
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθεση Αρ.: Τ1632/23
05 Αυγούστου, 2024
[Δ. Κατσαρίδης, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
Ο.Τ
Αιτήτρια
ΚΑΙ
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ' ων η αίτηση
Γκλόρια Χρυσαφή (κα) δικηγόρος για Αιτήτρια
(Ηλίας Φανούς (κος), μεταφραστής για πιστή μετάφραση από Αγγλικά σε Ελληνικά και αντίστροφα.)
ΑΠΟΦΑΣΗ
Δ. Κατσαρίδης, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Η Αιτήτρια με την παρούσα προσφυγή στρέφεται κατά της απόφασης των Καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 11/05/2023, η οποία κοινοποιήθηκε σε αυτήν την ίδια ημέρα και με την οποία απορρίφθηκε ως απαράδεκτη η μεταγενέστερη αίτησή της για διεθνή προστασία, δυνάμει των άρθρων 16Δ και 12Βτετράκις(2)(δ) του περί Προσφύγων Νόμου (Ν.6(Ι)/2000), ως έχει ως σήμερα τροποποιηθεί.
ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Τα γεγονότα της υπό εξέτασης υπόθεσης προκύπτουν από το Υπόμνημα το οποίο συνοδεύεται από τον διοικητικό φάκελο που αφορά τον Αιτητή και καταχωρήθηκε στο Δικαστήριο από την Υπηρεσία Ασύλου σύμφωνα με τον Κανονισμό 3 των Περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019, ως αυτοί έχουν τροποποιηθεί.
H Αιτήτρια είναι υπήκοος της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό (εφεξής «ΛΔΚ») και υπέβαλε αίτηση για παροχή καθεστώτος διεθνούς προστασίας στις 12/09/2022, αφού προηγουμένως εισήλθε παράτυπα στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές. Στις 15/11/2022, πραγματοποιήθηκε συνέντευξη της Αιτήτριας από αρμόδια λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου. Στις 21/11/2022, η αρμόδια λειτουργός ετοίμασε Έκθεση / Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου και ο εξουσιοδοτημένος να ασκεί καθήκοντα Προϊστάμενου λειτουργός ενέκρινε την εισήγηση για απόρριψη της αίτησης για διεθνή προστασία στις 21/11/2022. Στις 24/11/2022, η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική του αιτήματος της Αιτήτριας επιστολή μαζί με την αιτιολόγηση της απόφασης, η οποία παρελήφθη δια χειρός στις 25/11/2022. Στις 07/12/2022, καταχωρήθηκε προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας με αριθμό υπόθεσης 7404/22 η οποία στην συνέχεια απερρίφθη με απόφαση του δικαστηρίου ημερομηνίας 27/04/23, καθιστώντας την απόφαση τελεσίδικη.
Στις 11/05/2023, η Αιτήτρια υπέβαλε μεταγενέστερη αίτηση ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου. Αυθημερόν, αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ετοίμασε Έκθεση / Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου, εισηγούμενος την απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησης της Αιτήτριας ως απαράδεκτης. Επίσης την ίδια ημέρα, αρμοδίως εξουσιοδοτημένος να ασκεί καθήκοντα Προϊσταμένου λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε την Έκθεση / Εισήγηση του λειτουργού όπως η μεταγενέστερη αίτηση της Αιτήτριας κριθεί απαράδεκτη.
Ακολούθως, κατά την ίδια ημερομηνία, ήτοι στις 11/05/2023, η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική επιστολή σχετικά με την μεταγενέστερη αίτηση της Αιτήτριας, την οποία παρέλαβε δια χειρός αυθημερόν αφού της μεταφράστηκε σε γλώσσα που η ίδια κατανοεί. Στις 26/05/2023, καταχωρήθηκε η υπό εξέταση προσφυγή κατά της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου με την οποία απορρίφθηκε η μεταγενέστερη αίτηση της Αιτήτριας ως απαράδεκτη.
ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ
H Αιτήτρια παραθέτει στο εισαγωγικό δικόγραφο της διαδικασίας πλείονες λόγους ακύρωσης χωρίς αυτοί να συνοδεύονται από σαφή αιτιολογία ή παραπομπή σε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά ή στοιχεία του διοικητικού φακέλου.
Επί της γραπτής της αγόρευσης, η συνήγορος της Αιτήτριας επαναλαμβάνει αρκετούς λόγους ως στο εισαγωγικό δικόγραφο της διαδικασίας, εστιάζοντας ωστόσο στη συνέχεια επί του νομικού ισχυρισμού περί έλλειψης δέουσας έρευνας από τον αρμόδιο λειτουργό, αναφέροντας ότι δεν διεξήχθη επαρκής έρευνα αναφορικά με τους ισχυρισμούς της Αιτήτριας, ειδικότερα ως προς το ότι υπάρχει ανοιχτός φάκελος στην τοπική αστυνομία της ΛΔΚ κατά της Αιτήτριας. Επιπλέον, επί του εισαγωγικού δικογράφου επισυνάπτουν σχετικό τεκμήριο Α το οποίο συνιστά ένταλμα έρευνας της Αστυνομίας της ΛΔΚ και το οποίο συνοδεύεται από ένορκη δήλωση μεταφράστριας ημερ. 25/08/2022. Σύμφωνα με την συνήγορο της Αιτήτριας, το εν λόγω τεκμήριο Α υποστηρίζει ότι καταζητείται από την τοπική αστυνομία για τα αδικήματα που αναγράφονται σε αυτό, ήτοι κατάχρηση εμπιστοσύνης, εξαπάτηση και συνωμοσία διάπραξης κακουργήματος.
TO ΝΟΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ
Η παρούσα εμπίπτει στις πρόνοιες του εδαφίου (ε) του Κανονισμού 3 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 (3/2019), ως αυτοί έχουν προσφάτως τροποποιηθεί και συνεπώς η υπόθεση ορίστηκε απευθείας για Ακρόαση από το Πρωτοκολλητείο. Σχετικό Υπόμνημα ως προβλέπει το εδάφιο (ε) του Κανονισμού 3, καταχωρίστηκε από τους Καθ’ ων η αίτηση, συνοδευόμενο και από τον σχετικό διοικητικό φάκελο. Το Δικαστήριο, έχοντας διακριτική ευχέρεια δυνάμει της πρώτης επιφύλαξης του εδαφίου (ε) του Κανονισμού 3, δεν έκρινε σκόπιμη την παρουσία των Καθ’ ων η αίτηση και η διαδικασία διεξήχθη με μόνη την παρουσία της Αιτήτριας και του συνηγόρου αυτής.
Παράλληλα, το άρθρο 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 [Ν. 73(Ι)/2018, ως έχει τροποποιηθεί] καθορίζει τη δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου.
Το άρθρο 2 του περί Προσφύγων Νόμου [Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί] καθορίζει την έννοια του όρου «μεταγενέστερη αίτηση» ως ακολούθως:
«"μεταγενέστερη αίτηση" σημαίνει την περαιτέρω αίτηση διεθνούς προστασίας που υποβάλλεται δυνάμει του άρθρου 16Δ μετά τη λήψη τελικής απόφασης επί προηγούμενης αίτησης, περιλαμβανομένων περιπτώσεων όπου ο Προϊστάμενος έλαβε απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 16Β ή 16Γ·»
Το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου καθορίζει την έννοια του όρου «πρόσφυγας» και τις προϋποθέσεις υπαγωγής σε αυτό τον ορισμό.
Το άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου προβλέπει τις περιπτώσεις όπου χορηγείται το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.
Το άρθρο 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου προβλέπει τα ακόλουθα (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):
«Απαράδεκτες αιτήσεις
(2) Με την επιφύλαξη της Σύμβασης, η Υπηρεσία Ασύλου δύναται να θεωρήσει αίτηση ως απαράδεκτη μόνον εάν-
(α) [...]
(β) [...]
(γ) [...]
(δ) η αίτηση είναι μεταγενέστερη αίτηση στο πλαίσιο της οποίας δεν υποβλήθηκαν από τον αιτητή ή δεν προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας∙ ή
(ε) [...]».
Το άρθρο 16Δ του του περί Προσφύγων Νόμου ορίζει τα εξής (έμφαση του παρόντος Δικαστηρίου):
«Υποβολή νέων στοιχείων ή πορισμάτων ή μεταγενέστερης αίτησης
16Δ.-(1)(α) Σε περίπτωση που αιτητής υποβάλει στον Προϊστάμενο -
(i) Μεταγενέστερη αίτηση, ή
(ii) νέα στοιχεία ή πορίσματα κατά ή μετά την ημερομηνία στην οποία καθίσταται εκτελεστή απόφαση του Προϊσταμένου επί πρότερης αίτησης του αιτητή,
ο Προϊστάμενος εξετάζει το συντομότερο δυνατό οτιδήποτε ούτως υποβληθέν σύμφωνα με το παρόν άρθρο.
(β) Στην παράγραφο (α), ο όρος «απόφαση» περιλαμβάνει απόφαση που λαμβάνεται από τον Προϊστάμενο δυνάμει του άρθρου 16Β ή 16Γ.
(2) Σε περίπτωση που αιτητής υποβάλει στον Προϊστάμενο είτε μεταγενέστερη αίτηση είτε νέα στοιχεία ή πορίσματα, σύμφωνα με το εδάφιο (1), ο Προϊστάμενος δεν μεταχειρίζεται οτιδήποτε υποβληθέν ως νέα αίτηση αλλά ως περαιτέρω διαβήματα στα πλαίσια της αποφασισθείσας αίτησης. Ο Προϊστάμενος λαμβάνει υπόψη όλα τα στοιχεία των προαναφερόμενων περαιτέρω διαβημάτων χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.
(3)(α) Κατά τη λήψη απόφασης σχετικά με το παραδεκτό της αίτησης σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις, ο Προϊστάμενος προβαίνει σε προκαταρτική εξέταση προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της εκδοθείσας απόφασής του, σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τον χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας:
Νοείται ότι, σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώσει ότι ο αιτητής δεν έχει προσκομίσει νέα στοιχεία ή πορίσματα, η μεταγενέστερη αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη, με βάση την αρχή του δεδικασμένου, χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.
(β) Σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώνει ότι προέκυψαν ή υποβλήθηκαν τα προαναφερόμενα στην παράγραφο (α) νέα στοιχεία ή πορίσματα, προβαίνει σε ουσιαστική εξέτασή τους, αφού προηγουμένως ενημερώσει σχετικά τον αιτητή, και εκδίδει νέα εκτελεστή απόφαση, μόνο εφόσον -
(i) Τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον αιτητή διεθνούς προστασίας∙ και
(ii) ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.
(γ) Επί της νέας εκτελεστής απόφασης που αναφέρεται στην παράγραφο (β) εφαρμόζονται τα εδάφια (7) μέχρι (7Ε) του άρθρου 18.
(δ) Σε περίπτωση που μεταγενέστερη αίτηση δεν εξετάζεται περαιτέρω δυνάμει του παρόντος άρθρου, αυτή θεωρείται απαράδεκτη σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις και σε τέτοια περίπτωση ο Προϊστάμενος εκδίδει σχετική απόφαση επί της οποίας εφαρμόζονται κατ' αναλογία τα εδάφια (7) και (7Ε) του άρθρου 18. Η εν λόγω απόφαση παραθέτει την αιτιολογία της και ενημερώνει τον αιτητή για το δικαίωμα που έχει να την προσβάλει στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, καθώς και για την προθεσμία άσκησης τέτοιας προσφυγής.
[...]»
ΚΑΤΑΛΗΞΗ
Καταρχάς και σύμφωνα με πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, οι λόγοι προσφυγής που δεν αναπτύσσονται στο πλαίσιο της αγόρευσης της Αιτήτριας θεωρούνται ως εγκαταλειφθέντες. Το ίδιο ισχύει και με τους λόγους σε σχέση με τους οποίους δεν προβάλλεται οποιαδήποτε επιχειρηματολογία προς υποστήριξή τους. (Βλ. συναφώς Υπόθεση Αρ. 692/89, Level Tachexcavs Ltd v. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λευκωσίας, ημερ. 17.12.1990, (1990) 3 ΑΑΔ 4407, Α.Ε. Αρ. 2421, Kokos Athanasiou Motors Ltd v. Δημοκρατίας, ημερ. 24.1.2020 (2000) 3 ΑΑΔ 21, Υπόθεση Αρ. 1073/2004, Γεωργίας Αντωνίου κ.α. ν. Δημοκρατίας, μέσω Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, ημερ. 6.2.2007).
Υπό το φως της πιο πάνω νομολογίας, όλοι οι λόγοι προσφυγής που αναφέρονται ως τίτλοι στο πλαίσιο του δικογράφου της προσφυγής και δεν προωθούνται με τη γραπτή αγόρευση της Αιτήτριας θεωρούνται ως εγκαταλειφθέντες. Το ίδιο ισχύει και με τους λόγους σε σχέση με τους οποίους δεν προβάλλεται οποιαδήποτε επιχειρηματολογία προς υποστήριξή τους (Βλ. συναφώς Υπόθεση Αρ. 692/89, Level Tachexcavs Ltd v. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λευκωσίας, ημερ. 17.12.1990, (1990) 3 ΑΑΔ 4407, Α.Ε. Αρ. 2421, Kokos Athanasiou Motors Ltd v. Δημοκρατίας, ημερ. 24.1.2020 (2000) 3 ΑΑΔ 21, Υπόθεση Αρ. 1073/2004, Γεώργιας Αντωνίου κ.α. ν. Δημοκρατίας, μέσω Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, ημερ. 6.2.2007).
Η αναγκαιότητα έγερσης των λόγων προσφυγής με ευκρίνεια και λεπτομέρεια είναι θεμελιώδους σημασίας διαφορετικά το Δικαστήριο δεν νομιμοποιείται να τα εξετάσει αυτεπαγγέλτως, έστω και εάν έχουν εγερθεί με την αγόρευση [Βλ. Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 Α.Α.Δ. 598, Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598, Δημοκρατία ν. Σπύρου (2007) 3 Α.Α.Δ. 533 και Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2009) 3 Α.Α.Δ. 655]. Η δε αγόρευση αποτελεί το μέσο για την έκθεση της επιχειρηματολογίας υπέρ της αποδοχής των λόγων ακύρωσης και όχι υποκατάστατο της στοιχειοθέτησής τους. [Βλ. Α.Ε. Αρ. 3729, Μαραγκός ν. Δημοκρατίας, 3.11.2006, (2006) 3 ΑΑΔ 671, Α.Ε. 1883, Μαρία Ευθυμίου ν. Ε.Δ.Υ., (1997) 3 ΑΑΔ 281, 14.7.1997]. Εν προκειμένω, η Αιτήτρια αποτυγχάνει να υποστηρίξει με οποιοδήποτε τρόπο τους ισχυρισμούς της και ως εκ τούτου απορρίπτονται στο σύνολο τους ως γενικοί και απαράδεκτοι εφόσον δεν προβαίνει σε οποιαδήποτε εξειδίκευση αυτών σε συνάρτηση με τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσής της[1].
Σε κάθε περίπτωση, η απλή επίκληση πλημμελειών ή παραβιάσεων γενικών αρχών Διοικητικού Δικαίου δεν επαρκεί από μόνη της για να ανατρέψει την επίδικη απόφαση. Ο εκάστοτε αιτητής θα πρέπει να επεξηγεί τη βλάβη που επήλθε στον ίδιο και να προβάλλει, στο πλαίσιο της παρούσας δικαστικής διαδικασίας, τέτοιους συγκεκριμένους και ειδικούς ισχυρισμούς, οι οποίοι εν δυνάμει θα δικαιολογούσαν την υπαγωγή του στο καθεστώς διεθνούς προστασίας (βλ. αποφάσεις ΣτΕ 3067/2013, 521/2010, 2650/2009).
Κατόπιν των ανωτέρω, θα προχωρήσω στην εξέταση του ισχυρισμού που προβάλλει η συνήγορος της Αιτήτριας, περί έλλειψης έρευνας και/ή δέουσας έρευνας.
Έχει πλειστάκις νομολογηθεί ότι η έκταση, ο τρόπος και η διαδικασία που ακολουθείται ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης. Περαιτέρω η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το επίδικο θέμα. Το κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και τη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων τα οποία παρέχουν ασφαλή συμπέρασμα (Βλέπε Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.α., Α.Ε. 1518/1.11.96, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου, Α.Ε. 1575/14.7.97 , Α.Ε.2371,Motorways Ltd v Δημοκρατίας ημερ. 25/6/99).
Το Δικαστήριο στα πλαίσια ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκεινται στην διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντος οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωση (Βλ. απόφαση αρ. 128/2008 JAMAL KAROU V Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 1 Φεβρουαρίου, 2010).
Εν προκειμένω αυτό που εξετάζεται επί της παρούσας είναι η απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση για απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησης της Αιτήτριας, η οποία αποτελεί απόφαση που έχει εκδοθεί δυνάμει της παραγράφου (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου. Σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη, ο Προϊστάμενος κλείνει το φάκελο και διακόπτει τη διαδικασία εξέτασης της αίτησης χωρίς να εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 12Δ (Ταχύρρυθμη διαδικασία εξέτασης αιτήσεων) και 13 (Κανονική διαδικασία εξέτασης αιτήσεων), εφόσον «η αίτηση είναι μεταγενέστερη αίτηση στο πλαίσιο της οποίας δεν υποβλήθηκαν από τον αιτητή ή δεν προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας».
Το ζήτημα της εξέτασης των μεταγενέστερων αιτήσεων και ειδικότερα της έννοιας των νέων στοιχείων και πορισμάτων εξετάστηκε στην πρόσφατη απόφαση του ΔΕΕ της 9ης Σεπτεμβρίου 2021 στην Υπόθεση C 18/20, XY κατά Bundesamt für Fremdenwesen und Asyl, ECLI:EU:C:2021:710. Το ΔΕΕ κλήθηκε να ερμηνεύσει το άρθρο 40 παράγραφοι 2, 3 και 4 της οδηγίας 2013/32/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας (στο εξής: Οδηγία 2013/32/ΕΕ), διατάξεις οι οποίες μεταφέρονται στο ημεδαπό δίκαιο με το άρθρο 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου. Στην απόφαση αυτή ξεκαθαρίστηκε ότι η έννοια «νέα στοιχεία ή πορίσματα», τα οποία «έχουν προκύψει ή υποβληθεί από τον αιτούντα», κατά τη διάταξη αυτή, περιλαμβάνει τα στοιχεία ή τα πορίσματα που προέκυψαν μετά την οριστική περάτωση της διαδικασίας που είχε ως αντικείμενο προγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας, καθώς και τα στοιχεία ή τα πορίσματα τα οποία υφίσταντο μεν ήδη πριν από την περάτωση της διαδικασίας, αλλά δεν προβλήθηκαν από τον αιτούντα (βλ. Υπόθεση C‑18/20, σκέψεις 31 έως 44).
Ως εκ τούτου, στα πλαίσια μεταγενέστερης αίτησης αυτό που ερευνάται είναι, πρώτα, το κατά πόσο «[.] υποβλήθηκαν από τον αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της εκδοθείσας απόφασής του [.]» [άρθρο 16Δ(3)(α)] του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, Ν. 6(I)/2000 ως έχει τροποποιηθεί]) και, εφόσον διαπιστωθεί τούτο, η Υπηρεσία Ασύλου προχωρά σε εξέταση κατά πόσο «[τ]α εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον αιτητή διεθνούς προστασίας [.]» [άρθρο 16Δ(3)(β)(i) του ιδίου Νόμου] και, περαιτέρω, κατά πόσο «ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία [.]» [άρθρο 16Δ(3)(β)(ii) του Νόμου], [βλ. και αρ.40, παράγραφοι (2),(3) και (4), Ευρωπαϊκή Οδηγία 2013/32/ΕΕ].
Σκοπός λοιπόν της προκαταρτικής έρευνας η οποία κατέληξε στην προσβαλλόμενη δια της παρούσης απόφαση, είναι ο έλεγχος του κατά πόσο πληρούνται οι ως άνω και εκ της νομοθεσίας τιθέμενες προϋποθέσεις, οι οποίες θα δικαιολογούσαν περαιτέρω εξέταση της μεταγενέστερης αίτησης και όχι επί της ουσίας έρευνα των νεών ισχυρισμών ως να επρόκειτο για πρώτη αίτηση ασύλου. Τούτη είναι και η σκοπιμότητα των διατάξεων του άρθρου 40, παράγραφοι (2), (3) και (4), της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2013/32/ΕΕ, όπου γίνεται σαφής διάκριση μεταξύ αρχικής και μεταγενέστερης αίτησης όπου λέγεται ότι «[.] η μεταγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας υποβάλλεται καταρχήν σε προκαταρκτική εξέταση προκειμένου να καθορισθεί εάν προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτούντα νέα στοιχεία ή πορίσματα [.]» και ότι μόνο «[ε]άν η προκαταρκτική εξέταση που αναφέρεται στην παράγραφο 2 καταλήξει στο συμπέρασμα ότι νέα στοιχεία ή πορίσματα έχουν προκύψει ή υποβληθεί από τον αιτούντα τα οποία αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χαρακτηρισμού του αιτούντος ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας δυνάμει της οδηγίας 2011/95/ΕΕ, η αίτηση εξετάζεται περαιτέρω σύμφωνα με το κεφάλαιο II.» Περαιτέρω προνοείται ότι «[τ]α κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι η αίτηση εξετάζεται περαιτέρω μόνο εάν ο συγκεκριμένος αιτών, χωρίς υπαιτιότητά του, δεν μπόρεσε να επικαλεσθεί τα στοιχεία που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος άρθρου κατά την προηγούμενη διαδικασία [.]», πρόβλεψη η οποία έχει ενσωματωθεί στο άρθρο 16Δ(3)(β)(ii) του περί Προσφύγων Νόμου ως αναφέρθηκε ήδη.
Συνεπώς, το Δικαστήριο στα πλαίσια εξέτασης μεταγενέστερης αίτησης, υπό το άρθρο 16Δ(3)(α) του περί Προσφύγων Νόμου, ελέγχει μόνο κατά πόσον, από την προκαταρκτική εξέταση της αίτησης αυτής, προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα και αφού κρίνει επί του κατά πόσο προέκυψαν τα εν λόγω νέα στοιχεία, εκδίδει είτε απόφαση που επικυρώνει την πρωτοβάθμια είτε ακυρωτική απόφαση και αναπέμπει την υπόθεση στην διοίκηση.
Επομένως, στα πλαίσια αποτελεσματικής πρόσβασης του αιτητή στη δικαιοσύνη, σε περίπτωση ευρήματος ότι προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα, το δικαστήριο δεν προχωρά καθ’ εαυτό σε ουσιαστική εξέτασή τους, όπως προνοεί το δεύτερο σκέλος του άρθρου 16(Δ) (3) (β), καθώς προκειμένου να γίνει δευτεροβάθμια εξέταση του αιτήματος αιτητή ενώπιον του Δικαστηρίου, πρέπει να υφίσταται απόφαση από το διοικητικό όργανο στο οποίο ο Νόμος έχει εναποθέσει την εξουσία να εξετάζει το αίτημα του αιτητή σε πρώτο βαθμό.
Σχετικό είναι και το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση της αδελφής Δικαστή κας Κ. Κλεάνθους στην Υπόθεση Αρ. 1317/20, ημερ. 20/09/2021:
«32. Ως προς την έκταση της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου σε αυτές τις περιπτώσεις, αυτή καθορίζεται στο άρθρο 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου. Στο εδάφιο (4) του άρθρου 11 απαριθμούνται εξαντλητικώς οι αποφάσεις, επί των οποίων το παρόν Δικαστήριο προβαίνει σε έλεγχο και έχει τις εξουσίες, κατά οριζόμενα στο εδάφιο (3).
33. Εν προκειμένω η επίδικη απόφαση είναι απόφαση, η οποία κρίνει απορρίπτει ως απαράδεκτη μεταγενέστερη αίτησης. Η εν λόγω περίπτωση θα μπορούσε να υπαχθεί στην κατηγορία των αποφάσεων που αναφέρονται στο εδάφιο (4)(γ)(ii) του άρθρου 11, το οποίο ορίζει ότι:
«(4) Οι διατάξεις του εδαφίου (3) εφαρμόζονται αναφορικά με οποιαδήποτε από τις ακόλουθες αποφάσεις ή πράξεις, η οποία θίγει ατομικά τον υποβάλλοντα προσφυγή στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας:
(α) .∙
(γ) δυσμενής απόφαση του Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, επί αίτησης διεθνούς προστασίας, περιλαμβανομένης απόφασης με την οποία-
(i) ., ή
(ii) κρίνει αίτηση ως απαράδεκτη σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου.».
34. Στο άρθρο 12Βτετράκις τίτλο «Απαράδεκτες Αιτήσεις» περιλαμβάνεται ως περίπτωση, η οποία θα μπορούσε να απορριφθεί ως απαράδεκτη αίτηση, η μεταγενέστερη αίτηση στο πλαίσιο της οποίας δεν υποβλήθηκαν από τον αιτητή ή δεν προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας. Η διάταξη αυτή μεταφέρει αυτούσιο το άρθρο 33 παράγραφος 2 στοιχείο δ) της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας (στο εξής: Οδηγία 2013/32/ΕΕ). Φρονώ ότι με τη διατύπωση αυτή ο ενωσιακός νομοθέτης δεν είχε σκοπό να εξαιρέσει και τις υπόλοιπες περιπτώσεις απαράδεκτών μεταγενέστερων αιτήσεων, για παράδειγμα τις μεταγενέστερες αιτήσεις που καίτοι προσκομίζονται νέα στοιχεία, η αίτηση κρίνεται ως απαράδεκτη λόγω του ότι τα στοιχεία δεν υποβλήθηκαν εγκαίρως εξ υπαιτιότητας του αιτούντός. Η περιγραφή που περιλαμβάνεται στο άρθρο 33 παράγραφος 2 στοιχείο δ) των απαράδεκτων μεταγενέστερων αιτήσεων φαίνεται να προκύπτει από το γεγονός ότι δυνάμει του άρθρου 40 παράγραφος 4 της ίδιας οδηγίας το στοιχείο της υπαιτιότητας είναι δυνητικό για τα κράτη μέλη. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από το άρθρο 40 παράγραφος 4, το στοιχείο της υπαιτιότητας είναι στοιχείο, το οποίο δυνητικά τα κράτη μέλη μπορούν να εντάξουν στην εθνική τους νομοθεσία ως μέρος της κρίσης για το παραδεκτό. Συνεπώς, ευλόγως παραλείπεται η αναφορά το στο άρθρο 33 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ. Κατ' επέκταση ερμηνευόμενο το άρθρο 12Βτετράκις(2)(δ) υπό το φως του ενωσιακού δικαίου, περιλαμβάνει όλες τις κατηγορίες απαράδεκτων μεταγενέστερων αιτήσεων, ανεξαρτήτως του λόγου για τον οποίο αυτές κρίθηκαν ως απαράδεκτες. Συνεπώς, σε σχέση με αυτές ασκείται καταρχήν η έκταση του ελέγχου και οι εξουσίες δυνάμει του εδαφίου (4) του άρθρου 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου.
35. Δυνάμει δε του εδαφίου (3) του άρθρου 11, φρονώ ότι το παρόν Δικαστήριο δεν έχει εξουσία να εξετάσει το ίδιο για πρώτη φορά κατ' ουσίαν το καινοφανή ισχυρισμό της Αιτήτριας. Ειδικότερα, στο εδάφιο (3) ορίζεται ότι το Δικαστήριο προβαίνει σε σχέση με απόφαση του εδαφίου (4) σε έλεγχο της νομιμότητας και ορθότητας αυτής, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής (i) τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν, και (ii) την ανάγκη χορήγησης διεθνούς προστασίας σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Προσφύγων Νόμου, σε περίπτωση που προσβάλλεται απόφαση, η οποία συνεπάγεται τη μη χορήγηση τέτοιας προστασίας ή την ανάκληση ή παύση τέτοιας προστασίας ή τη χορήγηση καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας αντί του καθεστώτος πρόσφυγα. Με το πέρας του ελέγχου το Δικαστήριο επικυρώνει εν όλω ή εν μέρει την απόφαση ή πράξη, ή ακυρώνει και τροποποιεί εν όλω ή εν μέρει αυτήν. Με βάση τόσο το γράμμα όσο και την τελεολογία της εν λόγω διάταξης, φρονώ ότι το παρόν Δικαστήριο κατά την εξέταση μεταγενέστερης αίτησης, η οποία απορρίπτεται ως απαράδεκτη δεν έχει εξουσία να εξετάσει περαιτέρω τα νέα στοιχεία και να αποφασίσει επί της ανάγκης χορήγησης διεθνούς προστασίας το ίδιο, καθώς πρόκειται περί περίπτωσης όπου η προσβαλλόμενη απόφαση δεν συνεπάγεται τη μη χορήγηση διεθνούς προστασίας, με την έννοια ότι δεν εξετάστηκε η αίτηση επί της ουσίας της, παρά μόνο το παραδεκτό της. Η τελεολογική αυτή ερμηνεία είναι σύμφωνη και με την ανάγκη μη παράκαμψης ενός σταδίου εξέτασης του καινοφανούς αυτού ισχυρισμού της Αιτήτριας, ήτοι τη διοικητική εξέταση της αιτήσεως και των ισχυρισμών της (Βλ. συναφώς Απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 2018, στην υπόθεση αρ.: C‑652/16, Nigyar Rauf Kaza Ahmedbekova, ECLI:EU:C:2018:801, σκέψεις 92 έως 103).
36. Το παρόν Δικαστήριο έχει συνεπώς την εξουσία να προβαίνει σε έλεγχο ακόμα και τροποποίηση της απόφασης επί μεταγενέστερης αίτησης μέχρι το σημείο κρίσης επί του παραδεκτού όχι όμως υποχρέωση εξέτασης της ανάγκης χορήγησης διεθνούς προστασίας, χωρίς να έχει προηγηθεί ολοκληρωμένη κατ' ουσία εξέταση των ισχυρισμών της Αιτήτριας.».
Περαιτέρω, σχετική είναι και η απόφαση του ΔΕΕ ημερ. 09/09/2020 στην υπόθεση C-651/19, JP κατά Commissaire général aux réfugiés et aux apatrides (ECLI:EU:C:2020:681), όπου αναφέρονται τα ακόλουθα [υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου]:
«59 Σημειώνεται συναφώς ότι, όπως προκύπτει από το άρθρο 40 της οδηγίας 2013/32, η μεταγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας αποσκοπεί στην υποβολή, από τον ενδιαφερόμενο αιτούντα, νέων στοιχείων ή πορισμάτων σε σχέση με εκείνα που εξετάστηκαν στο πλαίσιο της προηγούμενης αίτησης, τα οποία αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χαρακτηρισμού του αιτούντος ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας. Όταν η προκαταρκτική εξέταση στην οποία υποβάλλεται μια τέτοια αίτηση καταλήγει στο συμπέρασμα ότι προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτούντα τέτοια νέα στοιχεία ή πορίσματα, τότε η αίτηση εξετάζεται περαιτέρω σύμφωνα με τις διατάξεις του κεφαλαίου II της οδηγίας αυτής. Αντιθέτως, όταν από την προκαταρκτική εξέταση δεν προκύπτουν τέτοια στοιχεία ή πορίσματα, η εν λόγω αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη, σύμφωνα με το άρθρο 33, παράγραφος 2 στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2013/32.
60 Επομένως, το δικαστήριο που επιλαμβάνεται προσφυγής κατά απόφασης με την οποία απορρίπτεται ως απαράδεκτη μεταγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας πρέπει να ελέγξει μόνον κατά πόσον, αντιθέτως προς ό,τι αποφάσισε η αρμόδια αρχή, από την προκαταρκτική εξέταση της αίτησης αυτής προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα, κατά τα διαλαμβανόμενα στην προηγούμενη σκέψη. [.]»
Σε πιο πρόσφατη νομολογία του, με την απόφαση ημερ. 08/02/2024 στην υπόθεση C-216/22, A. A. κατά Bundesrepublik Deutschland (ECLI:EU:C:2024:122), το ΔΕΕ επισήμανε την αρχή της δικονομικής αυτονομίας των κρατών-μελών αναφορικά με την έκταση της δικαιοδοσίας των δικαστηρίων που εξετάζουν προσφυγή κατά απαράδεκτης μεταγενέστερης αίτησης:
«55 Με το τρίτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί εάν το άρθρο 46, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, σημείο ii, της οδηγίας 2013/32 έχει την έννοια ότι επιτρέπει ή ακόμη και υποχρεώνει το αρμόδιο εθνικό δικαστήριο, όταν ακυρώνει απόφαση απορρίπτουσα μεταγενέστερη αίτηση ως απαράδεκτη, να αποφαίνεται το ίδιο επί της αίτησης αυτής, χωρίς να χρειάζεται να αναπέμψει την αίτηση αυτή προς εξέταση στην αποφαινόμενη αρχή. Διερωτάται επίσης εάν, στην περίπτωση αυτή, ο αιτών πρέπει να απολαύει των διαδικαστικών εγγυήσεων που προβλέπονται στις διατάξεις του κεφαλαίου II της οδηγίας 2013/32.
56 Υπενθυμίζεται ότι, δυνάμει του άρθρου 46, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, σημείο ii, της οδηγίας 2013/32, οι αιτούντες διεθνή προστασία πρέπει να έχουν δικαίωμα πραγματικής προσφυγής κατά των αποφάσεων απόρριψης των μεταγενέστερων αιτήσεών τους ως απαράδεκτων που εκδίδονται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 33, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής.
57 Δυνάμει του άρθρου 46, παράγραφος 3, της οδηγίας 2013/32, η προσφυγή είναι πραγματική εάν περιλαμβάνει πλήρη και ex nunc εξέταση από το αρμόδιο εθνικό δικαστήριο τόσο των πραγματικών όσο και των νομικών ζητημάτων και, κατά περίπτωση, εξέταση των αναγκών διεθνούς προστασίας σύμφωνα με την οδηγία 2011/95.
58 Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι τα κράτη μέλη υποχρεούνται, βάσει του άρθρου 46, παράγραφος 3, της οδηγίας 2013/32, να διαμορφώνουν το εθνικό δίκαιο κατά τρόπο ώστε η εξέταση των σχετικών προσφυγών να περιλαμβάνει δικαστικό έλεγχο του συνόλου των πραγματικών και νομικών ζητημάτων που επιτρέπουν στον δικαστή να προβεί σε επικαιροποιημένη εκτίμηση της συγκεκριμένης υπόθεσης, ούτως ώστε να μπορεί η αίτηση διεθνούς προστασίας να τύχει πλήρους εξέτασης, χωρίς να χρειάζεται να αναπεμφθεί ο φάκελος στην αποφαινόμενη αρχή. Η ως άνω ερμηνεία εξυπηρετεί τον επιδιωκόμενο από την οδηγία 2013/32 σκοπό της εξασφάλισης της κατά το δυνατόν ταχείας εξέτασης τέτοιων αιτήσεων, με την επιφύλαξη της διεξαγωγής κατάλληλης και πλήρους εξέτασης (απόφαση της 29ης Ιουλίου 2019, Torubarov, C‑556/17, EU:C:2019:626, σκέψη 53).
59 Εντούτοις, το άρθρο 46, παράγραφος 3, της οδηγίας 2013/32 αφορά μόνον την εξέταση της προσφυγής και συνεπώς δεν αφορά το ζήτημα της συνέχειας που δίνεται σε περίπτωση ακύρωσης της απόφασης που αποτελεί το αντικείμενο της εν λόγω προσφυγής (αποφάσεις της 25ης Ιουλίου 2018, Alheto, C‑585/16, EU:C:2018:584, σκέψη 145, και της 29ης Ιουλίου 2019, Torubarov, C‑556/17, EU:C:2019:626, σκέψη 54).
60 Επισημαίνεται ότι, εκδίδοντας την οδηγία 2013/32, ο νομοθέτης της Ένωσης δεν σκόπευε να θεσπίσει κοινό κανόνα βάσει του οποίου η αποφαινόμενη αρχή θα έπαυε να είναι αρμόδια μετά την ακύρωση της απόφασης επί αιτήσεως διεθνούς προστασίας, συνεπώς δε τα κράτη μέλη διατηρούν τη δυνατότητα να προβλέπουν ότι, κατόπιν της ακύρωσης αυτής, ο φάκελος της υπόθεσης πρέπει αναπεμφθεί στην εν λόγω αρχή, προκειμένου αυτή να λάβει νέα απόφαση (αποφάσεις της 25ης Ιουλίου 2018, Alheto, C‑585/16, EU:C:2018:584, σκέψεις 146 και 146, και της 29ης Ιουλίου 2019, Torubarov, C‑556/17, EU:C:2019:626, σκέψη 54).».
Ενόψει των ανωτέρω επισημάνσεων, προχωρώ να εξετάσω κατά πόσον προέκυψαν νέα στοιχεία κατά την υποβολή της μεταγενέστερης αίτησης από την Αιτήτρια, για το οποίο κρίνω σκόπιμο να παραθέσω τους ισχυρισμούς της κατά τις διαδικασίες ενώπιον της αρμόδιας αρχής. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Αιτήτριας, όπως καταγράφονται στην Έκθεση/Εισήγηση της λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου αλλά και όπως διαφαίνονται από τον διοικητικό φάκελο και δεν αμφισβητούνται, η Αιτήτρια είναι ενήλικη από την ΛΔΚ. Στην αρχική της αίτηση για διεθνή προστασία ανέφερε ότι εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής της λόγω απειλών που είχε δεχθεί από το πρώην αφεντικό της. Ως η Αιτήτρια ανέφερε, το πρώην αφεντικό της σκότωσε τη σύζυγό του στην παρουσία της Αιτήτριας, ως εκ τούτου η Αιτήτρια εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής της φοβούμενη για την ζωή της. (βλ. ερ. 8.Δ.Φ.).
Στην συνέχεια και κατά την διάρκεια της συνέντευξής της, η Αιτήτρια παρέχει περισσότερες λεπτομέρειες αναφορικά με τον ως άνω ισχυρισμό αναφέροντας ότι εργαζόταν στο σπίτι του πρώην αφεντικού της ως οικιακή βοηθός. (βλ. ερ. 18 Δ.Φ.). Μία μέρα και ενώ εργαζόταν στο σπίτι τους άκουσε έναν θόρυβο και, όταν έτρεξε να δει τί έγινε, είδε μια γλάστρα στο πάτωμα και την εργοδότριά της να αιμορραγεί στο πάτωμα. Η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι φοβήθηκε από αυτό που είδε, πήρε την τσάντα της και έφυγε από το σπίτι τρέχοντας (βλ. ερ. 18.Δ.Φ.). Στην συνέχεια και με την βοήθεια κάποιου άνδρα ο οποίος την είδε να κλαίει στον δρόμο, πήγε στην αστυνομία και συγκεκριμένα στον αστυνομικό σταθμό Gombe. Η Αιτήτρια εξήγησε στην αστυνομία τί είχε συμβεί και τους έδωσε όλες τις πληροφορίες. Η Αιτήτρια έμεινε στον αστυνομικό σταθμό για μια μέρα και αφέθηκε ελεύθερη την επομένη. Η Αστυνομία με βάση τα λεγόμενα της Αιτήτριας ερεύνησε το περιστατικό, πήγε στο σπίτι όπου εργαζόταν και εντόπισαν την σορό της πρώην εργοδότριας της. Στην συνέχεια ανέφερε ότι ο εργοδότης της εντοπίστηκε και συνελήφθη από την αστυνομία (βλ.ε.ρ.18 Δ.Φ.). Αφότου είχε αφεθεί ελεύθερη, η Αιτήτρια φοβούμενη για την ζωή της καθότι όπως ανέφερε ο εργοδότης της ήταν ικανός να την σκοτώσει, εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής της.
Ο αρμόδιος λειτουργός, αξιολογώντας τους ισχυρισμούς της Αιτήτριας, σχημάτισε τρείς ουσιώδεις ισχυρισμούς. Ο πρώτος αφορούσε την χώρα καταγωγής, ταυτότητα και προσωπικά στοιχεία/προφίλ της Αιτήτριας και έγινε αποδεκτός. Ο δεύτερος και τρίτος ισχυρισμός οι οποίοι αφορούσαν το ότι η Αιτήτρια υπήρξε μάρτυρας της δολοφονίας της εργοδότριάς της από τον σύζυγό της, όπως επίσης και το ότι εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής της λόγω φόβου δίωξής της από τον εργοδότης της ως μάρτυρα της δολοφονίας της συζύγου του, απορρίφθηκαν ως εσωτερικά αναξιόπιστοι καθότι η Αιτήτρια υπέπεσε σε αντιφάσεις, ασάφειες και παρουσίασε έλλειψη ευλογοφάνειας και επάρκειας λεπτομερειών αναφορικά με τους προβαλλόμενους ισχυρισμούς. Προχωρώντας στην αξιολόγηση κινδύνου και λαμβάνοντας υπόψη τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά που έγιναν αποδεκτά, ήτοι ταυτότητα, χώρα καταγωγής και προσωπικά στοιχεία προφίλ της Αιτήτριας, οι Καθ’ ων η Αίτηση έκριναν ότι δεν θα υποστεί στην χώρα καταγωγής της οποιαδήποτε μορφή δίωξης ή σοβαρής βλάβη κρίνοντας ότι δεν υπάρχουν εύλογοι/ βάσιμοι λόγοι η Αιτήτρια σε περίπτωση που επιστρέψει στην χώρα καταγωγής της να αντιμετωπίσει δίωξη ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης.
Στην συνέχεια, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι η Αιτήτρια δεν εμπίπτει στις πρόνοιες της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων και στον περί Προσφύγων Νόμο, και συνακόλουθα δεν μπορεί να τύχει χορήγησης προσφυγικού καθεστώτος ή συμπληρωματικής προστασίας.
Η Αιτήτρια καταχώρησε προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας η οποία απορρίφθηκε.
Στο πλαίσιο του εντύπου της μεταγενέστερης αίτησης την οποία συμπλήρωσε στις 11/05/2023, η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι αντιμετωπίζει δίωξη και έλαβε απειλές για την ζωή της από το πρώην αφεντικό της καθώς, όπως η ίδια ισχυρίστηκε, ήταν αυτόπτης μάρτυρας της δολοφονίας του συζύγου της. Όπως ισχυρίστηκε η ίδια κατήγγελλε τον δολοφόνο πρώην αφεντικό της στην αστυνομία και έκτοτε την κυνηγά για να την σκοτώσει. Ισχυρίστηκε ότι η ζωή της στην χώρα καταγωγής της βρίσκεται σε κίνδυνο καθώς η αστυνομία του κράτους δεν μπορεί να την προστατέψει και ο ανακριτής στην ΛΔΚ δεν έχει εκδικάσει την υπόθεση και καταδικάσει τον δολοφόνο. Επίσης, ισχυρίστηκε ακόμη ότι η αδελφή της απήχθη δύο φορές και ότι η μητέρα της στην χώρα καταγωγής της συνεχίζει να λαμβάνει απειλές από τον δολοφόνο (βλ. ερ. 79-84 δ.φ.).
Στην συνέχεια ο αρμόδιος λειτουργός, παραθέτοντας το νομικό πλαίσιο που αφορά μεταγενέστερες αιτήσεις όπως η παρούσα και την εξέταση του παραδεκτού τέτοιων αιτήσεων σύμφωνα με το άρθρο 16Δ(3)(α), έκρινε ότι τα εν λόγω στοιχεία δεν αποτελούν νέα στοιχεία καθότι η Αιτήτρια δεν προέβαλε νέου ισχυρισμούς αλλά επανέλαβε τους ίδιους με την αρχική της αίτηση. Επιπλέον, ανέφερε ότι δεν υπάρχουν ενδείξεις από τα στοιχεία που υπέβαλε η Αιτήτρια ότι σε περίπτωση επιστροφής της στην ΛΔΚ θα διατρέξει τον κίνδυνο να υποβληθεί σε βασανιστήρια ή σε απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία κατά παράβαση του άρθρου 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ή της αρχής της μη επαναπροώθησης. Στην συνέχεια, οι Καθ' ων η Αίτηση απέρριψαν τη μεταγενέστερη αίτηση ως απαράδεκτη σύμφωνα με το άρθρο 12Βτετράκις(2)(δ) του περί Προσφύγων Νόμου, καθότι οι προβαλλόμενοι ισχυρισμοί του δεν δικαιολογούν την επανεξέταση του φακέλου της με βάση το άρθρο 16Δ του ιδίου Νόμου.
Έχω εξετάσει με προσοχή τον διοικητικό φάκελο της Αιτήτριας και λαμβάνοντας υπόψη τα όσα αναφέρει με τη μεταγενέστερη της αίτηση, καταλήγω ότι οι Καθ' ων η Αίτηση εξέτασαν τα όσα η Αιτήτρια έθεσε κατά το προκαταρκτικό στάδιο εξέτασης αυτής και ορθά έκριναν ότι δεν πληρείτο καμία εκ των δύο προϋποθέσεων που τίθενται στο άρθρο 16Δ(3)(β) ώστε να προβούν σε ουσιαστική εξέτασή της.
Ειδικότερα, κατά την διάρκεια της συνέντευξής της, η Αιτήτρια ανέφερε ότι εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής της λόγω φόβου δίωξης από τον πρώην εργοδότη της καθότι ήταν μάρτυρας δολοφονίας της συζύγου του (βλ. ερ. 10-57 Δ.Φ.). Οι ισχυρισμοί της εξετάστηκαν κατ’ ουσία και απορρίφθηκαν ως αβάσιμοι. Με την μεταγενέστερη της αίτηση, η Αιτήτρια ανέφερε ότι αντιμετωπίζει δίωξη και έλαβε απειλές για την ζωή της από τον πρώην εργοδότη της καθώς όπως η ίδια ισχυρίστηκε ήταν αυτόπτης μάρτυρας της δολοφονίας. Όπως ισχυρίστηκε η ίδια, κατήγγειλε τον δολοφόνο πρώην αφεντικό της στην αστυνομία και έκτοτε την κυνηγά για να την σκοτώσει. Ισχυρίστηκε ότι η ζωή της στην χώρα καταγωγής της βρίσκεται σε κίνδυνο καθώς η αστυνομία του κράτους δεν μπορεί να την προστατέψει και ο ανακριτής στην ΛΔΚ δεν έχει εκδικάσει την υπόθεση και καταδικάσει τον δολοφόνο.
Εν προκειμένω, διαπιστώνω ως ορθά έκριναν οι Καθ' ων η αίτηση, πως πράγματι οι δηλώσεις της Αιτήτριας ως αυτές προβλήθηκαν κατά την υποβολή της μεταγενέστερης αίτησης δεν αποτελούν νέα στοιχεία ή πορίσματα, παρά αποτελούν στοιχεία που ήδη προβλήθηκαν από την Αιτήτρια, αξιολογήθηκαν και έτυχαν απόρριψης σε προηγούμενα στάδια της αίτησής της. Συνεπώς, η Αιτήτρια με την μεταγενέστερη αίτησή της δεν προσθέτει οτιδήποτε περαιτέρω ως προς τον πυρήνα του αιτήματός της για διεθνή προστασία παρά επαναλαμβάνει όσα η ίδια επικαλέστηκε κατά τα προηγούμενα στάδια εξέτασης της αίτησής της.
Από τα ενώπιόν μου δεδομένα, διαπιστώνω ότι η Υπηρεσία Ασύλου εξέτασε τους ισχυρισμούς της Αιτήτριας, στο μέτρο που αυτοί θα ήταν κρίσιμοι για το παραδεκτό της μεταγενέστερης αίτησής της για άσυλο. Από τα όσα καταγράφονται σε αυτήν, ουδέν νέο στοιχείο ή πόρισμα ή ισχυρισμό αναφέρει η Αιτήτρια ώστε να μπορούσε να θεωρηθεί ότι αυτή χρήζει περαιτέρω εξέτασης ως προς τις λοιπές προϋποθέσεις του παραδεκτού μεταγενέστερης αίτησης οι οποίες αναφέρθηκαν ανωτέρω καθότι δεν παρουσίασε νέα πραγματικά περιστατικά ή αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την προσωπική κατάστασή της ή την κατάσταση της χώρας της τα οποία είναι ικανά, εφόσον έχουν αποδεικτική αξία, να επιτρέψουν την περαιτέρω εξέταση της αίτησης στην ουσία της. Ως εκ τούτου φρονώ ότι οι Καθ' ων η αίτηση διαπιστώνοντας ότι τα όσα η Αιτήτρια επικαλείται μέσω της μεταγενέστερης αίτησής της εμφανώς δεν αποτελούν νέα στοιχεία ή πορίσματα παρά επανάληψη των ισχυρισμών που είχε προβάλει στην αρχική της αίτηση, ορθώς απέρριψαν την μεταγενέστερη αίτησή της ως απαράδεκτη, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 16Δ του περί Προσφύγων Νόμου.
Αναφορικά με τους καινοφανείς ισχυρισμούς που προβάλλει η συνήγορος της Αιτήτριας δια μέσου της γραπτής της αγόρευσης, ήτοι ότι υπήρξε έλλειψη δέουσας έρευνας καθότι οφείλαν οι Καθ’ ων η Αίτηση να γνώριζαν ήδη για τον ανοικτό φάκελο που υπάρχει κατά της Αιτήτριας στην τοπική αστυνομία της ΛΔΚ, παρατηρώ από το περιεχόμενο του Διοικητικού φακέλου και επί των όσων αναφέρει η πλευρά της Αιτήτριας, ότι η Αιτήτρια ουδέποτε ανέφερε ότι καταζητείσαι από τις αρχές της χώρας της, ούτε ότι εκκρεμεί οποιαδήποτε υπόθεση εναντίον της.
Τα όσα εξάλλου ανέφερε η Αιτήτρια επί της μεταγενέστερης αίτησής της, ότι δηλαδή ήταν αυτόπτης μάρτυρας της δολοφονίας της συζύγου του πρώην εργοδότη της και λόγω αυτού εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής της φοβούμενη ότι θα την εντοπίσει ο πρώην εργοδότης της καθότι ακόμη δεν έχει εκδικαστεί η υπόθεση εναντίον του και δεν έχει καταδικαστεί για το αδίκημα, αποτελούν ουσιαστικά επανάληψη των όσων ανέφερε επί της αρχικής της αίτησης για διεθνή προστασία. Επιπλέον, λαμβάνω υπόψη μου τα όσα η ίδια η Αιτήτρια κατέγραψε επί της μεταγενέστερης της αίτησης. Ειδικότερα, στο πεδίο 6 του εντύπου υποβολής μεταγενέστερης αίτησης και στην αντίστοιχη ερώτηση περί του εάν εκκρεμεί οποιαδήποτε υπόθεση εναντίον της στην χώρα καταγωγής της, η Αιτήτρια αποκρίθηκε αρνητικά (βλ. ερ. 81 Δ.Φ.). Περαιτέρω, στο πεδίο 8 του εντύπου και στην αντίστοιχη ερώτηση περί του εάν επιθυμεί όπως προσκομίσει οποιαδήποτε υποστηρικτικά έγγραφά προς υποστήριξη των ισχυρισμών της, η Αιτήτρια και πάλι αποκρίθηκε αρνητικά (βλ. ερ. 80 Δ.Φ.) Κρίνω συνεπώς ότι η Αιτήτρια είχε την ευκαιρία να παραθέσει λόγους και ισχυρισμούς με την καταχώρηση της μεταγενέστερης αίτησής της με λεπτομέρεια και να προσκομίσει τα στοιχεία που επιθυμούσε και τα οποία θα τεκμηρίωναν ενδεχομένως τους ισχυρισμούς της, ενέργεια στην οποία δεν προέβηκε.
Άρα πουθενά δεν προκύπτει ο εν λόγω ισχυρισμός περί φόβου δίωξης της από τις αρχές, ως εκ τούτου οι εν λόγω ισχυρισμοί απορρίπτονται στο σύνολο τους ως αβάσιμοι καθότι δεν τεκμηριώνονται από τα ενώπιόν μου στοιχεία. Τέλος, η αοριστολογία και η γενικότητα με την οποία ο ισχυρισμός προωθείται, αφήνει αυτόν μετέωρο εφόσον δεν έχει αποδειχθεί ούτε έχει προσκομιστεί σχετική μαρτυρία προς απόδειξη του. Πρέπει να προβάλλονται ειδικοί και συγκεκριμένοι λόγοι για τους οποίους κατά την άποψή του δεν ικανοποιείται ένα προαπαιτούμενο από το Νόμο.(βλ. OM PRAKASH PANDEY ν. ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ, Υπόθεση Αρ. 1239/2009, 5 Νοεμβρίου 2010).
Ορθώς ομιλούντες, τα όσα αναφέρονται στην αγόρευση της δικηγόρου του αιτητή δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη, εφόσον παγίως αναγνωρίζεται ότι οι αγορεύσεις δεν αποτελούν μέσο για τη θεμελίωση γεγονότων [Βλ. Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598, Ελισσαίου ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (2004) 3 Α.Α.Δ. 412 και Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 384]. Συνεπώς, δεν θα προχωρήσω να εξετάσω την αξιοπιστία τους ούτε θα αξιολογήσω τους πραγματικούς ισχυρισμούς που προβλήθηκαν με αυτό τον τρόπο, καθώς η γραπτή αγόρευση δεν αποτελεί μέσο προσαγωγής μαρτυρίας ή διεύρυνσης των επίδικων θεμάτων. Η αγόρευση σε υποθέσεις διοικητικού δικαίου δεν είναι μέσο για θεμελίωση πραγματικών δεδομένων και περαιτέρω, δεν είναι επιτρεπτή η προσαγωγή μαρτυρίας χωρίς την άδεια του Δικαστηρίου [Βλ. Υποθ. αρ. 1254/02, Μαρία Βασιλείου Φωτιάδου ν. Δημοκρατίας, ημερ. 15.11.2004, Α.Ε. 3420, Δημοκρατία ν. Kassinos Constructions (1990) 3 Α.Α.Δ. 3835. Επισκόπηση της σχετικής νομολογίας έγινε και στην Α.Ε. 3420, Θαλασσινός ν. Δημοκρατίας, ημερ. 29.9.2003, (2003) 3 ΑΑΔ 507 στην οποία τονίσθηκε ότι «οι διάδικοι δεν μπορούν να προσαγάγουν μαρτυρία χωρίς την άδεια του Δικαστηρίου. Η παροχή της άδειας του Δικαστηρίου αποτελεί βασική προϋπόθεση για την παρουσίαση μαρτυρίας. Η σχετική άδεια μπορεί να δοθεί σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 19 των Κανονισμών του 1962 κατόπιν αίτησης που υποβάλλεται, είτε προφορικά είτε εγγράφως»]. Σε κάθε περίπτωση, οι εν λόγω ισχυρισμοί από μόνοι τους δεν θα επαρκούσαν ώστε να ληφθεί θετική απόφαση σχετικά με το παραδεκτό της αίτησης προβαίνοντας στην συνέχεια σε ουσιαστική εξέτασή τους σύμφωνα με το άρθρο 16Δ (3) (β) του Περί Προσφύγων Νόμου εξαιτίας της γενικότητας με την οποία αυτοί προβάλλονται.
Προχωρώντας και αναφορικά με την γραπτή ειδοποίηση της Αστυνομίας η οποία κατατέθηκε ως «τεκμήριο Α» στο εισαγωγικό δικόγραφο της παρούσας αίτησης και συνοδεύεται από ένορκη δήλωση της Αιτήτριας η οποία καταχωρήθηκε σύμφωνα με τις πρόνοιες του κανονισμού 3(β) του Περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας όπου και σύμφωνα «Νέα έγγραφα ή στοιχεία ή οποιαδήποτε πρόσθετη μαρτυρία που προσκομίζονται κατά την καταχώριση της προσφυγής, παρατίθενται ή επισυνάπτονται ως τεκμήρια, ανάλογα, σε ένορκη δήλωση από τον Αιτητή», αναφέρω τα εξής:
Πρωτίστως, δεδομένου ότι το Δικαστήριο ασκεί μόνο έλεγχο νομιμότητας και ορθότητας της επίδικης απόφασης, ήτοι κατά πόσον ορθά και νόμιμα απορρίφθηκε η μεταγενέστερη αίτηση της Αιτήτριας ως απαράδεκτη, έχει κατ’ επανάληψη τονιστεί το ανεπιθύμητο της διαφοροποίησης, αλλοίωσης ή μεταβολής των στοιχείων που είχαν τεθεί ενώπιον της διοίκησης ώστε να γίνει αποδεκτή η μεταγενέστερη αίτηση αιτητή. Ως εκ τούτου, επί των όσων επικαλείται η Αιτήτρια με την ένορκη της δήλωση και την προσκόμιση του εν λόγω τεκμηρίου «Α» το οποίο την συνοδεύει δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη, γιατί η αποδοχή τους στο παρόν στάδιο θα ισοδυναμούσε με διαφοροποίηση του περιεχομένου των στοιχείων που λήφθηκαν υπόψη από τους Καθ’ ων η Αίτηση, με αποτέλεσμα το Δικαστήριο να καλείται να προβεί σε πρωτογενή κρίση στη βάση στοιχείων που δεν είχαν τεθεί, ούτε βρίσκονταν ενώπιον των Καθ’ ων η Αίτηση κατά την υποβολή μεταγενέστερης αίτησης της Αιτήτριας (βλ. O.C.K. και Κυπριακή Δημοκρατία, και/ή μέσω Υπηρεσίας Ασύλου Υπόθ. Αρ.: 3439/22 28 Φεβρουαρίου, 2023)
Προσθέτω στην ανωτέρω αναλυτική και ολοκληρωμένη σκέψη, ότι σε περίπτωση επιτυχίας της προσφυγής και ανατροπής της πρωτοβάθμιας απόφασης που κρίνει μεταγενέστερο αίτημα ως απαράδεκτο, η υπόθεση οφείλει να αναπεμφθεί στον πρώτο βαθμό για τη διεξαγωγή πλήρους προσωπικής συνέντευξης και κρίσης σε πρώτο βαθμό επί της ουσίας του αιτήματος, διαφορετικά ο αιτών στερείται έναν βαθμό εξέτασης, η δε προσφυγή του ουσιαστικά συνεπάγεται την σε πρώτη βαθμό κρίση επί της ουσίας, με συνεπακόλουθη απαλοιφή της προσφυγής σε δεύτερο βαθμό[2]. Μια τέτοια κατάληξη θα συνεπαγόταν στέρηση του διοικούμενου από ουσιώδη δικαιώματά του, αφού το κεφάλαιο της βασιμότητας του αιτήματος δεν έχει εξεταστεί καθόλου σε πρώτο βαθμό[3].
Δεύτερον, παρατηρώ ότι επί της ένορκης δήλωσης, η ενόρκως δηλούσα δεν παρέχει οποιαδήποτε εξήγηση αναφορικά με τον λόγο για τον οποίο δεν προσκόμισε τα έγγραφα ή στοιχεία ή πρόσθετη μαρτυρία κατά την εξέταση της προσβαλλόμενης πράξης, καθώς και τη συνάφειά τους με τα επίδικα θέματα ως επιτάσσει ο κανονισμός του παρόντος δικαστηρίου αλλά και πάγια νομολογία του Διοικητικού Δικαστηρίου (βλ. Petrolina Ltd κ.α. v. Αρχής Λιμένων Κύπρου, Υποθ. Αριθ. 223/2000, ημερ. 4.4.2002, Ζαρβός ν. Δημοκρατίας (1989) 3(Β) Α.Α.Δ. 106, Kyriakides v. Republic, 1 RSCC 66).
Κατά την ακροαματική διαδικασία η Αιτήτρια δήλωσε ότι όταν έκανε την αίτηση της για διεθνή προστασία δεν είχε στην κατοχή της το εν λόγω έγγραφο για να το καταθέσει. Στην συνέχεια ανέφερε ότι έψαξε τον κύριο που την βοήθησε να φύγει από την χώρα ώστε να της εξασφαλίσει αυτό το ένταλμα. Ερωτηθείσα ποιος είναι αυτός ο κύριος η Αιτήτρια αποκρίθηκε ότι ήταν κάποιος άγνωστος ο οποίος την βοήθησε να εγκαταλείψει την χώρα καταγωγής της. Φρονώ από τις αναφορές της Αιτήτριας ότι δεν δίνεται μια σαφής και ευλογοφανής εξήγηση γιατί δεν ανέφερε τους εν λόγω καινοφανείς ισχυρισμούς περί αναζήτησής της από τις αρχές σε προηγούμενα στάδια της διαδικασίας, όπως επίσης δεν επεξηγεί με σαφήνεια και ευλογοφάνεια τους λόγους για τους οποίους την αναζητούν οι αρχές αλλά και πώς ήρθε το εν λόγω έγγραφο στην κατοχή της. Σημειώνεται παράλληλα ότι η Αιτήτρια διέφυγε από την χώρα καταγωγής της νόμιμα ενώ δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει πώς το έπραξε αυτό λαμβανομένου υπόψιν ότι, όπως αναφέρει επί της παρούσας δικαστικής διαδικασίας υπάρχει ένταλμα αναζήτησης εναντίον της, το οποίο και σύμφωνα με το εν λόγω έγγραφο, εκδόθηκε πριν από την αναχώρησή της από την χώρα καταγωγής της. Φρονώ ότι οι εν λόγω ισχυρισμοί της Αιτήτριας κατά την ακροαματική διαδικασία διατυπώνονται γενικά, αόριστα και σε αφηρημένη μορφή, εκτίθενται δε χωρίς την απαιτούμενη τεκμηρίωσή τους με παραπομπή στα πραγματικά περιστατικά ενώ πλήττεται και η γενικότερη αξιοπιστία της Αιτήτριας λαμβάνοντας υπόψιν το σύνολο των στοιχείων τα οποία προβάλλει η Αιτήτρια προς στήριξη της συγκεκριμένης μεταγενέστερης αιτήσεως. Σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 1 της οδηγίας 2011/95/ΕΕ, ο εκάστοτε αιτητής θα πρέπει να υποβάλει το συντομότερο δυνατό, στο βαθμό που είναι πρακτικά εφικτό, δηλώσεις και όλα τα έγγραφα ή άλλες αποδείξεις που ευλόγως μπορεί να αναμένεται ότι θα λάβει προς υποστήριξη της αίτησής του, ενώ οφείλει να δώσει ικανοποιητική εξήγηση για τυχόν έλλειψη αλυσιτελών στοιχείων. Η εκπρόθεσμη υποβολή δηλώσεων ή η καθυστερημένη παρουσίαση αποδεικτικών στοιχείων επηρεάζουν αρνητικά την αξιοπιστία ενός Αιτητή, εκτός εάν παρέχονται έγκυρες εξηγήσεις[4].
Σε κάθε περίπτωση φρονώ ότι οι εν λόγω «νέοι» ισχυρισμοί που προβάλλει η Αιτήτρια επί της παρούσας δικαστική διαδικασίας, δεδομένου ότι οι εν λόγω ισχυρισμοί περί καταδίωξής της από τις αρχές δεν προβλήθηκαν επί της μεταγενέστερης αίτησής της, αποτελούν ισχυρισμούς και γεγονότα που προϋπήρχαν του αρχικού αιτήματός της για διεθνή προστασία και λόγω δικής της υπαιτιότητας δεν αναφέρθηκαν από την ίδια κατά τις προηγούμενες διαδικασίες. Η Αιτήτρια όφειλε να δώσει ικανοποιητική και επαρκή εξήγηση για τυχόν έλλειψη στοιχείων. Συνεπώς, τα εν λόγω στοιχεία δεν κατατέθηκαν και, ως εκ τούτου δεν έτυχαν αξιολόγησης, λόγω υπαιτιότητας της ίδιας της Αιτήτριας. Για τον λόγο αυτό κρίνεται ότι η ύπαρξη νέων στοιχείων δεν μπορεί αυτόματα να οδηγήσει στην ουσιαστική εξέτασή τους, ως προνοείται και από το άρθρο 16Δ του περί Προσφύγων Νόμου. Προς τούτο συνηγορεί το γεγονός ότι η Αιτήτρια εισήλθε στην Δημοκρατία και υπέβαλε αίτημα ασύλου στις 12/09/2022, υπέβαλε δε και προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας, ενώ το έγγραφο το οποίο η Αιτήτρια προσκόμισε προς υποστήριξη των ισχυρισμών της ισχυριζόμενη ότι αποτελεί νέο στοιχείο φέρει ημερομηνία 22/02/2022. Τέλος, σημειώνεται ότι η Αιτήτρια ουδέποτε αναφέρθηκε επί των όσων αναφέρει επί της παρούσας δικαστικής διαδικασίας κατά την υποβολή της μεταγενέστερης αίτησής της, αντιθέτως περιορίστηκε σε επανάληψη των αρχικών ισχυρισμών της. Σημειώνεται ότι η Αιτήτρια υπέβαλε μεταγενέστερη αίτηση στις 11/05/2023 ενώ στην συνέχεια καταχώρισε προσφυγή στις 26/05/2023. Δεν κρίνεται εύλογο σε ένα τόσο σύντομο χρονικό διάστημα να προέκυψαν νέα στοιχεία τα οποία μάλιστα δε συνδέονται με τον βασικό πυρήνα του αρχικού αιτήματος της Αιτήτριας αλλά αποτελούν καινοφανή νέο ισχυρισμό και, σε κάθε περίπτωση, η Αιτήτρια δεν παρείχε καμία επεξήγηση επί τούτου. Φρονώ περαιτέρω ότι θα ήταν εύλογα αναμενόμενο η Αιτήτρια να προβάλλει τον εν λόγω ισχυρισμό στα πλαίσια εξέτασης της μεταγενέστερης αίτησής της.
Ούτε προκύπτει οποιαδήποτε ευαλωτότητα η οποία δύναται να αιτιολογεί την καθυστερημένη αποκάλυψη στοιχείων προς τεκμηρίωση της αίτησης διεθνούς προστασίας[5] λαμβανομένου υπόψιν ότι πρόκειται για ισχυρισμούς οι οποίοι μεταβάλλουν ουσιαστικά τον πυρήνα του αιτήματος της. Αντιθέτως παρατηρώ ότι η Αιτήτρια ανέκαθεν επικαλείτο φόβο δίωξης από τον πρώην εργοδότης της και όχι από της αρχές της χώρας της, ενώ ουδέποτε προέβαλε ισχυρισμό ότι αναζητείτο από τις αρχές της χώρας της ως εκ τούτου τα όσα αναφέρει επί της παρούσας δικαστικής διαδικασίας δεν συνδέονται με τους προηγούμενους ισχυρισμούς της. Ως έχει αναφερθεί εξάλλου και στην C‑921/19 «Η αρχή που αποφαίνεται επί του βασίμου μεταγενέστερης αιτήσεως δεν μπορεί να περιορίζεται στην εξέταση μόνον των νέων στοιχείων ή πορισμάτων που προβάλλονται προς στήριξη του παραδεκτού της αιτήσεως, αλλά πρέπει να λαμβάνει υπόψη το σύνολο των στοιχείων τα οποία προβάλλει ο αιτών προς στήριξη της συγκεκριμένης μεταγενέστερης αιτήσεως, σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2011/95. (βλ. απόφαση της 10ης Ιουνίου 2021, Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid (Νέα στοιχεία ή πορίσματα), C‑921/19, EU:C:2021:478, σκέψη 44].
Ούτε και επί της παρούσας διαδικασίας ήταν σε θέση να εξηγήσει με σαφήνεια και ευκρίνεια γιατί δεν προέβηκε σε αναφορά επί των όσων αναφέρει επί της παρούσας δικαστικής διαδικασίας, ήτοι ότι αναζητείται από τις αρχές της χώρας της αλλά ούτε ήταν σε θέση να εξηγήσει τις ασυνέπειες με τις προηγούμενές της δηλώσεις κατά την εξέταση της αρχικής της αίτησης καθώς και κατά την υποβολή της μεταγενέστερης της αίτησης. Η πλήρης εικόνα που διαμορφώνεται μέσω των στοιχείων του φακέλου της Αιτήτριας, κατόπιν ορθολογικής ανάλυσης και δίκαιης στάθμισής τους[6] επιβεβαιώνει τα συμπεράσματα του παρόντος Δικαστηρίου. Το αφήγημα της Αιτήτριας στην παρούσα διαδικασία εμπεριέχει δηλώσεις που δεν θεωρούνται συνεπείς και ευλογοφανείς με τα όσα είχε προηγουμένως αναφέρει κατά το στάδιο εξέτασης της αίτησής της. Από τις απαντήσεις της, κατά την ακροαματική διαδικασία, διαπιστώνεται ότι δεν παρείχε κάθε διαθέσιμη βοήθεια για τη διαπίστωση των στοιχείων της υπόθεσής της, ούτε τεκμηρίωσε τους ισχυρισμούς της με επαρκή λεπτομέρεια και συνοχή.[7]
Ως εκ τούτου και λαμβάνοντας υπόψη τα ως άνω αναφερθέντα αναφορικά με τον ισχυρισμό περί δίωξης της Αιτήτριας από τις αρχές της χώρας της και το ένταλμα που προσκόμισε, ακόμη και εάν κρινόταν ότι επρόκειτο για νέο στοιχείο σύμφωνα με το άρθρο 16Δ(3) (α) του Περί Προσφύγων Νόμου επί του παραδεκτού της αίτησης φρονώ ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 16Δ(3)(β) ήτοι (ίί) ικανοποιείται πως ο Αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος,».
Με βάση το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιόν μου και αφού εξέτασα την νομιμότητα της παρούσης υπό το φως πιο πάνω κατευθυντήριων νομολογιακών αρχών, καταλήγω ότι οι Καθ' ων η αίτηση προέβησαν στη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα και δια τούτο, κατά τη λήψη της απόφασης, λήφθηκαν δεόντως και σύμφωνα με τα όσα απαιτεί η οικεία νομοθεσία όλα τα γεγονότα που περιβάλλουν την επίδικη μεταγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας, αλλά και η αιτιολογία αυτής είναι πλήρης και εμπεριστατωμένη, με αναφορά στους ισχυρισμούς που προέβαλε η Αιτήτρια και υπαγωγή τους στη σχετική εφαρμοστέα νομοθεσία. Η προσβαλλόμενη δια της παρούσας προσφυγής απόφαση είναι δια τούτο θεωρώ προϊόν δέουσας υπό τις περιστάσεις έρευνας - αφού οι Καθ' ων η αίτηση πραγματεύτηκαν όλους τους ισχυρισμούς της Αιτήτριας στο πλαίσιο της επίδικης μεταγενέστερης αίτησης και υπήγαγαν αυτούς στις διατάξεις της οικείας νομοθεσίας, ως πιο πάνω καταγράφεται, και είναι περαιτέρω πλήρως και σαφώς αιτιολογημένη.
Υπό το φως των ανωτέρω, ορθώς η μεταγενέστερη αίτηση της Αιτήτριας κρίθηκε ως απαράδεκτη κατά το προκαταρκτικό στάδιο εξέτασής της από την Υπηρεσία Ασύλου.
Με βάση το σύνολο των στοιχείων που τέθηκε ενώπιον μου, όπως τα έχω αναλύσει και πιο πάνω, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με €600 έξοδα υπέρ των Καθ' ων η αίτηση και εναντίον της Αιτήτριας. Υπό το φως της ανάλυσης της ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, ως έχει παρατεθεί ανωτέρω, αυτή επικυρώνεται ως προς την κατάληξή της, ήτοι ότι η μεταγενέστερη αίτηση της Αιτήτριας είναι απαράδεκτη.
Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π
[1] «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», Επαμεινώνδας Π. Σπηλιωτόπουλος, 14ης Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 260, υποσημ. 72, «Εισηγήσεις Διοικητικού Δικονομικού Δικαίου, Χαράλαμπος Χρυσανθάκης, 2η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη σελ. 247 και «Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο», Π.Δ. Δαγτόγλου, σελ. 552.
[2] Βλ. «Προσφυγικό Δίκαιο. Ερμηνευτική προσέγγιση και πρακτική διάσταση», Κωνσταντίνος Δ. Φαρμακίδης-Μάρκου, 2021, Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 83.
[3] Σχετική η νομολογία του ΣτΕ επί πειθαρχικών ενδικοφανών προσφυγών, ΣτΕ 644/2010, 1284/2003, 2493/2002 κ.α.
[4] Βλ. Υπόθεση ΕΔΑΔ, CRUZ VARAS AND OTHERS κατά Σουηδίας , Αριθ. Αιτ. 15576/89 ημερ. 22/3/1991 Παρ. 73
[5] Βλ. Απόφαση ΔΕΕ – συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑148/13 to C‑150/13 A, B and C v Staatssecretaris van Veiligheid en Justitie, 2 December 2014 σκέψη 69
[6] Βλέπε High Court (Ανώτερο Δικαστήριο) (Ιρλανδία), IR κατά Minister for Justice Equality & Law Reform & anor, [2009] IEHC 353, ημερομηνίας 24/07/2009, σκέψη 11.
[7] (Βλέπε Άρθρο 18 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2022, Ν.6(Ι)/2000, βλέπε επίσης Πρακτικός Οδηγός της ΕΑΣΟ: Αξιολόγηση των Αποδεικτικών Στοιχείων, Μάρτιος 2015, σελ.11[3]). Σύμφωνα, επίσης, και με την § 205 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών,
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο