J. P. D. ν. Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπoθ. Αρ.: 6265/2022, 26/9/2024
print
Τίτλος:
J. P. D. ν. Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπoθ. Αρ.: 6265/2022, 26/9/2024

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπoθ. Αρ.: 6265/2022

26 Σεπτεμβρίου 2024

 

[Α.Α.ΑΓΡΟΤΗ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

                                                  1. J. P. D.

                                                  2. B. M. L.

Αιτητές

-και-

Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω

Υπηρεσίας Ασύλου

Καθ’ ων η Αίτηση

 

Οι Αιτητές εμφανίζονται αυτοπροσώπως

Α. Αναστασιάδου (κα) για Π. Βρυωνίδου (κα) Δικηγόροι της Δημοκρατίας για τους Καθ’ ων η Αίτηση

[Παρών ο κ. Ηλίας Φασουλής για πιστή μετάφραση από Lingala σε Ελληνικά και αντίστροφα]

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

A.A.AΓΡΟΤΗ Δ. ΔΔΔΠ: Με την παρούσα προσφυγή οι Αιτητές προσβάλλουν την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία περιέχεται σε επιστολή ημερομηνίας 22/09/2022, σύμφωνα με την οποία το αίτημά τους για παραχώρηση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας απορρίφθηκε.

 

Όπως προκύπτει τόσο από την Ένσταση, αλλά και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, που αποτελεί τεκμήριο «Α» στην παρούσα διαδικασία, τα ουσιώδη γεγονότα που αφορούν την παρούσα υπόθεση είναι τα ακόλουθα:

 

Ο Αιτητής 1 είναι ενήλικας, υπήκοος Αγκόλας και κάτοχος διαβατηρίου της χώρας καταγωγής τoυ με ημερομηνία έκδοσης την 25/09/2015 και ημερομηνία λήξης την 25/09/2025, η δε Αιτήτρια 2 είναι επίσης ενήλικη, σύζυγος του Αιτητή 1, υπήκοος Αγκόλας και κάτοχος διαβατηρίου της χώρας καταγωγής της με ημερομηνία έκδοσης την 31/05/2016 και ημερομηνία λήξης την 31/05/2021.

 

Σύμφωνα με τις δηλώσεις τους, τον Ιανουάριο του 2020 οι Αιτητές 1 και 2 (εφεξής Αιτητές) εγκατέλειψαν τη χώρα καταγωγής τους και μετέβησαν μέσω Αιθιοπίας αρχικά στην Κωνσταντινούπολη. Στις 26/04/2021 αφίχθηκαν στα κατεχόμενα εδάφη της Κύπρου, ενώ στις 09/08/2021 εισήλθαν παράτυπα στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές. Στις 26/08/2021 συμπλήρωσαν αίτηση διεθνούς προστασία, για την οποία παρέλαβαν αντίστοιχη βεβαίωση στις 27/08/2021.

 

Στις 22/07/2022 πραγματοποιήθηκαν στους Αιτητές συνεντεύξεις από αρμόδια λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου η οποία στις 29/07/2022, συνέταξε εισηγητική έκθεση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου, εισηγούμενη την απόρριψη του αιτήματος των Αιτητών. Ακολούθως στις 09/08/2022 συγκεκριμένος λειτουργός δεόντως εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών να ασκεί καθήκοντα Προϊστάμενου της Υπηρεσίας Ασύλου, ενέκρινε την εισήγηση και αποφάσισε την απόρριψη του αιτήματος των Αιτητών.

 

Η απορριπτική απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου η οποία περιέχεται σε επιστολή ημερομηνίας 22/09/2022, μαζί με την αιτιολογία αυτής, παραλήφθηκε δια χειρός από τον Αιτητή αυθημερόν, θέτοντας την υπογραφή του, αφού προηγουμένως του επεξηγήθηκε το περιεχόμενο της επιστολής σε γλώσσα κατανοητή από αυτόν.

 

Εμπρόθεσμα οι Αιτητές καταχώρισαν χωρίς τη συνδρομή δικηγόρου, την με τον πιο πάνω αριθμό και τίτλο προσφυγή εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, αφού προηγήθηκε απορριπτική αίτησή τους για νομική αρωγή, [ΝΑ 169/22], δηλώνοντας ότι στη χώρα καταγωγής τους κινδυνεύει η ζωή τους και ότι θα μπορέσουν να επιστρέψουν εκεί μόνο εάν αλλάξει η πολιτική κατάσταση και το κυβερνόν κόμμα.

 

Με την γραπτή τους αγόρευση, οι Αιτητές, προώθησαν πραγματικούς ισχυρισμούς. Ειδικότερα, ο Αιτητής 1, ο οποίος συνέταξε τη γραπτή αγόρευση των Αιτητών, ισχυρίστηκε ότι εργαζόταν σε εταιρεία μεταφορών ως οδηγός λεωφορείου. Ανέφερε ότι στις 24/11/2019 είχε διοργανωθεί διαδήλωση από το κόμμα της αντιπολίτευσης “UNITA”, το οποίο είχε μισθώσει λεωφορεία από την εταιρεία στην οποία εργαζόταν για να μεταφέρουν τους διαδηλωτές στο χώρο όπου θα διεξαγόταν η διαδήλωση. Το κυβερνών κόμμα “MPLA” έστειλε αστυνομία για να καταστείλει τη διαδήλωση, με συνέπεια να προκληθούν επεισόδια και να συλληφθούν και να φυλακιστούν πολλά άτομα, ανάμεσα στα οποία και ο ίδιος. Δήλωσε πως η σύζυγός του, όταν ο ίδιος δεν επέστρεψε σπίτι άρχισε να τον αναζητά και τον εντόπισε στις φυλακές της Viana. Κατάφερε να διαφύγει, επειδή η σύζυγός του δωροδόκησε έναν αστυνομικό. Δήλωσε ότι δεν μπορεί να επιστρέψει στη χώρα του επειδή τον αναζητούν οι αρχές και επειδή οι συνάδελφοί του, με τους οποίους είχε συλληφθεί, δεν επέστρεψαν ποτέ στα σπίτια τους και δεν γνωρίζει τι απέγιναν. Ισχυρίστηκε τέλος, ότι εάν επιστρέψει στη χώρα του θα συλληφθεί και θα δολοφονηθεί.

 

Από την πλευρά τους οι Καθ’ ων η αίτηση, μέσω της γραπτής τους αγόρευσης, ισχυρίζονται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έχει ληφθεί ορθά και νόμιμα, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Συντάγματος και των Νόμων, μετά από δέουσα έρευνα και σωστή ενάσκηση των εξουσιών που δίνει ο Νόμος στους Καθ’ ων η αίτηση και αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα σχετικά γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης. Επιπρόσθετα ισχυρίζονται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη και αιτούνται την απόρριψη της προσφυγής των Αιτητών.

 

Στις 21/12/2023 το παρόν Δικαστήριο αποφάσισε όπως επανανοίξει την υπό αναφορά υπόθεση, καθότι κρίθηκε απαραίτητο όπως τεθούν διευκρινιστικά ερωτήματα στους Αιτητές.

 

Κατά την ενώπιόν μου ακρόαση ημερομηνίας 08/03/2024, οι Αιτητές προσκόμισαν δύο έγγραφα. Με βάση τα όσα ανέφερε ο Αιτητής ενώπιον του Δικαστηρίου το πρώτο έγγραφο αφορά σε ανακοίνωση της  αστυνομίας σύμφωνα με την οποία ο Αιτητής 1 καταζητείται και σημειώθηκε ως τεκμήριο 1, το δε δεύτερο έγγραφο αποτελεί ένα απόκομμα εφημερίδας, στο οποίο φέρεται να έχει δημοσιευτεί η αναζήτησή του από την αστυνομία και σημειώθηκε ως τεκμήριο 2.

 

Οι Καθ’ ων η αίτηση επεσήμαναν στοιχεία που θέτουν υπό αμφισβήτηση τη γνησιότητα των εγγράφων.

    

Δεδομένου ότι το παρόν Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018, Ν. 73(Ι)/2018 κέκτηται εξουσίας όπως εξετάζει πέραν από την νομιμότητα της προσβαλλόμενης πράξης και την ορθότητα αυτής, ήτοι εξέταση επί της ουσίας του αιτήματος των Αιτητών, κρίνω σκόπιμο όπως παραθέσω πιο κάτω όλους τους ισχυρισμούς που αυτοί προέβαλαν σε όλα τα στάδια εξέτασης του αιτήματός τους, προκειμένου να εξετάσω την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης, αλλά και για να διαφανεί εάν οι Καθ’ ων η αίτηση αποφάσισαν μετά από δέουσα έρευνα, ορθά, νόμιμα και εντός των πλαισίων της διακριτικής τους ευχέρειας.

 

Κατά την υποβολή της αίτησης για παροχή διεθνούς προστασίας, η οποία υποβλήθηκε από την Αιτήτρια 2, η τελευταία δήλωσε ως λόγους για τους οποίους εγκατέλειψαν την χώρα καταγωγής τους πως την 24/11/2019 ο σύζυγός της είχε απαχθεί από την αστυνομία κατά τη διάρκεια μίας διαδήλωσης όπου ήταν οδηγός λεωφορείου που νοικιάστηκαν για την μεταφορά του κόσμου. Η αστυνομία, ως αναφέρει η Αιτήτρια 2 συνέλαβε τους οδηγούς και τους μετέφερε στη φυλακή της Viana

 

Στο πλαίσιο της συνέντευξής του με αρμόδια λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, ο Αιτητής 1 ανέφερε ότι με τη σύζυγό του διαθέτουν τρία παιδιά, τα οποία διαμένουν στη χώρα καταγωγής του με την μητρική τους θεία. Δήλωσε επίσης ότι διαθέτει άλλα δύο παιδιά από τον πρώτο του γάμο. Γεννήθηκε στην πόλη Damba της επαρχίας Uige και το 2002 εγκαταστάθηκε στην πρωτεύουσα Luanda με σκοπό να εργαστεί,  διαμένοντας εκεί μέχρι να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του. Ως προς το μορφωτικό του επίπεδο, ο Αιτητής δήλωσε ότι έλαβε συνολικά 8 έτη εκπαίδευσης, ενώ ως προς την εργασιακή του πείρα, ισχυρίστηκε ότι ήταν οδηγός λεωφορείου στην εταιρεία Macon.

 

Σχετικά με τους λόγους για τους οποίους αναχώρησε από τη χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής 1 ανέφερε κατά την ελεύθερη αφήγησή του ότι στις 24/11/2019 η εταιρεία λεωφορείων στην οποία εργαζόταν ανέθεσε στον ίδιο και σε τέσσερις άλλους οδηγούς να μεταβούν σε διάφορες περιοχές της Luanda και να μεταφέρουν υποστηρικτές του κόμματος UNITA, το οποίο είναι κόμμα της αντιπολίτευσης, σε μια διαδήλωση που θα λάμβανε χώρα στην περιοχή με το όνομα “1st of May”. Ο Αιτητής προσέθεσε ότι η κυβέρνηση έστειλε στο σημείο της διαδήλωσης αστυνομικές και στρατιωτικές δυνάμεις προκειμένου να την καταστείλουν, φοβούμενοι εμφύλια σύρραξη, όμως όταν έφτασαν οι αστυνομικοί στο σημείο της διαδήλωσης άρχισαν να πυροβολούν, με αποτέλεσμα πολλοί διαδηλωτές να χάσουν τη ζωή τους. Ισχυρίστηκε πως ο ίδιος και οι άλλοι οδηγοί λεωφορείων συνελήφθησαν ως οι υπεύθυνοι συγκέντρωσης του κόσμου στην εν λόγω διαδήλωση και κατ’ επέκταση ως υποστηρικτές της διαδήλωσης. Ο Αιτητής 1 ισχυρίστηκε ότι τον έβαλαν σε αστυνομικό όχημα όπου καθ’ όλη τη διαδρομή, από το σημείο της σύλληψης μέχρι την μεταφορά του στις φυλακές Viana στη Luanda δέχτηκε σωματική βία. Προσέθεσε πως η σύζυγός του ανησύχησε και πως, αφού επικοινώνησε με τον υπεύθυνο στην εταιρεία που εργαζόταν ο Αιτητής, έμαθε για τη σύλληψή του. Το επόμενο πρωί, η σύζυγος του μετέβη στη φυλακή όπου δωροδόκησε τον αξιωματικό για να συναντηθεί με τον διοικητή, ο οποίος διαπίστωσε ότι ανήκε στην ίδια εθνοτική ομάδα με αυτήν και την πληροφόρησε πως ο σύζυγός της επρόκειτο να εκτελεστεί την επόμενη ημερά και ζήτησε χρήματα για να τον αφήσει ελεύθερο. Ως ισχυρίστηκε ο Αιτητής, η σύζυγός του συγκέντρωσε το ποσό των 600 δολαρίων με αποτέλεσμα να αφεθεί ελεύθερος, χωρίς ωστόσο να γνωρίζει τη δεδομένη στιγμή ότι η σύζυγός του είχε χρηματίσει τους υπεύθυνους στη φυλακή. Μετά την απελευθέρωση του ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι μετέβησαν με την σύζυγό του στην περιοχή Kashito της επαρχίας Bengo όπου διέμεναν κάποιοι φίλοι της πεθεράς του. Συνεχίζοντας την αφήγησή του ανέφερε ότι η σύζυγός του μετέβη πίσω στην οικία τους στην Luanda για να δει τα παιδιά τους. Ωστόσο, εκείνη τη χρονική περίοδο, επειδή θα γινόταν η μεταφορά των κρατουμένων σε εγκαταστάσεις υψηλής ασφαλείας, έγινε αντιληπτό ότι ο Αιτητής δε βρισκόταν πλέον υπό κράτηση. Συνεπεία αυτού, την επόμενη ημέρα δυνάμεις ασφαλείας εισέβαλαν στην οικία των Αιτητών, απείλησαν την Αιτήτρια και ξυλοκόπησαν τα παιδιά τους. Κατά την πιο πάνω επίθεση, ο Αιτητής δήλωσε ότι δύο άτομα βίασαν τη σύζυγό του. Στη συνεχεία, η σύζυγός του άφησε τα παιδιά στην αδερφή της, μετέβη ξανά στην περιοχή Kashito και έπειτα από λίγο διάστημα εγκατέλειψαν από κοινού την Αγκόλα. Ως προς τους άλλους οδηγούς που συνελήφθησαν μαζί του, ο Αιτητής δήλωσε ότι μεταφέρθηκαν σε ειδική μονάδα όπου εκτελέστηκαν.

 

Αναφορικά με τις συνέπειες που θα αντιμετωπίσει σε περίπτωση επιστροφής του στην Αγκόλα, ο Αιτητής 1 ισχυρίστηκε ότι κινδυνεύει η ζωή του, καθώς η κυβέρνηση της χώρας του δε διστάζει να σκοτώσει άτομα που της αντιτίθενται, προσθέτοντας πως είναι καταζητούμενο πρόσωπο, αλλά δεν έχει δημοσιευθεί επειδή η κυβέρνηση δρα μυστικά με σκοπό να αποτρέπει τις διαδηλώσεις.

 

Ως προς την πιθανότητα μετεγκατάστασής του σε άλλη περιοχή της Αγκόλας, ο Αιτητής απάντησε αρνητικά, λέγοντας πως η κυβέρνηση θα μπορούσε να τον εντοπίσει οπουδήποτε και πως θα μπορούσε να επιστρέψει εάν αλλάξει ο πρόεδρος της χώρας.

 

Σε διευκρινιστικές ερωτήσεις που τέθηκαν από την αρμόδια λειτουργό, ο Αιτητής ανέφερε πως η διαδήλωση πραγματοποιήθηκε στις 24/11/2019 στην περιοχή Boulevard of Katete, 1 Maio (Boulevard 1st of May) στη Luanda, ενώ εκτίμησε τους διαδηλωτές σε χιλιάδες. Προσέθεσε ότι μερικά άτομα έχασαν τη ζωή τους και μερικά άλλα τραυματίστηκαν. Ο Αιτητής ανέφερε ότι το κόμμα UNI[1] διοργάνωνε συχνά διαδηλώσεις και πως είναι κόμμα της αντιπολίτευσης. Ο ίδιος δήλωσε υποστηρικτής του κόμματος, αλλά διευκρίνισε πως δεν συμμετείχε σε οποιαδήποτε συνάντηση. Επιβεβαίωσε ότι συνελήφθη στις 24/11/2019 και πως αφέθηκε ελεύθερος στις 25/11/2019 με την βοήθεια της συζύγου του. Ως προς την απελευθέρωσή του ισχυρίστηκε ότι ο αστυνομικός τον άφησε δίπλα από ένα μπαρ όπου τον περίμενε η σύζυγός του. Από εκεί μετέβησαν στην περιοχή Kashito με λεωφορείο. Ο Αιτητής δήλωσε ότι διέμεινε στο Kashito για ένα μήνα και πως είδε για τελευταία φορά τα παιδιά του στις 24/11/2019. Ερωτηθείς εάν συνέλαβαν και μέλη του πολιτικού κόμματος που διοργάνωνε τη διαδήλωση, ο Αιτητής απάντησε θετικά. Περαιτέρω, αντιπαρατέθηκε στον Αιτητή η δήλωσή του περί του ότι έφυγε από την Αγκόλα τον Δεκέμβριο του 2020, με τον Αιτητή να αποκρίνεται ότι κάποτε ξεχνάει και πως έφυγε ένα μήνα μετά τη διαδήλωση. Ζητηθείς να προσδιορίσει το λόγο για τον οποίο δεν έφερε μαζί και τα τέκνα του, ο Αιτητής απάντησε πως δεν το έπραξε για οικονομικούς λόγους. Ως προς το τι συνέβη στους άλλους οδηγούς που συνελήφθησαν μαζί του, ο Αιτητής απάντησε ότι έμαθε πως έχασαν τη ζωή τους και ότι ο ίδιος το έμαθε από τις οικογένειές τους.

 

Η δε Αιτήτρια 2, στα πλαίσια της δικής της συνέντευξης, δήλωσε πως γεννήθηκε στην Cabinda και στην ηλικία των εννέα ετών μετακόμισε στην Luanda. Ως προς τα προσωπικά της στοιχεία δήλωσε έγγαμη και μητέρα τριών ανήλικων τέκνων, τα οποία βρίσκονται στην Αγκόλα υπό την επίβλεψη μίας γυναίκας την οποία αποκαλεί «αδερφή της», διευκρινίζοντας ωστόσο ότι δεν υπάρχει οποιαδήποτε συγγένεια μεταξύ τους. Ως προς την πατρική της οικογένεια, η Αιτήτρια ισχυρίστηκε πως οι γονείς της και η αδερφή της έχουν αποβιώσει. Δήλωσε ότι έχει λάβει εκπαίδευση συνολικά για 11 έτη, ενώ ως προς την επαγγελματική της εμπειρία ισχυρίστηκε πως εργαζόταν περιστασιακά. 

 

Αναφορικά με τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής της, η Αιτήτρια κατά την ελεύθερη αφήγησή της ανέφερε πως ανατέθηκε στον σύζυγό της, ο οποίος ήταν οδηγός λεωφορείων, να μεταφέρει ορισμένα άτομα σε μία διαδήλωση στη Luanda. Συνέχισε αναφέροντας πως κατά τη διάρκεια της διαδήλωσης η αστυνομία άρχισε να πυροβολεί και οι διαδηλωτές επιχείρησαν να μπουν μέσα στα λεωφορεία για να αποδράσουν. Η Αιτήτρια προσέθεσε πως, καθώς ο σύζυγός της δεν είχε επικοινωνήσει καθόλου μαζί της, ανησύχησε και εν τέλει έμαθε μέσω της εταιρείας που εργαζόταν ότι είχε συλληφθεί, ωστόσο δεν γνώριζαν που ακριβώς κρατείτο. Η Αιτήτρια ισχυρίστηκε πως ξεκίνησε να τον αναζητά σε αστυνομικούς σταθμούς ανεπιτυχώς και εν τέλει τον αναζήτησε στη φυλακή. Εκεί, βρήκε έναν διοικητή που καταγόταν από το ίδιο χωριό με αυτήν και ο οποίος της είπε ότι θα την βοηθήσει εάν συγκέντρωνε χρήματα για να δωροδοκήσει κάποιο τρίτο άτομο. Ακολούθως, όταν ο σύζυγός της αφέθηκε ελεύθερος μετέβησαν μαζί στην περιοχή Kashito, ενώ η ίδια επέστρεψε στη Luanda προκειμένου να δει τα παιδιά τους. Εκεί, ως ισχυρίστηκε, τέσσερα άτομα των ειδικών δυνάμεων εισέβαλαν στην οικία τους και άσκησαν σωματική βία στη ίδια και στα παιδιά της. Πρόσθεσε πως την απείλησαν με όπλο, την τραυμάτισαν με μαχαίρι και την βίασαν, πως έχασε τις αισθήσεις της και πως όταν ξύπνησε βρισκόταν στο νοσοκομείο. Ακολούθως, η Αιτήτρια δήλωσε ότι επέστρεψε με τα παιδιά της στην περιοχή όπου βρισκόταν και ο σύζυγός της και αργότερα εγκατέλειψαν μαζί τη χώρα. Ως προς τις συνέπειες που θα αντιμετωπίσει σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της, η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι ο σύζυγός της κατηγορήθηκε για πρόκληση εμφύλιου πολέμου στη χώρα, καθότι μετέφερε τους διαδηλωτές στο σημείο της διαδήλωσης με συνέπεια να διαταραχθεί η δημόσια ειρήνη. Ανέφερε πως καθότι η ίδια συνέβαλε στη φυγάδευση του συζύγου της από τις αρχές, θα σκοτώσουν και τους δύο.

 

Σε διευκρινιστικές ερωτήσεις που της τέθηκαν, η Αιτήτρια δήλωσε πως ο σύζυγός της συνελήφθη στις 24/11/2019 και αφέθηκε ελεύθερος στις 26/11/2019. Εξήγησε ότι στη φυλακή βρήκε τον διοικητή, ο οποίος προερχόταν από την ίδια φυλή με αυτήν και της είπε πως θα έπρεπε να πληρώσει προκειμένου ο σύζυγός της να αφεθεί ελεύθερος. Η Αιτήτρια δήλωσε πως συνάντησε τον σύζυγό της κοντά σε ένα κατάστημα με παραδοσιακά ποτά και πως ο σύζυγός της ήρθε με ένα όχημα με τρεις αστυνομικούς με πολιτικά ρούχα. Ως προς το περιστατικό κατά το οποίο δυνάμεις ασφαλείας εισέβαλαν στην οικία τους, η Αιτήτρια δήλωσε πως αυτό συνέβη το βράδυ της 27-28 Νοεμβρίου και πως στις 28 Νοεμβρίου διέφυγε από το νοσοκομείο, παρά το ότι ήταν σε άσχημη κατάσταση και μετέβη στο Kashito. Ανέφερε επιπλέον ότι πήρε μαζί και τα παιδιά της και πως τα παιδιά έμειναν στο Kashito μέχρι την αναχώρηση της ίδιας και του συζύγου της από την Αγκόλα.

 

Ερωτηθείσα εάν θα μπορούσε να εγκατασταθεί και να διαμείνει σε άλλη περιοχή της Αγκόλας με ασφάλεια, η Αιτήτρια απάντησε αρνητικά, ισχυριζόμενη ότι αυτό δεν είναι εφικτό, καθότι οι αρχές θα εντοπίσουν την ίδια και το σύζυγό της όπου και να βρίσκονται.

 

Κληθείσα να σχολιάσει τις αντιφάσεις που προέκυψαν ανάμεσα στις δηλώσεις της ίδιας και του συζύγου της, η Αιτήτρια απέδωσε τις ασυνέπειες αυτές στην ηλικία και στην απώλεια μνήμης του συζύγου της. Ισχυρίστηκε επιπρόσθετα ότι δεν του ανέφερε όλες τις λεπτομέρειες για την νύχτα που οι δυνάμεις ασφαλείας εισέβαλαν στην οικία τους.

 

Αξιολογώντας το αίτημα διεθνούς προστασίας των Αιτητών, η αρμόδια λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου στην εισηγητική της έκθεση διέκρινε δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς. Ο πρώτος ισχυρισμός, ο οποίος αφορά την ταυτότητα, τη χώρα καταγωγής και το προφίλ των Αιτητών, έγινε αποδεκτός. Ο δεύτερος ουσιώδης ισχυρισμός ωστόσο περί δίωξης των Αιτητών από τις αρχές της χώρας καταγωγής τους απορρίφθηκε ως μη αξιόπιστος.

 

Συγκεκριμένα, η αρμόδια λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου επεσήμανε ότι οι ισχυρισμοί των Αιτητών δεν διακρίνονταν από συνέπεια, λεπτομέρεια και ακρίβεια, ούτε οι Αιτητές ήταν σε θέση να παρέχουν σαφείς και ικανοποιητικές απαντήσεις σε ερωτήματα που τους τέθηκαν. Ειδικότερα, επισημάνθηκε χρονική αντίφαση ως προς το ακριβές χρονικό διάστημα που ο Αιτητής παρέμεινε υπό κράτηση, καθότι ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι αφέθηκε ελεύθερος στις 25/11/2019, ενώ η σύζυγός του δήλωσε στις 26/11/2019. Επιπρόσθετα, σημειώθηκε ως αντίφαση η δήλωση της Αιτήτριας περί του ότι τρεις αξιωματούχοι με πολιτικά ρούχα έφεραν τον σύζυγό της στο σημείο συνάντησης με αυτοκίνητο, ενώ ο Αιτητής δήλωσε ότι μεταφέρθηκε σε αστυνομικό τζιπ από αστυνομικούς, έχοντας χειροπέδες στα χέρια. Επιπλέον, η αρμόδια λειτουργός επεσήμανε διαφορετικές εκδοχές ως προς το πρόσωπο που δωροδόκησε η Αιτήτρια ούτως ώστε να αφεθεί ελεύθερος ο σύζυγός της. Ως προς το περιστατικό κατά το οποίο η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι άντρες των δυνάμεων ασφαλείας εισέβαλαν στην οικία της, κρίθηκε από την αρμόδια λειτουργό ότι ο Αιτητής έδωσε διαφορετικές πληροφορίες απ’ ότι η Αιτήτρια, επισημαίνοντας ότι η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι βιάστηκε από τέσσερις άντρες, ενώ ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι βιάστηκε από δύο, καθώς και ότι ο Αιτητής δεν έκανε οποιαδήποτε αναφορά σε νοσηλεία της συζύγου του σε νοσοκομείο.  Επιπρόσθετα, αναφορικά με τη διαδρομή από την Luanda ως το Kashito, όπου μετέβησαν η Αιτήτρια και ο σύζυγός της μετά τη διαφυγή του τελευταίου από τη φυλακή, η Αιτήτρια δήλωσε πως διήρκησε δύο ώρες, ενώ ο σύζυγός της για την ίδια διαδρομή δήλωσε πως διήρκεσε 45 λεπτά. Σημειώθηκε επίσης διαφοροποίηση ως προς το πότε ο Αιτητής είδε τα παιδιά του για τελευταία φορά, καθώς ο Αιτητής ισχυρίστηκε πως αυτό συνέβη στις 24/11/2019, ήτοι την ημέρα της διαδήλωσης και μετέπειτα σύλληψής του, ενώ η σύζυγός του δήλωσε πως, αφού επέστρεψε στη Luanda πήρε τα παιδιά της μαζί στο Kashito όπου και διέμειναν έως ότου η ίδια και ο σύζυγός της να εγκαταλείψουν τη χώρα τον Ιανουάριο του 2020. Κρίθηκαν επίσης ανεπαρκείς οι πληροφορίες που ανέφερε ο Αιτητής ως προς τη διαδήλωση, καθότι δεν γνώριζε τον ακριβή αριθμό ατόμων που έχασαν τη ζωή τους και που τραυματίστηκαν. Επίσης αξιολογήθηκε ως παράγοντας που αποδυναμώνει την αξιοπιστία των δηλώσεων των αιτητών, το γεγονός ότι όταν ο Αιτητής ρωτήθηκε γιατί συνέλαβαν τους οδηγούς των λεωφορείων και όχι πολιτικά πρόσωπα του κόμματος που διοργάνωσαν τη διαδήλωση, ο Αιτητής δήλωσε ότι συνέλαβαν και πολιτικά πρόσωπα και πως οι οδηγοί κατηγορήθηκαν ως υπεύθυνοι για τη συγκέντρωση των ατόμων, προσθέτοντας πως έμαθε στη συνέχεια ότι οι υπόλοιποι οδηγοί σκοτώθηκαν.

 

Η λειτουργός κατέγραψε περαιτέρω πως ο Αιτητής δήλωσε ότι σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα του θα συλληφθεί και θα τον σκοτώσουν, καθότι είναι καταζητούμενο πρόσωπο. Ωστόσο ανέφερε ότι οι αρχές δεν το έχουν δημοσιεύσει για να μην προκαλέσουν τη διαμαρτυρία του κόσμου. Η λειτουργός τόνισε επίσης ότι οι Αιτητές δεν παρείχαν επαρκείς πληροφορίες για το πως κατέστη εφικτό να αναχωρήσουν νόμιμα από τη χώρα, αφού όπως ισχυρίστηκε ο Αιτητής είναι καταζητούμενος. Τέλος, επισημάνθηκε ότι οι Αιτητές λόγω οικονομικής δυσχέρειας άφησαν τα παιδιά τους στην Αγκόλα.

 

Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού, η αρμόδια λειτουργός κατόπιν έρευνας, σημείωσε πως δεν ανευρέθηκαν πληροφορίες για διαδήλωση που έλαβε χώρα στις 24/11/2019 στη Luanda, επισημαίνοντας επιπλέον πως η Αιτήτρια δήλωσε ότι υπάρχουν σχετικές δημοσιεύσεις τις οποίες θα προσκόμιζε, χωρίς ωστόσο να προβεί στην ενέργεια αυτή.

 

Στη βάση της αξιολόγησης της εσωτερικής αλλά και της εξωτερικής αξιοπιστίας των δηλώσεων των Αιτητών, ο δεύτερος ισχυρισμός τους απορρίφθηκε ως μη αξιόπιστος.

 

Προχωρώντας στην αξιολόγηση κινδύνου στη βάση του μοναδικού ισχυρισμού που αφορά τα προσωπικά στοιχεία των Αιτητών, η αρμόδια λειτουργός έκρινε ότι δεν ενέκυψαν στοιχεία εκ των οποίων θα μπορούσε να πιθανολογηθεί ευλόγως ότι σε περίπτωση επιστροφής τους στη χώρα τους, οι Αιτητές θα κινδυνεύσουν να υποβληθούν σε οιαδήποτε πράξη δίωξης ή άλλως θα κινδυνέψουν με σοβαρή βλάβη.

 

Ακολούθως, κατά τη νομική ανάλυση, η αρμόδια λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου έκρινε ότι με βάση τις δηλώσεις των Αιτητών, το προσωπικό τους προφίλ και την αξιολόγηση κινδύνου που προηγήθηκε, δεν προκύπτει βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης τους σε περίπτωση επιστροφής τους στην πόλη Luanda, καθότι δεν πληρούνται οι πρόνοιες του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου. Κρίθηκε επίσης ότι δεν συντρέχουν λόγοι παραχώρησης στους Αιτητές καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας με βάση το άρθρο 19 του προαναφερθέντος Νόμου. Ενόψει όλων των ανωτέρω το αίτημά τους απορρίφθηκε. Παρατηρείται ωστόσο, ότι στα πλαίσια αξιολόγησης των προϋποθέσεων του άρθρου 19(2)(γ), οι Καθ’ ων η αίτηση σε ουδεμία έρευνα προχώρησαν ως προς την επικρατούσα κατάσταση ασφαλείας στην πόλη Luanda και ως εκ τούτου το συγκεκριμένο σκέλος της απόφασης κρίνεται ως αναιτιολόγητο. Το παρόν Δικαστήριο θα προχωρήσει στη συγκεκριμένη έρευνα, βάσει της παρεχόμενης σε αυτό δικαιοδοσίας, σε μεταγενέστερο στάδιο της παρούσας απόφασης.

 

Συνοψίζοντας, η λειτουργός κατέληξε ότι οι Αιτητές δεν πληρούν τις εκ του νόμου προϋποθέσεις ώστε να τους εκχωρηθεί το καθεστώς του πρόσφυγα ή καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.

 

Στη βάση των ανωτέρω, το αρμόδιο, εξουσιοδοτημένο από τον Υπουργό Εσωτερικών, πρόσωπο να εκτελεί καθήκοντα Προϊστάμενου, υιοθέτησε την Έκθεση/Εισήγηση και απέρριψε το αίτημα των Αιτητών.

 

Σημειώνεται επ’ αυτού ότι το άρθρο 18(5) του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6(Ι)/2000 προνοεί ότι «εναπόκειται στον εκάστοτε Αιτητή να τεκμηριώσει την αίτηση διεθνούς προστασίας», χωρίς να απαιτείται να προσκομίσει τυπικά αποδεικτικά στοιχεία.  Ο/H αιτητής/τρια έχει την ευθύνη να εκθέσει με την αίτησή του/της αλλά και μέσα από την ενώπιον της αρμόδιας αρχής συνέντευξη του/της ακόμα και ενώπιον του Δικαστηρίου, μέσω της ορθής δικονομική διαδικασίας, με στοιχειώδη σαφήνεια, τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά τα οποία του/της προκαλούν, κατά τρόπο αντικειμενικό, δικαιολογημένο φόβο δίωξης υφιστάμενο στη χώρα καταγωγής του/της. Ο/Η αιτητής/τρια οφείλει να επικαλεστεί με λεπτομέρεια, σαφήνεια και αληθοφάνεια συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το υποβληθέν αίτημά του/της για διεθνή προστασία, το δε αρμόδιο όργανο εξετάζοντας την αίτηση, οφείλει να λάβει υπόψη του κάθε σχετικό με την υπόθεση γεγονός.

 

Είναι πάγια νομολογημένο ότι δέουσα έρευνα κρίνεται από το Δικαστήριο ότι έγινε, όταν το αρμόδιο όργανο εξετάζει κάθε σχετικό με την υπόθεση γεγονός (βλ. Motorways Ltd v. Υπουργού Οικονομικών (1999) 3ΑΑΔ 447).  Ορθή και πλήρης έρευνα θεωρείται αυτή που εκτείνεται στη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων της υπόθεσης (βλ. Νικολαΐδη v. Μηνά (1994) 3ΑΑΔ 321, Ττουσούνα ν. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 151, Χωματένος ν. Δημοκρατίας κ.α. 2 Α.Α.Δ. 120).  Η έκταση της έρευνας εξαρτάται πάντοτε από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης (βλ. Δημοκρατία v. Ευαγγέλου κ.α. (2013) 3ΑΑΔ 414) και το αρμόδιο όργανο οφείλει να βρει τον κατάλληλο τρόπο για να εκπληρώσει την υποχρέωσή του για επαρκή έρευνα.

 

Από το ιστορικό των Αιτητών όπως αυτό φαίνεται πιο πάνω, στη βάση των δεδομένων του διοικητικού φακέλου, προκύπτει ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση προέβησαν σε δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα των ενώπιον τους ουσιωδών στοιχείων και δεδομένων, παρά την παράλειψη διεξαγωγής έρευνας στα πλαίσια της αξιολόγησης των προϋποθέσεων υπαγωγής των Αιτητών σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, γεγονός που καθιστά μόνο το συγκεκριμένο σκέλος της προσβαλλόμενης αναιτιολόγητο.

 

Στο πλαίσιο του περαιτέρω ελέγχου της ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, με βάση τα όσα προκύπτουν από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου και κυρίως τα πρακτικά των προφορικών συνεντεύξεων των Αιτητών 1 και 2 ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου και της εισηγητικής έκθεσης, κρίνω ορθή την κατάληξη της αξιολόγησης του αρμόδιου λειτουργού αρχικά ως προς τον ουσιώδη ισχυρισμό που αφορά τα στοιχεία των προφίλ των Αιτητών, τον τόπο καταγωγής και αυτόν της τελευταίας συνήθους διαμονής τους.

 

Σε σχέση δε με τα όσα ο Αιτητής υπέβαλε κατά την ενώπιόν μου ακρόαση, παρατηρώ ότι ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι τα τέκνα του διαμένουν στην Αγκόλα με τους γείτονές τους, αλλά αποφεύγουν την επικοινωνία με τους γονείς τους, επειδή αστυνομικοί με πολιτικά ρούχα κάνουν περιπολίες γύρω από το σπίτι για να λάβουν πληροφορίες. Ερωτηθείς πώς το γνωρίζει, ο Αιτητής δήλωσε ότι ως υπήκοος της Αγκόλας γνωρίζει πώς λειτουργούν τα πράγματα. Ο Αιτητής δήλωσε πως έχει απόδειξη ότι είναι καταζητούμενος, προσκομίζοντας ενώπιον του Δικαστηρίου ένα έγχρωμο αντίγραφο μιας φωτογραφίας που φέρεται να δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα  Jornal De Angola. Σε ερωτήματα αναφορικά με την διαδήλωση, ο Αιτητής ανέφερε πως ήταν μία διαδήλωση που διοργανώθηκε από την αντιπολίτευση στις 24/11/2019, ενώ ξεκαθάρισε πως ο ίδιος δεν είναι πολιτικά ενεργό πρόσωπο. Δήλωσε πως ο ίδιος ήταν οδηγός λεωφορείου και μετέφερε μαζί με άλλους οδηγούς λεωφορείων, διαδηλωτές προς το χώρο όπου θα λάμβανε χώρα η διαδήλωση, χωρίς να έχει οποιαδήποτε ανάμειξη με τη διαδήλωση. Σε διερευνητικά ερωτήματα του Δικαστηρίου, ο Αιτητής ανέφερε ότι όταν άφηναν τους διαδηλωτές, οι οδηγοί, ανάμεσά τους και ο ίδιος, περίμεναν στα λεωφορεία, με αποτέλεσμα η αστυνομία να τους κατεβάσει και να τους συλλάβει. Διευκρίνισε ότι ήταν γύρω στα 10 με 12 άτομα και μεταφέρθηκαν στη φυλακή Viana της Luanda. Σε σχετική ερώτηση, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι παρόλο που επεσήμαναν στους αστυνομικούς ότι ήταν απλοί οδηγοί, τους είπαν πως είχαν εντολές από υψηλά ιστάμενους να τους συλλάβουν. Στη φυλακή ανέφερε πως τον προσέγγισε ένας «καλός κύριος» ο οποίος τον συμβούλεψε να επικοινωνήσει με κάποιον για να τον βοηθήσει, καθότι η ποινή τους θα ήταν πολύ σοβαρή. Ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι του έδωσε το τηλέφωνο της συζύγου του και ο κύριος αυτός είπε στη σύζυγό του να συγκεντρώσει ένα χρηματικό ποσό για να τον φυγαδέψουν. Ανέφερε ότι η σύζυγός του πούλησε κάποια πράγματα και την επόμενη ημέρα ο αξιωματικός υπηρεσίας τον έβαλε σε ένα αυτοκίνητο και αστυνομικοί τον οδήγησαν στο σημείο συνάντησης με την σύζυγό του. Σε διευκρινιστική ερώτηση, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι η σύζυγός του πλήρωσε 500 δολάρια στο σημείο συνάντησης και από εκεί με ταξί μετέβησαν στην περιοχή Kashito, διότι ο αξιωματικός που τον βοήθησε τον συμβούλεψε να μην επιστρέψει στην οικία του. Εκεί έμειναν σε μία φίλη της πεθεράς του, μέχρι να διευθετήσουν τα έγγραφα για την αναχώρησή τους, ενώ τα παιδιά τους τα πήρε μία γειτόνισσα. Στο διάστημα αυτό, ο Αιτητής ανέφερε ότι η σύζυγός του επέστρεψε στην οικία τους στην Luanda για να φέρει τα παιδιά τους. Αναχώρησαν για Κωνσταντινούπολη, όπου οι συνθήκες διαβίωσης ήταν δύσκολες και ένα άτομο από το Καμερούν τους βοήθησε να μεταβούν στα κατεχόμενα εδάφη της Δημοκρατίας. Σε σχετική ερώτηση, ο Αιτητής δήλωσε ότι του έχουν προσάψει κατηγορίες και έχει δημοσιευτεί σε εφημερίδα ένταλμα αναζήτησής του.

 

Αναφορικά με τα προσκομισθέντα έγγραφα, ο Αιτητής σε διερευνητικά ερωτήματα του Δικαστηρίου, ανέφερε πως το έγγραφο - τεκμήριο 1 αφορά δημοσίευση αναζήτησής του από την αστυνομία και στο οποίο απεικονίζεται ο ίδιος ως το αναζητούμενο πρόσωπο. Ως προς το έγγραφο -τεκμήριο 2, ο Αιτητής δήλωσε πως πρόκειται για απόκομμα εφημερίδας, στο οποίο αναγράφεται το όνομά του ως καταζητούμενο από την αστυνομία πρόσωπο, διότι δραπέτευσε από τη φυλακή στις 26/11/2019. Ερωτηθείς πότε δημοσιεύτηκε η εφημερίδα, ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να απαντήσει. Κληθείς να εξηγήσει με ποιο τρόπο κατάφερε να αναχωρήσει από την Αγκόλα νόμιμα, χρησιμοποιώντας διαβατήριο με το όνομά του, το οποίο εκδόθηκε από τις αρχές της χώρας, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι έδωσε κάποιο χρηματικό ποσό στο αεροδρόμιο. Ως προς το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ της φυγάδευσής του από τη φυλακή και της αναχώρησής τους από τη χώρα, ο Αιτητής ανέφερε πως πέρασε ένας περίπου μήνας. Ερωτηθείς κατά πόσο ασκήθηκε βία εναντίον του κατά την κράτησή του, ο Αιτητής απάντησε αρνητικά, αναφέροντας ότι απλά ένα άτομο τον κτύπησε με το όπλο στον ώμο.

 

Σε διευκρινιστικές ερωτήσεις που τέθηκαν από το Δικαστήριο στην Αιτήτρια 2, αυτή δήλωσε ότι την ημέρα της διαδήλωσης ο σύζυγός της δεν την πήρε τηλέφωνο και δεν απαντούσε το τηλέφωνό του μέχρι το βράδυ. Την επόμενη ημέρα αποτάθηκε στα γραφεία της εταιρείας για την οποία εργαζόταν και πληροφορήθηκε το περιστατικό σύλληψής του. Τότε, ως ισχυρίστηκε, μετέβη στη φυλακή της Biana και δέχτηκε τηλεφώνημα από κάποιο άτομο που εργαζόταν εκεί και ο οποίος τη συμβούλεψε να βοηθήσει τον σύζυγό της διότι κινδυνεύει η ζωή του. Συνεχίζοντας την αφήγησή της ανέφερε ότι επέστρεψε σπίτι, και την επόμενη μέρα, έχοντας συγκεντρώσει ένα χρηματικό ποσό μετέβη στο σημείο που είχαν συμφωνήσει, και όπου αστυνομικό όχημα έφερε τον σύζυγό της. Εκεί ισχυρίστηκε ότι τους έδωσε τα χρήματα και ακολούθως μετέβησαν με τον σύζυγό της στην περιοχή Kashito. Στις 27/11/2019 ανέφερε ότι όταν επέστρεψε στην οικία τους όπου βρίσκονταν τα παιδιά τους, εισέβαλαν αστυνομικοί αναζητώντας τον σύζυγό της. Περιγράφοντας το εν λόγω περιστατικό, δήλωσε πως το μικρό παιδί τους το έβαλαν στην κατάψυξη, έδεσαν τα δύο μεγαλύτερα παιδιά της, ενώ βίασαν την ίδια τέσσερα άτομα μπροστά στα παιδιά της. Ακολούθως, δήλωσε ότι έχασε τις αισθήσεις της και ξύπνησε σε νοσοκομείο όπου την είχαν μεταφέρει οι γείτονές της. Διέκοψε την περίθαλψή της και πήγε με τα παιδιά της να συναντήσουν τον πατέρα τους στο σπίτι της φίλης της μητέρας της, αλλά ως δήλωσε, τα παιδιά δεν είχαν επικοινωνία με τον πατέρα τους για να μην τον ενοχλούν, καθότι έπρεπε ο σύζυγός της να κρύβεται. Σε διευκρινιστικές ερωτήσεις, η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι στην περιοχή Kashito υπάρχουν υπόγειες σπηλιές λόγω των πολέμων και ότι εκεί κρυβόταν και ο σύζυγός της. Ερωτηθείσα για ποιο λόγο δεν πήραν μαζί τα παιδιά τους κατά την αναχώρησή τους από τη χώρα, η Αιτήτρια απάντησε λόγω οικονομικής δυσχέρειας. Διευκρίνισε πως όταν απεβίωσε η φίλη της μητέρας της που τα φρόντιζε, ενημέρωσε η ίδια την γειτόνισσά της, η οποία πήγε και τα πήρε και τώρα βρίσκονται υπό την επίβλεψη της γειτόνισσας.

 

Η συνήγορος των Καθ’ ων η αίτηση κατά το στάδιο της ακρόασης ανέφερε ότι δεν υφίσταται λόγος για συμπληρωματική αγόρευση και ότι εκ πρώτης όψεως αμφισβητείται η γνησιότητα των εγγράφων που προσκόμισαν οι Αιτητές, επισημαίνοντας τη διαφορετική γραμματοσειρά, την απουσία ημερομηνίας και βασικών στοιχείων για την εφημερίδα, καθώς και τη θολή φωτογραφία. Τέλος αναφέρει πως τα έγγραφα αυτά έπρεπε να είχαν προσκομιστεί στην Υπηρεσία Ασύλου προς αξιολόγηση.

 

Σύμφωνα με το άρθρο 3 του Ν.6(Ι)/2000, «πρόσφυγας αναγνωρίζεται το πρόσωπο, που λόγω βάσιμου φόβου καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, είναι εκτός της χώρας της ιθαγένειας του και δεν είναι σε θέση ή λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο, να χρησιμοποιήσει την προστασία της χώρας αυτής».

 

Είναι καθόλα κατανοητό, ότι για να αναγνωριστεί πρόσωπο ως πρόσφυγας, θα πρέπει να αποδεικνύεται βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης, του οποίου τόσο το υποκειμενικό, όσο και το αντικειμενικό στοιχείο πρέπει να εκτιμηθούν από το αρμόδιο όργανο προτού καταλήξει σε απόφαση.

 

Προχωρώντας στην αξιολόγηση της εσωτερικής αξιοπιστίας του δεύτερου ουσιώδους ισχυρισμού που αφορά την φερόμενη δίωξη των Αιτητών από την κυβέρνηση της Αγκόλα επειδή ο Αιτητής φυγαδεύτηκε από τη φυλακή όπου κρατείτο λόγω αποδιδόμενων πολιτικών αντιλήψεων, παρατηρώ ότι στις δηλώσεις των Αιτητών εντοπίζονται αντιφάσεις και ασάφειας, ενώ στερούνται επαρκούς και περιγραφικής λεπτομέρειας. Συγκεκριμένα, οι Αιτητές υπέπεσαν σε αντιφάσεις ως προς την ημερομηνία που φέρεται να αποφυλακίστηκε ο Αιτητής, αλλά και τον τρόπο με τον οποίο συνέβη αυτό. Παράλληλα, οι Αιτητές υπέπεσαν και σε αντιφάσεις ως προς τον αριθμό των ατόμων που φέρονται να βίασαν την Αιτήτρια, ο δε Αιτητής παρέλειψε, σε αντίθεση με την Αιτήτρια, να αναφερθεί, ως θα αναμενόταν ευλόγως, στη νοσηλεία της συζύγου του στο νοσοκομείο. Σε αντίφαση υπέπεσαν οι Αιτητές και ως προς τη διάρκεια του ταξιδιού τους από την πόλη Luanda μέχρι την πόλη Kashito, ενώ αντιφατικές μεταξύ τους ήταν και οι δηλώσεις τους ως προς το πότε είδαν τα ανήλικα τέκνα τους για τελευταία φορά. Ενδεικτικά, ο μεν Αιτητής δήλωσε ότι είδε για τελευταία φορά τα τέκνα του πριν μεταβεί στη διαδήλωση που φέρεται να έλαβε χώρα στην πόλη Luada, η δε Αιτήτρια δήλωσε ότι οι Αιτητές ταξίδεψαν μαζί με τα τέκνα τους μέχρι την πόλη Kashtio, μέχρι οι Αιτητές να εγκαταλείψουν τη χώρα καταγωγής τους. Όσον αφορά τα όσα δήλωσαν ενώπιον του Δικαστηρίου κατά την κατ’ ουσία εξέταση της αίτησης τους, οι Αιτητές υπέπεσαν σε σωρεία αντιφάσεων, ενώ διαφοροποίησαν εκ βάθρων την αφήγησή τους αναφορικά με το περιστατικό, το οποίο τους ώθησε να εγκαταλείψουν τη χώρα καταγωγής τους. Ενώ κατά την ακρόαση, ο Αιτητής ανέφερε ότι έδωσε το τηλέφωνο της συζύγου του σε κάποιον «καλό κύριο» που συνάντησε στη φυλακή για να τον βοηθήσει, στη συνέντευξή του ισχυρίστηκε ότι δεν γνώριζε για την ανάμειξη της γυναίκας του στην απελευθέρωσή του. Οι Αιτητές ενώπιον του Δικαστηρίου παρουσίασαν μία διαφορετική εκδοχή αναφορικά με τον τρόπο που διευθετήθηκε η φυγάδευση του Αιτητή από τη φυλακή.  Επιπλέον, ενώ ο Αιτητής στη συνέντευξή του ισχυρίστηκε ότι μετά τη σύλληψή τους, οι αρχές τους κακοποίησαν περιγράφοντας ότι κάθονταν πάνω τους και τους κτυπούσαν, κατά την ακρόαση, ερωτηθείς κατά πόσο ασκήθηκε βία εναντίον του, απάντησε αρνητικά αναφέροντας μόνο ένα περιστατικό κατά το οποίο ένα άτομο τον κτύπησε με το όπλο στον ώμο. Επιπρόσθετα, στη συνέντευξή του ο Αιτητής ανέφερε ότι τη μέρα της διαδήλωσης ανατέθηκε σε πέντε οδηγούς, συμπεριλαμβανομένου και του ιδίου να μεταφέρουν τους διαδηλωτές, ενώ κατά τη ακρόαση ενώπιον Δικαστηρίου αναφέρθηκε σε 10-12 οδηγούς. Ασάφειες εντοπίζονται στις δηλώσεις του Αιτητή και ως προς την τύχη των υπόλοιπων οδηγών, αναφέροντας σε κάποιο σημείο ότι σκοτώθηκαν, ενώ σε άλλο ότι δεν γνωρίζει τι απέγιναν. Ο Αιτητής ανέφερε επιπλέον ότι αποφεύγουν την επικοινωνία με τα παιδιά τους επειδή αστυνομικοί με πολιτικά ρούχα κάνουν περιπολίες γύρω από την οικία τους στην Luanda, χωρίς ωστόσο να δώσει ευλογοφανή εξήγηση για το συμπέρασμα αυτό, αναφέροντας ότι επειδή ο ίδιος είναι υπήκοος της Αγκόλας, γνωρίζει με ποιο τρόπο λειτουργούν τα πράγματα στη χώρα του. Ασυνέπειες παρατηρήθηκαν και στις ημερομηνίες κατά τις οποίες ο Αιτητής κρατήθηκε και ακολούθως φυγαδεύτηκε. Συμπληρωματικά, επισημαίνεται ότι οι Αιτητές έδωσαν διαφορετικές χρονολογίες γέννησης και για τα τρία τους τέκνα (ο Αιτητής δήλωσε τις χρονολογίες 2011, 2015, 2017, ενώ η σύζυγός του 2008, 2012 και 2014). Αμφιβολίες εγείρονται επίσης για το πώς, ενώ ως ισχυρίζεται ο Αιτητής είναι καταζητούμενο πρόσωπο, προσκομίζοντας και σχετικά έγγραφα, κατάφερε να εκδώσει διαβατήριο με το όνομά του και να αναχωρήσει νόμιμα από τη χώρα του. Σε σχετική ερώτηση, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι έδωσε χρήματα στο αεροδρόμιο, χωρίς ωστόσο να δώσει περαιτέρω λεπτομέρειες για την ενέργεια του αυτή. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο κρίνει τον υπό εξέταση ισχυρισμό ως εσωτερικά μη αξιόπιστο.

 

Προχωρώντας στην αξιολόγηση της εξωτερικής αξιοπιστίας του υπό εξέταση ισχυρισμού, το Δικαστήριο προέβη σε έρευνα σε έγκυρες πηγές πληροφόρησης. Διαπιστώθηκε πως το UNITA (National Union for the total Independence of Angola) είναι πολιτικό κόμμα της Αγκόλας που ιδρύθηκε αρχικά για να απελευθερώσει το έθνος από την αποικιακή κυριαρχία της Πορτογαλίας. Το UNITA σημείωσε τις καλύτερες επιδόσεις του μέχρι σήμερα στις εκλογές του 2022, κερδίζοντας σχεδόν το 44% των ψήφων, ωστόσο επικράτησε το MPLA με περίπου 51%. Αν και το UNITA άσκησε έφεση κατά των αποτελεσμάτων, οι αμφισβητήσεις του κόμματος απορρίφθηκαν τόσο από την εκλογική επιτροπή, όσο και από το Συνταγματικό Δικαστήριο και η νίκη του MPLA επικυρώθηκε.[2]

 

Ως προς το δικαίωμα του συνέρχεσθαι, η έκθεση του 2020 Παρατηρητηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Human Rights Watch) η οποία αναφέρεται στα γεγονότα που έλαβαν χώρα στην Αγκόλα το 2019, ήτοι όταν κατ’ ισχυρισμόν σημειώθηκαν τα γεγονότα που οδήγησαν τους Αιτητές στο να εγκαταλείψουν την Αγκόλα, αναφέρει ότι παρά την κάποια πρόοδο στον σεβασμό των δικαιωμάτων της ελευθερίας της έκφρασης και της ειρηνικής συνάθροισης, η αστυνομία της Αγκόλας εκφόβιζε και συλλάμβανε αυθαίρετα ακτιβιστές επειδή σχεδίαζαν διαδηλώσεις.[3] Έκθεση του Υπουργείου Εσωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών που αναφέρεται επίσης στα γεγονότα του 2019 αναφέρει ότι ανάμεσα στα σημαντικότερα ζητήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων που αφορούν τη χώρα βρίσκονται και οι παράνομες ή αυθαίρετες δολοφονίες, συμπεριλαμβανομένων εξωδικαστικών δολοφονιών από κυβερνητικές δυνάμεις ασφαλείας, η αυθαίρετη κράτηση από τις δυνάμεις ασφαλείας καθώς και οι πολιτικοί κρατούμενοι.[4] Πρόσφατη έκθεση της Διεθνούς Αμνηστίας κάνει λόγο πως η Αγκόλα αντιμετωπίζει μια άνευ προηγουμένου καταστολή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένων παράνομων δολοφονιών και αυθαίρετων συλλήψεων. Ο Deprose Muchena, διευθυντής της Διεθνούς Αμνηστίας για την Ανατολική και Νότια Αφρική δήλωσε πως η Αγκόλα χαρακτηρίζεται από αύξηση των βάναυσων καταστολών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων τα τελευταία χρόνια, συμπεριλαμβανομένης και της καταστολής κάθε μορφής διαφωνίας.[5]

 

Παρόλο που κάποιες περιγραφές του Αιτητή σχετικά με τις πρακτικές που χρησιμοποιούν οι αρχές για να καταστείλουν τις συναθροίσεις/διαδηλώσεις, καθώς και η μεταχείριση που δέχονται οι ακτιβιστές στις διαδηλώσεις επιβεβαιώνονται από τις πηγές πληροφόρησης, λαμβάνοντας υπόψη ότι δεν στοιχειοθετήθηκε η εσωτερική αξιοπιστία του εν λόγω ισχυρισμού, αυτός δεν γίνεται αποδεκτός. Αξίζει επίσης να σημειωθεί πως στις ανωτέρω πηγές, στις οποίες γίνεται αναφορά σε συγκεκριμένες ημερομηνίες διαδηλώσεων όπου υπήρξε καταστολή εκ μέρους των αρχών, ουδεμία αναφορά γίνεται σε διαδήλωση του κόμματος UNITA τον Νοέμβριο του 2019, γεγονός το οποίο θέτει υπό περαιτέρω αμφισβήτηση τα όσα περιέγραψαν οι Αιτητές. Ούτε σε ευρύτερη έρευνα στην οποία προέβη το Δικαστήριο ανευρέθηκε η διαδήλωση στην οποία αναφέρθηκαν οι Αιτητές. Ανευρέθηκε αναφορά για διαδήλωση τον Νοέμβριο του 2020 κατά την οποία επενέβη με βίαιες πρακτικές η αστυνομία.[6] Όπως ορθά επισημάνθηκε και από την αρμόδια λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, ενώ η Αιτήτρια στη συνέντευξή της ανέφερε ότι δημοσιεύθηκαν άρθρα και βίντεο για τη διαδήλωση αυτή και ότι θα προσκομίσει σχετικά έγγραφα, δεν προέβη στην ενέργεια αυτή, ούτε κατά τη δικαστική διαδικασία.  

 

Ως προς τα έγγραφα που προσκόμισαν οι Αιτητές κατά την ακρόαση που έλαβε χώρα στις 08/03/2024, επισημαίνεται ότι το Δικαστήριο δεν έχει αρμοδιότητα καταρχήν να αποφανθεί επί της γνησιότητας ενός εγγράφου, τόσο διότι κατά πάγια νομολογημένη αρχή ο δικαστής δεν υποχρεούται να αποφασίζει επί τεχνικών θεμάτων, όπως εν προκειμένω η γνησιότητα ενός εγγράφου, αλλά ούτε έχει τη δυνατότητα προς τούτο αφού δεν έχει την απαιτούμενη τεχνογνωσία για να προβεί σε ένα τέτοιο εγχείρημα (βλ. και Λάμπρου Λάμπρος v. Κυπριακής Δημοκρατίας και Άλλου,(2009) 3 Α.Α.Δ. 79). Εξάλλου, δεδομένης της απαγόρευσης συνεργασίας με τις αρχές της χώρας καταγωγής, ακόμα κι αν υπάρχουν δημόσια έγγραφα που στηρίζουν τους ισχυρισμούς, αυτά θα είναι κατά κανόνα αμετάφραστα και ανεπικύρωτα. Αξιολογήσεις περί γνησιότητας ή πλαστότητας είναι συνεπώς δυσχερείς. Σε κάθε περίπτωση σε διευκρινιστικές ερωτήσεις που τέθηκαν σχετικά με τα προσκομισθέντα έγγραφα, ο Αιτητής έδωσε συγκεχυμένες και μη ευλογοφανείς απαντήσεις, αναφέροντας πως το εξασφάλισε από φίλους που ήταν μαζί (αναφερόμενος πιθανώς στους υπόλοιπους συλληφθέντες οδηγούς), ενώ κληθείς να εξηγήσει, αναφέρθηκε σε ένα φίλο του που είδε τη φωτογραφία και του ανέφερε ότι είναι πολύ σοβαρό. Αντίφαση παρατηρείται και σε σχέση με τις δηλώσεις του στη συνέντευξη της Υπηρεσίας Ασύλου. Στη συνέντευξη ο Αιτητής, ενώ ανέφερε ότι είναι αναζητούμενο πρόσωπο, δήλωσε πως δεν έχει ανακοινωθεί δημόσια, επειδή η κυβέρνηση της χώρας του δρα μυστικά με σκοπό να αποτρέπει τις διαμαρτυρίες, προσθέτοντας ότι ο ίδιος έχει πληροφορίες από άτομα των μυστικών υπηρεσιών για την αναζήτησή του. Κατά την ακροαματική διαδικασία, ο Αιτητής διαφοροποίησε συθέμελα τον εν λόγω ισχυρισμό, αναφέροντας πως τα έγγραφα αυτά τα είχε πριν τη διεξαγωγή της συνέντευξής του στην Υπηρεσία Ασύλου και τα είχε δώσει σε άτομο της «Ευρωπαϊκής ένωσης», γεγονός το οποίο δεν προκύπτει από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου. Αμφιβολίες ως προς τη γνησιότητα των εγγράφων προκύπτουν και από τη μορφή και το περιεχόμενό τους. Συγκεκριμένα, στο τεκμήριο 1 υπάρχει μία θολή φωτογραφία με τον τίτλο «Ελλείπον πρόσωπο» (“Desaparecido”) και το όνομα του Αιτητή στο κάτω μέρος, τηλέφωνα επικοινωνίας και το έμβλημα της αστυνομίας, ενώ στο τεκμήριο 2, το οποίο αφορά απόκομμα εφημερίδας στο οποίο, ως ο Αιτητής ισχυρίστηκε, η αστυνομία δημοσίευσε την αναζήτησή του, απεικονίζεται η ανακοίνωση με διαφορετική φωτογραφία. Στα προσκομισθέντα έγγραφα δεν τεκμηριώνεται πρώτον ότι στις φωτογραφίες απεικονίζεται ο Αιτητής και δεύτερον ότι πρόκειται για καταζητούμενο πρόσωπο, αλλά για αγνοούμενο πρόσωπο (“desaparecido”). Σημειώνεται ότι τα έγγραφα αξιολογούνται υπό το φως των ισχυρισμών των Αιτητών και σε καμία περίπτωση δεν μπορούν μεμονωμένα να τεκμηριώσουν τα όσα οι Αιτητές αφηγούνται.

 

Στη βάση λοιπόν της ανωτέρω αξιολόγησης και λαμβάνοντας υπόψη τα όσα προέβαλαν οι Αιτητές καθ’ όλη τη διαδικασία εξέτασης της αίτησής τους για διεθνή προστασία, κρίνεται ότι δεν ήταν σε θέση να τεκμηριώσουν τους ισχυρισμούς περί σύλληψης και κράτησης του Αιτητή λόγω αποδιδόμενων πολιτικών πεποιθήσεων και επακόλουθης φυγάδευσής του, καθότι προέβαλαν διαφοροποιημένους και αντιφατικούς ισχυρισμούς, χωρίς να είναι σε θέση να δώσουν ευλογοφανείς και ικανοποιητικές εξηγήσεις για τις ασυνέπειες που προέκυψαν, ενώ παρατηρήθηκαν πολλές ασάφειες ως προς τον ισχυρισμό τους ότι ο Αιτητής είναι καταζητούμενο από τις αρχές πρόσωπο. Οι αντιφατικοί και διαφοροποιημένοι ισχυρισμοί των Αιτητών που προβάλλονται με έλλειψη ευλογοφάνειας και συνέπειας, σε συνδυασμό με τις αμφιβολίες που προκύπτουν από τα έγγραφα που προσκόμισαν, απορρίπτονται ως αναξιόπιστοι και ως εκ τούτου και ο δεύτερος ουσιώδης ισχυρισμός τους δεν γίνεται αποδεκτός από το Δικαστήριο.

 

Συνεπώς, από το ιστορικό των Αιτητών όπως αυτό φαίνεται πιο πάνω, έχοντας κατά νου τα δεδομένα που προκύπτουν από το διοικητικό φάκελο και από την ανωτέρω αξιολόγηση των ισχυρισμών τους, προκύπτει ότι δε στοιχειοθέτησαν κανένα απολύτως ισχυρισμό που να εμπίπτει στις προϋποθέσεις αναγνώρισης προσώπου ως πρόσφυγα αφού ελλείψει οιασδήποτε παρελθούσας δίωξης αλλά και μελλοντικού κινδύνου, το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν μπορεί να συναχθεί ότι σε περίπτωση επιστροφής των Αιτητών στη χώρα τους, θα αναμενόταν ευλόγως να αντιμετωπίσουν πραγματική, υφιστάμενη και τρέχουσα απειλή από οιοδήποτε φορέα, κρατικό ή μη. Ως εκ τούτου ο φόβος τους κρίνεται αβάσιμος και μη δικαιολογημένος.

 

Ο «Πρακτικός Οδηγός της ΕΑΣΟ: Αξιολόγηση των Αποδεικτικών Στοιχείων» (Μάρτιος 2015) καθορίζει πως στη βάση της συλλογής πληροφοριών θα πρέπει να προσδιορίζονται τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά, τα οποία στη συνέχεια θα πρέπει να συνδέονται με τις απαιτήσεις του ορισμού του πρόσφυγα και αν δεν υπάρχει κατάληξη ότι μπορεί να δοθεί προσφυγικό καθεστώς, τότε το αρμόδιο όργανο θα πρέπει να εκτιμήσει εάν τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά συνδέονται με τις απαιτήσεις του ορισμού του προσώπου που δικαιούται συμπληρωματική προστασία.

 

Αποτελεί κρίση μου ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 19 του Ν.6(Ι)/2000 έτσι ώστε να εκχωρηθεί στους Αιτητές καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, αφού δεν προέκυψε βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος να αντιμετωπίσουν κίνδυνο σοβαρής βλάβης σε περίπτωση επιστροφής τους στη Luanda, τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής τους.

 

Για τη διαπίστωση αυτού του πραγματικού κινδύνου θα πρέπει να υπάρχουν, όπως ρητά προνοεί το άρθρο 19(1), του Ν.6(Ι)/2000 «ουσιώδεις λόγοι». Περαιτέρω, σοβαρή βλάβη ή σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη κατά το εδάφιο (2) του άρθρου 19, του Ν.6(Ι)/2000 σημαίνει κίνδυνο αντιμετώπισης θανατικής ποινής, βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας ή να υπάρχει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης (βλ. Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015, ECLI:CY:AD:2015:D619).

 

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, τόσο κατά τη διοικητική, όσο και κατά την παρούσα διαδικασία δεν προέκυψαν στοιχεία που να συνηγορούν στο ότι σε περίπτωση επιστροφής τους, οι Αιτητές θα αντιμετωπίσουν κίνδυνο θανατικής ποινής, βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας σύμφωνα με τις πρόνοιες των άρθρων 19 (2) (α) και (β) του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Σε σχέση δε με το άρθρο 19(2)(γ) του ανωτέρω Νόμου, ως προς τους παράγοντες που δύνανται να ληφθούν υπόψιν ως προς την αξιολόγηση του συστατικού στοιχείου της αδιάκριτης βίας, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: το ΔΕΕ) επεσήμανε σε πρόσφατη απόφασή του ότι συνιστούν «[.]μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 (πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C‑285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών» (ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας 10/06/2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland, σκέψη 43).

 

Περαιτέρω, ως προς τον προσδιορισμό του επιπέδου της ασκούμενης αδιάκριτης βίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: το ΕΔΔΑ) στην απόφασή του Sufi and Elmi (ΕΔΔΑ, απόφαση επί των προσφυγών 8319/07 και 11449/07, ημερομηνίας 28.11.2011) αξιολόγησε, διευκρινίζοντας ότι δεν κατονομάζονται εξαντλητικά, τη χρήση μεθόδων και τακτικών πολέμου εκ μέρους των εμπόλεμων πλευρών, οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο αμάχων θυμάτων ή ευθέως στοχοποιούν αμάχους, εάν η χρήση αυτών είναι διαδεδομένη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, και, τελικά, τον αριθμό των αμάχων που έχουν θανατωθεί, τραυματιστεί και εκτοπιστεί ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης.

 

Επιπλέον, όπως διευκρίνισε το ΔΕΕ, «ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές, οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή, θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας» (Βλ. Απόφαση στην υπόθεση C-465/07, Meki Elgafaji, Noor Elgafaji κ. Staatssecretaris van Justitie, ημερ.17.2.2009). Ιδίως ως προς την εφαρμογή της αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας, το ΔΕΕ στην ως άνω απόφαση διευκρίνισε ότι «όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας».

 

Εν προκειμένω, ως προς τον κίνδυνο που ενδέχεται να αντιμετωπίσουν οι Αιτητές λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, το Δικαστήριο προχώρησε σε επικαιροποιημένη έρευνα και ανέτρεξε σε πρόσφατες και έγκυρες πληροφορίες από εξωτερικές πηγές αναφορικά με την τρέχουσα κατάσταση ασφαλείας στην Luanda, τόπο τελευταίας διαμονής των Αιτητών, έτσι ώστε να καταλήξει σε ένα ασφαλές και αιτιολογημένο συμπέρασμα, δεδομένης και της παράλειψης των Καθ’ ων η αίτηση να προχωρήσουν στην εν λόγω έρευνα.

 

Σε σχέση λοιπόν με την κατάσταση ασφαλείας στην πρωτεύουσα την Angola, αξιόπιστες εξωτερικές πηγές αναφέρουν ότι η βία και μικροέγκλημα έχει αυξηθεί στην Αγκόλα τα τελευταία χρόνια, ιδιαίτερα στη Luanda, με ανησυχητική αύξηση των απαγωγών που στοχεύουν ομογενείς, ιδιαίτερα Κινέζους υπηκόους. Οι μεγάλης κλίμακας αναταραχές παραμένουν σχετικά σπάνιες, αν και η αυξανόμενη απογοήτευση για τις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες και τον περιοριστικό δημοκρατικό χώρο έχει πυροδοτήσει διαλείπουσες διαδηλώσεις που καταπνίγηκαν γρήγορα από τις δυνάμεις ασφαλείας. Μετά το τέλος του μακροχρόνιου εμφυλίου πολέμου το 2002, υπάρχει περιορισμένος κίνδυνος σύγκρουσης στην Αγκόλα. Ωστόσο, οι απειλές που απορρέουν από τους αυτονομιστές αντάρτες στον θύλακα της Καμπίντα και η συνεχιζόμενη διαμάχη για τη θαλάσσια οριοθέτηση με τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κόγκο συνεχίζουν να παρουσιάζουν αυξημένο κίνδυνο σε ορισμένες περιοχές. Ενώ οι αυτονομιστές στον θύλακα Καμπίντα έχουν καταφύγει σε τρομοκρατικές επιθέσεις στο παρελθόν, αυτά τα περιστατικά παρέμειναν περιορισμένα στη βόρεια επαρχία[7]. Από άλλες  πηγές διασταυρώνεται άλλωστε ότι οι περιφέρειες της Angola επί των οποίων καταγράφεται τεταμένη κατάσταση ασφαλείας είναι οι περιφέρειες Cabinda και Lunda Norte, χωρίς ωστόσο να γίνεται ουδεμία αναφορά στην πόλη Luanda[8].

 

Το δε ασφαλές της πόλης Luanada επιβεβαιώνεται και από στοιχεία της βάσης δεδομένων ACLED (The Armed Conflict Location & Εvent Data Project), τα οποία αναφέρουν ότι κατά το διάστημα 09/09/2023 μέχρι και 06/09/2024, στην πόλη Luanda, τόπο συνήθους και τελευταίας διαμονής των Αιτητών, καταγράφηκαν συνολικά 21 περιστατικά ασφαλείας, εκ των οποίων προέκυψαν 10 ανθρώπινες απώλειες. Ειδικότερα, 11 εξ αυτών καταγράφηκαν ως περιστατικά χρήσης βίας εναντίον των πολιτών (με 7 θύματα) και 9 ως εξεγέρσεις/ταραχές (με 3 θύματα) και ένα περιστατικό καταγράφηκε ως διαμαρτυρία (0 θύματα)[9]. Καθώς ο εκτιμώμενος πληθυσμός για το 2024 ανέρχεται για την πόλη Luanda στους 9,651,032 κατοίκους[10], τα εν λόγω στοιχεία καταδεικνύουν ότι στην εν λόγω περιοχή δεν επικρατούν συνθήκες ένοπλης σύρραξης, επιφέρουσες αδιακρίτως ασκούμενη βία κατά των αμάχων, που θα μπορούσαν να θέσουν υπό απειλή την ζωή ενός πολίτη σε κίνδυνο αποκλειστικά λόγω της παρουσίας τους εκεί, υπό την έννοια του Άρθρου 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ.

 

Ενόψει των ανωτέρω, κρίνω, υπό τις περιστάσεις, ότι οι Αιτητές δεν κατάφεραν να τεκμηριώσουν σε κανένα στάδιο της διαδικασίας τη βασιμότητα του αιτήματός τους για αναγνώριση της ιδιότητας του πρόσφυγα, δυνάμει του περί Προσφύγων Νόμου και της Σύμβασης της Γενεύης, ούτε για την παραχώρηση της συμπληρωματικής προστασίας που προβλέπεται στο άρθρο 19 του Νόμου. Η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε στο πλαίσιο άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του αρμόδιου διοικητικού οργάνου, το οποίο συνεκτίμησε όλα τα πραγματικά στοιχεία και εξέδωσε τελική αιτιολογημένη απόφαση. Δεν έχει καταδειχθεί οτιδήποτε το μεμπτό, ούτως ώστε να δικαιολογείται επέμβαση του παρόντος Δικαστηρίου. Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αποτέλεσμα δέουσας έρευνας, η δε παράλειψη των Καθ’ ων η αίτηση να διερευνήσουν την κατάσταση ασφαλείας στην πόλη Luanda, εκ του αποτελέσματος και της έρευνας την οποία διεξήγαγε το Δικαστήριο, κρίνεται ότι δεν έβλαψε ουσιωδώς τα δικαιώματα των Αιτητών καθώς η κατάσταση ασφαλείας στην εν λόγω περιοχή καταγράφηκε ως σταθερή.

 

Με βάση όλα τα πιο πάνω, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Επιδικάζονται έξοδα ύψους €500 υπέρ των Καθ’ ων η αίτηση και εναντίον των Αιτητών. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.

 

Α. AΓΡΟΤΗ, Δ. ΔΔΔΠ



[1] Στη συνέντευξη το εν λόγω κόμμα καταγράφεται ως “UNTA”. Εντούτοις, κατόπιν έρευνας, διαπιστώθηκε ότι η ονομασία του είναι UNITA.

https://www.britannica.com/topic/UNITA

 

[2] Brittanica, UNITA political organization, Angola

https://www.britannica.com/topic/UNITA, (ημ. πρόσβασης 16/09/2024).

[3] Human Rights Watch, World Report 2020, Angola: Events of 2019

https://www.hrw.org/world-report/2020/country-chapters/angola, (ημ. πρόσβασης 16/09/2024).

[4] USDOS, 2019 Country Reports on Human Rights Practices: Angola

https://www.state.gov/reports/2019-country-reports-on-human-rights-practices/angola/

[5] Amnesty International, ‘Angola: Unlawful killings, arbitrary arrests and hunger set election tone’, 16 August 2022,

https://www.amnesty.org/en/latest/news/2022/08/angola-unlawful-killings-arbitrary-arrests-and-hunger-set-election-tone/, (ημ. πρόσβασης 16/09/2024).

[6] Human Rights Watch, ‘Angola: Police Fire on Peaceful Protesters’, 12 November 2020

https://www.hrw.org/news/2020/11/12/angola-police-fire-peaceful-protesters, (ημ. πρόσβασης 16/09/2024).

 

 

[7] Crisis24, Angola Country Report, April 2022, https://crisis24.garda.com/insights-intelligence/intelligence/country-reports/angola, (ημ. πρόσβασης 16/09/2024).

[8] Government of Canada, Angola travel advice, https://travel.gc.ca/destinations/angola, (ημ. πρόσβασης 16/09/2024).

[9]ACLED, The Armed Conflict Location & Event Data Project, διαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο: https://acleddata.com/explorer/ (βλ. Πλατφόρμα ACLED Explorer, με χρήση των ακόλουθων στοιχείων ανάλυσης: ΧΡΟΝΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ: past year of ACLED DATA, ΤΥΠΟΣ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ: Battles, Explosions/Remote violence, Violence against civilians, Protests και Riots, και ΠΕΡΙΟΧΗ: Africa – Angola – Luanda), (ημ. πρόσβασης 16/09/2024).


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο