
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
27 Σεπτεμβρίου 2024
[Δ.ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
S.R.W.F
Αιτητής
-και-
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ,
μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ' ων η Αίτηση
....................
Αγνή Α. Ξυψιτή (κα), Δικηγόρος του Αιτητή
Στ. Σταύρου (κα) για Ραφαήλ Χρυσάνθου (κος), δικηγόρος για τους Kαθ' ων η αίτηση.
ΑΠΟΦΑΣΗ
Δ. Κατσαρίδης Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Με την υπό εξέταση προσφυγή, ο Αιτητής αιτείται δήλωση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση ημερομηνίας 21/10/2021 η οποία κοινοποιήθηκε στον Αιτητή στις 07/04/2022 και με την οποία τον πληροφορούν την απόρριψη της αίτησης του για διεθνή προστασία, είναι άκυρη και/ή παράνομη και/ή αδικαιολόγητη και/ή στερημένη οποιασδήποτε νομικής ισχύος και/ή έννομου αποτελέσματος.
ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Όπως προκύπτει από την Ένσταση που καταχωρήθηκε από τον ευπαίδευτο συνήγορο που εκπροσωπεί τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης έχουν ως κατωτέρω:
Ο Αιτητής είναι υπήκοος της Σρι Λάνκα και συμπλήρωσε αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας στις 10/01/2019. Στις 19/11/2020, πραγματοποιήθηκε συνέντευξη του Αιτητή από λειτουργό του Οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το Άσυλο - EUAA (εφεξής «ο αρμόδιος λειτουργός»). Στις 14/10/2021, αρμόδιος λειτουργός ετοίμασε Έκθεση και Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με την συνέντευξη του Αιτητή. Στη συνέχεια, ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε την εισήγηση για απόρριψη της αίτησης ασύλου του Αιτητή στις 21/10/2021. Στις 03/11/2021, η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική επιστολή μαζί με την αιτιολόγηση της απόφασης της σχετικά με το αίτημα του Αιτητή, η οποία παραλήφθηκε και υπογράφτηκε ιδιοχείρως από τον Αιτητή στις 07/04/2022. Η τελευταία αυτή απόφαση, αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής, η οποία καταχωρήθηκε μέσω της συνηγόρου του Αιτητή στις 06/05/2022.
ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ
Η συνήγορος του Αιτητή, στην προσφυγή την οποία κατέθεσε παραθέτει πλείονες λόγους ακύρωσης, αρκετοί από τους οποίους δεν συνοδεύονται από σαφή αιτιολογία ή παραπομπή σε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά ή στοιχεία του διοικητικού φακέλου. Στο πλαίσιο των προφορικών αγορεύσεων η συνήγορος του Αιτητή περιορίστηκε στον ισχυρισμό ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι προϊόν μη δέουσας έρευνας.
Οι Kαθ’ων η Αίτηση αντιτείνουν ότι οι λόγοι που ανέφερε ο Αιτητής επί της αίτησης του για διεθνή προστασία είναι καθαρά οικονομικοί και ως εκ τούτου ορθώς απερρίφθη το αίτημα του. Ο Αιτητής στην παρούσα προσφυγή δεν κατάφερε να αποσείσει το βάρος απόδειξης και να αποδείξει βάσιμο λόγο δίωξης για κάποιο από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου, και εφόσον ο Αιτητής δεν πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 3(1) του Νόμου, δεν δύναται να του χορηγηθεί το καθεστώς του πρόσφυγα. Επομένως, ορθά και εύλογα οι Καθ’ ων η Αίτηση, ασκώντας την εξουσία που τους παρέχεται από το Νόμο και βάσει του ενώπιον τους υλικού, κατέληξαν στο πιο πάνω συμπέρασμα. Τέλος επισημάνουν ότι το αίτημα για πολιτικό άσυλο εξετάστηκε επιμελώς σε κάθε στάδιο της προβλεπόμενης από το νόμο διαδικασίας και η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν το αποτέλεσμα ενδελεχούς έρευνας, ορθής αξιολόγησης των στοιχείων και ορθής εφαρμογής του νόμου, και περαιτέρω, η προσβαλλόμενη απόφαση είναι δεόντως αιτιολογημένη και δεν υπήρχε οποιαδήποτε νομική ή πραγματική πλάνη από παρερμηνεία ή λανθασμένη εκτίμηση των στοιχείων που ο Αιτητής είχε θέσει ενώπιον των αρμόδιων οργάνων της Διοίκησης.
ΚΑΤΑΛΗΞΗ
Μελετώντας το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου παρατήρησα ότι η έκθεση – εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού, η οποία διενεργήθηκε στο πλαίσιο της κανονικής διαδικασίας εξέτασης αιτήσεων ασύλου, συντάχθηκε στις 14/10/2020 (βλ. ερ. 50 του δ.φ.), ενώ η ημερομηνία διεξαγωγής της συνέντευξης καταγράφεται ως η 19/10/2020 (βλ. ερ. 45 του δ.φ.), άρα εκ πρώτης όψεως προκύπτει ότι είναι προγενέστερη της ημερομηνίας διεξαγωγής της συνέντευξης.
Λαμβάνοντας υπόψη το ως άνω αναφερθέν το παρόν Δικαστήριο έκρινε σκόπιμο να προχωρήσει σε επανάνοιγμα της υπόθεσης καλώντας ενώπιον του την πλευρά των Καθ’ων η Αίτηση προς υποβολή συγκεκριμένων ερωτήσεων επί τούτου. Κατά την ακροαματική διαδικασία η πλευρά των Καθ’ων η Αίτηση περιορίστηκε στο να αναφέρει ότι εκ παραδρομής καταγράφηκε η ημερομηνία 14/10/2020 ως η καταχωρημένη ημερομηνία σύνταξης της έκθεσης- εισήγηση και ότι η ορθή ημερομηνία είναι η 14/10/2021, εμμένοντας στην θέση τους ότι η προσβαλλόμενη πράξη είναι καθόλα νόμιμη και ορθή καλώντας παράλληλα το δικαστήριο να απορρίψει την προσφυγή.
Λαμβάνοντας υπόψη τα ως άνω αναφερθέν και μετά από μελέτη του διοικητικού φακέλου συντάσσομαι με τα ευρήματα των Καθ’ων η Αίτηση, ήτοι ότι πρόκειται για τυπογραφικό λάθος. Προς τούτο συνηγορεί το γεγονός ότι σε ολόκληρο το κείμενο της έκθεσης/εισήγησης ήτοι η ανάλυση, καταγραφή και η έρευνα του λειτουργού αφορά την χώρα και τόπο συνήθους διαμονής του Αιτητή όπως επίσης και το γεγονός ότι η έκθεση – εισήγηση περιλαμβάνει και καταγράφει ορθά τα γεγονότα και τους ισχυρισμούς που προέβαλε ο Αιτητής κατά το στάδιο της προσωπικής του συνέντευξης. Επιπρόσθετα, λαμβάνω υπόψη μου ότι στο αρχείο καταγραφής του περιεχομένου του διοικητικού φακέλου υπάρχει η υπογραφή του λειτουργού που συνέταξε την έκθεση – εισήγησης και δίπλα καταγράφετε η ημερομηνία 14/10/2021 (βλ. αρχικές σελίδες του διοικητικού φακέλου). Ως εκ τούτου, φρονώ, ότι προφανώς πρόκειται σε τυπογραφικό λάθος της Υπηρεσίας Ασύλου, η καταχωρημένη ημερομηνία σύνταξης της έκθεσης/ εισήγησης στα περιεχόμενα ορθά είναι η 14/10/2021, παρόλο που στο ερ. 50 της έκθεση / εισήγησης σημειώθηκε ως η 14/10/2020. Συνεπώς, δεν εντοπίζω οτιδήποτε παράτυπο, παράνομο ή και μεμπτό στην διαδικασία που ακολουθήθηκε που μπορεί να οδηγήσει σε ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης. Άλλωστε, όπως τονίστηκε στην Υπόθ.Αρ.801/1999, Μαυρονύχη v. Δημοκρατίας, ημερ.12/03/2001, η διοίκηση τεκμαίρεται πως λειτουργεί σύμφωνα με το Νόμο, εκτός όπου καθαρά αποδεικνύεται πως αυτό δεν συμβαίνει. Το βάρος ανατροπής του τεκμηρίου αυτού της κανονικότητας της επίδικης απόφασης φέρει ο ίδιος ο Αιτητής, ο οποίος δεν έχει προσκομίσει οτιδήποτε το οποίο να το ανατρέπει (Βλ. ως προς το τεκμήριο της κανονικότητας των διοικητικών πράξεων, Απόφαση στην Υπόθεση Αρ. 1639/2005, Μd Moin Uddin ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 27.4.2007 και Απόφαση στην Υπόθεση αρ. 465/1998, Ανδρούλλα Κωνσταντινίδου ν. Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας, ημερ. 8.3.2000, (2000) 4 ΑΑΔ 148 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία)
Επομένως δεν προκύπτει από τα ενώπιον μου στοιχεία, οποιοδήποτε ζήτημα παραβίασης ουσιώδης τύπου εκ μέρους του αρμοδίου οργάνου που έλαβε την απόφαση, καθότι καθίσταται ξεκάθαρο από το περιεχόμενο της έκθεσης – εισήγησης και το σύνολο των στοιχείων της υπόθεσης ότι επρόκειτο για τον Αιτητή. Ως προς την νομιμότητα της απόφασης συνηγορεί επίσης το γεγονός ότι, η ημερομηνία λήψης της απόφασης/έγκρισης της εισηγητικής έκθεσης από τον ασκών τα καθήκοντα Προϊσταμένου υπάλληλο της Υπηρεσίας Ασύλου, είναι μεταγενέστερη της ημερομηνίας σύνταξης της έκθεσης εισήγησης, ήτοι εγκρίθηκε στις 21/10/2021.
Προχωρώντας θα εξετάσω τον κατ’ ισχυρισμό που προβάλλει η συνήγορος του Αιτητή, περί έλλειψης δέουσας έρευνας λαμβανομένης και της εξουσίας του παρόντος Δικαστηρίου σύμφωνα με τον περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο του 2018, Ν.73(Ι)/2018 όπου το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας έχει την εξουσία να εξετάσει την παρούσα υπόθεση επί της ουσίας.
Αναφορικά με το ισχυρισμό του Αιτητή περί έλλειψης δέουσας έρευνας έχει πλειστάκις νομολογηθεί ότι η έκταση, ο τρόπος και η διαδικασία που ακολουθείται ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης. Περαιτέρω η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το θέμα που εξετάζεται. Το κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και τη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων τα οποία παρέχουν ασφαλή συμπέρασμα. (Βλέπε Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.α., Α.Ε. 1518/1.11.96, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου, Α.Ε. 1575/14.7.97 , Α.Ε.2371,Motorways Ltd v Δημοκρατίας ημερ. 25/6/99).
Το Δικαστήριο στα πλαίσια ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντος οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωση (βλ. απόφαση αρ. 128/2008 JAMAL KAROU V Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 1 Φεβρουαρίου, 2010).
Περαιτέρω όπως εξηγήθηκε στην υπόθεση Πολυξένη Γεωργίου ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 606/91, ημερομηνίας 22.9.92, στις σελ. 2-3: «Το τι αποτελεί επαρκή έρευνα, εξαρτάται από τα γεγονότα και περιστατικά της κάθε υπόθεσης (Κηαi ν. Τhe Republic (1987) 3 CLR 1534). Η έκταση της έρευνας που ένα διοικητικό όργανο διεξάγει για τη λήψη απόφασης εξαρτάται από τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης (Δημοκρατίας ν. Γιαλλουρίδη και Άλλων), Αναθεωρητικές Εφέσεις 868, 868, ημερομηνίας 13.12.90)».
Σύμφωνα με τα στοιχεία του Αιτητή, όπως καταγράφονται στην έκθεση του λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου και δεν αμφισβητούνται, ο Αιτητής είναι ενήλικας από την Σρι Λάνκα. Κατά την διάρκεια της συνέντευξης του ισχυρίστηκε ότι εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής του για οικονομικούς λογούς και ειδικότερα για να εργαστεί ώστε να είναι σε θέση να αποπληρώσει το δάνειο που έλαβε από άτομα τα οποία επένδυσαν στην επιχείρηση του (βλ. ερ. 39-2χ του δ.φ.). Ερωτηθείς εάν είχε καταγγείλει τις εν λόγω απειλές στις αρχές τις χώρας του ο Αιτητής απάντησε αρνητικά. Ως προς το τι φοβάται ότι θα του συμβεί σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής, ο Αιτητής απάντησε ότι δεν θα είναι σε θέση να αποπληρώσει το δάνειο που έλαβε και ως εκ τούτου η ζωή του θα βρίσκεται σε κίνδυνο (βλ. ερ. 34-4χ του δ.φ).
Ακολούθως, ο αρμόδιος λειτουργός διέκρινε τρεις (3) ουσιώδεις ισχυρισμούς απορρέοντες από το αφήγημα του Αιτητή.
Ο πρώτος ισχυρισμός αφορά τα προσωπικά στοιχεία, τη χώρα καταγωγής και τον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή, ο οποίος και έγινε αποδεκτός.
Ο δεύτερος ισχυρισμός αφορούσε τους οικονομικούς λόγους που ώθησαν το Αιτητή να εγκαταλείψει την χώρα καταγωγής του, ισχυρισμός ο οποίος έγινε αποδεκτός.
Ομοίως και ο τρίτος ισχυρισμός αναφορικά με τις απειλές που είχε δεχθεί από κάποιους δανειστές έγινε αποδεκτός.
Υπό το φως των ως άνω αποδεκτών ισχυρισμών οι Καθ’ων η Αίτηση συνήγαγαν κατά την αξιολόγηση κινδύνου ότι σε περίπτωση επιστροφής του ο Αιτητής δεν φέρει βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης και δεν υπάρχει εύλογη πιθανότητα να κινδυνεύσει με σοβαρή βλάβη. Αναφορικά με τους ισχυρισμούς του περί απειλών σε περίπτωση επιστροφής του από κάποιους δανειστές οι Καθ’ ων η Αίτηση έλαβαν υπόψη ότι ο Αιτητής αναφέρθηκε σε ένα περιστατικό το 2016 όπου ένας εκ των δανειστών εισήλθε στην οικία του Αιτητή, άσκησε σωματική βία στον Αιτητή αλλά και δέχθηκε απειλές εναντίον της ζωής του (βλ. ερ. 36-1χ του δ.φ.). Στην συνέχεια ο Αιτητής εγκατέλειψε τον τόπο συνήθους διαμονής του, ήτοι το χωρίο Dankotuwa, και εγκαταστάθηκε στο χωρίο Thalawila. Ωστόσο στην συνέχεια ο Αιτητής ανέφερε ότι κατά ή περί τον Απρίλιο του 2017 ήρθε σε συμφωνία με τους δανειστές προς εξόφληση του εν λόγω δανείου. Ερωτηθείς γιατί επέστρεψε στο χωρίο Dankotuwa λαμβανομένου του γεγονότος ότι κινδύνευε η ζωή του από τους δανειστές ο Αιτητής αποκρίθηκε ότι ήταν δύσκολο για την σύζυγο του να έρθει στο χωρίο Thalawila. O Αιτητής ανέφερε ότι παρέμεινε στο χωρίο Dankotuwa για αρκετούς μήνες (βλ. ερ. 35 του δ.φ.) χωρίς να αντιμετωπίσει οποιαδήποτε άλλα προβλήματα από τους δανειστές (βλ. ερ 34-1χ του δ.φ.).
Προχωρώντας οι Καθ’ων η αίτηση έλαβαν υπόψη πληροφορίες από την χώρα καταγωγής του Αιτητή οι οποίες αναφέρουν ότι ο Αιτητής μπορεί να απευθυνθεί στις αρχές της χώρας του για νομική υποστήριξη σχετικά με τα χρέη του. Επιπλέον το γεγονός ότι ο Αιτητής επέστρεψε στο χωρίο Dankotuwa για περίοδο πέραν τον τριών μηνών, και παρά το ότι δεχόταν απειλές, δεν αντιμετώπισε οποιαδήποτε άλλα προβλήματα από τους δανειστές του, στοιχείο το οποίο συνηγορεί ότι ο Αιτητής δεν φέρει βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης και δεν υπάρχει εύλογη πιθανότητα να κινδυνεύσει με σοβαρή βλάβη. Επιπλέον, οι Καθ’ων η Αίτηση έλαβαν υπόψη ότι ο Αιτητής ουδέποτε αποτάθηκε στις αρχές της χώρας του προβαίνοντας σε κάποια καταγγελία εναντίον τον δανειστών (βλ. ερ. 35 του δ.φ.)
Προχωρώντας στη νομική ανάλυση, οι Καθ’ων η αίτηση κατέληξαν στο ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις υπαγωγής του Αιτητή σε ένα από τους πέντε λόγους που εξαντλητικά προβλέπονται από το άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου και ως εκ τούτου δεν δικαιούται προσφυγικό καθεστώς. Επιπλέον, κρίθηκε ότι σε περίπτωση επιστροφής του στη Σρι Λάνκα, ο Αιτητής δεν θα κινδυνεύσει με θανατική ποινή ή εκτέλεση σύμφωνα με το άρθρο 19(2)(α) του περί Προσφύγων Νόμου, ούτε ενδέχεται να υποστεί βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία δυνάμει του άρθρου 19 (2)(β). Αναφορικά δε με το άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, οι Καθ' ων η αίτηση κατέληξαν, κατόπιν σχετικής έρευνας αναφορικά με την κατάσταση ασφαλείας στην Σρι Λάνκα, ότι ο Αιτητής δεν θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη υπό την έννοια του συγκεκριμένου άρθρου σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής και ως εκ τούτου, το ενδεχόμενο υπαγωγής του σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας απορρίφθηκε.
Έχω εξετάσει με προσοχή τον διοικητικό φάκελο του Αιτητή και, όπως προκύπτει από τα στοιχεία που βρίσκονται σ΄ αυτόν, ορθά η Υπηρεσία Ασύλου αποφάσισε ότι οι ισχυρισμοί του, οι οποίοι κρίθηκαν αποδεκτοί δεν εμπίπτουν στις πρόνοιες της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 και στον περί Προσφύγων Νόμο.
Ειδικότερα, έχοντας μελετήσει προσεκτικά την συνέντευξη που διεξήχθη, την εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού, όλο το υλικό το οποίο βρίσκεται ενώπιον μου, κρίνω ότι η Υπηρεσία Ασύλου προέβη σε επαρκή έρευνα όλων των ουσιωδών στοιχείων.
Συγκεκριμένα, το παρόν Δικαστήριο κρίνει ο πρώτος ισχυρισμός του Αιτητή σχετικά με τα προσωπικά του στοιχεία, τη χώρα καταγωγής και τον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του έγινε ορθώς αποδεκτός από τους Καθ΄ ων η αίτηση αφού οι δηλώσεις του κρίθηκαν σαφείς και οι πληροφορίες που προέβαλε επιβεβαιώθηκαν και/ή εντοπίστηκαν σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης και/ή χαρτογράφησης. Ως εκ τούτου, ο εν λόγω ισχυρισμός γίνεται αποδεκτός και από το παρόν Δικαστήριο.
Αναφορικά με τον δεύτερο ισχυρισμό ως προς τους οικονομικούς λόγους που ώθησαν τον Αιτητή να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του, η γενική αξιοπιστία του Αιτητή κρίθηκε μεν ικανοποιητική, πλην όμως, οι ισχυρισμοί του δεν μπορούν να υπαχθούν στις πρόνοιες του Νόμου για την παραχώρηση διεθνούς προστασίας. Οι εν λόγω ισχυρισμοί του Αιτητή οι οποίοι περιστρέφονται γύρω από την απροθυμία του να επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του για οικονομικούς λόγους δεν στοιχειοθετούν λόγο υπαγωγής στο προστατευτικό καθεστώς του πρόσφυγα. Η επίκληση αμιγώς οικονομικών κινήτρων εγκατάλειψης της χώρας καταγωγής του Αιτητή δεν δικαιολογεί από μόνη της την υπαγωγή του στο καθεστώς του πρόσφυγα ή την αναγνώριση καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας. [Βλ. ενδεικτικώς Υπόθεση Αρ. 2319/2006Md Jakir Hossain v. Δημοκρατίας, μέσω Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 16.7.2008, (2008) 4 ΑΑΔ 568, Απόφαση στην υπόθεση αρ. 444/20, S.Μ.S. ν. Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, ημερ. 2.6.2021, Υπόθεση Αρ. 1051/2010, Irene Fesenko v. Δημοκρατίας, μέσω Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων].
Αναφορικά με τον τρίτο ισχυρισμό ως προς τις απειλές που είχε δεχθεί ο Αιτητής από κάποιους δανειστές και παρά το ότι ο εν λόγω ισχυρισμός κρίθηκε αξιόπιστος και αφού μελέτησα με μεγάλη προσοχή τα όσα αναφέρθηκαν από τον Αιτητή στο πλαίσιο της συνέντευξής του καθώς και τα όσα καταγράφηκαν στην έκθεση του λειτουργού, συμφωνώ με το καταληκτικό συμπέρασμα του λειτουργού, ότι αυτός δεν διατρέχει σε περίπτωση επιστροφής του βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης λόγω της μη αποπληρωμής κάποιου δανείου στους δανειστές.
Στο εγχειρίδιο του EASO «Προϋποθέσεις χορήγησης διεθνούς προστασίας (οδηγία 2011/95/ΕΕ) - Δικαστική Ανάλυση» αναφέρονται τα εξής:
«Ο όρος «βάσιμος φόβος» σημαίνει ότι πρέπει να υπάρχει έγκυρη αντικειμενική βάση για τον φόβο δίωξης του αιτούντος. Το συγκεκριμένο στοιχείο του ορισμού του πρόσφυγα αφορά τον κίνδυνο ή την πιθανότητα να υποστεί δίωξη. Ο φόβος θεωρείται βάσιμος, εάν διαπιστώνεται ότι υπάρχει «εύλογη» πιθανότητα να υλοποιηθεί στο μέλλον (493). Για τη διαπίστωση αυτή, είναι απαραίτητο να αξιολογούνται οι δηλώσεις του αιτούντος υπό το πρίσμα όλων των σχετικών περιστάσεων της υπόθεσης [άρθρο 4 παράγραφος 3 της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση)] και να ελέγχονται οι περιστάσεις που επικρατούν στη χώρα καταγωγής του, καθώς και η συμπεριφορά των υπευθύνων δίωξης (494). Επομένως, η διαπίστωση του βάσιμου φόβου συνδέεται στενά με το καθήκον της αξιολόγησης των αποδεικτικών στοιχείων και της αξιοπιστίας που διέπεται πρωτίστως από το άρθρο 4 της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση). Η αξιολόγηση των αποδεικτικών στοιχείων, συμπεριλαμβανομένης της αξιολόγησης της αξιοπιστίας, είναι το πρώτο στάδιο. Εάν τα αποδεικτικά στοιχεία που υπέβαλε ο αιτών γίνουν δεκτά ως αξιόπιστα, ο υπεύθυνος για τη λήψη της απόφασης προχωρά στο δεύτερο στάδιο και εξετάζει κατά πόσον τα γεγονότα και οι περιστάσεις που έγιναν δεκτά ισοδυναμούν με βάσιμο φόβο.»
Αυτό το στοιχείο του ορισμού του πρόσφυγα αφορά την αξιολόγηση της «έκτασης του κινδύνου» όπως επίσης και κατά πόσο ο εκάστοτε Αιτητής «υπόκειται σε πράξεις δίωξης» σε περίπτωση «επιστροφή στη χώρα καταγωγής του»[1]. Για το ΔΕΕ, ο ενδιαφερόμενος υπήκοος τρίτης χώρας ή απάτρις «πρέπει, επομένως, λόγω περιστάσεων στη χώρα καταγωγής του και της συμπεριφορά των φορέων της δίωξης, να έχει βάσιμο φόβο ότι θα διωχθεί προσωπικά…»[2]. Όπως σημείωσε το δικαστήριο στην υπόθεση Abdulla, «Αυτές οι περιστάσεις δείχνουν ότι η τρίτη χώρα δεν μπορεί να προστατεύει τον υπήκοό της από αυτές της πράξεις δίωξης»[3].
Από τα ενώπιον μου στοιχεία φρονώ ότι ο Αιτητής δεν διατρέχει πραγματικό κίνδυνο να διωχθεί. Ανατρέχοντας στο περιεχόμενο της συνέντευξης του ερωτηθείς για τις απειλές που είχε δεχθεί αποκρίθηκε ότι αυτές έλαβαν χώρα το 2016 με αποτέλεσμα να εγκαταλείψει το χωρίο του. Επιπλέον, ερωτηθείς στην συνέχεια, τον λόγο επιστροφής του το 2017 στο χωρίο του αυτός αποκρίθηκε ότι ήρθε σε συμφωνία με τους δανειστές να εργαστεί με σκοπό να αποπληρώσει το δάνειο του. Ερωτηθείς εάν του συνέβη οτιδήποτε μετά την επιστροφή στο χωρίο, όπου και παρέμεινε για αρκετούς μήνες, αυτός αποκρίθηκε αρνητικά. Τέλος, ερωτηθείς εάν αποτάθηκε στις αρχές της χώρας του αυτός και πάλι αποκρίθηκε αρνητικά.
Αναφορικά με την εξωτερική αξιοπιστία του εν λόγω ισχυρισμού και σε συφωνία με τις πληροφορίες επί της χώρας καταγωγής που παραθέτουν οι Καθ’ων η Αίτηση δια της έκθεση – εισήγησης (βλ. ερ. 54 του δ.φ.) και λαμβανομένου ότι το παρόν δικαστήριο έχει πρόσβαση σε ακριβείς και επικαιροποιημένες πληροφορίες από διάφορες πηγές σχετικά με τη δυνατότητα του Αιτητή να απευθυνθεί στις αρχές της χώρας καταγωγής του κατά τον χρόνο λήψης της απόφασής του[4] το Δικαστήριο θα προβεί σε έρευνα από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης με τα ακόλουθα ευρήματα (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):
Σύμφωνα με Έκθεση του Τμήματος Εξωτερικών Υποθέσεων της Αυστραλίας, αναφέρεται ότι «Η Σρι Λάνκα δεν έχει νόμους ή πολιτικές που εμποδίζουν την πρόσβαση στην κρατική προστασία λόγω θρησκείας ή εθνικότητας. Όλοι οι πολίτες έχουν πρόσβαση σε τρόπους προσφυγής μέσω της αστυνομίας, της δικαιοσύνης και της HRCSL (Human Rights Commission of Sri Lanka).».[5]
Περαιτέρω, οι πολίτες μπορούν να προσφύγουν σε αστικά ένδικα μέσα για παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων μέσω των εθνικών τους δικαστηρίων, μέχρι το Ανώτατο Δικαστήριο.[6] Σύμφωνα με πιο πρόσφατη έκθεση του USDOS «[τ]ο σύνταγμα και ο νόμος παρέχουν το δικαίωμα σε δίκαιη και δημόσια δίκη, και η ανεξάρτητη δικαστική αρχή εφαρμόζει γενικά αυτό το δικαίωμα. Αν και η κυβέρνηση μερικές φορές δεν σεβόταν τη δικαστική ανεξαρτησία και αμεροληψία, το 2022 ψηφίστηκε τροποποίηση του Συντάγματος και καταργήθηκε η αποκλειστική ευχέρεια του Προέδρου να διορίζει δικαστές ανώτερων δικαστηρίων και επανιδρύθηκε ένα συνταγματικό συμβούλιο.[7]
Συνεπώς, με βάση τα διαπιστωμένα πραγματικά περιστατικά, την εκτίμηση κινδύνου και τις διαθέσιμες πληροφορίες σχετικά με τη χώρα καταγωγής, διαπιστώνεται ότι δεν πληρούται το αντικειμενικό στοιχείο του βάσιμου φόβου δίωξης. Ενόψει των ανωτέρω, κρίνω ότι δεν υφίσταται εν προκειμένω εύλογη πιθανότητα ο Αιτητής να εκτεθεί, σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, σε μεταχείριση η οποία θα μπορούσε να ανέλθει σε δίωξη ή σοβαρή βλάβη λόγω μη εξόφλησής δανείου από δανειστές.
Ως εκ τούτου θα συμφωνήσω με την κατάληξη των Καθ’ ων η Αίτηση. Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω, το προφίλ του Αιτητή και τα όσα ανέφερε επί της αίτησης του για διεθνή προστασία, δεν εκτιμάται ούτε μπορεί ευλόγως να πιθανολογηθεί ότι σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του θα διωχθεί από τους δανειστές του, συνεπώς δεν υπάρχει βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης για κάποιον από τους λόγους που αναφέρονται στη Σύμβαση της Γενεύης για τους Πρόσφυγές αντίστοιχά άρθρο 3 του Περί Προσφύγων Νόμου 2000.
Πέραν τούτου, διαπιστώνω ότι κατά το στάδιο της διοικητικής διαδικασίας υποβλήθηκαν στον Αιτητή ανοικτής φύσεως ερωτήματα, τα οποία είχε τη δυνατότητα να απαντήσει. Ο αρμόδιος λειτουργός έκανε επαρκείς ερωτήσεις, για να καλύψει τόσο τον πυρήνα του αιτήματος, όσο και τα επιμέρους θέματα, ακολουθώντας την ορθή διερευνητική διαδικασία και επιπρόσθετα συνεργάστηκαν με τον αιτούντα κατά το στάδιο προσδιορισμού των συναφών στοιχείων της αιτήσεως αυτής[8]. Ο αρμόδιος λειτουργός προέβη σε εκτενή ανάλυση ενός εκάστου ουσιώδους ισχυρισμού του Αιτητή ώστε να αξιολογήσει τον πιθανό κίνδυνο που θα διατρέξει σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, προβαίνοντας παράλληλα σε έρευνα με διαθέσιμες πληροφορίες από τη χώρα καταγωγής ως προνοείται στο άρθρο 18(3)(α) του περί Προσφύγων Νόμου.
Σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Ανώτατου Δικαστηρίου, το βάρος απόδειξης περί της έλλειψης δέουσας έρευνας βαρύνει τον Αιτητή (βλ. Παπαδόπουλος ν. Διευθυντή Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων (1990) 3 Α.Α.Δ. 262). Δεν φαίνεται να υπάρχει οτιδήποτε στον διοικητικό φάκελο της υπόθεσης που να στηρίζει τη θέση του Αιτητή ότι υπήρξε έλλειψη δέουσας έρευνας, και επιπλέον δεν έχει εξειδικεύσει τον ισχυρισμό του αυτό με συγκεκριμένες θέσεις.
Υπενθυμίζω συναφώς ότι σύμφωνα με το αρ.3 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 (6(I)/2000) (στο εξής ο Νόμος) και αρ.2 (δ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ (στο εξής η Οδηγία), ως πρόσφυγας αναγνωρίζεται «[.] πρόσωπο που, λόγω βάσιμου φόβου καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, είναι εκτός της χώρας της ιθαγενείας του και δεν είναι σε θέση, ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο, να χρησιμοποιήσει την προστασία της χώρας αυτής [.]». Σύμφωνα δε με το αρ.3Γ του Νόμου και αντίστοιχα αρ. 9 της Οδηγίας, η πράξη δίωξης η οποία προκαλεί βάσιμο φόβο καταδίωξης θα πρέπει να «είναι αρκούντως σοβαρή λόγω της φύσης ή της επανάληψής της ώστε να συνιστά σοβαρή παραβίαση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ειδικά των δικαιωμάτων από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση βάσει του άρθρου 15 παράγραφος 2 της ευρωπαϊκής σύμβασης για την προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών· ή να αποτελεί σώρευση διαφόρων μέτρων συμπεριλαμβανομένων παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η οποία να είναι αρκούντως σοβαρή ούτως ώστε να θίγεται ένα άτομο κατά τρόπο αντίστοιχο με τον αναφερόμενο στο στοιχείο».
Από τα ενώπιον μου στοιχεία δεν προκύπτει ότι σε περίπτωση επιστροφής του στην χώρα καταγωγής του θα υπόκειτο σε δίωξη για κάποιο από τους λόγους όπως αυτοί απαριθμούνται στο άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου. Στην υπό κρίση περίπτωση, σημειώνεται ότι αφορά μια ιδιωτική διαφορά, οι δε ιδιωτικές διαφορές, καταρχήν, δεν σχετίζονται προς τους λόγους που προβλέπονται από τη Σύμβαση της Γενεύης του 1951 (δίωξη λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, συμμετοχής σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα ή πολιτικών πεποιθήσεων) και δεν αποτελούν βάση για την αναγνώριση ενός προσώπου ως πρόσφυγα. Ούτως ή άλλως, ο Αιτητής θα μπορούσε να αναζητήσει προστασία από τις αρχές της χώρας καταγωγής του. Ούτε προκύπτει ότι η βλάβη που επικαλείται είναι αρκούντως σοβαρή λόγω της φύσης ή της επανάληψης των επαπειλούμενων περιστατικών, ώστε να συνιστά σοβαρή παραβίαση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων (βλ. άρθρο 3Γ Περί Προσφύγων Νόμου).
Συνεπώς μένει εκτός του προστατευτικού σκοπού της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ για την αναγνώριση προσφυγικού καθεστώτος. Η εν λόγω διαφορά δεν παρουσιάζει στοιχεία δίωξης για ένα από τους πέντε (5) λόγους που εξαντλητικά αναφέρονται στο άρθρο 3 (1) του περί Προσφύγων Νόμου. Η Υπηρεσία Ασύλου στην έκθεση/εισήγηση, αξιολόγησε κάθε ισχυρισμό του Αιτητή και για τους λόγους που εκτενώς καταγράφηκαν στην εισήγησή της, εύλογα κατέληξε στο συμπέρασμα, ότι δεν θα υποστεί δίωξη σε περίπτωση επιστροφής του στην χώρα καταγωγής του, υπό την έννοια του άρθρου 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου.
Ούτε επίσης τεκμηριώνεται η υπαγωγή του στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας (άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου), καθώς ο Αιτητής δεν τεκμηριώνει, αλλά και από τα ενώπιον μου στοιχεία δεν προκύπτει, ότι εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη. Για τη διαπίστωση αυτού του πραγματικού κινδύνου θα πρέπει να υπάρχουν, όπως ρητά προνοεί το άρθρο 19(1), «ουσιώδεις λόγοι». Περαιτέρω, σοβαρή βλάβη ή σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη κατά το εδάφιο (2) του άρθρου 19, σημαίνει κίνδυνο αντιμετώπισης θανατικής ποινής, βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας, παραβίασης ανθρωπίνου δικαιώματος, τόσο κατάφωρης ώστε να ενεργοποιούνται οι διεθνείς υποχρεώσεις της Δημοκρατίας ή να υπάρχει απειλή κατά της ζωής, της ασφάλειας ή της ελευθερίας ως αποτέλεσμα άσκησης αδιάκριτης βίας λόγω συνθηκών ένοπλης σύγκρουσης ή συστηματικών και γενικευμένων παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Ως προς τον αριθμό των περιστατικών ασφαλείας για την πληρότητα της έρευνας παρατίθενται και αριθμητικά δεδομένα από τη βάση δεδομένων ACLED (Τhe Armed Conflict Location & Event Data Project), κατά την χρονική περίοδο 20/09/2023 - 20/09/2024 καταγράφονται στην βορειοδυτική περιοχή, όπου υπάγεται ο τόπος τελευταίας διαμονής του Αιτητή, η πόλη Dankotuwa, 25 περιστατικά ασφαλείας τα οποία οδήγησαν σε μια ανθρώπινη απώλεια.[9]
Με βάση το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου και αφού εξέτασα τόσο τη νομιμότητα, όσο και την ουσία της παρούσης, καταλήγω ότι το αίτημα του Αιτητή εξετάστηκε επιμελώς σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και εύλογα απορρίφθηκε η αίτησή του για διεθνή προστασία. Η απόφαση της Διοίκησης, αποτελεί προϊόν επαρκούς έρευνας και ορθής αξιολόγησης όλων των δεδομένων και στοιχείων, σύμφωνα και με το Νόμο και είναι πλήρως αιτιολογημένη.
Ορθά η Διοίκηση, κατέληξε ότι τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης δε στοιχειοθετούσαν τις αναγκαίες προϋποθέσεις για να αναγνωριστεί στον Αιτητή το καθεστώς του πρόσφυγα, ως προβλέπεται στα άρθρα 3-3Δ του Νόμου, αφού δεν τεκμηριώθηκε βάσιμος φόβος δίωξης, για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, ούτε το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας που προβλέπεται στο άρθρο 19 του Νόμου, αφού αυτός «δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο ότι θα υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη, ως καθορίζεται στο άρθρο 19(2)».
Καταληκτικά, λαμβάνω υπόψη ότι ο Υπουργός Εσωτερικών στα πλαίσια των εξουσιών του άρθρου 12 Β τρις του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000, με την ΚΔΠ 191/2024, καθόρισε τη χώρα καταγωγής του Αιτητή, ως ασφαλή χώρα ιθαγένειας, εφόσον ικανοποιείται βάσει της νομικής κατάστασης, της εφαρμογής του δικαίου στο πλαίσιο δημοκρατικού συστήματος και των γενικών πολιτικών συνθηκών, ότι στην οριζόμενη χώρα γενικά και μόνιμα δεν υφίστανται πράξεις δίωξης, σύμφωνα με το άρθρο 3Γ, ούτε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία, ούτε απειλή, η οποία προκύπτει από τη χρήση αδιάκριτης βίας σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης. Τέλος, ο Αιτητής δεν ανέτρεψε το τεκμήριο του χαρακτηρισμού της χώρας καταγωγής του ως ασφαλούς.
Δια τους λόγους που πιο πάνω αναφέρονται η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με έξοδα €800 εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ' ων η αίτηση.
Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] Απόφαση ΔΕΕ, συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑71/11 and C‑99/11, 05/09/2012, Υ και Ζ Παρ. 76 και 78–79
[2] Απόφαση ΔΕΕ, συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑71/11 and C‑99/11, 05/09/2012, Υ και Ζ Παρ. 51
[3] Συνεκδικαζόμενες αποφάσεις του ΔΕΕ C‑175/08, C‑176/08, C‑178/08 και C‑179/08, 02/03/2010 Παρ. 59
[4] [βλ. άρθρο 10 παράγραφος 4 της Οδηγία 2013/32/ΕΕ (αναδιατύπωση)], σε συνάρτηση βέβαια με το άρθρο 4 της 2011/95/ΕΕ της οδηγίας (αναδιατύπωση) και άρθρο 46 της οδηγίας 2013/32/ΕΕ (αναδιατύπωση) όπου απαιτείται να υπάρχει «πλήρης και ex nunc εξέταση τόσο των γεγονότων όσο και νομικά σημεία»
[5] Australian Government: Department of Foreign Affairs and Trade, DFAT COUNTRY INFORMATION REPORT SRI LANKA, 2 May 2024,σελ. 60, διαθέσιμο σε: https://www.dfat.gov.au/sites/default/files/country-information-report-sri-lanka.pdf (ημερομηνία πρόσβασης 24/09/2024)
[6] USDOS - US Department of State, 2020 Country Reports on Human Rights Practices: Sri Lanka, 30 March 2021, διαθέσιμο σε: https://www.state.gov/reports/2020-country-reports-on-human-rights-practices/sri-lanka/ (βλ. ενότητα ' Section 1.Respect for the Integrity of the Person, e. Denial of Fair Public Trial)(ημερομηνία πρόσβασης 24/09/2024).
[7] USDOS - US Department of State, 2023 Country Report on Human Rights Practices: Sri Lanka, 23 April 2024,διαθέσιμο σε: https://www.state.gov/reports/2023-country-reports-on-human-rights-practices/sri-lanka/ (βλ. ενότητα ' Section 1.Respect for the Integrity of the Person, e. Denial of Fair Public Trial, Trial Procedures)(ημερομηνία πρόσβασης 24/09/2024).
[8] M. Κατά Minister for Justice, Equality and Law Reform, Ιρλανδίας, Attorney General, C‑;277/11 22ας Νοεμβρίου 2012 υποσημείωση 82, σκέψη 65.
[9] ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION - ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Project, διαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο: https://acleddata.com/explorer/ (βλ. πλατφόρμα Explorer, με χρήση των ακόλουθων στοιχείων ανάλυσης: METRIC: Event Counts/Fatality Counts, EVENT CATEGORIES: Event Types (Battles / Violence against civilians / Explosions/Remote violence / Riots / Protests) DATE RANGE: 20.09.2023 – 20.09.2024, REGION: Asia-Pacific, COUNTRY: Sri Lanka, ADMIN UNIT: North Western) [Ημερομηνία Πρόσβασης: 25/09/2024]
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο