
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθεση Αρ.: 2042/23
05 Αυγούστου, 2024
[ Δ. Κατσαρίδης, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
M.K.G.
Αιτήτρια,
ΚΑΙ
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ' ων η αίτηση
........
Γ. Στυλιανού και Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε. για την Αιτήτρια
Μαρίνα Χρ. Σουρουλλά (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Με την υπό εξέταση προσφυγή, η Αιτήτρια αιτείται: Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση ημερομηνίας 26/05/2023, η οποία γνωστοποιήθηκε στην Αιτήτρια στις 10/06/2023 και με την οποία την πληροφορούν ότι το αίτημα της για διεθνή προστασία απορρίπτεται καθότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 3 και 19 του Περί Προσφύγων Νόμου, είναι άκυρη, αντισυνταγματική, παράνομη, στερημένη οποιουδήποτε νόμιμου αποτελέσματος.
Γεγονότα
Όπως προκύπτει από την Ένσταση αλλά και τον Διοικητικό φάκελο που καταχωρήθηκε από τoν ευπαίδευτη συνήγορο που εκπροσωπεί τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης έχουν ως κατωτέρω:
Η Αιτήτρια είναι υπήκοος Νεπάλ. Στις 28/07/2021 συμπλήρωσε αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας. Στις 19/02/2023, πραγματοποιήθηκε συνέντευξη (interview) της από αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου. Στις 25/05/2023, αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ετοίμασε έκθεση εισήγηση, σχετικά με τη συνέντευξη της Αιτήτριας. Στη συνέχεια, ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε την εισήγηση για απόρριψη της αίτησης ασύλου της Αιτήτριας στις 26/05/2023. Την 01/06/2023, η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική επιστολή μαζί με την αιτιολόγηση της απόφασής της σχετικά με το αίτημα της Αιτήτριας, η οποία παραλήφθηκε και υπογράφτηκε ιδιοχείρως από την Αιτήτρια στις 10/06/2023. Η τελευταία αυτή απόφαση αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.
Νομικοί Ισχυρισμοί
Η Αιτήτρια παραθέτει στο εισαγωγικό δικόγραφο της διαδικασίας αρκετούς λόγους ακύρωσης, χωρίς αυτοί ωστόσο να συνοδεύονται από σαφή αιτιολογία ή παραπομπή σε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά ή στοιχεία του διοικητικού φακέλου. Η Αιτήτρια δια της γραπτής αγόρευσης της συνηγόρου της προβάλει ότι η απόφαση, λήφθηκε από αναρμόδιο όργανο κατά παράβαση του άρθρου 17 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμος του 1999 (Ν. 158(I)/1999). Ειδικότερα αναφέρει ότι ο κ. Αλκείδης ο οποίος εξουσιοδοτήθηκε από την Υπουργό Εσωτερικών κ. Κωνσταντίνο Ιωάννου είναι αναρμόδιος ώστε να αξιολογεί αιτήσεις διεθνούς Προστασίας.
Οι Καθ΄ ων η αίτηση αντιτείνουν ότι η προσβαλλόμενη με την παρούσα προσφυγή απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου λήφθηκε ορθά και νόμιμα σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Συντάγματος και του Νόμου, μετά από δέουσα έρευνα και ορθή ενάσκηση των εξουσιών που δίδει ο νόμος στους Καθ’ων η Αίτηση και αφού ελήφθησαν υπόψη όλα τα σχετικά γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης και ότι η επίδικη απόφαση είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη. Σημειώνουν δε και αναφορικά με την αρμοδιότητα του οργάνου με παραπομπή σε σχετική νομολογία ότι οι γενικοί και αόριστοι ισχυρισμοί της Αιτήτριας δεν καταφέρνουν να ανατρέψουν το τεκμήριο της κανονικότητας και της νομιμότητας που υπάρχει υπέρ των αποφάσεων των Καθ’ων η Αίτηση. Αρμόδιος λειτουργός ετοίμασε λεπτομερή έκθεση – εισήγηση και εξουσιοδοτημένος λειτουργός που ασκεί τα καθήκοντα Προϊστάμενου αποφάσισε όπως εγκρίνει την εν λόγω έκθεση -εισήγηση.
Κατάληξη
Καταρχάς, θα πρέπει να λεχθεί ότι ο δικηγόρος της Αιτήτριας, παρόλο που επικαλείται πολλούς λόγους ακυρώσεως στο δικόγραφο της αίτησης ακυρώσεως, εντέλει οι λόγοι αυτοί δεν αναπτύσσονται στην ολότητα τους, εντός της γραπτής του αγόρευσης, αφού περιορίζεται στην προώθηση ορισμένων εξ αυτών.
Η νομολογία ως προς την ανάγκη αυστηρής συμμόρφωσης με τις επιταγές του Κανονισμού 7, του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962 είναι διαχρονική και προς τούτο είναι ευθυγραμμισμένη και συνεχής (βλ. ANKIT v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΕΦΕΣΗ ΚΑΤΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ 29/2021, 4/10/2021). Η απλή καταγραφή κατά ιδιαίτερα συνοπτικό τρόπο στους λόγους ακύρωσης της νομικής βάσης της προσφυγής δεν ικανοποιεί την επιτακτική ανάγκη του Καν. 7 Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, όπως οι νομικοί λόγοι αναφέρονται πλήρως (βλ. Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598, Ελισσαίου ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (2004) 3 Α.Α.Δ. 412 και Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 384)»(δέστε Υπόθεση Αρ. 1119/2009 ημερ. 31 Ιανουάριου 2012 FARHAN KHALIL, και Κυπριακής Δημοκρατίας MD SM ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, Αρ. Προσφυγής 2418/2021, 9/7/2021)
Οι αγορεύσεις αποτελούν την μόνη μέθοδο ανάπτυξης των λόγων ακύρωσης ή ισχυρισμών που ήδη προβλήθηκαν με το δικόγραφο της προσφυγής. Κατά συνέπεια, όλοι οι λόγοι ακύρωσης που δεν αναπτύσσονται επαρκώς στη γραπτή αγόρευση της Αιτήτριας θεωρούνται νομολογιακά εγκαταλειφθέντες και ως εκ τούτου δεν τυγχάνουν περαιτέρω εξέτασης (βλ. Μαραγκός v Δημοκρατία (2006) 3 Α.Α.Δ.671).
Προέχει φυσικά η ενασχόληση με τους λόγους που αφορούν την αρμοδιότητα του λαμβάνοντος της προσβαλλόμενη απόφαση οργάνου αφού, ως ισχυρισμός που άπτεται της δημόσιας τάξης, εξετάζεται σε κάθε περίπτωση αυτεπαγγέλτως, ακόμα και αν δεν είναι δεόντως δικογραφημένος και κατά προτεραιότητα ενόψει του ότι, στην απουσία σχετικής αρμοδιότητας, δεν μπορεί να γίνεται καν λόγος για απόφαση.
Βασική προϋπόθεση της εγκυρότητας μιας διοικητικής πράξης, είναι η νόμιμη υπόσταση του οργάνου που την εκδίδει (βλ. άρθρο 15 του Νόμου 158(Ι)/1999). Η αρμοδιότητα ενός διοικητικού οργάνου καθορίζεται από το Σύνταγμα ή από τον νόμο ή από την κανονιστική ή διοικητική πράξη που εκδίδεται κατ’ εξουσιοδότηση νόμου (βλ. άρθρο 17(2) του Νόμου 158(Ι)/99). Η διοικητική αρμοδιότητα πρέπει να ασκείται από το όργανο στο οποίο έχει ανατεθεί από τον νόμο (Βλ. άρθρο 17(6) του Νόμου 158(Ι)/99) και μπορεί να μεταβιβαστεί ολικά ή μερικά η άσκηση εξουσίας από ένα όργανο, όταν υπάρχει ρητή διάταξη του νόμου που να το επιτρέπει (Βλ. άρθρο 17(4) του Νόμου 158(Ι)/99). Μόνο το όργανο στο οποίο μεταβιβάζονται οι αρμοδιότητες δύναται να ασκήσει τις αρμοδιότητες που του έχουν ανατεθεί ρητώς σύμφωνα με το πλαίσιο (βλ. Μιχάλης Ευαγγέλου ν Δημοκρατία (2009) 4 ΑΑΔ 836).
Αναφορικά λοιπόν με τον ισχυρισμό ότι ο κ. Αλκείδης ο οποίος είναι Ανώτερος Λειτουργός Πολεοδομίας είναι αναρμόδιος ώστε να αξιολογεί αιτήσεις Αιτητών Ασύλου παρατηρώ ότι στο ερ.62 επί του διοικητικού φακέλου που κατατέθηκε δεόντως στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας, υπάρχει επιστολή με ημερομηνία 07/03/2023 όπου ζητείται από τον αρμόδιο Υπουργό να ορίσει λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου για έκδοση αποφάσεων επί αιτημάτων διεθνούς προστασίας, βάσει του άρθρου 2 του περί Προσφύγων Νόμου.
Προς τούτο, εξουσιοδοτείται o κος Κωνσταντίνος Αλκείδης, Ανώτερος Λειτουργός Πολεοδομίας, όπως εκτελεί τα καθήκοντα Προϊσταμένου, στα πλαίσια έκδοσης αποφάσεων επί αιτημάτων διεθνούς προστασίας. Η εν λόγω επιστολή αποτελεί μέρος του διοικητικού φακέλου που αφορά τον Αιτητή και φέρει σφραγίδα του Υπουργείου Εσωτερικών, Γραφείο Υπουργού, και υπογραφή του Υπουργού Εσωτερικών.
Στην υπό κρίση υπόθεση, η έκθεση-εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου (ερυθρό 59 Δ.Φ.), υποβλήθηκε μετά τη συνέντευξη του Αιτητή και φέρει ημερομηνία 26/05/2023. Κάτω από το λεκτικό της εισήγησης διακρίνεται μια υπογραφή, η ημερομηνία 26/05/2023 και το όνομα του κου Κωνσταντίνου Αλκείδη, ο οποίος έλαβε την απόφαση για τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου.
Με δεδομένο ότι στην παρούσα προνοείται ρητά εκ του νόμου η σχετική δυνατότητα του Υπουργού να εξουσιοδοτεί οιονδήποτε αρμόδιο λειτουργό να εξασκεί τα καθήκοντα του προϊστάμενου, και εκ της συνδυασμένης ανάγνωσης του αρ.3 (2) του περί Εκχωρήσεως της ενασκήσεως των Εξουσιών των Απορρεουσών εκ τινός Νόμου, Νόμου του 1962 (23/1962) και του αρ.17 (4) περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (158(I)/1999), δεν χωρεί αμφιβολία ότι η σχετική εξουσιοδότηση προς τον εγκρίνοντα την σχετική έκθεση-εισήγηση και δια τούτο, ως κατωτέρω εξηγείται, λαμβάνουσα την προσβαλλόμενη δια της παρούσης απόφαση, είναι εφικτή και νόμιμη (Βλ. Απόφαση στην. Α.Ε. αρ. 2115, Ανδρούλλας Ζηνόβιου ν Κυπριακής Δημοκρατίας, ημερ. 2.10.1997, (1997) 3 Α.Α.Δ 385 και M.J.H. vs. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Διευθυντή Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ. 317/2020, απόφαση 30/11/2020 του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας).
Ενόψει λοιπόν των ανωτέρω, θεωρώ ότι η εξουσιοδότηση του προσυπογράφοντος το ερ.59 (έκθεση-εισήγηση) έχει δεόντως αποδειχθεί ότι είναι νόμιμη και δια τούτο έγκυρη. Συνεπώς, ο ισχυρισμός περί αναρμοδιότητας του οργάνου που έλαβε την προσβαλλόμενη δια της παρούσας απόφαση απορρίπτεται.
Αναφορικά με τον ισχυρισμό του Αιτητή ότι ο κ. Αλκείδης είναι λειτουργός πολεοδομίας και ως εκ τούτου δεν έχει την ευχέρεια να αξιολογεί περιπτώσεις αιτητών ασύλου, οι καθ’ ων η αίτηση αντιτάσσουν ότι ο λειτουργός που έλαβε την δια της παρούσης προσβαλλόμενη απόφαση ήταν λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου, υποδεικνύοντας τη σχετική πράξη απόσπασης ως δημοσιεύθηκε στην επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 26/08/22 και είχε εξουσιοδοτηθεί προς την έκδοση τέτοιων αποφάσεων δεόντως, υποδεικνύοντας αντίστοιχα σχετική εξουσιοδότηση προς τον εν λόγω λειτουργό ημ.07/03/23, στη βάση του αρ.2 του περί Προσφύγων Νόμου.
Θα συμφωνήσω επί τούτου με τα όσα αναφέρουν οι καθ’ ων η αίτηση, συνάμα, υιοθετώ τα όσα αναφέρει ο αδελφός Δικαστής κος. Χριστοφόρου στην πρόσφατη απόφαση ημερ. 23 Μαΐου 2024, P.K κατά Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση αρ.1427/23 , όπου ανέλυσε το ίδιο ζήτημα:
«Η απόσπαση του εγκρίνοντας λειτουργού στους καθ’ ων η αίτηση είναι τέτοια που να θεωρείται κατά τον χρόνο της απόσπασης του ότι «υπηρετεί στην Υπηρεσία Ασύλου» κατά τα διαλαμβανόμενα στο αρ.2 του Περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000. Τούτο γιατί κατά τον χρόνο της απόσπασης του ο λειτουργός που εξέλαβε την επίδικη απόφαση δεν μπορεί παρά να υπηρετούσε στους καθ’ ων η αίτηση, ανεξαρτήτως του αν διατηρούσε την προηγούμενη οργανική του θέση ως Ανώτερος Λειτουργός Πολεοδομίας. Μια απλή γραμματική ερμηνεία του αρ.2 του Περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000, σε συνδυασμό με το αρ.47 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 (1/1990), καθιστά σαφές ότι ο αποσπασθείς υπάλληλος υπηρετεί αναμφίβολα στην Υπηρεσία όπου αποσπάται, αυτός είναι άλλωστε και ο σκοπός της απόσπασης.
[…]
Αντίθετη προσέγγιση θα οδηγούσε σε αντινομικά αποτελέσματα αφού κάθε αποσπασθείς υπάλληλος δεν θα λογιζόταν κατ’ ουσία ως υπηρετών στο τμήμα ή υπηρεσία όπου και αποσπάσθηκε, με συνέπεια να πράττει αναρμοδίως τα όποια καθήκοντα επωμίζεται κατά τον χρόνο της απόσπασης του σ’ αυτή την υπηρεσία. Άλλωστε, ως και οι καθ’ ων η αίτηση αναφέρουν, ο υπάλληλος αυτός, για όσο χρόνο βρίσκεται σε απόσπαση, παρά το ότι «εξακoλoυθεί vα κατέχει oργαvικά τη θέση από τηv oπoία απoσπάται, υπάγεται […] στov ιεραρχικό διoικητικό έλεγχo τoυ Πρoϊστάμεvoυ τoυ Τμήματoς στo oπoίo απoσπάται.» [αρ.47 (2) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 (1/1990)].
Στη βάση των ανωτέρω, καθίσταται σαφές ότι οι ισχυρισμοί περί αναρμοδιότητας του αποφασίζοντος οργάνου δεν ευσταθούν και ως εκ τούτου απορρίπτονται.
Αναφορικά με τον ισχυρισμό ότι ο κ. Αλκείδης δεν έχει τα προσόντα για να κρίνει εάν ο Αιτητής δικαιούται Διεθνή Προστασία, παρατηρώ ότι ο εν λόγω ισχυρισμός δεν δικογραφείται επαρκώς και/ή δεν στοιχειοθετείται με σαφήνεια δυνάμει του Κανονισμού 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962.
Είναι διαχρονική η θέση της ημεδαπής νομολογίας ότι τα επίδικα θέματα στοιχειοθετούνται και προσδιορίζονται από τη δικογραφία[1] ενώ ξεκάθαρη είναι η απαίτηση για αιτιολόγηση των νομικών σημείων της αίτησης ακυρώσεως, ούτως ώστε αυτά να μπορούν να τύχουν εξέτασης από το Δικαστήριο.[2] Ως λέχθηκε, σχετικά και στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερομηνίας 6.7.2018 στην Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 95/2012 ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΗΣ ΚΑΙ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ:
«...Στη Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 Α.Α.Δ. 598, εξηγήθηκε ότι η αιτιολόγηση των νομικών σημείων είναι απαραίτητη εφόσον οποιαδήποτε αοριστία ή ασάφεια επηρεάζει αναπόφευκτα την ορθότητα της νομικής βάσης με αποτέλεσμα να είναι ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης. Επί συνταγματικών δε θεμάτων, η αναγκαιότητα έγερσης τους με ευκρίνεια και λεπτομέρεια είναι θεμελιώδους σημασίας διαφορετικά το Δικαστήριο δεν νομιμοποιείται να τα εξετάσει αυτεπαγγέλτως, έστω και εάν έχουν εγερθεί με την αγόρευση, (Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598, Δημοκρατία ν. Σπύρου (2007) 3 Α.Α.Δ. 533 και Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2009) 3 Α.Α.Δ. 655). Γενικώς, δεν είναι αποδεκτή παρέκκλιση από τη ρητή επιταγή του Κανονισμού 7, (Γιασουμής ν. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 27, Δημοκρατία ν. Ευγενίου (2005) 3 Α.Α.Δ. 257 και Κολοκάσης ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 23). Στη Δημοκρατία ν. Ιωσηφίδη (2013) 3 Α.Α.Δ. 59, το Εφετείο αρνήθηκε να εξετάσει ζήτημα που αφορούσε νομικό σημείο που δεν είχε καν εκτεθεί στην προσφυγή ούτε και εξειδικευόταν στο δικόγραφο κατ΄ αντίθεση προς τις ρητές πρόνοιες του Κανονισμού 7. Δικαιολογείται να λεχθεί ότι ο Κανονισμός 7είναι η αντίστοιχη στο Διοικητικό Δίκαιο πρόνοια της δικογράφησης στην αστική δίκη με σαφή τρόπο των ισχυρισμών του διαδίκου, καθορίζοντας έτσι τη σιδηροδρομική γραμμή επί της οποίας θα συζητηθεί η υπόθεση...»
Εν προκειμένω, ο γενικός και εν πολλοίς ασαφής τρόπος με τον οποίο διατυπώθηκε ο συγκεκριμένος ισχυρισμός ότι ο κος Αλκείδης δεν κατέχει τα προσόντα, χωρίς να αναπτύσσεται επαρκώς στη γραπτή αγόρευση, χωρίς να καλύπτεται από οποιοδήποτε νομικό σημείο της αίτησης ακυρώσεως, αλλά και χωρίς οποιαδήποτε αναφορά στα γεγονότα της συγκεκριμένης υπόθεσης, τίθεται ενώπιον μου με τρόπο γενικό, αφηρημένο και χωρίς τη στοιχειώδη και/ή επαρκή τεκμηρίωση, ως εκ τούτου φρονώ και, υπό το φως της προεκτεθείσας νομολογίας, ότι καθίσταται ανεπίδεκτος δικαστικής εκτίμησης καθότι δεν εκπληρώνει την υποχρέωση που θέτει ο προαναφερθείς Κανονισμός 7, σύμφωνα με τον οποίο τα νομικά σημεία θα πρέπει να καταγράφονται με σαφήνεια. Αποδοχή δε ότι επαρκούν τέτοιες γενικότητες για να καλυφθούν τα συγκεκριμένα νομικά σημεία που εγείρονται αόριστα στην αγόρευση του αιτητή, όχι απλώς θα καταστρατηγούσε τον υπό αναφορά Κανονισμό, αλλά και θα τον καθιστούσε κενό γράμμα (βλ. ΚΡΑΣΣΕΝ ΝΤΟΝΕΒ ν. Δημοκρατίας, ECLI:CY:AD:2015:C455, Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 146/2010, ημερ. 25.6.2015). Εξάλλου, διαχρονικά η ημεδαπή νομολογία επαναλαμβάνει ότι δεν εξετάζονται ζητήματα, τα οποία δεν τέθηκαν επακριβώς στην προσφυγή. Κατά πάγια επίσης νομολογία, η δικογραφία συνιστά το μέσο προσδιορισμού των επίδικων θεμάτων. Σε διαφορετική δε περίπτωση, θα παρεχόταν η ευχέρεια για τη συζήτηση σχεδόν κάθε θέματος, με αποτέλεσμα τον εξοβελισμό των δικονομικών διατάξεων και του ρόλου τους στον καθορισμό των επίδικων θεμάτων και της διεξαγωγής της διοικητικής δίκης (βλ. Ανθούση ν. Δημοκρατίας (1995) 4(Γ) Α.Α.Δ. 1709 Republic v. Mozoras (1970) 3 C.L.R. 210, Enotiadou v. The Republic (1971) 3 C.L.R. 409, Republic v. L. Georghiades (1972) 3 C.L.R. 594, Solomou v. Republic (1984) 3 (A) C.L.R. 533, Παπαφώτης v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 1302, Θεοδωρίδης v. Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου (1989) 3 Α.Α.Δ. 1457, Ανδρέας Αζίνας v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 508 και Κρητιώτη ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 778).
Κατόπιν των ανωτέρω, θα προχωρήσω στην εξέταση του γενικού ισχυρισμού που προβάλλει ο συνήγορος της Αιτήτριας, περί έλλειψης δέουσας έρευνας δεδομένης και της εξουσίας του παρόντος Δικαστηρίου όπου και σύμφωνα με τον περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο του 2018, Ν.73(Ι)/2018, το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας έχει την εξουσία να εξετάσει την παρούσα υπόθεση επί της ουσίας. Το γεγονός αυτό, οφείλεται στο ότι η παρούσα υπόθεση αφορά αίτηση που χρονικά πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 11 (2) και (3) του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018, Ν.73(Ι)/2018, οι οποίες δίδουν στο Δικαστήριο την υποχρέωση ελέγχου της νομιμότητας και ορθότητας της πράξης.
Έχει πλειστάκις νομολογηθεί ότι η έκταση, ο τρόπος και η διαδικασία που ακολουθείται ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης. Περαιτέρω η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το θέμα που εξετάζεται. Το κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και τη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων τα οποία παρέχουν ασφαλή συμπέρασμα. (Βλέπε Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.α., Α.Ε. 1518/1.11.96, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου, Α.Ε. 1575/14.7.97 , Α.Ε.2371,Motorways Ltd v Δημοκρατίας ημερ. 25/6/99).
Το Δικαστήριο στα πλαίσια ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντος οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωση (βλ. απόφαση αρ. 128/2008 JAMAL KAROU V Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 1 Φεβρουαρίου, 2010).
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Αιτήτριας, όπως καταγράφονται στην έκθεση του λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου αλλά και όπως διαφαίνονται από τον Δ.Φ. και δεν αμφισβητούνται, η Αιτήτρια είναι ενήλικη από το Νεπάλ. Κατά την υποβολή της αίτησής της και αναφορικά με τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της, επικαλέστηκε οικονομικά προβλήματα όπως επίσης και ότι σχέση της με τον σύζυγό της δεν ήταν καλή και ότι η οικογένεια του δημιουργούσαν προβλήματα στον γάμο της (βλ. ερυθρό 1 του Δ.Φ.) Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης της ισχυρίστηκε ότι εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής της για να σπουδάσει και να εργαστεί (βλ. ερυθρό 38 Δ.Φ.). Επιπρόσθετα, ισχυρίστηκε ότι σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της θα αντιμετωπίσει οικονομικά προβλήματα (βλ. ερυθρό 38 Δ.Φ.) Τέλος, ερωτηθείσα αναφορικά με τους λόγους για τους οποίους υπέβαλε αίτημα ασύλου στην Κυπριακή Δημοκρατία, η Αιτήτρια αποκρίθηκε ότι το έπραξε με σκοπό να παραμείνει νόμιμα στην Δημοκρατία (βλ. ερυθρό 38 Δ.Φ.).
Εν συνεχεία, ο αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου έκανε δεκτούς τους ισχυρισμούς της Αιτήτριας αναφορικά με τους οικονομικούς λόγους που την οδήγησαν να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής της.
Έχω εξετάσει με προσοχή τον διοικητικό φάκελο της Αιτήτριας και όπως προκύπτει από τα στοιχεία που βρίσκονται σ΄ αυτόν, ορθά η Υπηρεσία Ασύλου αποφάσισε ότι, παρά την ικανοποιητική αξιοπιστία της αναφορικά με τους λόγους που την οδήγησαν να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής της, αυτοί δεν εμπίπτουν στις πρόνοιες της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 και στον περί Προσφύγων Νόμο.
Είναι σαφής και ευδιάκριτη η διαφοροποίηση του οικονομικού μετανάστη από τον πρόσφυγα. Πρόσωπο που εγκαταλείπει οικειοθελώς τη χώρα του, με σκοπό να εργαστεί και να εγκατασταθεί αλλού, ωθούμενο αποκλειστικά από οικονομικά κίνητρα, όπως εξεύρεση εργασίας και βελτίωση των συνθηκών διαβίωσής του, όπως εν προκειμένω η Αιτήτρια εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της με σκοπό να στηρίξει την οικογένειά της, αποτελεί οικονομικό μετανάστη και όχι πρόσφυγα. βλ. IRENE FESENKO v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1051/2010, ημερ. 21.12.2011, Md Jakir Hossain v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 2319/06, ημερ. 16.7.2008, Barakan Petrosyan κ.α. v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 883/08, ημερ. 10.2.2010 και Khaled Al Issa v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 993/08, ημερ. 29.12.2009).
Σύμφωνα δε, με την παράγραφο 62 του «Εγχειρίδιου για τις διαδικασίες και τα κριτήρια καθορισμού του καθεστώτος των προσφύγων σύμφωνα με τη Σύμβαση του 1951 και το Πρωτόκολλο του 1967 για το Καθεστώς των Προσφύγων»:
«62. Μετανάστης είναι το πρόσωπο που για λόγους διαφορετικούς από εκείνους που αναφέρονται στον ορισμό, εγκαταλείπει οικειοθελώς τη χώρα του με σκοπό να εγκατασταθεί αλλού. Μπορεί δε να ωθείται από την επιθυμία για αλλαγή ή για περιπέτεια ή από οικογενειακούς ή άλλους προσωπικούς λόγους. Εάν ωθείται αποκλειστικά από οικονομικά κίνητρα, είναι οικονομικός μετανάστης και όχι πρόσφυγας».
Όπως ξεκάθαρα προκύπτει από τα λεχθέντα κατά τη διάρκεια της συνέντευξής της, η Αιτήτρια δήλωσε με σαφήνεια ότι ο λόγος που αφίχθηκε στην Κυπριακή Δημοκρατία, ήταν για να σπουδάσει και να εργαστεί και να εξασφαλίσει χρήματα. Ερωτηθείσα αν υπάρχει κάποιος άλλος λόγος, αποκρίθηκε αρνητικά.
Πέραν τούτου, διαπιστώνω ότι κατά το στάδιο της διοικητικής διαδικασίας υποβλήθηκαν στην Αιτήτρια ανοικτής φύσεως ερωτήματα, τα οποία είχε τη δυνατότητα να απαντήσει. Ο αρμόδιος λειτουργός έκανε επαρκείς ερωτήσεις, για να καλύψει τόσο τον πυρήνα του αιτήματος, όσο και τα επιμέρους θέματα, ακολουθώντας την ορθή διερευνητική διαδικασία. Οι ισχυρισμοί αυτοί που επικαλείται η Αιτήτρια δεν θα μπορούσαν να την εντάξουν στην έννοια του πρόσφυγα έτσι όπως αυτή η έννοια ερμηνεύεται από την Σύμβαση της Γενεύης του 1951 και από το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου, Ν.6 (Ι)/2000. Οι ισχυρισμοί αυτοί δεν είναι αρκετοί ούτε για να της χορηγηθεί το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.
Από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου είναι εμφανές πω η Υπηρεσία Ασύλου διενήργησε τη δέουσα έρευνα όλων των ζητημάτων που έθεσε η Αιτήτρια ενώπιον της. Οι Καθ' ων η αίτηση συνεκτίμησαν και αξιολόγησαν όλα τα στοιχεία που είχαν ενώπιον τους, προτού καταλήξουν στην προσβαλλόμενη απόφαση. Η Αιτήτρια δεν επικαλέστηκε εναντίον της οποιαδήποτε διάκριση ή δίωξη από οποιοδήποτε φορέα που να την εμποδίζει να διαμείνει και να εργαστεί στη χώρα καταγωγής της.
Η γενική αξιοπιστία της Αιτήτριας κρίθηκε μεν ικανοποιητική, πλην όμως, όλοι οι ισχυρισμοί της δεν μπορούν να υπαχθούν στις πρόνοιες του Νόμου για την παραχώρηση διεθνούς προστασίας. Οι ισχυρισμοί της Αιτήτριας οι οποίοι στο σύνολό τους περιστρέφονται γύρω από την απροθυμία της να επιστρέψει στη χώρα καταγωγής της για οικονομικούς λόγους δεν στοιχειοθετούν λόγο υπαγωγής της στο προστατευτικό καθεστώς του πρόσφυγα.
Εν προκειμένω, σύμφωνα με την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, στην περίπτωση της Αιτήτριας, δεν μπορούσε να θεμελιωθεί βάσιμος φόβος δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων και συνακόλουθα, δε συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του άρθρου 3 του του Περί Προσφύγων Νόμου Νόμος 6(Ι)/2000, ούτως ώστε να παρασχεθεί σε αυτήν το καθεστώς του πρόσφυγα. Περαιτέρω, σύμφωνα με την εν λόγω απόφαση, ούτε οποιοσδήποτε λόγος συνέτρεχε για να αναγνωρισθεί στην Αιτήτρια το καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας, δυνάμει του άρθρου 19(1) του περί Προσφύγων Νόμου, εφόσον δεν αποδείχθηκε να υφίσταται κίνδυνος να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα της.
Με βάση το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου και αφού εξέτασα τόσο τη νομιμότητα, όσο και την ουσία της παρούσης, καταλήγω ότι το αίτημα της Αιτήτριας εξετάστηκε επιμελώς σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και εύλογα απορρίφθηκε η αίτησή της για διεθνή προστασία. Η απόφαση της Διοίκησης, αποτελεί προϊόν επαρκούς έρευνας και ορθής αξιολόγησης όλων των δεδομένων και στοιχείων, σύμφωνα και με το Νόμο και είναι πλήρως αιτιολογημένη.
Ορθά η Διοίκηση, κατέληξε ότι τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης δε στοιχειοθετούσαν τις αναγκαίες προϋποθέσεις για να αναγνωριστεί στην Αιτήτρια το καθεστώς του πρόσφυγα, ως προβλέπεται στα άρθρα 3-3Δ του Νόμου, αφού δεν τεκμηριώθηκε βάσιμος φόβος δίωξης, για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, ούτε το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας που προβλέπεται στο άρθρο 19 του Νόμου, αφού αυτή «δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο ότι θα υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη, ως καθορίζεται στο άρθρο 19(2)».
Καταληκτικά, λαμβάνω υπόψη μου ότι η χώρα καταγωγής της Αιτήτριας (Νεπάλ), συμπεριλαμβάνεται στις χώρες που έχουν ορισθεί ως ασφαλείς χώρες ιθαγένειας σύμφωνα με το πρόσφατο Διάταγμα του Υπουργού Εσωτερικών ημερ. 31.05.2024 (Κ.Δ.Π. 191/2024), χωρίς εν προκειμένω η Αιτήτρια να προβάλει οποιουσδήποτε ισχυρισμούς ή στοιχεία που αφορούν προσωπικά στην ίδια και οι οποίοι να ανατρέπουν το τεκμήριο περί ασφαλούς χώρας καταγωγής. Ο κατάλογος των ασφαλών χωρών ιθαγένειας καθορίζεται από τον Υπουργό Εσωτερικών όταν ικανοποιηθεί βάσει της νομικής κατάστασης, της εφαρμογής του δικαίου στο πλαίσιο δημοκρατικού συστήματος και των γενικών πολιτικών συνθηκών ότι στις οριζόμενες χώρες, γενικά και μόνιμα, δεν υφίστανται πράξεις δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 3Γ του περί Προσφύγων Νόμου, ούτε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία, ούτε απειλή η οποία προκύπτει από την χρήση αδιάκριτης βίας σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης.
Δια τους λόγους που πιο πάνω αναφέρονται η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με έξοδα €1000 υπέρ των καθ' ων η αίτηση και εναντίον της Αιτήτριας.
[1] Βλ. ενδεικτικά Δημοκρατία ν. Κουκκουρή κ.ά. (1993) 3 Α.Α.Δ. 598.
[2] Ζωμενή-Παντελίδου ν. Α.Η.Κ., Υποθ. Αρ. 108/2006, ημερ. 26.07.2007
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο