απαράδεκτη κατά το προκαταρκτικό στάδιο εξέτασής της.

 Ως εκ τούτου, η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται  με €800 έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ' ων η Αίτηση.

 

 Δ. Κατσαρίδης Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 

 

 

 

 

 



[1] Βλ. Απόφαση ΔΕΕ συνεκδικαζόμενες υποθέσεις  C‑148/13 to C‑150/13 A, B and C v Staatssecretaris van Veiligheid en Justitie, 2 December 2014 σκέψη 69

[2] Βλ. Υπόθεση ΕΔΑΔ, CRUZ VARAS AND OTHERS κατά Σουηδίας , Αριθ. Αιτ. 15576/89 ημερ. 22/3/1991 Παρ. 73

[3] Σε αυτό το σκεπτικό στηρίζεται το άρθρο 40 της ΟΔΑ (αναδιατύπωση), το οποίο προβλέπει «προκαταρκτική εξέταση προκειμένου να καθορισθεί εάν προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτούντα νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του εάν ο αιτών πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τον χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας», ούτως ώστε να ληφθεί απόφαση σχετικά με το παραδεκτό της αίτησης (άρθρο 40 παράγραφος 2)


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο