C. A. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 7221/21, 6/9/2024
print
Τίτλος:
C. A. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 7221/21, 6/9/2024

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

Υπόθεση Αρ.: 7221/21

 

06 Σεπτεμβρίου, 2024

 

[ Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

 

C. A.

από Καμερούν

Αιτήτρια

 

-και-

 

 

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

 

Καθ' ων η αίτηση

........

 

Α. Πλιάκα (κα), Δικηγόρος για την Αιτήτρια

 

Π. Δημητρίου (κα), Δικηγόρος για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Με την υπό εξέταση προσφυγή, η Αιτήτρια αιτείται δήλωση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση των Καθ’ ων η Αίτηση, η οποία γνωστοποιήθηκε στην Αιτήτρια στις 29/09/2021 και με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή της για παροχή διεθνούς προστασίας δυνάμει του Άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 με την αιτιολογία ότι δεν πληροί τις απαιτούμενες από το Νόμο προϋποθέσεις, είναι άκυρη, αντισυνταγματική, παράνομη και στερείται κάθε νόμιμου αποτελέσματος.

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Όπως προκύπτει από την Ένσταση που καταχωρήθηκε από την ευπαίδευτη συνήγορο που εκπροσωπεί τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης έχουν ως κατωτέρω:

Η Αιτήτρια είναι υπήκοος Καμερούν και συμπλήρωσε αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας στις 21/05/2019. Στις 04/08/2021, πραγματοποιήθηκε συνέντευξη από λειτουργό του Οργανισμού Ασύλου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUAA πρώην EASO στο εξής αρμόδιος λειτουργός). Στις 26/08/2021, ο αρμόδιος λειτουργός EUAA ετοίμασε Έκθεση-Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με την συνέντευξη της Αιτήτριας. Στη συνέχεια, ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε την εισήγηση για απόρριψη της αίτησης ασύλου της Αιτήτριας στις 04/09/2021. Στις 28/09/2021, η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική επιστολή μαζί με την αιτιολόγηση της απόφασής της σχετικά με το αίτημα της Αιτήτριας, η οποία παραλήφθηκε και υπογράφτηκε ιδιοχείρως από την ίδια στις 29/09/2021. Η τελευταία αυτή απόφαση, αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής, η οποία καταχωρήθηκε μέσω της συνηγόρου της Αιτήτριας στις 26/10/2021.

 

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

 

Η συνήγορος της Αιτήτριας, στην προσφυγή την οποία κατέθεσε παραθέτει πλείονες λόγους ακύρωσης, αρκετοί από τους οποίους δεν συνοδεύονται από σαφή αιτιολογία ή παραπομπή σε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά ή στοιχεία του διοικητικού φακέλου. Στο πλαίσιο της γραπτής της αγόρευσης, η Αιτήτρια δια μέσω της συνηγόρου της προέβαλε επίσης πλείονες νομικούς ισχυρισμούς τους οποίους ωστόσο απέσυρε κατά το στάδιο των Διευκρινίσεων ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, περιορίζοντάς τους στον ισχυρισμό ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι προϊόν μη δέουσας έρευνας και ως εκ τούτου ελήφθη υπό πλάνη περί τον νόμο και τα πράγματα. Στο πλαίσιο αυτό, σχολίασε τα ευρήματα του αρμόδιου λειτουργού που συνέταξε την εισηγητική έκθεση επί των σημείων της συνέντευξης στα οποία η Αιτήτρια κρίθηκε αναξιόπιστη. Περαιτέρω, επιχειρηματολογεί ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση δεν εξέτασαν επαρκώς την αίτησή της, ήτοι εκτιμώντας τα γεγονότα και την αξιοπιστία της σε συνάρτηση με τις αρχές και τα κριτήρια για τον καθορισμό του καθεστώτος του πρόσφυγα, κάνοντας αναφορά στον περί Προσφύγων Νόμο και το Εγχειρίδιο για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων της Ύπατης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες.

Η ευπαίδευτη συνήγορος των Καθ' ων η Αίτηση υποστήριξε τη νομιμότητα της απόφασης του αρμόδιου οργάνου και ισχυρίστηκε ότι οι λόγοι ακύρωσης της Αιτήτριας προβάλλονται γενικά και αόριστα κατά παράβαση του Κανονισμού 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανώτατου Δικαστηρίου του 1962 και ως εκ τούτου δε θα πρέπει να ληφθούν υπόψιν από το Δικαστήριο. Συμπληρώνει ότι όλοι οι λόγοι ακύρωσης οι οποίοι δεν αναπτύσσονται επαρκώς και δεν συγκεκριμενοποιούνται στη γραπτή της αγόρευση θεωρούνται νομολογιακά εγκαταλειφθέντες.  Επιπρόσθετα, ισχυρίζεται ότι  η Αιτήτρια δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή αντιλήψεων, όπως προβλέπεται από το άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου. Οι Καθ' ων τονίζουν μέσω της συνηγόρου τους πως στη βάση των όσων ισχυρίστηκε η Αιτήτρια οι ισχυρισμοί της δεν στοιχειοθετούν λόγο υπαγωγής της στο προστατευτικό καθεστώς του πρόσφυγα, καθότι δεν εμπεριέχονται στους λόγους που προβλέπονται από τη Σύμβαση της Γενεύης του 1951 αλλά ούτε και μπορούσε να της παρασχεθεί καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας όπως προβλέπεται στο άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου. Επομένως, σωστά και εύλογα οι Καθ' ων η αίτηση, ασκώντας την εξουσία που τους παρέχεται από το Νόμο και βάσει του ενώπιον τους υλικού, κατέληξαν στο πιο πάνω συμπέρασμα. Τέλος, η συνήγορος των Καθ’ ων υπεραμύνθηκε της νομιμότητας της επίδικης πράξης ισχυριζόμενη ότι είναι προϊόν δέουσας έρευνας, είναι πλήρως αιτιολογημένη και το αρμόδιο όργανο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί τα πράγματα.

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

 

Καταρχάς και σύμφωνα με πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, οι λόγοι προσφυγής που δεν αναπτύσσονται στο πλαίσιο της αγόρευσης του εκάστοτε αιτητή θεωρούνται εγκαταλειφθέντες. Το ίδιο ισχύει και με τους λόγους σε σχέση με τους οποίους δεν προβάλλεται οποιαδήποτε επιχειρηματολογία προς υποστήριξή τους (βλ. συναφώς Υπόθεση Αρ. 692/89, Level Tachexcavs Ltd v. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λευκωσίας, ημερ. 17.12.1990, (1990) 3 ΑΑΔ 4407, Α.Ε. Αρ. 2421, Kokos Athanasiou Motors Ltd v. Δημοκρατίας, ημερ. 24.1.2020 (2000) 3 ΑΑΔ 21, Υπόθεση Αρ. 1073/2004, Γεωργίας Αντωνίου κ.α. ν. Δημοκρατίας, μέσω Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, ημερ. 6.2.2007).

Υπό το φως της πιο πάνω νομολογίας, όλοι οι λόγοι προσφυγής που αναφέρονται ως τίτλοι στο πλαίσιο του δικογράφου της προσφυγής και δεν προωθούνται με τη γραπτή αγόρευση της Αιτήτριας θεωρούνται εγκαταλειφθέντες. Εν προκειμένω, η Αιτήτρια στο πλαίσιο της γραπτής της αγόρευσης, προωθεί συγκεκριμένα ως λόγο ακύρωσης ότι η απόφαση των Καθ’ ων λήφθηκε χωρίς να διενεργηθεί η δέουσα έρευνα. Δια ταύτα κρίνω, ότι τα εγειρόμενα νομικά σημεία περί έλλειψης δέουσας έρευνας, μεταξύ των οποίων και η ελλιπής έρευνα σε συνάρτηση με τους ειδικούς ισχυρισμούς που εγείρει η Αιτήτρια και τα γεγονότα που προβάλλει αναφορικά με την υποστήριξη των νομικών αυτών σημείων, αποτελούν επαρκή εξειδίκευση των υπό αναφορά νομικών σημείων που αυτή προωθεί (Βλ. συναφώς Μαρία Ευθυμίου ν. Ε.Δ.Υ., (1997) 3 ΑΑΔ 281, 14.7.1997). Αποτελεί βεβαίως διακριτό γεγονός το κατά πόσον οι ισχυρισμοί που εγείρονται και τα γεγονότα που προβάλλονται αναφορικά με τον πυρήνα του αιτήματός της για άσυλο, επαρκούν για την αναγνώριση καθεστώτος διεθνούς προστασίας και κατά πόσον αυτοί τεκμηριώνονται.

Ως προς τους πιο πάνω λόγους προσφυγής, είναι κρίσιμο και απαραίτητο να καταστεί αντιληπτό ότι η δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου διαδραματίζει καταλυτικό ρόλο στο λυσιτελές της προβολής τέτοιων ισχυρισμών. Ειδικότερα, το παρόν Δικαστήριο ως δικαστήριο ουσίας δικάζει την υπόθεση που άγεται ενώπιόν του εξ υπαρχής, κατά το νόμο και κατά την ουσία, δεν περιορίζεται μόνο στην εξέταση της διαδικασίας και των στοιχείων κρίσης της διοικητικής αρχής που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, αλλά προχωρεί παραπέρα και εξετάζει την ουσιαστική ορθότητα της επίδικης πράξεως (στο πλαίσιο πάντα που καθορίζουν οι ισχυρισμοί του εκάστοτε αιτητή).

Ως εκ τούτου, θα προχωρήσω στην εξέταση του ισχυρισμού που προβάλλει η συνήγορος της Αιτήτριας περί έλλειψης δέουσας έρευνας σε συνάρτηση με τον ισχυρισμό περί πλάνης περί τον νόμο και τα πράγματα, λαμβανομένης υπόψιν και της εξουσίας του παρόντος Δικαστηρίου, όπου και σύμφωνα με τον περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο του 2018, Ν.73(Ι)/2018, έχει την εξουσία να εξετάσει την παρούσα υπόθεση επί της ουσίας. Το γεγονός αυτό, οφείλεται στο ότι η παρούσα υπόθεση αφορά αίτηση που χρονικά πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 11 (2) και (3) του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018, Ν.73(Ι)/2018, οι οποίες δίδουν στο Δικαστήριο την υποχρέωση ελέγχου της νομιμότητας και ορθότητας της πράξης.

Έχει πλειστάκις νομολογηθεί ότι η έκταση της έρευνας, ο τρόπος και η διαδικασία που ακολουθείται ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης. Περαιτέρω η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το θέμα που εξετάζεται. Το κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και τη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων τα οποία παρέχουν ασφαλή συμπέρασμα (βλ. Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.α., Α.Ε. 1518/1.11.96, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου, Α.Ε. 1575/14.7.97 , Α.Ε.2371,Motorways Ltd v Δημοκρατίας ημερ. 25/6/99).

Το Δικαστήριο στο πλαίσιο ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντος οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωση (βλ. απόφαση αρ. 128/2008 JAMAL KAROU V Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 1 Φεβρουαρίου, 2010).

Σύμφωνα με τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, ο οποίος κατατέθηκε ως Τεκμήριο 1 κατά το στάδιο των Διευκρινίσεων, η Αιτήτρια κατά την συμπλήρωση της αίτησης διεθνούς προστασίας της κατέγραψε ότι οι Ambazonians έκαψαν το σπίτι της, σκότωσαν τους γονείς της και βίασαν την ίδια, την απείλησαν δε να την σκοτώσουν (ερυθρό 1 του διοικητικού φακέλου, στο εξής αναφερόμενος ως «ΔΦ»).  

Κατά τη διάρκεια της συνέντευξής της, η Αιτήτρια δήλωσε ως προς τα προσωπικά της στοιχεία ότι γεννήθηκε στην Kumba όπου και παρέμεινε με τους γονείς της μέχρι τη δεύτερη τάξη του σχολείου της και το 2011 μετακόμισε στην Bamenda, συγκεκριμένα στο χωριό Batibo, όπου διέμενε με τη μητέρα της και συγγενείς της. Ο πατέρας της Αιτήτριας ήταν στρατιωτικός και δεν διέμεναν μαζί (ερυθρό 39 ΔΦ). Πριν εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής της, η Αιτήτρια διέμεινε στην Douala με την θεία της για διάστημα δύο μηνών. Αναφορικά με το εκπαιδευτικό και επαγγελματικό της υπόβαθρο, η Αιτήτρια δήλωσε ότι κατέχει πανεπιστημιακό δίπλωμα στα Τραπεζικά και Οικονομικά, το οποίο απέκτησε το 2018, ενώ κατόπιν αυτού, εργαζόταν αυτοτελώς για διάστημα έξι μηνών κάνοντας μεταφορές χρημάτων διαδικτυακά. Δήλωσε επίσης ότι μιλά αγγλικά. Εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της στις 27/03/2019, διαμένοντας στις μη ελεγχόμενες από την κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές για διάστημα δύο μηνών, όπου ισχυρίστηκε ότι διέμενε με γυναίκα η οποία της πρότεινε να συνευρίσκεται με άνδρες ώστε να συμβάλλει στα έξοδα της διαμονής της, το οποίο η Αιτήτρια αρνήθηκε και εγκατέλειψε την οικία.

Ως προς τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής της, κατά την ελεύθερη αφήγησή της η Αιτήτρια υποστήριξε πως περί τον Νοέμβριο του 2017, οι γονείς της απήχθησαν για τρεις μέρες καθώς ο πατέρας της θεωρούνταν κατάσκοπος λόγω του ότι ήταν στρατιωτικός. Περί τον ένα χρόνο αργότερα, στις 08/09/2018, πέντε άγνωστοι άνδρες των Ambazonians εισέβαλαν στην οικία τους τη νύχτα αναζητώντας το όπλο του πατέρα της Αιτήτριας και σκότωσαν τους γονείς της ενώ βίασαν την ίδια. Η Αιτήτρια αιμορραγούσε και μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο ενώ όταν πήρε εξιτήριο, η θεία της την φυγάδευσε στη Bamenda και στη συνέχεια στην Douala. Ως ισχυρίστηκε η Αιτήτρια, μετά το περιστατικό οι στρατιωτικοί αναζητούσαν το όπλο του πατέρα της, το οποίο ωστόσο είχαν πάρει οι Ambazonians. Παρότι η Αιτήτρια τους δήλωσε ότι η ίδια ήταν στο νοσοκομείο, την κατηγόρησαν ότι εκείνη τους έδωσε το όπλο και ότι συνεργάστηκε με τους Ambazonians, καθώς και ότι τους χρηματοδοτεί λόγω και της εργασίας της στην μεταφορά χρημάτων. Κατόπιν αυτού, η θεία της Αιτήτριας την φυγάδευσε στην Douala και προετοίμασε την αναχώρησή της από τη χώρα διευθετώντας το ταξίδι της στην Κύπρο (ερυθρό 35 ΔΦ).

Ο αρμόδιος λειτουργός έθεσε πλήθος διευκρινιστικών ερωτήσεων στην Αιτήτρια επί των ανωτέρω. Συγκεκριμένα, ερωτηθείσα για το περιστατικό της απαγωγής των γονέων της, η Αιτήτρια δήλωσε ότι οι Ambazonians που τους απήγαγαν ήθελαν το όπλο του πατέρα της και χρήματα, ωστόσο η ίδια δε γνώριζε αν τελικά τους έδωσαν κάτι εκ των δύο ώστε να τους απελευθερώσουν. Την ημέρα της απαγωγής τους, η Αιτήτρια άκουσε στις ειδήσεις πως οι Ambazonians είχαν απαγάγει μια ομάδα ατόμων και, καθώς οι γονείς της δεν είχαν επιστρέψει στην οικία τους, το κατήγγειλε στην αστυνομία θεωρώντας ότι θα μπορούσαν να βρίσκονται ανάμεσα σε αυτά τα άτομα (ερυθρό 34 ΔΦ). Κληθείσα να περιγράψει το δεύτερο περιστατικό της δολοφονίας των γονέων της, η Αιτήτρια υποστήριξε ότι ο πατέρας της αρνήθηκε να παραδώσει το όπλο του με αποτέλεσμα να το ψάχνουν στην οικία περί τις δύο ώρες. Όταν τελικά το βρήκαν, σκότωσαν τους γονείς της και ένας εκ των ατόμων αυτών έδωσε εντολή να σκοτώσουν και την ίδια, ενώ στη συνέχεια αποχώρησαν. Ωστόσο, δύο εξ αυτών επέστρεψαν και την βίασαν (ερυθρό 33- 1Χ ΔΦ). Ερωτηθείσα για ποιο λόγο σκότωσαν και την μητέρα της, η Αιτήτρια υποστήριξε πως τη θεωρούσαν κατάσκοπο και ότι έδινε πληροφορίες για αυτούς στον πατέρα της. Σε περαιτέρω διευκρινιστικές ερωτήσεις του αρμόδιου λειτουργού, η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι μετά το περιστατικό παρέμεινε στην οικία της περί την μία εβδομάδα κατά την οποία την επισκέφθηκαν τρεις φορές άτομα του στρατού αναζητώντας το όπλο του πατέρα της και κατηγορώντας την ότι υποστηρίζει τους Ambazonians και τους στέλνει χρήματα. Ερωτηθείσα αν οι Ambazonians προσπάθησαν να επικοινωνήσουν μαζί της κατόπιν αυτού, η Αιτήτρια δήλωσε ότι της τηλεφώνησαν ενόσω βρισκόταν στην Douala καθώς και ότι ανήρτησαν φυλλάδια με την φωτογραφία της στην Bamenda αναζητώντας την (ερυθρό 30- 3Χ ΔΦ). Ερωτηθείσα περαιτέρω για ποιο λόγο δεν παρέμεινε στην Douala εφόσον δε συνέβη οτιδήποτε άλλο, η Αιτήτρια αποκρίθηκε πως ήταν καταζητούμενη, δεν επιθυμούσε να παραμείνει στην Douala, ούτε μπορούσε να επιστρέψει στην πόλη της (ερυθρό 30- 3Χ ΔΦ).

Αναφορικά με τις πιθανές συνέπειες σε περίπτωση επιστροφής της, η Αιτήτρια υποστήριξε ότι θα πεθάνει καθώς είναι καταζητούμενη, καθώς επίσης έχει διαγνωσθεί με HIV μετά την άφιξή της στην Δημοκρατία και λαμβάνει φαρμακευτική αγωγή, την οποία δε θα έχει στη διάθεσή της στη χώρα καταγωγής της (ερυθρό 30- 1Χ ΔΦ).

Στη βάση των ανωτέρω, ο αρμόδιος λειτουργός εντόπισε και σχημάτισε συνολικά έξι (6) ουσιώδεις ισχυρισμούς ως εξής:

(1)  Ταυτότητα, προφίλ και χώρα καταγωγής της Αιτήτριας.

(2)  Η Αιτήτρια ισχυρίσθηκε ότι οι γονείς της απήχθησαν το 2017.

(3)  Η Αιτήτρια ισχυρίσθηκε ότι οι γονείς της δολοφονήθηκαν το 2018 από τα ίδια άτομα που τους είχαν απαγάγει, λόγω του ότι ήθελαν να πάρουν το όπλο του πατέρα της, ενώ θεωρούσαν τη μητέρα της κατάσκοπο.

(4)  Η Αιτήτρια ισχυρίσθηκε ότι βιάσθηκε από τα άτομα που απήγαγαν και σκότωσαν τους γονείς της.

(5)  Η Αιτήτρια ισχυρίσθηκε ότι την αναζητούν τα άτομα που σκότωσαν τους γονείς της και βίασαν την ίδια.

(6)  Η Αιτήτρια ισχυρίσθηκε ότι οι αρχές της χώρας της την κατηγορούν ότι έδωσε η ίδια το όπλο σε αυτούς που επιτέθηκαν στους γονείς της και την θεωρούν προδότρια.

 

Αποδεκτός έγινε μόνον ο πρώτος ουσιώδης ισχυρισμός και οι υπόλοιποι απορρίφθηκαν λόγω μη στοιχειοθέτησης της εσωτερικής τους αξιοπιστίας. Ειδικότερα, αναφορικά με τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό και την απαγωγή των γονέων της το 2017, ο αρμόδιος λειτουργός σημειώνει πως ούτε η Αιτήτρια ούτε οι γονείς της γνώριζαν ποιοι ήταν αυτοί που τους απήγαγαν, ούτε για ποιο λόγο το έπραξαν αυτό, ενώ εκ των υστέρων η Αιτήτρια άκουσε ότι τους απήγαγαν ώστε να πάρουν το όπλο του πατέρα της. Δε γνώριζε επίσης αν τους συνέβη οτιδήποτε ενόσω είχαν απαχθεί, ούτε αν έδωσαν οποιοδήποτε αντάλλαγμα ώστε να αφεθούν ελεύθεροι. Η Αιτήτρια επίσης, παρότι κατήγγειλε την εξαφάνισή τους στην αστυνομία, δεν είχε ενημέρωση ως προς την καταγγελία της, ενώ όταν επέστρεψαν οι γονείς της στην οικία, παρότι ήταν χτυπημένοι, δεν έχρηζαν ιατρικής φροντίδας. Ο αρμόδιος λειτουργός σημειώνει ότι οι ανωτέρω δηλώσεις στερούνται επαρκών λεπτομερειών δεδομένου ότι η Αιτήτρια διέμενε στην ίδια οικία με τους γονείς της. Περαιτέρω, όταν της δόθηκε η ευκαιρία να επεξηγήσει για ποιο λόγο δε γνωρίζει τα στοιχεία επί των οποίων ερωτήθηκε σε σχέση με το εν λόγω περιστατικό, υποστήριξε ότι ως παιδί, οι γονείς της τής είπαν απλά ότι ήταν πλέον καλά όταν επέστρεψαν και δεν της έδωσαν λεπτομέρειες. Ωστόσο, ο λειτουργός επισημαίνει ότι κατά τον κρίσιμο χρόνο η Αιτήτρια ήταν 22 ετών, συνεπώς κρίνεται ως μη ευλογοφανές το ότι δεν ήταν ενήμερη για οτιδήποτε σχετικό. Εξίσου αόριστος και μη επαρκής κρίθηκε και ο ισχυρισμός της Αιτήτριας ότι μετά την απαγωγή, ο πατέρας της δε θεώρησε απαραίτητο να λάβει μέτρα προστασίας λόγω του ότι ήταν στρατιωτικός. Εξετάζοντας την εξωτερική αξιοπιστία του εν λόγω ισχυρισμού, ο λειτουργός σημειώνει πως δεν ανευρέθηκαν πληροφορίες από τη χώρα καταγωγής σε σχέση με το εν λόγω περιστατικό, ενώ τα περιστατικά απαγωγών που ανευρέθηκαν χρονολογούνται το 2018. Επιπλέον, αναφορικά με την απαγωγή ατόμων από το “Presbyterian school”, η οποία ως δήλωσε η Αιτήτρια έλαβε χώρα την ίδια μέρα που απήχθησαν οι γονείς της, ο λειτουργός παραπέμπει σε πηγές που αναφέρουν ότι το εν λόγω περιστατικό έγινε τον Μάιο του 2018 και αφορούσε απαγωγή μαθητών (ερυθρά 81-80 ΔΦ).

Σε σχέση με τον τρίτο ουσιώδη ισχυρισμό και τη δολοφονία των γονέων της Αιτήτριας, ο αρμόδιος λειτουργός επισημαίνει αρχικά ότι καθώς δεν στοιχειοθετήθηκε ο δεύτερος ισχυρισμός περί της απαγωγής, η δολοφονία των γονέων της δεν μπορεί να συσχετισθεί με την απαγωγή και να εξεταστεί ως συνδεόμενο περιστατικό. Πέραν τούτου, καταλήγει ότι η περιγραφή του περιστατικού από την Αιτήτρια δεν ήταν συνεκτική και ολοκληρωμένη, ούτε ενείχε βιωματικά στοιχεία, κάτι που θα αναμένετο από άτομο το οποίο ήταν παρόν. Αναφορικά με την εξωτερική αξιοπιστία του εν λόγω ισχυρισμού, η Αιτήτρια προσκόμισε αντίγραφο φωτογραφίας του ένστολου πατέρα της με αναγραφόμενα στο πίσω μέρος τα προσωπικά του στοιχεία, ως δήλωσε (ερυθρά 48 και 46 ΔΦ). Εντούτοις, ο λειτουργός καταλήγει πως, δεδομένου ότι η Αιτήτρια δεν προσκόμισε οποιοδήποτε δικό της ταυτοποιητικό έγγραφο, δεν μπορεί να εξακριβωθεί ότι πρόκειται πράγματι για τον πατέρα της (ερυθρό 79 ΔΦ).

Αναφορικά με τον τέταρτο ουσιώδη ισχυρισμό και τον βιασμό της Αιτήτριας από τα άτομα που απήγαγαν και σκότωσαν τους γονείς της, ο λειτουργός σημειώνει και πάλι πως λόγω της απόρριψης των δύο προηγούμενων ισχυρισμών, ο παρών δε μπορεί να εξετασθεί ως συνδεόμενος με εκείνους. Σε κάθε περίπτωση, επισημαίνει ότι η Αιτήτρια δεν έδωσε επαρκείς λεπτομέρειες για τα άτομα που εισέβαλαν στην οικία της, αναφέροντας μόνον ότι είπαν «ήρθαμε για εσένα» (we came for you”) και δε γνωρίζει οτιδήποτε άλλο γιατί έχασε τις αισθήσεις της. Επισημαίνει επίσης ότι ως δήλωσε η Αιτήτρια, δεν κατέχει οποιοδήποτε πιστοποιητικό από τη νοσηλεία της που ακολούθησε καθώς εξετάσθηκε για τον ιό HIV και βρέθηκε αρνητική. Εντούτοις, όταν εξετάσθηκε μετά την άφιξή της στη Δημοκρατία, βρέθηκε θετική και θεωρεί ότι αυτό συνέβη εξαιτίας του βιασμού της. Ο λειτουργός καταλήγει ότι η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να στοιχειοθετήσει επαρκώς τον εν λόγω ισχυρισμό και να επεξηγήσει κατά τρόπο σαφή ποιοι ήταν οι δράστες και για ποιο λόγο της επιτέθηκαν. Επιπλέον, δεν κρίθηκε ευλογοφανής ο ισχυρισμός της πως παρότι κατήγγειλε το περιστατικό στην αστυνομία και ενώ ήταν και η ίδια θύμα και μάλιστα κόρη στρατιωτικού ως ισχυρίζεται, αντί να την βοηθήσουν την κατηγόρησαν ως προδότρια και συνεργό των θυτών της (ερυθρό 78 ΔΦ).

Σε σχέση με τον πέμπτο ισχυρισμό της Αιτήτριας αναφορικά με το ότι τα άτομα που σκότωσαν τους γονείς της και την βίασαν, την αναζητούν, ο αρμόδιος λειτουργός επισημαίνει πως εξετάζει μεμονωμένα το αν στοιχειοθετείται ότι οι Ambazonians αναζητούν την Αιτήτρια, δεδομένης της απόρριψης των προηγούμενων ισχυρισμών. Επί τούτου, σημειώνει ότι η Αιτήτρια προέβη σε αόριστες και ατεκμηρίωτες δηλώσεις ότι την κάλεσαν τρεις φορές στο τηλέφωνο ρωτώντας την πού βρίσκεται, χωρίς να προσδιορίζει ποια ήταν αυτά τα πρόσωπα και με ποιον τρόπο βρήκαν το τηλέφωνό της. Εξίσου αόριστα δήλωσε ότι αφότου διέφυγε στην Douala, άτομα από την γειτονιά της είπαν στη θεία της ότι την αναζητούν χωρίς να προσδιορίσει περαιτέρω, καθώς και ότι της έστειλαν φωτογραφία της Αιτήτριας όπου αναγράφεται ότι καταζητείται από τους Ambazonians. Εξετάζοντας την εξωτερική αξιοπιστία του εν λόγω ισχυρισμού, σε συνάρτηση με την φωτογραφία αυτή, την οποία προσκόμισε η Αιτήτρια ενώπιον των Καθ’ ων η Αίτηση, ο αρμόδιος λειτουργός καταλήγει ότι δεν μπορεί να γίνει οποιαδήποτε διασύνδεσή της με τα τηλεφωνήματα και τις απειλές που ισχυρίζεται ότι δέχθηκε η Αιτήτρια, ούτε επαρκεί ώστε να στοιχειοθετείται ότι την καταζητούν οι Ambazonians.

Ως προς τον έκτο και τελευταίο ουσιώδη ισχυρισμό αναφορικά με το ότι οι αρχές της χώρας την θεωρούν προδότρια και συνεργό των Ambazonians καθώς θεωρούν ότι τους έδωσε το όπλο του πατέρα της, ο λειτουργός σημειώνει πως ο ισχυρισμός που αφορά το όπλο του πατέρα της και τη σχετική επίθεση έχει απορριφθεί. Αναφορικά με το ότι οι συνάδελφοι του πατέρα της στο στρατό την κατηγόρησαν ως συνεργό των Ambazonians, δεν ήταν σε θέση να παρουσιάσει τον ισχυρισμό διεξοδικά και κατά τρόπο συνεκτικό. Περαιτέρω, κληθείσα να διευκρινίσει για ποιο λόγο να της προσάψουν αυτές τις κατηγορίες, η Αιτήτρια απάντησε αόριστα ότι ήταν εξαιτίας της εργασίας της στην μεταφορά χρημάτων και εξαιτίας του ότι όταν οι αρχές πιστέψουν κάτι για κάποιον, είναι δύσκολο να αλλάξουν γνώμη. Τα ανωτέρω κρίθηκαν μη ευλογοφανή από τον αρμόδιο λειτουργό, ιδιαίτερα λαμβάνοντας υπόψιν τη φύση των ζητημάτων καθώς και ότι η Αιτήτρια ήταν ενήλικο άτομο το οποίο ευλόγως αναμένεται να ήταν σε θέση να αντιληφθεί τις διαδικασίες και την συνδιαλλαγή της με τις αρχές της χώρας (ερυθρό 77 ΔΦ). 

Κατά την αξιολόγηση κινδύνου στη βάση του μόνου αποδεκτού ισχυρισμού της Αιτήτριας, ήτοι το προφίλ και χώρα καταγωγής της, ο αρμόδιος λειτουργός σημειώνει ότι ανήκει στην πλειοψηφία της κύριας θρησκείας στην Kumba και την Bamenda όπου διέμενε και δεν υφίσταται οποιαδήποτε εθνοτική ή φυλετική διαμάχη στην οποία να εμπλέκεται η φυλή της Batibo, ως εκ τούτου η ίδια δε διατρέχει κίνδυνο εξαιτίας των χαρακτηριστικών της (ερυθρό 75 ΔΦ). Αναφορικά με το γεγονός ότι η Αιτήτρια έχει διαγνωσθεί θετική στον ιό HIV, ο λειτουργός παραπέμπει σε πληροφορίες από τη χώρα καταγωγής σύμφωνα με τις οποίες οι γυναίκες που είναι θετικές στον HIV υφίστανται πολλές διακρίσεις στο Καμερούν. Επ’ αυτού ωστόσο σημειώνει πως, εφόσον η Αιτήτρια διαγνώσθηκε μετά την άφιξή της στην Δημοκρατία, δεν τίθεται θέμα ορατότητάς της στην κοινωνία. Σε σχέση με την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, παραπέμπει σε πηγές πληροφόρησης από τις οποίες δεν προκύπτουν στοιχεία ότι η Αιτήτρια θα στερηθεί πρόσβασης σε ιατρικά κέντρα και φαρμακευτική αγωγή σε περίπτωση επιστροφής της, καθώς αυτό απαντάται σε όσους διαμένουν σε αγροτικές περιοχές και όχι σε αστικά κέντρα ως η Αιτήτρια (ερυθρό 75 ΔΦ).

Προχωρώντας να εξετάσει την κατάσταση ασφαλείας στις αγγλόφωνες περιοχές του Καμερούν, ο λειτουργός παραπέμπει σε εξωτερικές πηγές που αναφέρουν την έκρυθμη κατάσταση και τα αυξημένα επίπεδα βίας εκεί, καταλήγοντας ότι υπάρχει εύλογη πιθανότητα η Αιτήτρια να υποστεί μεταχείριση που ισοδυναμεί με δίωξη ή σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής της στο Καμερούν, λόγω αδιάκριτης βίας.

Κατόπιν, κατά τη νομική ανάλυση, κρίθηκε ότι με βάση τις δηλώσεις της Αιτήτριας, το ατομικό της προφίλ και την αξιολόγηση κινδύνου, δεν στοιχειοθετήθηκε φόβος δίωξης για λόγους φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, πολιτικών πεποιθήσεων, ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένης κοινωνικής ομάδας και ως εκ τούτου απορρίφθηκε η υπαγωγή της στο προσφυγικό καθεστώς κατά το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου.

Ως προς το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, απορρίφθηκε το ενδεχόμενο όπως η Αιτήτρια τύχει μεταχείρισης που να εμπίπτει στο πεδίο του Άρθρου 19 (α) του περί Προσφύγων Νόμου, αναφορικά με την επιβολή της θανατικής ποινής, ή (β), σε σχέση με την πιθανότητα να υποβληθεί σε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση, ή (γ) να υποστεί βλάβη εξαιτίας αδιάκριτης βίας σε κατάσταση εσωτερικής ή διεθνούς ένοπλης σύρραξης. Ειδικότερα σε σχέση με το τελευταίο σημείο (γ) του άρθρου 15, ο λειτουργός παραπέμπει σε πληροφορίες από τη χώρα καταγωγής, οι οποίες μολονότι καταγράφουν τη γενικότερη κατάσταση ως τεταμένη, ωστόσο στις αγγλόφωνες περιοχές δε μπορεί να χαρακτηρισθεί ως κατάσταση αδιάκριτης άσκησης βίας σε εσωτερική ένοπλη σύρραξη.

 

Νομικό πλαίσιο

Έχω εξετάσει με προσοχή τον διοικητικό φάκελο της Αιτήτριας  και, προτού υπεισέλθω στην συνολική εξέτασης της παρούσας υπόθεσης, θεωρώ απαραίτητη την παράθεση του πλαισίου αξιολόγησης μιας αίτησης διεθνούς προστασίας. 

Αρχικά, εναπόκειται στον εκάστοτε αιτούντα να υποβάλει το συντομότερο δυνατόν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για την τεκμηρίωση της αίτησης διεθνούς προστασίας και υποχρεούται να λάβει θετικά μέτρα για να υποστηρίξει την αίτησή του με πληροφορίες[1]. Ως έχει νομολογηθεί, ο αιτητής πρέπει να καταβάλει ειλικρινή προσπάθεια να θεμελιώσει την αφήγηση του, ότι δηλαδή υπήρξε θύμα δίωξης στην χώρα καταγωγής του, ώστε να πληροί της προϋποθέσεις υπαγωγής του σε καθεστώς διεθνούς προστασίας[2]. Ωστόσο δεν υπάρχει υποχρέωση προσκόμισης εγγράφων ή άλλων αποδείξεων προς υποστήριξη κάθε συναφούς πραγματικού περιστατικού που επικαλείται ο αιτών, εντούτοις οφείλει προσωπικά να συνεργάζεται για την εξακρίβωση των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης. Εάν τα απαραίτητα στοιχεία της αίτησης δεν επιβεβαιωθούν κατά τη διαδικασία αξιολόγησης, το βάρος της τεκμηρίωσης της αίτησης το φέρει ο αιτών. 

Υπενθυμίζεται συναφώς ότι σύμφωνα με το άρθρο 16 του Περί Προσφύγων Νόμου [Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί], αρχικά, το βάρος απόδειξης το φέρει ο αιτών άσυλο ο οποίος υποχρεούται να υποστηρίξει την αίτηση του με όλα τα έγγραφα και στοιχεία που έχει στην κατοχή του, αλλά και γενικότερα να βοηθήσει την Υπηρεσία Ασύλου με τον καλύτερο τρόπο να διαπιστώσει τα γεγονότα της υπόθεσης του. Ως έχει νομολογηθεί, ο αιτών διεθνούς προστασίας πρέπει να καταβάλει ειλικρινή προσπάθεια να θεμελιώσει την αφήγηση του ότι δηλαδή υπήρξε θύμα δίωξης στην χώρα καταγωγής του, ώστε να πληροί της προϋποθέσεις υπαγωγής του στο καθεστώς Διεθνούς Προστασίας. (βλ. WILLIAM CRISANTHA MAL FRANCIS KARUNARATHNA ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ κ.α, Υπόθεση Αρ. 1875/2008, 1 Μαρτίου 2010).

Κατά την διαπίστωση των πραγματικών γεγονότων, καθοριστικό ρόλο παίζει η αξιοπιστία ενός αιτούντος άσυλο. Προς τούτο τονίζω ότι ο όρος «αξιοπιστία» δεν ορίζεται από το Κοινό Ευρωπαϊκό Σύστημα Ασύλου. Η χρήση του όρου, από το άρθρο 4 παράγραφος 5 στοιχείο (ε) της οδηγίας 2011/95/EE αναφέρεται στη γενική αξιοπιστία ενός αιτούντος, αλλά αυτό είναι στο πλαίσιο ενός συγκεκριμένου κανόνα που διέπει τη μη επιβεβαίωση πτυχών των δηλώσεων του αιτούντος. Κατά συνέπεια, η αξιολόγηση της αξιοπιστίας αφορά τη διαδικασία έρευνας για το εάν το σύνολο ή μέρος των δηλώσεων του αιτούντος ή άλλα αποδεικτικά στοιχεία που υποβλήθηκαν από αυτόν σχετικά με τα ουσιαστικά γεγονότα (material facts) μπορεί να γίνουν δεκτά προκειμένου να διαπιστωθεί εάν αιτητής εμπίπτει στις προϋποθέσεις παραχώρησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας.

Αυτή η αξιολόγηση μπορεί να περιλαμβάνει την επαλήθευση εάν οι δηλώσεις του αιτούντος είναι συνεπείς, επαρκώς λεπτομερείς, εύλογες και συμβατές με τα έγγραφά του, τις πηγές πληροφόρησης και κάθε άλλο αποδεικτικό στοιχείο που αποκτήθηκε. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η αξιολόγηση της αξιοπιστίας δεν σημαίνει ότι σε όλες τις περιπτώσεις ο υπεύθυνος λήψης αποφάσεων θα προβεί σε επαλήθευση και θα καταλήξει με απόλυτη βεβαιότητα αναφορικά με την αλήθεια των δηλώσεων του αιτούντος. Η Ύπατη Αρμοστεία έχει ορίσει την αξιοπιστία ως εξής: «Ο αιτών άσυλο κρίνεται αξιόπιστος, όταν έχει προβάλει ισχυρισμούς που παρουσιάζουν συνοχή και είναι εύλογοι, που δεν είναι αντιφατικοί με τα κοινά τοις πάσι γεγονότα και κατά συνέπεια μπορεί να οδηγήσουν τον υπεύθυνο της συνέντευξης στη δημιουργία πεποίθησης για το βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης που εκφράζει.». Η ως άνω προσέγγιση υιοθετήθηκε και από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην Υπόθεση JK και Others v Sweden, αριθμός αίτησης 59166/12, Παρ. 53.

Στο εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», αναφέρεται στην σελίδα 98, παράγραφος 4.5.3 ότι σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να γίνεται μια αντικειμενική και ισορροπημένη στάθμιση του κατά πόσον οι ισχυρισμοί της Αιτήτριας αντικατοπτρίζουν αυτό που θα ήταν εύλογα αναμενόμενο από κάποιον με τις περιστάσεις του ο οποίος εκφράζει δια τούτων μια αληθινή προσωπική εμπειρία Σε κάθε περίπτωση, απαιτείται ισορροπημένη και αντικειμενική αξιολόγηση του αν η αφήγηση του αιτούντος αντικατοπτρίζει την αφήγηση που αναμένεται από ένα πρόσωπο στην κατάσταση του αιτούντος το οποίο αφηγείται μια πραγματική προσωπική εμπειρία.»). Περαιτέρω, στην προηγούμενη σελίδα του εγχειριδίου, αναφέρεται ότι είναι γενικά εύλογο να αναμένεται ότι αίτημα θα πρέπει να παρουσιάζεται τεκμηριωμένα και με επαρκείς λεπτομέρειες αλλιώς οι ελλείψεις αυτές στις λεπτομέρειες μπορεί να συνιστούν έλλειψη σχετικών στοιχείων Η μη επαρκής παροχή λεπτομερειών μπορεί επίσης να ισοδυναμεί με αυτό που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 5 στοιχείο β) της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση) ως έλλειψη «λυσιτελών στοιχείων»).

Ακολούθως, κατά την απόφαση του ΔΕΕ, C – 277/11 M. κατά Minister for Justice, Equality and Law Reform, Ιρλανδίας, Attorney General, αποφ. ημερ. 22/11/2012, η αξιολόγηση μιας αίτησης διεθνούς προστασίας πρέπει να πραγματοποιείται σε δύο αυτοτελή στάδια: «Το πρώτο στάδιο αφορά τη διαπίστωση της συνδρομής των πραγματικών περιστατικών που αποδεικνύουν τη βασιμότητα της αιτήσεως, ενώ το δεύτερο στάδιο αφορά τη νομική εκτίμηση των εν λόγω αποδεικτικών στοιχείων, προκειμένου να αποφασισθεί αν πληρούνται, υπό το φως των πραγματικών περιστατικών της συγκεκριμένης υποθέσεως, οι ουσιαστικές προϋποθέσεις που θέτουν τα άρθρα 9 και 10 ή 15 της οδηγίας 2004/83 για την παροχή διεθνούς προστασίας.». Η εξακρίβωση των πραγματικών (ή ουσιωδών) περιστατικών είναι ύψιστης σημασίας για την αξιολόγηση του μελλοντικού κινδύνου που δύναται να αντιμετωπίσει ο εκάστοτε αιτών, εφόσον από αυτά θα προκύψουν γεγονότα που πιθανόν να τεκμηριώνουν παρελθούσα δίωξη ή γεγονότα που στην συνολική αξιολόγηση της αίτησης είναι καθοριστικά για μελλοντική δίωξη.[3]

Έχοντας παραθέσει το νομικό πλαίσιο εξέτασης των αιτήσεων διεθνούς προστασίας, θα προχωρήσω στη συνέχεια σε έλεγχο της νομιμότητας και της ορθότητας της επίδικης απόφασης, δια της πλήρους και ex-nunc εξέτασης των γεγονότων και νομικών ζητημάτων που διέπουν αυτή, ενόψει της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 11(3) α του Περί Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018).

Αξιολόγηση των ισχυρισμών

Αξιολογώντας λοιπόν  τα όσα έχουν ανωτέρω αναφερθεί υπό το φως και των νομοθετημένων προνοιών και μελετώντας επισταμένως τόσο την Έκθεση/Εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού όσο και τους ισχυρισμούς της Αιτήτριας ως αυτοί παρουσιάστηκαν τόσο κατά την διοικητική διαδικασία όσο και κατά την ενώπιόν μου δικαστική διαδικασία, καταλήγω στα εξής:

Ως προς τον πρώτο ουσιώδη ισχυρισμό, συντάσσομαι με την κατάληξη της Υπηρεσίας Ασύλου. Η Αιτήτρια απάντησε με ευκρίνεια τις ερωτήσεις σχετικά με αυτό το θέμα και οι απαντήσεις της συνάδουν με τις εξωτερικές πηγές πληροφόρησης. Εντούτοις, παρατηρώ ότι ο αρμόδιος λειτουργός εξέτασε ως τόπο διαμονής της Αιτήτριας τόσο την πόλη Kumba της Νοτιοδυτικής περιοχής του Καμερούν, όπου η Αιτήτρια δήλωσε ότι γεννήθηκε και έζησε έως την δεύτερη τάξη του σχολείου της, όσο και την πόλη Bamenda της Βορειοδυτικής περιοχής του Καμερούν, όπου μετακόμισε στη συνέχεια με την οικογένειά της το 2011 και διέμενε για το υπόλοιπο της ζωής της έως δύο μήνες πριν εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής της. Ο αρμόδιος λειτουργός παρέπεμψε επί τούτου σε πληροφορίες για την κατάσταση ασφαλείας στις αγγλόφωνες περιοχές συνολικά, τόσο για την Νοτιοδυτική όσο και για την Βορειοδυτική περιοχή του Καμερούν. Ωστόσο, στη βάση των δηλώσεων της Αιτήτριας ότι γεννήθηκε στην Kumba και έφυγε από εκεί σε μικρή ηλικία, χωρίς να επιστρέψει έκτοτε, κρίνω ότι δεν μπορεί να αξιολογηθεί η εν λόγω πόλη ως τόπος συνήθους διαμονής της. Καταλήγω συνεπώς ότι ο τόπος όπου η Αιτήτρια είχε μακρόχρονη παραμονή και διατηρούσε βιοτικούς δεσμούς είναι η πόλη Bamenda, όπου εγκαταστάθηκε και έζησε με την οικογένειά της κατά το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της. Σε κάθε περίπτωση, η ανωτέρω κατάληξή μου δεν επιδρά στο συμπέρασμα του αρμόδιου λειτουργού περί αποδοχής του πρώτου ουσιώδους ισχυρισμού, δεδομένου ότι σε αυτόν και στην αξιολόγησή του περιλαμβάνεται σε κάθε περίπτωση και η πόλη Bamenda ως τόπος συνήθους διαμονής της Αιτήτριας.

Αναφορικά με τους υπόλοιπους ισχυρισμούς της Αιτήτριας που αφορούν στο σύνολό τους τον πυρήνα του αιτήματός της και την ισχυριζόμενη δίωξή της από τους Ambazonians αλλά και από τις αρχές του Καμερούν, συντάσσομαι και υιοθετώ το σύνολο των ευρημάτων των Καθ’ ων η Αίτηση που προέκυψαν από την διεξοδική ανάλυση και αξιολόγηση της αξιοπιστίας των ισχυρισμών της Αιτήτριας από τον αρμόδιο λειτουργό.

Λαμβάνεται υπόψιν ότι η Αιτήτρια ήταν ενήλικη η οποία διέμενε στην ίδια οικία με τους γονείς της όταν έλαβαν χώρα τα περιστατικά που επικαλέστηκε, θα αναμένετο συνεπώς να είχε τόσο γνώση όσο και αντίληψη των όσων διαδραματίζονταν στο πατρικό της, ιδίως πιθανής στοχοποίησης του πατέρα της η οποία κατέληξε ως ισχυρίζεται στη δολοφονία του.

Αναφορικά με το περιστατικό κατά το οποίο μέλη των Ambazonians εισέβαλαν στην οικία τους και σκότωσαν τελικά τους γονείς της, η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να δώσει μια συνεκτική και ολοκληρωμένη περιγραφή των όσων διαδραματίστηκαν κατά τρόπο βιωματικό, παρότι η ίδια ήταν παρούσα ως ισχυρίσθηκε. Επιπλέον, δεν κρίνεται ευλογοφανές το γεγονός ότι οι Ambazonians σκότωσαν και την μητέρα της Αιτήτριας ενώ άφησαν την ίδια να ζήσει, παρά τις οδηγίες ενός εκ των ανδρών να σκοτώσουν και την Αιτήτρια. Η εξήγηση που έδωσε η Αιτήτρια επ’ αυτού, αναφέροντας ότι σκότωσαν την μητέρα της επειδή θεωρούσαν ότι δίνει πληροφορίες για τους ίδιους στον σύζυγό της, πέραν του ότι δεν παρίσταται λογική, υποσκάπτει περαιτέρω τον ισχυρισμό της ότι θεωρούσαν και την ίδια την Αιτήτρια κατάσκοπο και την καταζητούσαν στη συνέχεια.

Αναφορικά με τον βιασμό της Αιτήτριας από τα άτομα που απήγαγαν και σκότωσαν τους γονείς της, η Αιτήτρια δεν έδωσε επαρκείς λεπτομέρειες για τα άτομα που εισέβαλαν στην οικία της, ούτε επεξήγησε κατά τρόπο σαφή ποιοι ήταν οι δράστες και για ποιο λόγο της επιτέθηκαν. Δεν θα μπορούσε μια τόσο γενική περιγραφή να θεωρηθεί ότι σχετίζεται με το πρόβλημα της Αιτήτριας καθότι μια επίθεση αλλά και τα κίνητρα των δραστών θα μπορούσαν να αποδοθούν σε πολλές διαφορετικές αιτίες.

Η θέση της Αιτήτριας επιβαρύνεται περαιτέρω, καθότι οι δηλώσεις της ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου κατά το στάδιο των διευκρινίσεων δεν ανταποκρίνονται στα όσα είχε αναφέρει κατά την συνέντευξη της. Ειδικότερα, κατά το ακροατήριο δήλωσε ότι έχει σπουδάσει Νοσηλευτική και δεν εργαζόταν στη χώρα καταγωγής της, παρότι στη συνέντευξή της είχε δηλώσει πως σπούδασε Χρηματοοικονομικά, καθώς και ότι εργαζόταν κάνοντας συναλλαγές/μεταφορές χρημάτων. Ενόψει του ότι ο ισχυρισμός της ότι διώκεται από τις αρχές του Καμερούν λόγω και της εργασίας της στην μεταφορά χρημάτων, με την κατηγορία ότι χρηματοδοτούσε τους Ambazonians, κρίνεται ως ουσιώδης αντίφαση η οποία πλήττει σοβαρά την αξιοπιστία του εν λόγω ισχυρισμού.

Εντοπίζω ακόμα την εξής σημαντική αντίφαση που ανατρέπει τους ισχυρισμούς της Αιτήτριας και την αξιοπιστία τους: κατά τη συνέντευξή της η Αιτήτρια δήλωσε ότι κατόρθωσε να εγκαταλείψει νόμιμα τη χώρα καταγωγής της παρά το ότι την αναζητούσαν οι αρχές, λόγω του ότι η θεία της δωροδόκησε κάποια άτομα (ερυθρό 38 ΔΦ). Εντούτοις, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου και σε αντίστοιχο ερώτημα που της τέθηκε, η Αιτήτρια δήλωσε πως κατά τον χρόνο που εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της, δεν την αναζητούσαν ακόμα οι αρχές της χώρας.

Προχωρώντας στην αξιολόγηση της εξωτερικής αξιοπιστίας των ισχυρισμών της Αιτήτριας και ως προς το «αντικειμενικό στοιχείο» του φόβου, σημειώνεται ότι ο όρος «βάσιμος φόβος» σημαίνει ότι πρέπει να υπάρχει έγκυρη αντικειμενική βάση για τον φόβο δίωξης του αιτούντος. Ως εκ τούτου είναι αναγκαίο να αξιολογηθούν οι ισχυρισμοί της, όχι με τρόπο αφηρημένο, αλλά σε συσχετισμό με το όλο πλαίσιο της κατάστασης στην χώρα καταγωγής της. Το συγκεκριμένο στοιχείο του ορισμού του πρόσφυγα αφορά τον κίνδυνο ή την πιθανότητα να υποστεί δίωξη. Ο φόβος θεωρείται βάσιμος, εάν διαπιστώνεται ότι υπάρχει «εύλογη» πιθανότητα να υλοποιηθεί στο μέλλον. Για τη διαπίστωση αυτή, είναι απαραίτητο να αξιολογούνται οι δηλώσεις του αιτούντος υπό το πρίσμα όλων των σχετικών περιστάσεων της υπόθεσης [άρθρο 4 παράγραφος 3 της ΟΕΑΑ (οδηγία 2013/32/ΕΕ αναδιατύπωση)] και να ελέγχονται οι περιστάσεις που επικρατούν στη χώρα καταγωγής του, καθώς και η συμπεριφορά των υπευθύνων δίωξης. Επομένως, η διαπίστωση του βάσιμου φόβου συνδέεται στενά με το καθήκον της αξιολόγησης των αποδεικτικών στοιχείων και της αξιοπιστίας που διέπεται πρωτίστως από το άρθρο 4 της ΟΕΑΑ (οδηγία 2013/32/ΕΕ αναδιατύπωση). 

Σε σχέση με την εξωτερική αξιοπιστία των ισχυρισμών, παρότι, εν μέσω της αγγλόφωνης κρίσης στο Καμερούν, τέτοια περιστατικά στοχοποίησης ατόμων από τις δύο αντιμαχόμενες πλευρές με την κατηγορία ότι συνεργάζονται με την αντίπαλη πλευρά επιβεβαιώνονται από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης, η εσωτερική αξιοπιστία των ισχυρισμών αυτών παίζει καθοριστικό ρόλο στην μετατροπή γενικά αποδεκτών πληροφοριών σε εξατομικευμένες και προσωπικές εμπειρίες. Συνεπώς, η πληγείσα εσωτερική αξιοπιστία της Αιτήτριας αποτρέπει ένα τέτοιο συμπέρασμα και για το λόγο αυτό συντάσσομαι με την κατάληξη των Καθ’ ων η Αίτηση επί του συνόλου των ισχυρισμών 2 έως 6 της Αιτήτριας.

Συναφώς επισημαίνεται ότι ούτε μπορεί να αναγνωριστεί στην Αιτήτρια «το ευεργέτημα της αμφιβολίας»,[4] όπως αυτό καθορίζεται στην παράγραφο 204 του Εγχειριδίου για τις διαδικασίες και τα κριτήρια καθορισμού του καθεστώτος των προσφύγων. Το ευεργέτημα της αμφιβολίας δίδεται μόνο εκεί όπου ο αιτητής έχει υποβάλει όλα τα διαθέσιμα σε αυτόν στοιχεία σε σχέση με την αίτησή του/της, τα οποία έχουν ελεγχθεί και, ο αρμόδιος λειτουργός ή/και ο Προϊστάμενος ικανοποιούνται ότι είναι γενικά αξιόπιστος/η.[5] Εν προκειμένω, η Αιτήτρια  δεν τεκμηρίωσε είτε στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας είτε της παρούσας διαδικασίας οποιοδήποτε ειδικό ισχυρισμό περί δίωξης. Όπως έχει εξάλλου νομολογηθεί, κρίση επί της αξιοπιστίας αιτητή και έγερση κωλύματος έγκρισης αίτησης για το λόγο της αναξιοπιστίας ως προς τα προβαλλόμενα από τον αιτητή/τρια είναι επιτρεπτή. (Βλ. σχετικά απόφαση στην υπόθεση Amiri v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων κ.ά. (2009) 3 ΑΑΔ 358, καθώς και την απόφαση του Δικαστηρίου τούτου στην υπόθεση Khalil v. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 466/2010, 28.9.2012).

Επιπρόσθετα, λαμβάνω υπόψη ότι κατά το κρίσιμο στάδιο της συνέντευξης της, ο αρμόδιος λειτουργός διερεύνησε με την απαραίτητη προσοχή και με σωρεία διευκρινιστικών ερωτήσεων επί του πυρήνα του αιτήματος καθώς και των επιμέρους θεμάτων, αλλά η Αιτήτρια αρκέστηκε σε γενικολογίες και ασάφειες. (βλ. άρθρο 13(10) Περί Προσφύγων). Ούτε και στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας η Αιτήτρια, δια μέσω της συνηγόρου της προσέφερε περισσότερες λεπτομέρειες επί των ισχυρισμών της αναφορικά με τον κίνδυνο που ισχυρίζεται ότι διατρέχει τόσο από τους Ambazonians όσο και από τις αρχές του Καμερούν.  Λαμβανομένου υπόψιν του ελέγχου που ασκεί το παρόν δικαστήριο να εξετάσει την παρούσα υπόθεση επί της ουσίας, θα μπορούσε να δώσει ικανοποιητικές απαντήσεις στα ως άνω σημεία αναξιοπιστίας που εντόπισαν οι Καθ’ων η Αίτηση ώστε να τεκμηριώσει ανατρέποντας στην ουσία τα συμπεράσματα των Καθ’ων η Αίτηση, έστω και χωρίς να προσκομίσει τυπικά αποδεικτικά στοιχεία (Βλ. επίσης νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, αποφάσεις αρ. 1093/2008, 817/2009 και 459/2010).

Παρά την ως άνω αξιολόγησή μου επί των ουσιωδών ισχυρισμών της Αιτήτριας ως αυτοί απομονώθηκαν και εξετάσθηκαν από τον αρμόδιο λειτουργό, εξετάζοντας περαιτέρω την παρούσα υπό το φως του ισχυρισμού της συνηγόρου της Αιτήτριας περί έλλειψης δέουσας έρευνας εκ μέρους των Καθ’ ων η Αίτηση, ο οποίος διερευνάται σε κάθε περίπτωση από το παρόν Δικαστήριο κατά τον έλεγχο ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, επισημαίνω εν προκειμένω τα εξής. Με βάση τα στοιχεία και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου αλλά και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της συγκεκριμένης υπόθεσης, καταδεικνύεται ότι οι Καθ' ων η αίτηση δεν ενήργησαν σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου, καθώς δεν έλαβαν υπόψη ουσιώδη πραγματικά γεγονότα και συνακόλουθα δεν προέβησαν σε ολοκληρωμένη έρευνα και εξέταση των στοιχείων και των πραγματικών περιστατικών τα οποία είχαν στη διάθεσή τους.

Ειδικότερα, από το πρακτικό της συνέντευξης και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου προκύπτει πως, παρότι η Αιτήτρια είχε διαγνωσθεί θετική στον ιό HIV μετά από εξετάσεις στις οποίες υποβλήθηκε κατά την άφιξή της στην Δημοκρατία, γεγονός γνωστό στους Καθ’ ων η Αίτηση όπως προκύπτει από το ερυθρό 10 του ΔΦ, το ζήτημα αυτό δεν εξετάσθηκε από τον αρμόδιο λειτουργό κατά τη διάρκεια της συνέντευξης με την Αιτήτρια, παρά μόνον όταν η ίδια δήλωσε ότι σε περίπτωση επιστροφής της στο Καμερούν δε θα έχει πρόσβαση σε κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή, κατόπιν γενικής ερώτησης του λειτουργού ως προς τις συνέπειες σε περίπτωση επιστροφής της (ερυθρό 30, 1Χ ΔΦ). Ακόμα και τότε, ακολούθησαν σύντομες ερωτήσεις του λειτουργού σχετικά με το πώς θα είναι η ζωή της Αιτήτριας στο Καμερούν δεδομένης της ασθένειάς της, αν παρέχεται εκεί δωρεάν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και αν λαμβάνει αγωγή στην Δημοκρατία, στις οποίες η Αιτήτρια αποκρίθηκε πως παρότι θα είναι σε θέση να εργασθεί στο Καμερούν, δε θα έχει πρόσβαση σε φαρμακευτική αγωγή, δεν υφίσταται δωρεάν περίθαλψη ακόμα και στα δημόσια νοσοκομεία, ενώ η ίδια λαμβάνει αγωγή και παρακολουθείται κάθε δύο μήνες στην Δημοκρατία κάνοντας εξετάσεις (ερυθρό 29 ΔΦ). Περαιτέρω, παρότι ο λειτουργός ρώτησε την Αιτήτρια σε τί συνίσταται η φαρμακευτική αγωγή που λαμβάνει, με την ίδια να μη θυμάται τη δεδομένη στιγμή την ακριβή ονομασία των σκευασμάτων, δεν της τέθηκε οποιαδήποτε άλλη σχετική ερώτηση, ούτε ενημερώθηκε περί της χρησιμότητας και αναγκαιότητας ως προς την πλήρη εξέταση των περιστάσεών της του να προσκομίσει σχετική ιατρική βεβαίωση ακόμα και μετά το πέρας της συνέντευξης και πριν τη λήψη απόφασης. Προκύπτει συνεπώς ότι κατά τη διάρκεια της συνέντευξης παραλείφθηκαν σημαντικές ερωτήσεις από την πλευρά των Καθ' ων η Αίτηση και συγκεκριμένα η Αιτήτρια δεν ερωτήθηκε επαρκώς αναφορικά με την κατάσταση της υγείας της ως άτομο που διαγνώσθηκε θετικό στον ιό HIV μετά την άφιξή της στη Δημοκρατία, την πορεία της υγείας της, το αν παρακολουθείται από γιατρό και εάν λαμβάνει φαρμακευτική αγωγή και ποια συγκεκριμένα είναι αυτή.

Επισημαίνεται ότι, υφίσταται υποχρέωση της Διοίκησης, στο πλαίσιο του καθήκοντος συνεργασίας, να εξετάζει το σύνολο των περιστάσεων που χαρακτηρίζουν την κατάσταση του προσφεύγοντος, πέραν των ρητά προβαλλόμενων ισχυρισμών του, ως αυτή απορρέει από το άρθρο 4 της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ [υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου]:

« 1. Τα κράτη μέλη μπορούν να κρίνουν ότι εναπόκειται στον αιτούντα να υποβάλει το συντομότερο δυνατόν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για την τεκμηρίωση της αίτησης διεθνούς προστασίας. Αποτελεί καθήκον των κρατών μελών να αξιολογούν, σε συνεργασία με τον αιτούντα, τα συναφή στοιχεία της αίτησής του.

[…]

3. Η αξιολόγηση της αίτησης διεθνούς προστασίας θα πρέπει να γίνεται σε εξατομικευμένη βάση και να περιλαμβάνει τη συνεκτίμηση:

α) όλων των συναφών στοιχείων που σχετίζονται με τη χώρα καταγωγής κατά τον χρόνο λήψης απόφασης σχετικά με την αίτηση, συμπεριλαμβανομένων των νόμων και των κανονισμών στη χώρα καταγωγής και του τρόπου εφαρμογής τους·

β) των συναφών δηλώσεων και εγγράφων που υπέβαλε ο αιτών, συμπεριλαμβανομένων στοιχείων σχετικά με το εάν ο αιτών έχει ήδη ή ενδέχεται να υποστεί δίωξη ή σοβαρή βλάβη·

γ) της ατομικής κατάστασης και των προσωπικών περιστάσεων του αιτούντος, συμπεριλαμβανομένων παραγόντων όπως το προσωπικό ιστορικό, το φύλο και η ηλικία, ούτως ώστε να εκτιμηθεί εάν, βάσει των προσωπικών περιστάσεων του αιτούντος, οι πράξεις στις οποίες έχει ήδη ή θα μπορούσε να εκτεθεί ισοδυναμούν με δίωξη ή σοβαρή βλάβη· (.)»

Σύμφωνα με τα ανωτέρω, με την παράλειψή τους να θέσουν τις απαραίτητες ερωτήσεις κατά τη διεξαγωγή της συνέντευξης, οι Καθ’ ων η Αίτηση παραβίασαν την υποχρέωσή τους να εξετάσουν ενδελεχώς τόσο τις ανάγκες προστασίας της Αιτήτριας όσο και πιθανότητα διακύβευσης δικαιωμάτων της τα οποία ενδέχεται να παρέχουν απόλυτη προστασία στη βάση της κατάστασης της υγείας της.

Επιπρόσθετα, κατόπιν προσεκτικής εξέτασης των στοιχείων που έχω ενώπιόν μου, παρατηρώ ότι στο σκέλος της Έκθεσης-Εισήγησης όπου γίνεται αξιολόγηση του μελλοντικού κινδύνου που ενδέχεται να αντιμετωπίσει η Αιτήτρια σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της βάσει του μόνου αποδεκτού ισχυρισμού, ελλείπει επαρκής αιτιολόγηση της κατάληξης των Καθ’ ων, περί της μη ύπαρξης κινδύνου στη βάση της κατάστασης της υγείας της Αιτήτριας, ήτοι ότι έχει διαγνωσθεί θετική στον ιό HIV μετά την άφιξή της στην Δημοκρατία. Ο αρμόδιος λειτουργός αναφέρει ότι εφόσον η διάγνωση έχει γίνει στην Δημοκρατία, το γεγονός της ασθένειάς της δε θα είναι γνωστό στη χώρα καταγωγής της ώστε να κινδυνεύει να τύχει μεταχείρισης που ισοδυναμεί με πράξεις δίωξης ή σοβαρής βλάβης (ερυθρό 75 ΔΦ). Θα διαφωνήσω με αυτή τη συλλογιστική και κατάληξη, καθώς ευλόγως αναμένεται η Αιτήτρια να συνεχίσει να λαμβάνει φαρμακευτική αγωγή και να υποβάλλεται σε σχετικές εξετάσεις για την παρακολούθηση της πορείας της υγείας της σε περίπτωση επιστροφής της. Περαιτέρω, παρότι ο αρμόδιος λειτουργός παραπέμπει σε πληροφορίες από τη χώρα καταγωγής που αναφέρουν στατιστικά/ αριθμητικά στοιχεία των οροθετικών ατόμων που ζουν στο Καμερούν καθώς και εκείνων εξ αυτών που λαμβάνουν αγωγή, αφενός οι πληροφορίες αυτές δεν είναι επικαιροποιημένες καθώς αναφέρονται στο έτος 2019 (παρότι η εισηγητική έκθεση συντάχθηκε το 2021) και, αφετέρου, δεν αρκούν ώστε να αξιολογηθεί κατά πόσον τα οροθετικά άτομα στο Καμερούν υφίστανται μεταχείριση που θα μπορούσε να ισοδυναμεί με πράξεις δίωξης ή σοβαρής βλάβης.

Στη βάση των παραλείψεων  που επισημάνθηκαν ανωτέρω και της μη δέουσας έρευνας, δεν καθίσταται σαφές από την απόφαση των Καθ’ ων ότι έχει αποκλεισθεί το ενδεχόμενο δίωξης ή σοβαρής βλάβης σε περίπτωση επιστροφής της Αιτήτριας. Ως εκ τούτου, καθίσταται αυθαίρετη η κατάληξη των Καθ' ων η αίτηση ότι δεν υπάρχουν εύλογοι λόγοι να πιστεύεται ότι η Αιτήτρια θα αντιμετωπίσει δίωξη ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της.

Αντίστοιχη παράλειψη εκ μέρους των Καθ’ ων διαπιστώνεται και στο σκέλος της νομικής ανάλυσης της Έκθεσης-Εισήγησης που αφορά τις προϋποθέσεις αναγνώρισης της Αιτήτριας ως δικαιούχου προσφυγικού καθεστώτος ή συμπληρωματικής προστασίας. Ειδικότερα, προκύπτει ότι οι Καθ’ ων δεν προέβησαν σε οποιαδήποτε σχετική αξιολόγηση ούτε έλαβαν υπόψιν την κατάσταση της υγείας της Αιτήτριας, καταλήγοντας ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις αναγνώρισής της ως πρόσφυγα δυνάμει του άρθρου 3 και ως δικαιούχο συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει των άρθρων 19(2)(α) και (β) χωρίς οποιαδήποτε αιτιολόγηση. Περαιτέρω, παρέλειψαν να εξετάσουν, επί τη βάσει αξιόπιστων και επίκαιρων πληροφοριών από εξωτερικές πηγές και σε συνάρτηση με τις ατομικές της περιστάσεις, κατά πόσον υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν η Αιτήτρια επιστρέψει στη χώρα καταγωγής της και στην περιοχή της συνήθους διαμονής της, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη υπό τη μορφή σοβαρής και προσωπικής απειλής κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητάς της λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης.

Λόγω ελλιπούς έρευνας διαπιστώνεται πλάνη περί τα πράγματα ως προς την κρινόμενη απόφαση. Ενόψει των πιο πάνω καταλήγω ότι δεν έχει διεξαχθεί η δέουσα, υπό τις περιστάσεις, έρευνα.

Η ανεπαρκής έρευνα συνεπάγεται τουλάχιστον πιθανολόγηση πλάνης ως προς τα πράγματα, η οποία καθιστά, από μόνη της, την προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώσιμη. Παράλειψη διεξαγωγής της δέουσας έρευνας οδηγεί σε έλλειψη γνώσης ουσιωδών πραγματικών γεγονότων, η οποία ισοδυναμεί με πλάνη περί τα πράγματα.  Όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Χρυσόστομος Χριστοφή ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 2245:

"Η παράλειψη να γίνει η δέουσα έρευνα, η οποία προξενεί έλλειψη γνώσης των ουσιωδών γεγονότων - (βλ. , μεταξύ άλλων, Photos Photiades and Co. and The Republic of Cyprus through  The  Minister of Finance  (1964)  C.L.R.  102... Μ. Στασινοπούλου "Δίκαιον των Διοικητικών Πράξεων", (1951), σελ. 305) - έχει ως αποτέλεσμα λόγω της παράβασης των αρχών του Διοικητικού Δικαίου, την ακύρωση της σχετικής διοικητικής πράξης. Πλάνη περί τα πράγματα συνίσταται, είτε με τη λήψη υπόψη μη υφισταμένου γεγονότος, είτε με τη μη λήψη υπόψη υπάρχοντος γεγονότος - (Οικονόμου "Ο Δικαστικός Έλεγχος της Διακριτικής Εξουσίας" (1965), σελ. 243)."

Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου ακόμα και η πιθανότητα πλάνης οδηγεί σε ακύρωση διοικητικής πράξης. (Χρύσανθος Κωνσταντίνου ν. Συμβουλίου Αμπελουργκών Προϊόντων (1992) 3 Α.Α.Δ. 228).  Στην απόφαση Κωνσταντίνος Κοντεάτης ν. Δημοκρατίας (1996) 4 Α.Α.Δ. 1416, αναφέρονται τα πιο κάτω:

"Το δικαστήριο ακόμα και όταν βρίσκεται σε αμφιβολία αναφορικά με την ύπαρξη ή μη πλάνης, μπορεί να ακυρώσει την επίδικη διοικητική πράξη ούτως ώστε να παρασχεθεί στη διοίκηση η δυνατότητα επιβεβαίωσης των ορθών γεγονότων κατά τρόπο που να μην αφήνει έδαφος για αμφιβολίες (Skapoulis and Another v. The Republic (1984) 3 C.L.R. 554,565 και Χρύσανθος Κωνσταντίνου ν. Συμβουλίου Αμπελουργικών Προϊόντων (1992) 3 Α.Α.Δ. 228".

 

Για αυτούς τους λόγους, κρίνω ότι στοιχειοθετείται λόγος ακυρώσεως που έγκειται στην  έλλειψη δέουσας  έρευνας, καθότι το αρμόδιο όργανο δεν ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου, με αποτέλεσμα να πλήττεται η νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης. Ο σχετικός λοιπόν λόγος ακυρώσεως τον οποίον προώθησε, έστω και στη γενικότητα του, η ευπαίδευτη συνήγορος της Αιτήτριας, επιτυγχάνει. 

 

Έλεγχος ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης

H ως άνω κατάληξη μου θα σφράγιζε την τύχη της παρούσας προσφυγής, εάν το παρόν Δικαστήριο ενεργούσε μόνο ως ακυρωτικό Δικαστήριο. Υπενθυμίζεται ωστόσο ότι το παρόν Δικαστήριο έχει διευρυμένες εξουσίες, αφού ενεργώντας και ως Δικαστήριο ουσίας έχει δικαιοδοσία δυνάμει του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας του 2019, να προβαίνει σε έλεγχο και της ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής (ex nunc) τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν λαμβάνοντας υπόψη και σχετικά γεγονότα και ισχυρισμούς του προσφεύγοντος που δεν λήφθηκαν υπόψη κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης ή πράξης, είτε αυτά είναι προγενέστερα είτε είναι μεταγενέστερα αυτής.

Οφείλω παρ' όλα αυτά να επισημάνω ότι μια τέτοια εξέταση δεν μπορεί να υπερβαίνει τα όρια του αντικειμένου της διαφοράς, το οποίο νοείται ως το αποτέλεσμα που επιδιώκει ένας διάδικος με τις αξιώσεις του, ερμηνευόμενες υπό το πρίσμα των αιτημάτων και των ισχυρισμών που προβάλλονται προς τούτο. Η δυνατότητα δηλαδή του παρόντος Δικαστηρίου για έλεγχο ουσίας, δεν μπορεί να βαίνει μέχρι σημείου ώστε να αγνοηθούν ή να υπερκερασθούν τα όρια του αντικειμένου της διαφοράς όπως αυτό έχει καθορισθεί από τους διαδίκους με τις αξιώσεις τους, ερμηνευόμενες υπό το πρίσμα των ισχυρισμών που προέβαλαν οι εν λόγω διάδικοι, και επομένως το εν λόγω εθνικό δικαστήριο δεν οφείλει να διευρύνει το αντικείμενο της ως άνω διαφοράς ώστε να βαίνει πέραν των αιτημάτων και των ισχυρισμών που προβλήθηκαν ενώπιόν του κατά παράβαση της αρχής της δικαστικής απόφανσης μέσα στα όρια της αίτησης (ne eat iudex ultra petita partiam).

Στη βάση των ως άνω λεχθέντων, παρατηρώ ότι η Αιτήτρια επιζητεί με το αιτητικό Α της προσφυγής της: 

 «Δήλωση και/ή απόφαση του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση των Καθ' ων η αίτηση, ημερομηνίας 29/09/2021, η οποία κοινοποιήθηκε στην Αιτήτρια στις  29/09/2021, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα της Αιτήτριας για παροχή διεθνούς προστασίας είναι άκυρη, αντισυνταγματική, παράνομη, στερημένη οποιουδήποτε νομικού αποτελέσματος και είναι αποτέλεσμα πλάνης και κακής εφαρμογής του νόμου».

 Η Αιτήτρια συνεπώς περιορίζει το αίτημα της, επιζητώντας την ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης και όχι και την τροποποίηση αυτής, ή την απόδοση ή αναγνώριση ή χορήγηση σε αυτήν του καθεστώτος του πρόσφυγα ή της συμπληρωματικής προστασίας. Παρ' όλα αυτά η Αιτήτρια με το αιτητικό Β της προσφυγής της, επιζητεί από το παρόν Δικαστήριο:

 «Οποιανδήποτε άλλη  θεραπεία ήθελε κρίνει ορθή και δίκαια υπό τις περιστάσεις το Σεβαστό Δικαστήριο.»,

αίτημα το οποίο φρονώ ότι διασώζει τις παραλείψεις που εντοπίζονται στο επίδικο δικόγραφο της προσφυγής, παρέχοντας στο Δικαστήριο τη δυνατότητα άσκησης ελέγχου ουσίας ως άλλωστε αυτή η εξουσία επιφυλάσσεται στο Δικαστήριο τούτο δυνάμει του άρθρου 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου. Επισημαίνω, ωστόσο, ότι οι εκάστοτε συνήγοροι των Αιτητών οφείλουν σε κάθε περίπτωση να είναι ιδιαίτερα επιμελείς κατά την σύνταξη των προσφυγών τους, ούτως ώστε να θέτουν το ορθό νομικό πλαίσιο και υπόβαθρο και κυρίως να επιζητούν την κατάλληλη, υπό τις περιστάσεις θεραπεία, διασφαλίζοντας κατά τούτο πλήρως τα δικαιώματα των Αιτητών.

Παρά το γεγονός ότι η τροποποίηση της απόφασης ή η απόδοση καθεστώτος διεθνούς προστασίας δεν αποτελεί ρητό αίτημα της Αιτήτριας, εντούτοις, για τους λόγους που επεξήγησα, θα προχωρήσω να εξετάσω κατά πόσο συντρέχουν εν προκειμένω οι προϋποθέσεις για αναγνώριση της Αιτήτριας ως πρόσφυγα δυνάμει του άρθρου 3 του περί Προσφύγω Νόμου, ή ως δικαιούχο συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του άρθρου 19 του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Εξέταση της συνδρομής πραγματικών περιστατικών που αποδεικνύουν τη βασιμότητα της αίτησής

 

Ενόψει των παραλείψεων που διαπιστώθηκαν κατά την διερευνητική διαδικασία στο στάδιο της συνέντευξης της Αιτήτριας, το παρόν Δικαστήριο έκρινε σκόπιμο να προχωρήσει σε επανάνοιγμα της υπόθεσης καλώντας ενώπιόν του την Αιτήτρια προς υποβολή συγκεκριμένων ερωτημάτων. Κατά την ακροαματική διαδικασία, απαντώντας σε σχετικές ερωτήσεις, η Αιτήτρια δήλωσε ότι η θεία της με την οποία διέμενε στην Douala για διάστημα δύο (2) μηνών πριν την αναχώρησή της από το Καμερούν, η οποία συνέδραμε την Αιτήτρια ώστε να διευθετήσει το ταξίδι της εκτός της χώρας και η οποία είναι το μόνο συγγενικό της πρόσωπο στη χώρα με το οποίο διατηρούσε επαφή και επικοινωνία, ως είχε δηλώσει και κατά τη συνέντευξή της, αποβίωσε μόλις μία (1) εβδομάδα προ της ακροάσεως. Ερωτηθείσα σε μεταγενέστερο στάδιο της ακρόασης με ποιο τρόπο και πότε πληροφορήθηκε τον θάνατο της θείας της, η Αιτήτρια αποκρίθηκε πως την ενημέρωσαν σχετικά φιλικά πρόσωπα της θείας της δύο (2) εβδομάδες προ της ακροάσεως. Στη συνέχεια, η Αιτήτρια ρωτήθηκε εάν γνωρίζει και ομιλεί γαλλικά, στο οποίο απάντησε αρνητικά. Περαιτέρω, τέθηκαν στην Αιτήτρια ερωτήσεις αναφορικά με την κατάσταση της υγείας της, όπου δήλωσε ότι λαμβάνει φαρμακευτική αγωγή και παρακολουθείται από γιατρό κάθε δύο (2) μήνες και υποβάλλεται σε εξετάσεις.

Κατόπιν οδηγιών του παρόντος Δικαστηρίου και τη μη ένσταση επ’ αυτού εκ μέρους των Καθ΄ ων η Αίτηση, Η Αιτήτρια προσκόμισε σχετική ιατρική βεβαίωση ημερομηνίας 25/07/2024 από τον Οργανισμό Κρατικών Υπηρεσιών Υγείας, συγκεκριμένα από την Γρηγόρειο Κλινική του Γενικού Νοσοκομείου Λάρνακας, η οποία κατατέθηκε ως Τεκμήριο 2. Η εν λόγω ιατρική βεβαίωση αναφέρει τα ακόλουθα:

«Με το παρόν βεβαιούται ότι η κ. A. C. […] παρακολουθείται στην Γρηγόρειο Κλινική από το 2019 λόγω HIV λοίμωξης.

Έκτοτε λαμβάνει αντιρετροϊκή αγωγή με άριστη συμμόρφωση, ιολογική (μη ανιχνεύσιμο ιικό φορτίο) και ανοσολογική ανταπόκριση.

Η ανωτέρω ασθενής κάθε δύο μήνες έρχεται και παραλαμβάνει την αντιρετροϊκή αγωγή της στην Γρηγόρειο Κλινική.

Αντιρετροϊκή αγωγή:

·         Darunavir 800mg 1x1

·         Ritonavir 100mg 1x1

·         Tenofovir Disoproxil Fumarate/Emtricitabine 1x1 [...]»

Κατά την ακροαματική διαδικασία, η Αιτήτρια επανέλαβε τους ισχυρισμούς που είχε υποστηρίξει και κατά την πρωτοβάθμια εξέταση του αιτήματός της ως προς τις πιθανές συνέπειες σε περίπτωση επιστροφής της, αναφέροντας ότι δε θα μπορεί να λαμβάνει την φαρμακευτική της αγωγή.

Στα πλαίσια της εξέτασης της εξωτερικής αξιοπιστίας του εν λόγω ισχυρισμού, το παρόν Δικαστήριο προέβη σε εξειδικευμένη έρευνα MedCOI σε βάση δεδομένων (MedCOI portal) του Οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το Άσυλο (EUAA) αναφορικά με την διαθεσιμότητα και προσβασιμότητα της συγκεκριμένης αγωγής που λαμβάνει η Αιτήτρια σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της. Σχετική προς τούτο είναι η υπόθεση με αριθμό AVA18100, για την οποία ζητήθηκαν πληροφορίες στις 15/04/2024 ως προς την διαθεσιμότητα φαρμακευτικής αγωγής για οροθετικό άτομο στο Καμερούν, του οποίου η προτεινόμενη αγωγή περιελάβανε τις ουσίες darunavir και cobicistat και emtricitabine και tenofovir alafenamide. Σύμφωνα με την απάντηση που δόθηκε στις 22/04/2024, η ουσία tenofovir disoproxil βρέθηκε διαθέσιμη σε φαρμακείο της Yaounde (βλ. σελ. 7 του εγγράφου AVA18100), όπως επίσης βρέθηκε διαθέσιμος ο συνδυασμός των ουσιών tenofovir disoproxil και emtricitabine σε φαρμακείο της Kumba (σελ. 9 του εγγράφου AVA18100). Ωστόσο, μη διαθέσιμα βρέθηκαν τα φάρμακα darunavir και ritonavir (σελ. 11 του εγγράφου AVA18100). Σχετική επίσης είναι και η υπόθεση AVA17714 για την οποία ζητήθηκαν αντίστοιχες πληροφορίες στις 15/01/2024 αναφορικά με οροθετικό άτομο του οποίου η προτεινόμενη αγωγή περιελάβανε τις ουσίες bictegravir και emtricitabine και tenofovir alafenamide. Σύμφωνα με την απάντηση που είχε δοθεί στις 16/01/2024, δεν ανευρέθηκε διαθέσιμη φαρμακευτική αγωγή που αντιστοιχεί στα ανωτέρω ενώ πιο συγκεκριμένα, δεν ανευρέθηκε διαθέσιμος ούτε ο συνδυασμός των ουσιών elvitegravir και cobicistat και tenofovir disoproxil και emtricitabine (βλ. σελ. 4 του εγγράφου AVA17714).

Νομική ανάλυση

Έχοντας ενώπιόν μου το σύνολο των γεγονότων και στοιχείων που αφορούν τη συγκεκριμένη υπόθεση, προχωρώ να εξετάσω κατά πόσον η κατάσταση της υγείας της Αιτήτριας και το γεγονός της μη διαθεσιμότητας στο Καμερούν της φαρμακευτικής αγωγής που λαμβάνει εμπίπτει στις προϋποθέσεις του άρθρου 3 ή 19 του περί Προσφύγων Νόμου. Επ’ αυτού, θεωρώ χρήσιμο καταρχήν να παραθέσω το σχετικό νομικό πλαίσιο.

Υπενθυμίζω συναφώς ότι σύμφωνα με το αρ.3 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 (6(I)/2000) (στο εξής ο Νόμος) και αρ.2 (δ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ (στο εξής η Οδηγία), ως πρόσφυγας αναγνωρίζεται «[.] πρόσωπο που, λόγω βάσιμου φόβου καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, είναι εκτός της χώρας της ιθαγενείας του και δεν είναι σε θέση, ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο, να χρησιμοποιήσει την προστασία της χώρας αυτής [.]».

Λαμβάνοντας υπόψη ότι έχει γίνει ήδη αποδεκτό ότι η Αιτήτρια κατάγεται από το Καμερούν και, ούσα στην Κύπρο, βρίσκεται εκτός της χώρας ιθαγενείας της αναζητώντας προστασία από την Κυπριακή Δημοκρατία, λόγω βάσιμου και δικαιολογημένου φόβου ότι δε θα είναι σε θέση να λάβει την φαρμακευτική της αγωγή στη χώρα ιθαγένειάς της ως άτομο που έχει προσβληθεί από τον ιό HIV, απομένει να εξεταστούν τα λοιπά συστατικά στοιχεία που τίθενται στο άρθρο 3.

Σύμφωνα δε με το αρ.3Γ του Νόμου και αντίστοιχα αρ. 9 της Οδηγίας, η πράξη δίωξης η οποία προκαλεί βάσιμο φόβο καταδίωξης θα πρέπει να «είναι αρκούντως σοβαρή λόγω της φύσης ή της επανάληψής της ώστε να συνιστά σοβαρή παραβίαση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ειδικά των δικαιωμάτων από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση βάσει του άρθρου 15 παράγραφος 2 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών· ή να αποτελεί σώρευση διαφόρων μέτρων συμπεριλαμβανομένων παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η οποία να είναι αρκούντως σοβαρή ούτως ώστε να θίγεται ένα άτομο κατά τρόπο αντίστοιχο με τον αναφερόμενο στο στοιχείο».

Η δίωξη ή η σοβαρή βλάβη που ανωτέρω αναφέρονται πρέπει να προέρχεται από τους φορείς δίωξης που αναφέρονται στα αρ.3 Α και 6 του Νόμου και της Οδηγίας αντίστοιχα και να αποδειχθεί περαιτέρω ότι οι φορείς προστασίας που αναφέρονται στα αρ.3 Β και 7 του Νόμου και της Οδηγίας αντίστοιχα δεν επιθυμούν ή δεν δύνανται να παρέχουν την απαιτούμενη προστασία κατά αυτών των πράξεων, αλλά και, στην περίπτωση ειδικά του πρόσφυγα, θα πρέπει να αποδειχθεί [βλ. αρ.4Γ(3) και 9(3) του Νόμου και της Οδηγίας αντίστοιχα] ότι υπάρχει συσχετισμός των λόγων που αναφέρονται στο αρ.3Δ και 10 του Νόμου και της Οδηγίας αντίστοιχα με τις πράξεις δίωξης, ήτοι αυτές να προκύπτουν για τους εκεί αναφερόμενους λόγους. Εν προκειμένω, δε στοιχειοθετείται αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της μη ύπαρξης φαρμακευτικής περίθαλψης στη χώρα καταγωγής της Αιτήτριας με κάποιον από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου, ούτε προκύπτει φορέας δίωξης που σκοπίμως, εξαιτίας κάποιου εξ αυτών των λόγων, θα αποστερήσει από την Αιτήτρια την φαρμακευτική της αγωγή. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο καταλήγει ότι δεν προκύπτει στην περίπτωση της Αιτήτριας οποιοσδήποτε βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης στη χώρα καταγωγής της για κάποιον από τους πέντε (5) λόγους που εξαντλητικά αναφέρονται στο άρθρο 3 (1) του περί Προσφύγων Νόμου,

Προχωρώ να εξετάσω τις προϋποθέσεις του άρθρου 19 του περί Προσφύγων Νόμου για το αν η Αιτήτρια δύναται να αναγνωρισθεί ως δικαιούχος συμπληρωματικής προστασίας. Εκ των όσων παρατέθηκαν ανωτέρω, καθώς και από το σύνολο του υλικού που έχω ενώπιόν μου, συνάγεται με ασφάλεια το συμπέρασμα περί του ότι η Αιτήτρια δεν πληροί τις προϋποθέσεις υπαγωγής σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει των προνοιών του άρθρου 19(2)(α) του περί  Προσφύγων Νόμου, συνεπώς συντάσσομαι επ’ αυτού με την κατάληξη του αρμόδιου λειτουργού.

Εξετάζοντας περαιτέρω τις προϋποθέσεις υπό το άρθρο 19(2)(β) του περί Προσφύγων Νόμου για τον κίνδυνο να υποστεί η Αιτήτρια βασανιστήρια ή απάνθρωπη  ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της, σημειώνω τα εξής. Στη βάση του μόνου αποδεκτού ισχυρισμού της Αιτήτριας, κρίσιμο στοιχείο αποτελεί η κατάσταση της υγείας της Αιτήτριας, η οποία διαγνώσθηκε θετική στον ιό HIV μετά την άφιξή της στη Δημοκρατία, παρακολουθείται δε από γιατρό και λαμβάνει αντιρετροϊκή αγωγή, δύο δε εκ των ουσιών των φαρμάκων που λαμβάνει, δεν είναι διαθέσιμες στη χώρα καταγωγής της βάσει των ευρημάτων του Δικαστηρίου που εκτέθηκαν ανωτέρω. Για σκοπούς αξιολόγησης του εν λόγω στοιχείου, κρίνεται σκόπιμο να παρατεθεί καταρχάς η σχετική νομολογία που έχει διαμορφωθεί αναφορικά με την απόδοση συμπληρωματικής προστασίας λόγω ιατρικών προβλημάτων.

Στην υπόθεση Mohamed M’Bodj κατά Βελγικού Δημοσίου[6] το ΔΕΕ αποφάνθηκε ότι δεν είναι δυνατή η χορήγηση συμπληρωματικής προστασίας σε έναν αιτούντα που πάσχει από σοβαρή ασθένεια για τον λόγο αυτό, δυνάμει του άρθρου 15 της Οδηγίας για τις ελάχιστες απαιτήσεις ασύλου. Το γεγονός ότι η απομάκρυνση αποκλείεται λόγω της ανυπαρξίας κατάλληλης θεραπευτικής αγωγής στη χώρα καταγωγής δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να χορηγηθεί στον αιτούντα επικουρική προστασία και, συνεπώς, νόμιμη άδεια διαμονής στο κράτος μέλος της ΕΕ, εκτός εάν στερείται εκ προθέσεως χορήγησης ιατρικής περίθαλψης στη χώρα καταγωγής του.  Κατά το ΔΕΕ, οι σοβαρές βλάβες «δεν μπορούν, κατά συνέπεια, να αποτελούν απλώς και μόνο συνέπεια των γενικών ανεπαρκειών του συστήματος υγείας της χώρας καταγωγής».

Στην ίδια απόφαση, το ΔΕΕ επεσήμανε ουσιαστικά ότι αποκλείεται η δίωξη ή σοβαρή βλάβη που απορρέει από δυσχερείς κοινωνικοοικονομικές ή υγειονομικές συνθήκες στη χώρα καταγωγής, χωρίς να μπορεί να προσδιορισθεί κανένας υπεύθυνος δίωξης ή σοβαρής βλάβης:

«31. Οι κίνδυνοι επιδεινώσεως της καταστάσεως της υγείας υπηκόου τρίτης χώρας που δεν απορρέουν από εκ προθέσεως άρνηση χορηγήσεως ιατρικής περιθάλψεως στον συγκεκριμένο υπήκοο τρίτης χώρας, ως προς τους οποίους η εφαρμοστέα στην υπόθεση της κύριας δίκης εθνική νομοθεσία παρέχει προστασία, δεν καλύπτονται από το άρθρο 15, στοιχεία α΄ και γ΄, της εν λόγω οδηγίας, καθόσον οι προσβολές που ορίζει η διάταξη αυτή συνίστανται, αντιστοίχως, σε ποινή θανάτου ή εκτελέσεως και σε σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου λόγω αδιάκριτης ασκήσεως βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης.

32. Το άρθρο 15, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2004/83 ορίζει ως σοβαρή βλάβη την επιβολή σε υπήκοο τρίτης χώρας βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχειρίσεως στη χώρα καταγωγής του.

[.]

35. Συγκεκριμένα, το άρθρο 6 της οδηγίας αυτής απαριθμεί τους φορείς σοβαρής βλάβης, γεγονός που επιβεβαιώνει την άποψη ότι οι βλάβες αυτές πρέπει να απορρέουν από συμπεριφορά τρίτου και δεν μπορούν, κατά συνέπεια, να αποτελούν απλώς και μόνο συνέπεια των γενικών ανεπαρκειών του συστήματος υγείας της χώρας καταγωγής.

36. Ομοίως, η αιτιολογική σκέψη 26 της εν λόγω οδηγίας διευκρινίζει ότι οι κίνδυνοι στους οποίους εκτίθεται εν γένει ο πληθυσμός ή τμήμα του πληθυσμού μιας χώρας δεν συνιστούν συνήθως, αυτοί καθαυτοί, προσωπική απειλή που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως σοβαρή βλάβη. Επομένως, ο κίνδυνος επιδεινώσεως της καταστάσεως του πάσχοντος από σοβαρή ασθένεια υπηκόου τρίτης χώρας, ο οποίος απορρέει από την ανυπαρξία κατάλληλης θεραπευτικής αγωγής στη χώρα καταγωγής του, δεν αρκεί προκειμένου να χορηγηθεί η επικουρική προστασία, εκτός αν απορρέει από την εκ προθέσεως άρνηση χορηγήσεως ιατρικής περιθάλψεως στον εν λόγω υπήκοο τρίτης χώρα».

Παρόμοια ανάλυση ακολούθησε το ΔΕΕ και στην υπόθεση MP κατά Secretary of State for the Home Department[7], η οποία αφορούσε το ενδεχόμενο παροχής συμπληρωματικής προστασίας σε πρόσωπο που υπήρξε θύμα βασανιστηρίων στη χώρα καταγωγής του. Το ΔΕΕ αποφάνθηκε ότι τα κράτη μέλη της ΕΕ δεν μπορούν να απελάσουν τον αιτούντα εάν η απέλαση αυτή συνεπάγεται σημαντική και μη αναστρέψιμη επιδείνωση των ψυχικών διαταραχών του εν λόγω προσώπου, ιδίως σε περίπτωση που αυτή η επιδείνωση θα έθετε σε κίνδυνο τη ζωή του. Ωστόσο, τόνισε πως το γεγονός ότι η απομάκρυνση αποκλείεται λόγω της ανυπαρξίας κατάλληλης θεραπευτικής αγωγής δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να χορηγηθεί στον αιτούντα επικουρική προστασία δυνάμει του άρθρου 15 στοιχείο β) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ και, συνεπώς, νόμιμη άδεια διαμονής στο κράτος μέλος της ΕΕ. Κατά τη λήψη απόφασης σχετικά με τη χορήγηση συμπληρωματικής προστασίας, οι αρχές θα πρέπει να εξακριβώνουν κατά πόσον η επιστροφή του αιτούντος στη χώρα καταγωγής είναι πιθανόν να συνεπάγεται εκ προθέσεως στέρηση της απαραίτητης θεραπευτικής αγωγής από τις αρχές, καθώς αυτές είναι οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες το πρόσωπο δικαιούται συμπληρωματική προστασία:

« 57.Εναπόκειται κατά συνέπεια στο αιτούν δικαστήριο να διαπιστώσει, υπό το πρίσμα όλων των πρόσφατων και κρίσιμων στοιχείων, ιδίως δε των εκθέσεων διεθνών οργανισμών και μη κυβερνητικών οργανώσεων προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου, εάν, εν προκειμένω, ο MP ενδέχεται να εκτεθεί, σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, σε κίνδυνο να μην του παρασχεθεί εκ προθέσεως η κατάλληλη περίθαλψη για την αντιμετώπιση των σωματικών ή ψυχολογικών συνεπειών από τα βασανιστήρια που υπέστη από τις αρχές της εν λόγω χώρας. Τούτο θα συμβαίνει αν [.] είναι προφανές ότι οι ίδιες αυτές αρχές, παρά την υποχρέωση που απορρέει από το άρθρο 14 της Συμβάσεως κατά των βασανιστηρίων, δεν θα ήσαν διατεθειμένες να διασφαλίσουν την επαναπροσαρμογή του. Ένας τέτοιος κίνδυνος θα μπορούσε επίσης να ανακύψει εάν διαφαινόταν ότι οι εν λόγω αρχές επιδεικνύουν συμπεριφορά που εισάγει διάκριση, όσον αφορά την πρόσβαση στην υγειονομική περίθαλψη, με αποτέλεσμα να καθίσταται δυσχερέστερη, για ορισμένες εθνοτικές ομάδες ή ορισμένες κατηγορίες προσώπων, στις οποίες ανήκει ο MP, η πρόσβαση στην κατάλληλη περίθαλψη για την αντιμετώπιση των σωματικών ή ψυχολογικών συνεπειών από τα βασανιστήρια που διέπραξαν οι αρχές αυτές.».

Σύμφωνα με τον Οδηγό της EASO για την αναγνώριση προσώπων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας[8][έμφαση του παρόντος Δικαστηρίου]: «Μη διαθεσιμότητα κατάλληλης ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης: Τα βασανιστήρια ή η απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία πρέπει να επιβάλλονται εσκεμμένα. Επομένως, η δυνητική βλάβη την οποία μπορεί να υποστεί αιτών/αιτούσα που πάσχει από σοβαρή ασθένεια εάν επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του/της δεν εμπίπτει στο άρθρο 15 στοιχείο β) της ΟΑ, παρά μόνον εάν ο αιτών / η αιτούσα υφίσταται εκ προθέσεως στέρηση ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης. Συγκεκριμένα, παρότι αποτελεί σημαντικό παράγοντα στο πλαίσιο της μη επαναπροώθησης βάσει του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ, η μη διαθεσιμότητα κατάλληλης ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης που εξετάζεται στο άρθρο 15 στοιχείο β) της ΟΑ. Η αναγνώριση προσώπων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας βάσει της ΟΑ απαιτεί την ύπαρξη φορέα σοβαρής βλάβης.».

Περαιτέρω, στο εγχειρίδιο της EASO «Προϋποθέσεις χορήγησης διεθνούς προστασίας (Οδηγία 2011/95/ΕΕ) - Δικαστική Ανάλυση»,[9] αναφέρονται τα εξής [έμφαση του παρόντος Δικαστηρίου]:

«Ωστόσο, στην απόφαση που εξέδωσε στην υπόθεση M'Bodj, το ΔΕΕ διέκρινε την ερμηνεία του από την ερμηνεία του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ από το ΕΔΔΑ βάσει της ελαφρώς διαφορετικής διατύπωσης του άρθρου 15 στοιχείο β) της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση) και του πλαισίου στο οποίο τυγχάνει να εφαρμόζεται το άρθρο 15 στοιχείο β). Σε όλως εξαιρετικές περιπτώσεις, το ΕΔΔΑ εφάρμοσε το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ για να απαγορεύσει την απομάκρυνση υπηκόου τρίτης χώρας που έπασχε από σοβαρή ασθένεια σε χώρα στην οποία δεν υπήρχε διαθέσιμη κατάλληλη ιατρική περίθαλψη. Το ΔΕΕ αρνήθηκε να ερμηνεύσει το άρθρο 15 στοιχείο β) με τον ίδιο τρόπο. Το ΔΕΕ επι­σήμανε ότι το γράμμα του άρθρου 15 στοιχείο β) της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση) διαφέρει από εκείνο του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ στο μέτρο που εφαρμόζεται σε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία του αιτούντος «στη χώρα καταγωγής». Κατά συνέπεια, ο νομοθέτης της Ένωσης προβλέπει τη χορήγηση του καθεστώτος της επικουρικής προστασίας μόνο στις περιπτώσεις που η προαναφερθείσα μεταχείριση λαμβάνει χώρα στη χώρα καταγωγής του αιτούντος (βλέπε επίσης ενότητα 2.4.3.3 κατωτέρω, σ. 124). Επιπλέον, το ΔΕΕ επισήμανε ότι ορισμένα στοιχεία του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται το άρθρο 15 στοιχείο β) της ΟΕΑΑ (αναδι­ατύπωση), καθώς και η ratio της συγκεκριμένης οδηγίας πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά την ερμηνεία της συγκεκριμένης διάταξης. Συγκεκριμένα, το άρθρο 6 της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση) απαριθμεί τους φορείς σοβαρής βλάβης, γεγονός που επιβεβαιώνει την άποψη ότι οι βλάβες αυτές πρέπει να απορρέουν από συμπεριφορά τρίτου και δεν μπορούν, κατά συνέπεια, να αποτελούν απλώς και μόνο συνέπεια των γενικών ανεπαρκειών του συστήματος υγείας της χώρας καταγωγής. Ομοίως, κατά την αιτιολογική σκέψη 26 της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση), οι κίνδυνοι στους οποίους εκτίθεται εν γένει ο πληθυσμός ή τμήμα του πληθυσμού μιας χώρας δεν συνιστούν συνήθως, αυτοί καθαυτοί, προσωπική απειλή που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως σοβαρή βλάβη. Λαμβα­νομένου υπόψη του διαφορετικού αυτού πλαισίου, το ΔΕΕ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο κίνδυνος επιδείνω­σης της κατάστασης του πάσχοντος από σοβαρή ασθένεια υπηκόου τρίτης χώρας, ο οποίος απορρέει από την ανυπαρξία κατάλληλης θεραπευτικής αγωγής στη χώρα καταγωγής του, δεν αρκεί προκειμένου να χορηγηθεί η επικουρική προστασία, εκτός αν απορρέει από την εκ προθέσεως άρνηση χορήγησης ιατρικής περίθαλψης στον εν λόγω υπήκοο τρίτης χώρας βάσει του άρθρου 15 στοιχείο β). Επομένως, ενώ το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ μπορεί σε εξαιρετικές περιπτώσεις να αποτρέπει την απομάκρυνση προσώπου σε χώρα στην οποία δεν υπάρχει διαθέσιμη κατάλληλη περίθαλψη, αυτό δεν σημαίνει ότι το εν λόγω πρόσωπο πληροί τις προϋποθέσεις για τη χορήγηση καθεστώτος επικουρικής προστασίας βάσει του άρθρου 15 στοιχείο β)».

Επιπλέον, στην σελ.123 του ίδιου Οδηγού αναφέρονται τα εξής:

«Η εφαρμογή του άρθρου 15 στοιχείο β) προϋποθέτει ένα στοιχείο ηθελημένης κακομεταχείρισης. Παρά την παραπομπή του ΔΕΕ στη νομολογία του ΕΔΔΑ σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ και στην υπο­χρέωση εφαρμογής της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση) κατά τρόπο που συνάδει με το άρθρο 19 παράγραφος 2 του Χάρτη της ΕΕ (μη επαναπροώθηση, σε περίπτωση σοβαρού κινδύνου απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρι­σης ή τιμωρίας), το ΔΕΕ αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στη διαφορετική διατύπωση του άρθρου 15 στοιχείο β) και διακρίνει μεταξύ του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 3, ως απαγόρευσης επιστροφής προσώπου, και της θεμελίωσης αίτησης επικουρικής προστασίας σε συγκεκριμένες καταστάσεις.»

Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η μη διαθεσιμότητα κατάλληλης ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, σε αντίθεση με την εκ προθέσεως στέρηση ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης σε περιπτώσεις σοβαρής ασθένειας, παρότι αποτελεί σημαντικό παράγοντα στο πλαίσιο της μη επαναπροώθησης βάσει του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης που εξετάζεται στο άρθρο 15 στοιχείο β) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ (άρθρο 19(2)(β) του περί Προσφύγων Νόμου) καθώς απαιτείται η ύπαρξη φορέα σοβαρής βλάβης. Ως εκ τούτου, συντάσσομαι με την κατάληξη των Καθ’ ων η Αίτηση ότι δε δύναται να αναγνωριστεί η Αιτήτρια εν προκειμένω δικαιούχος συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του άρθρου 19(2)(β) του περί Προσφύγων Νόμου.

Ωστόσο θα διαφοροποιηθώ σε ό,τι αφορά το άρθρο 19(2)(γ) του Περί Προσφύγων Νόμου. Στην υπόθεση του ΔΕΕ Elgafaji C-465/07 κατά Staatssecretaris van Justitie, καθορίστηκε ότι:

«35 […] η κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας βλάβη, καθόσον συνίσταται σε «σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας» του αιτούντος, αναφέρεται σε ένα γενικότερο κίνδυνο βλάβης.

34      Συγκεκριμένα, η βλάβη αυτή αφορά, ευρύτερα, «απειλή […]κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας» αμάχου και όχι συγκεκριμένες πράξεις βίας. Επιπροσθέτως, η απειλή αυτή είναι συμφυής με μια γενική κατάσταση «διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης». Τέλος, η βία από την οποία προέρχεται η εν λόγω απειλή χαρακτηρίζεται ως «αδιακρίτως» ασκούμενη, όρος που σημαίνει ότι μπορεί να επεκταθεί σε άτομα ανεξαρτήτως των προσωπικών περιστάσεών τους.

35      Στο πλαίσιο αυτό, ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας.

[…]

39      Συναφώς, πρέπει να διευκρινισθεί ότι όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας.»

(η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)

Σύμφωνα με την πλέον πρόσφατη απόφαση του ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας 10.6.2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland αναφορικά με το άρθρο 15γ της Οδηγίας 2011/95 «το άρθρο 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι απαγορεύει την ερμηνεία εθνικής ρυθμίσεως, σύμφωνα με την οποία, όταν ένας άμαχος δεν αποτελεί ειδικά στοχοποιημένο πρόσωπο λόγω ιδιαίτερων προσωπικών περιστάσεων, η διαπίστωση σοβαρής και ατομικής απειλής για τη ζωή ή το πρόσωπο του εν λόγω πολίτη λόγω "αδιάκριτης βίας σε καταστάσεις ... ένοπλης συγκρούσεως", κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, εξαρτάται από την προϋπόθεση ότι η αναλογία μεταξύ του αριθμού των θυμάτων στη σχετική περιοχή και του συνολικού αριθμού των ατόμων που απαρτίζουν τον πληθυσμό της περιοχής αυτής αγγίζει ένα καθορισμένο όριο» (σκέψη 37).

Περαιτέρω έκρινε ότι «το άρθρο 15, στοιχείο γ', της οδηγίας 2011/95 έχει την έννοια ότι, προκειμένου να διαπιστωθεί αν υφίσταται "σοβαρή και ατομική απειλή", κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, απαιτείται συνολική εκτίμηση όλων των περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως, ιδίως εκείνων που χαρακτηρίζουν την κατάσταση της χώρας καταγωγής της Αιτήτριας» (σκέψη 45). Ως επιμέρους στοιχεία που ενδεχομένως θα μπορούσαν να ληφθούν υπ' όψιν προτείνονται τα εξής: η ένταση των ένοπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκόμενων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύγκρουσης, καθώς και άλλα όπως η γεωγραφική έκταση της περιοχής όπου εκδηλώνεται αδιάκριτη βία, ο πραγματικός προορισμός της Αιτήτριας σε περίπτωση επιστροφής του στη σχετική χώρα ή περιοχή και οι δυνητικά στοχευμένες επιθέσεις κατά αμάχων που πραγματοποιούνται από τα μέρη της σύγκρουσης (βλ. σκέψη 43).

Προκειμένου δε να διαπιστωθεί εάν συντρέχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής, η Αιτήτρια θα αντιμετωπίσει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής της ακεραιότητας λόγω αδιακρίτως ασκούμενης  βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, ως οι διατάξεις του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, το Δικαστήριο ανέτρεξε σε έγκυρες πηγές πληροφόρησης για τη χώρα καταγωγής της Αιτήτριας, προς εξέταση της κατάστασης που επικρατεί σε αυτήν και συγκεκριμένα στην Βορειοδυτική περιοχή (Northwest) όπου υπάγεται η Bamenda.

Σχετικά με την γενικότερη κατάσταση ασφαλείας του Καμερούν, διεθνείς πηγές αναφέρουν ότι το Καμερούν εμπλέκεται σε παράλληλες μη διεθνείς ένοπλες συγκρούσεις (Non-International Armed Conflicts) κατά της Boko Haram στην περιοχή του Far North και εναντίον ορισμένων αγγλόφωνων αυτονομιστικών ομάδων που μάχονται εναντίον της κυβέρνησης για την ανεξαρτησία της περιοχής στις βορειοδυτικές και νοτιοδυτικές περιοχές, ιδίως το Κυβερνητικό Συμβούλιο της Αμπαζονίας και τη στρατιωτική του πτέρυγα (Αμυντικές Δυνάμεις Αμπαζονίας, ADF) και την Προσωρινή Κυβέρνηση της Αμπαζονίας με τη στρατιωτική της πτέρυγα (το Συμβούλιο Αυτοάμυνας της Αμπαζονίας), μεταξύ άλλων. Ειδικότερα, τον Οκτώβριο του 2016 ξεκίνησαν ειρηνικές διαδηλώσεις στις βορειοδυτικές και νοτιοδυτικές περιοχές του Καμερούν κατά των αντιληπτών δομικών διακρίσεων και με αιτήματα για περισσότερη αυτονομία στην περιοχή. Η κυβέρνηση της χώρας απάντησε αναπτύσσοντας τις ένοπλες δυνάμεις της, οι οποίες χρησιμοποίησαν αληθινά πυρομαχικά και συνέλαβαν δεκάδες ακτιβιστές με την κατηγορία της τρομοκρατίας. Κατά συνέπεια, ακολούθησαν απεργίες και βίαιες ταραχές: οι διαδηλωτές κατέφυγαν σε ένοπλη αντίσταση, με το πρώτο κύμα επιθέσεων σε κρατικούς στόχους από ένοπλες πολιτοφυλακές να αναφέρθηκε τον Σεπτέμβριο του 2017.[10]

Υπάρχουν πολλές ένοπλες ομάδες που μάχονται εναντίον των κρατικών δυνάμεων, αν και το επίπεδο συντονισμού αυτών των ενόπλων ομάδων παραμένει ασαφές. Οι συνεχιζόμενες εχθροπραξίες δείχνουν συλλογικό χαρακτήρα και ανάγκασαν την κυβέρνηση να αναπτύξει τις ένοπλες δυνάμεις της, συμπεριλαμβανομένης και της επίλεκτης μονάδας μάχης RIB. Μεταξύ άλλων, αξίζει να αναφερθούν οι Αμυντικές Δυνάμεις της Ambazonia (ADF), ο Στρατός Αποκατάστασης της Ambazonia, οι Ambazonian Tigers, το Southern Cameroons Defense Forces (Socadef), το Banso Resistance Army και το Donga Mantung Liberation Force.[11]

Η διακήρυξη από τις αυτονομιστικές δυνάμεις του ανεξάρτητου κράτους με το όνομα «Ambazonia» την 1η Οκτωβρίου 2017 ήταν το σημείο καμπής που επιτάχυνε μάχες μεγάλης κλίμακας. Έκτοτε, η κατάσταση επιδεινώθηκε σημαντικά καθώς οι Αγγλόφωνοι αυτονομιστές άρχισαν να επιτίθενται στις κυβερνητικές δυνάμεις ασφαλείας, σε κυβερνητικούς θεσμούς και απείλησαν, απήγαγαν και σκότωσαν πολίτες που θεωρούνταν ότι τάσσονταν στο πλευρό της κυβέρνησης.[12]

Μη κρατικές ένοπλες ομάδες, από την πλευρά τους, έχουν διαπράξει επίσης διάφορες παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων κατά αμάχων, έχοντας προβεί σε πράξεις όπως απαγωγές, λεηλασίες, δολοφονίες και βιασμοί.[13] Ως πρόσφατο παράδειγμα, δύο άμαχοι σκοτώθηκαν στην πλατεία της αγοράς Guzang τον Οκτώβριο του 2023. Η συγκεκριμένη δολοφονία πραγματοποιήθηκε από το Κυβερνητικό Συμβούλιο της Αμπαζόνια.[14] Επιπλέον, μη κρατικές ένοπλες ομάδες προέβησαν σε βίαιη στρατολόγηση ως προς μερικούς από τους μαχητές τους, συμπεριλαμβανομένων παιδιών, όπως ανέφεραν ορισμένες οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων.[15]

Με την πάροδο του χρόνου, όπως αναφέρουν αρκετές πηγές, η σύγκρουση έγινε λιγότερο ιδεολογική και περισσότερο ληστρική. Ένας συνεντευξιαζόμενος στην Buea εξήγησε ότι υπήρχαν λίγες μεγάλες ένοπλες ομάδες και πολλές μικρές ομάδες που αποτελούνταν μόνο από κλέφτες. Ως αποτέλεσμα, η απαγωγή για λύτρα είναι πολύ συνηθισμένη και ο εκβιασμός είναι γενικά μια καθημερινή δραστηριότητα. Ενώ οι άνδρες στοχοποιούνται συνήθως από αντάρτες και εγκληματίες, οι γυναίκες διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο βιασμού.[16]

Με εντολή των αυτονομιστών, γενικές απεργίες, που ονομάζονται ‘πόλεις -φαντάσματα’, εξακολουθούν να εφαρμόζονται κάθε Δευτέρα και τις επίσημες αργίες. Τον Ιούνιο του 2023, ενώ ο αναλυτής και εργαζόμενος του της Κρατικής Γραμματείας Μετανάστευσης της Ελβετίας (SEM) βρισκόταν στο Καμερούν, του είπαν να μην πάει στο Buea τη Δευτέρα, επειδή εκείνη την ημέρα η απεργία παρέλυε την περιοχή. Ένας εκπρόσωπος μιας οργάνωσης επιβεβαίωσε ότι η μη συμμόρφωση με την εντολή απεργίας σημαίνει έκθεση σε αντίποινα.[17]

Οι αυτονομιστικές ομάδες απαίτησαν επίσης μποϊκοτάζ στα δημόσια σχολεία, τα οποία θεωρούν φορείς «γαλλοφωνοποίησης». Επιτέθηκαν και έκαψαν πολλά σχολεία, απήγαγαν και σκότωσαν δασκάλους και παιδιά.[18] Το 2018, εκτιμάται ότι έκλεισαν 4.000 αγγλόφωνα σχολεία, στερώντας περισσότερα από 700.000 παιδιά από τα κανονικά μαθήματα.[19] Μέχρι το 2023, ο επικεφαλής μιας ένωσης υπολόγισε ότι το 80% των αγγλόφωνων σχολείων έκλεισαν, ενώ η κυβέρνηση ανακοίνωσε το 50%.[20] Ορισμένα σχολεία άνοιξαν ξανά, ιδιαίτερα στην Buea και την Bamenda, αλλά για να αποτρέψουν την έναρξη της σχολικής χρονιάς τον Σεπτέμβριο του 2023, οι αυτονομιστές διέταξαν απεργία δύο εβδομάδων . Στα προάστια της Buea, οι επιτιθέμενοι κατηγόρησαν τους ανθρώπους ότι δεν υπάκουσαν και σκότωσαν τρεις.[21]

Το Ταμείο των Ηνωμένων Εθνών για τα Παιδιά (UNICEF) ανέφερε σε μια έκθεση που καλύπτει την περίοδο μεταξύ Ιανουαρίου και Ιουνίου 2023, ότι ο τομέας υγείας στις βορειοδυτικές και νοτιοδυτικές περιοχές του Καμερούν έχει υποστεί κατάρρευση και σημαντική πίεση σε βασικές υπηρεσίες και υποδομές.[22] Ένα ακαδημαϊκό άρθρο που δημοσιεύτηκε το 2023 στο PLOS Glob Public Health Journal ανέφερε ότι η συνεχιζόμενη σύγκρουση μεταξύ αυτονομιστικών ομάδων και της κυβέρνησης του Καμερούν έχει επηρεάσει σημαντικά το σύστημα υγείας στις περιοχές Southwest και Northwest.[23] Περαιτέρω, σύμφωνα με μια έκθεση που συντάχθηκε από κοινού από το Insecurity Insight και το Safeguarding Health in Conflict Coalition (SHCC),[24] η πρόσβαση στην υγειονομική περίθαλψη στο Καμερούν διακυβεύεται λόγω των βίαιων συγκρούσεων και των απειλών κατά των εργαζομένων στον τομέα της υγείας, όπως και των επιθέσεων σε εγκαταστάσεις υγείας.[25] Τα περιστατικά ασφαλείας οδήγησαν σε μείωση του ιατρικού προσωπικού καθώς και σε προσωρινό κλείσιμο των υγειονομικών μονάδων, στερώντας από χιλιάδες ανθρώπους την απαραίτητη υγειονομική περίθαλψη.[26]

Το Γραφείο των Ηνωμένων Εθνών για τον Συντονισμό Ανθρωπιστικών Υποθέσεων (UNOCHA) ανέφερε ότι περίπου το 18% των ιδρυμάτων υγειονομικής περίθαλψης στις περιοχές Northwest και Southwest έχουν τερματίσει τις δραστηριότητές τους μεταξύ Απριλίου και Ιουλίου 2023 και τα υπόλοιπα κέντρα «δυσκολεύονται να λειτουργήσουν».[27] Παράλληλα, οι κινητές κλινικές (mobile clinics) παραμένουν ανεπαρκείς και αντιμετωπίζουν τεράστιες προκλήσεις, συμπεριλαμβανομένων των επιθέσεων.[28]

Στην Επισκόπηση Ανθρωπιστικών Αναγκών του 2023, η UNOCHA δήλωσε ότι οι κύριοι περιορισμοί στην πρόσβαση των πληγέντων σε υπηρεσίες και βοήθεια καθώς και η πρόσβαση των ανθρωπιστικών οργανώσεων στους πληγέντες πληθυσμούς είναι η ανασφάλεια, οι κακές οδικές συνθήκες, οι φυσικοί κίνδυνοι, όπως οι πλημμύρες, και οι περιορισμοί από τις αρχές για την ελεύθερη κυκλοφορία ανθρώπων, αγαθών και υπηρεσιών.[29] Σύμφωνα με την UNOCHA, οι πολίτες και οι πάροχοι υγειονομικής περίθαλψης συνεχίζουν να διατρέχουν υψηλό κίνδυνο κατά την πρόσβαση σε εγκαταστάσεις ή κατά την παροχή υπηρεσιών στις περιοχές Southwest και Northwest.[30]

Περαιτέρω, και για λόγους πληρότητας της έρευνας, θα παρατεθούν αριθμητικά δεδομένα από τη βάση δεδομένων ACLED. Το διάστημα από τις 29/07/2023 έως τις 26/07/2024 καταγράφηκαν 944 περιστατικά ασφαλείας στην περιοχή Northwest τα οποία οδήγησαν σε 556 απώλειες. Εξ αυτών των 944 περιστατικών τα 358 καταχωρήθηκαν ως «μάχες» (“battles”) και οδήγησαν σε 352 απώλειες, τα 523 καταχωρήθηκαν ως «βία κατά πολιτών» (“violence against civilians”) και οδήγησαν σε 170 απώλειες, τα 26 ως «αναταραχές» (“riots”) και οδήγησαν σε 4 απώλειες, ενώ 37 με 30 απώλειες περιστατικά καταγράφηκαν στην κατηγορία «εκρήξεις ή απομακρυσμένη βία» (“explosions/remote violence”).[31] Με βάση τα ανωτέρω δεδομένα συνάγεται το συμπέρασμα πως η πλειοψηφία των περιστατικών ασφαλείας που εντοπίζονται στη συγκεκριμένη περιοχή αφορά περιστατικά βίας κατά αμάχων.

Τέλος, οι δείκτες του ACAPS τοποθετούν το επίπεδο της σοβαρότητας της σύρραξης στο αγγλόφωνο τμήμα του Καμερούν στο 3.5 –  «υψηλό».[32]

Συνεπώς, με βάση τα ανωτέρω ποσοτικά και ποιοτικά δεδομένα, συνάγεται με ασφάλεια το συμπέρασμα ότι τα επίπεδα αδιάκριτης βίας στην περιοχή Northwest του Καμερούν είναι υψηλά. Ωστόσο δεν είναι τόσο υψηλά ούτως ώστε να υπάρχει ρίσκο για έναν άμαχο απλώς και μόνο λόγω της παρουσίας του στη συγκεκριμένη περιοχή. Χρειάζεται να συγκεντρώνονται στο πρόσωπο του εκάστοτε αιτητή και ορισμένα προσωπικά χαρακτηριστικά, ωστόσο όχι σε τόσο υψηλό βαθμό, για τη διαπίστωση περί του εάν η Αιτήτρια διατρέχει πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή βλάβη.

Εν προκειμένω, η Αιτήτρια είναι ενήλικη γυναίκα, μονήρης και μέσου μορφωτικού επιπέδου. Έχει ζήσει τα πρώτα χρόνια της ζωής της στην Kumba και έχει μεγαλώσει στην Bamenda όπου διέμενε με την οικογένειά της κατά το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της. Εγκατέλειψε την Bamenda μετά τον θάνατο των γονέων της και μετέβη στην Douala όπου διαβιούσε η θεία της και όπου παρέμεινε περί τους δύο (2) μήνες προτού αναχωρήσει από τη χώρα καταγωγής της, προετοιμάζοντας την αναχώρησή της. Ενόψει της δήλωσης της Αιτήτριας κατά την ακροαματική διαδικασία ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ότι η θεία της έχει πλέον αποβιώσει, καθώς και ότι δεν έχει άλλα συγγενικά πρόσωπα με τα οποία να διατηρεί επαφή, η Αιτήτρια δε διαθέτει στην χώρα καταγωγής της οποιοδήποτε υποστηρικτικό δίκτυο. Σε κάθε περίπτωση, η Αιτήτρια επίσης δήλωσε ότι δεν ομιλεί γαλλικά, συνεπώς, με βάση κοινώς γνωστές πληροφορίες από τη χώρα σε σχέση με την μετεγκατάσταση αγγλόφωνων στο γαλλλόφωνο τμήμα της χώρας, δε θα μπορούσε να κριθεί εύλογη η εγκατάστασή της στην Douala, ακόμα και αν η θεία της ήταν ακόμα εν ζωή.

Παράλληλα, η Αιτήτρια πάσχει από τον ιό HIV για το οποίο λαμβάνει αντιρετροϊκή αγωγή και παρακολουθείται από ιατρό σε τακτά χρονικά διαστήματα. Κατά συνέπεια, λόγω της κατάστασης της υγείας της βρίσκεται σε περισσότερο ευάλωτη θέση σε σχέση με τον μέσο πληθυσμό που δεν αντιμετωπίζει προβλήματα υγείας. Η ανάγκη της Αιτήτριας για τακτική ιατρική παρακολούθηση και λήψη φαρμακευτικής αγωγής, σύμφωνα και με τις πληροφορίες που εκτέθηκαν, την θέτουν σε ρίσκο σε περίπτωση επιστροφής του στην Bamenda.

Λαμβάνοντας υπόψη τις παρατιθέμενες πληροφορίες για την γενικότερη κατάσταση ασφαλείας στην περιοχή Northwest και συνεκτιμώντας τις προσωπικές περιστάσεις της Αιτήτριας ως άτομο που πάσχει από HIV και δε διαθέτει υποστηρικτικό δίκτυο στη χώρα καταγωγής της, το Δικαστήριο κρίνει ότι συγκεντρώνονται στο πρόσωπό της Αιτήτριας οι προϋποθέσεις για την αναγνώρισή της ως δικαιούχου συμπληρωματικής προστασίας σύμφωνα με το άρθρο19(2)(γ) του Περί Προσφύγων Νόμου.

Εν συνεχεία, θα πρέπει να διερευνηθεί η δυνατότητα εσωτερικής μετεγκατάστασης της Αιτήτριας σε άλλη περιοχή της χώρας. Δυνάμει του άρθρου 12Γ. (1) του Περί Προσφύγων Νόμου:

 «12Γ.-(1) Κατά τη λήψη απόφασης επί της αίτησης, ο Προϊστάμενος δύναται να αποφασίσει ότι ο αιτητής δεν χρήζει διεθνούς προστασίας, εάν σε τμήμα της χώρας ιθαγένειάς του- (i) δεν υπάρχει βάσιμος φόβος ότι θα υποστεί δίωξη  ή ότι διατρέχει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης, ή (ii) έχει πρόσβαση σε προστασία κατά της δίωξης ή της σοβαρής βλάβης, όπως η εν λόγω προστασία ορίζεται στο άρθρο 3Β, και ο αιτητής μπορεί νόμιμα και με ασφάλεια να ταξιδέψει και να γίνει δεκτός σε εκείνο το τμήμα της χώρας και μπορεί εύλογα να αναμένεται να εγκατασταθεί εκεί.»

Υπενθυμίζεται η αναστροφή του βάρους απόδειξης η οποία λαμβάνει χώρα στην αξιολόγηση περί δυνατότητας του αιτητή προς εσωτερική μετεγκατάσταση, την οποία φέρουν οι αρμόδιες αρχές.[33]

Σύμφωνα με τις κατευθυντήριες οδηγίες της UNHCR η αξιολόγηση της δυνατότητας εγκατάστασης σε άλλη περιοχή της χώρας καταγωγής γίνεται με την ανάλυση δύο στοιχείων:

Α) Η Ανάλυση της Δυνατότητας Εγκατάστασης σε Άλλη Περιοχή της Χώρας Καταγωγής, κατά την οποία εξετάζεται: α) αν η περιοχή της εγκατάστασης είναι προσβάσιμη στον αιτητή από πρακτικής και νομικής πλευράς και αν μπορεί να φθάσει σ' αυτήν µε ασφάλεια, β) αν η δίωξη προέρχεται από το κράτος, γ) αν η δίωξη προέρχεται από µη κρατικά όργανα, και δ)αν ο αιτητής θα εκτεθεί σε κίνδυνο δίωξης ή σε άλλη σοβαρή βλάβη µετά την εγκατάστασή του στην προτεινόμενη περιοχή.

Β) Η Ανάλυση της Εύλογης Απαίτησης για Εγκατάσταση σε Άλλη Περιοχή της Χώρας Καταγωγής, κατά το οποίο εξετάζεται αν ο αιτητής μπορεί να διάγει µια σχετικά φυσιολογική ζωή χωρίς να αντιμετωπίζει υπέρμετρα προβλήματα, λαμβάνοντας υπόψη τις συνθήκες που επικρατούν στη συγκεκριμένη χώρα.[34]

Σχετικά με την έννοια του «εύλογου χαρακτήρα» της εσωτερικής μετεγκατάστασης, σύμφωνα με την ερμηνεία που δίνει η UNHCR δεν αρκεί να µην φοβάται ο αιτητής τη δίωξη στην περιοχή που προτείνεται ως δυνατότητα εγκατάστασης στη χώρα καταγωγής, αλλά απαιτείται επίσης να θεωρείται ότι εύλογα θα μετεγκατασταθεί σε αυτήν. Το τί είναι εύλογο, υποκειμενικά και αντικειμενικά, ερευνάται λαμβάνοντας υπόψη τον συγκεκριμένο αιτητή και τις συνθήκες που επικρατούν στην προτεινόμενη περιοχή εγκατάστασης στη χώρα καταγωγής. Ο εξετάζων την δυνατότητα εσωτερικής μετεγκατάστασης θα πρέπει να απαντήσει στο εξής ερώτημα: "Μπορεί ο αιτητής, στα πλαίσια της συγκεκριμένης χώρας, να διάγει μια σχετικά φυσιολογική ζωή χωρίς να αντιμετωπίζει υπέρμετρα προβλήματα;”.[35]

Για την απάντηση αυτού του ερωτήματος η UNHCR κρίνει απαραίτητο να διερευνηθούν οι προσωπικές περιστάσεις του αιτητή, η ύπαρξη προηγούμενης δίωξης, η ασφάλεια, ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων καθώς και η δυνατότητα οικονομικής επιβίωσης.

Εν προκειμένω, η Αιτήτρια κατά τη συνέντευξή της ανέφερε ότι γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Kumba της Νοτιοδυτικής περιοχής του Καμερούν, όπου διέμεινε με την οικογένειά της για διάστημα λίγων ετών. Στη βάση των πληροφοριών που έχουν εκτεθεί ανωτέρω αναφορικά με την κατάσταση ασφαλείας τόσο στην Βορειοδυτική όσο και στην Νοτιοδυτική περιοχή του Καμερούν, σε συνδυασμό με τις ειδικές ατομικές περιστάσεις της Αιτήτριας (γυναίκα, μονήρης, που έχει προσβληθεί από HIV και λαμβάνει αγωγή που δεν είναι διαθέσιμη στη χώρα καταγωγής της, χωρίς υποστηρικτικό δίκτυο και που βρίσκεται εκτός της χώρας καταγωγής της πλέον των πέντε ετών), κρίνεται εξίσου μη εύλογη η μετεγκατάστασή της στην Kumba καθώς δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 12Γ του περί Προσφύγων Νόμου.

Υπό το φως των πιο πάνω, η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται και τροποποιείται δυνάμει του άρθρου 146(4)(δ) του Συντάγματος και του άρθρου 11(3)(β) του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου [Ν.73(Ι)/18], η Αιτήτρια αναγνωρίζεται ως δικαιούχος συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του άρθρου 19 του περί Προσφύγων Νόμου. Επιδικάζονται  έξοδα 1300 ευρώ υπέρ της Αιτήτριας και εναντίον των Καθ' ων η Αίτηση.

 

 

Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ Δ.Δ.Δ.Δ.Π



[1] CJEU, C-277/11, M. M. v Minister for Justice, Equality and Law Reform and Others, 22 November 2012, σκέψη 65

[2] (βλ. WILLIAM CRISANTHA MAL FRANCIS KARUNARATHNA ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ κ.α, Υπόθεση Αρ. 1875/2008, 1 Μαρτίου 2010).

[3] European Asylum Support OfficeEASO, ‘Δικαστική ανάλυση – Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου’, 2018, σελ. 132 - 135

[4] ΕΔΔΑ, J.K. και λοιποί κατά Σουηδίας, ό.π. υποσημείωση 20. Βλ. επίσης ΕΔΔΑ, απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2015, RH κατά Σουηδίας, προσφυγή αριθ. 4601/14, σκέψη 58· ΕΔΔΑ, απόφαση της 20ης Ιουλίου 2010, N κατά Σουηδίας, προσφυγή αριθ. 23505/09, σκέψη 53· ΕΔΔΑ, απόφαση της 9ης Μαρτίου 2010, RC κατά Σουηδίας, προσφυγή αριθ. 41827/07, σκέψη 50.

[5] Άρθρο 13 του περί Προσφύγων Νόμου.

[6] ΔΕΕ, C-542/13, Mohamed MBodj κατά Βελγικού Δημοσίου [τμήμα μείζονος συνθέσεως], 18 Δεκεμβρίου 2014 διαθέσιμο σε: https://curia.europa.eu/juris/document/document.jsf?text=&docid=160947&pageIndex=0&doclang=EL&mode=lst&dir=&occ=first&part=1&cid=1191428

[7] ΔΕΕ, C-353/16, MP κατά Secretary of State for the Home Department [τμήμα μείζονος συνθέσεως], 24 Απριλίου 2018, διαθέσιμο σε: https://curia.europa.eu/juris/document/document.jsf?text=&docid=201403&pageIndex=0&doclang=EL&mode=lst&dir=&occ=first&part=1&cid=1191303

[8] EASO Πρακτικός Οδηγός για την αναγνώριση προσώπων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, 2018, διαθέσιμο σε: https://euaa.europa.eu/sites/default/files/EASO-Practical-Guide-for-international-protection_EL.pdf σελ. 29

[9] EASO, Προϋποθέσεις χορήγησης διεθνούς προστασίας (Οδηγία 2011/95/ΕΕ) - Δικαστική Ανάλυση, 2018, διαθέσιμο σε: https://euaa.europa.eu/sites/default/files/qip-ja_el.pdf, σελ. 120

[10] Rulac (January 2023), 'Non-International Armed Conflicts in Cameroon', διαθέσιμο στη διεύθυνση: Non-international Armed Conflicts in Cameroon | Rulac

[11] Rulac (January 2023), 'Non-International Armed Conflicts in Cameroon', διαθέσιμο στη διεύθυνση: Non-international Armed Conflicts in Cameroon | Rulac

[12]  Rulac (January 2023), 'Non-International Armed Conflicts in Cameroon', διαθέσιμο στη διεύθυνση: Non-international Armed Conflicts in Cameroon | Rulac

[13] Oxford Human Rights Hub (2023), ‘Cameroon conflict research group human rights report 2021-2023’, διαθέσιμο στη διεύθυνσηhttps://ohrh.law.ox.ac.uk/cameroon-conflict-research-group-human-rights-report-2021-2023/

[14] Amnesty International (2023), Cameroon: The unlawful killings of two people by separatists must not go

Unpunished’, διαθέσιμο στη διεύθυνση:  www.amnesty.org/en/latest/news/2023/10/cameroon-the-unlawful-killings-of-twopeople-by-separatists-must-not-go-unpunished/

[15] Human Rights Watch, (2021),  “They Are Destroying Our Future” - Armed separatist attacks

on students, teachers, and schools in Cameroon's Anglophone regions, διαθέσιμο στη διεύθυνση:

www.hrw.org/report/2021/12/16/they-are-destroying-our-future/armed-separatist-attacks-students-teachersand ,

Amnesty International, (2023), ‘With or against us. People of the North-West region of

Cameroon caught between the army, armed separatists and militias’, pp. 19, 25, διαθέσιμο στη διεύθυνση:

www.amnesty.org/en/wp-content/uploads/2023/07/AFR1768382023ENGLISH-1.pdf

[16] Département fédéral de justice et police DFJP Secrétariat d'Etat aux migrations SEM Section Analyses (2023), ‘Focus Cameroun Crise anglophone et personnes déplacées, Berne-Wabern,, Entretien avec une représentante d'une organisation des droits humains, Buea,’ / Voir, aussi: RFI, Paris. Valentin Zinga. Au Cameroun anglophone, les groupes armés indépendantistes changent de stratégie, διαθέσιμο στη διεύθυνση: www.rfi.fr/fr/afrique/20230604-au-cameroun-anglophone-les-groupes-arm%C3%A9sind%C3%A9pendantistes-changent-de-strat%C3%A9gie

[17] Département fédéral de justice et police DFJP Secrétariat d'Etat aux migrations SEM Section Analyses (2023), ’Focus Cameroun Crise anglophone et personnes déplacées, Berne-Wabern, , Entretien avec la direction d'une organisation humanitaire, Yaoundé’, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.sem.admin.ch/dam/sem/fr/data/internationales/herkunftslaender/afrika/cmr/CMR-crise-anglophone-2024-f.pdf.download.pdf/CMR-crise-anglophone-2024-f.pdf

[18] Le Monde, Paris. Josiane Kouagheu. Cameroun : en zone anglophone, une nouvelle rentrée scolaire dans la peur, 05.09.2023. www.lemonde.fr/afrique/article/2023/09/05/cameroun-en-zone-anglophone-une-nouvellerentree-scolaire-dans-la-peur_6187935_3212.htm

[19] Africa Report, Aston Clinton. Enrica Picco, Murithi Mutiga. Cameroon’s Anglophone conflict: Children should be able to return to school, 20.09.2022. www.theafricareport.com/241506/cameroons-anglophone-conflictchildren-should-be-able-to-return-to-school/#continue-reading

[20] Département fédéral de justice et police DFJP Secrétariat d'Etat aux migrations SEM Section Analyses, Focus Cameroun Crise anglophone et personnes déplacées, Berne-Wabern, 07.02.2024, Entretien avec la direction d'une organisation humanitaire, Yaoundé, 05.06.2023

[21] HumAngle, Abuja. Kiven Brenda. Separatists kill 3 for disobeying ‘Ghost Town’ order in Cameroon,

08.09.2023. https://humanglemedia.com/separatists-kill-3-for-disobeying-ghost-town-order-in-cameroon/

[22] UNICEF (2023), ‘Humanitarian Situation Report No. 2 - Reporting Period 1 January to 30 June 2023’, διαθέσιμο στη διεύθυνση: Cameroon-Humanitarian-SitRep-Mid-Year-2023.pdf (unicef.org)

[23] Aliyou Chandini, M. et al. (2023), “It is because of the love for the job that we are still here”: Mental health and psychosocial support among health care workers affected by attacks in the Northwest and Southwest regions of Cameroon, διαθέσιμο στη διεύθυνση: “It is because of the love for the job that we are still here”: Mental health and psychosocial support among health care workers affected by attacks in the Northwest and Southwest regions of Cameroon | PLOS Global Public Health

[24] Το Insecurity Insight είναι ένας μη κερδοσκοπικός οργανισμός που συλλέγει δεδομένα σχετικά με τις απειλές που αντιμετωπίζουν άτομα που ζουν και εργάζονται επικίνδυνα περιβάλλοντα ( Insecurity Insight »), Το SHCC είναι μια ομάδα διεθνών μη κυβερνητικών οργανώσεων που εργάζονται για την ευαισθητοποίηση σχετικά με το πρόβλημα των επιθέσεων σε εργαζόμενους στον τομέα της υγείας, σε εγκαταστάσεις και συστήματα μεταφορών (About the Coalition | Safeguarding Health in Conflict Coalition)

[25] Insecurity Insight (2023), Safeguarding Health in Conflict, Cameroon: Violence Against Health Care in Conflict 2022, διαθέσιμο στη διεύθυνση: insecurityinsight.org/wp-content/uploads/2023/05/SHCC-Report-Ignoring-Red-Lines.pdf, σελ. 32

[26] Insecurity Insight (2023), Safeguarding Health in Conflict, Cameroon: Violence Against Health Care in Conflict 2022, διαθέσιμο στη διεύθυνση: insecurityinsight.org/wp-content/uploads/2023/05/SHCC-Report-Ignoring-Red-Lines.pdf, σελ. 32

[27] UNOCHA (2023), ‘Cameroon: Crisis causes health-care challenges’, διαθέσιμο στη διεύθυνση: Cameroon: Crisis causes health-care challenges | OCHA (unocha.org)

[28] UNICEF (2023), ‘Humanitarian Situation Report No. 2 - Reporting Period 1 January to 30 June 2023’, διαθέσιμο στη διεύθυνση: Cameroon-Humanitarian-SitRep-Mid-Year-2023.pdf (unicef.org), σελ. 2

[29] UNOCHA (2023), ‘Cameroon Humanitarian Needs Overview 2023’, διαθέσιμο στη διεύθυνση: Cameroon Humanitarian Needs Overview 2023 (March 2023) | OCHA (unocha.org), σελ. 19 – 20

[30] UNOCHA (2023), ‘Cameroon Humanitarian Needs Overview 2023’, διαθέσιμο στη διεύθυνση: Cameroon Humanitarian Needs Overview 2023 (March 2023) | OCHA (unocha.org), σελ.13

[31] Προσαρμοσμένη έρευνα στη βάση δεδομένων ACLED, διαθέσιμο στη διεύθυνση: Explorer - ACLED (acleddata.com)

[32] ACAPS (April 2024), ‘Current Crises in Cameroon’, διαθέσιμο στη διεύθυνση: Cameroon | ACAPS

 

[33] Βλσχετικά EASO, 'Practical Guide on the Application of the Internal Protection Alternative' (2021), 12 διαθέσιμο σε https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/EASO-Practical-guide-application-IPA.pdf 

[34] Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες, ΚΑΤΕΥΘΥΝΤΗΡΙΕΣ Ο∆ΗΓΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ∆ΙΕΘΝΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ «Η ∆υνατότητα Εγκατάστασης σε άλλη Περιοχή της Χώρας Καταγωγής» στα πλαίσια του άρθρου 1 Α (2) της Σύµβασης του 1951 και / ή του Πρωτοκόλλου του 1967 για το Καθεστώς των Προσφύγων, 23 Ιουλίου 2003, διαθέσιμο σε: https://www.refworld.org/cgi-bin/texis/vtx/rwmain/opendocpdf.pdf?reldoc=y&docid=4714a7fc2, σελ. 2-3 

[35] Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες, ΚΑΤΕΥΘΥΝΤΗΡΙΕΣ Ο∆ΗΓΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ∆ΙΕΘΝΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ «Η ∆υνατότητα Εγκατάστασης σε άλλη Περιοχή της Χώρας Καταγωγής» στα πλαίσια του άρθρου 1 Α (2) της Σύµβασης του 1951 και / ή του Πρωτοκόλλου του 1967 για το Καθεστώς των Προσφύγων, 23 Ιουλίου 2003, διαθέσιμο σε: https://www.refworld.org/cgi-bin/texis/vtx/rwmain/opendocpdf.pdf?reldoc=y&docid=4714a7fc2, σελ. 5


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο