Α.C.E. ν. Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπoθ. Αρ.: 2195/2023, 3/9/2024
print
Τίτλος:
Α.C.E. ν. Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπoθ. Αρ.: 2195/2023, 3/9/2024

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπoθ. Αρ.: 2195/2023

03 Σεπτεμβρίου 2024

 

[Α.Α.ΑΓΡΟΤΗ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

Α.C.E.

Αιτητής

-και-

Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω

Υπηρεσίας Ασύλου

Καθ’ ων η Αίτηση

 

Ο Αιτητής εμφανίζεται αυτοπροσώπως

Α. Καρλσιάδου (κα) για Μ. Σουρουλά (κα) Δικηγόροι της Δημοκρατίας για τους Καθ’ ων η Αίτηση

[Παρούσα η κα Sara Habib για πιστή μετάφραση από Αγγλικά σε Ελληνικά και αντίστροφα]

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

A.A.AΓΡΟΤΗ Δ. Δ.Δ.Δ.Π.: Με την παρούσα προσφυγή ο Αιτητής προσβάλλει την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία περιέχεται σε επιστολή ημερομηνίας 10/07/2023, σύμφωνα με την οποία το αίτημά του για παραχώρηση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας απορρίφθηκε.

 

Όπως προκύπτει τόσο από την Ένσταση, αλλά και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, που αποτελεί τεκμήριο «Α» στην παρούσα διαδικασία, τα ουσιώδη γεγονότα που αφορούν την παρούσα υπόθεση είναι τα ακόλουθα:

 

Ο Αιτητής είναι ενήλικας, υπήκοος Νιγηρίας και κάτοχος διαβατηρίου της χώρας καταγωγής τoυ με ημερομηνία έκδοσης την 21/06/2019 και ημερομηνία λήξης την 20/06/2024, ο οποίος σύμφωνα με δική του δήλωση, περί τις 18/09/2021 εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του και μετέβη αεροπορικώς στην Τουρκία, από όπου ταξίδεψε, επίσης αεροπορικώς, μέχρι τα κατεχόμενα εδάφη της Κύπρου με φοιτητική άδεια εισόδου. Στις 09/10/2021 εισήλθε παράτυπα στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές και στις 27/10/2021 συμπλήρωσε και υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασία.

 

Στις 13/06/2023 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη στον Αιτητή από αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου ο οποίος στη συνέχεια στις 17/06/2023 εξετάζοντας τα λεγόμενα του Αιτητή συνέταξε Έκθεση-Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου, με την οποία εισηγείται την απόρριψη του αιτήματός του. Ακολούθως στις 20/06/2023 συγκεκριμένος λειτουργός δεόντως εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών να ασκεί καθήκοντα Προϊστάμενου της Υπηρεσίας Ασύλου, ενέκρινε την εισήγηση για απόρριψη και αποφάσισε την απόρριψη της αίτησης του Αιτητή.

 

Η απορριπτική απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου η οποία περιέχεται σε επιστολή ημερομηνίας 10/07/2023, μαζί με την αιτιολογία αυτής, παραλήφθηκε δια χειρός από τον Αιτητή αυθημερόν, θέτοντας την υπογραφή του, αφού προηγουμένως του επεξηγήθηκε το περιεχόμενο της επιστολής σε γλώσσα κατανοητή από αυτόν.

 

Εμπρόθεσμα ο Αιτητής, χωρίς την βοήθεια συνηγόρου, καταχώρισε την με τον πιο πάνω αριθμό και τίτλο προσφυγή εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου.

 

Με τη γραπτή του αγόρευση, ο Αιτητής, προώθησε πραγματικούς ισχυρισμούς, τους οποίους επανέλαβε και ενώπιον του Δικαστηρίου. Ειδικότερα, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι διατηρούσε σχέση με μία κοπέλα, η οποία είναι θυγατέρα ενός στρατηγού στη Νιγηρίας, γεγονός το οποίο ως ισχυρίστηκε ανακάλυψε αργότερα. Ανέφερε ότι όταν αυτή έμεινε έγκυος και ήθελαν να παντρευτούν, ο πατέρας της δεν το αποδέχτηκε και απείλησε να τον σκοτώσει χρησιμοποιώντας τις διασυνδέσεις του στο στρατό. Ισχυρίστηκε ότι έγινε απόπειρα δολοφονίας του από πληρωμένους εκτελεστές, ενώ η παρέμβαση των ατόμων που έστειλαν οι συγγενείς του για να κατευνάσουν τον πατέρα της κοπέλας δεν απέφερε αποτέλεσμα. Τέλος, ανέφερε ότι τώρα που βρίσκεται εκτός Νιγηρίας αισθάνεται ασφαλής και ότι εάν επιστρέψει θα συνεχίσει να αποτελεί στόχο των απειλών του ατόμου αυτού.

 

Από την πλευρά τους οι Καθ’ ων η αίτηση, μέσω της δικής τους γραπτής αγόρευσης, ισχυρίζονται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έχει ληφθεί ορθά και νόμιμα, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Συντάγματος και των Νόμων, μετά από δέουσα έρευνα και σωστή ενάσκηση των εξουσιών που δίνει ο Νόμος στους Καθ' ων η αίτηση και αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα σχετικά γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης. Επιπρόσθετα ισχυρίζονται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη και αιτούνται την απόρριψη της προσφυγής του Αιτητή.

    

Έχω μελετήσει τους εκατέρωθεν ισχυρισμούς των μερών και δεδομένου ότι το παρόν Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018, Ν. 73(Ι)/2018 κέκτηται εξουσίας όπως εξετάζει πέραν από την νομιμότητα της προσβαλλόμενης πράξης και την ορθότητα αυτής, ήτοι εξέταση επί της ουσίας του αιτήματος του Αιτητή, κρίνω σκόπιμο όπως παραθέσω πιο κάτω όλους τους ισχυρισμούς που αυτός προέβαλε σε όλα τα στάδια εξέτασης του αιτήματός του, προκειμένου να εξετάσω την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης, αλλά και για να διαφανεί εάν οι Καθ’ ων η αίτηση αποφάσισαν μετά από δέουσα έρευνα, ορθά, νόμιμα και εντός των πλαισίων της διακριτικής τους ευχέρειας.

 

Με την αίτησή του για παροχή διεθνούς προστασίας, ο Αιτητής δήλωσε πως είναι ερωτευμένος με μία κοπέλα, της οποίας ο πατέρας είναι στρατιωτικός και δεν του επιτρέπει να την παντρευτεί, επειδή δεν είναι μορφωμένος. Πρόσθεσε πως εγκατέλειψε τη χώρα του αναζητώντας προστασία, επειδή η κοπέλα αυτή είναι έγκυος και ο πατέρας της απειλεί να τον σκοτώσει .

 

Στο πλαίσιο της συνέντευξής του με λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, ο Αιτητής ανέφερε ως τόπο καταγωγής και συνήθους διαμονής του την περιοχή Orlu στην πολιτεία Imo. Αναφορικά με την οικογένειά του, δήλωσε πως αμφότεροι οι γονείς του απεβίωσαν και έχει δύο αδερφούς, οι οποίοι εξακολουθούν να διαμένουν στην πολιτεία Imo. Κληθείς να προσδιορίσει το μορφωτικό του επίπεδο και την εργασιακή του εμπειρία, ο Αιτητής δήλωσε ότι δεν ολοκλήρωσε το σχολείο, λόγω έλλειψης χρημάτων και ότι πωλούσε είδη ένδυσης για περίοδο πέντε χρόνων.

 

Ερωτηθείς για τον λόγο για τον οποίο εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι είναι ερωτευμένος με μία κοπέλα, της οποίας ο πατέρας είναι στρατιωτικός. Ο τελευταίος ήταν ενάντια στην επιθυμία τους να παντρευτούν, επειδή ο Αιτητής δεν είναι μορφωμένος και απειλούσε να τον σκοτώσει εάν δεν διέκοπτε τη σχέση τους. Σε διευκρινιστικές ερωτήσεις ο Αιτητής ανέφερε ότι οι απειλές ξεκίνησαν το 2021, όταν η κοπέλα έμεινε έγκυος. Σχετικά με τις απειλές, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι αυτές συνίσταντο μόνο σε λεκτικές απειλές. Δήλωσε επίσης ότι βρίσκεται σε επικοινωνία και διατηρεί σχέση με την εν λόγω κοπέλα, η οποία έχει γεννήσει ένα αγόρι. Ως προς τα μελλοντικά του σχέδια, ο Αιτητής ανέφερε ότι επιθυμεί να παραμείνει στη Δημοκρατία, να μαζέψει χρήματα και να επιστρέψει για να την παντρευτεί. Αναφορικά με τις συνέπειες που θα αντιμετωπίσει σε περίπτωση επιστροφής του στη Νιγηρία, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι δεν βρίσκεται σε καλή οικονομική κατάσταση για να την παντρευτεί και ως εκ τούτου θα συνεχίσει να λαμβάνει απειλές από τον πατέρα της.

 

Αξιολογώντας το αίτημα διεθνούς προστασίας του Αιτητή, ο αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου στην εισηγητική του έκθεση διέκρινε τρεις ουσιώδεις ισχυρισμούς. Ο πρώτος, ως προς την ταυτότητα, τη χώρα καταγωγής και το προφίλ του Αιτητή, έγινε αποδεκτός. Αποδεκτός έγινε και ο τρίτος ουσιώδης ισχυρισμός, ήτοι ότι ο Αιτητής επιθυμεί να παραμείνει στη Δημοκρατία για να εργαστεί, με σκοπό να μαζέψει χρήματα και να παντρευτεί τη σύντροφό του όταν επιστρέψει. Ωστόσο ο δεύτερος ουσιώδης ισχυρισμός του Αιτητή, ήτοι η ισχυριζόμενη δίωξη του Αιτητή από τον πατέρα της κοπέλας του λόγω του ότι δε συμφωνούσε με την σχέση τους, απορρίφθηκε εφόσον κρίθηκε πως ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να δώσει ικανοποιητικές και επαρκείς πληροφορίες. Συγκεκριμένα, ο λειτουργός έκρινε πως ο Αιτητής δεν έδωσε επαρκείς πληροφορίες για τις απειλές που έλαβε, αναφέροντας αόριστα ότι ήταν λεκτικές. Περαιτέρω, πριν την εγκυμοσύνη της κοπέλας του ο Αιτητής δήλωσε ότι δεν αντιμετώπισε οποιοδήποτε πρόβλημα. Ο λειτουργός σημείωσε ότι εντοπίζεται ασάφεια στα λεγόμενα του Αιτητή, αφού όπως ισχυρίστηκε η σχέση τους δεν ήταν κρυφή και σκόπευαν να παντρευτούν. Παρά το γεγονός ότι ο Αιτητής δέχτηκε απειλές, δεν του συνέβη οτιδήποτε και με βάση τις δηλώσεις του περί επιθυμίας του να παραμείνει στη Δημοκρατία για να μαζέψει χρήματα και να παντρευτεί την κοπέλα του, δεν διαφαίνεται ότι υπέστη οποιαδήποτε μορφή δίωξης.

 

Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του εν λόγω ισχυρισμού, ο αρμόδιος λειτουργός επεσήμανε ότι τα όσα ανέφερε ο Αιτητής αποτελούν το μοναδικό τεκμήριο προς υποστήριξή του αιτήματός του και ότι δεν υπάρχουν εύλογοι λόγοι που να δικαιολογούν οποιαδήποτε ανάλυση μέσω άλλων πηγών πληροφόρησης.

 

Προχωρώντας σε αξιολόγηση κινδύνου και λαμβάνοντας υπόψη τα αποδεκτά ουσιώδη πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από το αίτημα του Αιτητή, ήτοι την ταυτότητα, τη χώρα καταγωγής, τα προσωπικά του στοιχεία, καθώς και το ότι ο Αιτητής επιθυμεί να παραμείνει στη Δημοκρατία για οικονομικούς λόγους, ο αρμόδιος  λειτουργός διαπίστωσε ότι δεν υπάρχουν εύλογοι λόγοι να πιστεύεται ότι σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του θα αντιμετωπίσει δίωξη ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης.

 

Ακολούθως, κατά τη νομική ανάλυση, ο αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου έκρινε ότι δεν προκύπτει βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης του Αιτητή σε περίπτωση επιστροφής του στη Νιγηρία, καθότι οι οικονομικοί λόγοι για τους οποίους επιθυμεί να παραμείνει στη Δημοκρατία δεν εμπίπτουν στις πρόνοιες του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Ως προς το ενδεχόμενο υπαγωγής του Αιτητή σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, ο αρμόδιος λειτουργός αρχικά έκρινε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις υπαγωγής του Αιτητή στα άρθρα 19(2)(α) και (β) καθώς δεν ανέκυψαν στοιχεία εκ των οποίων θα μπορούσε να πιθανολογηθεί ευλόγως ότι σε περίπτωση επιστροφής του στη Νιγηρία, ο Αιτητής θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποβληθεί σε θανατική ποινή ή εκτέλεση, ή άλλως απάνθρωπη και/ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία.

 

Σε σχέση δε με το ενδεχόμενο υπαγωγής του Αιτητή στις πρόνοιες του άρθρου 19(2)(γ) και αναλύοντας τα συστατικά του στοιχεία, ο αρμόδιος λειτουργός κατόπιν έρευνας διαπίστωσε ότι στην πολιτεία Imo, τόπο καταγωγής και συνήθους διαμονής του Αιτητή, δεν παρατηρούνται συνθήκες ένοπλων συγκρούσεων και ελλείψει οιασδήποτε ευαλωτότητας στο προφίλ του Αιτητή, δεν προκύπτει ότι αυτός θα κινδυνέψει προσωπικά, αποκλειστικά λόγω της φυσικής του παρουσίας στον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Ενόψει όλων των ανωτέρω, οι Καθ’ ων η αίτηση κατέληξαν ότι ο Αιτητής δεν πληροί τις εκ του νόμου προϋποθέσεις ώστε να του εκχωρηθεί καθεστώς πρόσφυγα ή άλλως καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας και ως εκ τούτου το αίτημά του απορρίφθηκε.

 

Κατά το στάδιο της ακρόασης, ενώπιον του Δικαστηρίου ο Αιτητής επανέλαβε τα όσα δήλωσε στην αίτηση και στη συνέντευξή του περί απειλών από τον πατέρα της κοπέλας του, ο οποίος είναι στρατηγός και δεν αποδέχεται τη σχέση τους. Ερωτηθείς σχετικά με τις απειλές που έλαβε, ο Αιτητής ανέφερε πως ήρθε στο σπίτι του το 2021, αλλά δεν του συνέβη οτιδήποτε. Σε ερώτηση του Δικαστηρίου κατά πόσο προέβη σε καταγγελία στις αρχές, ο Αιτητής αποκρίθηκε ότι όταν αντιμετωπίζει κανείς πρόβλημα με ένστολους, πιθανόν να τον σκοτώσουν. Ο Αιτητής προέβη σε παραδοχή ότι εγκατέλειψε τη χώρα του και για οικονομικούς λόγους. Η συνήγορος των Καθ’ ων η αίτηση επεσήμανε ότι το αίτημα του Αιτητή κρίθηκε αναξιόπιστο κι ότι ακόμη κι αν γινόταν αποδεκτό, δεν εμπίπτει στις πρόνοιες των άρθρων 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Σύμφωνα με το άρθρο 3 του Ν.6(Ι)/2000, «πρόσφυγας αναγνωρίζεται το πρόσωπο, που λόγω βάσιμου φόβου καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, είναι εκτός της χώρας της ιθαγένειας του και δεν είναι σε θέση ή λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο, να χρησιμοποιήσει την προστασία της χώρας αυτής».

 

Η έννοια δε του «μετανάστη», δίδεται από Το Εγχειρίδιο για τις Διαδικασίες και Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων που εκδόθηκε από την Ύπατη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για του Πρόσφυγες, 6η έκδοση, 2009, στην παράγραφο 62 αυτού, ως εξής:

 

«62. Μετανάστης είναι το πρόσωπο που για λόγους διαφορετικούς από εκείνους που αναφέρονται στον ορισμό εγκαταλείπει οικειοθελώς τη χώρα του με σκοπό να εγκατασταθεί αλλού. Μπορεί δε να ωθείται από την επιθυμία για αλλαγή ή για περιπέτεια ή από οικογενειακούς ή άλλους προσωπικούς λόγους. Εάν ωθείται αποκλειστικά από οικονομικά κίνητρα, είναι οικονομικός μετανάστης και όχι πρόσφυγας (Ο τονισμός και υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου).

 

Στην παράγραφο 63 του ιδίου εγχειριδίου διευκρινίζεται ότι κάποιες φορές ο διαχωρισμός μεταξύ μετανάστη και πρόσφυγα μπορεί να είναι ασαφής, με τα όσα ο ίδιος ο Αιτητής ανέφερε τόσο κατά τη συνέντευξή του, όσο και κατά την ενώπιον μου διαδικασία, δεν τίθεται θέμα ασάφειας της ιδιότητας του ως οικονομικός μετανάστης, αφού ο ίδιος ρητά ανέφερε ότι ένας εκ των λόγων για τους οποίους εγκατέλειψε τη χώρα του είναι για να εργαστεί και να μαζέψει χρήματα και να είναι σε θέση να παντρευτεί συγκεκριμένη γυναίκα και να γίνει αποδεκτός από τον πατέρα της.

 

Είναι πάγια νομολογημένο, ότι οι οικονομικοί μετανάστες δεν εμπίπτουν στην έννοια του πρόσφυγα (βλ. Mahfuja Akter v Δημοκρατίας, αρ. υπόθεσης 1669/2011 ημερομηνίας 22/03/2013 και στην εκεί νομολογία).  

Είναι καθόλα κατανοητό, ότι για να αναγνωριστεί πρόσωπο ως πρόσφυγας, θα πρέπει να αποδεικνύεται βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης, του οποίου τόσο το υποκειμενικό, όσο και το αντικειμενικό στοιχείο πρέπει να εκτιμηθούν από το αρμόδιο όργανο προτού καταλήξει σε απόφαση.

 

Το άρθρο 18(5) του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6(Ι)/2000 προνοεί ότι «εναπόκειται στον Αιτητή να τεκμηριώσει την αίτηση διεθνούς προστασίας», χωρίς να απαιτείται να προσκομίσει τυπικά αποδεικτικά στοιχεία. Ο Αιτητής έχει την ευθύνη να εκθέσει με την αίτησή του, αλλά και μέσα από την ενώπιον της αρμόδιας αρχής συνέντευξης, ακόμα και ενώπιον του Δικαστηρίου, με την ορθή δικονομική διαδικασία, με στοιχειώδη σαφήνεια, τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά τα οποία του προκαλούν, κατά τρόπο αντικειμενικό, δικαιολογημένο φόβο δίωξης στη χώρα καταγωγής του. Ο Αιτητής οφείλει να επικαλεστεί με λεπτομέρεια, σαφήνεια και αληθοφάνεια συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το υποβληθέν αίτημά του για διεθνή προστασία. Το αρμόδιο όργανο εξετάζοντας την αίτηση του Αιτητή οφείλει να λάβει υπόψη του κάθε σχετικό με την υπόθεση γεγονός.

 

Από το ιστορικό του Αιτητή, όπως αυτό φαίνεται πιο πάνω, στη βάση των δεδομένων του διοικητικού φακέλου, προκύπτει ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση προέβησαν σε έρευνα όλων των ενώπιον τους ουσιωδών στοιχείων και δεδομένων. Συγκεκριμένα, ο αρμόδιος λειτουργός κατέγραψε τα γεγονότα της υπόθεσης, τους ισχυρισμούς που προέβαλε ο Αιτητής κατά τη συνέντευξή του, καθώς και σε αντιστοίχιση των αποδεκτών ισχυρισμών με πληροφορίες από τη χώρα καταγωγής του Αιτητή, επεξηγώντας τους λόγους αποδοχής ή απόρριψης του κάθε ισχυρισμού.

 

Στο πλαίσιο ελέγχου της ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, με βάση τα όσα προκύπτουν από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου και κυρίως το πρακτικό της διενεργηθείσας συνέντευξης ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου και της εισηγητικής έκθεσης, κρίνω ορθή την κατάληξη της αξιολόγησης των Καθ’ ων η αίτηση βάσει των δηλώσεων που ο Αιτητής προέβαλε κατά την προφορική του συνέντευξη, ως προς τον ουσιώδη ισχυρισμό που αφορά τη χώρα καταγωγής, την ταυτότητα, τα προσωπικά του στοιχεία και τον τόπο καταγωγής και τελευταίας συνήθους διαμονής του. Εφόσον οι δηλώσεις του κρίνονται σαφείς και λεπτομερείς, επιβεβαιώθηκαν δε από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης και/ή χαρτογράφησης, ο υπό εξέταση ισχυρισμός γίνεται αποδεκτός και από το Δικαστήριο. Αποδεκτός γίνεται και ουσιώδης ισχυρισμός που διέκρινε ο αρμόδιος λειτουργός περί επιθυμίας του Αιτητή να παραμείνει στη Δημοκρατία για οικονομικής φύσεως λόγους, ισχυρισμό που προέβαλε και κατά την ενώπιον μου διαδικασία.

 

Προχωρώντας στην αξιολόγηση της εσωτερικής αξιοπιστίας του τρίτου ουσιώδη ισχυρισμού που αφορά τις απειλές που ο Αιτητής φέρεται να δέχτηκε από τον πατέρα της κοπέλας με την οποία διατηρούσε σχέση, παρατηρώ ότι οι δηλώσεις του Αιτητή στερούνται επαρκούς και περιγραφικής λεπτομέρειας. Σε κάθε περίπτωση από το σύνολο των δηλώσεων του δεν στοιχειοθετείται στοχοποίηση του Αιτητή. Ο Αιτητής αναφέρθηκε γενικά σε λεκτικές απειλές που έλαβε από τον πατέρα της κοπέλας του, ο οποίος είναι στρατιωτικός και δεν ήταν σύμφωνος με τη σχέση τους, χωρίς ωστόσο να είναι σε θέση να συγκεκριμενοποιήσει τα περιστατικά ή τις απειλές που έλαβε και να τις προβάλει ως βιωματική εμπειρία. Περαιτέρω, επισημαίνεται αντίφαση στους ισχυρισμούς του, καθότι ενώ ισχυρίστηκε ότι ο λόγος για τον οποίο δεν έγινε αποδεκτός από τον πατέρα της κοπέλας του είναι επειδή δεν είναι μορφωμένος, σε μεταγενέστερο στάδιο της συνέντευξης, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι αν εργαστεί στη Δημοκρατία και μαζέψει χρήματα θα μπορέσει να την παντρευτεί, αφήνοντας να νοηθεί ότι το πρόβλημα είναι οικονομικό και όχι λόγω του μορφωτικού του επιπέδου. Επιπλέον, παρατηρώ τη διαφοροποίηση στους ισχυρισμούς του, καθότι ενώ σε κανένα στάδιο της αίτησής του δεν αναφέρθηκε σε περιστατικό κατά το οποίο ο ίδιος κινδύνεψε, παρά μόνο σε λεκτικές απειλές, στη γραπτή του αγόρευση ενώπιον του Δικαστηρίου ο Αιτητής κάνει αναφορά για πρώτη φορά σε περιστατικό απόπειρας δολοφονίας του από πληρωμένους εκτελεστές, ενώ ερωτηθείς κατά το στάδιο των διευκρινίσεων ενώπιον του Δικαστηρίου για τις απειλές που έλαβε, ο Αιτητής αναφέρθηκε μόνο στο ότι ήρθε σπίτι του το 2021 χωρίς να του συμβεί οτιδήποτε και χωρίς να επεξηγεί την αντίφαση αυτή. Σημειώνεται επίσης, ότι ερωτηθείς σε ποιες ενέργειες προέβη μετά τις ισχυριζόμενες απειλές, ο Αιτητής δεν έδωσε ικανοποιητική εξήγηση, καθότι ισχυρίστηκε ότι είναι επικίνδυνο να καταγγέλλει κανείς ένστολους. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο κρίνει τον υπό εξέταση ισχυρισμό ως εσωτερικά μη αξιόπιστο.

 

Προχωρώντας στην αξιολόγηση της εξωτερικής αξιοπιστίας του υπό εξέταση ισχυρισμού, το Δικαστήριο κρίνει ότι τα εκ του Αιτητή εξιστορισθέντα αποτελούν υποκειμενικής φύσης περιστατικά, εκ των οποίων δεν απορρέει κάποιο στοιχείο που θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο έρευνας.

 

Συνεπώς, από το ιστορικό του Αιτητή όπως αυτό φαίνεται πιο πάνω, έχοντας κατά νου τα δεδομένα που προκύπτουν από το διοικητικό φάκελο και από την ανωτέρω αξιολόγηση των ισχυρισμών του, προκύπτει ότι ο Αιτητής δε στοιχειοθέτησε κανένα απολύτως ισχυρισμό που να εμπίπτει στις προϋποθέσεις αναγνώρισης προσώπου ως πρόσφυγα.

 

Με βάση τα ανωτέρω και ελλείψει παρελθούσας εις βάρος του Αιτητή πράξης δίωξης, το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν ανέκυψαν ενδείξεις εκ των οποίων μπορεί να συναχθεί ότι σε περίπτωση επιστροφής του στη Νιγηρία και συγκεκριμένα στην πολιτεία Imo, o Αιτητής θα αντιμετωπίσει πραγματική, υφιστάμενη και τρέχουσα απειλή από οιοδήποτε φορέα, κρατικό ή μη. Ως εκ τούτου ο φόβος του κρίνεται αβάσιμος και μη δικαιολογημένος.

 

Ο «Πρακτικός Οδηγός της ΕΑΣΟ: Αξιολόγηση των Αποδεικτικών Στοιχείων» (Μάρτιος 2015) καθορίζει πως στη βάση της συλλογής πληροφοριών θα πρέπει να προσδιορίζονται τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά, τα οποία στη συνέχεια θα πρέπει να συνδέονται με τις απαιτήσεις του ορισμού του πρόσφυγα και αν δεν υπάρχει κατάληξη ότι μπορεί να δοθεί προσφυγικό καθεστώς, τότε το αρμόδιο όργανο θα πρέπει να εκτιμήσει εάν τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά συνδέονται με τις απαιτήσεις του ορισμού του προσώπου που δικαιούται συμπληρωματική προστασία.

 

Αποτελεί κρίση μου ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 19 του Ν.6(Ι)/2000 έτσι ώστε να εκχωρηθεί στον Αιτητή καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, αφού δεν προέκυψε βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος του Αιτητή να αντιμετωπίσει κίνδυνο σοβαρής βλάβης σε περίπτωση επιστροφής του στη πολιτεία Imo της Νιγηρίας.

 

Για τη διαπίστωση αυτού του πραγματικού κινδύνου θα πρέπει να υπάρχουν, όπως ρητά προνοεί το άρθρο 19(1), του Ν.6(Ι)/2000 «ουσιώδεις λόγοι». Περαιτέρω, σοβαρή βλάβη ή σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη κατά το εδάφιο (2) του άρθρου 19, του Ν.6(Ι)/2000 σημαίνει κίνδυνο αντιμετώπισης θανατικής ποινής, βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας ή να υπάρχει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης (βλ. Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015, ECLI:CY:AD:2015:D619).

 

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, τόσο κατά τη διοικητική, όσο και κατά την παρούσα διαδικασία δεν προέκυψαν στοιχεία που να συνηγορούν στο ότι σε περίπτωση επιστροφής του, ο Αιτητής θα αντιμετωπίσει κίνδυνο θανατικής ποινής, βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας σύμφωνα με τις πρόνοιες των άρθρων 19 (2) (α) και (β) του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Σε σχέση δε με το άρθρο 19(2)(γ) του ανωτέρω Νόμου, ως προς τους παράγοντες που δύνανται να ληφθούν υπόψιν ως προς την αξιολόγηση του συστατικού στοιχείου της αδιάκριτης βίας, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: το ΔΕΕ) επεσήμανε σε πρόσφατη απόφασή του ότι συνιστούν «[.]μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 (πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C‑285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών» (ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας 10/06/2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland, σκέψη 43).

 

Περαιτέρω, ως προς τον προσδιορισμό του επιπέδου της ασκούμενης αδιάκριτης βίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: το ΕΔΔΑ) στην απόφασή του Sufi and Elmi (ΕΔΔΑ, απόφαση επί των προσφυγών 8319/07 και 11449/07, ημερομηνίας 28.11.2011) αξιολόγησε, διευκρινίζοντας ότι δεν κατονομάζονται εξαντλητικά, τη χρήση μεθόδων και τακτικών πολέμου εκ μέρους των εμπόλεμων πλευρών, οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο αμάχων θυμάτων ή ευθέως στοχοποιούν αμάχους, εάν η χρήση αυτών είναι διαδεδομένη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, και, τελικά, τον αριθμό των αμάχων που έχουν θανατωθεί, τραυματιστεί και εκτοπιστεί ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης.

 

Επιπλέον, όπως διευκρίνισε το ΔΕΕ, «ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές, οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή, θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας» (Βλ. Απόφαση στην υπόθεση C-465/07, Meki Elgafaji, Noor Elgafaji κ.Staatssecretaris van Justitie, ημερ.17.2.2009). Ιδίως ως προς την εφαρμογή της αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας, το ΔΕΕ στην ως άνω απόφαση διευκρίνισε ότι «όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας».

 

Εν προκειμένω, ως προς τον κίνδυνο που ενδέχεται να αντιμετωπίσει ο Αιτητής λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, το Δικαστήριο προχώρησε σε επικαιροποιημένη έρευνα και ανέτρεξε σε πρόσφατες και έγκυρες πληροφορίες από εξωτερικές πηγές αναφορικά με την τρέχουσα κατάσταση ασφαλείας στην πολιτεία Imo, τόπο καταγωγής και τελευταίας διαμονής του Αιτητή.

 

Στοιχεία της βάσης δεδομένων ACLED (The Armed Conflict Location & Εvent Data Project), κατά το διάστημα 22/07/2023 μέχρι και 19/07/2024, καταγράφηκαν στην πολιτεία Imo συνολικά 114 περιστατικά ασφαλείας, εκ των οποίων προέκυψαν 116 ανθρώπινες απώλειες. Ειδικότερα, 43 εξ αυτών καταγράφηκαν ως μάχες (με 79 θύματα), 39 ως περιστατικά χρήσης βίας εναντίον των πολιτών (με 36 θύματα), 26 ως διαδηλώσεις (με 1 θύμα), 5 ως εξεγέρσεις/ταραχές (χωρίς θύματα) και 1 ως εκρήξεις/απομακρυσμένη βία (χωρίς θύματα)[1]. O εκτιμώμενος πληθυσμός για το 2022 ανέρχεται για την πολιτεία Imo στους 5.459.300 κατοίκους.[2] Τα εν λόγω στοιχεία καταδεικνύουν ότι δεν υπάρχουν συνθήκες αδιάκριτης βίας λόγω ένοπλης σύρραξης στην εν λόγω περιοχή που θα μπορούσαν να θέσουν υπό απειλή την ζωή ενός πολίτη από την παρουσία του και μόνο στην εν λόγω περιοχή, υπό την έννοια του Άρθρου 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ.

 

Ενόψει των ανωτέρω, κρίνω, υπό τις περιστάσεις, ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να τεκμηριώσει σε κανένα στάδιο της διαδικασίας τη βασιμότητα του αιτήματός του για αναγνώριση της ιδιότητας του πρόσφυγα, δυνάμει του περί Προσφύγων Νόμου και της Σύμβασης της Γενεύης, ούτε για την παραχώρηση της συμπληρωματικής προστασίας που προβλέπεται στο άρθρο 19 του Νόμου. Η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε στο πλαίσιο άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του αρμόδιου διοικητικού οργάνου, το οποίο συνεκτίμησε όλα τα πραγματικά στοιχεία και εξέδωσε τελική αιτιολογημένη απόφαση. Δεν έχει καταδειχθεί οτιδήποτε το μεμπτό, ούτως ώστε να δικαιολογείται επέμβαση του παρόντος Δικαστηρίου. Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αποτέλεσμα δέουσας έρευνας και επαρκώς αιτιολογημένη.

 

Με βάση όλα τα πιο πάνω, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με €600 υπέρ των Καθ' ων η αίτηση και εναντίον του Αιτητή. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.

 

 

 

 

Α. AΓΡΟΤΗ, Δ. ΔΔΔΠ

 

 



[1]ACLED, The Armed Conflict Location & Event Data Project, διαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο: https://acleddata.com/explorer/ (βλ. Πλατφόρμα ACLED Explorer, με χρήση των ακόλουθων στοιχείων ανάλυσης: ΧΡΟΝΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ: past year of ACLED DATA, ΤΥΠΟΣ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ: Battles, Explosions/Remote violence, Violence against civilians, Protests και Riots, και ΠΕΡΙΟΧΗ: Africa – Nigeria – Imo State)


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο