
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθεση Αρ.: 4812/22
27 Σεπτεμβρίου, 2024
[ Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
B.M.,
ασυνόδευτου ανήλικου δια της Επιτρόπου Προστασίας Δικαιωμάτων του Παιδιού
Αιτητής
-και-
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ' ων η αίτηση
........
Γ. Ουστάς (κος), Δικηγόρος για τον Αιτητή
Μ. Τρεμούρη (κα), Δικηγόρος για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Με την υπό εξέταση προσφυγή, ο Αιτητής αιτείται απόφασης του Δικαστηρίου ότι η απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση ημερομηνίας 23/05/2022, η οποία γνωστοποιήθηκε στον Αιτητή στις 06/07/2022 και με την οποία το αίτημά του για διεθνή προστασία απορρίφθηκε καθότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 3 και 19 του Περί Προσφύγων Νόμο, είναι άκυρη και παράνομη. Ο Αιτητής αιτείται απόφασης του Δικαστηρίου που θα τον αναγνωρίζει ως πρόσφυγα, εναλλακτικά δε, αιτείται απόφαση που θα αναγνωρίζει τον Αιτητή ως δικαιούχο συμπληρωματικής προστασίας.
ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Tα γεγονότα της υπόθεσης έχουν ως ακολούθως: Ο Αιτητής είναι πολίτης Γουινέας. Στις 06/01/2021, συμπλήρωσε αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας ως ασυνόδευτος ανήλικος, προσκομίζοντας διαβατήριο από τη χώρα καταγωγής του το οποίο αναγράφει ως ημερομηνία γέννησής του τις 18/11/2004. Στις 17/03/2021, διενεργήθηκε συνέντευξη ευαλωτότητας του Αιτητή από αρμόδια λειτουργό στο Κέντρο Πρώτης Υποδοχής Πουρνάρα. Στις 12/04/2021, Λειτουργός Ευημερίας των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας (στο εξής αναφερόμενες ως «ΥΚΕ») απέστειλε επιστολή για ενημέρωση της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με αμφιβολίες ως προς την ηλικία του Αιτητή. Στις 13/05/2021 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη του Αιτητή στην Υπηρεσία Ασύλου σχετικά με την αξιολόγηση της ηλικίας του, κατόπιν της οποίας υπήρχαν αμφιβολίες ως προς την ανηλικότητά του και ως προς τον τρόπο με τον οποίο εξέδωσε το διαβατήριό του. Την ίδια ημέρα, η Υπηρεσία Ασύλου απέστειλε επιστολή στις Ιατρικές Υπηρεσίες και στις Υπηρεσίες Δημόσιας Υγείας παραπέμποντας τον Αιτητή σε ιατρικές εξετάσεις για προσδιορισμό της ηλικίας του. Ακολούθως, στις 21/05/2021, το Τμήμα Ιατρικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Υγείας απέστειλε ενημέρωση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου, έχοντας καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο Αιτητής είναι ανήλικος. Έγινε έτσι αποδεκτή η δηλωθείσα ημερομηνία γέννησής του, όπως αυτή καταγράφεται στο διαβατήριο που προσκόμισε ο Αιτητής και αποφασίσθηκε όπως θεωρείται ανήλικος βάσει των προνοιών του άρθρου 10 του περί Προσφύγων Νόμου (Ν. 6(Ι)/2000, ως αυτός έχει τροποποιηθεί).
Στις 07/01/2022, πραγματοποιήθηκε συνέντευξη του Αιτητή από αρμόδια λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, παρουσία Λειτουργού Ευημερίας των ΥΚΕ ως εκπρόσωπος της κηδεμόνα του Αιτητή, Διευθύντριας των ΥΚΕ. Στις 16/05/2022, η αρμόδια λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ετοίμασε Έκθεση και Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με τη συνέντευξη του Αιτητή, εισηγούμενη όπως απορριφθεί το αίτημά του για διεθνή προστασία, χωρίς ωστόσο να εκδοθεί απόφαση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του. Την ίδια μέρα, ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε την εισήγηση για απόρριψη της αίτησης ασύλου του Αιτητή. Στις 23/05/2022, η Υπηρεσία Ασύλου, εξέδωσε απορριπτική επιστολή μαζί με την αιτιολόγηση της απόφασής της σχετικά με το αίτημα του Αιτητή, η οποία παραλήφθηκε και υπογράφηκε ιδιοχείρως από αυτόν στις 06/07/2022. Η τελευταία αυτή απόφαση, αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής η οποία καταχωρήθηκε στις 03/08/2022 για τον Αιτητή, ασυνόδευτο ανήλικο, δια της Επιτρόπου Προστασίας Δικαιωμάτων του Παιδιού από την δικηγόρο που διορίστηκε αρχικά και τον δικηγόρο που διορίστηκε στη συνέχεια από την Επίτροπο, η οποία συνεχίζει να εκπροσωπεί τον Αιτητή στην παρούσα προσφυγή. Ο Αιτητής έχει ενηλικιωθεί στις 18/11/2022.
ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ
Οι συνήγοροι του Αιτητή με την προσφυγή και την γραπτή τους αγόρευση διατείνονται ότι υπήρξαν διάφορες πλημμέλειες στη διαδικασία ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου, ενόψει του ότι οι Καθ' ων η Αίτηση δεν έλαβαν υπόψιν επαρκώς και ορθώς την ηλικία του Αιτητή με αποτέλεσμα να εξετάσουν το αίτημά του σαν να ήταν ενήλικας, χωρίς να εφαρμόσουν ορθά το νομικό πλαίσιο που διέπει τις διαδικασίες εξέτασης της αίτησης διεθνούς προστασίας για ασυνόδευτους ανήλικους και χωρίς να διερευνήσουν ουσιαστικά και βασικά στοιχεία ως όφειλαν, παραβιάζοντας τις διαδικαστικές και ουσιαστικές εγγυήσεις που αφορούν τον Αιτητή ειδικά ως ασυνόδευτο ανήλικο. Ως προς την συνέντευξη και την προσβαλλόμενη απόφαση, στην Γραπτή του Αγόρευση ο Αιτητής αναφέρεται σε λανθασμένη διεξαγωγή των συνεντεύξεών του, έλλειψη κατάρτισης των αρμόδιων λειτουργών που τις διεξήγαγαν, καθώς και σε επιλεκτική αξιολόγηση των ισχυρισμών του. Περαιτέρω, ο Αιτητής διά της δικηγόρου του ισχυρίζεται ότι δεν είχε τη συνδρομή νόμιμου εκπροσώπου, και δη κατάλληλα καταρτισμένου, σε όλα τα στάδια της διαδικασίας εξέτασης του αιτήματός του κατά παράβαση του Άρθρου 25 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ και της αρχής του βέλτιστου συμφέροντος του παιδιού. Η συνήγορος του Αιτητή επικαλείται σύγκρουση συμφερόντων της κοινωνικής λειτουργού που ήταν παρούσα στη διαδικασία με τον ασυνόδευτο ανήλικο, κατά παράβαση των διατάξεων της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ, καθώς αυτή έχει τρεις διαφορετικές ιδιότητες ήτοι, αυτήν του κηδεμόνα, του νόμιμου εκπροσώπου αλλά και της αρμόδιας αρχής για την εφαρμογή των διατάξεων του περί Προσφύγων Νόμου περί υποδοχής. Υποστηρίζει δε ότι οι Καθ΄ ων η Αίτηση δεν έλαβαν υπόψιν και/ή δεν παρέπεμψαν τον Αιτητή σε ψυχολογική εξέταση παρότι από τα λεγόμενά του ενδέχεται να προκύπτουν ζητήματα ψυχικής υγείας. Η συνήγορος του Αιτητή αναφέρει ότι η απόφαση πάσχει από έλλειψη δέουσας έρευνας και πλάνης περί τον νόμο και τα πράγματα, καθότι οι Καθ' ων δεν εξέτασαν τον φόβο δίωξης του Αιτητή λαμβάνοντας υπόψιν το βέλτιστο συμφέρον του, δεν ερευνήθηκε η δυνατότητα πρόσβασης του Αιτητή σε κρατική προστασία, αλλά ούτε και έγινε οποιαδήποτε εκτίμηση για την δυνατότητα επιστροφής του. Περαιτέρω αναφορικά με το Αιτητικό Α της προσφυγής του, ο Αιτητής δια μέσου της συνηγόρου του, υποστηρίζει ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου και ο ίδιος εμπίπτει στην ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα των παιδιών και δη των ορφανών παιδιών στη Γουινέα, επί του οποίου οι Καθ΄ ων η Αίτηση δεν προέβησαν σε οποιαδήποτε έρευνα σε πληροφορίες από τη χώρα καταγωγής του παραβιάζοντας τόσο τις διατάξεις του περί Προσφύγων Νόμου όσο και τις γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου.
Η συνήγορος των Καθ' ων η Αίτηση ήγειρε προδικαστική ένσταση περί του ότι δεν εφαρμόστηκαν οι ρητές πρόνοιες του περί Επιτρόπου Προστασίας Δικαιωμάτων του Παιδιού (Διορισμός Επιτρόπου από το Δικαστήριο ως Αντιπρόσωπος Παιδιού) Διαδικαστικού Κανονισμού του 2014 για την έκδοση Διατάγματος διορισμού της Επιτρόπου ως αντιπροσώπου του παιδιού για την δικαστική εκπροσώπησή του, την οποία ένσταση ωστόσο απέσυρε κατά την δικάσιμο ημερομηνίας 28/03/2023.
Η ευπαίδευτη συνήγορος των Καθ' ων η Αίτηση, υποστήριξε με την ένσταση και την γραπτή της αγόρευση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έχει ληφθεί ορθά και νόμιμα, σύμφωνα με τις Διεθνείς Συμβάσεις, με τις διατάξεις του Συντάγματος και των Νόμων, των Κανονισμών και τις γενικές αρχές του Διοικητικού Δικαίου, μετά από δέουσα έρευνα και ορθή ενάσκηση των εξουσιών που δίνει ο Νόμος στους Καθ' ων η Αίτηση κατ' εφαρμογή των αρχών του Διοικητικού Δικαίου και αφού λήφθηκαν υπόψιν όλα τα σχετικά γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης, είναι δε επαρκώς και/ή δεόντως αιτιολογημένη. Ειδικότερα, είναι η θέση των Καθ’ ων η Αίτηση ότι εκκρεμούσης της προσφυγής, ο Αιτητής έχει πλέον ενηλικιωθεί, ως εκ τούτου υποστηρίζουν ότι αλυσιτελώς προβάλλονται οι ισχυρισμοί του κατά την παρούσα διαδικασία περί ανηλικότητας. Επί τούτου, επισημαίνουν την δικαιοδοσία του Δικαστηρίου να κρίνει την αίτηση ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης ex nunc, αξιολογώντας πιθανές ανάγκες διεθνούς προστασίας του Αιτητή με βάση τα σημερινά στοιχεία και προσωπικές περιστάσεις του Αιτητή.
ΚΑΤΑΛΗΞΗ
Εκ προοιμίου επισημαίνω ότι σύμφωνα με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, οι λόγοι προσφυγής που δεν αναπτύσσονται στο πλαίσιο της αγόρευσης του Αιτητή θεωρούνται ως εγκαταλειφθέντες. Το ίδιο ισχύει και με τους λόγους σε σχέση με τους οποίους δεν προβάλλεται οποιαδήποτε επιχειρηματολογία προς υποστήριξή τους. (Βλ. συναφώς Υπόθεση Αρ. 692/89, Level Tachexcavs Ltd v. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λευκωσίας, ημερ. 17.12.1990, (1990) 3 ΑΑΔ 4407, Α.Ε. Αρ. 2421, Kokos Athanasiou Motors Ltd v. Δημοκρατίας, ημερ. 24.1.2020 (2000) 3 ΑΑΔ 21, Υπόθεση Αρ. 1073/2004, Γεώργιας Αντωνίου κ.α. ν. Δημοκρατίας, μέσω Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, ημερ. 6.2.2007).
Υπό το φως της πιο πάνω νομολογίας, όλοι οι λόγοι προσφυγής που αναφέρονται ως τίτλοι στο πλαίσιο του δικογράφου της προσφυγής και δεν προωθούνται με τη γραπτή αγόρευση του Αιτητή θεωρούνται ως εγκαταλειφθέντες. Το ίδιο ισχύει και με τους λόγους σε σχέση με τους οποίους δεν προβάλλεται οποιαδήποτε επιχειρηματολογία προς υποστήριξή τους. (Βλ. συναφώς Υπόθεση Αρ. 692/89, Level Tachexcavs Ltd v. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λευκωσίας, ημερ. 17.12.1990, (1990) 3 ΑΑΔ 4407, Α.Ε. Αρ. 2421, Kokos Athanasiou Motors Ltd v. Δημοκρατίας, ημερ. 24.1.2020 (2000) 3 ΑΑΔ 21, Υπόθεση Αρ. 1073/2004, Γεώργιας Αντωνίου κ.α. ν. Δημοκρατίας, μέσω Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, ημερ. 6.2.2007).
Καταρχάς, θα εξετάσω τα ζητήματα που εγείρει η ευπαίδευτη συνήγορος του Αιτητή αναφορικά με τις διαδικαστικές και ουσιαστικές εγγυήσεις που αφορούν τον Αιτητή ειδικά ως ασυνόδευτο ανήλικο.
Το Άρθρο 10 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 (Ν.6(Ι)/2000) ως έχει τροποποιηθεί και ισχύει, θέτει το διαδικαστικό πλαίσιο που θα πρέπει να τηρείται αναφορικά με τους ασυνόδευτους ανήλικους. Στο εν λόγω άρθρο διαλαμβάνονται ρητά οι υποχρεώσεις του Διευθυντή των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας να ενεργεί ως εκπρόσωπος και συνδρομητής του ασυνόδευτου ανηλίκου στις διαδικασίες που προβλέπονται από τον Νόμο, ενώ όταν και εφόσον κριθεί αναγκαίο, σε περίπτωση δικαστικής διαδικασίας θα πρέπει να διασφαλίζεται η εκπροσώπησή του σύμφωνα με τον περί Επιτρόπου Προστασίας Δικαιωμάτων του Παιδιού (Διορισμός Επιτρόπου από το Δικαστήριο ως Αντιπρόσωπος Παιδιού) Διαδικαστικό Κανονισμό του 2014.
Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τα στοιχεία που βρίσκονται ενώπιόν μου, ο Αιτητής είχε τη συνδρομή εκπροσώπου του καθόλη την διάρκεια εξέτασης της αίτησής του, ενώ έγινε ολοκληρωμένη και ενδελεχής ενημέρωσή του για όλα τα στάδια της διαδικασίας, τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του. Η Διευθύντρια των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας ενεργούσε ως κηδεμόνας του ανήλικου Αιτητή από την υποβολή της αίτησής του, ως εκπρόσωπος και συνδρομητής του στις διαδικασίες που προβλέπονται στον Νόμο, ενώ ως εκπρόσωπος/κηδεμόνας αυτού παρίστατο και στην προσωπική του συνέντευξη. Αλλά και κατά την παρούσα διαδικασία κατόπιν της απόρριψης του αιτήματος του έχει διασφαλισθεί η δικαστική εκπροσώπησή του στην παρούσα προσφυγή μέσω της Επιτρόπου Προστασίας των Δικαιωμάτων του Παιδιού.
Ειδικότερα, από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου προκύπτει ότι μετά την υποβολή του αιτήματος του Αιτητή για διεθνή προστασία, διενεργήθη η προβλεπόμενη από τον Νόμο αξιολόγηση ευαλωτότητας από αρμόδιο προς τούτο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου στην παρουσία εκπροσώπου του κηδεμόνα του Αιτητή, λειτουργό των ΥΚΕ (ερ. 63-55 του Διοικητικού Φακέλου, στο εξής αναφερόμενος ως «ΔΦ»). Στο σχετικό έντυπο, ο Αιτητής ανέφερε το ατομικό και οικογενειακό του ιστορικό, υποστηρίζοντας πως δέχθηκε σωματική βία από τον πατέρα και την μητριά του και φέρει σημάδια από τα εν λόγω χτυπήματα. Ο αρμόδιος λειτουργός ευαλωτότητας κατέγραψε ότι δεν εντοπίζονται ιατρικά προβλήματα ούτε θέματα ψυχικής υγείας του Αιτητή, δεν έχει αυτοκτονικές σκέψεις, δεν αντιμετωπίζει πρόβλημα με το φαγητό και τον ύπνο, η διάθεσή του είναι καλή και βιώνει κάποιο άγχος λόγω του ότι δε γνωρίζει πότε θα αποδεσμευθεί από το Κέντρο Πρώτης Υποδοχής όπου διέμενε τότε (ερ. 59-58 ΔΦ). Ως προς την συνολική αξιολόγηση κινδύνου στη βάση της ευαλωτότητας, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε την περίπτωση του Αιτητή ως «Χαμηλού» ρίσκου (ερ. 63 ΔΦ).
Κρίνω συνεπώς ότι δεν ευσταθεί ούτε ο ισχυρισμός της συνηγόρου του Αιτητή ότι δεν εξετάσθηκε η ψυχολογική κατάσταση του Αιτητή και/ή ότι οι Καθ’ ων δεν τον παρέπεμψαν σε ψυχολογική εξέταση. Επί τούτου σημειώνω ότι από το λεκτικό της παραγράφου 1 του άρθρου 15 του περί Προσφύγων Νόμου, εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του αρμόδιου λειτουργού ο οποίος εξετάζει την κάθε περίπτωση να παραπέμψει τον Αιτητή σε ιατρική ή ψυχολογική εξέταση. Το Άρθρο 15(1) προνοεί ως ακολούθως (η έμφαση του Δικαστηρίου): «15.-(1) Όταν ο αρμόδιος λειτουργός κρίνει σκόπιμο για την αξιολόγηση της αίτησης σύμφωνα με την παράγραφο (α) του εδαφίου (2) και το εδάφιο (3) του άρθρου 16 και τα εδάφια (3) έως (5) του άρθρου 18, και με την επιφύλαξη της συγκατάθεσης του αιτητή, παραπέμπει τον αιτητή για εξέταση σε ιατρό ή/ και ψυχολόγο, όσον αφορά-
(α) Ενδείξεις που ενδεχομένως υποδηλώνουν διώξεις ή σοβαρή βλάβη που υπέστη κατά το παρελθόν και
(β) συμπτώματα και ενδείξεις βασανιστηρίων ή άλλων σοβαρών πράξεων σωματικής ή ψυχολογικής βίας, περιλαμβανομένων των πράξεων σεξουαλικής βίας.»
Συνεπώς, από το λεκτικό της παραγράφου 1 του Άρθρου 15 προκύπτει ότι τα εδάφια (α) και (β) αυτής συνιστούν προϋποθέσεις που θα πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά ώστε να κληθεί ο αρμόδιος λειτουργός να εξετάσει κατά πόσο θα παραπέμψει τον αιτητή για εξέταση σε ιατρό ή/και ψυχολόγο. Έχω μελετήσει με προσοχή τα πρακτικά της συνέντευξης του Αιτητή και παρατηρώ ότι κατά τη διάρκειά της, ο Αιτητής δεν επανέλαβε οποιονδήποτε ισχυρισμό περί άσκησης σωματικής βίας από τον πατέρα και/ή την μητριά του αλλά ανέφερε τα εξής:
“They never considered me as a family member. He only took charge of his children. Every day he left for his job and I was at home with his wife who hated me. Sometimes I was left for the whole day with no food because I was doing nothing at home. I was also rejected by his children because they thought I was something bad for the family. That’s why I thought it would be better if I leave the house and search for another life. I wasn’t feeling comfortable there” (ερ. 70 ΔΦ).
Ως εκ των ανωτέρω, δεν εντοπίζεται στις δηλώσεις του Αιτητή οποιαδήποτε ένδειξη που ενδεχομένως να υποδηλώνει πράξεις που να ισοδυναμούν με δίωξη ή σοβαρή βλάβη ούτε φαίνεται να υπάρχουν συμπτώματα και ενδείξεις βασανιστηρίων ή άλλων σοβαρών πράξεων σωματικής ή ψυχολογικής βίας. Αλλά ούτε κατά την ενώπιον μου διαδικασία προσκομίστηκε οποιαδήποτε μαρτυρία ή σχετικό ιατρικό πιστοποιητικό επί αυτού του σημείου ώστε να τύχουν αξιολόγησης από το Δικαστήριο στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του (Βλέπε Σταύρου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 1023 και Ευθυμίου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 281, βλέπε επίσης Sportsman Betting Co Limited v. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 591 συνεχίζουν να είναι καθοδηγητικές επί του ζητήματος, Ρούσος ν. Ιωαννίδης κ.ά. (1999) 3 Α.Α.Δ. 549, Ζαβρός ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 106).
Εξετάζοντας περαιτέρω τον ισχυρισμό περί παραβίασης των διαδικαστικών εγγυήσεων του Αιτητή, κρίνω ότι δεν προκύπτει από το πρακτικό της συνέντευξης ότι ο Αιτητής δεν αντιλαμβανόταν την διαδικασία ή τις ερωτήσεις που του τέθηκαν, για τα οποία θα μπορούσε να ζητήσει διευκρινίσεις από τον διερμηνέα (Βλέπε Abul Kalam Kalam ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 585). Ούτε προκύπτει, από τα ερωτήματα που τέθηκαν στον Αιτητή και από τις απαντήσεις που έδωσε, η αρμόδια λειτουργός να μην έλαβε υπόψη τις ατομικές περιστάσεις του Αιτητή, ήτοι ηλικία, μνήμη ή μορφωτικό επίπεδο, που δύνανται να επηρεάσουν τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται και παρουσιάζει τα γεγονότα που αφορούν την αίτησή του.
Συνεπώς κρίνω ότι δεν υφίστανται στοιχεία που να τεκμηριώνουν ότι η διαδικασία που ακολουθήθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου δεν συμμορφώνεται με τις προϋποθέσεις του Νόμου. Από τα πρακτικά της συνέντευξης του Αιτητή προκύπτει ενημέρωσή του σε σχέση με την διαδικασία της συνέντευξης, παρουσία του εκπροσώπου και κηδεμόνα του στην προσωπική του συνέντευξη, ενώ δεν προκύπτει από το περιεχόμενο του φακέλου του Αιτητή παραβίαση του δικαιώματός του να προβάλλει επαρκώς τους ισχυρισμούς του. Από τα ενώπιον μου στοιχεία φρονώ ότι οι αρχές ενήργησαν με εύλογη επιμέλεια και συμμορφώθηκαν με τη θετική τους υποχρέωση να διασφαλίσουν τα δικαιώματα του ανήλικου Αιτητή.
Αναφορικά με τις θέσεις της συνηγόρου του Αιτητή σε σχέση με τα προσόντα που διέθεταν τόσο η εκπρόσωπος/κηδεμόνας του Αιτητή κατά το στάδιο της συνέντευξης όσο και η λειτουργός που διεξήγαγε τη συνέντευξη, θεωρώ πως είναι αόριστες και ατεκμηρίωτες. Οι ισχυρισμοί του Αιτητή με τους οποίους αμφισβητούνται τα προσόντα της λειτουργού των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας και της εξετάστριας της υπόθεσης χωρίς να υποδεικνύεται ποια είναι τα προσόντα που αυτές στερούνταν και πώς εξ αυτού επηρεάστηκαν και παραβιάστηκαν τα δικαιώματα του Αιτητή, δεν είναι επαρκείς για να ανατρέψουν το τεκμήριο της κανονικότητας που διέπει τις διοικητικές πράξεις με βάση την πάγια νομολογία. Παραπέμπω επί τούτου στην Υπόθ. Αρ. 801/1999, Μαυρονύχη v. Δημοκρατίας, ημερ.12/03/2001, σύμφωνα με την οποία η διοίκηση τεκμαίρεται πως λειτουργεί σύμφωνα με τον Νόμο, εκτός όπου καθαρά αποδεικνύεται πως αυτό δεν συμβαίνει. Στην προκειμένη περίπτωση δεν προκύπτει από τα ενώπιόν μου στοιχεία να έχουν επισυμβεί τα όσα ισχυρίζεται η πλευρά του Αιτητή (Βλέπε Χριστίνα Μιχαηλίδου ν. Δημοκρατίας, (2009) 4 Α.Α.Δ. 929).
Αναφορικά με τον ισχυρισμό του Αιτητή περί υποχρέωσης διορισμού νομικού εκπροσώπου λόγω ανηλικότητας του Αιτητή, αντίστοιχο ζήτημα εξετάστηκε από την αδελφή Δικαστή Μ. Παπαντωνίου, Δ.Δ.Δ.Π, στην Υπόθεση Αρ. 601/16, Y.D.M.O. v. Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, ημερ. 31/12/21, το σκεπτικό της οποίας υιοθετώ για σκοπούς της παρούσας απόφασης:
«Αναφορικά με τον ισχυρισμό που εγείρεται από τη συνήγορο του Αιτητή σχετικά με την θέση των λειτουργών των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας (ΥΚΕ) ως οι εκ νόμου καθοριζόμενοι εκπρόσωποι των ασυνόδευτων ανήλικων αιτητών ασύλου και οι οποίοι θα έπρεπε να διαθέτουν νομική κατάρτιση, προς υποστήριξη του οποίου παρατίθενται και οι θέσεις της Επιτρόπου Προστασίας των Δικαιωμάτων του Παιδιού, αναφέρεται ότι από τις εν λόγω τοποθετήσεις δεν προκύπτει νομική δέσμευση. Θα αποτελούσε ωστόσο βήμα προς θετική κατεύθυνση ο προβληματισμός των εμπλεκόμενων με υποθέσεις ασυνόδευτων ανήλικων κρατικών υπηρεσιών ως προς τις υποδείξεις της Επιτρόπου.
Σύμφωνα με το άρθρο 2 του περί Προσφύγων Νόμου, εκπρόσωπος «σημαίνει το Διευθυντή των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας, σύμφωνα με το εδάφιο (1Β) του άρθρου 10», ενώ σύμφωνα με το άρθρο 10(1Β) « Ο Διευθυντής των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας ενεργεί το συντομότερο δυνατό, αυτοπροσώπως ή μέσω λειτουργού των εν λόγω Υπηρεσιών, ως εκπρόσωπος και συνδρομητής του ασυνόδευτου ανηλίκου (.)».
Ο διορισμός κοινωνικών λειτουργών ως εκπρόσωποι/κηδεμόνες αποτελεί συνηθισμένη πρακτική και σε πολλά άλλα ευρωπαϊκά κράτη μέλη. Η ΕΑΣΟ εισηγείται το διορισμό εκπροσώπου/κηδεμόνα ο οποίος να γνωρίζει τις εθνικές διαδικασίες ασύλου και να μπορεί να βοηθήσει τον αιτητή κατά τη διάρκειά τους. Η θέση του διοριζόμενου ατόμου θα πρέπει να μην προκαλεί σύγκρουση συμφερόντων και να ασκείται από επαγγελματίες και όχι άλλους αιτητές διεθνούς προστασίας.
Η UNHCR, στις Κατευθυντήριες Οδηγίες για την Εξέταση των Αιτημάτων Ασύλου των Παιδιών στο πλαίσιο των άρθρων 1 (Α) 2 και 1 (ΣΤ) της Σύμβασης του 1951 και / ή του Πρωτοκόλλου του 1967 για το Καθεστώς των Προσφύγων, παρ. 69 αναφέρει τα ακόλουθα σχετικά με τους εκπροσώπους/κηδεμόνες: «Στην περίπτωση των ασυνόδευτων ή των χωρισμένων από την οικογένειά τους παιδιών επιβάλλεται ο άμεσος και δωρεάν διορισμός ανεξάρτητου και εξειδικευμένου κηδεμόνα. Τα παιδιά που είναι βασικοί αιτούντες άσυλο στη διαδικασία ασύλου δικαιούνται επίσης νομική εκπροσώπηση. Οι νομικοί συμπαραστάτες ή εκπρόσωποι των παιδιών πρέπει να είναι κατάλληλα εκπαιδευμένοι και οφείλουν να υποστηρίζουν το παιδί καθόλη τη διαδικασία.», ενώ στην υποσημείωση 135 στην οποία παραπέμπει η ανωτέρω παράγραφος γίνεται διαχωρισμός του όρου κηδεμόνας από τον όρο νομικός εκπρόσωπος και αναφέρονται τα εξής: « «Κηδεμόνας» ή «επίτροπος»: πρόκειται για ανεξάρτητο πρόσωπο με εξειδικευμένες δεξιότητες, που φροντίζει το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού και γενικότερα την ευημερία του. Οι διαδικασίες για το διορισμό κηδεμόνα ή επιτρόπου δεν πρέπει να είναι λιγότερο ευνοϊκές από τις ισχύουσες εθνικές διοικητικές ή δικαστικές διαδικασίες που εφαρμόζονται στην περίπτωση των παιδιών που είναι πολίτες της χώρας υποδοχής. Ο «νομικός εκπρόσωπος ή συμπαραστάτης»: πρόκειται για δικηγόρο ή άλλο εξειδικευμένο πρόσωπο που έχει το δικαίωμα να παρέχει νομική συνδρομή και να ενημερώνει το παιδί για τη διαδικασία ασύλου καθώς και να επικοινωνεί με τις αρχές για νομικά ζητήματα.».
Από τις πιο πάνω κατευθυντήριες οδηγίες προκύπτει το συμπέρασμα ότι ο όρος κηδεμόνας ή εκπρόσωπος δεν σημαίνει απαραίτητα άτομο με νομικά ακαδημαϊκά προσόντα, αλλά πρόσωπο το οποίο ασκεί νομική ικανότητα εκ μέρους του ασυνόδευτου ανήλικου αιτητή ασύλου, ενημερώνοντάς τον και λειτουργώντας εκ μέρους του όπου χρειάζεται καθόλα τα στάδια της διαδικασίας εξέτασης του αιτήματός του και εξασφαλίζοντας το βέλτιστο συμφέρον του.»
(ο τονισμός του παρόντος Δικαστηρίου)
Ούτε τεκμηριώνεται ο ισχυρισμός της δικηγόρου του Αιτητή ότι υπάρχει σύγκρουση συμφερόντων/αρμοδιοτήτων της λειτουργού ευημερίας λόγω της ταυτόχρονης ιδιότητας της ως κηδεμόνας, εκπρόσωπος του ασυνόδευτου ανήλικου Αιτητή και αρμόδια αρχή για την εφαρμογή των διατάξεων του περί Προσφύγων Νόμου ως κρατική αρχή υπεύθυνη για τις υλικές συνθήκες υποδοχής. Το Δικαστήριο καλείται να αποφαίνεται επί συγκεκριμένων νομικών και ουσιαστικών ζητημάτων που επέδρασαν ουσιαστικά στην κρίση της Υπηρεσίας Ασύλου και εν τέλει στα δικαιώματα και το νομικό καθεστώς του Αιτητή. Με βάση το νομικό πλαίσιο που εκτέθηκε ανωτέρω, δεν μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι οι διαφορετικές ιδιότητες/αρμοδιότητες των λειτουργών των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας είναι ασυμβίβαστες μεταξύ τους, ούτε φαίνεται εν προκειμένω να οδήγησαν σε ανεπαρκή εκπροσώπηση του Αιτητή και/ή δυσμενούς επηρεασμού των δικαιωμάτων του κατά την εξέταση της αίτησής του.
Προτού προχωρήσω στην εξέταση των λοιπών λόγων ακύρωσης, είναι κρίσιμο και απαραίτητο να καταστεί αντιληπτό ότι η δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου διαδραματίζει καταλυτικό ρόλο στο λυσιτελές της προβολής τέτοιων ισχυρισμών. Ειδικότερα, το παρόν Δικαστήριο ως δικαστήριο ουσίας δικάζει την υπόθεση που άγεται ενώπιόν του εξ αρχής, κατά το νόμο και κατά την ουσία, δεν περιορίζεται μόνο στην εξέταση της διαδικασίας και των στοιχείων κρίσης της διοικητικής αρχής που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, αλλά προχωρεί παραπέρα και εξετάζει την ουσιαστική ορθότητα της επίδικης πράξεως (στο πλαίσιο πάντα που καθορίζουν οι ισχυρισμοί του εκάστοτε Αιτητή).
Θα προχωρήσω στην εξέταση του ισχυρισμού που προβάλλει η συνήγορος του Αιτητή περί έλλειψης δέουσας έρευνας, λαμβανομένης υπόψιν και της εξουσίας του παρόντος Δικαστηρίου, όπου και σύμφωνα με τον περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο του 2018, Ν.73(Ι)/2018, το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας έχει την εξουσία να εξετάσει την παρούσα υπόθεση επί της ουσίας. Το γεγονός αυτό, οφείλεται στο ότι η παρούσα υπόθεση αφορά αίτηση που χρονικά πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 11 (2) και (3) του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018, Ν.73(Ι)/2018, οι οποίες δίδουν στο Δικαστήριο την υποχρέωση ελέγχου της νομιμότητας και ορθότητας της πράξης.
Έχει πλειστάκις νομολογηθεί ότι η έκταση της έρευνας, ο τρόπος και η διαδικασία που ακολουθείται ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης. Περαιτέρω η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το θέμα που εξετάζεται. Το κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και τη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων τα οποία παρέχουν ασφαλή συμπέρασμα. (Βλέπε Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.α., Α.Ε. 1518/1.11.96, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου, Α.Ε. 1575/14.7.97 , Α.Ε.2371,Motorways Ltd v Δημοκρατίας ημερ. 25/6/99).
Το Δικαστήριο στα πλαίσια ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντος οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωση (βλ. απόφαση αρ. 128/2008 JAMAL KAROU V Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 1 Φεβρουαρίου, 2010).
Σύμφωνα με τα στοιχεία του Αιτητή, όπως καταγράφονται στην έκθεση του λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου αλλά και όπως διαφαίνονται από τον Διοικητικό φάκελο που κατατέθηκε στο Δικαστήριο ως τεκμήριο 1 κατά το στάδιο των Διευκρινήσεων και δεν αμφισβητούνται, ο Αιτητής είναι πρόσωπο με ιθαγένεια της Γουινέας. Κατά την καταγραφή του αιτήματός του για διεθνή προστασία δήλωσε ότι γεννήθηκε στις 18/11/2004 στην πόλη Conakry, όπου και διέμενε, ανήκει στη φυλή Peulh και ομιλεί γαλλικά και pular. Ως προς την οικογενειακή του κατάσταση, ο Αιτητής δήλωσε άγαμος. Ως προς τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του, ανέφερε ότι είναι παιδί εκτός γάμου και δεν είχε καμία επικοινωνία με την μητέρα του μετά τη γέννησή του. Μεγάλωσε με τον παππού του στο χωριό, ενώ μετά τον θάνατο του τελευταίου, ο πατέρας του Αιτητή τον πήρε μαζί του στην πόλη, όπου διέμενε με την οικογένεια του πατέρα του, ήτοι την σύζυγο και τα τέσσερα (4) τέκνα τους. Ο Αιτητής υποστήριξε πως ήταν το πιο παραμελημένο από τα ετεροθαλή αδέρφια του, όλοι τον μισούσαν, ιδιαίτερα δε η μητριά του, ως εκ τούτου αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χώρα (ερυθρά 3-1 και μετάφραση ερ. 12-11 ΔΦ).
Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης επί του αιτήματός του για διεθνή προστασία, στην οποία ήταν παρούσα λειτουργός των ΥΚΕ ως εκπρόσωπος της νόμιμης κηδεμόνα του Αιτητή, Διευθύντριας των ΥΚΕ, ο Αιτητής δήλωσε ότι κατά το διάστημα 2010-2016 φοίτησε σε δημοτικό σχολείο στο χωριό Pita της κοινότητας Mamou, το οποίο ολοκλήρωσε έως την έκτη τάξη. Στη συνέχεια και αφότου μετακόμισε στο Dar El Salam του Conakry, ξεκίνησε να φοιτά σε κολλέγιο ωστόσο διέκοψε περί τους δύο (2) μήνες αργότερα.
Ερωτηθείς αναφορικά με την οικογενειακή του κατάσταση, ο Αιτητής υποστήριξε ότι γεννήθηκε εκτός γάμου, το οποίο δεν είναι αποδεκτό στη μουσουλμανική θρησκεία. Ως εκ τούτου, δε γνώρισε ποτέ τη μητέρα του, καθώς όταν γεννήθηκε ο Αιτητής, η οικογένειά της τον παρέδωσε στον πατέρα του και εκείνος με τη σειρά του τον εγκατέλειψε στον δικό του πατέρα και παππού του Αιτητή διακόπτοντας κάθε επικοινωνία μαζί του (ερ. 71 ΔΦ). Περί το 2016, ο παππούς του Αιτητή αποβίωσε με αποτέλεσμα να μείνει μόνος και να τον φροντίζουν άτομα του χωριού του, τα οποία ειδοποίησαν τον πατέρα του ότι θα πρέπει να τον αναλάβει, όπως και έγινε τελικά περί τους επτά (7) μήνες αργότερα. Παρέμεινε με την οικογένεια του πατέρα του για διάστημα περίπου οκτώ (8) μηνών με ένα (1) έτος, έως το 2017, οπότε και εγκατέλειψε την οικία και μετέβη σε άλλη περιοχή του Conakry διαμένοντας με φιλικά του πρόσωπα, ενώ παράλληλα εργαζόταν ως μηχανικός αυτοκινήτων και βοηθός οδηγού ταξί έως το 2020 οπότε και εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του (ερ. 70 ΔΦ). Ερωτηθείς αναφορικά με τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε την οικία του πατέρα του, ο Αιτητής υποστήριξε ότι δεν τον θεωρούσαν μέλος της οικογένειάς τους και τον κακομεταχειρίζονταν. Συγκεκριμένα, ο Αιτητής δήλωσε πως ο ίδιος επιθυμούσε να συνεχίσει την εκπαίδευσή του σε κολλέγιο, ωστόσο μετά τους δύο (2) πρώτους μήνες που εγγράφηκε, ο πατέρας του σταμάτησε να πληρώνει τα δίδακτρα με αποτέλεσμα να διακόψει και να παραμένει στο σπίτι με την μητριά του, ενώ τα αδέλφια του φοιτούσαν στο σχολείο και ο πατέρας του εργαζόταν. Δήλωσε περαιτέρω πως ενίοτε δεν του έδιναν φαγητό για μια ολόκληρη μέρα, ενώ και τα αδέλφια του είχαν άσχημα συναισθήματα απέναντί του. Όπως δήλωσε ο Αιτητής, δεν ένιωθε άνετα με αυτή την κατάσταση και αποφάσισε να εγκαταλείψει την οικία και να αναζητήσει μια καλύτερη ζωή, διακόπτοντας έκτοτε κάθε επικοινωνία με τον πατέρα του (ερ. 70 ΔΦ).
Αναφορικά με τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του το 2020, ο Αιτητής δήλωσε ότι η ζωή του εκεί ήταν δύσκολη ιδίως οικονομικά, ενώ δεν είχε οικογένεια. Δήλωσε επίσης ότι είχε ακούσει πως στην Ευρώπη μπορεί να αλλάξει η ζωή προς το καλύτερο, ως εκ τούτου, έθεσε ως στόχο του να μεταβεί εδώ ώστε να έχει μια καλύτερη ζωή (ερ. 68 ΔΦ). Ερωτηθείς για ποιο λόγο εγκατέλειψε τη χώρα το 2020 και όχι το 2017, οπότε και συνειδητοποίησε τα προβλήματα με την οικογένεια του πατέρα του, ο Αιτητής αποκρίθηκε πως δεν είχε την οικονομική δυνατότητα τότε και έπρεπε να μαζέψει χρήματα. Ως προς τις πιθανές συνέπειες σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής υποστήριξε πως προσπάθησε πολύ για να μεταβεί στην Ευρώπη και αν δεν επιτύχει εδώ, δε θα έχει κανέναν να τον βοηθήσει στη χώρα του και δε θα επιθυμεί να ζήσει. Σε επισήμανση της αρμόδιας λειτουργού ότι ήταν σε θέση να εργάζεται και να ζει μόνος του στη χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής αποκρίθηκε ότι ο στόχος του ήταν να μεταβεί στο εξωτερικό και να σπουδάσει (ερ. 67 ΔΦ).
Αξιολογώντας τις δηλώσεις του Αιτητή, η αρμόδια λειτουργός σχημάτισε δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς. Ο μεν πρώτος σχετικά με το ότι είναι υπήκοος Γουινέας, με περιοχή καταγωγής την πόλη Dar El Salam και περιοχή διαμονής Apita, της κοινότητας Pita, στην περιοχή Mamou και ο δεύτερος σε σχέση με την εγκατάλειψη της χώρας του για λόγους οικονομικού περιεχομένου και για ένα καλύτερο μέλλον. Αμφότεροι οι ισχυρισμοί έγιναν αποδεκτοί ως εσωτερικά και εξωτερικά αξιόπιστοι, ωστόσο κατά την αξιολόγηση του κινδύνου η αρμόδια λειτουργός έκρινε ότι δεν πιθανολογείται πως συντρέχει ο εύλογος βαθμός πιθανότητας να υποστεί ο Αιτητής δίωξη ή σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής του και επομένως δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις χορήγησης προσφυγικού καθεστώτος ή καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας αντίστοιχα. Περαιτέρω, η αρμόδια λειτουργός επικαλούμενη το άρθρο 10(1) της Οδηγίας 2008/115/ΕΕ περί Επιστροφών, εισηγήθηκε όπως μην εκδοθεί απόφαση επιστροφής επί του Αιτητή ως ασυνόδευτου ανηλίκου (ερ. 89-85 ΔΦ).
Πρωτίστως σημειώνω πως, δεδομένου ότι αμφότεροι οι δύο ουσιώδεις ισχυρισμοί που σχημάτισε η αρμόδια λειτουργός στη βάση των όσων υποστήριξε ενώπιόν της ο Αιτητής κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του έχουν γίνει αποδεκτοί, το Δικαστήριο δεν είναι δυνατό να προβεί σε άλλη αξιολόγηση, δυνάμει και της αρχής της απαγόρευσης της χειροτέρευσης της θέσης του διοικουμένου (non reformatio in peuis). Πράγματι, «Το Διοικητικό Δικαστήριο δεν μπορεί να εξέρχεται των ορίων που θέτει η αίτηση ακυρώσεως αλλά ούτε και μπορεί να χειροτερεύει τη θέση του Αιτητή (απαγόρευση της reformation in peius). Επειδή το δικαίωμα άσκησης προσφυγής κατοχυρώνεται από το ίδιο το Σύνταγμα (Άρθρο 146) προκειμένου να διασφαλισθεί η προστασία του προσφεύγοντος, δεν μπορεί το Διοικητικό Δικαστήριο με απόφασή του να χειροτερεύσει τη θέση του Προσφεύγοντος [.]. Συνεπώς, δεν μπορεί να υπάρξει «επί τα χείρω μεταβολή» (reformatio in peius)» (Κ. Παρασκευά, Κυπριακό Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, Νομική Βιβλιοθήκη, 2020, σελ. 108).
Εντούτοις, φρονώ ότι στη βάση του περιεχομένου της συνέντευξης του Αιτητή, οι Καθ’ ων η Αίτηση θα έπρεπε να έχουν σχηματίσει έναν τρίτο ουσιώδη ισχυρισμό αναφορικά με την ενδοοικογενειακή βία που δέχθηκε ο Αιτητής κατά το διάστημα που διέμενε με την οικογένεια του πατέρα του και εξαιτίας της οποίας εγκατέλειψε την πατρική του οικία. Τούτο διότι αφενός πρόκειται για ξεχωριστό γεγονός, το οποίο μάλιστα συνιστά κατά τον Αιτητή την γενεσιουργό αιτία των όσων επακολούθησαν και, αφετέρου, συνιστά στοιχείο του ατομικού του προφίλ ως άτομο χωρίς οικογενειακό περιβάλλον, το οποίο θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να ληφθεί υπόψιν κατά την εξέταση των προϋποθέσεων χορήγησης διεθνούς προστασίας.
Οι ουσιώδεις ισχυρισμοί, άλλως ουσιώδη πραγματικά περιστατικά, είναι γεγονότα που συνδέονται άμεσα με τον ορισμό του πρόσφυγα [άρθρο 1(Α)(2) της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 για τους πρόσφυγες και άρθρο 2(δ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ] ή του προσώπου που δικαιούται συμπληρωματική προστασία (άρθρο 2(στ) και άρθρο 15 της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ] και άπτονται του πυρήνα της αίτησης. Ο δε εντοπισμός και η αξιολόγηση όλων των ουσιωδών ισχυρισμών αποτελεί υποχρέωση των Καθ' ων η αίτηση, ως αυτή απορρέει και από το άρθρο 18 (3) (α) του περί Προσφύγων Νόμου, το οποίο επιβάλλει όπως η αξιολόγηση της αίτησης διεθνούς προστασίας γίνεται σε εξατομικευμένη βάση, αντικειμενικά και αμερόληπτα και περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τη συνεκτίμηση όλων των σχετικών με την αίτηση στοιχείων που σχετίζονται με τη χώρα καταγωγής, κατά το χρόνο λήψης της απόφασης, συμπεριλαμβανομένων των νόμων και των κανονισμών στη χώρα καταγωγής και του τρόπου εφαρμογής τους,
Περαιτέρω, στα πλαίσια του ανωτέρω ισχυρισμού όπως αυτός σχηματίσθηκε από το Δικαστήριο, παρατηρώ ότι δεν διερευνήθηκε η δυνατότητα του Αιτητή να απευθυνθεί στις αστυνομικές αρχές της χώρας του ως θύμα ενδοοικογενειακής βίας και δη ανήλικο. Παράλληλα, θα συμφωνήσω με τη θέση των ευπαίδευτων συνηγόρων του Αιτητή ότι η αρμόδια λειτουργός δεν προέβη σε οποιαδήποτε έρευνα σε αξιόπιστες εξωτερικές πηγές πληροφόρησης σχετικά με τις δηλώσεις του Αιτητή. Τονίζεται ότι πληροφορίες από την χώρα καταγωγής του Αιτητή είναι απαραίτητες για την κατάλληλη και ολοκληρωμένη εξέταση των αιτήσεων διεθνούς προστασίας από τις αποφαινόμενες αρχές. Όπως αναφέρεται εξάλλου και στο άρθρο 18 (7Α)(α) του περί Προσφύγων Νόμου (η υπογράμμιση του παρόντος δικαστηρίου):
«Οι αποφάσεις επί των αιτήσεων λαμβάνονται μετά τη δέουσα εξέταση των αιτήσεων, σε εξατομικευμένη βάση, αντικειμενικά και αμερόληπτα, μετά από τη λήψη συγκεκριμένων και ακριβών πληροφοριών από διάφορες πηγές, όπως την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για το Άσυλο, την Υπάτη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες και τις σχετικές διεθνείς οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων ως προς τη γενική κατάσταση στις χώρες ιθαγένειας των αιτητών και, όπου χρειάζεται, στις χώρες μέσω των οποίων διήλθαν∙ ο Προϊστάμενος μεριμνά ώστε ο ίδιος και το προσωπικό της Υπηρεσίας Ασύλου το οποίο είναι υπεύθυνο για την εξέταση αιτήσεων και την υποβολή εισηγήσεων για απόφαση να έχουν πρόσβαση στις προαναφερόμενες πληροφορίες».
Η μελλοντοστραφής εκτίμηση του κινδύνου δίωξης ή σοβαρής βλάβης - εγγενής στον ορισμό του πρόσφυγα και του δικαιούχου συμπληρωματικής προστασίας- συμπεριλαμβανομένης της αξιολόγησης για το εάν η προστασία θα είναι διαθέσιμη στη χώρα καταγωγής, απαιτεί όπως οι αποφαινόμενες αρχές και τα αρμόδια δικαστήρια έχουν επαρκή γνώση των συνθηκών που επικρατούν στη χώρα ιθαγένειας ή συνήθους διαμονής του αιτούντος. Πληροφορίες από πηγές πληροφόρησης είναι επίσης εξίσου σχετικές ως προς την αξιολόγηση ισχυρισμών περί προηγούμενων περιστάσεων. Η νομική απαίτηση όπως οι αρχές λαμβάνουν υπόψη πηγές πληροφόρησης επί της αξιολόγησης μιας αίτησης για διεθνή προστασία απορρέει απευθείας από τη διατύπωση του άρθρου 3(α) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ (ήδη άρθρο 18 (3) (α) του περί Προσφύγων Νόμου, όπως ανωτέρω), η οποία προβλέπει ότι:
«[η] αξιολόγηση αίτησης διεθνούς προστασίας [.] περιλαμβάνει τη συνεκτίμηση: (α) όλων των συναφών στοιχείων που σχετίζονται με τη χώρα καταγωγής κατά τον χρόνο λήψης απόφασης σχετικά με την αίτηση, συμπεριλαμβανομένων των νόμων και των κανονισμών στη χώρα καταγωγής και του τρόπου εφαρμογής τους».
Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 4(5)(γ) της Οδηγίας, η προϋπόθεση τεκμηρίωσης της αίτησης εκ μέρους του αιτούντα πληρούται όταν «οι δηλώσεις του αιτούντος θεωρούνται συνεπείς και ευλογοφανείς και δεν έρχονται σε αντίθεση με διαθέσιμα ειδικά και γενικά στοιχεία που αφορούν την περίπτωσή του».
Στο εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», αναφέρεται στην σελίδα 132, παράγραφος 4.8.4.3 ότι:
«Η αυξανόμενη απαίτηση να είναι επαρκώς αιτιολογημένες οι αποφάσεις των δικαστηρίων επί αιτήσεων διεθνούς προστασίας συνεπάγεται ότι στις αποφάσεις αυτές θα πρέπει να αναφέρονται ρητά οι πηγές των πληροφοριών που έχουν χρησιμοποιηθεί για την αξιολόγηση της ουσίας της προσφυγής. Αυτό θα είναι αναγκαίο στον βαθμό που το σκεπτικό της απόφασης βασίζεται στην αξιολόγηση των συνθηκών που επικρατούν στη χώρα καταγωγής. Αυτό δεν συμβαίνει σε όλες τις καταστάσεις. Για παράδειγμα, κάτι τέτοιο ενδέχεται να μην είναι απαραίτητο σε περίπτωση αρνητικής διαπίστωσης περί της αξιοπιστίας βάσει καταφανούς έλλειψης εσωτερικής συνοχής ή μη ικανοποιητικής επεξήγησης αποκλίσεων ή παραλλαγών σε ό,τι αφορά τα ουσιώδη στοιχεία μιας αίτησης ή, ακόμη περισσότερο, σε περίπτωση απόρριψης προσφυγής ως απαράδεκτης.»
Στην βάση των πιο πάνω επισημάνσεων και έχοντας εντοπίσει την προαναφερθείσα παράλειψη στην αξιολόγηση της λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου, προχωρώ, δυνάμει και της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου, σε εξέταση του τρίτου ισχυρισμού του Αιτητή σχετικά με την ενδοοικογενειακή βία που υπέστη και εξαιτίας της οποίας εγκατέλειψε την πατρική του οικία, σε συνάρτηση με πληροφορίες από τη χώρα καταγωγής του, ώστε να διαπιστωθεί κατά πόσο ο εν λόγω ισχυρισμός είναι εσωτερικά και εξωτερικά αξιόπιστος.
Όπως αναφέρθηκε και νωρίτερα στην παρούσα απόφαση, από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου προκύπτουν διαφορετικές δηλώσεις του Αιτητή αναφορικά με τον συγκεκριμένο ισχυρισμό. Ειδικότερα, κατά την αξιολόγηση ευαλωτότητας που διεξήχθη στο Κε.Π.Υ. «Πουρνάρα», ο Αιτητής υποστήριξε πως φέρει σημάδια και ουλές στο σώμα του που έχουν προκληθεί από τα χτυπήματα που δεχόταν από τον πατέρα και την μητριά του (ερ. 60 ΔΦ). Ωστόσο, κατά το κρίσιμο στάδιο της συνέντευξής του επί του αιτήματος του για διεθνή προστασία, ο Αιτητής δεν επανέλαβε τον εν λόγω ισχυρισμό περί άσκησης σωματικής βίας. Υποστήριξε εντούτοις πως ενόσω διέμενε με την οικογένεια του πατέρα του, τον κακομεταχειρίζονταν, δεν του συμπεριφέρονταν ως ισότιμο μέλος της οικογένειας, δεν του επέτρεψαν να συνεχίσει τη φοίτησή του στο σχολείο και ενίοτε δεν του έδιναν φαγητό, ενώ τα θετά του αδέρφια επίσης τον απέρριπταν. Όπως δήλωσε ο Αιτητής, δεν ένιωθε άνετα (“I wasn’t feeling comfortable”) με αυτή την κατάσταση και θεώρησε καλύτερο για τον ίδιο να φύγει και να αναζητήσει μια καλύτερη ζωή. Έτσι ξεκίνησε να εργάζεται και διέμενε με φιλικά του πρόσωπα (ερ. 70 ΔΦ). Ως εκ των ανωτέρω, γίνεται αντιληπτό ότι ο Αιτητής όντας ανήλικος αντιμετώπιζε δύσκολες συνθήκες διαβίωσης και κακομεταχείριση από την οικογένεια του πατέρα του. Πρέπει να σημειώσω στο σημείο αυτό ότι οι δηλώσεις του Αιτητή κατά τη διάρκεια της συνέντευξης δεν υπήρξαν επαρκείς, λεπτομερείς και περιγραφικές της κατάστασης που φέρεται να βίωνε, ούτε προκύπτουν από την αφήγησή του βιωματικά στοιχεία του επιπέδου της κακομεταχείρισης που ισχυρίζεται ότι υπέστη και η οποία τον εξανάγκασε μάλιστα όπως υποστηρίζει να εγκαταλείψει το πατρικό του σπίτι και τελικά, τη χώρα. Ωστόσο, λαμβάνω υπόψιν τις Κατευθυντήριες Οδηγίες της Ύπατης Αρμοστείας του Ο.Η.Ε για τους πρόσφυγες για την εξέταση των αιτημάτων ασύλου ανηλίκων, σύμφωνα με τις οποίες:[1]
«72. Δεν μπορεί να αναμένεται από τα παιδιά να εκφράσουν τις εμπειρίες τους όπως οι ενήλικες. Μπορεί να δυσκολεύονται να εξωτερικεύσουν το φόβο τους για διάφορους λόγους, συμπεριλαμβανομένων των τραυματικών εμπειριών που έχουν βιώσει, των οδηγιών των γονέων τους, της έλλειψης παιδείας, του φόβου που τους αποπνέουν οι κρατικές αρχές ή πρόσωπα που κατέχουν θέσεις εξουσίας, των «κατασκευασμένων» καταθέσεων των διακινητών ή του φόβου των αντιποίνων. Μπορεί να είναι πολύ μικρά ή ανώριμα για να αξιολογήσουν ποιες είναι οι σημαντικές πληροφορίες ή για να ερμηνεύσουν ό, τι έχουν αντιληφθεί ή βιώσει με τρόπο που μπορεί να κατανοήσει ένας ενήλικας. Μερικά παιδιά μπορεί να παραλείπουν ή να παρανοούν/διαστρεβλώνουν ζωτικής σημασίας πληροφορίες ή να αδυνατούν να διακρίνουν μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας. Μπορεί επίσης να δυσκολεύονται να κατανοήσουν αφηρημένες έννοιες, όπως είναι ο χρόνος ή η απόσταση. Έτσι, ό,τι μπορεί να θεωρηθεί ψέμα στην περίπτωση ενός ενήλικα δεν είναι απαραίτητο να είναι ψέμα στην περίπτωση ενός παιδιού.
73. Παρότι στις περιπτώσεις των ενηλίκων το βάρος της απόδειξης μοιράζεται συνήθως ανάμεσα στον αιτούντα άσυλο και στον εξεταστή, ενδέχεται ο κριτής του αιτήματος ασύλου ενός παιδιού, ειδικά εάν είναι ασυνόδευτο, να υποχρεωθεί να τεκμηριώσει τους ισχυρισμούς που αυτό προβάλει. Αν δεν είναι εφικτή η επαλήθευση των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης και / ή το παιδί αδυνατεί να εκφράσει ολοκληρωμένα τον ισχυρισμό του για το φόβο δίωξης που διατρέχει, ο κριτής του αιτήματος ασύλου οφείλει να αποφασίσει λαμβάνοντας υπόψη όλες τις γνωστές περιστάσεις, εφαρμόζοντας ενδεχομένως με πνεύμα φιλελεύθερο το ευεργέτημα της αμφιβολίας. Ομοίως, αναγνωρίζεται στο παιδί το ευεργέτημα της αμφιβολίας στις περιπτώσεις όπου τίθεται ζήτημα αξιοπιστίας κάποιων εκ των ισχυρισμών του.».
Ενόψει των ανωτέρω και παρά τις αντιφατικές δηλώσεις και ελλείψεις που εντόπισα στις δηλώσεις του Αιτητή, θεωρώ πως θα πρέπει εν προκειμένω να του αποδοθεί το ευεργέτημα της αμφιβολίας στη βάση της ανηλικότητάς του κατά τον κρίσιμο χρόνο της συνέντευξης. Ως εκ τούτου, κρίνω ότι έχει εδραιωθεί η εσωτερική αξιοπιστία του συγκεκριμένου τρίτου ισχυρισμού του Αιτητή.
Περαιτέρω, ως προς την εξωτερική αξιοπιστία των δηλώσεων του Αιτητή, παρότι πρόκειται κυρίως για περιστατικά που ανάγονται στη σφαίρα της ιδιωτικής του ζωής, το Δικαστήριο προέβη σε έρευνα σε αξιόπιστες εξωτερικές πηγές αναφορικά με την ενδοοικογενειακή βία σε βάρος ανηλίκων στη χώρα καταγωγής του Αιτητή και τη διαθέσιμη κρατική ή άλλη προστασία.
Σύμφωνα με την Έκθεση του Υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ για την κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Γουινέα κατά το έτος 2023,[2] oι κρατικές αρχές και Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις συνέχισαν να καταγράφουν περιπτώσεις κακοποίησης παιδιών. Παρότι η παιδική κακοποίηση είναι γνωστό ότι υπάρχει, οι οικογένειες συχνά αγνοούν τις περισσότερες περιπτώσεις ή προτιμούν να τις χειρίζονται σε επίπεδο κοινότητας (και όχι να καταγγέλλουν στις αρχές). Καταγράφεται επίσης ότι οι αρχές σπάνια διώκουν τους παραβάτες, ενώ προβλέπονται στον νόμο ποινές για αδικήματα που εκθέτουν τα παιδιά στη βία. Αναφορικά με την ενδοοικογενειακή βία, σημειώνεται ότι η ανωτέρω έκθεση δεν αναφέρει αν καλύπτει και περιστατικά κατά ανηλίκων, καθώς η εν λόγω θεματική αναλύεται υπό το κεφάλαιο «Γυναίκες». Σε κάθε περίπτωση, η έκθεση αναφέρει ότι η ενδοοικογενειακή βία συνιστά ποινικό αδίκημα, εντούτοις αποτελεί συχνό φαινόμενο που οι δράστες του σπάνια διώκονται. Οι αρχές μπορούν να ασκήσουν δίωξη για το «γενικό» αδίκημα της επίθεσης, το οποίο επισύρει ποινή φυλάκισης δύο έως πέντε ετών και πρόστιμο.
Αναφορικά με την παιδική εργασία στην Γουινέα, συνήθως αναμένεται από τα παιδιά να εργάζονται στο νοικοκυριό της οικογένειας ή στη γεωργία. Ιδίως δε αν η οικογένεια είναι άπορη, μπορεί το παιδί να γίνει αντικείμενο εκμετάλλευσης ή να του ζητηθεί να εργασθεί ώστε να στηρίξει την οικογένεια.[3]
Στις καταληκτικές παρατηρήσεις της επί των περιοδικών εκθέσεων που υπέβαλε η Γουινέα, η Επιτροπή των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα του Παιδιού σημείωνε το 2019 ότι τα παιδιά θύματα βίας συχνά δεν έχουν πρόσβαση στη δικαιοσύνη, ιδίως σε περιπτώσεις σεξουαλικής βίας, λόγω του κοινωνικού στιγματισμού, της έλλειψης κατανόησης των δικαστικών διαδικασιών, των χαμηλών ποσοστών έρευνας και δίωξης, καθώς και λόγω της διαμεσολάβησης και επιρροής των γονέων και των δημόσιων ή θρησκευτικών προσώπων.[4]
Άλλη πηγή αναφέρει ότι στις περιπτώσεις υπεράσπισης ενός παιδιού στο δικαστήριο εναντίον των γονέων ή της οικογένειάς του, είναι σύνηθες κάποιο μέλος της οικογένειας να αποσύρει την υπόθεση με την αιτιολογία ότι το θέμα θα διευθετηθεί ιδιωτικά, εντός της οικογένειας.[5]
Λεχθέντων των ανωτέρω, για τους σκοπούς εξέτασης και υπαγωγής των πραγματικών περιστατικών του Αιτητή στο νομικό πλαίσιο για τη χορήγηση διεθνούς προστασίας, καταλήγω οι ισχυρισμοί του Αιτητή κρίνονται αποδεκτοί.
Από τις ανωτέρω πληροφορίες από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης προκύπτει πως η ενδοοικογενειακή βία αποτελεί συχνό φαινόμενο στην Γουινέα, με σχετικά χαμηλή απόκριση από τις αρχές προστασίας της χώρας αλλά και με χαμηλά ποσοστά καταγγελιών στις αρχές από τα θύματα. Ως εκ τούτου, ο ανωτέρω ισχυρισμός του Αιτητή γίνεται αποδεκτός ενόψει της στοιχειοθετηθείσας εσωτερικής και εξωτερικής αξιοπιστίας αυτού.
Νομική ανάλυση
Έχοντας εξακριβώσει τα πραγματικά περιστατικά που περιβάλλουν την υπό εξέταση υπόθεση, προχωρώ στην νομική αξιολόγηση των προϋποθέσεων χορήγησης διεθνούς προστασίας και κατά πόσο αυτές πληρούνται εν προκειμένω, λαμβάνοντας υπόψη τους αποδεκτούς ουσιώδεις ισχυρισμούς του Αιτητή. Παραθέτω αρχικά το εφαρμοστέο νομικό πλαίσιο:
Βάσει του άρθρου 3Γ του Περί Προσφύγων Νόμου:
«3Γ.-(1) Οι πράξεις δίωξης κατά την έννοια του άρθρου 1Α της Σύμβασης πρέπει:
(α) να είναι αρκούντως σοβαρές λόγω της φύσης ή της επανάληψης τους ώστε να συνιστούν σοβαρή παραβίαση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ειδικά των δικαιωμάτων από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση, βάσει του άρθρου 15 παράγραφος 2, της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, ή
(β) να αποτελούν σώρευση διαφόρων μέτρων συμπεριλαμβανομένων παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η οποία να είναι αρκούντως σοβαρή, ούτως ώστε να θίγεται ένα άτομο κατά τρόπο αντίστοιχο με το αναφερόμενο στην παράγραφο (α).
(2) Οι ακόλουθες πράξεις συνιστούν μη εξαντλητικό κατάλογο πράξεων δίωξης, κατά την έννοια του εδαφίου (1):
(α) πράξεις σωματικής ή ψυχικής βίας, συμπεριλαμβανομένων πράξεων σεξουαλικής βίας,
(β) νομικά, διοικητικά, αστυνομικά ή/και δικαστικά μέτρα, τα οποία εισάγουν διακρίσεις αφ' εαυτού ή εφαρμόζονται κατά τρόπο εισάγοντα διακρίσεις,
(γ) ποινική δίωξη ή επιβολή ποινής η οποία είναι δυσανάλογη ή μεροληπτική,
(δ) άρνηση ένδικων μέσων με αποτέλεσμα την επιβολή δυσανάλογης ή μεροληπτικής ποινής,
(ε) ποινική δίωξη ή επιβολή ποινής, για την άρνηση εκπλήρωσης στρατιωτικής θητείας σε σύρραξη, εάν η εκπλήρωση της στρατιωτικής θητείας θα περιλάμβανε έγκλημα, αδίκημα ή πράξη που αναφέρεται στην παράγραφο (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 5,
(στ) πράξεις που στοχεύουν το φύλο ή τα παιδιά.»
Έτι περαιτέρω ωστόσο, θα πρέπει να αξιολογηθούν η φύση και οι επιπτώσεις στον εκάστοτε αιτούντα για να αξιολογηθεί εάν η ως άνω αναφερόμενη αντιμετώπιση συνιστά δίωξη στην βάση του Άρθρου 9(1)(α) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ. Σύμφωνα δε με το άρθρο 4(α) της ίδιας Οδηγίας, λαμβάνονται υπόψη η ατομική κατάσταση και οι προσωπικές περιστάσεις του αιτούντος, «συμπεριλαμβανομένων παραγόντων όπως το προσωπικό ιστορικό, το φύλο και η ηλικία, ούτως ώστε να εκτιμηθεί εάν, βάσει των προσωπικών περιστάσεων του αιτούντος, οι πράξεις στις οποίες έχει ήδη ή θα μπορούσε να εκτεθεί ισοδυναμούν με δίωξη ή σοβαρή βλάβη».
Στον δικαστικό οδηγό της EASO (ήδη EUAA) αναφορικά με τις Προϋποθέσεις Χορήγησης Διεθνούς Προστασίας (2018)[6], αναφέρονται τα εξής σχετικά:
«1.4.1.3.1 Βασικός χαρακτήρας του ανθρώπινου δικαιώματος
Το άρθρο 9 παράγραφος 1 στοιχείο α) αναφέρεται ειδικότερα σε δικαιώματα από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση βάσει του άρθρου 15 παράγραφος 2 της ΕΣΔΑ. Πρόκειται για το δικαίωμα στη ζωή, την απαγόρευση των βασανιστηρίων, της απάνθρωπης ή εξευτελιστικής ποινής ή μεταχείρισης, της δουλείας και της ειλωτείας, καθώς και της αναδρομικής ποινικής ευθύνης (άρθρο 2, άρθρο 3, άρθρο 4 παράγραφος 1 και άρθρο 7 της ΕΣΔΑ). Επομένως, η παραβίαση δικαιώματος από το οποίο δεν χωρεί παρέκκλιση βάσει του άρθρου 15 παράγραφος 2 της ΕΣΔΑ μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά σοβαρή παραβίαση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Ωστόσο, η παραπομπή στο άρθρο 15 παράγραφος 2 της ΕΣΔΑ δεν έχει αποκλειστικό χαρακτήρα, όπως προκύπτει από τη χρήση του όρου «ειδικά». Επομένως, και άλλα δικαιώματα, εκτός από εκείνα από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση, μπορούν να συνιστούν «βασικά ανθρώπινα δικαιώματα» κατά την έννοια του άρθρου 9 παράγραφος 1 στοιχείο α). (…) Η παραπομπή σε δικαιώματα από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση φαίνεται να υποδηλώνει ότι οι παραβιάσεις των εν λόγω δικαιωμάτων είναι αρκούντως σοβαρές αφ’ εαυτών και για τον λόγο αυτό συνιστούν πάντοτε δίωξη, αλλά δεν περιορίζει τα «βασικά ανθρώπινα δικαιώματα» σε δικαιώματα από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση. Τούτου λεχθέντος, κάθε ευρύτερο περιεχόμενο υπόκειται στο κριτήριο της συγκρισιμότητας.
Εκτός από την παραπομπή στα δικαιώματα από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση βάσει της ΕΣΔΑ, το άρθρο 9 της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση) δεν προβλέπει κριτήρια ή μια συγκεκριμένη μέθοδο βάσει της οποίας ένα ανθρώπινο δικαίωμα το οποίο απαριθμείται σε πράξη σχετική με τα ανθρώπινα δικαιώματα ή αναγνωρίζεται από το διεθνές εθιμικό δίκαιο μπορεί να προσδιοριστεί ως «βασικό» κατά την έννοια του άρθρου 9 παράγραφος 1 στοιχείο α) για τη θεμελίωση αίτησης παροχής διεθνούς προστασίας. Εκτός εάν το επίμαχο ανθρώπινο δικαίωμα αναφέρεται στο άρθρο 9 παράγραφος 1 στοιχείο α) ως δικαίωμα από το οποίο δεν χωρεί παρέκκλιση βάσει του άρθρου 15 παράγραφος 2 της ΕΣΔΑ, απαιτείται εκτίμηση της συγκρισιμότητας του επίμαχου ανθρώπινου δικαιώματος με τα δικαιώματα από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση βάσει του άρθρου 15 παράγραφος 2 της ΕΣΔΑ. (…)
Στην απόφαση που εξέδωσε το 2013 στην υπόθεση X, Y και Z, το ΔΕΕ έκρινε ότι το δικαίωμα των προσώπων να ζουν σύμφωνα με τον γενετήσιο προσανατολισμό τους, ως έκφραση του δικαιώματος σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής του ατόμου (άρθρο 7 του Χάρτη της ΕΕ, το οποίο αντιστοιχεί στο άρθρο 8 της ΕΣΔΑ), είναι θεμελιώδες, αλλά δεν εμπίπτει στα θεμελιώδη δικαιώματα από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση. Παρότι το ΔΕΕ δεν ερμήνευσε ρητώς το άρθρο 7 του Χάρτη της ΕΕ, η συλλογιστική του δείχνει ότι το κριτήριο που χρησιμοποίησε είναι κατά πόσον οι παραβιάσεις του δικαιώματος μπορεί να είναι τόσο σοβαρές, ώστε να πληρούν το κατώτατο όριο που προβλέπεται στο άρθρο 9 παράγραφος 1 στοιχείο α). Το κρίσιμο ερώτημα είναι κατά πόσον η παραβίαση μπορεί να θεωρηθεί «αρκούντως σοβαρή». Κάθε παραβίαση των θεμελιωδών δικαιωμάτων δεν πληροί κατ’ ανάγκη το συγκεκριμένο κατώτατο όριο[7]. (…)
Το κατά πόσον οικονομικά και κοινωνικά δικαιώματα τα οποία κατοχυρώνονται στον Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Χάρτη του 1961 ή στο Διεθνές Σύμφωνο για τα οικονομικά, κοινωνικά και μορφωτικά δικαιώματα του 1966 μπορούν να θεωρηθούν «βασικά» ανθρώπινα δικαιώματα εξαρτάται από τη δυνητική σοβαρότητα της επέμβασης στις βασικές συνθήκες διαβίωσης ενός προσώπου. Γενικά, τα οικονομικά και κοινωνικά δικαιώματα δεν πληρούν το κριτήριο δυνητικής σοβαρότητας συγκρίσιμης με παράβαση δικαιωμάτων από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση. (…)
Με τη σώρευση διαφόρων μέτρων, οι παραβιάσεις οικονομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων που προβλέπονται σε συνθήκες για τα ανθρώπινα δικαιώματα μπορούν υπό εξαιρετικές περιστάσεις να ισοδυναμούν με δίωξη, εφόσον τα μέτρα είναι αρκούντως σοβαρά. Δεν υποστηρίζει τη διαπίστωση δίωξης κάθε παράνομη ή άδικη μεταχείριση η οποία σχετίζεται με ένα από τα απαριθμούμενα δικαιώματα. Τα συσσωρευμένα μέτρα πρέπει να έχουν ως αποτέλεσμα αρκούντως σοβαρή στέρηση συνθηκών διαβίωσης ισοδύναμη με παραβίαση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση. Επιπλέον, γενικά, για να πληρούν τις προϋποθέσεις του χαρακτηρισμού τους ως δίωξης, οι σοβαρές παραβιάσεις οικονομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων πρέπει να αποδίδονται σε υπεύθυνο δίωξης. (…)
1.4.1.3.3 Σοβαρότητα της παραβίασης
Η πράξη πρέπει να είναι αρκούντως σοβαρή λόγω της φύσης ή της επανάληψής της, ώστε να συνιστά σοβαρή παραβίαση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Για τον καθορισμό της επίτευξης του συγκεκριμένου επιπέδου, η αίτηση πρέπει να εκτιμάται υπό το πρίσμα του άρθρου 4 παράγραφος 3 λαμβανομένης υπόψη της ατομικής κατάστασης και των προσωπικών περιστάσεων του αιτούντος. Η έννοια της προσωπικής ακεραιότητας και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, καθώς και ο τρόπος και ο βαθμός οποιασδήποτε βλάβης ή απειλής βλάβης που θίγει την ατομική κατάσταση του αιτούντος, συμπεριλαμβανομένων παραγόντων όπως το προσωπικό ιστορικό, το φύλο και η ηλικία, είναι στοιχεία λυσιτελή για την εκτίμηση αυτή. Η παραβίαση βασικού ανθρώπινου δικαιώματος μπορεί να χαρακτηρισθεί σοβαρή λόγω του ιδιαίτερου αντικτύπου της σε συγκεκριμένο αιτούντα. Πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όλες οι πράξεις στις οποίες εκτέθηκε ή κινδυνεύει να εκτεθεί ο ενδιαφερόμενος [βλέπε άρθρο 4 παράγραφος 3 της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση)]. (...) η απαίτηση επαρκούς σοβαρότητας πρέπει να εξετάζεται κατά περίπτωση. (…)
1.4.1.4.3 Ο αιτών πρέπει να θίγεται κατά τρόπο αντίστοιχο με την περίπτωση σοβαρής παραβίασης βασικού ανθρώπινου δικαιώματος
(...) Το γερμανικό Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο παραπέμπει στη σωρευτική προσέγγιση του εγχειριδίου της UNHCR επισημαίνοντας ότι, όσον αφορά τη σοβαρότητα παραβίασης του δικαιώματος της θρησκευτικής ελευθερίας, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη διάφορες πράξεις ή μέτρα με μεροληπτικές συνέπειες – όπως περιορισμοί στην πρόσβαση σε εκπαιδευτικές ή υγειονομικές υπηρεσίες ή σημαντικοί περιορισμοί στις επαγγελματικές ή οικονομικές δυνατότητες βιοπορισμού. Ομοίως, το αυστριακό Verwaltungsgerichtshof (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο) έκρινε ότι τα διάφορα μεροληπτικά μέτρα εις βάρος των γυναικών στο Αφγανιστάν, τα οποία εμποδίζουν την πρόσβασή τους σε ιατρική περίθαλψη, θίγουν τις γυναίκες κατά τρόπο αντίστοιχο με σοβαρή παραβίαση βασικού ανθρώπινου δικαιώματος βάσει του άρθρου 9 παράγραφος 1 στοιχείο α).
Η διάκριση μπορεί να συνιστά δίωξη, εάν τα μεροληπτικά μέτρα έχουν σημαντικές επιζήμιες συνέπειες για το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, όπως για παράδειγμα στέρηση του δικαιώματος βιοπορισμού, του δικαιώματος άσκησης της θρησκείας ή άρνηση κάθε πρόσβασης σε κανονικά διαθέσιμες εκπαιδευτικές υπηρεσίες. Συναφώς, το ζήτημα του κατά πόσον υφίσταται σώρευση μπορεί να έχει ιδιαίτερη σημασία».
Επιπλέον στις Κατευθυντήριες Οδηγίες της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες (UNHCR) για την Εξέταση των Αιτημάτων Ασύλου των Παιδιών στο πλαίσιο των άρθρων 1 (Α) 2 και 1 (ΣΤ) της Σύμβασης του 1951 και /ή του Πρωτοκόλλου του 1967 για το Καθεστώς των Προσφύγων (στο εξής UNHCR Κατευθυντήριες Οδηγίες για Αιτήματα Ασύλου Παιδιών) αναφέρονται τα εξής:
«Πράξεις ή απειλές που ενδέχεται να μην πληρούν τις προϋποθέσεις της δίωξης για τους ενήλικες μπορεί να είναι διωκτικής φύσης για ένα παιδί εκ μόνου του λόγου ότι είναι παιδί.»[8]
«Τα παιδιά μπορεί επίσης να υφίστανται ειδικότερες μορφές δίωξης λόγω της ηλικίας τους, της έλλειψης ωριμότητας ή του καθεστώτος τους ως ευάλωτων προσώπων. Η ιδιότητα του παιδιού ως αιτούντα άσυλο μπορεί να αποτελεί καθοριστικό στοιχείο για τη βλάβη που έχει υποστεί ή που φοβάται ότι θα υποστεί. Και τούτο επειδή η επικαλούμενη δίωξη αφορά ή πλήττει δυσανάλογα τα παιδιά ή επειδή παραβιάζει ειδικότερα δικαιώματα που αναγνωρίζονται στα παιδιά.»[9]
Χαρακτηριστικά αναφέρονται ως ειδικότερες μορφές δίωξης:
«i) Στρατολόγηση σε νεαρή ηλικία».
ii) Εμπορία παιδιών και εργασία.
iii) Ακρωτηριασμός των γυναικείων γεννητικών οργάνων.
iv) Ενδοοικογενειακή βία κατά παιδιών.
v) Παραβιάσεις οικονομικών, κοινωνικών και πολιτιστικών δικαιωμάτων
Η απόλαυση των οικονομικών, κοινωνικών και πολιτιστικών δικαιωμάτων είναι καίριας σημασίας για την επιβίωση και την ανάπτυξη του παιδιού. Σύμφωνα με την Επιτροπή του ΟΗΕ για τα Δικαιώματα του Παιδιού : ... Το δικαίωμα στην επιβίωση και στην ανάπτυξη μπορεί να πραγματωθεί μόνο με ολιστικό τρόπο, με την εφαρμογή όλων των άλλων διατάξεων της Σύμβασης, συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων στην υγεία, στην κατάλληλη διατροφή, στην κοινωνική ασφάλιση, σε επαρκές επίπεδο διαβίωσης, σε υγιές και ασφαλές περιβάλλον, στην εκπαίδευση καθώς και στη ψυχαγωγία και στο παιγνίδι.»[10]
Εν προκειμένω, λαμβάνοντας υπόψιν τους αποδεκτούς ουσιώδεις ισχυρισμούς του Αιτητή, αυτό που πρέπει να εξετασθεί είναι κατά πόσον υπάρχει βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης του Αιτητή λόγω της κακομεταχείρισης που υπέστη από την οικογένεια του πατέρα του ενόσω ήταν ανήλικος. Υπενθυμίζω ότι ο όρος «βάσιμος φόβος» σημαίνει ότι πρέπει να υπάρχει έγκυρη αντικειμενική βάση για τον φόβο δίωξης του αιτούντος. Το συγκεκριμένο στοιχείο του ορισμού του πρόσφυγα αφορά τον κίνδυνο ή την πιθανότητα να υποστεί δίωξη. Ο φόβος θεωρείται βάσιμος, εάν μπορεί να θεμελιωθεί σε «εύλογο» βαθμό ότι η εξακολούθηση της παραμονής του στην χώρα καταγωγής του έχει γίνει αφόρητη για τους λόγους που αναφέρονται στον ορισμό ή θα μπορούσε να του γίνει αφόρητη για τους ίδιους λόγους, εάν επέστρεφε σε αυτήν. Συνεπώς η εκτίμηση αυτή απαιτεί όπως διαπιστωθεί ότι υπάρχει εύλογη πιθανότητα ο φόβος του Αιτητή να πραγματοποιηθεί κατά την επιστροφή του στη χώρα καταγωγής του. Η αξιολόγηση αυτή είναι μελλοντοστραφής, ωστόσο κρίσιμο στοιχείο αποτελεί επίσης πιθανή παρελθούσα δίωξη.
Επί τούτου, αυτό που πρέπει να εξετασθεί αρχικά είναι κατά πόσο αποτελεί «παρελθούσα δίωξη» η μεταχείριση του Αιτητή από την οικογένεια του πατέρα του και η κατάσταση στην οποία περιήλθε ως επακόλουθο της συμπεριφοράς αυτής, καθώς και αν ο Αιτητής σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του κινδυνεύει να εκτεθεί σε «πράξεις δίωξης».
Σύμφωνα με το νομικό πλαίσιο όπως εκτέθηκε ανωτέρω οι πράξεις δίωξης πρέπει να είναι αρκούντως σοβαρές λόγω της φύσης ή της επανάληψης τους, ώστε να συνιστούν σοβαρή παραβίαση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ειδικά των δικαιωμάτων από τα οποία δε χωρεί παρέκκλιση. Στο άρθρο 3Γ(2) του περί Προσφύγων Νόμου παρατίθεται ένας μη εξαντλητικός κατάλογος πράξεων δίωξης, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι «(α) πράξεις σωματικής ή ψυχικής βίας […],[…] (στ) πράξεις που στοχεύουν το φύλο ή τα παιδιά.».
Λαμβάνοντας υπόψιν το ειδικό νομικό πλαίσιο και τις Κατευθυντήριες Οδηγίες για τον χειρισμό αιτημάτων διεθνούς προστασίας ανηλίκων, κρίνω πως η μεταχείριση που υπέστη ο Αιτητής κατά την παραμονή του στην πατρική του οικία, που είχε ως αποτέλεσμα τουλάχιστον την ψυχολογική βία και την αποστέρησή του από κοινωνικά, οικονομικά και πολιτιστικά δικαιώματα, δύναται να θεωρηθεί ως πράξη δίωξης.
Προχωρώντας στην ανάλυση του ενδεχόμενου μελλοντικού κινδύνου του Αιτητή σε περίπτωση επιστροφής του στην χώρα καταγωγής του και λαμβάνοντας υπόψη τα περιστατικά που περιβάλλουν την υπό εξέταση υπόθεση, απαραίτητη είναι και η συνεκτίμηση των προνοιών του άρθρου 18(4) του περί Προσφύγων Νόμου, δυνάμει του οποίου:
«το γεγονός ότι ο αιτητής έχει ήδη υποστεί δίωξη ή σοβαρή βλάβη ή άμεσες απειλές τέτοιας δίωξης ή βλάβης αποτελεί σοβαρή ένδειξη ότι είναι βάσιμος ο φόβος του αιτητή ότι θα υποστεί δίωξη ή ότι διατρέχει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης, εκτός εάν υπάρχουν βάσιμοι λόγοι για να πιστεύει κάποιος ότι η εν λόγω δίωξη ή η σοβαρή βλάβη δεν θα επαναληφθεί».
Ως εκ τούτου, από το γεγονός ότι ο Αιτητής υπέστη παρελθούσα δίωξη δε συνάγεται κατ' ανάγκη ότι υφίσταται κίνδυνος μελλοντικής δίωξής του. Αποτελεί σοβαρή ένδειξη του βάσιμου φόβου δίωξης, εκτός εάν υπάρχουν βάσιμοι λόγοι για να θεωρηθεί ότι η εν λόγω δίωξη δεν θα επαναληφθεί. Ως εκ τούτου, ο βάσιμος φόβος δίωξης είναι μία έννοια που αφορά το μέλλον, δηλαδή το αν πιθανολογείται να υποστεί δίωξη ο Αιτητής σε περίπτωση επιστροφής του.
Όπως εξάλλου επισήμανε το ΔΕΕ στην Abdulla, σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 4 (της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ), «Η κατάσταση αυτή απαντά, καταρχάς και κυρίως, κατά το στάδιο εξετάσεως μιας αρχικής αιτήσεως για χορήγηση καθεστώτος πρόσφυγα, όταν ο αιτών προβάλλει προγενέστερες πράξεις ή απειλές διώξεως ως ενδείξεις του βάσιμου φόβου του ότι η επίμαχη δίωξη θα επαναληφθεί σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής. Η αποδεικτική ισχύς, την οποία το άρθρο 4, παράγραφος 4, της οδηγίας προσδίδει σε τέτοιες προγενέστερες πράξεις ή απειλές, θα ληφθεί υπόψη από τις αρμόδιες αρχές υπό την απορρέουσα από το άρθρο 9, παράγραφος 3, της οδηγίας προϋπόθεση ότι οι εν λόγω πράξεις ή απειλές συσχετίζονται με τον λόγο διώξεως που προβάλλει ο αιτών την παροχή προστασίας.». [11]
Στα πλαίσια λοιπόν της μελλοντοστραφούς εκτίμησης αυτού του κινδύνου, επισημαίνω ότι το Δικαστήριο καλείται σήμερα να αξιολογήσει κατά πόσο με τα ενώπιόν του στοιχεία, τις ατομικές περιστάσεις του Αιτητή και την σημερινή κατάσταση ασφαλείας στην χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις του Άρθρου 3 του Περί Προσφύγων Νόμου για αναγνώρισή του ως πρόσφυγα ή εναλλακτικά κατά πόσο πληροί τις προϋποθέσεις του Άρθρου 19 του Περί Προσφύγων Νόμου για αναγνώρισή του ως δικαιούχου συμπληρωματικής προστασίας.
Ο Αιτητής, γεννηθείς στις 18/11/2004, έχει ενηλικιωθεί μόλις λίγους μήνες μετά την καταχώριση της παρούσας προσφυγής και είναι πλέον ενήλικας 20 ετών. Λόγω του ότι οι διωκτικές πράξεις που υπέστη στο παρελθόν είναι ειδικής φύσεως που συνδέονται με την ανηλικότητα, δεν μπορεί καταρχήν να πιθανολογηθεί ότι θα υποστεί την ίδια μορφή δίωξης που υπέστη στο παρελθόν.
Στα πλαίσια και της ex nunc εξέτασης στην οποία προβαίνει το Δικαστήριο, οφείλει να λαμβάνει υπόψιν νέα και επικαιροποιημένα στοιχεία ως προς τη χώρα καταγωγής και τόπο συνήθους διαμονής του Αιτητή, καθώς και οποιαδήποτε μεταβολή των προσωπικών συνθηκών του Αιτητή. Αυτό εξάλλου επιτάσσει και η αρχή της εξατομικευμένης αξιολόγησης της αίτησης διεθνούς προστασίας του Αιτητή για αναγνώρισή του ως πρόσφυγα ή ως δικαιούχου συμπληρωματικής προστασίας.
Όπως έχει εξάλλου επισημάνει η αδελφή Δικαστή Β. Καρλεττίδου , Δ.Δ.Δ.Π, στην Υπόθεση Αρ. 1200/2022, W.S., ασυνόδευτος ανήλικος, δια της Επιτρόπου Προστασίας Δικαιωμάτων του Παιδιού, ημερ. 10/-7/22, το σκεπτικό της οποίας υιοθετώ για σκοπούς της παρούσας απόφασης:
Στα πλαίσια λοιπόν, της ex nunc εξέτασης στην οποία προβαίνει το Δικαστήριο, κρίνω ότι δεν μπορεί από τη μια το Δικαστήριο να λαμβάνει υπόψιν νέα στοιχεία ως προς τη χώρα καταγωγής και τον τόπο συνήθους διαμονής του Αιτητή αλλά από την άλλη να αγνοεί την μεταβολή των προσωπικών συνθηκών του Αιτητή. Η αποδοχή τέτοιας θέσης θα συνιστούσε επιλεκτική συμπεριφορά του Δικαστηρίου και σε κάθε περίπτωση αντίθετη προς την απαίτηση για εξατομικευμένη εξέταση του Αιτήματος του Αιτητή για αναγνώρισή του ως πρόσφυγα ή εναλλακτικά ως δικαιούχου συμπληρωματικής προστασίας.
Εν προκειμένω, διαπιστώνω πως δεν προκύπτουν βάσιμοι λόγοι από τις δηλώσεις και τις σημερινές συνθήκες του Αιτητή, να υποστεί εκ νέου πράξεις που δύνανται να χαρακτηρισθούν ως πράξεις δίωξης από την οικογένεια του πατέρα του κατά την επιστροφή στην χώρα καταγωγής του. Ειδικότερα, ο Αιτητής δήλωσε πως αφότου εγκατέλειψε την οικία του πατέρα του, καθώς δεν άντεχε πλέον την κακομεταχείριση που υφίστατο, δεν είχε έκτοτε οποιαδήποτε άλλη επικοινωνία με τον πατέρα του, ο οποίος και δεν τον αναζήτησε (ερ. 70 ΔΦ), ούτε οποιοδήποτε μέλος της οικογένειας του τελευταίου. Δήλωσε επίσης ότι εγκαταστάθηκε άμεσα σε άλλη περιοχή της ίδιας πόλης (Conakry) και διέμενε με φιλικά του πρόσωπα. Περαιτέρω, δήλωσε πως εργαζόταν ως μηχανικός και ήταν σε θέση όχι μόνο να πληρώνει το ενοίκιό του και να βιοπορίζεται, αλλά και να αποταμιεύσει χρήματα ώστε να πραγματοποιήσει το ταξίδι στην Ευρώπη, προς αναζήτηση ενός καλύτερου μέλλοντος(ερ. 70 και 68 ΔΦ). Ο Αιτητής δεν ανέφερε να αντιμετώπισε οποιαδήποτε δυσκολία στο να εξεύρει στέγη και εργασία, παρά μόνο ότι επιθυμούσε καλύτερες ευκαιρίες και ένα καλύτερο μέλλον. Επιπλέον, παρατηρώ ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να συγκεκριμενοποιήσει και να τεκμηριώσει σε τί συνίσταται ο φόβος σε περίπτωση επιστροφής του, παρά δήλωσε κατά τρόπο γενικό ότι επιθυμούσε πολύ να έρθει στην Ευρώπη και αν δεν τα καταφέρει εδώ, δεν έχει κανέναν να τον υποστηρίξει (ερ. 67 ΔΦ).
Υπενθυμίζεται ότι η αξιολόγηση «πραγματικού κινδύνου δίωξης» προϋποθέτει τη συνεκτίμηση από την αρμόδια αρχή αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων.[12] Από τα ως άνω στοιχεία δεν προκύπτει βάσιμος κίνδυνος δίωξης του Αιτητή.
Περαιτέρω, βάσει των ατομικών περιστάσεων του Αιτητή, ήτοι ότι συνιστά νεαρό άνδρα, ήδη ενήλικα, ο οποίος έχει ολοκληρώσει την βασική εκπαίδευση, με ικανοποιητική εργασιακή εμπειρία στην ειδικότητα του μηχανικού, ο οποίος ήταν σε θέση να εργάζεται και να βιοπορίζεται ήδη από την εφηβεία του και πέραν των τριών (3) ετών προτού εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του, διαθέτει δε κοινωνικό δίκτυο (φιλικά πρόσωπα) με τα οποία εργαζόταν μαζί ως δήλωσε, δεν προκύπτει ότι θα υποστεί οποιαδήποτε μορφή δίωξης με την έννοια της αποστέρησης βασικών δικαιωμάτων του σε περίπτωση επιστροφής. Συνεπώς, δεν δικαιολογείται η υπαγωγή του στο καθεστώς του πρόσφυγα καθώς δεν τεκμηριώθηκε η συνδρομή βάσιμου φόβου δίωξης για τους λόγους που εξαντλητικά αναφέρονται στο άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου.
Προχωρώ να εξετάσω αν ο Αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις αναγνώρισης συμπληρωματικής προστασίας, υπό την έννοια ότι θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα ιθαγένειάς του.
Για τη διαπίστωση αυτού του πραγματικού κινδύνου θα πρέπει να υπάρχουν, όπως ρητά προνοεί το άρθρο 19(1), «ουσιώδεις λόγοι». Περαιτέρω, σοβαρή βλάβη ή σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη κατά το εδάφιο (2) του άρθρου 19, σημαίνει (α) θανατική ποινή ή εκτέλεση ή (β) βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία του αιτητή στη χώρα καταγωγής του ή (γ) σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης.
Στην προκειμένη περίπτωση, φρονώ ότι από το προαναφερόμενο ιστορικό δεν προκύπτει ότι ο Αιτητής διατρέχει κίνδυνο σοβαρής βλάβης λόγω θανατικής καταδίκης ή εκτέλεσης υπό την έννοια του άρθρου 19(2)(α) του περί Προσφύγων Νόμου, ούτε πραγματικό κίνδυνο έκθεσής του σε βασανιστήρια ή σε εξευτελιστική ή απάνθρωπη μεταχείριση κατά την έννοια του άρθρου 19(2)(β) του Νόμου.
Απομένει να εξεταστεί η πιθανότητα υπαγωγής του Αιτητή στο εδάφιο (γ).
Εκκινώντας από το στοιχείο της ένοπλης σύρραξης, σχετική είναι η υπόθεση του ΔΕΕ C – 285/12 Aboubacar Diakite κατά Commissaire général aux réfugiés et aux apatrides:
«Συνεπώς, στο υποβληθέν ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας έχει την έννοια ότι η ύπαρξη εσωτερικής ένοπλης συρράξεως πρέπει να γίνεται δεκτή, όσον αφορά την εφαρμογή της διατάξεως αυτής, όταν οι τακτικές δυνάμεις ενός κράτους συγκρούονται με μία ή περισσότερες ένοπλες ομάδες ή όταν δύο ή περισσότερες ένοπλες ομάδες συγκρούονται μεταξύ τους, χωρίς να είναι αναγκαίο να είναι δυνατός ο χαρακτηρισμός της συρράξεως αυτής ως ένοπλης συρράξεως που δεν έχει διεθνή χαρακτήρα, υπό την έννοια του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου, και χωρίς η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργανώσεως των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων ή η διάρκεια της συρράξεως να αποτελεί αντικείμενο αυτοτελούς εκτιμήσεως σε σχέση με την εκτίμηση του βαθμού βίας που δεσπόζει στην οικεία επικράτεια.»
(η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)
Ακόμη, στην υπόθεση του ΔΕΕ Elgafaji C-465/07 κατά Staatssecretaris van Justitie, καθορίστηκε ότι:
«35 […] η κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας βλάβη, καθόσον συνίσταται σε «σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας» του αιτούντος, αναφέρεται σε ένα γενικότερο κίνδυνο βλάβης.
34 Συγκεκριμένα, η βλάβη αυτή αφορά, ευρύτερα, «απειλή […]κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας» αμάχου και όχι συγκεκριμένες πράξεις βίας. Επιπροσθέτως, η απειλή αυτή είναι συμφυής με μια γενική κατάσταση «διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης». Τέλος, η βία από την οποία προέρχεται η εν λόγω απειλή χαρακτηρίζεται ως «αδιακρίτως» ασκούμενη, όρος που σημαίνει ότι μπορεί να επεκταθεί σε άτομα ανεξαρτήτως των προσωπικών περιστάσεών τους.
35 Στο πλαίσιο αυτό, ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας.
[…]
39 Συναφώς, πρέπει να διευκρινισθεί ότι όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας.»
(η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)
Σύμφωνα με την πλέον πρόσφατη απόφαση του ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας 10.6.2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland αναφορικά με το άρθρο 15γ της Οδηγίας 2011/95 «το άρθρο 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι απαγορεύει την ερμηνεία εθνικής ρυθμίσεως, σύμφωνα με την οποία, όταν ένας άμαχος δεν αποτελεί ειδικά στοχοποιημένο πρόσωπο λόγω ιδιαίτερων προσωπικών περιστάσεων, η διαπίστωση σοβαρής και ατομικής απειλής για τη ζωή ή το πρόσωπο του εν λόγω πολίτη λόγω "αδιάκριτης βίας σε καταστάσεις ... ένοπλης συγκρούσεως", κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, εξαρτάται από την προϋπόθεση ότι η αναλογία μεταξύ του αριθμού των θυμάτων στη σχετική περιοχή και του συνολικού αριθμού των ατόμων που απαρτίζουν τον πληθυσμό της περιοχής αυτής αγγίζει ένα καθορισμένο όριο» (σκέψη 37).
Περαιτέρω έκρινε ότι «το άρθρο 15, στοιχείο γ', της οδηγίας 2011/95 έχει την έννοια ότι, προκειμένου να διαπιστωθεί αν υφίσταται "σοβαρή και ατομική απειλή", κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, απαιτείται συνολική εκτίμηση όλων των περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως, ιδίως εκείνων που χαρακτηρίζουν την κατάσταση της χώρας καταγωγής του αιτητή» (σκέψη 45). Ως επιμέρους στοιχεία που ενδεχομένως θα μπορούσαν να ληφθούν υπ' όψιν προτείνονται τα εξής: η ένταση των ένοπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκόμενων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύγκρουσης, καθώς και άλλα όπως η γεωγραφική έκταση της περιοχής όπου εκδηλώνεται αδιάκριτη βία, ο πραγματικός προορισμός του αιτητή σε περίπτωση επιστροφής του στη σχετική χώρα ή περιοχή και οι δυνητικά στοχευμένες επιθέσεις κατά αμάχων που πραγματοποιούνται από τα μέρη της σύγκρουσης (βλ. σκέψη 43).
Το Δικαστήριο προέβη σε έρευνα σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης προκειμένου να διαπιστώσει την κατάσταση ασφαλείας που επικρατεί στην Γουινέα, ειδικότερα στην πρωτεύουσα Conakry όπου ο Αιτητής διέμενε περί τα τρία έτη πριν εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του, εργαζόταν και διατηρούσε κοινωνικό δίκτυο, συνάγεται ως εκ τούτου ότι είναι ο τόπος όπου έχει αναπτύξει κοινωνικούς και βιοτικούς δεσμούς.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα έρευνας στη βάση δεδομένων ACLED, κατά το διάστημα 16/09/2023 – 13/09/2024, καταγράφηκαν συνολικά 13 περιστατικά ασφαλείας στην πρωτεύουσα Conakry (που αποτελεί από μόνη της ειδική διοικητική περιοχή) εκ των οποίων υπήρξαν 14 απώλειες. Εξ αυτών, τα 7 αποτελούσαν εξεγέρσεις (1 θάνατος), 5 περιστατικά βίας κατά αμάχων (4 θάνατοι) και 1 μάχη (9 θάνατοι).[13]
Από τα ανωτέρω στοιχεία συνάγεται με ασφάλεια το συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει στο Conakry ένοπλη σύρραξη με στοιχεία αδιάκριτης βίας.
Υπό το φως των όσων έχω αναφέρει ανωτέρω, αλλά και των σχετικών διατάξεων του Νόμου, κρίνω ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων και ότι η περίπτωσή του δεν πληροί τις υπό του Νόμου προβλεπόμενες προϋποθέσεις για αναγνώριση του καθεστώτος του πρόσφυγα, σύμφωνα με το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου. Περαιτέρω, κρίνω ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για χορήγηση καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας (άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου), αφού από τα στοιχεία που προσκόμισε ο Αιτητής δεν προκύπτει να υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη.
Συντάσσομαι με την τελική κατάληξη της διοίκησης ότι τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης δε στοιχειοθετούν τις αναγκαίες προϋποθέσεις για να αναγνωριστεί στον Αιτητή το καθεστώς του πρόσφυγα, ως προβλέπεται στα άρθρα 3-3Δ του Νόμου, αφού δεν τεκμηριώθηκε βάσιμος φόβος δίωξης, για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, ούτε το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας που προβλέπεται στο άρθρο 19 του Νόμου, αφού αυτός «δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο ότι θα υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη, ως καθορίζεται στο άρθρο 19 (2)».
Με βάση το σύνολο των ενώπιόν μου στοιχείων, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται ως προς την κατάληξή της, χωρίς έξοδα, ενόψει των ευρημάτων περί παραλείψεων κατά την πρωτοβάθμια εξέταση της προσβαλλόμενης απόφασης.
Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ Δ.Δ.Δ.Δ.Π
[1] Κατευθυντήριες Οδηγίες για την Εξέταση των Αιτημάτων Ασύλου των Παιδιών στο πλαίσιο των άρθρων 1 (Α) 2 και 1 (ΣΤ) της Σύμβασης του 1951 και / ή του Πρωτοκόλλου του 1967 για το Καθεστώς των Προσφύγων. https://www.unhcr.org/gr/wp-content/uploads/sites/10/2017/05/children-Asylum-Seekers-UNHCR-2009.pdf
[2] USDOS - US Department of State: 2023 Country Report on Human Rights Practices: Guinea, 23 April 2024
https://www.ecoi.net/en/document/2107709.html
[3] CenHTRO – Center on Human Trafficking Research & Outreach: Child Trafficking and Child Labour in Guinea: A Mixed-Method Study, 24 January 2023 https://cenhtro.uga.edu/_resources/documents/Guinea%20Baseline%20.pdf. σελ. 42
[4] CRC - UN Committee on the Rights of the Child: Concluding observations on the combined third to sixth periodic reports of Guinea [CRC/C/GIN/CO/3-6], 28 February 2019
https://www.ecoi.net/en/file/local/2003453/G1905693.pdf
[5] ACCORD - Austrian Centre for Country of Origin and Asylum Research and Documentation: Guinea: COI Compilation, December 2023
https://www.ecoi.net/en/file/local/2102460/ACCORD_Guinea_December_2023.pdf
[6] EASO, Δικαστική Ανάλυση- Προϋποθέσεις Χορήγησης Διεθνούς Προστασίας (Οδηγία 2011/95/ΕΕ), 2018, https://euaa.europa.eu/sites/default/files/qip-ja_el.pdf, σελ. 32-40
[7] Βλ. Συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-199/12 and C-200/12, Minister voor Immigratie en Asiel
v X, Y, και C-201/12, Z v Minister voor Immigratie en Asiel, 7 Νοεμβρίου 2013, παρ. 52 και 53
[8] Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες, Κατευθυντήριες Οδηγίες για την Εξέταση των Αιτημάτων Ασύλου των Παιδιών στο πλαίσιο των άρθρων 1 (Α) 2 και 1 (ΣΤ) της Σύμβασης του 1951 και /ή του Πρωτοκόλλου του 1967 για το Καθεστώς των Προσφύγων, σελ. 11, 22/12/2009, διαθέσιμο σε: https://www.unhcr.org/gr/wp-content/uploads/sites/10/2017/05/children-Asylum-Seekers-UNHCR-2009.pdf
[9] Ibid, σελ. 11
[10] Ιbid, σελ. 11-18
[11] Βλ. απόφαση ΔΕΕ στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑175/08, C‑176/08, C‑178/08 και C‑179/08 2ας Μαρτίου 2010, Σκ. 94
[12] Βλ. ΔΕΕ, απόφαση στις υποθέσεις C-71/11 και C-99/11, Y,Z, ημερομηνίας 5.9.2012, παρ.70
[13] Προσαρμοσμένη έρευνα στο ACLED Explorer, https://acleddata.com/explorer/
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο