
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθεση Αρ.: 5502/22
18 Σεπτεμβρίου, 2024
[ Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
J.M.
Αιτητής
ΚΑΙ
Κυπριακής Δημοκρατίας,
μέσω Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ' ων η αίτηση
........
Ο Αιτητής εμφανίζεται αυτοπροσώπως
Α. Κίτσιου (κα) για Ιωάννα Χαραλάμπους (κα), Δικηγόρος για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους καθ' ων η αίτηση
[Παρών ο κ. Ραφαήλ Ευαγγέλου για πιστή μετάφραση από τα γαλλικά στα ελληνικά και αντίστροφα].
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π. : Με την υπό εξέταση προσφυγή, ο Αιτητής αιτείται την ακύρωση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, ημερομηνίας 08/07/2022, η οποία κοινοποιήθηκε στον Αιτητή στις 19/08/2022 και με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή του για παροχή διεθνούς προστασίας.
ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Ως εκτίθεται στην ένσταση που καταχωρήθηκε από τους Καθ' ων η αίτηση και προκύπτει από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου της Υπηρεσίας Ασύλου που κατατέθηκε ως τεκμήριο 1 στα πλαίσια των διευκρινήσεων της παρούσας προσφυγής, ο Αιτητής έχει την ιθαγένεια της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό (στο εξής «ΛΔΚ»). Στις 15/01/2019 συμπλήρωσε αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας. Στις 17/06/2022 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη του Αιτητή από Αρμόδιο Λειτουργό του Οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το Άσυλο (European Union Agency for Asylum, εφεξής EUAA) και στις 04/07/2022 ο αρμόδιος λειτουργός της EUAA ετοίμασε έκθεση – εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με τη συνέντευξη του Αιτητή. Στη συνέχεια, ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε την εισήγηση για απόρριψη της αίτησης ασύλου του Αιτητή στις 08/07/2022. Στις 08/08/2022 η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική επιστολή μαζί με την αιτιολόγηση της απόφασής της σχετικά με το αίτημα του Αιτητή, η οποία παραλήφθηκε και υπογράφηκε ιδιοχείρως από τον Αιτητή στις 19/08/2022. Η τελευταία αυτή απόφαση, αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.
ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ
Ο Αιτητής δεν υποδεικνύει στο εισαγωγικό δικόγραφο της διαδικασίας οποιαδήποτε πλημμέλεια της επίδικης απόφασης. Το μόνο που αναφέρεται χειρόγραφα είναι ότι δε μπορεί να επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του επειδή η ζωή του εξακολουθεί να κινδυνεύει.
Εξίσου, στο πλαίσιο της γραπτής αγόρευσης του Αιτητή δεν καταγράφεται οποιαδήποτε ανάλυση νομικών λόγων πέραν από μία σειρά λόγων στη βάση των οποίων δεν επιθυμεί να επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του. Ειδικότερα, ο Αιτητής προβάλλει αρχικώς πως δε μπορεί να επιστρέψει λόγω κάποιας προβληματικής πολιτικής κατάστασης και γιατί ήταν θύμα σεξουαλικής κακοποίησης από τον πατρικό του θείο. Προσθέτει ότι οι συνθήκες ζωής παραμένουν αμετάβλητες και ότι θεωρεί απαραίτητο να αποσαφηνίσει το είδος των απειλών που δεχόταν.
Οι Καθ’ ων η Αίτηση αντιτείνουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ορθή και νόμιμη, βρίσκεται σε πλήρη αρμονία με το διεθνές και το ευρωπαϊκό δίκαιο, τις διατάξεις του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας, των Νόμων και των εκδοθέντων υπ’ αυτών Κανονισμών, είναι αποτέλεσμα ορθής ενάσκησης των εξουσιών με τις οποίες περιβάλλονται οι Καθ’ ων η Αίτηση, ενώ λήφθηκε μετά από δέουσα έρευνα κατόπιν ορθής αξιολόγηση όλων των σχετικών γεγονότων και στοιχείων της συγκεκριμένης υπόθεση, κατ’ εφαρμογή των αρχών του διοικητικού δικαίου είναι δε επαρκώς και/ή δεόντως αιτιολογημένη.
ΚΑΤΑΛΗΞΗ
Κατόπιν των ως άνω, ενόψει της μη περίληψης οιουδήποτε νομικού ισχυρισμού στην παρούσα αίτηση, απομένει η επί της ουσίας εξέταση της παρούσας αιτήσεως αφού η προσβαλλόμενη πράξη εκδόθηκε «Κατόπιν αίτησης η οποία υποβάλλεται στην αρμόδια διοικητική αρχή μετά την 20ή Ιουλίου 2015 [.]» [αρ.11(3)(β)(α) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (73(I)/2018)] και συνεπώς το Δικαστήριο διατηρεί εξουσία να εξετάσει και επί της ορθότητας της την προσβαλλόμενη απόφαση. Με βάση λοιπόν τα διαλαμβανόμενα στο αρ.146 (4) (α) του Συντάγματος - το οποίο ορίζει σχετικώς ότι το Δικαστήριο δύναται δια της αποφάσεως του «να τροποποιήσει εν όλω ή εν μέρει την απόφαση ή την πράξη, ως νόμος για Διοικητικό Δικαστήριο ήθελε ορίσει, νοουμένου ότι [.] είναι απόφαση αφορώσα σε διαδικασία διεθνούς προστασίας κατά το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης» - αλλά και το άρθρο 11 (3) (α) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (73(I)/2018) - όπου αναφέρεται ότι το Δικαστήριο «προβαίνει σε έλεγχο της νομιμότητας και ορθότητας αυτής, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής [.] τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν» - προχωρώ να εξετάσω το κατά πόσο η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε σε πλήρη συμμόρφωση με τις σχετικές περί τούτου διατάξεις του Νόμου και της Οδηγίας και είναι δια τούτο επί της ουσίας ορθή.
Το Δικαστήριο στα πλαίσια ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντος οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωση (βλ. απόφαση αρ. 128/2008 JAMAL KAROU V Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 1 Φεβρουαρίου, 2010).
Ως εκ τούτου, προσέγγισα το θέμα με βάση τα ενώπιόν μου στοιχεία και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, εξετάζοντας όλα τα ουσιώδη στοιχεία και πραγματικά περιστατικά που οι Καθ' ων η αίτηση είχαν ενώπιόν τους.
Κατά την καταγραφή του αιτήματος διεθνούς προστασίας, ο Αιτητής δήλωσε ότι είναι ορφανός και ότι διέμενε στην οικία του θείου του. Ο τελευταίος επιθυμούσε ο Αιτητής να γίνει έμπορος ναρκωτικών, όπως και ο ίδιος, και όταν ο Αιτητής αρνήθηκε άρχισε να τον κακοποιεί. Όταν πια δεν άντεχε να υπομένει την εν λόγω κατάσταση, ο Αιτητής εγκατέλειψε την οικία του θείου του και αφού παρέμεινε 3 μέρες στο δρόμο, συνάντησε έναν φίλο του πατέρα του, ο οποίος του έδωσε κάποια χρήματα και τον βοήθησε να μεταβεί στην Κυπριακή Δημοκρατία.
Κατά το κρίσιμο στάδιο της προφορικής του συνέντευξης και σχετικά με τα προσωπικά του στοιχεία, ο Αιτητής ισχυρίστηκε πώς ο τόπος καταγωγής και συνήθους διαμονής του είναι η πόλη Kinshasa, όπου και διέμενε έως ότου εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του στις 13/01/2019. Ως προς την πατρική του οικογένεια ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι οι γονείς του απεβίωσαν σε αυτοκινητιστικό ατύχημα στις 24/10/2017. Επιπλέον, προέβαλε ότι έχει τρεις αδερφές και δύο αδερφούς με τους οποίους δεν διατηρεί επαφή, καθώς δεν γνωρίζει τα στοιχεία επικοινωνίας τους. Ως προς το μορφωτικό του επίπεδο, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι έχει ολοκληρώσει το σχολείο. Ως προς την επαγγελματική του εμπειρία ο Αιτητής προέβαλε ότι δεν εργάστηκε νόμιμα στην ΛΔΚ.
Ως προς τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του ο Αιτητής ισχυρίστηκε κατά το στάδιο της ελεύθερης αφήγησής του ότι οι γονείς του απεβίωσαν σε αυτοκινητιστικό ατύχημα στις 24/10/2017 και ότι αυτός και τα αδέρφια του μετακόμισαν με τον θείο τους, Patrick Illunga (βλ. ερυθρό 44 δ.φ.), ο οποίος είναι ο μικρός αδερφός της μητέρας του (βλ. ερυθρό 45 δ.φ). Ο Αιτητής δήλωσε ότι ο θείος του προμήθευε ναρκωτικά σε νυχτερινά κλαμπ και καζίνο στην Kinshasa και ότι τον ανάγκαζε να τυλίγει κοκαΐνη σε μικρές πλαστικές σακούλες για τουλάχιστον έξι μήνες (βλ. ερυθρό 45 και 42 δ.φ).
Περαιτέρω, ο Αιτητής δήλωσε ότι κάποια στιγμή ο θείος του έκανε σεξουαλικές προτάσεις, τις οποίες ο ίδιος αρνήθηκε, μέχρι που μια μέρα ο θείος του τον νάρκωσε και τον βίασε ενώ ήταν αναίσθητος (βλ. ερυθρό 45 και 41 δ.φ.). Ο Αιτητής προσέθεσε ότι ο θείος του τον κρατούσε κλειδωμένο στο δωμάτιό του, τον βασάνιζε και τον στερούσε από φαγητό για ημέρες, προκειμένου να τον εξαναγκάσει να έλθει σε σεξουαλική επαφή μαζί του. Τελικά, ο Αιτητής κατάφερε να δραπετεύσει στις 23/12/2018 εκμεταλλευόμενος την απουσία του θείου του (βλ. ερυθρό 45, 2x δ.φ).
Ακολούθως, ο Αιτητής δήλωσε ότι περιπλανιόταν στην πόλη, ψάχνοντας για ένα μέρος να κοιμηθεί, μέχρι που τυχαία συνάντησε έναν φίλο του πατέρα του. Ο Αιτητής εξήγησε τα πάντα στον φίλο του πατέρα του, ο οποίος του επέτρεψε να μείνει στο σπίτι του για μια εβδομάδα και στη συνέχεια τον βοήθησε να φύγει από τη χώρα, διευθετώντας το ταξίδι του. Ο Αιτητής δεν ανέφερε τον θείο του στην αστυνομία, καθώς είναι άνθρωπος με επιρροή και πολλές διασυνδέσεις (βλ. ερυθρό 45 και 37 δ.φ.).
Ο Αιτητής δήλωσε ότι, αφού έφυγε από τη χώρα του, πληροφορήθηκε από τον φίλο του πατέρα του ότι ο θείος του κακοποίησε τη μικρή του αδερφή, η οποία τελικά απεβίωσε λόγω επιπλοκών κατά την έκτρωση στην οποία υποβλήθηκε (βλ. ερυθρό 38 δ.φ.).
Αναφορικά με το ταξίδι του, ο Αιτητής δήλωσε ότι έφυγε από τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό στις 13/01/2019 αεροπορικώς και αφού διήλθε από την Αίγυπτο, αφίχθη στις μη ελεγχόμενες περιοχές της Κυπριακής Δημοκρατίας, από όπου πέρασε παράνομα στην Κυπριακή Δημοκρατία (βλ. ερυθρό 48 και 46 δ.φ.).
Ερωτηθείς για τον κίνδυνο που θα αντιμετωπίσει σε περίπτωση επιστροφής του στην ΛΔΚ, ο Αιτητής δήλωσε ότι ο θείος του είναι άνθρωπος με επιρροή και φοβάται για τη ζωή του (βλ. ερυθρό 45 δ.φ).
Ερωτηθείς ως προς το εάν υπάρχουν άλλοι λόγοι για τους οποίους εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής απάντησε αρνητικά (ερυθρό 45 δ.φ.).
Ερωτηθείς εάν μπορεί να εγκατασταθεί σε κάποια άλλη περιοχή της ΛΔΚ, ο Αιτητής απάντησε αρνητικά λέγοντας ότι ο θείος του θα τον εντοπίσει (βλ. ερυθρό 36 δ.φ).
Ακολούθως, ο αρμόδιος λειτουργός διέκρινε τρεις (3) ουσιώδεις ισχυρισμούς απορρέοντες από το αφήγημα του Αιτητή.
Ο πρώτος ουσιώδης ισχυρισμός αφορά τα προσωπικά στοιχεία, τον εν γένει προφίλ και τη χώρα καταγωγής του Αιτητή και έγινε αποδεκτός.
Ο δεύτερος ουσιώδης ισχυρισμός αφορά τις δηλώσεις του Αιτητή ότι ο θείος του τον ανάγκασε να συμμετέχει σε δραστηριότητες εμπορίας ναρκωτικών και τον κακοποίησε σεξουαλικά. Ο αρμόδιος λειτουργός προέβη στις εξής επισημάνσεις στο κομμάτι της εσωτερικής αξιοπιστίας: αρχικά, κατέγραψε ότι οι δηλώσεις του Αιτητή για το συγκεκριμένο ουσιώδες γεγονός στερούνται ουσιαστικών λεπτομερειών και εξειδίκευσης καθώς και σαφήνειας και συνοχής. Ειδικότερα, σημείωσε ότι ο Αιτητής παρείχε ανεπαρκείς και γενικές πληροφορίες σχετικά με τον θείο του, την επιχείρηση ναρκωτικών του και την υποτιθέμενη καταναγκαστική εργασία στην οποία υποβλήθηκε, μετά την αποφοίτησή του από το σχολείο (βλ. ερυθρό 45 και 43 δ.φ.). Ακολούθως, κατέγραψε ότι όταν του ζητήθηκε να παράσχει περισσότερες πληροφορίες σχετικά με το πώς ακριβώς τον ανάγκασε ο θείος του να εμπλακεί στην επιχείρηση ναρκωτικών, ιδίως στο τύλιγμα κοκαΐνης σε σακούλες, ο Αιτητής δεν μπόρεσε να δώσει ικανοποιητικές απαντήσεις, αλλά κατέφυγε στη δήλωση ότι, αφού ήταν θείος του, έπρεπε να συμμορφωθεί από σεβασμό (βλ. ερυθρό 42 δ.φ). Επιπλέον, ο Αιτητής δεν μπόρεσε να περιγράψει με συνεκτικό και ικανοποιητικό τρόπο τον τρόπο με τον οποίο γινόταν η επιχείρηση ναρκωτικών στο σπίτι του θείου του ούτε τα άτομα που είδε να εμπλέκονται σε αυτή- αντίθετα αναφέρθηκε αόριστα στους εργάτες που επίσης διέμεναν στο σπίτι του θείου του (βλ. ερυθρό 43 δ.φ ) και κατέφυγε στο να πει ότι άκουσε να μιλούν για την προμήθεια κοκαΐνης σε νυχτερινά κέντρα και καζίνο γύρω από την Kinshasa (βλ. ερυθρό 42).
Σε σχέση με τις δηλώσεις του για τη σεξουαλική κακοποίηση που δέχθηκε από το θείο του, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι οι δηλώσεις στις οποίες προέβη ο Αιτητής όταν του ζητήθηκε να παράσχει περαιτέρω πληροφορίες σχετικά με την υποτιθέμενη σεξουαλική κακοποίησή του, ήταν επιφανειακές και αόριστες, καθώς επίσης ότι οι περιγραφές του για τα εν λόγω γεγονότα στερούνται λεπτομέρειας και εξειδίκευσης (βλ. ερυθρό 41 και 40 δ.φ.), ενώ οι ισχυρισμοί του ότι υποβλήθηκε σε σωματική βία και στέρηση τροφής κρίθηκαν μη συνεκτικοί και στερημένοι κάθε βιωματικού στοιχείου (βλ. ερυθρό 40 δ.φ.). Ειδικότερα, ο λειτουργός κατέγραψε ότι ο Αιτητής δεν μπόρεσε να παράσχει καμία συγκεκριμένη πληροφορία για να στηρίξει τους ισχυρισμούς του σχετικά με τη σεξουαλική και σωματική κακοποίηση που υπέστη, ούτε μπόρεσε να δώσει κάποια ικανοποιητική εξήγηση σχετικά με το γιατί δεν προσπάθησε να ζητήσει βοήθεια (βλ. ερυθρό 40 δ.φ). Επιπλέον, σημείωσε ότι η απάντησή του στην ερώτηση εάν τα αδέλφια του, τα οποία ζούσαν κάτω από την ίδια στέγη, κατανοούσαν το μαρτύριο που περνούσε, κρίνεται ως μη ικανοποιητική και συνεκτική (βλ. ερυθρό 39 δ.φ).
Τέλος, ο λειτουργός έκρινε ότι οι περιγραφές του Αιτητή σχετικά με την καθημερινή ζωή στο σπίτι του θείου του, την επαφή που είχαν ο ίδιος και τα αδέλφια του με τον έξω κόσμο και τη συχνότητα με την οποία μπορούσε να φύγει από το σπίτι του, πάντα με τη συνοδεία του οδηγού του θείου του, δεν αντανακλούν γνήσιες προσωπικές εμπειρίες και θεωρήθηκαν επιφανειακές και αόριστες (βλ. ερυθρό 39 δ.φ).
Ως εκ τούτου, ο λειτουργός κατέληξε ότι η εσωτερική αξιοπιστία των δηλώσεων του Αιτητή δεν τεκμηριώθηκε.
Υπό το σκέλος της εξωτερικής αξιοπιστίας ο αρμόδιος λειτουργός κατέγραψε ότι λόγω της ιδιωτικής φύσης των ισχυρισμών του Αιτητή δεν είναι δυνατό να ανευρεθούν πληροφορίες σε εξωτερικές πηγές ικανές να τεκμηριώσουν τις δηλώσεις του Αιτητή. Προέβη ωστόσο, στην παράθεση ενός αποσπάσματος αναφορικά με την παιδική εργασία στην Δημοκρατία του Κονγκό.
Καταληκτικά, ο λειτουργός έκρινε ότι ο Αιτητής δεν παρείχε λεπτομερείς και επαρκείς πληροφορίες σχετικά με το χρόνο παραμονής του στην οικία του θείου του, όπου φέρεται να εξαναγκάστηκε να συμμετέχει σε δραστηριότητες με ναρκωτικά παρά τη θέλησή του, ότι οι δηλώσεις του δεν αποκαλύπτουν κανένα βιωματικό χαρακτηριστικό και ότι οι εξηγήσεις του σχετικά με κρίσιμες πτυχές της κακοποίησης που βίωσε υπήρξαν ασαφείς και μη συνεκτικές. Υπό το πρίσμα των εν λόγω επισημάνσεων περί έλλειψης εσωτερικής αξιοπιστίας και αδυναμίας τεκμηρίωσης της εξωτερικής αξιοπιστίας, ο αρμόδιος λειτουργός απέρριψε τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό.
Ο τρίτος ουσιώδης ισχυρισμός αφορά τις δηλώσεις του Αιτητή ότι κατάφερε να δραπετεύσει και να εγκαταλείψει τη χώρα με τη βοήθεια ενός φίλου του πατέρα του, καθώς ο θείος του είναι άνθρωπος με επιρροή και δεν μπορούσε να τον καταγγείλει στην αστυνομία.
Ο αρμόδιος λειτουργός κατέγραψε ότι οι δηλώσεις του Αιτητή για τον τρόπο διαφυγής του στερούνται ουσιαστικών λεπτομερειών και εξειδίκευσης, καθώς και συνοχής. Επιπλέον, έκρινε ότι η περιγραφή του για το πώς συνάντησε τυχαία έναν στενό φίλο του πατέρα του, ενώ έψαχνε ένα μέρος για να περάσει τη νύχτα, ήταν μη συνεκτική και επιφανειακή. Προσέθεσε ότι όταν του ζητήθηκε να δώσει περισσότερες πληροφορίες σχετικά με το πρόσωπο αυτό, το οποίο του προσέφερε καταφύγιο και οργάνωσε το ταξίδι του από τη ΛΔΚ στην Κυπριακή Δημοκρατία, ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να δώσει λεπτομερείς και συγκεκριμένες απαντήσεις, ενώ δήλωσε ότι δεν γνώριζε το πλήρες όνομά του, καθώς τον αποκαλούσαν πάντα «Papa Sami». Περαιτέρω, ο λειτουργός σημείωσε ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να δώσει μια συνεκτική και ικανοποιητική εξήγηση σχετικά με το γιατί δεν πήγε να καταγγείλει τον θείο του στην αστυνομία, δεδομένου ότι εκείνος διακινούσε ναρκωτικά και τον κακοποιούσε σεξουαλικά, αλλά αντίθετα κατέφυγε σε μια αόριστη δήλωση ότι ο θείος του έχει διασυνδέσεις και γνωρίζει ανθρώπους και ότι στη ΛΔΚ, εάν έχεις χρήματα, μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις. Συναφώς, σχολίασε ότι αν και του δόθηκε η ευκαιρία να εξηγήσει τι εννοούσε λέγοντας ότι ο θείος του είναι άνθρωπος με επιρροή, δεν ήταν σε θέση να δώσει μια ικανοποιητική απάντηση, αλλά κατέφυγε στο να πει ότι ο θείος του συναντά στρατηγούς και κυβερνήτες στα καζίνο και στα νυχτερινά κέντρα όπου συχνάζει. Ακόμα, ο λειτουργός σχολίασε ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να δώσει μια συνεκτική και συγκεκριμένη περιγραφή του τρόπου με τον οποίο έφτασε στην Κυπριακή Δημοκρατία από το σημείο κατά το οποίο ο φίλος του πατέρα του του είπε ότι θα τον βοηθούσε να φύγει από τη χώρα μέχρι την ημέρα που έλαβε τα ταξιδιωτικά του έγγραφα. Επιπλέον, ο λειτουργός έκρινε ότι η απάντηση του Αιτητή στην ερώτηση πώς ο φίλος του πατέρα του απέκτησε αυτή την πληροφορία περί του θανάτου της αδερφής του, δεν ήταν συνεκτική. Συναφώς σχολίασε ότι όταν ο Αιτητής ήρθε αντιμέτωπος με την ασυνέπεια σχετικά με την τύχη της αδελφής του, δεδομένου ότι αρχικά δήλωσε ότι ανησυχούσε γι' αυτήν, ενώ αργότερα ότι έχει πεθάνει λόγω επιπλοκών κατά την έκτρωση στην οποία υποβλήθηκε, δεν έδωσε μια ικανοποιητική και συνεκτική εξήγηση.
Καταληκτικά, ο λειτουργός κατέγραψε ότι οι δηλώσεις του Αιτητή δεν ήταν λεπτομερείς και συγκεκριμένες, καθώς επίσης ότι ο Αιτητής αρκέστηκε σε επιφανειακές και αόριστες πληροφορίες που στερούνται συνοχής και συνέπειας. Συμπέρανε ότι δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι τα περιστατικά που παρουσίασε ο Αιτητής αποτελούν προσωπικές εμπειρίες και έκρινε ότι ως εκ τούτου, η εσωτερική αξιοπιστία των δηλώσεών του δεν τεκμηριώθηκε.
Υπό το σκέλος της εξωτερικής αξιοπιστίας ο αρμόδιος λειτουργός κατέγραψε ότι λόγω της προσωπικής φύσης των δηλώσεων του Αιτητή δεν είναι δυνατό να ανευρεθούν συναφείς πληροφορίες σε εξωτερικές πηγές. Καταληκτικά και αφού έλαβε υπ’ όψιν το γεγονός ότι ο Αιτητής δεν παρείχε λεπτομερή περιγραφή των επικαλούμενων γεγονότων, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι δεν μπορεί να τεκμηριωθεί ούτε η εξωτερική αξιοπιστία αυτών, απέρριψε τον τρίτο ουσιώδη ισχυρισμό.
Υπό το φως του μοναδικού αποδεκτού ισχυρισμού σχετικά με τα προσωπικά στοιχεία και τη χώρα καταγωγής του Αιτητή, οι Καθ’ ων η αίτηση συνήγαγαν κατά την αξιολόγηση κινδύνου, ότι σε περίπτωση επιστροφής του στην Kinshasa της ΛΔΚ, δεν υπάρχει εύλογη πιθανότητα έκθεσής του σε μεταχείριση ισοδυναμούσα με δίωξη ή με σοβαρή βλάβη, καθώς στην Kinshasa δεν εκδηλώνεται αδιάκριτη βία. Σχετικώς, οι Καθ’ ων η αίτηση διεξήγαγαν έρευνα σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης για τη χώρα καταγωγής του Αιτητή και παρέθεσαν πληροφορίες σχετικά με την κατάσταση ασφαλείας σε όλη την επικράτεια της χώρας με έμφαση στο ανατολικό κομμάτι της χώρας όπου εκτυλίσσεται ένοπλη σύρραξη.
Προχωρώντας στη νομική ανάλυση, οι Καθ΄ ων η αίτηση κατέληξαν ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις υπαγωγής του Αιτητή σε ένα από τους πέντε λόγους που εξαντλητικά προβλέπονται από το άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου και ως εκ τούτου δεν δικαιούται προσφυγικό καθεστώς.
Επιπλέον, κρίθηκε ότι σε περίπτωση επιστροφής του στην ΛΔΚ, ο Αιτητής δεν θα κινδυνεύσει με θανατική ποινή ή εκτέλεση σύμφωνα με το άρθρο 15(α) της Οδηγίας, ούτε ενδέχεται να υποστεί βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία δυνάμει του άρθρου 15(β) της Οδηγίας.
Αναφορικά δε με το άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, οι Καθ’ ων η αίτηση κατέληξαν επίσης ότι ο Αιτητής δεν θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη υπό την έννοια του συγκεκριμένου άρθρου σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής και ως εκ τούτου, το ενδεχόμενο υπαγωγής του σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας απορρίφθηκε.
Ειδικότερα, οι Καθ’ ων η αίτηση κατέληξαν αφού παρέθεσαν πληροφορίες από εξωτερικές πηγές αναφορικά με την πολιτική κατάσταση στην ΛΔΚ, ότι η πολιτικά ασταθής κατάσταση από μόνη της δεν αρκεί για να συναχθεί το συμπέρασμα ότι υπάρχει εύλογος βαθμός πιθανότητας ο Αιτητής να υποστεί μεταχείριση που θα μπορούσε να ισοδυναμεί με δίωξη ή σοβαρή βλάβη. Προσέθεσαν ότι ο Αιτητής δεν έχει πολιτικό προφίλ και δεν διέμενε σε περιοχή συγκρούσεων στη ΛΔΚ. Κατέληξαν συνεπώς, ότι δεν υπάρχει εύλογος βαθμός πιθανότητας ο Αιτητής να υποστεί μεταχείριση που μπορεί να ισοδυναμεί με δίωξη ή σοβαρή βλάβη σε περίπτωση που επιστρέψει στην προηγούμενη περιοχή διαμονής του στη χώρα καταγωγής του, ήτοι στην Kinshasa.
Ακολούθως, αφού παρέθεσαν αριθμητικά δεδομένα αναφορικά με τα περιστατικά ασφαλείας στην Kinshasa, συμπέραναν ότι η τρέχουσα κατάσταση ασφαλείας δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως κατάσταση εσωτερικής ή διεθνούς ένοπλης σύγκρουσης, η οποία συνιστά σοβαρή προσωπική απειλή για τη ζωή ή τη σωματική ακεραιότητα του Αιτητή ως πολίτη λόγω αδιάκριτης βίας. Περαιτέρω, έλαβαν υπ’ όψιν ότι ο Αιτητής είναι ένας νέος και υγιής άνδρας, ο οποίος είναι ικανός να εργαστεί, καθώς επίσης ότι με βάση τις πληροφορίες που παρείχε δεν προσδιορίστηκαν προσωπικά στοιχεία συνδεόμενα με τη θρησκευτική του πίστη, τις καθημερινές του συνήθειες και μετακινήσεις, το επάγγελμα και την τοποθεσία καταγωγής του, τα οποία να αξιολογούνται ως παράγοντες επαύξησης του κινδύνου.
Στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας ο Αιτητής κλήθηκε σε ακρόαση στις 26/03/2024 προκειμένου να του τεθούν ερωτήματα αναφορικά με τον πυρήνα του αιτήματος διεθνούς προστασίας του. Ο Αιτητής δεν προσέθεσε κάτι ουσιώδες σε όσα έχει ήδη αναπτύξει ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου. Προσέθεσε απλώς ότι ένας επιπλέον λόγος για τον οποίο θα τον αναζητήσει ο θείος του προκειμένου να του κάνει κακό έχει να κάνει με το ότι φοβάται πώς ο Αιτητής θα διεκδικήσει την περιουσία του πατέρα του.
Αξιολογώντας λοιπόν τα όσα έχουν ανωτέρω αναφερθεί υπό το φως και των νομοθετημένων προνοιών και μελετώντας επισταμένως τόσο την Έκθεση/Εισήγηση του λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου όσο και τις δηλώσεις του Αιτητή κατά την ενώπιόν μου δικαστική διαδικασία, καταλήγω στα εξής:
Υπενθυμίζεται συναφώς ότι σύμφωνα με το άρθρο 16 του Περί Προσφύγων Νόμου [Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί], αρχικά, το βάρος απόδειξης το φέρει ο αιτών άσυλο ο οποίος υποχρεούται να υποστηρίξει την αίτηση του με όλα τα έγγραφα και στοιχεία που έχει στην κατοχή του, αλλά και γενικότερα να βοηθήσει την Υπηρεσία Ασύλου με τον καλύτερο τρόπο να διαπιστώσει τα γεγονότα της υπόθεσης του. Ως έχει νομολογηθεί, ο αιτών διεθνούς προστασίας πρέπει να καταβάλει ειλικρινή προσπάθεια να θεμελιώσει την αφήγησή του, ότι δηλαδή υπήρξε θύμα δίωξης στην χώρα καταγωγής του, ώστε να πληροί της προϋποθέσεις υπαγωγής του στο καθεστώς Διεθνούς Προστασίας. (βλ. WILLIAM CRISANTHA MAL FRANCIS KARUNARATHNA ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ κ.α, Υπόθεση Αρ. 1875/2008, 1 Μαρτίου 2010).
Κατά την διαπίστωση των πραγματικών γεγονότων, καθοριστικό ρόλο παίζει η αξιοπιστία ενός αιτούντος άσυλο. Προς τούτο τονίζω ότι ο όρος «αξιοπιστία» δεν ορίζεται από το Κοινό Ευρωπαϊκό Σύστημα Ασύλου. Η χρήση του όρου, από το άρθρο 4 παράγραφος 5 στοιχείο (ε) της οδηγίας 2011/95/EE αναφέρεται στη γενική αξιοπιστία ενός αιτούντος, αλλά αυτό είναι στο πλαίσιο ενός συγκεκριμένου κανόνα που διέπει τη μη επιβεβαίωση πτυχών των δηλώσεων του αιτούντος. Κατά συνέπεια, η αξιολόγηση της αξιοπιστίας αφορά τη διαδικασία έρευνας για το εάν το σύνολο ή μέρος των δηλώσεων του αιτούντος ή άλλα αποδεικτικά στοιχεία που υποβλήθηκαν από αυτόν σχετικά με τους ουσιώδεις ισχυρισμούς (material facts) μπορούν να γίνουν δεκτά προκειμένου να διαπιστωθεί εάν ο αιτητής εμπίπτει στις προϋποθέσεις παραχώρησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας.
Αυτή η αξιολόγηση μπορεί να περιλαμβάνει την επαλήθευση εάν οι δηλώσεις του αιτούντος είναι συνεπείς, επαρκώς λεπτομερείς, εύλογες και συμβατές με τα έγγραφά του, τις πηγές πληροφόρησης και κάθε άλλο αποδεικτικό στοιχείο που αποκτήθηκε. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η αξιολόγηση της αξιοπιστίας δεν σημαίνει ότι σε όλες τις περιπτώσεις ο υπεύθυνος λήψης αποφάσεων θα προβεί σε επαλήθευση και θα καταλήξει με απόλυτη βεβαιότητα αναφορικά με την αλήθεια των δηλώσεων του αιτούντος. Η Ύπατη Αρμοστεία έχει ορίσει την αξιοπιστία ως εξής: «Ο αιτών άσυλο κρίνεται αξιόπιστος, όταν έχει προβάλει ισχυρισμούς που παρουσιάζουν συνοχή και είναι εύλογοι, που δεν είναι αντιφατικοί με τα κοινά τοις πάσι γεγονότα και κατά συνέπεια μπορεί να οδηγήσουν τον υπεύθυνο της συνέντευξης στη δημιουργία πεποίθησης για το βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης που εκφράζει.». Η ως άνω προσέγγιση υιοθετήθηκε και από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην Υπόθεση JK και Others v Sweden, αριθμός αίτησης 59166/12, Παρ. 53.
Στο εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», αναφέρεται στην σελίδα 98, παράγραφος 4.5.3 ότι σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να γίνεται μια αντικειμενική και ισορροπημένη στάθμιση του κατά πόσον οι ισχυρισμοί του αιτητή αντικατοπτρίζουν αυτό που θα ήταν εύλογα αναμενόμενο από κάποιον με τις περιστάσεις του ο οποίος εκφράζει δια τούτων μια αληθινή προσωπική εμπειρία («Σε κάθε περίπτωση, απαιτείται ισορροπημένη και αντικειμενική αξιολόγηση του αν η αφήγηση του αιτούντος αντικατοπτρίζει την αφήγηση που αναμένεται από ένα πρόσωπο στην κατάσταση του αιτούντος το οποίο αφηγείται μια πραγματική προσωπική εμπειρία.»). Περαιτέρω, στην προηγούμενη σελίδα του εγχειριδίου, αναφέρεται ότι είναι γενικά εύλογο να αναμένεται ότι αίτημα θα πρέπει να παρουσιάζεται τεκμηριωμένα και με επαρκείς λεπτομέρειες αλλιώς οι ελλείψεις αυτές στις λεπτομέρειες μπορεί να συνιστούν έλλειψη σχετικών στοιχείων («Η μη επαρκής παροχή λεπτομερειών μπορεί επίσης να ισοδυναμεί με αυτό που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 5 στοιχείο β) της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση) ως έλλειψη «λυσιτελών στοιχείων».
Ακολούθως, κατά την απόφαση του ΔΕΕ, C – 277/11 M. κατά Minister for Justice, Equality and Law Reform, Ιρλανδίας, Attorney General, αποφ. ημερ. 22/11/2012 η αξιολόγηση μιας αίτησης διεθνούς προστασίας πρέπει να πραγματοποιείται σε δύο αυτοτελή στάδια: «Το πρώτο στάδιο αφορά τη διαπίστωση της συνδρομής των πραγματικών περιστατικών που αποδεικνύουν τη βασιμότητα της αιτήσεως, ενώ το δεύτερο στάδιο αφορά τη νομική εκτίμηση των εν λόγω αποδεικτικών στοιχείων, προκειμένου να αποφασισθεί αν πληρούνται, υπό το φως των πραγματικών περιστατικών της συγκεκριμένης υποθέσεως, οι ουσιαστικές προϋποθέσεις που θέτουν τα άρθρα 9 και 10 ή 15 της οδηγίας 2004/83 για την παροχή διεθνούς προστασίας.» Η εξακρίβωση των πραγματικών (ή ουσιωδών) περιστατικών είναι ύψιστης σημασίας για την αξιολόγηση του μελλοντικού κινδύνου που δύναται να αντιμετωπίσει ο εκάστοτε αιτών, εφόσον από αυτά θα προκύψουν γεγονότα που πιθανόν να τεκμηριώνουν παρελθούσα δίωξη ή γεγονότα που στην συνολική αξιολόγηση της αίτησης είναι καθοριστικά για μελλοντική δίωξη.[1]
Έχοντας παραθέσει το νομικό πλαίσιο εξέτασης των αιτήσεων διεθνούς προστασίας, θα προχωρήσω στη συνέχεια σε έλεγχο της νομιμότητας και της ορθότητας της επίδικης απόφασης, δια της πλήρους και ex-nunc εξέτασης των γεγονότων και νομικών ζητημάτων που διέπουν αυτή, ενόψει της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 11(3) α του Περί Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018).
Αξιολόγηση των ισχυρισμών
Όσον αφορά τον αποδεκτό ισχυρισμό περί των προσωπικών στοιχείων, του εν γένει προφίλ και της χώρας καταγωγής του Αιτητή, θα συμφωνήσω με το συμπέρασμα του αρμόδιου λειτουργού και θα υιοθετήσω την κατάληξη των Καθ’ ων η αίτηση.
Ομοίως, αναφορικά με τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό επίσης συντάσσομαι με την κατάληξη των Καθ’ ων η αίτηση ως προς την απουσία εσωτερικής αξιοπιστίας στα λεγόμενα του Αιτητή. Κρίνω ότι ο αρμόδιος λειτουργός προέβη σε ορθές επισημάνσεις αναφορικά με τις επιμέρους πτυχές του ισχυρισμού. Γενικότερα οι απαντήσεις του Αιτητή στις ερωτήσεις του αρμόδιου λειτουργού ήταν αόριστες, επιφανειακές, ενώ απουσίαζε το προσωπικό και βιωματικό στοιχείο και η ευλογοφάνεια. Ως εκ τούτου φρονώ ότι όλες οι παρατηρήσεις και τα συμπεράσματα του αρμόδιου λειτουργού ως καταγράφονται στην έκθεση εισήγηση γίνονται αποδεκτά από το Δικαστήριο ως σημεία που εύλογα πλήττουν την εσωτερική αξιοπιστία των ισχυρισμών του Αιτητή και ως εκ τούτου δεν εντοπίζω λόγο διαφοροποίησης.
Γενικά είναι εύλογο να αναμένεται ότι μια αξίωση για διεθνή προστασία θα παρουσιάζεται ουσιαστικά και επαρκώς λεπτομερής, τουλάχιστον όσον αφορά τα πιο σημαντικά γεγονότα της αξίωσης. Περαιτέρω, κατά πάγια νομολογία σχετικά με το άρθρο 4, παράγραφος 1, της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ (και προηγούμενα, της Οδηγίας 2004/83/ΕΕ), εναπόκειται, κατ’ αρχήν, στον αιτούντα να προσκομίσει όλα τα αναγκαία στοιχεία προς στήριξη της αιτήσεώς του. Επομένως, η ανεπάρκεια λεπτομερειών συνιστά αυτό που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 5 στοιχείο β) της οδηγίας 2011/95/ΕΕ ως έλλειψη σχετικών στοιχείων. Λαμβάνοντας υπόψη τα προσωπικά στοιχεία του Αιτητή, ήτοι την ηλικία του, το εκπαιδευτικό του υπόβαθρο, όπως επίσης και το ότι δεν υπάρχουν ενδείξεις περί οποιασδήποτε ευαλωτότητας του,[2] φρονώ ότι θα ήταν εύλογα αναμενόμενο να είναι σε θέση να στηρίξει την αίτησή του προβάλλοντας μια γνήσια προσωπική εμπειρία. Παράλληλα, κρίνω ότι οι δηλώσεις και οι επεξηγήσεις του δεν προσδίδουν στους ισχυρισμούς του την απαραίτητη βιωματική χροιά ώστε να ενισχύεται η αξιοπιστία τους.
Σε ό,τι αφορά την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού, σε έρευνα του παρόντος Δικαστηρίου σχετικά με τον ως άνω ισχυρισμό του Αιτητή, το Δικαστήριο καταλήγει στο ότι ένεκα του προσωπικού χαρακτήρα των ισχυρισμών του, καθότι πρόκειται για φερόμενη δίωξη από τον θείο του, δεν είναι δυνατή η άντληση πληροφοριών αναφορικά με αυτούς. Για λόγους πληρότητας όμως, το Δικαστήριο προέβη σε έρευνα σε πληροφορίες από τη χώρα καταγωγής του Αιτητή, δεδομένου ότι το παρόν δικαστήριο έχει πρόσβαση σε ακριβείς και επικαιροποιημένες πληροφορίες από διάφορες πηγές σχετικά με τη γενική κατάσταση που επικρατεί στις χώρες καταγωγής και διέλευσης κατά τον χρόνο λήψης της απόφασής του [βλ. άρθρο 10 παράγραφος 4 της Οδηγία 2013/32/ΕΕ (αναδιατύπωση)].
Ειδικότερα αναφέρονται τα εξής:
Το άρθρο 15 του Συντάγματος της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό του 2006 αναφέρει ότι:
«Άρθρο 15
Οι δημόσιες αρχές μεριμνούν για την εξάλειψη της σεξουαλικής βίας.
Με την επιφύλαξη των διεθνών συνθηκών και συμφωνιών, κάθε πράξη σεξουαλικής βίας που διαπράττεται εναντίον οποιουδήποτε προσώπου, με σκοπό την αποσταθεροποίηση, τη διάλυση μιας οικογένεια και την εξαφάνιση ενός ολόκληρου λαού, συνιστά έγκλημα κατά της ανθρωπότητας που τιμωρείται με νόμο».[3]
Επιπλέον, το άρθρο 168 του ποινικού κώδικα της ΛΔΚ τιμωρεί άσεμνες επιθέσεις που διαπράττονται «κατά οποιουδήποτε φύλου».[4]
Αναφορικά με την σεξουαλική βία εναντίον των ανδρών, λόγω των περιορισμένων καταγγελιών αλλά και έλλειψης έρευνας, υπάρχουν ελάχιστα έως καθόλου δεδομένα. Οι έρευνες περιορίζονται στις ανατολικές περιοχές στις ΛΔΚ, όπου παρατηρούνται ένοπλες συγκρούσεις. Σύμφωνα με έκθεση, η οποία αφορά στη σεξουαλική βία εναντίον ανδρών στο εμπόλεμο ανατολικό τμήμα της ΛΔΚ, τα θύματα (άνδρες) σεξουαλικής βίας παραμένουν σιωπηλοί από φόβο εξοστρακισμού ή κατηγοριών για ομοφυλοφιλία. Λόγω της έλλειψης δικτύων υποστήριξης αντιμετωπίζουν μόνοι τους τις συνέπειες, χωρίς να αναζητούν θεραπεία για τις σωματικές και ψυχικές τους πληγές. Η σεξουαλική βία στη ΛΔΚ είναι ευρέως διαδεδομένη και συχνά διαπράττεται τόσο από κρατικούς όσο και από μη κρατικούς δρώντες. Στη εν λόγω έκθεση καταγράφεται ότι «Σύμφωνα με μελέτη που διεξήχθη από Johns Hopkins και το Refugee Law Project (RLP), το 38,5% των ανδρών προσφύγων που προέρχονται από τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό έχουν βιώσει σεξουαλική βία κατά τη διάρκεια της ζωής τους», ενώ σύμφωνα με μια μελέτη του 2010 από την Kirsten Johnson διαπίστωσε ότι σχεδόν ένας στους τέσσερις άνδρες στην ανατολική Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό είχαν υποστεί βιασμό.[5]
Οι ανωτέρω πληροφορίες από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης, παρά το γεγονός ότι είναι περιορισμένες, επιβεβαιώνουν το φαινόμενο ύπαρξης της σεξουαλικής βίας εναντίον των ανδρών, η οποία επικεντρώνεται σε εμπόλεμες ζώνες, εντούτοις ο ισχυρισμός του Αιτητή δε γίνεται αποδεκτός λόγω της έλλειψης εσωτερικής αξιοπιστίας, όπως αυτή αναλύθηκε από τον αρμόδιο λειτουργό στην Εισηγητική Έκθεση.
Τέλος, αναφορικά με τον τρίτο ουσιώδη ισχυρισμό επίσης συντάσσομαι με την κατάληξη των Καθ’ ων η αίτηση ως προς την απουσία εσωτερικής αξιοπιστίας στα λεγόμενα του Αιτητή. Κρίνω ότι ο αρμόδιος λειτουργός προέβη σε ορθές επισημάνσεις αναφορικά με τις επιμέρους πτυχές του ισχυρισμού, ενώ συμφωνώ ότι λόγω της φύσης του ισχυρισμού αυτός δεν μπορεί να διασταυρωθεί μέσω έρευνας σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης.
Συναφώς επισημαίνεται ότι ούτε μπορεί να αναγνωριστεί στον Αιτητή «το ευεργέτημα της αμφιβολίας»,[6] όπως αυτό καθορίζεται στην παράγραφο 204 του Εγχειριδίου για τις διαδικασίες και τα κριτήρια καθορισμού του καθεστώτος των προσφύγων. Το ευεργέτημα της αμφιβολίας δίδεται μόνο εκεί όπου ο αιτητής έχει υποβάλει όλα τα διαθέσιμα σε αυτόν στοιχεία σε σχέση με την αίτησή του/της, τα οποία έχουν ελεγχθεί και, ο αρμόδιος λειτουργός ή/και ο Προϊστάμενος ικανοποιούνται ότι είναι γενικά αξιόπιστος/η.[7] Εν προκειμένω, ο Αιτητής δεν τεκμηρίωσε είτε στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας είτε της παρούσας διαδικασίας οποιοδήποτε ειδικό ισχυρισμό περί δίωξης. Όπως έχει εξάλλου νομολογηθεί, κρίση επί της αξιοπιστίας αιτητή και έγερση κωλύματος έγκρισης αίτησης για το λόγο της αναξιοπιστίας ως προς τα προβαλλόμενα από τον αιτητή/τρια είναι επιτρεπτή. (Βλ. σχετικά απόφαση στην υπόθεση Amiri v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων κ.ά. (2009) 3 ΑΑΔ 358, καθώς και την απόφαση του Δικαστηρίου τούτου στην υπόθεση Khalil v. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 466/2010, 28.9.2012).
Πέραν τούτου, διαπιστώνω ότι κατά το στάδιο της διοικητικής διαδικασίας υποβλήθηκαν στον Αιτητή ανοικτής φύσεως ερωτήματα, τα οποία είχε τη δυνατότητα να απαντήσει, όσο και διευκρινιστικές ερωτήσεις επί των ανωτέρω ερωτημάτων. Ο αρμόδιος λειτουργός έκανε επαρκείς ερωτήσεις, για να καλύψει τόσο τον πυρήνα του αιτήματος, όσο και τα επιμέρους θέματα, ακολουθώντας την ορθή διερευνητική διαδικασία. Οι ισχυρισμοί αυτοί που επικαλείται δεν θα μπορούσαν να τον εντάξουν στην έννοια του πρόσφυγα έτσι όπως αυτή η έννοια ερμηνεύεται από την Σύμβαση της Γενεύης του 1951 και από το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου, Ν.6 (Ι)/2000.
Παράλληλα, οι Καθ΄ ων η αίτηση αξιολόγησαν επαρκώς και δεόντως τις δηλώσεις του Αιτητή, συνεκτιμώντας την ατομική του κατάσταση καθώς και τις προσωπικές του περιστάσεις, εκ των οποίων δεν ανέκυψε κάποιος παράγοντας ο οποίος θα μπορούσε να δικαιολογήσει την αδυναμία του να στοιχειοθετήσει τους ισχυρισμούς του κατά τρόπο που να παραπέμπουν σε βιωματικό περιστατικό. Συμπερασματικά, εξ όσων ο Αιτητής ανέφερε τόσο κατά τη διοικητική, όσο και κατά την παρούσα δικαστική διαδικασία, παρατηρώ ότι δεν προκύπτει ένα σαφές, συμπαγές και ευλογοφανές αφήγημα το οποίο να στοιχειοθετεί κατά τρόπο που να παραπέμπει σε βιωματικό περιστατικό σχετικά με τους λόγους για τους οποίους ο Αιτητής έφυγε από τη χώρα καταγωγής του και αιτήθηκε διεθνή προστασία, αλλά συνίσταται σε ένα ασαφές συνονθύλευμα το οποίο στερείται αληθοφάνειας και νοηματικής συνοχής.
Στη βάση λοιπόν του μοναδικού αποδεκτού ισχυρισμού και προς αξιολόγηση του μελλοντικού κινδύνου του Αιτητή σε περίπτωση επιστροφής του στη ΛΔΚ, το Δικαστήριο κρίνει ότι ο Αιτητής δεν αναμένεται να αντιμετωπίσει και/ή να υποστεί οποιαδήποτε πράξη δίωξης ή να αντιμετωπίσει κίνδυνο σοβαρής βλάβης κατά την επιστροφή του στη χώρα καταγωγής. Ο Αιτητής είναι ένα ενήλικο άτομο υγιές, χωρίς εμφανή ζητήματα ευαλωτότητας με επαρκές εκπαιδευτικό υπόβαθρό και ο οποίος διαθέτει σε κάποιο βαθμό συγγενικό και φιλικό δίκτυο στον τόπο καταγωγής και συνήθους διαμονής.
Υπενθυμίζω συναφώς ότι σύμφωνα με το αρ.3 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 (6(I)/2000) (στο εξής ο Νόμος) και αρ.2 (δ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ (στο εξής η Οδηγία), ως πρόσφυγας αναγνωρίζεται «[.] πρόσωπο που, λόγω βάσιμου φόβου καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, είναι εκτός της χώρας της ιθαγενείας του και δεν είναι σε θέση, ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο, να χρησιμοποιήσει την προστασία της χώρας αυτής [.]». Σύμφωνα δε με το αρ.3Γ του Νόμου και αντίστοιχα αρ. 9 της Οδηγίας, η πράξη δίωξης η οποία προκαλεί βάσιμο φόβο καταδίωξης θα πρέπει να «είναι αρκούντως σοβαρή λόγω της φύσης ή της επανάληψής της ώστε να συνιστά σοβαρή παραβίαση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ειδικά των δικαιωμάτων από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση βάσει του άρθρου 15 παράγραφος 2 της ευρωπαϊκής σύμβασης για την προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών· ή να αποτελεί σώρευση διαφόρων μέτρων συμπεριλαμβανομένων παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η οποία να είναι αρκούντως σοβαρή ούτως ώστε να θίγεται ένα άτομο κατά τρόπο αντίστοιχο με τον αναφερόμενο στο στοιχείο».
Η δίωξη ή η σοβαρή βλάβη που ανωτέρω αναφέρονται πρέπει να προέρχεται από τους φορείς δίωξης που αναφέρονται στα αρ.3 Α και 6 του Νόμου και της Οδηγίας αντίστοιχα και να αποδειχθεί περαιτέρω ότι οι φορείς προστασίας που αναφέρονται στα αρ.3 Β και 7 του Νόμου και της Οδηγίας αντίστοιχα δεν επιθυμούν ή δεν δύνανται να παρέχουν την απαιτούμενη προστασία κατά αυτών των πράξεων, αλλά και, στην περίπτωση ειδικά του πρόσφυγα, θα πρέπει να αποδειχθεί [βλ. αρ.4Γ(3) και 9(3) του Νόμου και της Οδηγίας αντίστοιχα] ότι υπάρχει συσχετισμός των λόγων που αναφέρονται στο αρ.3Δ και 10 του Νόμου και της Οδηγίας αντίστοιχα με τις πράξεις δίωξης, ήτοι αυτές να προκύπτουν για τους εκεί αναφερόμενους λόγους.
Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο καταλήγει ότι δεν προκύπτει στην περίπτωση του Αιτητή οποιοσδήποτε βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης στη χώρα καταγωγής του για κάποιον από τους πέντε (5) λόγους που εξαντλητικά αναφέρονται στο άρθρο 3 (1) του περί Προσφύγων Νόμου, αφού η Υπηρεσία Ασύλου στην έκθεση/εισήγηση, αξιολόγησε κάθε ισχυρισμό του και για τους λόγους που εκτενώς καταγράφηκαν στην εισήγησή της, εύλογα κατέληξε στο συμπέρασμα, ότι ο Αιτητής δεν θα υποστεί δίωξη σε περίπτωση επιστροφής του στην χώρα καταγωγής του, υπό την έννοια του άρθρου 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου. Το παρόν Δικαστήριο, όπως αναλυτικά εκτέθηκε ανωτέρω, υιοθέτησε τα συμπεράσματα των Καθ’ ων η αίτηση αναφορικά με τον πυρήνα του αιτήματος διεθνούς προστασίας του Αιτητή.
Περαιτέρω, βάσει των στοιχείων του προφίλ του Αιτητή και των ισχυρισμών που ο ίδιος προώθησε, δεν πιθανολογείται ότι σε περίπτωση επιστροφής του στη ΛΔΚ, υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, όπως η εν λόγω έννοια ορίζεται στο άρθρο 19 (2) του Περί Προσφύγων Νόμου.
Ειδικότερα, εκ των όσων παρατέθηκαν ανωτέρω, διαφαίνεται ξεκάθαρα ότι ο Αιτητής δεν πληροί τις προϋποθέσεις υπαγωγής σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει των προνοιών του άρθρου 19(2) (α) και (β) του περί Προσφύγων Νόμου, καθότι, ως αναφέρθηκε και ανωτέρω, δεν τεκμηριώνεται από τους ισχυρισμούς του παρελθούσα δίωξη, ούτε στοχοποίηση του από οποιονδήποτε κρατικό ή μη κρατικό φορέα. Προκειμένου δε να εφαρμοστούν οι πρόνοιες των συγκεκριμένων άρθρων και να υπαχθεί ο Αιτητής σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει αυτών, απαιτείται υψηλός βαθμός εξατομίκευσης των περιστάσεων που σχετίζονται με τον επικαλούμενο φόβο. Στην παρούσα υπόθεση δεν διαπιστώνω ότι συντρέχουν οι απαιτούμενες προϋποθέσεις.
Αναφορικά με το ενδεχόμενο υπαγωγής του Αιτητή σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, ως προς τους παράγοντες που δύνανται να ληφθούν υπόψιν ως προς την αξιολόγηση του συστατικού στοιχείου της αδιάκριτης βίας, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: το ΔΕΕ) επεσήμανε σε πρόσφατη απόφασή του ότι συνιστούν «[.]μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 (πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C 285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών.» (ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας 10.6.2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland, σκέψη 43).
Περαιτέρω, ως προς τον προσδιορισμό του επιπέδου της ασκούμενης αδιάκριτης βίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: το ΕΔΔΑ) στην απόφασή του Sufi and Elmi (ΕΔΔΑ, απόφαση επί των προσφυγών 8319/07 και 11449/07, ημερομηνίας 28.11.2011, αξιολόγησε, διευκρινίζοντας ότι δεν κατονομάζονται εξαντλητικά, τη χρήση μεθόδων και τακτικών πολέμου εκ μέρους των εμπόλεμων πλευρών οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο αμάχων θυμάτων ή ευθέως στοχοποιούν αμάχους, εάν η χρήση αυτών είναι διαδεδομένη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, και, τελικά, τον αριθμό των αμάχων που έχουν θανατωθεί, τραυματιστεί και εκτοπιστεί ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης.
Όπως διευκρίνισε το ΔΕΕ «ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζουσα βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές, οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας» (Βλ. Απόφαση στην υπόθεση C-465/07, Meki Elgafaji, Noor Elgafaji κ. Staatssecretaris van Justitie,ημερ.17.2.2009). Ιδίως ως προς την εφαρμογή της αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας, το ΔΕΕ στην ως άνω απόφαση διευκρίνισε ότι «όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας».
Προκειμένου δε να διαπιστωθεί εάν συντρέχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής, ο Αιτητής θα αντιμετωπίσει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής του ακεραιότητας λόγω αδιακρίτως ασκούμενης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, ως οι διατάξεις του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, το Δικαστήριο ανέτρεξε σε έγκυρες πηγές πληροφόρησης για τη χώρα καταγωγής του Αιτητή, προς εξέταση της κατάστασης που επικρατεί σε αυτήν.
Εκ της διενεργηθείσας έρευνας προέκυψε ότι σύμφωνα με τη διαδικτυακή πύλη RULAC «Η Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (ΛΔΚ) εμπλέκεται σε πολλές μη διεθνείς ένοπλες συγκρούσεις (NIAC) εντός των εδαφών της εναντίον αριθμού ενόπλων ομάδων στις περιοχές Ituri, Kasai και Kivu», ενώ δεν αναφέρεται η δραστηριοποίηση ενεργών, μη κρατικών, ένοπλων ομάδων στην Κινσάσα[8]. Επιπρόσθετα, Έκθεση (2023) της Διεθνούς Αμνηστίας για τη ΛΔΚ αναφέρει ότι δεκάδες ένοπλες ομάδες παρέμειναν ενεργές, κυρίως στις ανατολικές επαρχίες Ituri, Nord-Kivu και Sud-Kivu.[9] Βάσει των ανωτέρω πληροφοριών προκύπτει ότι στην Κινσάσα δεν επικρατούν συνθήκες εσωτερικής σύρραξης καθώς η κατάσταση ασφαλείας χαρακτηρίζεται ως σταθερή.
Ειδικότερα, σύμφωνα με τα στοιχεία του Armed Conflict Location & Event Data Project (ACLED), για το διάστημα από 10/09/2023 έως 10/09/2024, σημειώθηκαν στην Kinshasa 85 περιστατικά ασφαλείας τα οποία οδήγησαν σε 161 απώλειες.[10] Δεδομένου δε ότι ο συνολικός πληθυσμός της πόλης Kinshasa ανέρχεται το 2024 σε περίπου 17,032,322 κατοίκους[11], καθίσταται κατανοητό ότι ο ανωτέρω αναφερόμενος αριθμός περιστατικών ασφαλείας σε συνδυασμό με τις συνδεόμενες απώλειες στην εν λόγω περιοχή δεν ανέρχεται σε τόσο υψηλά επίπεδα σε σχέση με τον συνολικό πληθυσμό της περιοχής, έτσι ώστε η κατάσταση στην εν λόγω περιοχή να μπορεί να χαρακτηριστεί ως ένοπλη σύρραξη επιφέρουσα συνθήκες αδιακρίτως ασκούμενης βίας. Βάσει των ανωτέρω ποσοτικών και ποιοτικών πληροφοριών, δεν προκύπτει ότι στον τόπο τελευταίας διαμονής του Αιτητή λαμβάνει χώρα διεθνής ή εσωτερική ένοπλη σύρραξη εντός του πλαισίου του άρθρου 19(2)(γ) του Περί Προσφύγων Νόμου και ως εκ τούτου, παρέλκει περαιτέρω διερεύνηση των προσωπικών του περιστάσεων της για λόγους εφαρμογής της «αναπροσαρμοσμένης κλίμακας» όπως αυτή απορρέει από τη Νομολογία του ΔΕΕ.
Ενόψει των ανωτέρω, το Δικαστήριο κρίνει ότι οι Καθ΄ ων η αίτηση συνεκτίμησαν και αξιολόγησαν όλα τα στοιχεία που είχαν ενώπιόν τους προτού καταλήξουν στην προσβαλλόμενη απόφαση, η δε τελευταία κρίνεται ως επαρκώς αιτιολογημένη, ενώ το περιεχόμενό της Υπηρεσίας Ασύλου συμπληρώνεται από την αιτιολογημένη εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού στην οποία αναφέρονται οι λόγοι της απόρριψης του αιτήματος του Αιτητή (άρθρο 29 του Ν. 158 (Ι)/1999, Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1171 και Διογένους ν. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ., 371). Η δυνατότητα αυτή υπάρχει όταν τα στοιχεία που βρίσκονται στο φάκελο του Δικαστηρίου συνδέονται με την απόφαση και αποκαλύπτουν του λόγους που οδήγησαν στην προσβαλλόμενη απόφαση. Από τα στοιχεία του φακέλου θα πρέπει να μπορεί να λεχθεί ότι αυτά βρίσκονται αναπόφευκτα πίσω από την απόφαση που λήφθηκε (Ηλιόπουλος ν. Α.Η.Κ., Α.Ε. 2452, ημερομηνίας 21.7.2000, Χρυστάλλα Συμεωνύδου κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή αρ. 911/93 κ.α., ημερ. 18.4.97).
Από τους προβληθέντες ισχυρισμούς, δεκτός έγινε μόνο ο ισχυρισμός σχετικά με τα προσωπικά στοιχεία, το εν γένει προφίλ και τη χώρα καταγωγής του Αιτητή, πλην όμως ο ισχυρισμός αυτός δεν μπορεί να υπαχθεί στις πρόνοιες του Νόμου για την παραχώρηση καθεστώς διεθνούς προστασίας. Εν προκειμένω, σύμφωνα με την απόφαση της Υπηρεσίας, ο Αιτητής δεν μπόρεσε να θεμελιώσει βάσιμο φόβος δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων με αποτέλεσμα να μη συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 3 του του Περί Προσφύγων Νόμου Νόμος 6(Ι)/2000, ούτως ώστε να εκχωρηθεί προσφυγικό καθεστώς. Περαιτέρω, δεν συνέτρεχε κάποιος λόγος για να αναγνωρισθεί στο πρόσωπό του Αιτητή καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, δυνάμει του άρθρου 19(1) του περί Προσφύγων Νόμου, εφόσον δεν αποδείχθηκε να υφίσταται κίνδυνος να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη σε περίπτωση επιστροφής του στη ΛΔΚ και συγκεκριμένα στη Kinshasa, τόπο καταγωγής και τελευταίας συνήθους διαμονής του.
Δια τους λόγους που πιο πάνω αναφέρονται η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με έξοδα €800 υπέρ των Καθ' ων η αίτηση και εναντίον του Αιτητή.
[1] European Asylum Support Office – EASO, ‘Δικαστική ανάλυση – Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου’, 2018, σελ. 132 - 135
[2] Βλ. C‑148/13 έως C‑150/13, EU:C:2014:2406, σκέψεις 54 και 57
[3]DRC, Constitution de la République Démocratique du Congo, 18 February 2006, https://www.wipo.int/wipolex/en/text/193675
[4]Code Pénal Congolais, https://www.droitcongolais.info/files/311.01.40-Decret-du-30-janvier-1940_Code-penal.pdf
[5] CENTRE FOR AFRICAN JUSTICE PEACE AND HUMAN RIGHTS, REPORT ON SEXUAL VIOLENCE AGAINST THE MALE GENDER:DEMOCRATIC REPUBLIC OF CONGO, σελ. 3,6,7, https://centreforafricanjustice.org/wp-content/uploads/2021/05/DRC-report-1.pdf
[6] ΕΔΔΑ, J.K. και λοιποί κατά Σουηδίας, ό.π. υποσημείωση 20. Βλ. επίσης ΕΔΔΑ, απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2015, RH κατά Σουηδίας, προσφυγή αριθ. 4601/14, σκέψη 58· ΕΔΔΑ, απόφαση της 20ης Ιουλίου 2010, N κατά Σουηδίας, προσφυγή αριθ. 23505/09, σκέψη 53· ΕΔΔΑ, απόφαση της 9ης Μαρτίου 2010, RC κατά Σουηδίας, προσφυγή αριθ. 41827/07, σκέψη 50.
[7] Άρθρο 13 του περί Προσφύγων Νόμου.
[8] RULAC, Non-international Armed Conflicts in Democratic Republic of Congo, 13 April 2021, διαθέσιμο σε https://www.rulac.org/news/drc-a-new-conflict-in-ituri-involving-the-cooperative-for-development-of-th [Ημερομηνία Πρόσβασης: 13/09/2024]
[9] Amnesty International, Democratic Republic of the Congo 2023, https://www.amnesty.org/en/location/africa/east-africa-the-horn-and-great-lakes/democratic-republic-of-the-congo/report-democratic-republic-of-the-congo/ [Ημερομηνία Πρόσβασης: 13/09/2024]
[10] ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION - ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Project, διαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο https://acleddata.com/explorer/ (βλ. πλατφόρμα Explorer, με χρήση των ακόλουθων στοιχείων ανάλυσης: METRIC: Event Counts/Fatality Counts, EVENT CATEGORIES: Event Types (Battles / Violence against civilians / Explosions/Remote violence / Riots / Protests) DATE RANGE: 10.09.2023 – 10.09.2024, REGION: Africa, COUNTRY: Democratic Republic of Congo, ADMIN UNIT: Kinshasa) [Ημερομηνία Πρόσβασης: 13/09/2024]
[11] World Population Review, https://worldpopulationreview.com/cities/dr-congo/kinshasa [Ημερομηνία Πρόσβασης: 13/09/2024]
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο