A.M.K κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ.: 1572/2022 και 1573/2022, 20/9/2024
print
Τίτλος:
A.M.K κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ.: 1572/2022 και 1573/2022, 20/9/2024

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

(Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ.: 1572/2022 και 1573/2022)

 

 20 Σεπτέμβριου 2024

 

[ Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:                                                                                                 

Υπόθεση Αρ. 1572/2022

         

      A.M.K

Αιτήτρια

 

και

 

Κυπριακής Δημοκρατίας,

μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

 

Καθ' ων η αίτηση

---------------------

 

Μεταξύ:                                                                                                 

Υπόθεση Αρ. 1573/2022

            

        A

Αιτητής

 

και

 

Κυπριακής Δημοκρατίας,

μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

 

Καθ' ων η αίτηση

---------------------

 

 

 

Θ. Αντωνίου (κα) για  Κωνσταντίνο Γ. Θεοχαρίδη και Θεοδοσία Αντωνίου, Δικηγόροι για τους Αιτητές

Στ. Σταύρου (κα), Δικηγόρος για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση

Αιτητές παρόντες

(Ali Norouzian (κος), μεταφραστής για πιστή μετάφραση από  Περσικά σε Ελληνικά και αντίστροφα.)

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π. : Οι Αιτητές στις υπό τους ως άνω αριθμούς και τίτλους συνεκδικασθείσες προσφυγές, αξιώνουν την ακύρωση της απόφασης των Καθ'ων η αίτηση ημερομηνίας 20/01/2022, η οποία τους κοινοποιήθηκε στις 03/03/2022, και με την οποία έλαβαν γνώση της απόρριψης των αιτήσεων τους για παραχώρηση σε αυτούς καθεστώτος διεθνούς προστασίας καθότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 3 και 19 του Περί Προσφύγων Νόμο.

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Ως εκτίθεται στην ένσταση που καταχωρήθηκε από τους Καθ' ων η αίτηση και προκύπτει από το περιεχόμενο των σχετικών Διοικητικών Φάκελων της Υπηρεσίας Ασύλου που κατατέθηκαν ως Τεκμήριο 1 στα πλαίσια των διευκρινήσεων των προσφυγών, οι Αιτητές είναι ενήλικοι, υπήκοοι Ιράν. Στις 20/05/2019 συμπλήρωσαν αιτήσεις για παροχή διεθνούς προστασίας. Στις 25/11/2021 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη στον Αιτητή της προσφυγή υπ. αριθμό 1573/22 (στο εξής: Αιτητής), από αρμόδιο λειτουργό του Ευρωπαϊκού Γραφείου Υποστήριξης για το Άσυλο (EASO). Στις 29/11/2021 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη στην Αιτήτρια της προσφυγής υπ. αριθμό 1572/22 (στο εξής: Αιτήτρια), από αρμόδιο λειτουργό του Ευρωπαϊκού Γραφείου Υποστήριξης για το Άσυλο (EASO). Στις 11/01/2022 ο αρμόδιος λειτουργός της  EASO ετοίμασε έκθεση και εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με τις συνεντεύξεις των Αιτητών. Στη συνέχεια, ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου, ενέκρινε την εισήγηση για απόρριψη των αιτήσεων ασύλου των Αιτητών στις 20/01/2022. Στις 10/02/2022, η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική επιστολή μαζί με την αιτιολόγηση της απόφασής της, σχετικά με το αίτημα των Αιτητών, η οποία παραλήφθηκε και υπογράφτηκε ιδιοχείρως από τους Αιτητές στις 03/03/2022. Η τελευταία αυτή απόφαση, αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.

Κατόπιν αιτήσεως της καθ' ης η αίτηση ημερομηνίας 17.10.2022 και σχετικής διαταγής του Δικαστηρίου ημερομηνίας 18.10.2022, οι υπό τους ως άνω αριθμούς και τίτλους άνω Προσφυγές συνεκδικάστηκαν.

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

Οι συνήγοροι των Αιτητών παραθέτουν στα εισαγωγικά δικόγραφα της διαδικασίας πλείονες λόγους ακύρωσης χωρίς αυτοί να συνοδεύονται από σαφή αιτιολογία ή παραπομπή σε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά ή στοιχεία του διοικητικού φακέλου. Επί των γραπτών τους αγορεύσεων προβάλλουν ότι υπάρχει έλλειψη δέουσας έρευνας και ότι η απόφαση ελήφθη από αναρμόδιο όργανο.

Από την πλευρά τους οι Καθ' ων η αίτηση υπεραμύνονται της νομιμότητας της επίδικης πράξης, αντικρούοντας έκαστο ισχυρισμό των Αιτητών, υποβάλλοντας ότι οι Αιτητές δεν κατάφεραν να αποσείσουν το βάρος απόδειξης το οποίο οι ίδιοι φέρουν στους ώμους τους, ως προς την ύπαρξη βάσιμου φόβου δίωξης βάσει του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου ή πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης δυνάμει του άρθρου 19 του ίδιου Νόμου. Περαιτέρω αναφέρουν επίσης ότι η επίδικη πράξη αυτή έχει ληφθεί ορθά και νόμιμα, σύμφωνα με τις νομοθετημένες διατάξεις, μετά από δέουσα έρευνα και ορθή ενάσκηση των εξουσιών που τους παρέχει ο νόμος και αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης.

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

Εκ προοιμίου επισημαίνω ότι σύμφωνα με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, οι λόγοι προσφυγής που δεν αναπτύσσονται στο πλαίσιο της αγόρευσης του Αιτητή θεωρούνται ως εγκαταλειφθέντες.  Το ίδιο ισχύει και με τους λόγους σε σχέση με τους οποίους δεν προβάλλεται οποιαδήποτε επιχειρηματολογία προς υποστήριξή τους. (Βλ. συναφώς  Υπόθεση Αρ. 692/89, Level Tachexcavs Ltd v. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λευκωσίας, ημερ. 17.12.1990, , Α.Ε. Αρ. 2421, Kokos Athanasiou Motors Ltd v. Δημοκρατίας, ημερ. 24.1.2020 , Υπόθεση Αρ. 1073/2004, Γεώργιας Αντωνίου κ.α. ν. Δημοκρατίας, μέσω Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, ημερ. 6.2.2007). 

Υπό το φως της πιο πάνω νομολογίας, όλοι οι λόγοι προσφυγής που αναφέρονται ως τίτλοι στο πλαίσιο των δικογράφων των προσφυγών και δεν προωθούνται με τις γραπτές αγορεύσεις των Αιτητών θεωρούνται ως εγκαταλειφθέντες. 

Ο Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962 επιβάλλει, όπως τα νομικά σημεία επί των οποίων στηρίζεται η προσφυγή του εκάστοτε αιτητή εξειδικεύονται και αιτιολογούνται πλήρως στο εισαγωγικό δικόγραφο της διαδικασίας. Η έννοια του Κανονισμού είναι η οριοθέτηση με λεπτομέρεια των επίδικων θεμάτων (αυτή είναι η έννοια της λέξης «πλήρως»), ούτως ώστε τα επίδικα θέματα να περιορίζονται στα απολύτως αναγκαία, με τους διαδίκους να γνωρίζουν με ακρίβεια το λόγο που προωθείται ο εκάστοτε λόγος ακύρωσης, αλλά και το Δικαστήριο να ασχολείται μόνο με συγκεκριμένα ζητήματα και όχι με γενικές και αόριστες τοποθετήσεις [Βλ. Α.Ε. Αρ. 156/2012, Mustafa Haghilo v. Γενικού Διευθυντή Υπουργείου Εσωτερικών, ημερ. 27/2/2018, Α.Ε. Αρ. 95/2012, Χριστοδουλίδης ν. Πανεπιστημίου Κύπρου, ημερ. 6.7.2018].

Βάσει του Κανονισμού 6 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας  Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019, επιπλέον, κάθε γραπτή αγόρευση θα χωρίζεται ευκρινώς σε ανάλογες παραγράφους, μια για κάθε νομικό σημείο, το οποίο θα αναφέρεται συνοπτικά. 

Επιπλέον επισημαίνεται, η περίμετρος των ζητημάτων που έχει δικαιοδοσία να εξετάσει το παρόν Δικαστήριο καθορίζονται και σε αυτή την περίπτωση καταρχήν από τα δικόγραφα των διαδίκων (Δημοκρατία κ.ά. ν. Κουκκουρή κ.ά. (1993) 3 Α.Α.Δ. 598). Μόνη εξαίρεση αποτελούν οι λόγοι ακύρωσης που άπτονται ζητημάτων δημοσίας τάξεως τα οποία δύναται το δικαστήριο να εξετάσει και αυτεπαγγέλτως κάτω και πάλι από συγκεκριμένες προϋποθέσεις. [Βλ. «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», Επαμεινώνδας Π. Σπηλιωτόπουλος, 14ης Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 260 και «Εισηγήσεις Διοικητικού Δικονομικού Δικαίου, Χαράλαμπος Χρυσανθάκης, 2η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 247» 

Αναφορικά δε, με τον ισχυρισμό του Αιτητή ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε από αναρμόδιο όργανο, διακρίνω ότι ως λόγος ακύρωσης στερείται βασιμότητας και ως εκ τούτου απορρίπτεται. Βέβαια ως ισχυρισμός που άπτεται της δημόσιας τάξης, εξετάζεται σε κάθε περίπτωση αυτεπαγγέλτως, ακόμα και αν δεν είναι δεόντως δικογραφημένος και κατά προτεραιότητα ενόψει του ότι, στην απουσία σχετικής αρμοδιότητας, δεν μπορεί να γίνεται καν λόγος για απόφαση. Σε συμφωνία και με τα όσα προβάλλουν οι Καθ' ων η Αίτηση, διαπιστώνω ότι το υποβληθέν στην υπό κρίση υπόθεση Σημείωμα / Εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού της EASO ημερομηνίας 11/01/2022, φέρει στη πρώτη σελίδα σφραγίδα με την ένδειξη «ΕΓΚΡΙΝΕΤΑΙ», καθώς και σχετική μονογραφή με ημερομηνία έγκρισης από λειτουργό που ήταν δεόντως εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών να εκδίδει αποφάσεις επί αιτημάτων διεθνούς προστασίας, δυνάμει ρητής διάταξης νόμου, ήτοι του ερμηνευτικού άρθρου 2 του περί Προσφύγων Νόμου (που προνοεί ότι «"Προϊστάμενος" σημαίνει αρμόδιο λειτουργό ο οποίος προΐσταται της Υπηρεσίας Ασύλου και περιλαμβάνει οποιοδήποτε άλλο αρμόδιο λειτουργό της εν λόγω Υπηρεσίας που εξουσιοδοτείται από τον Υπουργό, για να ασκεί όλες ή οποιεσδήποτε από τις εξουσίες ή να εκτελεί όλα ή οποιαδήποτε από τα καθήκοντα του Προϊσταμένου·»), ως επιβάλλει το εδάφιο (4) του άρθρου 17 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου, Ν. 158(Ι)/1999, σε συνδυασμό και με το άρθρο 3(2) του περί Εκχωρήσεως της ενασκήσεως των Εξουσιών των Απορρεουσών εκ τινός Νόμου του 1962 (Ν. 23/1962). Κρίνω επίσης αναγκαία την παραπομπή στο άρθρο 17(8) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 [Ν. 158(Ι)/1999, ως έχει τροποποιηθεί], σύμφωνα με το οποίο:

«Δε συνιστά αποχή από άσκηση αρμοδιότητας η υιοθέτηση ενός σημειώματος ή μιας πρότασης που υποβάλλεται από υφιστάμενο υπάλληλο ή όργανο στο αρμόδιο διοικητικό όργανο, αν το σημείωμα ή η πρόταση περιέχει συγκεκριμένη εισήγηση και από το σύνολο της όλης διοικητικής ενέργειας προκύπτει ότι το αρμόδιο όργανο άσκησε ουσιαστικά την αποφασιστική του αρμοδιότητα.»

Από τα στοιχεία που βρίσκονται καταχωρημένα στους διοικητικούς φακέλους  της Υπηρεσίας Ασύλου προκύπτει ότι ο αρμόδιος λειτουργός, ο οποίος προέβη σε εξέταση του αιτήματος των Αιτητών για παραχώρηση διεθνούς προστασίας, ετοίμασε Σημείωμα / Εισήγηση, στη βάση των ενώπιον του στοιχείων, καταλήγοντας σε σχετική εισήγηση επί του εν λόγω αιτήματος των Αιτητών, την οποία ενέκρινε, υιοθετώντας ουσιαστικά το περιεχόμενο του εν λόγω Σημειώματος / Εισήγησης, ο δεόντως εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών Λειτουργός κος Ανδρέας Αγρότης. Η έγκριση δε της εισήγησης για έκδοση της επίδικης απόφασης, ενσωματώνει στην ουσία και το Σημείωμα / Εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού.

Περαιτέρω, έχω εντοπίσει στο διοικητικό φάκελο του Αιτητή (F19-04481)αντίγραφο του εν λόγω  εγγράφου εξουσιοδότησης του κ. Ανδρέα Αγρότη υπογεγραμμένο από τον αρμόδιο Υπουργό σημειωμένο ως ερυθρό 119. Το έγγραφο της εξουσιοδότησης φέρει ημερομηνία επιστολής 24/02/2021 η οποία αποτελεί νόμιμη εξουσιοδότηση αφού το περιεχόμενο της έχει εγκριθεί από τον τότε Υπουργό Εσωτερικών με υπογραφή του.  

Το ζήτημα  αυτό εξετάστηκε και στην υπόθεση υπ' αριθμόν ΔΔΠ 190/19, G.Dv. Κυπριακή Δημοκρατία μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, ημερομηνίας 18/9/2020 από την αδελφή Δικαστή  Μ. Παπαντωνίου και στην υπ' αριθμόν 577/20 D.Sv. Κυπριακή Δημοκρατία μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, ημερομηνίας 28/9/2020 από την αδελφή Δικαστή Χρ. Μιχαηλίδου των οποίων τις αποφάσεις υιοθετώ και παραθέτω το σχετικό απόσπασμα της τελευταίας:

 «.Όσον αφορά την αμφισβήτηση της εξουσιοδότησης από τον Υπουργό Εσωτερικών της κυρίας Αναστασίας (Νατάσας) Ανδρέου, η οποία εγκρίνει την έκθεση-εισήγηση της αρμόδιας λειτουργού θα πρέπει να αναφερθούν τα ακόλουθα: Το άρθρο 2 του Περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000, ερμηνεύει κάποιες σημαντικές έννοιες ως κατωτέρω, οι οποίες είναι χρήσιμες για τον προβαλλόμενο υπό εξέταση ισχυρισμό (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 Όταν ο Νόμος αναθέτει την άσκηση εξουσίας σε συγκεκριμένο όργανο, τότε αυτή η εξουσία δεν μπορεί να μεταβιβαστεί σε οποιοδήποτε άλλο όργανο χωρίς να υπάρχει ρητή διάταξη νόμου που να επιτρέπει κάτι τέτοιο (άρθρο 17 (4), του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου, Ν. 158 (Ι)/1999).  Σύμφωνα με τις πιο πάνω διατάξεις, ως τις έχω παραθέσει ο περί Προσφύγων Νόμος, Ν. 6 (Ι)/2000, όχι μόνο δεν απαγορεύει ρητά την εκχώρηση των εξουσιών του Προϊσταμένου, αλλά αντιθέτως την επιτρέπει (βλ. Α.Ε. αρ. 2115, μεταξύ Ανδρούλλας Ζηνοβίου -ν- Κυπριακής Δημοκρατίας, ημερομηνίας 2/10/1997 (1997) 3 Α.Α.Δ 385). 

Με την επιστολή ημερομηνίας 9/10/2018 (ερυθρό 25 του διοικητικού φακέλου υπ' αριθμόν F2002862 και ερυθρό 146 του Γενικού Φακέλου υπ' αριθμόν 15.15.01,15.06.001) ζητείται από τον αρμόδιο Υπουργό να ορίσει  ένα ακόμη λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου για έκδοση αποφάσεων επί αιτημάτων διεθνούς προστασίας, βάσει του άρθρου 2 του περί Προσφύγων Νόμου.  Στη συνέχεια, στην ίδια επιστολή προτείνεται όπως ο κύριος Ανδρέας Γεωργιάδης, με αντικαταστάτρια του την κυρία Νατάσα Ανδρέου να εκτελεί τα καθήκοντα Προϊσταμένου, στα πλαίσια έκδοσης αποφάσεων επί αιτημάτων διεθνούς προστασίας.  Η προαναφερόμενη επιστολή ημερομηνίας 9/10/2018, είναι μέρος τόσο του διοικητικού φακέλου που αφορά την Αιτήτρια όσο και του Γενικού Φακέλου με αριθμό 15.15.01 και φέρει σφραγίδα του Υπουργείου Εσωτερικών, Γραφείο Υπουργού, με ένδειξη «εγκρίνεται», ημερομηνίας 10/10 και υπογραφή του τότε Υπουργού Εσωτερικών κύριου Πετρίδη.

Είναι προφανές, πως η εισήγηση αυτή προς τον Υπουργό γίνεται με ανορθόδοξο τρόπο από την εκπρόσωπο του Προϊσταμένου.  Παρ' όλα αυτά το περιεχόμενο της επιστολής αυτής εγκρίθηκε από τον τότε αρμόδιο Υπουργό όπως φαίνεται από το όνομα στην υπογραφή.  Συνεπώς, από το ερυθρό 146 του Γενικού Φακέλου προκύπτει η ταυτότητα του υπογράφοντος τότε Υπουργού Εσωτερικών αλλά και του χρόνου θέσεως της υπογραφής επί του συγκεκριμένου εγγράφου, δηλαδή 10/10/2018.

Επί παρόμοιου νομικού ισχυρισμού σε άλλη προσφυγή που επίσης αφορούσε πρόσφατη απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, η αδελφή Δικαστής κα Παπαντωνίου εξέδωσε απόφαση στην προσφυγή υπ' αριθμόν ΔΔΠ 190/19, G.Dv. Κυπριακή Δημοκρατία μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, ημερομηνίας 18/9/2020.»

Με δεδομένο ότι στην παρούσα προνοείται ρητά εκ του νόμου η σχετική δυνατότητα του Υπουργού να εξουσιοδοτεί προς τούτο οιονδήποτε αρμόδιο λειτουργό να εξασκεί τα καθήκοντα του προϊστάμενου, και εκ της συνδυασμένης ανάγνωσης του αρ.3 (2) του περί Εκχωρήσεως της ενασκήσεως των Εξουσιών των Απορρεουσών εκ τινός Νόμου, Νόμου του 1962 (23/1962) και του αρ.17 (4) περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (158(I)/1999), δεν χωρεί αμφιβολία ότι η σχετική εξουσιοδότηση προς τον εγκρίνων την σχετική έκθεση-εισήγηση και δια τούτο, ως κατωτέρω εξηγείται, λαμβάνουσα την προσβαλλόμενη δια της παρούσης απόφαση, είναι εφικτή και νόμιμη. (Βλ. Απόφαση στην. Α.Ε. αρ. 2115, Ανδρούλλας Ζηνόβιου ν Κυπριακής Δημοκρατίας, ημερ. 2.10.1997, (1997) 3 Α.Α.Δ 385 και M.J.H. vs. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Διευθυντή Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ. 317/2020, απόφαση 30/11/2020 του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας)

Κατόπιν των ανωτέρω, θα προχωρήσω στην συνέχεια στην εξέταση του ισχυρισμού που προβάλλουν οι συνήγοροι των Αιτητών περί έλλειψης δέουσας έρευνας, λαμβανομένης και της εξουσίας του παρόντος Δικαστηρίου, όπου και σύμφωνα με τον περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο του 2018, Ν.73(Ι)/2018, το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας έχει την εξουσία να εξετάσει την παρούσα υπόθεση επί της ουσίας.  Το γεγονός αυτό, οφείλεται στο ότι η παρούσα υπόθεση αφορά αίτηση που χρονικά πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 11 (2) και (3) του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018, Ν.73(Ι)/2018, οι οποίες δίδουν στο Δικαστήριο την υποχρέωση ελέγχου της νομιμότητας και ορθότητας της πράξης.

Έχει πλειστάκις νομολογηθεί ότι η έκταση της έρευνας, ο τρόπος και η διαδικασία που ακολουθείται ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης. Περαιτέρω, η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το θέμα που εξετάζεται. Το  κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και τη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων τα οποία παρέχουν ασφαλή συμπέρασμα. (Βλέπε Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.α., Α.Ε. 1518/1.11.96, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου, Α.Ε. 1575/14.7.97 , Α.Ε.2371,Motorways Ltd v Δημοκρατίας ημερ. 25/6/99).  

Το Δικαστήριο στα πλαίσια ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντος οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωση (βλ. απόφαση αρ. 128/2008 JAMAL KAROU V Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 1 Φεβρουαρίου, 2010).

Σύμφωνα με τα στοιχεία των Αιτητών, όπως καταγράφονται στην έκθεση του λειτουργού της ΕΑSO, αλλά και όπως διαφαίνονται από τους Διοικητικούς φακέλους που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο κατά το στάδιο των Διευκρινήσεων και δεν αμφισβητούνται, οι Αιτητές είναι ενήλικοι, υπήκοοι Ιράν. Κατά την καταγραφή του αιτήματός τους για διεθνή προστασία ισχυρίστηκαν ότι εγκατέλειψαν τη χώρα καταγωγής τους λόγω της κατάστασης που επικρατεί στη χώρα τους και δεν επιθυμούν να επιστρέψουν επειδή φοβούνται για τη ζωή τους. Πρόσθεσαν ότι υπάρχει εμπόλεμη κατάσταση.

Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης του, ο Αιτητής ( Δ.Φ. F19-04481) δήλωσε ότι είναι αθλητής kick boxing και κατά ή περί το έτος 2016 συμμετείχε ως διαιτητής και κριτής σε διεθνείς αθλητικούς αγώνες στο Βιετνάμ. Σύμφωνα με τις δηλώσεις του ήταν ο νεότερος και ο πρώτος Ιρανός διαιτητής που επιλέχθηκε  για τον τελικό. Ο τελικός αγώνας ήταν μεταξύ γυναικών αθλητριών του Ισραήλ και της Ταϊλάνδης. Το βράδυ πριν τον τελικό, η ομοσπονδία της χώρας καταγωγής του, δεν του επέτρεψε να συμμετάσχει επειδή η αθλήτρια ήταν από το Ισραήλ και τον απείλησαν ότι θα αντιμετωπίσει τις συνέπειες όταν επιστρέψει στο Ιράν. Ο Αιτητής αποφάσισε να κρίνει τον αγώνα και όταν επέστρεψε στη χώρα καταγωγής του κλήθηκε να δώσει εξηγήσεις για ποιο λόγο έκρινε ισραηλινή και εάν ακούμπησε γυναίκες κατά τη διάρκεια της διαιτησίας του. Μετά από τέσσερις μήνες, ξεκίνησε δικαστική διαδικασία εναντίον του Αιτητή, η οποία διήρκησε μέχρι το έτος 2019. Μερικές εβδομάδες πριν την έκδοση της απόφασης του δικαστηρίου, ο δικηγόρος του τον συμβούλευσε να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του καθότι πληροφορήθηκε ότι θα εκδοθεί απόφαση με την οποία θα καταδικαζόταν σε δυο έτη φυλάκισης και θα τον απέκλειαν από την ομοσπονδία kick boxing. Ο Αιτητής μαζί με την σύζυγο του – Αιτήτρια – εγκατέλειψαν νόμιμα τη χώρα καταγωγής τους.

Κατά τη διάρκεια των διευκρινιστικών ερωτήσεων, δήλωσε ότι μετά τον αγώνα δέχθηκε απειλές από τον Υπουργό Αθλητισμού και νεολαίας και από τον προπονητή και όταν επέστρεψε από το Βιετνάμ, δήλωσε ότι δέχθηκε απειλές από τον πρόεδρο της ομοσπονδίας. Ο Αιτητής δήλωσε ότι συνέχισε τις αθλητικές του δραστηριότητες μέχρι την ημέρα που ενημερώθηκε από τον δικηγόρο του ότι θα εκδοθεί απόφαση. Επιπλέον, δήλωσε ότι συνέχιζε να είναι μέλος της ομοσπονδίας. Ως προς την δικαστική διαδικασία εναντίον του, ισχυρίστηκε ότι οι κατηγορίες εναντίον του ήταν προσβολή της ισλαμικής θρησκείας, προσβολή του ανώτατου ηγέτη και πολιτικές δραστηριότητες στο τομέα του αθλητισμού, χωρίς να αναφερθούν στα γεγονότα του αγώνα στο Βιετνάμ.

Αναφορικά με τη θρησκεία, δήλωσε ότι αναγνωρίζει τον εαυτό του ως χριστιανό ορθόδοξο. Ισχυρίστηκε ότι η πρώτη του επαφή με τον χριστιανισμό έγινε σε ένα ταξίδι του στη Τουρκία όπου κάποιος άγνωστος του έδωσε τη Βίβλο, αλλά όταν ήρθε στη Κυπριακή Δημοκρατία άρχισε να παρακολουθεί μαθήματα χριστιανισμού. Ερωτηθείς εάν ασκούσε τον ισλαμισμό, απάντησε ότι δεν πιστεύει στο Ισλάμ. Πρόσθεσε ότι δεν εξέφρασε τις απόψεις του για το Ισλάμ δημόσια, ενώ ερωτηθείς εάν αντιμετώπισε οιονδήποτε πρόβλημα από τις ιρανικές αρχές για τη θρησκεία δήλωσε ότι είχε προβλήματα αλλά δεν συζητούν μαζί τους.

Τέλος, ερωτηθείς, τι θα του συμβεί σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του δήλωσε ότι θα φυλακιστεί για το ζήτημα των αθλητικών του δραστηριοτήτων.

Η Αιτήτρια, κατά τη διάρκεια της συνέντευξης της  (Δ.Φ. F19-04479), ισχυρίστηκε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της λόγω των ζητημάτων που αντιμετώπιζε ο σύζυγος της – Αιτητής. Δήλωσε ότι ο σύζυγος της ενημερώθηκε από ένα φίλο του ότι θα του επιβαλλόταν η ποινή της φυλάκισης διότι ήταν διαιτητής σε αγώνα γυναικών στο Βιετνάμ και ότι προέβη σε εσφαλμένη εκτίμηση μιας γυναίκας. Η Αιτήτρια δήλωσε ότι δεν γνωρίζει περαιτέρω λεπτομέρειες για το ζήτημα του συζύγου της. Ως προς τη νομική διαδικασία εναντίον του συζύγου της δήλωσε ότι δυο μήνες μετά την αποχώρηση τους από τη χώρα καταγωγής, στάλθηκε μια επιστολή στην οικία τους αλλά δεν γνωρίζει το περιεχόμενο της διότι δεν την διάβασε. Δήλωσε ότι δεν γνωρίζει για τη δικαστική διαδικασία που εκκρεμεί από το έτος 2016 εναντίον του συζύγου της. Ως προς τη θρησκεία της, δήλωσε ότι πιστεύει στο Θεό, παρακολουθεί μαθήματα χριστιανισμού, εντούτοις εσωτερικά δεν πιστεύει στον χριστιανισμό. Ερωτηθείσα, εάν αντιμετώπισε οιονδήποτε πρόβλημα από τις αρχές της χώρας της λόγω μη άσκησης του ισλαμισμού απάντησε αρνητικά. Επιπλέον, ερωτηθείσα εάν έχει συλληφθεί ή κρατηθεί για οιονδήποτε λόγο στη χώρα καταγωγής της απάντησε αρνητικά, αλλά την σταμάτησαν για έλεγχο στο τόπο διαμονής της λόγω του κοντού της ενδυμασίας της και δεν φορούσε κατάλληλα το hijab της.

Ο αρμόδιος λειτουργός εντόπισε και εξέτασε συνολικά τρεις (3) ισχυρισμούς. Ο πρώτος ισχυρισμός αφορούσε τα προσωπικά στοιχεία των Αιτητών, την καταγωγή τους και τον τόπο διαμονής τους. Ο δεύτερος ισχυρισμός σχετικά με τις απειλές που δέχθηκε ο Αιτητής από τις ιρανικές αρχές και τη ποινική διαδικασία που ακολούθησε σχετικά με τη διαιτησία που προέβη σε αγώνα muay thai, στον οποίο συμμετείχαν γυναίκες και ισραηλινές αθλήτριες και ο τρίτος ισχυρισμός αφορούσε τον μεταστροφή του Αιτητή στο χριστιανισμό. Στη συνέχεια, ο αρμόδιος λειτουργός απέρριψε τον δεύτερο και τρίτο ισχυρισμό και αποδέχθηκε το προφίλ, τα προσωπικά στοιχεία και τη χώρα καταγωγής των Αιτητών. Κατά την αξιολόγηση κινδύνου ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι με βάση τους ισχυρισμούς που έχουν γίνει δεκτοί δεν υπάρχει εύλογη πιθανότητα να υποστούν οι Αιτητές δίωξη ή σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής τους στη χώρα καταγωγής. Ακολούθως, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι τα παρατεθέντα στοιχεία δεν εμπίπτουν υπό της πρόνοιες του εδαφίου (1) του άρθρου 3 του Περί Προσφύγων Νόμου. Εξετάζοντας τη δυνατότητα να τους χορηγηθεί το καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι στο Ιράν δε λαμβάνει χώρα διεθνής ή εσωτερική ένοπλη σύγκρουση και, συνεπώς, οι Αιτητές δεν εμπίπτουν στις πρόνοιες των εδαφίων (1) και (2) του άρθρου 19 του Περί Προσφύγων Νόμου.

Αναφορικά με τον δεύτερο ισχυρισμό περί απειλών του Αιτητή από τις ιρανικές αρχές και τη ποινική διαδικασία που ακολούθησε σχετικά με τη διαιτησία που προέβη σε αγώνα muay thai, στο οποίο συμμετείχαν γυναίκες και ισραηλινές αθλήτριες, αρχικά, ο αρμόδιος λειτουργός επισήμανε ότι οι δηλώσεις του Αιτητή ως προς τις θέσεις του ως κριτής και διαιτητής κατά τη διάρκεια της εκδήλωσης διεθνών αθλητικών αγώνων στο Βιετνάμ ήταν συνεπείς. Όσον αφορά όμως τον αγώνα, που του προκάλεσε προβλήματα με την ομοσπονδία και την κυβέρνηση δεν ήταν σε θέση να παρέχει πληροφορίες ως προς την ακριβή ημερομηνία διεξαγωγής, τα ονόματα των αθλητριών και την κατηγορία ειδικού βάρους.  Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης επισημάνθηκε στον Αιτητή, ότι σύμφωνα με εξωτερικές πηγές πληροφόρησης, το Ισραήλ δεν συμμετείχε στη διοργάνωση, με τον Αιτητή να μην είναι σε θέση να παρέχει λογική εξήγηση, απαντώντας στον λειτουργό να επικοινωνήσει μαζί τους. Ασυνεπείς ήταν και οι δηλώσεις του ως προς το γεγονός ότι ήταν διαιτητής στο τελικό μεταξύ Ισραήλ – Ταϊλάνδης, ενώ στη συνέχεια και κατά την ανάγνωση της συνέντευξης προέβη σε διόρθωση, ισχυριζόμενος ότι ήταν διαιτητής στον ημιτελικό και ορίστηκε ξανά διαιτητής στο τελικό αγώνα μεταξύ Ταϊλάνδης – Βιετνάμ. Ως προς τις δηλώσεις του αναφορικά με την δικαστική διαδικασία εναντίον του, κρίθηκαν ασυνεπείς. Ο Αιτητής δήλωσε ότι η διαδικασία διήρκησε από το 2016 έως το 2019 και ότι παρέστη σε 4 συνεδριάσεις ενώπιον του Δικαστηρίου, ενώ σύμφωνα με δηλώσεις της Αιτήτριας, συζύγου του Αιτητή,  ισχυρίστηκε ότι δεν έλαβαν επίσημη κλήση Δικαστηρίου πριν την αποχώρηση τους από τη χώρα καταγωγής τους. Περαιτέρω, ενώ αρχικά η Αιτήτρια δήλωσε ότι στάλθηκε, κλήση, στην οικία τους λίγες μέρες αφότου εισήλθαν στη Δημοκρατία, στην συνέχεια δήλωσε ότι στάλθηκε δυο μήνες μετά την είσοδο τους στη Δημοκρατία. Ως προς τη παρουσία του Αιτητή στο Δικαστήριο η Αιτήτρια δεν έδωσε εξήγηση, παρά το γεγονός ότι της επισημάνθηκε η διαφορά στις μεταξύ τους δηλώσεις. Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού, ο αρμόδιος λειτουργός παρέθεσε πληροφορίες για τη διεθνή εκδήλωση αθλητικών αγώνων «5th Asian Beach Games» που συμμετείχε ο Αιτητής και λίστα των κρατών που συμμετείχαν. Αναφορικά με το αντίγραφο δικαστικής απόφασης που προσκόμισε ο Αιτητής, ο αρμόδιος λειτουργός, κατόπιν αξιολόγησης του και λαμβάνοντας υπόψη τις νομικές διατάξεις που καταγράφονται σε αυτό, κατέληξε ότι το έγγραφο που υποβλήθηκε δεν μπορεί να θεωρηθεί ως απόδειξη της γνησιότητας των δηλώσεων του Αιτητή και ως εκ τούτου δεν τεκμηριώθηκε ούτε η εξωτερική αξιοπιστία του.

Σχετικά με τον ισχυρισμό για τη μεταστροφή του Αιτητή στον Χριστιανισμό, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι τα λεγόμενα του Αιτητή παρέμειναν ατεκμηρίωτα. Ειδικότερα, ο Αιτητής δεν κατόρθωσε να αιτιολογήσει με σαφήνεια και επάρκεια τόσο τους λόγους που τον οδήγησαν να ασπαστεί τον Χριστιανισμό, δεν παρείχε λεπτομερή περιγραφή των βασικών χαρακτηριστικών της χριστιανικής πίστης και ούτε ήταν σε θέση να διευκρινίσει πως έμαθε για τον χριστιανισμό. Τέλος, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να παραθέσει τους τρόπους με τους οποίους εκφράζει τα θρησκευτικά του πιστεύω στη Δημοκρατία. Ο Αιτητής δεν έχει βαπτιστεί, εντούτοις δήλωσε ότι εφόσον έχει αποδεχτεί τη χριστιανική θρησκεία, θα ήθελε να ολοκληρώσει τη διαδικασία μάθησης. Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού, ο αρμόδιος λειτουργός παρέθεσε πληροφορίες γενικού περιεχομένου για τον χριστιανισμό στο Ιράν, τις επιπτώσεις μεταστροφής στο χριστιανισμό καθώς και για τις κατ’ οίκον εκκλησίες στο Ιράν, καταλήγοντας, ωστόσο ότι οι δηλώσεις του αιτητή δεν αντικατοπτρίζουν μια προσωπική εμπειρία και λόγω έλλειψης εσωτερικής αξιοπιστίας ο εν λόγω ισχυρισμός απορρίφθηκε.

Έχω εξετάσει με προσοχή τους διοικητικούς φακέλους των Αιτητών και, όπως προκύπτει από τα στοιχεία που βρίσκονται σ΄ αυτούς, ορθά η Υπηρεσία Ασύλου αποφάσισε ότι δεν δύνανται οι Αιτητές να υπαχθούν στις πρόνοιες της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 και του περί Προσφύγων Νόμου για τους λόγους που θα αναλυθούν κατωτέρω. Προτού υπεισέλθω στην συνολική εξέταση της παρούσας υπόθεσης, θεωρώ απαραίτητη την παράθεση του πλαισίου αξιολόγησης μιας αίτησης διεθνούς προστασίας. 

Υπενθυμίζεται συναφώς ότι σύμφωνα με το άρθρο 16 του Περί Προσφύγων Νόμου [Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί], αρχικά, το βάρος απόδειξης το φέρει ο αιτών άσυλο ο οποίος υποχρεούται να υποστηρίξει την αίτηση του με όλα τα έγγραφα και στοιχεία που έχει στην κατοχή του, αλλά και γενικότερα να βοηθήσει την Υπηρεσία Ασύλου με τον καλύτερο τρόπο να διαπιστώσει τα γεγονότα της υπόθεσης του. Ως έχει νομολογηθεί, ο αιτών διεθνούς προστασίας πρέπει να καταβάλει ειλικρινή προσπάθεια να θεμελιώσει την αφήγησή του, ότι δηλαδή υπήρξε θύμα δίωξης στην χώρα καταγωγής του, ώστε να πληροί της προϋποθέσεις υπαγωγής του στο καθεστώς Διεθνούς Προστασίας. (βλ. WILLIAM CRISANTHA MAL FRANCIS KARUNARATHNA ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ κ.α, Υπόθεση Αρ. 1875/2008, 1 Μαρτίου 2010).

Κατά την διαπίστωση των πραγματικών γεγονότων, καθοριστικό ρόλο παίζει η αξιοπιστία ενός αιτούντος άσυλο. Προς τούτο τονίζω ότι ο όρος «αξιοπιστία» δεν ορίζεται από το Κοινό Ευρωπαϊκό Σύστημα Ασύλου. Η χρήση του όρου, από το άρθρο 4 παράγραφος 5 στοιχείο (ε) της οδηγίας 2011/95/EE αναφέρεται στη γενική αξιοπιστία ενός αιτούντος, αλλά αυτό είναι στο πλαίσιο ενός συγκεκριμένου κανόνα που διέπει τη μη επιβεβαίωση πτυχών των δηλώσεων του αιτούντος. Κατά συνέπεια, η αξιολόγηση της αξιοπιστίας αφορά τη διαδικασία έρευνας για το εάν το σύνολο ή μέρος των δηλώσεων του αιτούντος ή άλλα αποδεικτικά στοιχεία που υποβλήθηκαν από αυτόν σχετικά με τους ουσιώδεις ισχυρισμούς (material facts) μπορούν να γίνουν δεκτά προκειμένου να διαπιστωθεί εάν ο αιτητής εμπίπτει στις προϋποθέσεις παραχώρησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας.

Αυτή η αξιολόγηση μπορεί να περιλαμβάνει την επαλήθευση εάν οι δηλώσεις του αιτούντος είναι συνεπείς, επαρκώς λεπτομερείς, εύλογες και συμβατές με τα έγγραφά του, τις πηγές πληροφόρησης και κάθε άλλο αποδεικτικό στοιχείο που αποκτήθηκε. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η αξιολόγηση της αξιοπιστίας δεν σημαίνει ότι σε όλες τις περιπτώσεις ο υπεύθυνος λήψης αποφάσεων θα προβεί σε επαλήθευση και θα καταλήξει με απόλυτη βεβαιότητα αναφορικά με την αλήθεια των δηλώσεων του αιτούντος. Η Ύπατη Αρμοστεία έχει ορίσει την αξιοπιστία ως εξής: «Ο αιτών άσυλο κρίνεται αξιόπιστος, όταν έχει προβάλει ισχυρισμούς που παρουσιάζουν συνοχή και είναι εύλογοι, που δεν είναι αντιφατικοί με τα κοινά τοις πάσι γεγονότα και κατά συνέπεια μπορεί να οδηγήσουν τον υπεύθυνο της συνέντευξης στη δημιουργία πεποίθησης για το βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης που εκφράζει.». Η ως άνω προσέγγιση υιοθετήθηκε και από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην Υπόθεση JK και Others v Sweden, αριθμός αίτησης 59166/12, Παρ. 53.

Στο εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», αναφέρεται στην σελίδα 98, παράγραφος 4.5.3 ότι σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να γίνεται μια αντικειμενική και ισορροπημένη στάθμιση του κατά πόσον οι ισχυρισμοί του αιτητή αντικατοπτρίζουν αυτό που θα ήταν εύλογα αναμενόμενο από κάποιον με τις περιστάσεις του ο οποίος εκφράζει δια τούτων μια αληθινή προσωπική εμπειρία («Σε κάθε περίπτωση, απαιτείται ισορροπημένη και αντικειμενική αξιολόγηση του αν η αφήγηση του αιτούντος αντικατοπτρίζει την αφήγηση που αναμένεται από ένα πρόσωπο στην κατάσταση του αιτούντος το οποίο αφηγείται μια πραγματική προσωπική εμπειρία.»). Περαιτέρω, στην προηγούμενη σελίδα του εγχειριδίου, αναφέρεται ότι είναι γενικά εύλογο να αναμένεται ότι αίτημα θα πρέπει να παρουσιάζεται τεκμηριωμένα και με επαρκείς λεπτομέρειες αλλιώς οι ελλείψεις αυτές στις λεπτομέρειες μπορεί να συνιστούν έλλειψη σχετικών στοιχείων («Η μη επαρκής παροχή λεπτομερειών μπορεί επίσης να ισοδυναμεί με αυτό που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 5 στοιχείο β) της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση) ως έλλειψη «λυσιτελών στοιχείων».

Ακολούθως, κατά την απόφαση του ΔΕΕ, C – 277/11 M. κατά Minister for Justice, Equality and Law Reform, Ιρλανδίας, Attorney General, αποφ. ημερ. 22/11/2012 η αξιολόγηση μιας αίτησης διεθνούς προστασίας πρέπει να πραγματοποιείται σε δύο αυτοτελή στάδια: «Το πρώτο στάδιο αφορά τη διαπίστωση της συνδρομής των πραγματικών περιστατικών που αποδεικνύουν τη βασιμότητα της αιτήσεως, ενώ το δεύτερο στάδιο αφορά τη νομική εκτίμηση των εν λόγω αποδεικτικών στοιχείων, προκειμένου να αποφασισθεί αν πληρούνται, υπό το φως των πραγματικών περιστατικών της συγκεκριμένης υποθέσεως, οι ουσιαστικές προϋποθέσεις που θέτουν τα άρθρα 9 και 10 ή 15 της οδηγίας 2004/83 για την παροχή διεθνούς προστασίας.» Η εξακρίβωση των πραγματικών (ή ουσιωδών) περιστατικών είναι ύψιστης σημασίας για την αξιολόγηση του μελλοντικού κινδύνου που δύναται να αντιμετωπίσει ο εκάστοτε αιτών, εφόσον από αυτά θα προκύψουν γεγονότα που πιθανόν να τεκμηριώνουν παρελθούσα δίωξη ή γεγονότα που στην συνολική αξιολόγηση της αίτησης είναι καθοριστικά για μελλοντική δίωξη.[1]

Έχοντας παραθέσει το νομικό πλαίσιο εξέτασης των αιτήσεων διεθνούς προστασίας, θα προχωρήσω στη συνέχεια σε έλεγχο της νομιμότητας και της ορθότητας της επίδικης απόφασης, δια της πλήρους και ex-nunc εξέτασης των γεγονότων και νομικών ζητημάτων που διέπουν αυτή, ενόψει της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 11(3) α του Περί Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018).

Αξιολόγηση των ισχυρισμών

Όσον αφορά τον αποδεκτό ισχυρισμό περί των προσωπικών στοιχείων, του εν γένει προφίλ και της χώρας καταγωγής των Αιτητών, θα συμφωνήσω με το συμπέρασμα του αρμόδιου λειτουργού και θα υιοθετήσω την κατάληξη των Καθ’ ων η αίτηση.

Σχετικά με τον ισχυρισμό περί φερόμενων απειλών που δέχθηκε ο Αιτητή από τις ιρανικές αρχές και τη ποινική διαδικασία που ακολούθησε, παρατηρώ ότι ο συγκεκριμένος ισχυρισμός παρέμεινε ατεκμηρίωτος. Αρχικά, συμφωνώ, ότι οι δηλώσεις του Αιτητή, ως προς τη συμμετοχή του στους αγώνες «5th Asian Beach Games» στο Βιετνάμ το έτος 2016, ήταν συνεπείς, προσκομίζοντας σχετικά έγγραφα συμμετοχής (βλ. ερυθρά 33-30 Δ.Φ. F19-04481). Όσον αφορά όμως τις λεπτομέρειες του αγώνα, ο οποίος ήταν και ο πυρήνας του αιτήματος του Αιτητή, παρατηρώ ότι οι δηλώσεις του στερούνται συνέπειας και λεπτομερειών. Ασαφείς ήταν οι δηλώσεις του εάν η ισραηλινή αθλήτρια διαγωνίστηκε στον ημιτελικό ή στο τελικό, δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει την κατηγορία όπου ήταν κριτής και διαιτητής καθώς και τα ονόματα των διαγωνιζόμενων. Ως προς τις απειλές που δέχθηκε από τις ιρανικές αρχές δήλωσε ότι ήταν μόνο λεκτικές και ότι από το Υπουργείο Πληροφοριών τον προειδοποίησαν να μην αναφέρει οτιδήποτε στα μέσα ενημέρωσης. Ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να παραθέσει περαιτέρω λεπτομέρειες για τις απειλές και όπως παρατηρώ ουδεμία επίπτωση είχε ως προς την άρνηση του να ακολουθήσει τις οδηγίες της ομοσπονδίας καθότι συνέχισε να αποτελεί μέλος της ομοσπονδίας (ερυθρό 41 Δ.Φ. F19-04481).

Ομοίως, αναφορικά με την δικαστική διαδικασία εναντίον του και τις κατηγορίες που του προσάψαν, ήτοι προσβολή της ισλαμικής θρησκείας και του ανώτατου ηγέτη και πολιτικές δραστηριότητες στο τομέα του αθλητισμού, ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να παράσχει λεπτομέρειες, παρά το γεγονός ότι παρίστατο στις συνεδριάσεις ενώπιον του Δικαστηρίου. Μη ευλογοφανείς κρίνονται οι δηλώσεις του Αιτητή ότι ο δικηγόρος του πληροφορήθηκε ότι  θα καταδικαζόταν σε δυο έτη φυλάκισης και τον συμβούλευσε να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του. Κατά την ακροαματική διαδικασία ημερομηνίας 29/03/2024, δήλωσε ότι είχε προβλήματα με το Υπουργείο Αθλητισμού και ότι ο ίδιος προκάλεσε ζημία στον Υπουργό Αθλητισμού, ονόματι Dr Rashid. Παρατηρώ ότι κατά τη διάρκεια της συνέντευξης του, ο Αιτητής δήλωσε ότι δέχθηκε απειλές από τους κ.κ Shahnazi (Υπουργός Αθλητισμού), Jalalband (προπονητής) και Dr Abedini (υπεύθυνος για ζητήματα εθνικής ασφάλειας). Ως εκ των ανωτέρω, υπάρχει πλήθος στοιχείων που πλήττει σοβαρά την αξιοπιστία των ισχυρισμών του Αιτητή.

Η βασική ιστορία του αιτούντος θα πρέπει να παρουσιάζει συνέπεια καθ’ όλη τη διάρκεια των διαδικασιών, ακόμη και αν ορισμένες πτυχές της αφήγησης ενδέχεται να είναι αβέβαιες ή «κατά κάποιον τρόπο απίθανες», υπό την προϋπόθεση ότι δεν υπονομεύουν τη συνολική αξιοπιστία των ισχυρισμών.[2]. Το ΕΔΔΑ έχει αποφανθεί ότι κατά την αξιολόγηση της γενικής αξιοπιστίας των δηλώσεων δεν είναι δυνατόν να αναμένεται απόλυτη ακρίβεια όσον αφορά τις ημερομηνίες και τα γεγονότα[3]. Ωστόσο, μπορεί να υπάρξει ένα σημείο, ακόμη και λαμβανομένης υπόψη της ανάγκης αναγνώρισης στους αιτούντες του ευεργετήματος της αμφιβολίας κατά την αξιολόγηση των αποδεικτικών στοιχείων τους, στο οποίο οι πληροφορίες που παρουσιάζονται δημιουργούν ισχυρούς λόγους αμφισβήτησης της αλήθειας των ισχυρισμών. Στις περιπτώσεις αυτές ο αιτών πρέπει να παράσχει ικανοποιητική εξήγηση των προβαλλόμενων ανακριβειών.[4] Από τα ενώπιον μου στοιχεία φρονώ ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να παράσχει ικανοποιητική εξήγηση ως προς τις ως άνω αντιφάσεις και ασυνέπειες οι οποίες προκύπτουν από τα λεγόμενα του και ως εκ τούτου ορθώς πλήττεται η εσωτερική αξιοπιστία του εν λόγω ισχυρισμού του λόγω  έλλειψης εσωτερικής συνέπειας, αλλά και έλλειψη επαρκών πληροφορίων. Γενικά είναι εύλογο να αναμένεται η αίτηση διεθνούς προστασίας να είναι τεκμηριωμένη και να περιλαμβάνει επαρκώς λεπτομερείς πληροφορίες, τουλάχιστον όσον αφορά τα πλέον ουσιώδη πραγματικά περιστατικά της αίτησης. Η μη επαρκής παροχή λεπτομερειών ισοδυναμεί με αυτό που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 5 στοιχείο β) της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση) ως έλλειψη «λυσιτελών στοιχείων».

Αναφορικά με την εξωτερική αξιοπιστία του εν λόγω ισχυρισμού του Αιτητή και ως προς το «αντικειμενικό στοιχείο» του φόβου, σημειώνεται ότι ο όρος «βάσιμος φόβος» σημαίνει ότι πρέπει να υπάρχει έγκυρη αντικειμενική βάση για τον φόβο δίωξης του αιτούντος. Ως εκ τούτου είναι αναγκαίο να αξιολογηθούν οι ισχυρισμοί αυτού, όχι με τρόπο αφηρημένο, αλλά σε συσχετισμό με το όλο πλαίσιο της κατάστασης στην χώρα καταγωγής του. Το συγκεκριμένο στοιχείο του ορισμού του πρόσφυγα αφορά τον κίνδυνο ή την πιθανότητα να υποστεί δίωξη. Ο φόβος θεωρείται βάσιμος, εάν διαπιστώνεται ότι υπάρχει «εύλογη» πιθανότητα να υλοποιηθεί στο μέλλον. Για τη διαπίστωση αυτή, είναι απαραίτητο να αξιολογούνται οι δηλώσεις του αιτούντος υπό το πρίσμα όλων των σχετικών περιστάσεων της υπόθεσης [άρθρο 4 παράγραφος 3 της ΟΕΑΑ (οδηγία 2013/32/ΕΕ αναδιατύπωση)] και να ελέγχονται οι περιστάσεις που επικρατούν στη χώρα καταγωγής του, καθώς και η συμπεριφορά των υπευθύνων δίωξης. Επομένως, η διαπίστωση του βάσιμου φόβου συνδέεται στενά με το καθήκον της αξιολόγησης των αποδεικτικών στοιχείων και της αξιοπιστίας που διέπεται πρωτίστως από το άρθρο 4 της ΟΕΑΑ (οδηγία 2013/32/ΕΕ αναδιατύπωση). 

Το Δικαστήριο προέβη σε έρευνα σε πληροφορίες από τη χώρα καταγωγής των Αιτητών, λαμβανομένου ότι το παρόν δικαστήριο έχει πρόσβαση σε ακριβείς και επικαιροποιημένες πληροφορίες από διάφορες πηγές σχετικά με τη γενική κατάσταση που επικρατεί στις χώρες καταγωγής και διέλευσης κατά τον χρόνο λήψης της απόφασής του [βλ. άρθρο 10 παράγραφος 4 της Οδηγία 2013/32/ΕΕ (αναδιατύπωση)], σε συνάρτηση βέβαια με το άρθρο 4 της 2011/95/ΕΕ της οδηγίας (αναδιατύπωση) και άρθρο 46 της οδηγίας 2013/32/ΕΕ (αναδιατύπωση), όπου απαιτείται να υπάρχει «πλήρης και ex nunc εξέταση τόσο των γεγονότων όσο και νομικά σημεία» με τα ακόλουθα ευρήματα:

Αναφορικά με την διεξαγωγή των αγώνων «5th Asian Beach Games» στο Βιετνάμ το έτος 2016, επιβεβαιώνεται η διεξαγωγή τους την χρονική περίοδο μεταξύ 24/09/2016 έως 3/10/2016, και συγκεκριμένα οι αγώνες Muay thai διεξήχθησαν μεταξύ 19/09/2016-26/09/2016. Περαιτέρω, από τα ευρήματα του Δικαστηρίου, επιβεβαιώνεται το εύρημα των καθ’ ων η αίτηση περί μη συμπερίληψης του Ισραήλ στις συμμετέχουσες ομάδες.[5] Δεν ανευρέθηκαν ωστόσο πληροφορίες για τους διαιτητές και κριτές που έλαβαν μέρος στην διοργάνωση. Από τα ενώπιον μου στοιχεία θα συμφωνήσω με τα ευρήματα των Καθ’ων καθότι πλήττεται φρονώ η εξωτερική αξιοπιστία του εν λόγω ισχυρισμού του Αιτητή.

Τονίζεται ότι η εξωτερική συνέπεια αφορά τη συνέπεια μεταξύ της αφήγησης του αιτούντος (όπως διαμορφώνεται στην προσωπική συνέντευξη και/ή σε άλλες δηλώσεις) και ευρέως γνωστών πληροφοριών, άλλων αποδεικτικών στοιχείων, όπως αποδείξεις που παρέχει η οικογένεια ή άλλοι μάρτυρες, ιατρικών αποδεικτικών στοιχείων και αποδεικτικών εγγράφων που αφορούν ζητήματα σχετικά με την αίτηση, πληροφορίες για την χώρα καταγωγής  και κάθε άλλου συναφούς αποδεικτικού στοιχείου που συνδέεται με τη χώρα[6]. Η σημασία της εξέτασης της συνέπειας των δηλώσεων του αιτούντος με τέτοιου είδους αποδεικτικά στοιχεία προκύπτει ρητά από την προσθήκη στο άρθρο 4 παράγραφος 5 στοιχείο γ) της ΟΑΕΕ (αναδιατύπωση) της απαίτησης «οι δηλώσεις του αιτούντος [...] [να μην] έρχονται σε αντίθεση με διαθέσιμα ειδικά και γενικά στοιχεία [...]» Συνεπώς, οι δηλώσεις του αιτούντος δεν θα πρέπει να είναι ασυνεπείς με εξωτερικά αποδεικτικά στοιχεία. Όπως αναφέρθηκε εξάλλου στην υπόθεση Court of Appeal (Εφετείο) (Αγγλία και Ουαλία, Ηνωμένο Βασίλειο), απόφαση της 26ης Ιουλίου 2006, Y κατά Secretary of State for the Home Department «Οι δηλώσεις του αιτούντος θα πρέπει να είναι συνεπείς με ευρέως γνωστές πληροφορίες. Εάν η αφήγηση του αιτούντος έρχεται σε αντίθεση με γνωστά γεγονότα όσον αφορά πτυχές όπως ημερομηνίες, τοποθεσίες, τη δυνατότητα πραγματοποίησης συγκεκριμένων μετακινήσεων ή ακόμη και επιστημονικά ή βιολογικά στοιχεία, αυτό ενδέχεται να εγείρει σοβαρές ανησυχίες ως προς την αξιοπιστία της»[7]

Η αξιολόγηση του κινδύνου αναπόφευκτα περιλαμβάνει την εξέταση  των ισχυρισμών του αιτούντος σε σχέση με τις συνθήκες που επικρατούν στη χώρα καταγωγής. Η συνέπεια των δηλώσεων του αιτούντος με τις πληροφορίες από τη χώρα καταγωγής του Αιτητή αποτελεί επομένως σημαντικό παράγοντα κατά τη λήψη απόφασης σχετικά με το αν ο αιτών έχει τεκμηριώσει την αίτησή του[8]. Στην παρούσα περίπτωση του Αιτητή, λαμβανομένου ότι επρόκειτο για ένα ευρέως διαδεδομένο και καταγραμμένο περιστατικό, φρονώ ότι ο Αιτητής έπρεπε να είναι σε θέση να προσδιορίσει τις ειδικές περιστάσεις οι οποίες να προσδίδουν αξιοπιστία στην αφήγησή του, ακόμη και αν οι περιστάσεις αυτές δεν συνάδουν με τις γενικές πληροφορίες από τη χώρα καταγωγής του. Από τα ενώπιον μου δεδομένα, ο Αιτητής δεν κατάφερε να προσδιορίσει τα εν λόγω στοιχεία και ως εκ τούτου φρονώ ότι πλήττεται και η εξωτερική αξιοπιστία του εν λόγω ισχυρισμού. Ο Αιτητής έχει παρουσιάσει προδήλως ασυνεπείς και αντιφατικές πληροφορίες οι οποίες έρχονται σε αντίθεση με επαρκώς τεκμηριωμένες πληροφορίες για τη χώρα καταγωγής, καθιστώντας έτσι σαφώς μη πειστική τη δήλωσή του ως προς το εάν πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τον χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας. Ούτε και ενώπιον μου, λαμβανομένου του ελέγχου που ασκεί το παρόν δικαστήριο, ήταν σε θέση να δώσει επαρκείς εξηγήσεις ως προς τις ως άνω ασυνέπειες οι οποίες προκύπτουν τόσο από την έρευνα των Καθ’ων αλλά και του παρόντος δικαστηρίου αναφορικά με το εν λόγω περιστατικό, ήτοι τους αγώνες, ενώ παρασχέθηκε στον Αιτητή, στο πλαίσιο της προσωπικής συνέντευξης αλλά και επί της παρούσας διαδικασίας, η ευκαιρία να παραθέσει τις απαραίτητες λεπτομέρειες και να παράσχει «εξηγήσεις σχετικά με στοιχεία τα οποία ενδεχομένως λείπουν και/ή σχετικά με τυχόν ασυνέπειες ή αντιφάσεις», εφόσον οι εν λόγω ελλείψεις ή ασυνέπειες έχουν καταστεί προφανείς [άρθρο 16 της ΟΔΑ (αναδιατύπωση)]. Στο πλαίσιο αυτό, υπενθυμίζω την απόφαση του ΕΔΔΑ στην υπόθεση JK και λοιποί κατά Σουηδίας, όπου επισημαίνεται ότι «συχνά χρειάζεται να τους παρέχεται το ευεργέτημα της αμφιβολίας κατά την αξιολόγηση της αξιοπιστίας των δηλώσεών τους και των εγγράφων που υποβάλλουν προς υποστήριξή τους. Όμως, όταν παρουσιάζονται πληροφορίες που δημιουργούν ισχυρούς λόγους αμφισβήτησης της αλήθειας των ισχυρισμών ενός αιτούντος άσυλο, ο ενδιαφερόμενος πρέπει να παράσχει ικανοποιητική εξήγηση των προβαλλόμενων ανακριβειών των ισχυρισμών του».[9]

Όσον αφορά τις απειλές εναντίον Ιρανών αθλητών για συμμετοχή τους σε αγώνες εναντίον Ισραηλινών, επιβεβαιώνεται ότι υπάρχει ένας άγραφος κανόνας που απαγορεύει στους Ιρανούς αθλητές να αγωνίζονται εναντίον Ισραηλινών και όταν έρθουν αντιμέτωποι με έναν Ισραηλινό αντίπαλο, προσποιούνται τραυματισμό ή χάνουν σκόπιμα νωρίτερα σε έναν αγώνα για να τους αποφύγουν.[10] Περίπου 30 Ιρανοί αθλητές τα τελευταία χρόνια έχουν αποστατήσει από τις ιρανικές εθνικές ομάδες και έχουν ζητήσει άσυλο σε άλλες χώρες, λόγω των υποτιθέμενων απειλών και διαφθοράς στις αθλητικές ομοσπονδίες, καθώς και της πολιτικής του Ιράν να μην επιτρέπει στους αθλητές να αγωνίζονται εναντίον του Ισραήλ.[11]

Επιπλέον, παρατηρείται από τον Σεπτέμβριο του 2022, μετά το θάνατο της Mahsa Amini, στοχοποίηση μεταξύ άλλων και των αθλητών για την υποστήριξή τους στο κίνημα «Γυναίκα, Ζωή, Ελευθερία», με τις δυνάμεις ασφαλείας να συλλαμβάνουν και να κρατούν αυθαίρετα διαδηλωτές.[12] Σε άρθρο του Center for Human Rights in Iran, παρατίθεται κατάλογος αθλητών, οι οποίοι δολοφονήθηκαν ή υποβλήθηκαν σε σοβαρές διώξεις από τις αρχές λόγω της συμμετοχής τους στις διαδηλώσεις.[13]

Παρόλο που πληροφορίες από την χώρα καταγωγής υποστηρίζουν τις απειλές εναντίον Ιρανών αθλητών για συμμετοχή τους σε αγώνες εναντίον Ισραηλινών, συντάσσομαι με την κατάληξη των Καθ’ ων η αίτηση ως προς την απουσία εσωτερικής και εξωτερικής αξιοπιστίας στα λεγόμενα του Αιτητή. Κρίνω ότι ο αρμόδιος λειτουργός προέβη σε ορθές επισημάνσεις αναφορικά με τις επιμέρους πτυχές του ισχυρισμού, ο οποίος ορθώς φρονώ κατέληξε ότι δεν είναι συνεπείς με τις συναφείς πληροφορίες από την χώρα καταγωγής του Αιτητή.

Αναφορικά με το φωτοαντίγραφο δικαστικής απόφασης (βλ. ερυθρό 69 Δ.Φ F19-04481), το οποίο προσκόμισε ο Αιτητής, φέρει ημερομηνία την 29η.05.2019 και ως αναγράφεται ο Αιτητής καταδικάστηκε σε 24 μήνες φυλάκιση, 74 μαστιγώματα και χρηματικό ποσό. Μετά από έρευνα του Δικαστηρίου σύμφωνα με τα Άρθρα 374 και 375 Ιρανικού Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, η απόφαση ποινικού δικαστηρίου πρέπει: - να είναι καλά αιτιολογημένη και να αναφέρεται ρητά στα σχετικά άρθρα νόμου - να αναφέρεται το είδος της κρίσης (παρουσία ή ερήμην) - να αναφέρονται πιθανές επιλογές και περίοδοι επανάληψης δίκης και έφεσης. Σύμφωνα με το Άρθρο 378 του ως άνω κώδικα, οι δικαστικές αποφάσεις πρέπει να περιέχουν περαιτέρω τις ακόλουθες πληροφορίες: (α) τον αριθμός υπόθεσης, (β) τον αριθμό της απόφασης του δικαστηρίου, (γ) Ημερομηνία έκδοσης, (δ) τα στοιχεία του δικαστηρίου και του δικαστή, (ε) τα στοιχεία των εμπλεκομένων και των δικηγόρων τους -το ιστορικό της υπόθεσης, (στ) το πλήρες κείμενο της απόφασης, (ζ) την υπογραφή του δικαστή και τη σφραγίδα του δικαστηρίου. Στην πράξη, οι αποφάσεις δεν είναι πάντα σύμφωνες με όλες αυτές τις νομικές διατάξεις. Ωστόσο, συνήθως περιέχουν τουλάχιστον μια σύντομη επιχειρηματολογία με βάση τα σχετικά άρθρα νόμου και εμφανίζουν τα τυπικά στοιχεία.[14]

Σύμφωνα με τον οδηγό της EASO «Δικαστική ανάλυση- αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του Κοινού Ευρωπαϊκού Συστήματος Ασύλου» ημερομηνίας 1 Φεβρουαρίου 2018[15], τα βασικά κριτήρια για την αξιολόγηση των αποδεικτικών εγγράφων είναι η συνάφεια,  η ύπαρξη, ο τύπος, το περιεχόμενο, η φύση και ο συντάκτης. Περαιτέρω καθίσταται σαφές  από τον ως άνω οδηγό ότι τα έγγραφα πρέπει να εξετάζονται στο πλαίσιο του συνόλου των αποδεικτικών στοιχείων, ιδίως όταν εξετάζεται η συνέπεια των αποδεικτικών στοιχείων που επικαλείται ο αιτών.

Εν προκειμένω, σύμφωνα με τις δηλώσεις του Αιτητή, η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου διήρκησε 3 έτη και η απόφαση αποτελεί τελική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, εναντίον της οποίας δεν μπορεί να ασκηθεί έφεση (βλ. ερυθρό 39 Δ.Φ. F19-04481).  Ο Αιτητής προσκόμισε φωτοαντίγραφο της απόφασης. Με βάσει τις ανωτέρω πληροφορίες για τα δικαστικά έγγραφα στο Ιράν, από το εν λόγω έγγραφο απουσιάζουν ο αριθμός υπόθεσης, το ιστορικό της υπόθεσης, ενώ φαίνεται μια δυσανάγνωστη σφραγίδα του δικαστηρίου. Αναφορικά με τα στοιχεία του δικαστηρίου φαίνεται ότι αποτελεί απόφαση του Δικαστηρίου Κaraj, Alborz, Branch 2, και όχι απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Supreme Court), ως αναφέρει ο Αιτητής. Στο κείμενο της απόφασης παρατηρώ, ωστόσο ότι αποτελεί τελική απόφαση και στην οποία ρητά καταγράφεται ότι δεν μπορεί να ασκηθεί έφεση και σύμφωνα με το περιεχόμενο της ο Αιτητής καταδικάστηκε σύμφωνα με τα άρθρα 609 και 698 του Ποινικού κώδικα για προσβολή των αρχών. Οι καθ’ ων η αίτηση, κατόπιν έρευνας των σχετικών άρθρων διαπίστωσαν ότι τα όσα ανέφερε ο Αιτητής κατά τη διάρκεια της συνέντευξης του δεν εμπίπτουν στις κατηγορίες του άρθρο 698 και ότι αφορούν αποκλειστικά το άρθρο 609, όπου η ποινή φυλάκισης που προβλέπεται είναι μέχρι 6 μήνες, διαπιστώσεις τις οποίες αποδέχεται το παρόν Δικαστήριο. Περαιτέρω, προκύπτει από το έγγραφο ότι η εν λόγω απόφαση ημερομηνίας 29/05/2019, εκδόθηκε κατόπιν υποβολής ένστασης ημερομηνίας 2/10/2018. Επομένως, κατά τη κρίση του παρόντος Δικαστηρίου φαίνεται να έχει προηγηθεί προγενέστερη απόφαση για την οποία ο Αιτητής υπέβαλε ένσταση και για την οποία δεν έγινε οποιαδήποτε αναφορά. Τα δεδομένα που παρουσιάζονται ενώπιον μου, ήτοι, το σύνολο των δηλώσεων του Αιτητή, τα ελλιπή στοιχεία επί του εγγράφου, τη μη εξακρίβωση των αδικημάτων που ισχυρίζεται ότι διέπραξε ο Αιτητής, δεν συνηγορούν υπέρ της γνησιότητας του συγκεκριμένου εγγράφου, και κατά συνέπεια πλήττουν ανεπανόρθωτα την αξιοπιστία του Αιτητή και κατ΄ επέκταση τον πυρήνα του αιτήματος και την κατ' ισχυρισμό φερόμενη δίωξη του. Σε κάθε περίπτωση το βάρος  απόδειξης δεν είναι υψηλό, είναι ωστόσο υποχρέωση του αιτούντος να αποδείξει την προέλευση  και αξιοπιστία των εγγράφων, εάν δεν το πράξει, ο υπεύθυνος λήψης αποφάσεων έχει τη διακριτική ευχέρεια να τα απορρίψει[16].

Σημειώνεται ότι τα έγγραφα υποβάλλονται στον ίδιο βαθμό ελέγχου που υποβάλλονται και οι δηλώσεις του αιτούντος ως εκ τούτου δεν ισχύουν μόνο για τις δηλώσεις, γραπτές ή προφορικές, αλλά και για όλα τα έγγραφα που υποβάλλονται προς στήριξη της αίτησης[17]. Τα έγγραφα δεν πρέπει να αξιολογούνται χωριστά, αλλά με βάση το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων. Από τα ενώπιον μου στοιχεία, τόσο επί της παρούσας διαδικασίας αλλά και επί των όσων ο ίδιος ο Αιτητής ανέφερε στην συνέντευξη του, είχε την δυνατότητα να δώσει εξηγήσεις  ή να σχολιάσει τις σχετικές ανησυχίες χωρίς ωστόσο να το πράξει. Ούτε και στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας ο Αιτητής προσέφερε περισσότερες λεπτομέρειες επί του εν λόγω εγγράφου προς απόδειξη των ισχυρισμών του.  Λαμβανομένου υπόψιν του ελέγχου που ασκεί το παρόν δικαστήριο να εξετάσει την παρούσα υπόθεση επί της ουσίας, θα μπορούσε να δώσει ικανοποιητικές απαντήσεις στα ως άνω σημεία αναξιοπιστίας, έστω και χωρίς να προσκομίσει τυπικά αποδεικτικά στοιχεία. (Βλ. επίσης νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, αποφάσεις αρ. 1093/2008, 817/2009 και 459/2010).

Σχετικά με τον ισχυρισμό για τη μεταστροφή του Αιτητή από το Ισλάμ στον Χριστιανισμό παρατηρώ ότι ο συγκεκριμένος ισχυρισμός δεν κατέστη δυνατό να τεκμηριωθεί κατά τη διάρκεια της προσωπικής συνέντευξης του Αιτητή. Αρχικά, ο αρμόδιος λειτουργός έθεσε πληθώρα ερωτήσεων αναφορικά με την απόφασή του Αιτητή να ασπαστεί τον χριστιανισμό. Ερωτηθείς τι τον παρακίνησε να ασπαστεί τον χριστιανισμό δήλωσε γενικά την ισότητα των δικαιωμάτων μεταξύ ανδρών και γυναικών, χωρίς να αναφερθεί σε συγκεκριμένα γεγονότα ή προσωπικές του εμπειρίες. Ο Αιτητής δήλωσε ότι είναι χριστιανός και γι’ αυτό επιθυμεί να συνεχίσει τα μαθήματα που παρακολουθούσε, τα οποία όμως  διέκοψε λόγω της γλώσσας. Παράλληλα, ισχυρίστηκε ότι δεν πηγαίνει στην εκκλησία λόγω της γλώσσας (ερυθρό 37-6χ,8χ Δ.Φ. F19-04481). Ο Αιτητής δήλωσε ότι ξεκίνησε τα μαθήματα 2,5 έτη πριν τη διεξαγωγή της συνέντευξης (Νοέμβριος 2021) αλλά άρχισε να ακολουθεί και να ασκεί τη θρησκεία ένα έτος πριν τη διεξαγωγή της συνέντευξης.

Αναφορικά με τις δηλώσεις της Αιτήτριας, ως προς τη μεταστροφή, παρατηρώ ότι, κατά τη διάρκεια της συνέντευξης της ισχυρίστηκε ότι δεν ακολουθεί οιανδήποτε θρησκεία αλλά πιστεύει στο Θεό (ερυθρό 41-2χ Δ.Φ. F19-04479). Ωστόσο, κατόπιν διευκρινιστικών ερωτήσεων από τον αρμόδιο λειτουργό ισχυρίστηκε ότι παρακολουθεί μαθήματα χριστιανισμού, αλλά δεν πιστεύει στο χριστιανισμό. Ως εκ τούτου ο ισχυρισμός παρέμεινε ατεκμηρίωτος.

Κατά την ακροαματική διαδικασία, ημερομηνίας 29/03/2024, τέθηκε πληθώρα ερωτήσεων στους Αιτητές αναφορικά με τον ισχυρισμό περί μεταστροφής τους, χωρίς ωστόσο να παρέχουν λεπτομερή περιγραφή των κυρίων χαρακτηριστικών της Χριστιανικής πίστης και των εσωτερικών κινήτρων που τους οδήγησαν σε μια τόσο ουσιώδη αλλαγή. Αρχικά, παρατηρώ, ότι ερωτηθείς ο Αιτητής από το Δικαστήριο να δηλώσει τι σημαίνει για τον ίδιο η μεταστροφή του στο Χριστιανισμό, απάντησε ότι υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας για την υπόθεση του για τον αθλητισμό και όχι για τον χριστιανισμό. Ο Αιτητής δήλωσε γενικόλογα ότι η θρησκεία είναι «μέσα στην καρδιά μας» και «δίνεις και παίρνεις αγάπη». Δήλωσε ότι έχουν βαπτιστεί πριν από δυο έτη, χωρίς να προσκομίσει πιστοποιητικό βάπτισης ούτε και την ακριβή ημερομηνία της βάπτισης τους. Γενικόλογες και αόριστες ήταν οι απαντήσεις του αναφορικά με τα μαθήματα που παρακολουθούσε συνολικά για 4 έτη, ενώ δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει τις βασικές αρχές της ορθοδοξίας καθώς και τι τον ώθησε να ασπαστεί τον χριστιανισμό. Η Αιτήτρια επανέλαβε ότι βαπτίστηκαν πριν από δυο έτη, χωρίς να αναφέρει ακριβή ημερομηνία ούτε η ίδια προσκόμισε πιστοποιητικό βάπτισης προς επιβεβαίωση της τελετής. Το ίδιο γενικόλογες και αόριστες ήταν οι δηλώσεις της Αιτήτριας, χωρίς να είναι σε θέση να προσδιορίσει για ποιο λόγο επέλεξε την ορθοδοξία, υποστηρίζοντας ότι είχε πολύ κακές αναμνήσεις από το Ισλάμ. Ερωτηθείσα να αιτιολογήσει την απόφαση της να ασπαστεί τον χριστιανισμό ανέφερε γενικόλογα ότι «το σημαντικό  για εμάς είναι ότι ο θεός μας αγαπάει» και ότι το ισλάμ «δεν το έχει αυτό». Αναμένεται από τους Αιτητές να είναι σε θέση να επιδείξουν εξοικείωση με τα βασικά στοιχεία της νέας τους θρησκείας και δεν αρκεί να έχει απλώς προσηλυτιστεί. Οι Αιτητές ερωτήθηκαν τι θα τους συμβεί σε περίπτωση επιστροφής τους στη χώρα καταγωγής του, με τον Αιτητή να δηλώνει ότι λόγω θρησκείας αλλά και του προβλήματος που έχει ως αθλητής θα αποκεφαλιστεί, ενώ η Αιτήτρια δήλωσε ότι θα την συλλάβουν.

Βασικό ερώτημα σε αιτήματα ασύλου που αφορούν δίωξη στη βάση των θρησκευτικών πιστεύω είναι το εάν οι αντίστοιχες πρακτικές πίστης στη χώρα προέλευσης απεικονίζουν αξιόπιστα την ειλικρίνεια τις πεποίθησης του αιτητή για μεταστροφή του στον Χριστιανισμό. Επιπλέον σε αιτήματα ασύλου που αφορούν την θρησκεία ως λόγος φόβου δίωξης πρέπει να διερευνηθούν ζητήματα όπως η προσωπικότητα και οι προσωπικές εμπειρίες του αιτούντα άσυλο, οι θρησκευτικές του πεποιθήσεις, η ταυτότητα και / ή ο τρόπος ζωής του καθώς και η σημασία που τους αποδίδει, οι συνέπειες των περιορισμών τους, η φύση του ρόλου του και οι δραστηριότητές του στους κόλπους της θρησκείας, εάν οι θρησκευτικές του δραστηριότητες υπέπεσαν ή μπορεί να υποπέσουν στην αντίληψη του διώκτη και εάν μπορεί να οδηγήσουν σε αποτέλεσμα που ισοδυναμεί με δίωξη.[18]

Συνολικά παρατηρώ ότι, τόσο κατά τη διαδικασία των προσωπικών συνεντεύξεων των Αιτητών όσο και κατά την ακροαματική διαδικασία, οι Αιτητές δεν κατάφεραν να τεκμηριώσουν ούτε την αμφισβήτηση και απομάκρυνσή τους από το Ισλάμ ούτε και την υιοθέτηση του Ορθόδοξου Χριστιανικού δόγματος. Παρά την πληθώρα ερωτήσεων που τους τέθηκαν, και οι οποίες κάλυπταν τις προσωπικές σκέψεις και απόψεις τους σχετικά με το Ισλάμ και τον Χριστιανισμό, την εσωτερική διεργασία που τους οδήγησε σε αλλαγή θρησκεύματος, αλλά και τις γνώσεις τους πάνω στη φερόμενη νέα θρησκεία τους και στον τρόπο με τον οποίον την εκδηλώνουν στη Δημοκρατία, κρίνω ότι οι απαντήσεις που έδωσαν οι Αιτητές ήταν στο σύνολό τους αόριστες, ασαφείς και ατεκμηρίωτες. Σε πολλά σημεία οι Αιτητές δεν έδιναν ευθεία απάντηση στις ερωτήσεις, ενώ η πλειοψηφία των απαντήσεών τους ήταν γενικού περιεχομένου, με πλήρη απουσία του βιωματικού και προσωπικού στοιχείου.

Σε έρευνα του Δικαστηρίου σχετικά με τη μεταχείριση των Χριστιανών από τις αρχές του Ιράν ανευρέθηκε ότι οι Χριστιανοί είναι μία από τις τρείς αναγνωρισμένες θρησκευτικές μειονότητές μαζί με τους Ζωροαστριστές, και τους Εβραίους, στους οποίους σύμφωνα με Άρθρο 13 του Συντάγματος αναγνωρίζεται το δικαίωμα τους στην θρησκευτική λατρεία.[19]

Ο νόμος απαγορεύει στους μουσουλμάνους να αλλάξουν ή να απαρνηθούν τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις. Οι μόνες αναγνωρισμένες μεταστροφές είναι από άλλες θρησκείες στο Ισλάμ. Η Σαρία, όπως ερμηνεύεται από την κυβέρνηση, θεωρεί τη μεταστροφή από το Ισλάμ ως αποστασία, ένα έγκλημα που τιμωρείται με θάνατο. Σύμφωνα με το νόμο, ένα παιδί που γεννιέται από μουσουλμάνο πατέρα είναι μουσουλμάνος. Η μόνη γνωστή εκτέλεση Ιρανού χριστιανού με την κατηγορία της αποστασίας σημειώθηκε το 1990.[20]

Οι χριστιανοί αποστάτες αποτελούν αριθμητικά τη μεγαλύτερη χριστιανική κοινότητα στο Ιράν, αλλά δεν αναγνωρίζονται από το κράτος και συχνά στοχοποιούνται και διώκονται από τις αρχές. Αδυνατούν να πηγαίνουν σε υπάρχουσες εκκλησίες και συγκεντρώνονται είτε σε «κατ' οίκον εκκλησίες», για προσευχή, λατρεία και μελέτη της Βίβλου, ή αναγκάζονται να παραμένουν απομονωμένοι και αποσυνδεδεμένοι από άλλους χριστιανούς.[21] Σύμφωνα με άλλη πηγή, γίνονται αναφορές για επιδρομές από τις αρχές σε κατ΄οίκον εκκλησίες και υποβάλουν τους χριστιανούς προσήλυτους σε αυθαίρετες συλλήψεις και τιμωρίες όπως φυλάκιση και εσωτερική «εξορία».[22]

Αναφορικά με τη μεταχείριση από τις αρχές του Ιράν των πολιτών της χώρας που επιστρέφουν, σύμφωνα με έκθεση του Department of Foreign Affairs and Trade(DFAT)  «οι επαναπατριζόμενοι που δεν είχαν προφίλ στο παρελθόν (για παράδειγμα μέσω πολιτικού ακτιβισμού στη χώρα), είναι απίθανο να πέσουν στην αντίληψη των αρχών εάν διατηρήσουν χαμηλό προφίλ και ότι αυτό δεν επηρεάζεται από τις αναρτήσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης σχετικά με τη μεταστροφή τους που μπορεί να έκαναν ενώ ήταν σε δυτική χώρα», καταγράφοντας στη συνέχεια ότι «οι αρχές δίνουν ελάχιστη προσοχή στους αποτυχημένους αιτούντες άσυλο κατά την επιστροφή τους στο Ιράν», ενώ οι αρχές παρακολουθούν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης Ιρανών με δημόσιο προφίλ που βρίσκονται στο εξωτερικό.[23]

Σε κάθε περίπτωση όμως, και παρ' όλο που με βάση τις πληροφορίες που ανευρέθηκαν από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης και οι οποίες επιβεβαιώνουν τη δίωξη που υφίστανται οι Χριστιανοί στο Ιράν, οι ισχυρισμοί των Αιτητών ως προς τη μεταστροφή τους στον Χριστιανισμό κρίθηκαν, ορθώς, ως μη αξιόπιστοι εσωτερικά.

Σύμφωνα με τη απόφαση του ΔΕΕ στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-71/11 και C-99/11 Βundesrepublik Deutschland v. Y (C-71/2011), Z (C-99/2011) and C C-99/11, ημερ. 05/09/2012, στις πράξεις που ενδέχεται να συνιστούν σοβαρή παραβίαση της θρησκευτικής ελευθερίας κατά την έννοια του άρθρου 9 παράγραφος 1 στοιχείο α) της Οδηγίας, περιλαμβάνονται όχι μόνο οι σοβαρές πράξεις που θίγουν την ελευθερία του αιτητή να ομολογεί την πίστη του εμπράκτως στη σφαίρα της ιδιωτικής ζωής του αλλά και να την βιώνει δημοσίως.

Κατά συνέπεια, οι πράξεις που μπορεί να θεωρηθούν ότι συνιστούν δίωξη, δεν πρέπει να προσδιορίζονται,  βάσει του στοιχείου της θρησκευτικής ελευθερίας το οποίο θίγεται αλλά βάσει της φύσεως του επιβαλλόμενου στον ενδιαφερόμενο κολασμού και των συνεπειών του. Η σοβαρότητα των μέτρων και των κυρώσεων που ελήφθησαν ή μπορούν να ληφθούν σε βάρος του ενδιαφερομένου θα είναι καθοριστική για το αν συνιστά δίωξη τυχόν προσβολή του δικαιώματος της θρησκευτικής ελευθερίας. Σύμφωνα με την απόφαση του, το ΔΕΕ κατέληξε ότι η πράξη διώξεως μπορεί να οφείλεται σε προσβολή της εξωτερικεύσεως της εν λόγω ελευθερίας και για να εκτιμηθεί αν προσβολή του δικαιώματος της ελευθερίας του θρησκεύματος, μπορεί να συνιστά «πράξη διώξεως», οι αρμόδιες αρχές πρέπει να εξακριβώσουν, υπό το φως της προσωπικής καταστάσεως του ενδιαφερομένου, αν αυτός, λόγω της ασκήσεως της εν λόγω ελευθερίας στη χώρα καταγωγής του, διατρέχει πραγματικό κίνδυνο, μεταξύ άλλων, να διωχθεί ή να υποβληθεί σε μεταχείριση ή ποινές απάνθρωπες ή εξευτελιστικές.

Λαμβάνοντας υπόψη τα όσα αναφέρω ως άνω, το Δικαστήριο κρίνει τους Αιτητές εσωτερικά αναξιόπιστους τόσο αναφορικά  με την εσωτερική μεταστροφή τους στον χριστιανισμό αλλά και αναφορικά με τον φόβο δίωξης και συγκεκριμένα από τις ιρανικές αρχές λόγω της μεταστροφής τους στον χριστιανισμό καθότι  δεν ήταν σε θέση να εξηγήσουν αντικειμενικά και με σαφήνεια και υπό το φως της προσωπικής καταστάσεως τους, ότι αυτοί, λόγω της ασκήσεως της εν λόγω ελευθερίας στη χώρα καταγωγής τους, διατρέχουν πραγματικό κίνδυνο, μεταξύ άλλων, να διωχθούν ή να υποβληθούν σε μεταχείριση ή ποινές απάνθρωπες ή εξευτελιστικές. Επιπλέον το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν αποδεικνύεται ότι ο φόβος διώξεως των αιτητών είναι βάσιμος, ούτως ώστε να είναι εύλογο να εικάζεται ότι, κατά την επιστροφή τους στη χώρα καταγωγής τους, οι αιτητές θα θρησκεύουν εμπράκτως, με αποτέλεσμα να εκτεθούν σε πραγματικό κίνδυνο διώξεώς του.

Συμπληρωτική Προστασία

Ούτε επίσης τεκμηριώνεται, επικουρικώς, η υπαγωγή τους στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας (άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου), καθώς οι Αιτητές δεν τεκμηριώνουν αλλά και από τα ενώπιον μου στοιχεία δεν προκύπτει ότι εάν επιστρέψουν στη χώρα ιθαγένειάς τους, θα αντιμετωπίσουν πραγματικό κίνδυνο να υποστούν σοβαρή βλάβη.

Ειδικότερα, στην προκείμενη περίπτωση από το προαναφερόμενο ιστορικό των Αιτητών δεν προκύπτει, ότι ενόψει των προσωπικών τους περιστάσεων, πιθανολογείται να εκτεθούν σε κίνδυνο βλάβης συγκεκριμένης μορφής [βλ. απόφαση της 17.2.2009, C-465/07, ECLI:EU:C:2009:94, Elgafaji, σκέψη 32)] ότι διατρέχουν κίνδυνο σοβαρής βλάβης, λόγω θανατικής καταδίκης ή εκτέλεσης, βασανιστηρίων, απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας σε περίπτωση επιστροφής τους στη χώρα καταγωγής τους [βλ άρθρο 19(2)(α) και (β)].

Ως προς την κατάσταση ασφαλείας της χώρας, σύμφωνα με την εξωτερική πηγή πληροφόρησης Rule of Law in Armed Conflicts project (RULAC) στο Ιράν δεν διεξάγεται ένοπλη σύρραξη.[24] Σε έκθεση του Australian Government - Department of Foreign Affairs and Trade  αναφέρεται ότι οι δυνάμεις ασφαλείας ασκούν αυστηρό και αποτελεσματικό έλεγχο στο μεγαλύτερο μέρος της επικράτειας του Ιράν, εκτός των συνοριακών περιοχών με το Αφγανιστάν και το Πακιστάν. Τοπικές πηγές αναφέρουν επίσης ότι το Ιράν έχει σχετικά χαμηλό ποσοστό βίαιων εγκλημάτων, μεγάλο μέρος των οποίων αφορούν εγκλήματα σχετικά με ναρκωτικά.[25]

Με βάση τα πιο πρόσφατα δεδομένα του ACLED,  κατά την περίοδο 10/09/2023 - 10/09/2024 σημειώθηκαν συνολικά 48 περιστατικά ασφαλείας στην επαρχία Alborz, χωρίς ανθρώπινες απώλειες. Από αυτά, τα 47 κωδικοποιήθηκαν ως διαμαρτυρίες και το 1 ως μάχη.[26] Στο τόπο συνήθους διαμονής των Αιτητών, στη πόλη Karaj, σύμφωνα με τα δεδομένα του ACLED, κατά την ίδια περίοδο σημειώθηκαν συνολικά 34 περιστατικά ασφαλείας χωρίς ανθρώπινες απώλειες, εκ των οποίων τα 33 ως διαμαρτυρίες και το 1 ως μάχη.[27]

Με βάση το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου και αφού εξέτασα τόσο τη νομιμότητα, όσο και την ουσία της παρούσης, καταλήγω ότι το αίτημα των Αιτητών εξετάστηκε επιμελώς σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και εύλογα απορρίφθηκε η αίτησή τους για διεθνή προστασία. Η απόφαση της Διοίκησης, αποτελεί προϊόν επαρκούς έρευνας και ορθής αξιολόγησης όλων των δεδομένων και στοιχείων, σύμφωνα και με το Νόμο και είναι πλήρως αιτιολογημένη.

Ορθά η Διοίκηση, κατέληξε ότι τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης δε στοιχειοθετούσαν τις αναγκαίες προϋποθέσεις για να αναγνωριστεί στους Αιτητές το καθεστώς του πρόσφυγα, ως προβλέπεται στα άρθρα 3-3Δ του Νόμου, αφού δεν τεκμηριώθηκε βάσιμος φόβος δίωξης, για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, ούτε το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας που προβλέπεται στο άρθρο 19 του Νόμου, αφού αυτοί δεν κατάφεραν να αποδείξουν βάσιμο φόβο ότι θα υποστούν σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη, ως καθορίζεται στο άρθρο 19(2).

Δια τους λόγους που πιο πάνω αναφέρονται η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με έξοδα €1300 υπέρ των καθ' ων η αίτηση και εναντίον των Αιτητών.

 

Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ Δ.Δ.Δ.Δ.Π

 

 



[1] European Asylum Support OfficeEASO, ‘Δικαστική ανάλυση – Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου’, 2018, σελ. 132 - 135

[2] ΕΔΔΑ, Said κατά Κάτω Χωρών, Αιτ. Αριθ. 2345/02 ημερ 05/10/2005. ό.π. υποσημείωση 231, σκέψη 53,

[3] Βλ. για παράδειγμα στο ίδιο.· ΕΔΔΑ, απόφαση της 17ης Ιανουαρίου 2006, Bello κατά Σουηδίας, προσφυγή αριθ. 32213/04.

[4] ΕΔΔΑ, J.K. και λοιποί κατά Σουηδίας, Προσφυγή υπ’ αριθ. 59166/12 ημερ. 23 Αυγούστου 2016 ό.π. υποσημείωση 20, σκέψη 93· και ΕΔΔΑ, R.H. κατά Σουηδίας, ό.π. υποσημείωση 235, σκέψη 58

[5] OLYMPIC COUNCIL OF ASIA, Da Nang 2016, διαθέσιμο: https://oca.asia/games/14-da-nang-2016.html (ημερομηνία πρόσβασης 10.09.2024)

[6] Βλ. π.χ. ΕΔΔΑ, απόφαση της 1ης Οκτωβρίου 2002, Tekdemir κατά Κάτω Χωρών, προσφυγές αριθ. 46860/99 και 49823/99· Εθνικό δικαστήριο αρμόδιο για θέματα ασύλου (Γαλλία), απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 2017, M. T, αριθ. 15037987

[7] Court of Appeal (Εφετείο) (Αγγλία και Ουαλία, Ηνωμένο Βασίλειο), απόφαση της 26ης Ιουλίου 2006, Y κατά Secretary of State for the Home Department, [2006] EWCA Civ 1223, σκέψη 25 όπου το δικαστήριο αποφάνθηκε ότι ο υπεύθυνος λήψης αποφάσεων δεν υποχρεούται να πιστέψει την αφήγηση ενός αιτούντος άνευ επιφυλάξεων, ανεξαρτήτως του βαθμού στον οποίο αυτή αντιβαίνει στην κοινή λογική και στην ανθρώπινη συμπεριφορά και ότι έχει το δικαίωμα να κρίνει ανάλογα με την υπόθεση ότι η αφήγηση των γεγονότων είναι υπερβολική και αντιβαίνει σε κάθε λογική σε βαθμό που δεν μπορεί να γίνει πιστευτή.

[8] ΕΔΔΑ, J.K. και λοιποί κατά Σουηδίας, Προσφυγή υπ’ αριθ. 59166/12 ημερ. 23 Αυγούστου 2016 ό.π. υποσημείωση 20, σκέψη 79.

[9] ΕΔΔΑ, J.K. και λοιποί κατά Σουηδίας, Προσφυγή υπ’ αριθ. 59166/12 ημερ. 23 Αυγούστου 2016 ό.π. υποσημείωση 20, σκέψη 93.

[10] DW, Deutsche Welle, Sports, Ban on Iranians competing against Israelis remains, Jörg Strohschein, May 25, 2020, διαθέσιμο: https://www.dw.com/en/no-legislation-but-ban-on-iranians-competing-against-israelis-remains/a-53564794, Radio Free Europe/Radio Liberty, Iran's Khamenei Tells Olympic Medalists That Athletes Must Boycott Sports With Israelis, September 19, 2021, διαθέσιμο: https://www.rferl.org/a/iran-israeli-sports-ban-olympics-/31467285.html (ημερομηνία πρόσβασης 10.09.2024)

[11]IRAN INTERNATIONAL, Two Iranian National Team Athletes Seek Asylum In Australia, Norway, 04/22/2023, διαθέσιμο: https://www.iranintl.com/en/202304223430 (ημερομηνία πρόσβασης 10.09.2024)

[12] UN Human Rights Council, Report of the independent international fact-finding mission on the Islamic Republic of Iran, A/HRC/55/67, 2 February 2024, διαθέσιμο: https://documents.un.org/doc/undoc/gen/g24/008/67/pdf/g2400867.pdf , par. 33,85 (ημερομηνία πρόσβασης 10.09.2024)

[13] Center for Human Rights in Iran, Iranian Athletes Killed, Tortured, Sentenced to Death for Supporting Protests (Updated), January 4, 2023, διαθέσιμο: https://iranhumanrights.org/2023/01/iranian-athletes-killed-tortured-sentenced-to-death-for-supporting-protests-1/ (ημερομηνία πρόσβασης 10.09.2024)

[14] A joint report by the Norwegian Country of Origin Information Centre (Landinfo), the Office of the Commissioner General for Refugees and Stateless Persons (CGRS) and the State Secretariat for Migration (SEM), IRAN Criminal procedures and documents, December 2021, https://coi.euaa.europa.eu/administration/belgium/PLib/joint_coi_report._criminal_procedures_and_documents_20211206.pdf, σελίδες 75-77 (ημερομηνία πρόσβασης 10/09/2024)

[15] European Asylum Support Office (2018), «Δικαστική ανάλυση - Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», διαθέσιμο στη διεύθυνση: Δικαστική ανάλυση - Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου (europa.eu), σελ.105-108 

[16] Court of Session (Ανώτατο Αστικό Δικαστήριο) (Σκωτία, Ηνωμένο Βασίλειο), Outer House, απόφαση της 12ης Ιουνίου 2007, SD κατά Secretary of State for the Home Department, [2007] CSOH 97. στη σκέψη 6, ο καθού είχε απορρίψει «δύο εκθέσεις της αστυνομίας και τέσσερις επιστολές» διότι δεν ήταν σαφές αν επρόκειτο για μεταφράσεις ή αντίγραφα ή και τα δύο και διότι προέρχονταν από άγνωστη πηγή. Το δικαστήριο αποφάνθηκε ότι το βάρος της απόδειξης δεν ήταν υψηλό, ότι ήταν υποχρέωση του αιτούντος να αποδείξει την προέλευση των εγγράφων που υπέβαλε και ότι, εάν δεν το έπραττε, ο υπεύθυνος λήψης αποφάσεων είχε τη διακριτική ευχέρεια να τα απορρίψει.

[17] Βλ. επίσης Court of Session (Ανώτατο Αστικό Δικαστήριο) (Σκωτία, Ηνωμένο Βασίλειο), Outer House, απόφαση της 13ης Μαΐου 2010, RY κατά Secretary of State for the Home Department, [2010] CSOH 65 στις σκέψεις 31-33, όπου το δικαστήριο αποδέχθηκε ότι ο καθού δικαίως είχε διατυπώσει ανησυχίες σχετικά με την προέλευση των εγγράφων βάσει αρνητικών διαπιστώσεων όσον αφορά την αξιοπιστία και της ευχερούς διαθεσιμότητας εγγράφων που λαμβάνονται παρανόμως

[18] Η θρησκεία ως λόγος φόβου δίωξης στο πλαίσιο εφαρμογής του άρθρου 1 Α (2) της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 και / ή του Πρωτοκόλλου του 1967 για το Καθεστώς των Προσφύγων Παρ. 14 https://www.refworld.org/policy/legalguidance/unhcr/2004/en/32412 

[19]  Μεταφρασμένη έκδοση του Συντάγματος στα Αγγλικά από την Παγκόσμια Οργάνωση Πνευματικής Ιδιοκτησίας (WIPO) (https://wipolex.wipo.int/en/text/332330) (ημερομηνία πρόσβασης 10/09/2024)

[20] USDOS - US Department of State, 2023 Report on International Religious Freedom: Iran, 30 JUNE 2024, https://www.state.gov/reports/2023-report-on-international-religious-freedom/iran/  (βλενότητα 'Section II. Status of Government Respect for Religious Freedom - Legal Framework') (ημερομηνία πρόσβασης 10/09/2024).

[21] Article 18, Annual Report 2023: Rights violations Against Christians in Iran', 19 February 2023, p. 5, available at:  file:///C:/Users/User/Downloads/PARCI-Annual-Report-2023-Online.pdf (ημερομηνία πρόσβασης 10/09/2024)

[22] Amnesty International, 'Iran 2023’, υπό Religious Minorities διαθέσιμοhttps://www.amnesty.org/en/location/middle-east-and-north-africa/middle-east/iran/report-iran/

[23] DFAT - Department of Foreign Affairs and Trade (Australia), DFAT COUNTRY INFORMATION REPORT: IRAN, 24 JULY 2023(Version 2)*, (βλ. ενότητα 'TREATMENT OF RETURNEES', σελ. 39-40)  διαθέσιμο: https://www.dfat.gov.au/sites/default/files/country-information-report-iran.pdf   (ημερομηνία πρόσβασης 10/09/2024)

[24] RULAC, Geneva Academy, Map,  https://www.rulac.org/browse/map (ημερομηνία πρόσβασης 10.09.2024)

[25] Australian Government - Department of Foreign Affairs and Trade: DFAT Country Information Report Iran, 24 July 2023, (Version 2) σελ.14 https://www.dfat.gov.au/sites/default/files/country-information-report-iran.pdf , [ημερομηνία πρόσβασης 10.09.2024]

[26]ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION - ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Project, διαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο https://acleddata.com/explorer/  (βλ. πλατφόρμα Explorer, με χρήση των ακόλουθων στοιχείων ανάλυσης: METRIC: Event Counts/Fatality Counts, EVENT CATEGORIES: Event Types (Battles / Violence against civilians / Explosions/Remote violence / Riots / Protests) DATE RANGE: 10/09/23-10/09/24, REGION: Middle East, COUNTRY: Iran, ADMIN: Alborz) [ημερομηνία πρόσβασης: 10.09.2024]

[27]ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION - ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Project, διαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο https://acleddata.com/explorer/  (βλ. πλατφόρμα Explorer, με χρήση των ακόλουθων στοιχείων ανάλυσης: METRIC: Event Counts/Fatality Counts, EVENT CATEGORIES: Event Types (Battles / Violence against civilians / Explosions/Remote violence / Riots / Protests) DATE RANGE: 10/09/23-10/09/24, REGION: Middle East, COUNTRY: Iran, ADMIN: Alborz, Location: Karaj) [ημερομηνία πρόσβασης: 10.09.2024]


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο