
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθεση Αρ.: 3572/22
17 Σεπτεμβρίου 2024
[Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
C.L.A.
Αιτήτρια
ΚΑΙ
Κυπριακής Δημοκρατίας,
μέσω Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ' ων η αίτηση
........
Η Αιτήτρια εμφανίζεται αυτοπροσώπως.
Ε. Προκοπίου (κα), Δικηγόρος για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους καθ' ων η αίτηση
[Παρών ο κ. Ανδρέας Χατζησάββα για πιστή μετάφραση από τα αγγλικά στα ελληνικά και αντίστροφα].
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Με την υπό εξέταση προσφυγή, η Αιτήτρια αιτείται την ακύρωση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, ημερομηνίας 18/04/2022, η οποία κοινοποιήθηκε στην Αιτήτρια στις 06/06/2022 και με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή της για παροχή διεθνούς προστασίας.
ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Ως εκτίθεται στην ένσταση που καταχωρήθηκε από τους Καθ' ων η αίτηση και προκύπτει από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου της Υπηρεσίας Ασύλου που κατατέθηκε ως τεκμήριο 1 στα πλαίσια των διευκρινήσεων της παρούσας προσφυγής, η Αιτήτρια έχει την ιθαγένεια της Νιγηρίας. Στις 15/01/2020 συμπλήρωσε αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας. Στις 04/02/2022 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη της Αιτήτριας από αρμόδια λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου. Κατόπιν της διενεργηθείσας συνέντευξης, κρίθηκε απαραίτητο από την Υπηρεσία Ασύλου ως η Αιτήτρια παραπεμφθεί στις Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας (εφεξής «ΥΚΕ») στο πλαίσιο του Άρθρου 44 του περί της Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Εμπορίας και Εκμετάλλευσης Προσώπων και της Προστασίας των Θυμάτων Νόμος του 2014 (Ν.60(Ι)/2014 και εφεξής αναφερόμενος «Ν.60(Ι)/2014»). Στις 20/03/2022 η αρμόδιος λειτουργός ετοίμασε έκθεση – εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με τη συνέντευξη της Αιτήτριας. Στη συνέχεια, ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε την εισήγηση για απόρριψη της αίτησης ασύλου της Αιτήτριας στις 18/04/2022. Στις 06/06/2022 η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική επιστολή μαζί με την αιτιολόγηση της απόφασής της σχετικά με το αίτημα της Αιτήτριας, η οποία παραλήφθηκε και υπογράφηκε ιδιοχείρως από την Αιτήτρια αυθημερόν. Η τελευταία αυτή απόφαση, αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.
ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ
Η Αιτήτρια δεν υποδεικνύει στο εισαγωγικό δικόγραφο της διαδικασίας οποιαδήποτε πλημμέλεια της επίδικης απόφασης, αλλά ουσιαστικά επαναλαμβάνει τον πυρήνα του αιτήματός της όπως τον εξέθεσε κατά την προσωπική της συνέντευξη.
Στην Γραπτή της Αγόρευση η Αιτήτρια επανέλαβε την ιστορία που εξέθεσε κατά την προσωπική της συνέντευξη και προώθησε ότι πρόκειται για θύμα εμπορίας ανθρώπων και ότι γι’ αυτό το λόγο χρήζει προστασίας. Προσέθεσε ότι οι φίλοι της στη Νιγηρία την ενημέρωσαν ότι η γυναίκα που την έστειλε στην Κύπρο εξαπέλυσε ανθρωποκυνηγητό για να την εντοπίσει μαζί με διεφθαρμένους αστυνομικούς, καθώς επίσης ότι έχει ακόμα πόνους στο πόδι. Στην Απαντητική Γραπτή της Αγόρευση η Αιτήτρια επανέλαβε ότι αν επιστρέψει στη χώρα καταγωγής της θα επαναθυματοποιηθεί και προσκόμισε διάφορα αντίγραφα ταυτοποιητικών εγγράφων, πτυχίων πιστοποιητικών, και φωτογραφιών από τη νοσηλεία της.
Οι Καθ’ ων η Αίτηση αντιτείνουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ορθή και νόμιμη, βρίσκεται σε πλήρη αρμονία με το διεθνές και το ευρωπαϊκό δίκαιο, τις διατάξεις του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας, των Νόμων και των εκδοθέντων υπ’ αυτών Κανονισμών, είναι αποτέλεσμα ορθής ενάσκησης των εξουσιών με τις οποίες περιβάλλονται οι Καθ’ ων η Αίτηση, ενώ λήφθηκε μετά από δέουσα έρευνα κατόπιν ορθής αξιολόγηση όλων των σχετικών γεγονότων και στοιχείων της συγκεκριμένης υπόθεση, κατ’ εφαρμογή των αρχών του διοικητικού δικαίου είναι δε επαρκώς και/ή δεόντως αιτιολογημένη.
ΚΑΤΑΛΗΞΗ
Κατόπιν των ως άνω, ενόψει της μη περίληψης οιουδήποτε νομικού ισχυρισμού στην παρούσα αίτηση, απομένει η επί της ουσίας εξέταση της παρούσας αιτήσεως αφού η προσβαλλόμενη πράξη εκδόθηκε «Κατόπιν αίτησης η οποία υποβάλλεται στην αρμόδια διοικητική αρχή μετά την 20ή Ιουλίου 2015 [.]» [αρ.11(3)(β)(α) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (73(I)/2018)] και συνεπώς το Δικαστήριο διατηρεί εξουσία να εξετάσει και επί της ορθότητας της την προσβαλλόμενη απόφαση. Με βάση λοιπόν τα διαλαμβανόμενα στο αρ.146 (4) (α) του Συντάγματος - το οποίο ορίζει σχετικώς ότι το Δικαστήριο δύναται δια της αποφάσεως του «να τροποποιήσει εν όλω ή εν μέρει την απόφαση ή την πράξη, ως νόμος για Διοικητικό Δικαστήριο ήθελε ορίσει, νοουμένου ότι [.] είναι απόφαση αφορώσα σε διαδικασία διεθνούς προστασίας κατά το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης» - αλλά και το άρθρο 11 (3) (α) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (73(I)/2018) - όπου αναφέρεται ότι το Δικαστήριο «προβαίνει σε έλεγχο της νομιμότητας και ορθότητας αυτής, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής [.] τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν» - προχωρώ να εξετάσω το κατά πόσο η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε σε πλήρη συμμόρφωση με τις σχετικές περί τούτου διατάξεις του Νόμου και της Οδηγίας και είναι δια τούτο επί της ουσίας ορθή.
Το Δικαστήριο στα πλαίσια ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντος οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωση (βλ. απόφαση αρ. 128/2008 JAMAL KAROU V Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 1 Φεβρουαρίου, 2010).
Ως εκ τούτου, προσέγγισα το θέμα με βάση τα ενώπιόν μου στοιχεία και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, εξετάζοντας όλα τα ουσιώδη στοιχεία και πραγματικά περιστατικά που οι Καθ' ων η αίτηση είχαν ενώπιόν τους.
Κατά την καταγραφή του αιτήματος διεθνούς προστασίας, η Αιτήτρια δήλωσε ότι οι γονείς της απεβίωσαν όταν ήταν 12 ετών και ακολούθως η ίδια διέμεινε με τη θεία της και τον σύζυγό της θείας της. Ο θείος της ξεκίνησε να τη βιάζει σε ηλικία 14 ετών. Όταν η ίδια τον απειλούσε ότι θα μιλήσει στη θεία της εκείνος με τη σειρά του την απειλούσε ότι θα σταματήσει να τη φροντίζει και θα τη σκοτώσει. Η Αιτήτρια έζησε κάποια χρόνια υπό καθεστώς φόβου, καθώς δεν υπήρχε κάποιος άλλος άνθρωπος που θα μπορούσε να τη φροντίσει. Τελικά, κατάφερε να μαζέψει κουράγιο και να εγκαταλείψει το σπίτι της θείας της. Μετέβη στο σπίτι ενός/μίας φίλου/ης της στο κρατίδιο Borno και εκεί άκουσε ότι μπορεί να πάει στη Λιβύη. Συγκέντρωσε λοιπόν, κάποια χρήματα και πλήρωσε κάποιους ανθρώπους, ώστε να την μεταφέρουν στην Ευρώπη και να μπορέσει να ξεκινήσει μια καλύτερη ζωή.
Κατά το κρίσιμο στάδιο της προφορικής της συνέντευξης και σχετικά με τα προσωπικά της στοιχεία, η Αιτήτρια δήλωσε ότι γεννήθηκε στην πόλη Benin του κρατιδίου Edo. Σε ηλικία 9 ετών μετακόμισε στο κρατίδιο Ondo, όπου ολοκλήρωσε τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση το έτος 2010. Ακολούθως, μετακόμισε στο Lagos και συγκεκριμένα στο σπίτι της θείας της. To 2012 εισήχθη στο Πανεπιστήμιο του κρατιδίου Delta, απ’ όπου αποφοίτησε το 2016. Μετά τις σπουδές της μετέβη στο κρατίδιο Akwa-Ibom για να πραγματοποιήσει πρακτική άσκηση για διάστημα ενός έτους (2017). Μετά επέστρεψε στο Lagos, όπου και διέμεινε μέχρι να εγκαταλείψει τη χώρα. Αναφορικά με το επαγγελματικό της υπόβαθρο, η Αιτήτρια δήλωσε ότι εργάστηκε για ένα έτος ως δασκάλα στα πλαίσια υποχρεωτικής πρακτικής μετά το πέρας των σπουδών της, ενώ από τον Αύγουστο του 2018 έως τον Αύγουστο του 2019 εργαζόταν σε ένα κομμωτήριο. Ως προς την πατρική της οικογένεια, δήλωσε ότι οι γονείς της αποβίωσαν το 2004 εξαιτίας ενός αυτοκινητιστικού ατυχήματος και ακολούθως η ίδια μετακόμισε με τη θεία της στο κρατίδιο Ondo. Αναφορικά με το ταξίδι της, δήλωσε ότι ταξίδεψε νόμιμα από τη Νιγηρία στις 30 Σεπτεμβρίου 2019, μετέβη στην Τουρκία και κατέληξε στις μη ελεγχόμενες περιοχές της Κύπρου την 1η Οκτωβρίου.
Ως προς τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της, η Αιτήτρια δήλωσε ότι ο θείος της την «εκμεταλλεύτηκε» σε ηλικία 15 ετών. Η ίδια δεν αποκάλυψε κάτι, καθώς την απείλησε ότι θα σταματήσει τη φοίτησή της στο σχολείο. Η σεξουαλική της κακοποίηση συνεχίστηκε για κάποιο διάστημα. Όταν η ίδια εισήχθη στο Πανεπιστήμιο απέφευγε να επιστρέψει στο σπίτι της θείας της κατά την περίοδο των διακοπών με διάφορες προφάσεις. Μετά την ολοκλήρωση των σπουδών της, δεν μπορούσε να συνεχίσει να προβάλει κάποια δικαιολογία και έτσι αναγκάστηκε να επιστρέψει στο σπίτι της θείας της. Ο θείος της άρχισε να την αγγίζει απρεπώς και καθώς η ίδια εκνευριζόταν δεν επεδείκνυε κανένα σεβασμό απέναντί του. Η θεία της είδε τη συμπεριφορά της και την χαστούκισε. Τότε η Αιτήτρια της αποκάλυψε το λόγο για τον οποίο συμπεριφέρεται κατ’ αυτόν τον τρόπο απέναντι στο θείο της, αλλά εκείνη δεν την πίστεψε. Αντιθέτως, της είπε να φύγει από το σπίτι και να μην επιστρέψει ποτέ.
Ερωτηθείσα αν κατήγγειλε το περιστατικό με το θείο της στην αστυνομία, η Αιτήτρια απάντησε αρνητικά επεξηγώντας ότι είχαν παρέλθει πολλά χρόνια, ότι η ίδια η θεία της δεν την πίστεψε και ότι δεν είχε κανένα αποδεικτικό στοιχείο.
Ερωτηθείσα τί φοβάται σε περίπτωση επιστροφής της στη Νιγηρία, η Αιτήτρια δήλωσε ότι φοβάται τη γυναίκα που χρηματοδότησε το ταξίδι της (Madame Aisha). Ειδικότερα, κατά τις ερωτήσεις για το ταξίδι της, η Αιτήτρια δήλωσε ότι ενώ εργαζόταν στο κομμωτήριο μια πελάτισσα, η οποία εκτίμησε τη δουλειά της, της πρότεινε να δουλέψει για την αδερφή της, η οποία διατηρεί κομμωτήριο στο εξωτερικό. Της ανέφερε επίσης ότι θα πρέπει να εργαστεί για 3 χρόνια προκειμένου να αποπληρώσει το κόστος του ταξιδιού της που θα κάλυπτε η ίδια. Όταν η Αιτήτρια έφτασε στις μη ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές την παρέλαβε η αδερφή της Aisha, η οποία βρισκόταν στο αεροδρόμιο μαζί με δύο άντρες. Η Αιτήτρια μετέβη στο σπίτι της αδερφής της Aisha και ακολούθως πήγε στο πανεπιστήμιο για να εγγραφεί. Όταν επέστρεψε η γυναίκα πήρε το διαβατήριο και τα έγγραφά της και την ενημέρωσε ότι δεν πρόκειται να εργαστεί σε κάποιο κομμωτήριο, αλλά θα παρείχε σεξουαλικές υπηρεσίες («prostitution»). Η Αιτήτρια δήλωσε την άρνησή της, αλλά αφού η γυναίκα την απείλησε, δήλωσε ότι θα σκεφτεί την πρότασή της. Τελικά, μετά από κάποιες μέρες η Αιτήτρια δήλωσε ότι συναινεί και άμεσα απέδρασε πηδώντας από το μπαλκόνι 2ου ορόφου. Συνολικά έμεινε στο εν λόγω σπίτι 5 ημέρες, ενώ είδε ότι στην οικία διέμεναν άλλες 3 γυναίκες. Μετά την πτώση της η Αιτήτρια μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο με τη βοήθεια ενός εργαζόμενου σε ένα κοντινό σουπερμάρκετ. Εκεί υποβλήθηκε σε εγχείρηση στον αστράγαλό της στις 11 Οκτωβρίου (2019). Μετά το εξιτήριο που έλαβε από το νοσοκομείο, μετέβη στο σπίτι ενός συμφοιτητή της που γνώρισε όταν έκανε την εγγραφή της στο πανεπιστήμιο. Ερωτηθείσα αν κατήγγειλε τα όσα συνέβησαν στην αστυνομία των μη ελεγχόμενων περιοχών, η Αιτήτρια δήλωσε ότι ο γιατρός κάλεσε την αστυνομία, ωστόσο ο αστυνομικός της είπε να καταγγείλει το περιστατικό αφού λάβει εξιτήριο. Εκείνη ωστόσο, δεν το έπραξε, καθώς φοβόταν. Ερωτηθείσα τί πληροφορίες γνωρίζει η Aisha για την ίδια, η Αιτήτρια δήλωσε ότι γνωρίζει για τις σπουδές της, κάποιες προσωπικές πληροφορίες, όπως το γεγονός ότι έχει βιαστεί, καθώς και το μέρος που διέμενε στο Lagos. Ερωτηθείσα πότε ήταν η τελευταία φορά που επικοινώνησε με την Aisha, η Αιτήτρια δήλωσε ότι η τελευταία φορά ήταν ενώ βρισκόταν στο αεροδρόμιο (δεν διευκρινίζεται ποιο αεροδρόμιο). Ερωτηθείσα αν θεωρεί δυνατή την επιστροφή της στη Νιγηρία, η Αιτήτρια απάντησε ότι δεν γνωρίζει ποια είναι τα σχέδια της Aisha και ότι επειδή είναι πλούσια φοβάται ότι θα μπορέσει να την εντοπίσει οπουδήποτε.
Κατόπιν της διενεργηθείσας συνέντευξης, κρίθηκε απαραίτητο από την Υπηρεσία Ασύλου ως η Αιτήτρια παραπεμφθεί στις Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας (εφεξής «ΥΚΕ») στο πλαίσιο του Άρθρου 44 του περί της Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Εμπορίας και Εκμετάλλευσης Προσώπων και της Προστασίας των Θυμάτων Νόμος του 2014 (Ν.60(Ι)/2014 και εφεξής αναφερόμενος «Ν.60(Ι)/2014»).
Περαιτέρω, η αρμόδια λειτουργός συνέταξε Εισηγητική Έκθεση στην οποία διέκρινε τρεις (3) ουσιώδεις ισχυρισμούς απορρέοντες από το αφήγημα της Αιτήτριας.
Ο πρώτος ουσιώδης ισχυρισμός φέρει τον τίτλο «Υπήκοος Νιγηρίας, με περιοχή καταγωγής την πολιτεία Edo State και διαμονής την πολιτεία Lagos State» και έγινε αποδεκτός. Στα πλαίσια του εν λόγω ισχυρισμού αξιολογήθηκαν οι πληροφορίες που εισέφερε η Αιτήτρια αναφορικά με τον τόπο καταγωγής της και τα μέρη διαμονής της, τις σπουδές της, την επαγγελματική της πορεία και το ταξίδι της. Υπό το σκέλος της εξωτερικής αξιοπιστίας, λήφθηκε υπ’ όψιν ότι η Αιτήτρια προσκόμισε το National Identification Number Slip, το οποίο χρησιμοποιείται ως επίσημο έγγραφο στην Νιγηρία έως ούτε ολοκληρωθούν οι διαδικασίες έκδοσης της ταυτότητας. Περαιτέρω, λήφθηκε υπ΄ όψιν ότι η Αιτήτρια προσκόμισε έγγραφα που πιστοποιούν ότι έκανε εγχείρηση προς αποκατάσταση του τραυματισμού της στο πόδι στις κατεχόμενες περιοχές. Καταληκτικά, η αρμόδια λειτουργός κατέγραψε ότι η Αιτήτρια απάντησε σε όλα τα συναφή ερωτήματα που της τέθηκαν με ακρίβεια και κατέβαλε πραγματική προσπάθεια να παρέχει όσο το δυνατόν περισσότερες πληροφορίες σε σχέση με αυτό το μέρος του αιτήματός της, ενώ επίσης οι πληροφορίες που εισέφερε είναι σύμφωνες με εξωτερικές πηγές πληροφόρησης.
Ο δεύτερος ουσιώδης ισχυρισμός φέρει τον τίτλο «Η ΑΔΠ ως θύμα σεξουαλικής κακοποίησης και εκμετάλλευσης από μέλος της οικογενείας της». Υπό το σκέλος της εσωτερικής αξιοπιστίας, η αρμόδια λειτουργός κατέγραψε ότι η Αιτήτρια υπέπεσε σε αντιφάσεις, καθώς επίσης ότι οι δηλώσεις της χαρακτηρίζονται από έλλειψη ευλογοφάνειας. Αρχικά, παρατήρησε ότι στην αίτηση διεθνούς προστασίας κατέγραψε ότι υπέστη θύμα βιασμού στην ηλικία των 14 (ερυθ. 6 δ.φ.) και όχι των 15 ετών, όπως ανέφερε επανειλημμένες φορές κατά τη διάρκεια της συνέντευξής (ερυθ.28 δ.φ.). Σχολίασε σχετικά ότι θα ήταν λογικό αναμενόμενο να γνώριζε επακριβώς σε ποια ηλικία ήταν όταν βιάστηκε χωρίς να υποπέσει σε αντίφαση. Περαιτέρω, σημείωσε ότι στην αίτηση διεθνούς προστασίας κατέγραψε ότι ο λόγος που δεν είχε πει κάτι στην θεία της, ήταν επειδή ο θείος της την απειλούσε ότι θα την σκότωνε (ερυθ. 6 δ.φ), ενώ κατά την διάρκεια της αφήγησης δεν έγινε λόγος για αντίστοιχες απειλές κατά της ζωής της (ερυθ.28 δ.φ). Ακολούθως, κατέγραψε ότι το γεγονός ότι η αιτούσα επέστρεψε ξανά στο σπίτι οπού κακοποιήθηκε, κάτι που μπορούσε να το αποφύγει, αφού ήταν ικανή σύμφωνα με τις δηλώσεις της να υποστηρίξει οικονομικά τον εαυτό της και ως εκ τούτου να είναι ανεξάρτητη, δημιουργεί έλλειψη ευλογοφάνειας στις δηλώσεις της (ερυθ.28 δ.φ.). Εν συνεχεία, η λειτουργός σημείωσε ότι προκύπτει αντίφαση όσον αφορά την πολιτεία που διέμενε, ενώ συγκατοικούσε με την θεία της, καθώς αρχικά ανέφερε ότι μετά τον θάνατο των γονιών της πήγε να ζήσει στην πολιτεία Lagos, ενώ στην συνέχεια τροποποίησε την απάντησή της δηλώνοντας ότι το σπίτι της θείας της βρισκόταν στην πολιτεία Ondo (ερυθ.31,1Χ και 31,9Χ δ.φ.). Περαιτέρω, εντόπισε χρονική αντίφαση ως προς το πότε επακριβώς διέμενε στο σπίτι της θεία της. Συγκεκριμένα, η λειτουργός παρατήρησε ότι η Αιτήτρια δήλωσε ότι μετοίκησε στην θεία της το 2010, αφού ολοκλήρωσε την πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση της (ερυθ.31,1Χ και 31, 1Χ δ.φ.), άρα σε ηλικία 18 χρονών και όχι 12 όπως υποστήριξε. Επίσης, η λειτουργός θεώρησε μη πειστική την εξήγηση που παρείχε η Αιτήτρια ως προς το λόγο που δεν προχώρησε σε καταγγελία του περιστατικού (βιασμού) στην αστυνομία. Τέλος, η λειτουργός επεσήμανε ότι στην αίτηση διεθνούς προστασίας η Αιτήτρια υποστήριξε ότι βρήκε το θάρρος να φύγει από το κακοποιητικό σπίτι και να διαμείνει σε σπίτι με ένα φίλο της στην πολιτεία Borno το 2019 (ερυθ.6 δ.φ), ενώ κατά την ελεύθερη αφήγηση δήλωσε ότι διέμενε μόνη της στην πολιτεία Lagos μέχρι τη στιγμή που αναχώρησε από τη χώρα καταγωγής της (ερυθ.31, 1Χ-2Χ και ερυθ. 31, 7Χ δ.φ.). Καταληκτικά, η λειτουργός έκρινε ότι ο εν λόγω ισχυρισμός δεν γίνεται αποδεκτός, χωρίς να προβεί σε περαιτέρω διερεύνηση της εξωτερικής αξιοπιστίας αυτού λόγω των πολλών αντιφάσεων που χαρακτηρίζουν τις δηλώσεις της Αιτήτριας και της εγγενώς υποκειμενικής φύσης αυτών.
Ο τρίτος ουσιώδης ισχυρισμός φέρει τον τίτλο «πιθανό θύμα εμπορίας ανθρώπων». Υπό το σκέλος της εσωτερικής αξιοπιστίας, η λειτουργός κατέγραψε κατ’ αρχήν ότι οι δηλώσεις της Αιτήτριας χαρακτηρίζονται από αντιφάσεις και έλλειψη ευλογοφάνειας. Ειδικότερα, παρατήρησε ότι στην αίτηση διεθνούς προστασίας η Αιτήτρια κατέγραψε μια εντελώς διαφορετική ιστορία αναφορικά με το πώς κατέληξε στην Κύπρο: στην αίτησή της ανέφερε ότι διέμενε με ένα φίλο της στην πολιτεία Borno και από εκεί, μετέβηκε οδικώς στη Λιβύη, ενώ στη συνέχεια έδωσε χρήματα σε κάποια άτομα έτσι ώστε να την βοηθήσουν να εισέλθει στην Ευρώπη. Αντίθετα, στην συνέντευξή δήλωσε ότι έφυγε από την πολιτεία Lagos, κατέφθασε στην πόλη Abuja για να μεταβεί αεροπορικώς στην Τουρκία καταλήγοντας μετέπειτα στις κατεχόμενες περιοχές (ερυθ.32 δ.φ.). Περαιτέρω, η λειτουργός εντόπισε αντίφαση αναφορικά με το ζήτημα του πότε ακριβώς πήρε η Αιτήτρια την απόφαση να φύγει από τη χώρα. Συγκεκριμένα κατέγραψε ότι η Αιτήτρια δεν έδωσε ακριβή απάντηση, περιοριζόμενη στη δήλωση ότι έλαβε την απόφαση όταν πήγε ξανά πίσω στην θεία της, αφότου ολοκλήρωσε της πρακτική της άσκηση (ερυθ.29, 1Χ δ.φ.). Σύμφωνα με τη λειτουργό, αυτή η πληροφορία βρίσκεται σε αντίφαση με την προηγούμενη δήλωσή της ότι ολοκλήρωσε την πρακτική της άσκηση το 2017 (ερυθ.31, 1Χ δ.φ.), καθώς και με τη δήλωσή της ότι της προτάθηκε να δουλέψει στο εξωτερικό τον Νοέμβριο του 2018 (ερυθ.29, 2X δ.φ.). Περαιτέρω, η λειτουργός σημείωσε ότι λαμβάνοντας υπόψη τα έγγραφα που προσκόμισε η Αιτήτρια και στα οποία αποδεικνύεται ότι το πόδι της υπέστη μεγάλη ζημιά, θα ήταν ευλόγως αναμενόμενο η τελευταία να μην μπορεί να κινηθεί και να μην είναι ικανή να διαφύγει μετά από την πτώση της (ερυθ.40-35 δ.φ.). Τέλος, η λειτουργός κατέγραψε ότι η τελευταία φορά που η υποτιθέμενη διακινήτρια είχε επικοινωνία με την Αιτήτρια ήταν ενόσω βρισκόταν στο αεροδρόμιο των κατεχόμενων, ενώ υπήρξε μια ακόμα επικοινωνία μεταξύ διακινήτρια και ιδιοκτήτριας σπιτιού στα κατεχόμενα όταν η τελευταία επικοινώνησε με την πρώτη για να την ενημερώσει ότι η Αιτήτρια αρνήθηκε να εκπορνευτεί (ερυθ.27, 6Χ και ερυθ.26, 1Χ δ.φ.).
Υπό το φως του μοναδικού αποδεκτού ισχυρισμού σχετικά με τα προσωπικά στοιχεία και τη χώρα καταγωγής της Αιτήτριας, οι Καθ’ ων η αίτηση συνήγαγαν κατά την αξιολόγηση κινδύνου, ότι σε περίπτωση επιστροφής της στην Νιγηρία δεν υπάρχει εύλογη πιθανότητα έκθεσής της σε μεταχείριση ισοδυναμούσα με δίωξη ή με σοβαρή βλάβη.
Προχωρώντας στη νομική ανάλυση, οι Καθ΄ ων η αίτηση κατέληξαν ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις υπαγωγής της Αιτήτριας σε ένα από τους πέντε λόγους που εξαντλητικά προβλέπονται από το άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου και ως εκ τούτου δεν δικαιούται προσφυγικό καθεστώς.
Επιπλέον, κρίθηκε ότι σε περίπτωση επιστροφής της στη Νιγηρία, η Αιτήτρια δεν θα κινδυνεύσει με θανατική ποινή ή εκτέλεση σύμφωνα με το άρθρο 15(α) της Οδηγίας, ούτε ενδέχεται να υποστεί βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία δυνάμει του άρθρου 15(β) της Οδηγίας.
Αναφορικά δε με το άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, οι Καθ’ ων η αίτηση κατέληξαν επίσης ότι η Αιτήτρια δεν θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη υπό την έννοια του συγκεκριμένου άρθρου σε περίπτωση επιστροφής της, καθώς στο κρατίδιο Lagos δεν παρατηρούνται συνθήκες ένοπλης σύρραξης.
Κατά το στάδιο των Διευκρινήσεων, η Αιτήτρια επανέλαβε σε γενικές γραμμές τις δηλώσεις που προέβαλε και κατά την προσωπική της συνέντευξη. Οι Καθ’ ων από την πλευρά τους, υπέβαλαν έγγραφο του Τμήματος Καταπολέμησης Εγκλήματος της Αστυνομίας της Κύπρου ημερομηνίας 23.02.2024, στο οποίο αναφέρεται ότι η Αιτήτρια δεν αναγνωρίστηκε ως θύμα εμπορίας ανθρώπων.
Έχω εξετάσει με προσοχή τον διοικητικό φάκελο της Αιτήτριας και, όπως προκύπτει από τα στοιχεία που βρίσκονται σ΄ αυτόν, ορθά η Υπηρεσία Ασύλου αποφάσισε ότι δεν δύναται η Αιτήτρια να υπαχθεί στις πρόνοιες της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 και του περί Προσφύγων Νόμου για τους λόγους που θα αναλυθούν κατωτέρω. Προτού υπεισέλθω στην συνολική εξέτασης της παρούσας υπόθεσης, θεωρώ απαραίτητη την παράθεση του πλαισίου αξιολόγησης μιας αίτησης διεθνούς προστασίας.
Υπενθυμίζεται συναφώς ότι σύμφωνα με το άρθρο 16 του Περί Προσφύγων Νόμου [Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί], αρχικά, το βάρος απόδειξης το φέρει ο αιτών άσυλο ο οποίος υποχρεούται να υποστηρίξει την αίτηση του με όλα τα έγγραφα και στοιχεία που έχει στην κατοχή του, αλλά και γενικότερα να βοηθήσει την Υπηρεσία Ασύλου με τον καλύτερο τρόπο να διαπιστώσει τα γεγονότα της υπόθεσης του. Ως έχει νομολογηθεί, ο αιτών διεθνούς προστασίας πρέπει να καταβάλει ειλικρινή προσπάθεια να θεμελιώσει την αφήγησή του, ότι δηλαδή υπήρξε θύμα δίωξης στην χώρα καταγωγής του, ώστε να πληροί της προϋποθέσεις υπαγωγής του στο καθεστώς Διεθνούς Προστασίας. (βλ. WILLIAM CRISANTHA MAL FRANCIS KARUNARATHNA ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ κ.α, Υπόθεση Αρ. 1875/2008, 1 Μαρτίου 2010).
Κατά την διαπίστωση των πραγματικών γεγονότων, καθοριστικό ρόλο παίζει η αξιοπιστία ενός αιτούντος άσυλο. Προς τούτο τονίζω ότι ο όρος «αξιοπιστία» δεν ορίζεται από το Κοινό Ευρωπαϊκό Σύστημα Ασύλου. Η χρήση του όρου, από το άρθρο 4 παράγραφος 5 στοιχείο (ε) της οδηγίας 2011/95/EE αναφέρεται στη γενική αξιοπιστία ενός αιτούντος, αλλά αυτό είναι στο πλαίσιο ενός συγκεκριμένου κανόνα που διέπει τη μη επιβεβαίωση πτυχών των δηλώσεων του αιτούντος. Κατά συνέπεια, η αξιολόγηση της αξιοπιστίας αφορά τη διαδικασία έρευνας για το εάν το σύνολο ή μέρος των δηλώσεων του αιτούντος ή άλλα αποδεικτικά στοιχεία που υποβλήθηκαν από αυτόν σχετικά με τους ουσιώδεις ισχυρισμούς (material facts) μπορεί να γίνουν δεκτά προκειμένου να διαπιστωθεί εάν ο αιτητής εμπίπτει στις προϋποθέσεις παραχώρησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας.
Αυτή η αξιολόγηση μπορεί να περιλαμβάνει την επαλήθευση εάν οι δηλώσεις του αιτούντος είναι συνεπείς, επαρκώς λεπτομερείς, εύλογες και συμβατές με τα έγγραφά του, τις πηγές πληροφόρησης και κάθε άλλο αποδεικτικό στοιχείο που αποκτήθηκε. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η αξιολόγηση της αξιοπιστίας δεν σημαίνει ότι σε όλες τις περιπτώσεις ο υπεύθυνος λήψης αποφάσεων θα προβεί σε επαλήθευση και θα καταλήξει με απόλυτη βεβαιότητα αναφορικά με την αλήθεια των δηλώσεων του αιτούντος. Η Ύπατη Αρμοστεία έχει ορίσει την αξιοπιστία ως εξής: «Ο αιτών άσυλο κρίνεται αξιόπιστος, όταν έχει προβάλει ισχυρισμούς που παρουσιάζουν συνοχή και είναι εύλογοι, που δεν είναι αντιφατικοί με τα κοινά τοις πάσι γεγονότα και κατά συνέπεια μπορεί να οδηγήσουν τον υπεύθυνο της συνέντευξης στη δημιουργία πεποίθησης για το βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης που εκφράζει.». Η ως άνω προσέγγιση υιοθετήθηκε και από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην Υπόθεση JK και Others v Sweden, αριθμός αίτησης 59166/12, Παρ. 53.
Στο εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», αναφέρεται στην σελίδα 98, παράγραφος 4.5.3 ότι σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να γίνεται μια αντικειμενική και ισορροπημένη στάθμιση του κατά πόσον οι ισχυρισμοί του αιτητή αντικατοπτρίζουν αυτό που θα ήταν εύλογα αναμενόμενο από κάποιον με τις περιστάσεις του ο οποίος εκφράζει δια τούτων μια αληθινή προσωπική εμπειρία («Σε κάθε περίπτωση, απαιτείται ισορροπημένη και αντικειμενική αξιολόγηση του αν η αφήγηση του αιτούντος αντικατοπτρίζει την αφήγηση που αναμένεται από ένα πρόσωπο στην κατάσταση του αιτούντος το οποίο αφηγείται μια πραγματική προσωπική εμπειρία.»). Περαιτέρω, στην προηγούμενη σελίδα του εγχειριδίου, αναφέρεται ότι είναι γενικά εύλογο να αναμένεται ότι αίτημα θα πρέπει να παρουσιάζεται τεκμηριωμένα και με επαρκείς λεπτομέρειες αλλιώς οι ελλείψεις αυτές στις λεπτομέρειες μπορεί να συνιστούν έλλειψη σχετικών στοιχείων («Η μη επαρκής παροχή λεπτομερειών μπορεί επίσης να ισοδυναμεί με αυτό που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 5 στοιχείο β) της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση) ως έλλειψη «λυσιτελών στοιχείων».
Ακολούθως, κατά την απόφαση του ΔΕΕ, C – 277/11 M. κατά Minister for Justice, Equality and Law Reform, Ιρλανδίας, Attorney General, αποφ. ημερ. 22/11/2012 η αξιολόγηση μιας αίτησης διεθνούς προστασίας πρέπει να πραγματοποιείται σε δύο αυτοτελή στάδια: «Το πρώτο στάδιο αφορά τη διαπίστωση της συνδρομής των πραγματικών περιστατικών που αποδεικνύουν τη βασιμότητα της αιτήσεως, ενώ το δεύτερο στάδιο αφορά τη νομική εκτίμηση των εν λόγω αποδεικτικών στοιχείων, προκειμένου να αποφασισθεί αν πληρούνται, υπό το φως των πραγματικών περιστατικών της συγκεκριμένης υποθέσεως, οι ουσιαστικές προϋποθέσεις που θέτουν τα άρθρα 9 και 10 ή 15 της οδηγίας 2004/83 για την παροχή διεθνούς προστασίας.» Η εξακρίβωση των πραγματικών (ή ουσιωδών) περιστατικών είναι ύψιστης σημασίας για την αξιολόγηση του μελλοντικού κινδύνου που δύναται να αντιμετωπίσει ο εκάστοτε αιτών, εφόσον από αυτά θα προκύψουν γεγονότα που πιθανόν να τεκμηριώνουν παρελθούσα δίωξη ή γεγονότα που στην συνολική αξιολόγηση της αίτησης είναι καθοριστικά για μελλοντική δίωξη.[1]
Έχοντας παραθέσει το νομικό πλαίσιο εξέτασης των αιτήσεων διεθνούς προστασίας, θα προχωρήσω στη συνέχεια σε έλεγχο της νομιμότητας και της ορθότητας της επίδικης απόφασης, δια της πλήρους και ex-nunc εξέτασης των γεγονότων και νομικών ζητημάτων που διέπουν αυτή, ενόψει της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 11(3) α του Περί Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018).
Αξιολόγηση των ισχυρισμών
Αξιολογώντας λοιπόν τα όσα έχουν ανωτέρω αναφερθεί υπό το φως και των νομοθετημένων προνοιών και μελετώντας επισταμένως τόσο την Έκθεση/Εισήγηση του λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου όσο και τις δηλώσεις της Αιτήτριας κατά την ενώπιόν μου δικαστική διαδικασία, καταλήγω στα εξής:
Όσον αφορά τον αποδεκτό ισχυρισμό περί των προσωπικών στοιχείων και της χώρας καταγωγής της Αιτήτριας, θα συμφωνήσω με το συμπέρασμα του αρμόδιου λειτουργού και θα υιοθετήσω την κατάληξη των Καθ’ ων η αίτηση.
Ομοίως, αναφορικά με τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό επίσης συντάσσομαι με την κατάληξη των Καθ’ ων η αίτηση ως προς την απουσία εσωτερικής αξιοπιστίας στα λεγόμενα της Αιτήτριας. Κρίνω ότι ο αρμόδιος λειτουργός προέβη σε ορθές επισημάνσεις αναφορικά με τις επιμέρους πτυχές του ισχυρισμού.
Θεωρώ ωστόσο, ότι για να είναι πλήρης η αξιολόγηση της αξιοπιστίας του ισχυρισμού πρέπει να παρατεθούν και κάποιες πληροφορίες από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης αναφορικά με το ζήτημα της ενδοοικογενειακής/ σεξουαλικής βίας στη Νιγηρία.
Σε πρόσφατη έκθεση της Euaa (Ιούλιος 2024) με τίτλο “Nigeria: Country Focus”[2] καταγράφονται οι εξής σχετικές πληροφορίες:
«Η σεξουαλική και έμφυλη βία (SGBV) παρέμεινε «ευρέως διαδεδομένη» στη Νιγηρία κατά τη διάρκεια της περιόδου αναφοράς. (…) Η κυβέρνηση της Νιγηρίας έχει δημιουργήσει ένα «ταμπλό έμφυλης βίας», το οποίο παρακολουθεί σε πραγματικό χρόνο τις περιπτώσεις έμφυλης βίας σε ολόκληρη τη χώρα. Σύμφωνα με τη βάση στις 28 Απριλίου 2024 είχαν καταγραφεί στη Νιγηρία 42.504 υποθέσεις σεξουαλικής έμφυλης βίας, εκ των οποίων το 83,4 % παρέμεναν «ανοικτές» και το 16,6 % «έκλεισε», με 596 καταδικασθέντες δράστες. Σύμφωνα με τη Διεθνή Αμνηστία, η Υπουργός Γυναικείων Υποθέσεων ανέφερε ότι υπήρξαν 24720 αναφορές σεξουαλικής και έμφυλης βίας το 2023, συμπεριλαμβανομένων 975 θανάτων.
(…)
Οι πηγές αναφέρουν ότι οι υποθέσεις σεξουαλικής έμφυλης βίας δεν καταγράφονται εξαιτίας διαφόρων παραγόντων, όπως το κοινωνικό στίγμα, η «εσωτερικευμένη αποδοχή της βίας », το κόστος και η διάρκεια του δικαστικών διαδικασιών, και η έλλειψη προστασίας και βοήθειας. Σύμφωνα με την USDOS, οι καταδίκες σε περιπτώσεις σεξουαλικών επιθέσεων και βιασμών ήταν «μη συνεκτικές και συχνά αμελητέες». Οι νότιες πολιτείες θέσπισαν νόμους που απαγορεύουν τη σεξουαλική έμφυλη βία, ωστόσο, «οι επιζώντες κατέφευγαν ελάχιστα ή καθόλου στη δικαιοσύνη».
Η ενδοοικογενειακή βία θεωρείται ιδιωτική υπόθεση. Στις αγροτικές περιοχές, τόσο η αστυνομία όσο και τα δικαστήρια δίσταζαν να δράσουν όταν το «επίπεδο της υποτιθέμενης κακοποίησης δεν υπερέβαινε τα τοπικά εθιμικά πρότυπα»».
Παρ’ ότι οι πληροφορίες που παρείχε η Αιτήτρια συνάδουν με την χώρα καταγωγής της, εντούτοις η οποιαδήποτε σύγκλιση δεν δύναται να θεραπεύσει τις αντιφάσεις, ελλείψεις και αοριστίες στο αφήγημα της και συνεπώς ο ισχυρισμός απορρίπτεται.
Τέλος, αναφορικά με τον τρίτο ουσιώδη ισχυρισμό συντάσσομαι επίσης με την κατάληξη των Καθ’ ων η αίτηση ως προς την απουσία εσωτερικής αξιοπιστίας στα λεγόμενα της Αιτήτριας. Κρίνω ότι η αρμόδιος λειτουργός προέβη σε ορθές επισημάνσεις αναφορικά με τις επιμέρους πτυχές του ισχυρισμού.
Παρόλα αυτά, θεωρώ κρίσιμο να παρατεθούν και εξωτερικές πληροφορίες αναφορικά με το ζήτημα της εμπορίας ανθρώπων στη Νιγηρία.
Σε πρόσφατη έκθεση της Euaa (Ιούλιος 2024) με τίτλο “Nigeria: Country Focus”[3] καταγράφονται οι εξής σχετικές πληροφορίες:
«Οι ομάδες οργανωμένου εγκλήματος στη Νιγηρία ασχολούνται «σε μεγάλο βαθμό» με την εμπορία ανθρώπων. Πηγές ανέφεραν ότι οι διακινητές που δρουν στο νότιο τμήμα της χώρας εμπλέκονται κυρίως σε εμπορία με σκοπό σεξ και σε εμπορία με σκοπό την καταναγκαστική οικιακή εργασία».
Σε ειδικότερη έκθεση του EASO με τίτλο «Nigeria Trafficking in Human Beings»[4], αναφέρονται τα εξής σχετικά με το modus operandi των δικτύων εμπορίας ανθρώπων:
«Σύμφωνα με την έκθεση της EASO για τη σεξουαλική εμπορία νιγηριανών γυναικών (2015), οι περισσότερες πηγές ανέφεραν ότι οι λεγόμενες «μαντάμ», Νιγηριανές γυναίκες που εργάζονταν κυρίως ως πόρνες στο παρελθόν ή/και ήταν οι ίδιες θύματα σεξουαλικής εκμετάλλευσης στην Ευρώπη, βρίσκονταν στο επίκεντρο αυτών των δικτύων. Οι «μαντάμ» δρομολογούσαν τη στρατολόγηση των θυμάτων, χρηματοδοτούσαν το ταξίδι και παρακολουθούσαν την εκμετάλλευση στην Ιταλία. Η έκθεση διευκρίνισε ότι οι μαντάμ λειτουργούσαν συχνά σε ζευγάρια, με τη μία μαντάμ να βρίσκεται στην Ευρώπη και την άλλη στη Νιγηρία. Οι μαντάμ βασίζονταν κυρίως στην υποστήριξη ομάδων οργανωμένου εγκλήματος με εκπροσώπους σε προορισμούς κατά μήκος της διαδρομής της εμπορίας και στην Ευρώπη για να διευκολύνουν το ταξίδι των θυμάτων εμπορίας από τη Νιγηρία στην ΕΕ. Διάφορες ποινικές έρευνες σε νιγηριανά κυκλώματα εμπορίας ανθρώπων στην Ευρώπη επιβεβαίωσαν τη συνεχιζόμενη εξέχουσα θέση του μοντέλου που επικεντρώνεται σε αυτές τις γυναίκες για την οργάνωση της σεξουαλικής διακίνησης από τη Νιγηρία στην Ευρώπη. Οι γυναίκες αυτές αποτελούσαν τους κύριους υπόπτους σε ποινικές έρευνες για την εμπορία ανθρώπων, για παράδειγμα στην Ισπανία, τη Γαλλία, την Ιταλία, το Βέλγιο και τη Γερμανία.
(…)
Οι μαντάμ βασίζονται στις υπηρεσίες άλλων -κυρίως ανδρών- σε διάφορα στάδια της εμπορίας ανθρώπων. Οι πληροφορίες σχετικά με τις σχέσεις και τη δυναμική της εξουσίας μεταξύ των μαντάμ και των οργανωμένων ομάδων εγκλήματος διαφοροποιούνται. Ορισμένες πηγές ανέφεραν ότι οι μαντάμ βασίζονται κυρίως σε αυτούς τους άνδρες για διάφορες υπηρεσίες. Άλλες πηγές (ευρωπαϊκές αρχές επιβολής του νόμου) ανέφεραν ότι -στην Ιταλία κυρίως - ορισμένες ισχυρές νιγηριανές εγκληματικές συμμορίες είναι στην πραγματικότητα υπεύθυνες για τις επιχειρήσεις διακίνησης. Άλλες υποστήριξαν ότι οι ομάδες αυτές ελέγχουν ορισμένες από τις περιοχές όπου οι μαντάμ διευθύνουν τις επιχειρήσεις πορνείας και απαιτούν από αυτές να πληρώνουν φόρους για το δικαίωμα να δραστηριοποιούνται σε αυτές τις περιοχές, αλλά στην πραγματικότητα δεν εμπλέκονται οι ίδιες στην εμπορία ανθρώπων.
(…)
Μελέτη των πρακτικών στρατολόγησης σε μια συγκεκριμένη περιοχή της πόλης Benin, από μια νιγηριανή ΜΚΟ κατά της εμπορίας ανθρώπων κατέδειξε ότι διάφοροι τύποι ατόμων εμπλέκονται στη δημιουργία δεσμών μεταξύ των διακινητών και των δυνητικών θυμάτων. Από την πλευρά των διακινητών, ορισμένες μαντάμ έχουν την έδρα τους στη Νιγηρία και είναι οι ίδιες που στρατολογούν γυναίκες και κορίτσια. Ορισμένες μαντάμ με έδρα την Ευρώπη ταξιδεύουν τακτικά οι ίδιες στη Νιγηρία για να στρατολογήσουν θύματα ή χρησιμοποιούν μεσάζοντες. Σε αυτούς περιλαμβάνονται οι φίλοι τους, τους οποίους στέλνουν στη Νιγηρία για να στρατολογούν γι' αυτές. Βασίζονται επίσης στα μέλη της οικογένειάς τους στην πατρίδα τους, πρώην θύματα εμπορίας ανθρώπων ή διάφορους τύπους επαγγελματιών «στρατολόγων» συμπεριλαμβανομένων των λεγόμενων burgers (επίσης γνωστών ως trolleys ή connection men: άνδρες που συνοδεύουν τα θύματα κατά τη διάρκεια –ενός μέρους- του ταξιδιού), ανιχνευτές, ιερείς juju και χριστιανούς πάστορες. Αυτοί οι «επαγγελματίες» στρατολόγοι είναι κατά κύριο λόγο γυναίκες και δρουν τόσο στους δρόμους όσο και στο διαδίκτυο μέσω των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και του WhatsApp.
Όσον αφορά την πλευρά των θυμάτων, πρόσφατες μελέτες και άρθρα στα μέσα ενημέρωσης έδειξαν ότι το δεύτερο μοντέλο, στο οποίο μέλη της οικογένειας ή άλλοι γνωστοί ενθαρρύνουν ένα κορίτσι να διακινηθεί στην Ευρώπη είναι το πιο συχνό. Σύμφωνα με την Human Rights Watch, η πλειοψηφία των 76 επιζώντων της εμπορίας ανθρώπων που πήραν συνέντευξη, δήλωσαν ότι «διακινήθηκαν από ανθρώπους που γνώριζαν, οι οποίοι εκμεταλλεύονται την απελπισία τους, κάνοντας ψευδείς υποσχέσεις για αμειβόμενη εργασία, επαγγελματική κατάρτιση και εκπαίδευση. Πάντως, σύμφωνα με το Pathfinders Justice Initiative, πολλοί από αυτούς που περιέγραψαν ως «βοηθούς» «δεν έχουν γενικά καμία σχέση με οργανωμένα εγκληματικά δίκτυα και γενικά αγνοούν τους εγγενείς κινδύνους που περιμένουν τις νεοσύλλεκτες και «σε μεγάλο βαθμό [...] έχουν ειλικρινές κίνητρο να βοηθήσουν μια νεαρή γυναίκα που βλέπουν ότι υποφέρει από τη φτώχεια να βρει μια καλύτερη ζωή στο εξωτερικό». Σύμφωνα με τον Apard και άλλους, οι γονείς -και ιδίως οι μητέρες - στην πολιτεία Edo υποκινούν συνήθως τη σωματεμπορία των (μεγαλύτερων) θυγατέρων τους ερχόμενες σε επαφή με τις οικογένειες των μαντάμ που εδρεύουν στη Νιγηρία.
Πηγές επιβεβαίωσαν ότι στην πόλη Benin/Edo ορισμένα κορίτσια/γυναίκες έψαχναν ενεργά για ευκαιρίες να ταξιδέψουν στην Ευρώπη μέσω διακινητών. Στο πλαίσιο αυτό, η Sophie Samyn παρατήρησε ότι: «Οι περισσότερες γυναίκες στην πολιτεία Edo προσεγγίζονται οι ίδιες, αλλά υπάρχουν και εκείνες που επικοινωνούν με τους φίλους τους στην Ευρώπη και ρωτούν για χορηγούς που είναι ούτως ή άλλως πολύ προσιτοί».
Παρ’ ότι οι πληροφορίες που παρείχε η Αιτήτρια συνάδουν με τις πληροφορίες για την χώρα καταγωγής της, εντούτοις η οποιαδήποτε σύγκλιση δεν δύναται να θεραπεύσει τις αντιφάσεις, ελλείψεις και αοριστίες στο αφήγημα της και συνεπώς ο ισχυρισμός απορρίπτεται.
Συναφώς επισημαίνεται ότι ούτε μπορεί να αναγνωριστεί στην Αιτήτρια «το ευεργέτημα της αμφιβολίας»,[5] όπως αυτό καθορίζεται στην παράγραφο 204 του Εγχειριδίου για τις διαδικασίες και τα κριτήρια καθορισμού του καθεστώτος των προσφύγων. Το ευεργέτημα της αμφιβολίας δίδεται μόνο εκεί όπου ο Αιτητής έχει υποβάλει όλα τα διαθέσιμα σε αυτόν στοιχεία σε σχέση με την αίτησή του/της, τα οποία έχουν ελεγχθεί και, ο αρμόδιος λειτουργός ή/και ο Προϊστάμενος ικανοποιούνται ότι είναι γενικά αξιόπιστος/η.[6] Εν προκειμένω, η Αιτήτρια δεν τεκμηρίωσε είτε στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας είτε της παρούσας διαδικασίας οποιοδήποτε ειδικό ισχυρισμό περί δίωξης. Όπως έχει εξάλλου νομολογηθεί, κρίση επί της αξιοπιστίας αιτητή και έγερση κωλύματος έγκρισης αίτησης για το λόγο της αναξιοπιστίας ως προς τα προβαλλόμενα από τον αιτητή/τρια είναι επιτρεπτή. (Βλ. σχετικά απόφαση στην υπόθεση Amiri v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων κ.ά. (2009) 3 ΑΑΔ 358, καθώς και την απόφαση του Δικαστηρίου τούτου στην υπόθεση Khalil v. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 466/2010, 28.9.2012).
Πέραν τούτου, διαπιστώνω ότι κατά το στάδιο της διοικητικής διαδικασίας υποβλήθηκαν στην Αιτήτρια ανοικτής φύσεως ερωτήματα, τα οποία είχε τη δυνατότητα να απαντήσει, όσο και διευκρινιστικές ερωτήσεις επί των ανωτέρω ερωτημάτων. Ο αρμόδιος λειτουργός έκανε επαρκείς ερωτήσεις, για να καλύψει τόσο τον πυρήνα του αιτήματος, όσο και τα επιμέρους θέματα, ακολουθώντας την ορθή διερευνητική διαδικασία. Οι ισχυρισμοί αυτοί που επικαλείται δεν θα μπορούσαν να την εντάξουν στην έννοια του πρόσφυγα έτσι όπως αυτή η έννοια ερμηνεύεται από την Σύμβαση της Γενεύης του 1951 και από το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου, Ν.6 (Ι)/2000.
Συμπερασματικά, εξ όσων η Αιτήτρια ανέφερε τόσο κατά τη διοικητική, όσο και κατά την παρούσα δικαστική διαδικασία, παρατηρώ ότι δεν προκύπτει ένα σαφές, συμπαγές και ευλογοφανές αφήγημα το οποίο να στοιχειοθετεί κατά τρόπο που να παραπέμπει σε βιωματικό περιστατικό σχετικά με τους λόγους για τους οποίους η Αιτήτρια έφυγε από τη χώρα καταγωγής της και αιτήθηκε διεθνή προστασία, αλλά συνίσταται σε ένα ασαφές συνονθύλευμα το οποίο στερείται αληθοφάνειας και νοηματικής συνοχής.
Στη βάση λοιπόν του μοναδικού αποδεκτού ισχυρισμού και προς αξιολόγηση του μελλοντικού κινδύνου της Αιτήτριας σε περίπτωση επιστροφής της στη Νιγηρία, το Δικαστήριο κρίνει ότι η Αιτήτρια δεν αναμένεται να αντιμετωπίσει και/ή να υποστεί οποιαδήποτε πράξη δίωξης ή να αντιμετωπίσει κίνδυνο σοβαρής βλάβης κατά την επιστροφή της στη χώρα καταγωγής.
Υπενθυμίζω συναφώς ότι σύμφωνα με το αρ.3 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 (6(I)/2000) (στο εξής ο Νόμος) και αρ.2 (δ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ (στο εξής η Οδηγία), ως πρόσφυγας αναγνωρίζεται «[.] πρόσωπο που, λόγω βάσιμου φόβου καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, είναι εκτός της χώρας της ιθαγενείας του και δεν είναι σε θέση, ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο, να χρησιμοποιήσει την προστασία της χώρας αυτής [.]». Σύμφωνα δε με το αρ.3Γ του Νόμου και αντίστοιχα αρ. 9 της Οδηγίας, η πράξη δίωξης η οποία προκαλεί βάσιμο φόβο καταδίωξης θα πρέπει να «είναι αρκούντως σοβαρή λόγω της φύσης ή της επανάληψής της ώστε να συνιστά σοβαρή παραβίαση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ειδικά των δικαιωμάτων από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση βάσει του άρθρου 15 παράγραφος 2 της ευρωπαϊκής σύμβασης για την προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών· ή να αποτελεί σώρευση διαφόρων μέτρων συμπεριλαμβανομένων παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η οποία να είναι αρκούντως σοβαρή ούτως ώστε να θίγεται ένα άτομο κατά τρόπο αντίστοιχο με τον αναφερόμενο στο στοιχείο».
Η δίωξη ή η σοβαρή βλάβη που ανωτέρω αναφέρονται πρέπει να προέρχεται από τους φορείς δίωξης που αναφέρονται στα αρ.3 Α και 6 του Νόμου και της Οδηγίας αντίστοιχα και να αποδειχθεί περαιτέρω ότι οι φορείς προστασίας που αναφέρονται στα αρ.3 Β και 7 του Νόμου και της Οδηγίας αντίστοιχα δεν επιθυμούν ή δεν δύνανται να παρέχουν την απαιτούμενη προστασία κατά αυτών των πράξεων, αλλά και, στην περίπτωση ειδικά του πρόσφυγα, θα πρέπει να αποδειχθεί [βλ. αρ.4Γ(3) και 9(3) του Νόμου και της Οδηγίας αντίστοιχα] ότι υπάρχει συσχετισμός των λόγων που αναφέρονται στο αρ.3Δ και 10 του Νόμου και της Οδηγίας αντίστοιχα με τις πράξεις δίωξης, ήτοι αυτές να προκύπτουν για τους εκεί αναφερόμενους λόγους.
Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο καταλήγει ότι δεν προκύπτει στην περίπτωση της Αιτήτριας οποιοσδήποτε βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης στη χώρα καταγωγής της για κάποιον από τους πέντε (5) λόγους που εξαντλητικά αναφέρονται στο άρθρο 3 (1) του περί Προσφύγων Νόμου, αφού η Υπηρεσία Ασύλου στην έκθεση/εισήγηση, αξιολόγησε κάθε ισχυρισμό της και για τους λόγους που εκτενώς καταγράφηκαν στην εισήγησή της, εύλογα κατέληξε στο συμπέρασμα, ότι η Αιτήτρια δεν θα υποστεί δίωξη σε περίπτωση επιστροφής της στην χώρα καταγωγής της, υπό την έννοια του άρθρου 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου. Το παρόν Δικαστήριο, όπως αναλυτικά εκτέθηκε ανωτέρω, υιοθέτησε τα συμπεράσματα των Καθ’ ων η αίτηση αναφορικά με τον πυρήνα του αιτήματος διεθνούς προστασίας της Αιτήτριας.
Περαιτέρω, βάσει των στοιχείων του προφίλ της Αιτήτριας δεν πιθανολογείται ότι σε περίπτωση επιστροφής της στη Νιγηρία, υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, όπως η εν λόγω έννοια ορίζεται στο άρ. 19 (2) του Περί Προσφύγων Νόμου.
Ειδικότερα, εκ των όσων παρατέθηκαν ανωτέρω, διαφαίνεται ξεκάθαρα ότι η Αιτήτρια δεν πληροί τις προϋποθέσεις υπαγωγής σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει των προνοιών του άρθρου 19(2) (α) και (β) του περί Προσφύγων Νόμου, καθότι, ως αναφέρθηκε και ανωτέρω, δεν τεκμηριώνεται από τους ισχυρισμούς της παρελθούσα δίωξη, ούτε στοχοποίηση της από οποιονδήποτε κρατικό ή μη κρατικό φορέα. Προκειμένου δε να εφαρμοστούν οι πρόνοιες των συγκεκριμένων άρθρων και να υπαχθεί η Αιτήτρια σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει αυτών, απαιτείται υψηλός βαθμός εξατομίκευσης των περιστάσεων που σχετίζονται με τον επικαλούμενο φόβο. Στην παρούσα υπόθεση δεν διαπιστώνω ότι συντρέχουν οι απαιτούμενες προϋποθέσεις.
Αναφορικά με το ενδεχόμενο υπαγωγής της Αιτήτριας σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, ως προς τους παράγοντες που δύνανται να ληφθούν υπόψιν για την αξιολόγηση του συστατικού στοιχείου της αδιάκριτης βίας, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: το ΔΕΕ) επεσήμανε σε πρόσφατη απόφασή του ότι συνιστούν «[.]μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 (πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C 285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών.» (ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας 10.6.2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland, σκέψη 43).
Περαιτέρω, ως προς τον προσδιορισμό του επιπέδου της ασκούμενης αδιάκριτης βίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: το ΕΔΔΑ) στην απόφασή του Sufi and Elmi (ΕΔΔΑ, απόφαση επί των προσφυγών 8319/07 και 11449/07, ημερομηνίας 28.11.2011, αξιολόγησε, διευκρινίζοντας ότι δεν κατονομάζονται εξαντλητικά, τη χρήση μεθόδων και τακτικών πολέμου εκ μέρους των εμπόλεμων πλευρών οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο αμάχων θυμάτων ή ευθέως στοχοποιούν αμάχους, εάν η χρήση αυτών είναι διαδεδομένη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, και, τελικά, τον αριθμό των αμάχων που έχουν θανατωθεί, τραυματιστεί και εκτοπιστεί ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης.
Όπως διευκρίνισε το ΔΕΕ «ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζουσα βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές, οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας» (Βλ. Απόφαση στην υπόθεση C-465/07, Meki Elgafaji, Noor Elgafaji κ. Staatssecretaris van Justitie,ημερ.17.2.2009). Ιδίως ως προς την εφαρμογή της αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας, το ΔΕΕ στην ως άνω απόφαση διευκρίνισε ότι «όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας».
Προκειμένου δε να διαπιστωθεί εάν συντρέχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής, η Αιτήτρια θα αντιμετωπίσει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής της ακεραιότητας λόγω αδιακρίτως ασκούμενης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, ως οι διατάξεις του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, το Δικαστήριο ανέτρεξε σε έγκυρες πηγές πληροφόρησης για τη χώρα καταγωγής της Αιτήτριας, προς εξέταση της κατάστασης που επικρατεί σε αυτήν.
Σε πρόσφατη έκθεση της Euaa (Ιούλιος 2024) με τίτλο “Nigeria: Country Focus”[7] καταγράφονται οι εξής πληροφορίες αναφορικά με την κατάσταση ασφαλείας στην γεωπολιτική ζώνη South-West, όπου ανήκει και το κρατίδιο του Lagos:
«Ο εκτιμώμενος πληθυσμός της περιοχής το 2020 ήταν 39.590.467.
Κύριοι παράγοντες
Ομάδες λατρείας, ληστές, αγρότες-κτηνοτρόφοι, κρατικές δυνάμεις ασφαλείας
Οι ομάδες λατρείας (cults) ήταν παρούσες και ενεργές στη Περιφέρεια South-West, ιδίως στα κρατίδια Lagos και Ogun, με κυριότερες ομάδες τις αδελφότητες Aiye και Eiye. Σύμφωνα με αναφορές, οι ληστές δραστηριοποιούνται και στην Περιφέρεια South-West, ενώ και οι βοσκοί Fulani εμπλέκονται σε επιθέσεις, απαγωγές και δολοφονίες στην περιοχή.
Το Amotekun, ένα «κρατικό» δίκτυο ασφαλείας, το οποίο περιγράφεται ως το Δίκτυο Ασφαλείας της Περιφέρειας South-West ή ως το δίκτυο ασφάλειας του κρατιδίου Ondo ή ως το Δίκτυο Ασφαλείας της Δυτικής Νιγηρίας, ήταν ενεργό στην Περιφέρεια South-West.
Πρόσφατες τάσεις ασφαλείας
Η South-West Περιφέρεια αντιμετώπιζε διάφορες προκλήσεις στον τομέα της ασφάλειας, συμπεριλαμβανομένων των αυξανόμενων περιστατικών δολοφονιών, απαγωγών και άλλων εγκλημάτων, με μια πηγή να περιγράφει την κατάσταση της ασφάλειας ως «...εκφυλιζόμενη σε τρομοκρατία».
Οι πολιτείες Lagos και Ogun ήταν οι δύο από τις τρεις -η τρίτη ήταν το Rivers στην Περιφέρεια South-South - που το 2023 επηρεάστηκαν κατ’ εξοχήν από συγκρούσεις μεταξύ αιρέσεων και που ανέφεραν σταθερά τον υψηλότερο αριθμό θανάτων στα πλαίσια συγκρούσεων μεταξύ αντίπαλων ομάδων αιρέσεων. Στο Lagos τα περιστατικά που αφορούσαν αιρέσεις καταγράφηκαν στις LGAσ Ajeromi-Ifelodun, Mushin, Ojo, Oshodi-Isolo,και Shomolu.
Περιστατικά ασφαλείας
Μεταξύ 1ης Ιανουαρίου 2023 και 31ης Μαρτίου 2024, το ACLED κατέγραψε 407 περιστατικά ασφαλείας στην South-West Περιφέρεια, εκ των οποίων 92 κωδικοποιήθηκαν ως «μάχες», 211 ως «βία κατά πολιτών» και 104 ως «ταραχές». Περιστατικά ασφαλείας καταγράφηκαν σε όλες τις πολιτείες με τους υψηλότερους αριθμούς να καταγράφονται στην πολιτεία Lagos: 57 περιστατικά «βίας κατά πολιτών», 30 «μάχες», και 46 «ταραχές». Σύμφωνα με τα στοιχεία του ACLED, άγνωστες ένοπλες ομάδες και αγνώστου ταυτότητας παραστρατιωτικές οργανώσεις ομάδων λατρείας συμμετείχαν στην πλειονότητα των γεγονότων που κωδικοποιήθηκαν ως «μάχες», ενώ άγνωστες ένοπλες ομάδες στην «βία κατά αμάχων».
Την ίδια περίοδο, στην South-West Περιφέρεια η ACLED κατέγραψε 287 θανάτους, εκ των οποίων οι 127 οφείλονταν σε βία κατά αμάχων. Στη ζώνη South-West η Ogun ήταν η πολιτεία με τον υψηλότερο αριθμό θανάτων: 47 οφείλονταν σε «μάχες», 5 σε «ταραχές» και 40 σε «βία κατά πολιτών». Γεγονότα στα οποία οι άμαχοι ήταν ο κύριος ή ο μοναδικός στόχος προκάλεσαν 146 θανάτους στη ζώνη South-West.»
Από τα ανωτέρω στοιχεία δεν φαίνεται να εκτυλίσσεται στην πολιτεία Lagos κάποια ενεργή ένοπλη σύρραξη με στοιχεία αδιάκριτης βίας. Σε κάθε περίπτωση, ο αριθμός των καταγεγραμμένων περιστατικών ασφαλείας είναι πολύ περιορισμένος σε σχέση με τον πληθυσμό της περιοχής.
Υπό το φως των όσων έχω αναφέρει ανωτέρω, αλλά και των σχετικών διατάξεων του Νόμου, κρίνω ότι η Αιτήτρια δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων και ότι η περίπτωσή της δεν πληρούσε τις υπό του Νόμου προβλεπόμενες προϋποθέσεις για αναγνώριση του καθεστώτος του πρόσφυγα, σύμφωνα με το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου. Περαιτέρω, φρονώ ότι δεν υφίσταται περιθώριο για χορήγηση καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας (άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου), αφού από τα στοιχεία που προσκόμισε η Αιτήτριας δεν προκύπτει να υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς της, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη.
Συντάσσομαι με την τελική κατάληξη της διοίκησης ότι τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης δε στοιχειοθετούσαν τις αναγκαίες προϋποθέσεις για να αναγνωριστεί στην Αιτήτρια το καθεστώς του πρόσφυγα, ως προβλέπεται στα άρθρα 3-3Δ του Νόμου, αφού δεν τεκμηριώθηκε βάσιμος φόβος δίωξης, για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, ούτε το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας που προβλέπεται στο άρθρο 19 του Νόμου, αφού αυτή «δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο ότι θα υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη, ως καθορίζεται στο άρθρο 19 (2)». Θεωρώ δε ότι οι Καθ' ων η αίτηση συνεκτίμησαν και αξιολόγησαν όλα τα στοιχεία που είχαν ενώπιον τους, προτού καταλήξουν στην προσβαλλόμενη απόφαση και υπήρξε ικανοποιητική αιτιολόγηση, ενώ το περιεχόμενο της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου συμπληρώνεται από την αιτιολογημένη εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού στην οποία αναφέρονται οι λόγοι της απόρριψης του αιτήματος (άρθρο 29 του Ν. 158 (Ι)/1999, Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1171 και Διογένους ν. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ., 371).
Δια τους λόγους που πιο πάνω αναφέρονται η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με έξοδα €800 υπέρ των Καθ' ων η αίτηση και εναντίον της Αιτήτριας.
Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] European Asylum Support Office – EASO, ‘Δικαστική ανάλυση – Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου’, 2018, σελ. 132 - 135
[2] EUAA, Nigeria -Country Focus, July 2024, https://euaa.europa.eu/publications/nigeria-country-focus, σελ. 59 επ.
[3] EUAA, Nigeria -Country Focus, July 2024, https://euaa.europa.eu/publications/nigeria-country-focus, σελ. 54 επ.
[4]EASO,“Nigeria Trafficking in Human Beings”, Απρίλιος 2021, https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/2021_04_EASO_Nigeria_Trafficking_in_Human_Beings.pdf , σελ. 26 επ.
[5] ΕΔΔΑ, J.K. και λοιποί κατά Σουηδίας, ό.π. υποσημείωση 20. Βλ. επίσης ΕΔΔΑ, απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2015, RH κατά Σουηδίας, προσφυγή αριθ. 4601/14, σκέψη 58· ΕΔΔΑ, απόφαση της 20ης Ιουλίου 2010, N κατά Σουηδίας, προσφυγή αριθ. 23505/09, σκέψη 53· ΕΔΔΑ, απόφαση της 9ης Μαρτίου 2010, RC κατά Σουηδίας, προσφυγή αριθ. 41827/07, σκέψη 50.
[6] Άρθρο 13 του περί Προσφύγων Νόμου.
[7] EUAA, Nigeria -Country Focus, July 2024, https://euaa.europa.eu/publications/nigeria-country-focus, σελ. 51-53
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο