
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
30 Σεπτέμβριου 2024
[Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, ΔΔΔΔΠ.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
S. Y
Αιτητής
-και-
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ,
μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ' ων η Αίτηση
....................
Π. Δουτμέ (κα) για Χρύσα Ματθαίου, Δικηγόρος του Αιτητή
Μ.Βασιλείου (κα), Δικηγόρος για τους Kαθ' ων η αίτηση.
ΑΠΟΦΑΣΗ
Δ. Κατσαρίδης Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Ο Αιτητής με την παρούσα προσφυγή αξιώνει την ακύρωση της απόφασης των Καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 31/12/20221 η οποία κοινοποιήθηκε στον Αιτητή στις 21/11/2022, και με την οποία έλαβε γνώση της απόρριψης της αίτησής του για παραχώρηση σε αυτόν καθεστώτος διεθνούς προστασίας καθότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 3 και 19 του Περί Προσφύγων Νόμο.
Γεγονότα
Όπως προκύπτει από την Ένσταση που καταχωρήθηκε από την ευπαίδευτη συνήγορο που εκπροσωπεί τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης έχουν ως κατωτέρω:
Ο Αιτητής κατάγεται από τη Γκάνα και συμπλήρωσε αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας στις 03/03/2020. Στις 09/06/2020, πραγματοποιήθηκε συνέντευξη του Αιτητή από λειτουργό του Οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το Άσυλο (European Union Agency for Asylum, εφεξής EASO). Στις 07/12/2021, ο αρμόδιος λειτουργός ετοίμασε Έκθεση και Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με την συνέντευξη του Αιτητή. Στη συνέχεια, ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε την εισήγηση για απόρριψη της αίτησης ασύλου του Αιτητή στις 31/12/2021. Στις 04/02/2022, η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική επιστολή μαζί με την αιτιολόγηση της απόφασης της σχετικά με το αίτημα του Αιτητή, η οποία παραλήφθηκε και υπογράφτηκε ιδιοχείρως από τον Αιτητή στις 21/11/2022.
ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ
Η συνήγορος του Αιτητή, στην προσφυγή την οποία κατέθεσε προέβαλε πλήθος λόγων ακυρώσεων τους οποίους ωστόσο δεν ανέπτυξε δια της γραπτής του αγόρευσης. Κατά τη γραπτή της αγόρευση, προωθεί ότι η επίδικη λήφθηκε υπό πλάνη ή/και πεπλανημένα κριτήρια, χωρίς να έχει προηγηθεί από τον αρμόδιο λειτουργό δέουσα έρευνα, ενώ επιπλέον στερείται αιτιολογίας ή/και επαρκούς αιτιολογίας.
Θα πρέπει να αναφερθεί πως η συνήγορος του Αιτητή κατά την δικάσιμο ημερομηνίας 27/03/2024, όπου η υπόθεση ήταν ορισμένη για διευκρινίσεις και παρουσίαση διοικητικού φακέλου, απέσυρε όλους τους νομικούς ισχυρισμούς που προωθεί μέσω της Γραπτής της Αγόρευσης, πλην αυτούς που αφορούν το νομικό ισχυρισμό περί έλλειψης δέουσας έρευνας εκ μέρους του αρμόδιου οργάνου. Κατά συνέπεια, οι υπόλοιποι νομικοί ισχυρισμοί αποσύρθηκαν και απορρίφθηκαν από το Δικαστήριο.
Η ευπαίδευτη συνήγορος των Καθ' ων η Αίτηση ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έχει ληφθεί ορθά και νόμιμα, σύμφωνα με τις Διεθνείς Συμβάσεις, τις σχετικές διατάξεις του Συντάγματος και της κείμενης νομοθεσίας, των Κανονισμών και των γενικών αρχών του Διοικητικού Δικαίου, μετά από δέουσα έρευνα και σωστή ενάσκηση των εξουσιών που δίνει ο νόμος στους Καθ' ων η αίτηση, αφού λήφθηκαν υπ' όψιν όλα τα σχετικά γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης και είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη.
ΚΑΤΑΛΗΞΗ
Κατόπιν των ανωτέρω, θα προχωρήσω στην εξέταση του εναπομείναντα λόγου ακυρώσεως περί έλλειψης δέουσας έρευνας, όπου διαπιστώνω ότι δεν συνοδεύεται από σαφή αιτιολογία ή παραπομπή σε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης του. Λαμβανομένης υπόψιν και της εξουσίας του παρόντος Δικαστηρίου όπου και σύμφωνα με τον περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο του 2018, Ν.73(Ι)/2018, το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας έχει την εξουσία να εξετάσει την παρούσα υπόθεση πλήρως και από τούδε και στο εξής (ex nunc), προχωρώ να εξετάσω την ουσία της υπόθεσης σε συνάρτηση με τον γενικόλογο έστω ισχυρισμό του Αιτητή περί μη δέουσας έρευνας.
Έχει πλειστάκις νομολογηθεί ότι η έκταση, ο τρόπος και η διαδικασία που ακολουθείται ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης. Περαιτέρω η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το θέμα που εξετάζεται. Το κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και τη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων τα οποία παρέχουν ασφαλή συμπέρασμα. (Βλέπε Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.α., Α.Ε. 1518/1.11.96, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου, Α.Ε.1575/14.7.97 , Α.Ε.2371,Motorways Ltd v Δημοκρατίας ημερ. 25/6/99).
Το Δικαστήριο στα πλαίσια ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντος οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωση (βλ. απόφαση αρ. 128/2008 JAMAL KAROU V Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 1 Φεβρουαρίου, 2010).
Σύμφωνα με τα στοιχεία του Αιτητή, όπως καταγράφονται στην Έκθεση του λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου αλλά και όπως διαφαίνονται από τον διοικητικό φάκελό που κατατέθηκε στο Δικαστήριο ως Τεκμήριο 1 κατά το στάδιο των Διευκρινήσεων και δεν αμφισβητούνται, παρατηρώ ότι κατά την υποβολή του αιτήματος διεθνούς προστασίας, ο Αιτητής δήλωσε ότι στη περιοχή του προκλήθηκε φωτιά και οι κάτοικοι θεώρησαν ότι ο Αιτητής και ο αδελφός του προκάλεσαν την πυρκαγιά. Πρόσθεσε ότι όταν είδε τον αδελφό του να συνομιλεί με την αστυνομία, εισήλθε σε μια μεγάλη βάρκα και εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής του.
Κατά το κρίσιμο στάδιο της προφορικής του συνέντευξης και σχετικά με τα προσωπικά του στοιχεία, ο Αιτητής δήλωσε ως τόπο καταγωγής του την πόλη Yendi, από το έτος 2014 έως 2017 διέμενε στη πόλη Kintampo και από το 2017 στη πόλη Accra. Είναι άγαμος και άτεκνος, ο πατέρας του απεβίωσε το 2002, η μητέρα του βρίσκεται στη πόλη Accra και δήλωσε ότι με τον αδελφό του δεν έχει επικοινωνία. Αναφορικά με το εκπαιδευτικό του επίπεδο δήλωσε ότι δεν ολοκλήρωσε την δευτεροβάθμια εκπαίδευση.
Σχετικά με τους λόγους για τους οποίους φέρεται να εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής, o Αιτητής, δήλωσε ότι στις 5/01/2020, όταν επέστρεψε από την εκκλησία στην οικία του τοποθέτησε το κινητό του τηλέφωνο για φόρτιση και επισκέφθηκε ένα φίλο του. Αμέσως μετά ξέσπασε φωτιά η οποία επεκτάθηκε σε όλη τη γειτονιά. Ένας άνδρας ρώτησε τον Αιτητή εάν γνωρίζει από που ξέσπασε η φωτιά και ο ίδιος απάντησε ότι ξεκίνησε από το δωμάτιο του, και στη συνέχεια ο εν λόγω άνδρας ήταν το πρόσωπο που του εισηγήθηκε να εγκαταλείψει τη χώρα ώστε να μην συλληφθεί. Ερωτηθείς εάν τον αναζητά η αστυνομία, απάντησε ότι η μητέρα του ανέφερε ότι τον αναζητούν αλλά η ίδια δεν γνωρίζει που βρίσκεται, προσθέτοντας ότι δεν ρωτά περαιτέρω πληροφορίες την μητέρα του διότι φοβάται. Κληθείς να εξηγήσει για ποιο λόγο κρύβεται δήλωσε ότι θα συλληφθεί διότι η φωτιά ξέσπασε από το δωμάτιο του.
Ακολούθως, ο αρμόδιος λειτουργός διέκρινε ένα ουσιώδη ισχυρισμό, αναφορικά με τα προσωπικά στοιχεία, το προφίλ, τη χώρα καταγωγής και διαμονής του Αιτητή, ο οποίος και έγινε αποδεκτός.
Στα πλαίσια του μοναδικού ισχυρισμού, ήτοι τα προσωπικά στοιχεία, το προφίλ, τον τόπο καταγωγής και διαμονής του Αιτητή ο λειτουργός συνήγαγε κατά την αξιολόγηση κινδύνου, ότι σε περίπτωση επιστροφής του στην Γκάνα ο Αιτητής δεν φέρει βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης και δεν υπάρχει εύλογη πιθανότητα να κινδυνεύσει με σοβαρή βλάβη. Ο λειτουργός κατέγραψε ότι σχετικά με τον φόβο ότι θα συλληφθεί από τις αρχές της χώρας καταγωγής του διότι θεωρεί τον εαυτό του υπεύθυνο για τη φωτιά στην περιοχή, δεν διαπιστώθηκε ότι είχε προηγούμενη δίωξη ή οποιοδήποτε πρόβλημα λόγω αυτού του ατυχήματος και ότι έφυγε αμέσως χωρίς να τον προσεγγίσει η αστυνομία.
Προχωρώντας στη νομική ανάλυση, ο λειτουργός κατέληξε στο ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις υπαγωγής του Αιτητή σε ένα από τους πέντε λόγους που εξαντλητικά προβλέπονται από το άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου και ως εκ τούτου δεν δικαιούται προσφυγικό καθεστώς. Επιπλέον, κρίθηκε ότι σε περίπτωση επιστροφής του στην Γκάνα, ο Αιτητής δεν θα κινδυνεύσει με θανατική ποινή ή εκτέλεση σύμφωνα με το άρθρο 19(2)(α) του περί Προσφύγων Νόμου, ούτε ενδέχεται να υποστεί βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία δυνάμει του άρθρου 19 (2)(β). Αναφορικά δε με το άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, οι Καθ' ων η αίτηση κατέληξαν, κατόπιν σχετικής έρευνας αναφορικά με την κατάσταση ασφαλείας στην Γκάνα, ότι ο Αιτητής δεν θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη υπό την έννοια του συγκεκριμένου άρθρου σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής και ως εκ τούτου, το ενδεχόμενο υπαγωγής του σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας απορρίφθηκε.
Έχω εξετάσει με προσοχή τον διοικητικό φάκελο του Αιτητή και, όπως προκύπτει από τα στοιχεία που βρίσκονται σ΄ αυτόν, ορθά η Υπηρεσία Ασύλου αποφάσισε ότι δεν δύναται o Αιτητής να υπαχθεί στις πρόνοιες της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 και στον περί Προσφύγων Νόμο για τους λόγους που θα αναλυθούν κατωτέρω. Προτού υπεισέλθω στην συνολική εξέτασης της παρούσας υπόθεσης, θεωρώ απαραίτητη την παράθεση του πλαισίου αξιολόγησης μιας αίτησης διεθνούς προστασίας.
Αρχικά, εναπόκειται στον αιτούντα να υποβάλει το συντομότερο δυνατόν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για την τεκμηρίωση της αίτησης διεθνούς προστασίας και υποχρεούται να λάβει θετικά μέτρα για να υποστηρίξει την αίτησή του με πληροφορίες[1]. Ως έχει νομολογηθεί, ο Αιτητής πρέπει να καταβάλει ειλικρινή προσπάθεια να θεμελιώσει την αφήγηση του, ότι δηλαδή υπήρξε θύμα δίωξης στην χώρα καταγωγής του, ώστε να πληροί της προϋποθέσεις υπαγωγής του σε καθεστώς Διεθνούς Προστασίας[2]. Ωστόσο δεν υπάρχει υποχρέωση προσκόμισης εγγράφων ή άλλων αποδείξεων προς υποστήριξη κάθε συναφούς πραγματικού περιστατικού που επικαλείται ο αιτών, εντούτοις οφείλει προσωπικά να συνεργάζεται για την εξακρίβωση των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης. Εάν τα απαραίτητα στοιχεία της αίτησης δεν επιβεβαιωθούν κατά τη διαδικασία αξιολόγησης, το βάρος της τεκμηρίωσης της αίτησης το φέρει ο αιτών.
Υπενθυμίζεται συναφώς ότι σύμφωνα με το άρθρο 16 του Περί Προσφύγων Νόμου [Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί], αρχικά, το βάρος απόδειξης το φέρει ο αιτών άσυλο ο οποίος υποχρεούται να υποστηρίξει την αίτηση του με όλα τα έγγραφα και στοιχεία που έχει στην κατοχή του, αλλά και γενικότερα να βοηθήσει την Υπηρεσία Ασύλου με τον καλύτερο τρόπο να διαπιστώσει τα γεγονότα της υπόθεσης του. Ως έχει νομολογηθεί, ο αιτών διεθνούς προστασίας πρέπει να καταβάλει ειλικρινή προσπάθεια να θεμελιώσει την αφήγησή του, ότι δηλαδή υπήρξε θύμα δίωξης στην χώρα καταγωγής του, ώστε να πληροί της προϋποθέσεις υπαγωγής του στο καθεστώς Διεθνούς Προστασίας. (βλ. WILLIAM CRISANTHA MAL FRANCIS KARUNARATHNA ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ κ.α, Υπόθεση Αρ. 1875/2008, 1 Μαρτίου 2010).
Κατά την διαπίστωση των πραγματικών γεγονότων, καθοριστικό ρόλο παίζει η αξιοπιστία ενός αιτούντος άσυλο. Προς τούτο τονίζω ότι ο όρος «αξιοπιστία» δεν ορίζεται από το Κοινό Ευρωπαϊκό Σύστημα Ασύλου. Η χρήση του όρου, από το άρθρο 4 παράγραφος 5 στοιχείο (ε) της οδηγίας 2011/95/EE αναφέρεται στη γενική αξιοπιστία ενός αιτούντος, αλλά αυτό είναι στο πλαίσιο ενός συγκεκριμένου κανόνα που διέπει τη μη επιβεβαίωση πτυχών των δηλώσεων του αιτούντος. Κατά συνέπεια, η αξιολόγηση της αξιοπιστίας αφορά τη διαδικασία έρευνας για το εάν το σύνολο ή μέρος των δηλώσεων του αιτούντος ή άλλα αποδεικτικά στοιχεία που υποβλήθηκαν από αυτόν σχετικά με τους ουσιώδεις ισχυρισμούς (material facts) μπορούν να γίνουν δεκτά προκειμένου να διαπιστωθεί εάν ο αιτητής εμπίπτει στις προϋποθέσεις παραχώρησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας.
Αυτή η αξιολόγηση μπορεί να περιλαμβάνει την επαλήθευση εάν οι δηλώσεις του αιτούντος είναι συνεπείς, επαρκώς λεπτομερείς, εύλογες και συμβατές με τα έγγραφά του, τις πηγές πληροφόρησης και κάθε άλλο αποδεικτικό στοιχείο που αποκτήθηκε. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η αξιολόγηση της αξιοπιστίας δεν σημαίνει ότι σε όλες τις περιπτώσεις ο υπεύθυνος λήψης αποφάσεων θα προβεί σε επαλήθευση και θα καταλήξει με απόλυτη βεβαιότητα αναφορικά με την αλήθεια των δηλώσεων του αιτούντος. Η Ύπατη Αρμοστεία έχει ορίσει την αξιοπιστία ως εξής: «Ο αιτών άσυλο κρίνεται αξιόπιστος, όταν έχει προβάλει ισχυρισμούς που παρουσιάζουν συνοχή και είναι εύλογοι, που δεν είναι αντιφατικοί με τα κοινά τοις πάσι γεγονότα και κατά συνέπεια μπορεί να οδηγήσουν τον υπεύθυνο της συνέντευξης στη δημιουργία πεποίθησης για το βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης που εκφράζει.». Η ως άνω προσέγγιση υιοθετήθηκε και από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην Υπόθεση JK και Others v Sweden, αριθμός αίτησης 59166/12, Παρ. 53.
Στο εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», αναφέρεται στην σελίδα 98, παράγραφος 4.5.3 ότι σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να γίνεται μια αντικειμενική και ισορροπημένη στάθμιση του κατά πόσον οι ισχυρισμοί του αιτητή αντικατοπτρίζουν αυτό που θα ήταν εύλογα αναμενόμενο από κάποιον με τις περιστάσεις του ο οποίος εκφράζει δια τούτων μια αληθινή προσωπική εμπειρία («Σε κάθε περίπτωση, απαιτείται ισορροπημένη και αντικειμενική αξιολόγηση του αν η αφήγηση του αιτούντος αντικατοπτρίζει την αφήγηση που αναμένεται από ένα πρόσωπο στην κατάσταση του αιτούντος το οποίο αφηγείται μια πραγματική προσωπική εμπειρία.»). Περαιτέρω, στην προηγούμενη σελίδα του εγχειριδίου, αναφέρεται ότι είναι γενικά εύλογο να αναμένεται ότι αίτημα θα πρέπει να παρουσιάζεται τεκμηριωμένα και με επαρκείς λεπτομέρειες αλλιώς οι ελλείψεις αυτές στις λεπτομέρειες μπορεί να συνιστούν έλλειψη σχετικών στοιχείων («Η μη επαρκής παροχή λεπτομερειών μπορεί επίσης να ισοδυναμεί με αυτό που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 5 στοιχείο β) της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση) ως έλλειψη «λυσιτελών στοιχείων».
Ακολούθως, κατά την απόφαση του ΔΕΕ, C – 277/11 M. κατά Minister for Justice, Equality and Law Reform, Ιρλανδίας, Attorney General, αποφ. ημερ. 22/11/2012 η αξιολόγηση μιας αίτησης διεθνούς προστασίας πρέπει να πραγματοποιείται σε δύο αυτοτελή στάδια: «Το πρώτο στάδιο αφορά τη διαπίστωση της συνδρομής των πραγματικών περιστατικών που αποδεικνύουν τη βασιμότητα της αιτήσεως, ενώ το δεύτερο στάδιο αφορά τη νομική εκτίμηση των εν λόγω αποδεικτικών στοιχείων, προκειμένου να αποφασισθεί αν πληρούνται, υπό το φως των πραγματικών περιστατικών της συγκεκριμένης υποθέσεως, οι ουσιαστικές προϋποθέσεις που θέτουν τα άρθρα 9 και 10 ή 15 της οδηγίας 2004/83 για την παροχή διεθνούς προστασίας.» Η εξακρίβωση των πραγματικών (ή ουσιωδών) περιστατικών είναι ύψιστης σημασίας για την αξιολόγηση του μελλοντικού κινδύνου που δύναται να αντιμετωπίσει ο εκάστοτε αιτών, εφόσον από αυτά θα προκύψουν γεγονότα που πιθανόν να τεκμηριώνουν παρελθούσα δίωξη ή γεγονότα που στην συνολική αξιολόγηση της αίτησης είναι καθοριστικά για μελλοντική δίωξη.[3]
Έχοντας παραθέσει το νομικό πλαίσιο εξέτασης των αιτήσεων διεθνούς προστασίας, θα προχωρήσω στη συνέχεια σε έλεγχο της νομιμότητας και της ορθότητας της επίδικης απόφασης, δια της πλήρους και ex-nunc εξέτασης των γεγονότων και νομικών ζητημάτων που διέπουν αυτή, ενόψει της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 11(3) α του Περί Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018).
Αξιολόγηση των ισχυρισμών
Όσον αφορά τον διαχωρισμό των ουσιωδών ισχυρισμών του Αιτητή, παρατηρώ ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση προέβησαν σε εσφαλμένη και ελλιπή καταγραφή. Οι καθ’ ων η αίτηση περιορίστηκαν στην καταγραφή αποκλειστικά των προσωπικών στοιχείων, του εν γένει προφίλ και της χώρας καταγωγής του Αιτητή, χωρίς να προβούν σε καταγραφή του ισχυριζόμενου φόβου δίωξης του Αιτητή από τις αρχές της χώρα καταγωγής του αναφορικά με την φωτιά στο τόπο διαμονής του, ισχυρισμό τον οποίο οι Καθ' ων όφειλαν να προχωρήσουν σε αξιολόγηση.
Οι ουσιώδεις ισχυρισμοί, άλλως ουσιώδη πραγματικά περιστατικά, είναι γεγονότα που συνδέονται άμεσα με τον ορισμό του πρόσφυγα [άρθρο 1(Α)(2) της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 για τους πρόσφυγες και άρθρο 2(δ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ] ή του προσώπου που δικαιούται συμπληρωματική προστασία (άρθρο 2(στ) και άρθρο 15 της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ] και άπτονται του πυρήνα της αίτησης. Ο δε εντοπισμός και η αξιολόγηση όλων των ουσιωδών ισχυρισμών αποτελεί υποχρέωση των Καθ' ων η αίτηση, ως αυτή απορρέει και από το άρθρο 18 (3) (α) του περί Προσφύγων Νόμου, το οποίο επιβάλλει όπως η αξιολόγηση της αίτησης διεθνούς προστασίας γίνεται σε εξατομικευμένη βάση, αντικειμενικά και αμερόληπτα και περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τη συνεκτίμηση όλων των σχετικών με την αίτηση στοιχείων που σχετίζονται με τη χώρα καταγωγής, κατά το χρόνο λήψης της απόφασης, συμπεριλαμβανομένων των νόμων και των κανονισμών στη χώρα καταγωγής και του τρόπου εφαρμογής τους,
Λαμβανομένου των ως άνω, κρίνω ότι στοιχειοθετείται, κατά την κρίση μου, έλλειψη δέουσας έρευνας αλλά και πιθανότητα (ουσιώδους) πλάνης περί τα πράγματα, η οποία οδηγεί αναπόφευκτα στην ακύρωση της επίδικης απόφασης. Σημειώνεται ότι, «αποτελεί πάγια νομολογιακή αρχή ότι ακόμη και η πιθανολόγηση της ορθότητας ισχυρισμού περί εσφαλμένου πραγματικού βάθρου της προσβαλλόμενης πράξης, όπως και η απλή θεμελίωση ενδεχομένου πλάνης, αρκεί για να ακυρωθεί αυτή και να εξεταστεί το θέμα από το αρμόδιο διοικητικό όργανο πάνω στην ορθή πραγματική του βάση απαλλαγμένο από τις πλημμέλειες που εντοπίστηκαν (βλ. Κ. ν. Συμβουλίου Αμπελουργικών Προϊόντων (1992) 3 Α.Α.Δ. 228, Ιορδανού ν. Ε.Δ.Υ (1997) 3 Α.Α.Δ. 250)».[4]
Ως εκ των ανωτέρω, κρίνω ότι η διοίκηση προέβη σε πλημμελή έρευνα, καθώς και πλάνη περί τα πράγματα, παραλείποντας να λάβει υπόψιν της ουσιώδη πραγματικά γεγονότα και συγκεκριμένα τον ισχυριζόμενο φόβο δίωξης του Αιτητή από τις αρχές της χώρα καταγωγής του εξαιτίας της φωτιάς που προκλήθηκε στη γειτονιά όπου διέμενε ο Αιτητής.
Οι ως άνω παρατηρήσεις δε σφραγίζουν την τύχη της επίδικης απόφασης. Με δεδομένη επαναλαμβάνω τη δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου προς έλεγχο της νομιμότητας και της ορθότητας της επίδικης απόφασης, δια της πλήρους και ex nunc εξέτασης των γεγονότων και νομικών ζητημάτων που διέπουν αυτή, θα προχωρήσω στο σχηματισμό και αξιολόγηση των ουσιωδών ισχυρισμών που προέβαλε ο Αιτητής κατά την διάρκεια της συνέντευξης του.
Όσον αφορά τον αποδεκτό ισχυρισμό περί των προσωπικών στοιχείων, του εν γένει προφίλ και της χώρας καταγωγής του Αιτητή, θα συμφωνήσω με το συμπέρασμα του αρμόδιου λειτουργού και θα υιοθετήσω την κατάληξη των Καθ’ ων η αίτηση.
Όσον αφορά τον σχηματισθέντα από το παρόν Δικαστήριο, ουσιώδη ισχυρισμό, ήτοι τον ισχυριζόμενο φόβο δίωξης του Αιτητή από τις αρχές της χώρας καταγωγής του λόγω της φωτιάς που ξέσπασε στην οικία του Αιτητή και επεκτάθηκε στη γειτονιά, παρατηρώ τα εξής. Ο Αιτητής κατά τη διάρκεια της συνέντευξης του δήλωσε ότι στις 05/01/2020, μετά την εκκλησία, επέστρεψε στην οικία του, όπου βρισκόταν ο αδελφός του, τοποθέτησε το τηλέφωνο του για φόρτιση και έφυγε για να επισκεφθεί ένα φίλο του, ο οποίος διέμενε σε κοντινή απόσταση από την οικία του (ερ. 12-1χ, 11 του δ.φ.). Σε διάστημα 5 λεπτών, ξέσπασε φωτιά και επεκτάθηκε στη γειτονιά, λόγω έκρηξης δεξαμενής αερίου, με αποτέλεσμα να καταστραφούν αρκετές οικίες. Ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι η φωτιά ξέσπασε από το τηλέφωνο του και αναπτύχθηκε μέχρι την δεξαμενή αερίου. Ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να δώσει ικανοποιητικές και επαρκείς πληροφορίες σε σχέση με τον εν λόγω ισχυρισμό. Οι αναφορές του περί πρόκλησης της φωτιάς από το τηλέφωνο του αποτελούν εικασίες του ιδίου. Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης δεν αναφέρθηκε σε οποιονδήποτε καταγγελία εναντίον του, αντιθέτως, όπως ο ίδιος δήλωσε δεν ρωτούσε την μητέρα του σχετικά με την φωτιά διότι φοβόταν (ερ. 8 του δ.φ.). Περαιτέρω, ισχυρίστηκε ότι ο αδελφός του βρισκόταν στην οικία του όταν προκλήθηκε η φωτιά και οδήγησε σε έκρηξη δεξαμενής αερίου, χωρίς ωστόσο να τραυματιστεί (ερ. 10 του δ.φ.). Ερωτηθείς, να εξηγήσει πως η αστυνομία γνώριζε ότι η φωτιά ξέσπασε από την οικία τους, δήλωσε χωρίς ευλογοφάνεια ότι είδε τον αδελφό του να συνομιλεί με την αστυνομία, δηλώνοντας στη συνέχεια ότι δεν γνωρίζει το περιεχόμενο της συνομιλίας του. Αναφορικά με τον άνδρα, ο οποίος του εισηγήθηκε να διαφύγει από τη χώρα δεν ήταν σε θέση να απαντήσει για ποιο λόγο του εισηγήθηκε να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του. Παρατηρώ ότι οι απαντήσεις του Αιτητή στις ερωτήσεις του αρμόδιου λειτουργού ήταν αόριστες, επιφανειακές, ενώ απουσίαζε το προσωπικό και βιωματικό στοιχείο και η ευλογοφάνεια. Τα ανωτέρω, πλήττουν την εσωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού του Αιτητή. Ως εκ τούτου, το παρόν Δικαστήριο απορρίπτει τον εν λόγω ισχυρισμό, λόγω έλλειψης εσωτερικής αξιοπιστίας.
Γενικά είναι εύλογο να αναμένεται ότι μια αξίωση για διεθνή προστασία θα παρουσιάζεται ουσιαστικά και επαρκώς λεπτομερής, τουλάχιστον όσον αφορά τα πιο σημαντικά γεγονότα της αξίωσης. Περαιτέρω, κατά πάγια νομολογία σχετικά με το άρθρο 4, παράγραφος 1, της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ (και προηγούμενα, της Οδηγίας 2004/83/ΕΕ), εναπόκειται, κατ’ αρχήν, στον αιτούντα να προσκομίσει όλα τα αναγκαία στοιχεία προς στήριξη της αιτήσεώς του. Επομένως, η ανεπάρκεια λεπτομερειών συνιστά αυτό που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 5 στοιχείο β) της οδηγίας 2011/95/ΕΕ ως έλλειψη σχετικών στοιχείων. Λαμβάνοντας υπόψη τα προσωπικά στοιχεία του Αιτητή, ήτοι την ηλικία του, το ότι δεν υπάρχουν ενδείξεις περί οποιασδήποτε ευαλωτότητας του,[5] φρονώ ότι θα ήταν εύλογα αναμενόμενο να είναι σε θέση να στηρίξει την αίτησή του προβάλλοντας μια γνήσια προσωπική εμπειρία. Παράλληλα, κρίνω ότι οι δηλώσεις και οι επεξηγήσεις του δεν προσδίδουν στους ισχυρισμούς του την απαραίτητη βιωματική χροιά ώστε να ενισχύεται η αξιοπιστία τους.
Ένεκα του προσωπικού χαρακτήρα του ισχυρισμού του Αιτητή, ο οποίος είναι δυνατόν να αποδειχθεί μόνο εκ των δηλώσεων και αναφορών του Αιτητή, το Δικαστήριο καταλήγει ότι δεν είναι δυνατή η άντληση πληροφοριών από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης. Για λόγους πληρότητας όμως, το Δικαστήριο προέβη σε έρευνα σε πληροφορίες από τη χώρα καταγωγής του Αιτητή, δεδομένου ότι το παρόν δικαστήριο έχει πρόσβαση σε ακριβείς και επικαιροποιημένες πληροφορίες από διάφορες πηγές σχετικά με τη γενική κατάσταση που επικρατεί στις χώρες καταγωγής και διέλευσης κατά τον χρόνο λήψης της απόφασής του [βλ. άρθρο 10 παράγραφος 4 της Οδηγία 2013/32/ΕΕ (αναδιατύπωση)].
Σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση του Υπουργείου εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτείων αναφορικά με την τρέχουσα κατάσταση των Ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Γκάνα.[6] Το σύνταγμα και ο νόμος απαγόρευαν την αυθαίρετη σύλληψη και κράτηση και προβλέπουν το δικαίωμα οποιουδήποτε ατόμου να αμφισβητήσει τη νομιμότητα της σύλληψης ή της κράτησής του στο δικαστήριο, ωστόσο η κυβέρνηση μερικές φορές αγνοεί αυτές τις προστασίες. Το σύνταγμα και ο νόμος προβλέπουν το δικαίωμα σε δίκαιη και δημόσια δίκη, και η δικαστική εξουσία γενικά επιβάλλει αυτό το δικαίωμα.
Σε άλλη πρόσφατη έκθεση του Freedom house[7] αναφέρεται ότι H δικαστική ανεξαρτησία είναι συνταγματικά και νομικά κατοχυρωμένη. Ενώ το δικαστικό σώμα έχει επιδείξει κάποια αμεροληψία τα τελευταία χρόνια, η αντίληψη της διαφθοράς και οι καθυστερήσεις στην απονομή της δικαιοσύνης εξακολουθούν να αποτελούν προκλήσεις. Τον Αύγουστο του 2023, η αρχιδικαστής Gertrude Torkornoo κάλεσε τους Γκανέζους να μην πληρώνουν δωροδοκίες σε όσους φέρονται να εργάζονται για τους δικαστές. H διαπραγμάτευση για τα περισσότερα ποινικά αδικήματα εισήχθη μέσω νομοθεσίας που υπογράφηκε το 2022. Η κυβέρνηση δεν υποχρεούται να παρέχει στους κατηγορούμενους νομικό σύμβουλο και πολλοί άνθρωποι που δεν έχουν τη δυνατότητα να πληρώσουν δικηγόρους αναγκάζονται να εκπροσωπούνται μόνοι τους στο δικαστήριο.
Με βάση τα ανωτέρω στοιχεία μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι σε υπόθεσή όπως αυτή του Αιτητή ο οποίος επικαλείται ότι αναζητείται από τις αρχές λόγω μιας φωτιάς που ξεκίνησε στην γειτονίας του και ως εκ τούτου αφορά αδίκημα κοινού ποινικού δικαίου ο Αιτητής μπορεί να απευθυνθεί στην δικαιοσύνη καθότι και όπως αναφέρουν πηγές πληροφόρησης υπάρχει συνταγματική προστασία και δίκαιη διαδικασία ενώ τα δικαιώματα των κατηγορουμένων γενικώς υποστηρίζονται.
Εξάλλου, ακόμη και εάν κριθεί ότι ο Αιτητής αναζητείται από τις αρχές της χώρας καταγωγής του, δεν του δίνει έρεισμα για υπαγωγή του σε καθεστώς διεθνούς προστασίας. Όπως επισημαίνεται στον Οδηγό της ΕASO με τίτλο «Δικαστική ανάλυση - Προϋποθέσεις χορήγησης διεθνούς προστασίας (οδηγία 2011/95/ΕΕ)-Έκδοση 2018», «[η] άσκηση ποινικής δίωξης και η τιμωρία για συνήθη εγκλήματα δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν απάνθρωπη μεταχείριση, εκτός εάν υπάρχουν ειδικές επιβαρυντικές περιστάσεις οι οποίες υποστηρίζουν την άποψη ότι η τιμωρία είναι υπερβολικά δυσανάλογη. Καταρχάς είναι δικαίωμα του κράτους να καθορίζει την κατάλληλη ποινή για ένα έγκλημα και να επανεξετάζει τις ποινές.
[..]
Ωστόσο, σε όλες τις περιπτώσεις, πρέπει να πληρούται η προϋπόθεση της σοβαρότητας της μεταχείρισης. Κατ’ αναλογία προς τη νομολογία του ΔΕΕ στην υπόθεση X, Y και Z (729), ακόμη και η ποινικοποίηση πράξεων ή συμπεριφοράς που προστατεύονται ως ανθρώπινα δικαιώματα ενδέχεται να μην φθάνει το επίπεδο σοβαρής κακομεταχείρισης.»
Συνεπώς, με βάση τα διαπιστωμένα πραγματικά περιστατικά, την εκτίμηση κινδύνου και τις διαθέσιμες πληροφορίες σχετικά με τη χώρα καταγωγής, διαπιστώνεται ότι δεν πληρούται ούτε το αντικειμενικό στοιχείο του βάσιμου φόβου δίωξης. Ενόψει των ανωτέρω, κρίνω ότι δεν υφίσταται εν προκειμένω εύλογη πιθανότητα ο Αιτητής να εκτεθεί, σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, σε μεταχείριση η οποία θα μπορούσε να ανέλθει σε δίωξη ή σοβαρή βλάβη. Σημειώνεται δε, ότι δεν εντοπίζεται κάποια ευαλωτότητα, πολιτικό προφίλ ή και ότι ανήκει ο Αιτητής σε κάποια ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα, στοιχεία τα οποία και με βάση πηγές πληροφορήσεις μπορεί να τον θέσουν σε αυξημένο κίνδυνο σε περίπτωση επιστροφής της σε κάποιες περιπτώσεις.
Συνεπακόλουθα φρονώ ότι τόσο η εσωτερική αλλά και η αξιοπιστία του εν λόγω ουσιώδη πραγματικού περιστατικού ως έχει διαμορφωθεί στην περίπτωση του Αιτητή δεν γίνεται αποδεκτή, το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν στοιχειοθετείται το στοιχείο του βάσιμου φόβου δίωξης στην περίπτωσή του. Η φράση «βάσιμος φόβος» σημαίνει ότι πρέπει να υπάρχει εύλογη βάση για τον φόβο του αιτούντος. Αυτό το στοιχείο του ορισμού του πρόσφυγα αφορά την αξιολόγηση της «έκτασης του κινδύνου» της ύπαρξης «υπόκειται σε πράξεις δίωξης» για «επιστροφή στη χώρα καταγωγής του». Για το ΔΕΕ, ο ενδιαφερόμενος υπήκοος τρίτης χώρας «πρέπει, επομένως, λόγω περιστάσεων που υπάρχουν στη χώρα καταγωγής του και η συμπεριφορά των παραγόντων της δίωξης, να έχει βάσιμο φόβος ότι θα διωχθεί προσωπικά…»[8]. Όπως σημείωσε το ΔΕΕ στην υπόθεση Abdulla[9], «Αυτές οι περιστάσεις δείχνουν ότι η τρίτη χώρα δεν προστατεύει τον υπήκοό της από πράξεις δίωξης». Κάτι τέτοιο και από τα ενώπιον μου και ως αναφέρω πιο πάνω δεν προκύπτει στην περίπτωση του Αιτητή.
Συνεπώς, οι ισχυρισμοί που ορθώς έγιναν αποδεκτοί από την αρμόδια λειτουργό, ήτοι τα προσωπικά στοιχεία και ο τόπος συνήθους διαμονής της, δεν σχετίζονται με τους λόγους που προβλέπονται από τη Σύμβαση της Γενεύης του 1951 (δίωξη λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, συμμετοχής σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα ή πολιτικών πεποιθήσεων) και δεν αποτελούν βάση για την αναγνώριση ενός προσώπου ως πρόσφυγα. Ούτε προκύπτει ότι η βλάβη που επικαλείται είναι αρκούντως σοβαρή λόγω της φύσης ή της επανάληψης των επαπειλούμενων περιστατικών, ώστε να συνιστά σοβαρή παραβίαση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων (βλ. άρθρο 3Γ Περί Προσφύγων Νόμου).
Συναφώς επισημαίνεται ότι ούτε μπορεί να αναγνωριστεί στον Αιτητή «το ευεργέτημα της αμφιβολίας»,[10] όπως αυτό καθορίζεται στην παράγραφο 204 του Εγχειριδίου για τις διαδικασίες και τα κριτήρια καθορισμού του καθεστώτος των προσφύγων. Το ευεργέτημα της αμφιβολίας δίδεται μόνο εκεί όπου ο αιτητής έχει υποβάλει όλα τα διαθέσιμα σε αυτόν στοιχεία σε σχέση με την αίτησή του, τα οποία έχουν ελεγχθεί και, ο αρμόδιος λειτουργός ή/και ο Προϊστάμενος ικανοποιούνται ότι είναι γενικά αξιόπιστος.[11] Εν προκειμένω, ο Αιτητής δεν τεκμηρίωσε είτε στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας είτε της παρούσας διαδικασίας οποιοδήποτε ειδικό ισχυρισμό περί δίωξης. Όπως έχει εξάλλου νομολογηθεί, κρίση επί της αξιοπιστίας αιτητή και έγερση κωλύματος έγκρισης αίτησης για το λόγο της αναξιοπιστίας ως προς τα προβαλλόμενα από τον αιτητή είναι επιτρεπτή. (Βλ. σχετικά απόφαση στην υπόθεση Amiri v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων κ.ά. (2009) 3 ΑΑΔ 358, καθώς και την απόφαση του Δικαστηρίου τούτου στην υπόθεση Khalil v. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 466/2010, 28.9.2012).
Στη βάση λοιπόν του μοναδικού αποδεκτού ισχυρισμού και προς αξιολόγηση του μελλοντικού κινδύνου του Αιτητή σε περίπτωση επιστροφής του στη Γκάνα, το Δικαστήριο κρίνει ότι ο Αιτητής δεν αναμένεται να αντιμετωπίσει και/ή να υποστεί οποιαδήποτε πράξη δίωξης ή να αντιμετωπίσει κίνδυνο σοβαρής βλάβης κατά την επιστροφή του στη χώρα καταγωγής. Ο Αιτητής είναι ένα ενήλικο άτομο υγιές, χωρίς εμφανή ζητήματα ευαλωτότητας, με εργασιακή εμπειρία και ο οποίος διαθέτει συγγενικό δίκτυο στον τόπο διαμονής του.
Περαιτέρω, βάσει των στοιχείων του προφίλ του Αιτητή και των ισχυρισμών που ο ίδιος προώθησε, δεν πιθανολογείται ότι σε περίπτωση επιστροφής του στη Γκάνα, υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, όπως η εν λόγω έννοια ορίζεται στο άρθρο 19 (2) του Περί Προσφύγων Νόμου.
Ειδικότερα, εκ των όσων παρατέθηκαν ανωτέρω, διαφαίνεται ξεκάθαρα ότι ο Αιτητής δεν πληροί τις προϋποθέσεις υπαγωγής σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει των προνοιών του άρθρου 19(2) (α) και (β) του περί Προσφύγων Νόμου, καθότι, ως αναφέρθηκε και ανωτέρω, δεν τεκμηριώνεται από τους ισχυρισμούς του παρελθούσα δίωξη, ούτε στοχοποίηση του από οποιονδήποτε κρατικό ή μη κρατικό φορέα. Προκειμένου δε να εφαρμοστούν οι πρόνοιες των συγκεκριμένων άρθρων και να υπαχθεί ο Αιτητής σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει αυτών, απαιτείται υψηλός βαθμός εξατομίκευσης των περιστάσεων που σχετίζονται με τον επικαλούμενο φόβο. Στην παρούσα υπόθεση δεν διαπιστώνω ότι συντρέχουν οι απαιτούμενες προϋποθέσεις.
Αναφορικά με το ενδεχόμενο υπαγωγής του Αιτητή σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, ως προς τους παράγοντες που δύνανται να ληφθούν υπόψιν ως προς την αξιολόγηση του συστατικού στοιχείου της αδιάκριτης βίας, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: το ΔΕΕ) επεσήμανε σε πρόσφατη απόφασή του ότι συνιστούν «[.]μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 (πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C 285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών.» (ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας 10.6.2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland, σκέψη 43).
Περαιτέρω, ως προς τον προσδιορισμό του επιπέδου της ασκούμενης αδιάκριτης βίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: το ΕΔΔΑ) στην απόφασή του Sufi and Elmi (ΕΔΔΑ, απόφαση επί των προσφυγών 8319/07 και 11449/07, ημερομηνίας 28.11.2011, αξιολόγησε, διευκρινίζοντας ότι δεν κατονομάζονται εξαντλητικά, τη χρήση μεθόδων και τακτικών πολέμου εκ μέρους των εμπόλεμων πλευρών οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο αμάχων θυμάτων ή ευθέως στοχοποιούν αμάχους, εάν η χρήση αυτών είναι διαδεδομένη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, και, τελικά, τον αριθμό των αμάχων που έχουν θανατωθεί, τραυματιστεί και εκτοπιστεί ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης.
Όπως διευκρίνισε το ΔΕΕ «ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζουσα βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές, οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας» (Βλ. Απόφαση στην υπόθεση C-465/07, Meki Elgafaji, Noor Elgafaji κ. Staatssecretaris van Justitie,ημερ.17.2.2009). Ιδίως ως προς την εφαρμογή της αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας, το ΔΕΕ στην ως άνω απόφαση διευκρίνισε ότι «όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας».
Προκειμένου δε να διαπιστωθεί εάν συντρέχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής, ο Αιτητής θα αντιμετωπίσει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής του ακεραιότητας λόγω αδιακρίτως ασκούμενης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, ως οι διατάξεις του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, το Δικαστήριο ανέτρεξε σε έγκυρες πηγές πληροφόρησης για τη χώρα καταγωγής του Αιτητή, και ειδικότερα στην πόλη Accra, την οποία το Δικαστήριο θεωρεί ως τελευταίο τόπο διαμονής του Αιτητή, προς εξέταση της κατάστασης που επικρατεί σε αυτήν.
Εκ της διενεργηθείσας έρευνας προέκυψε ότι σύμφωνα με τη διαδικτυακή πύλη RULAC η Γκάνα δεν βρίσκεται υπό ένοπλη σύρραξη.[12]
Ειδικότερα, σύμφωνα με τα στοιχεία του Armed Conflict Location & Event Data Project (ACLED), για το διάστημα από 20/09/2023 έως 20/09/2024, σημειώθηκαν στην επαρχία Greater Accra όπου ανήκει η πόλη Accra 61 περιστατικά ασφαλείας τα οποία οδήγησαν σε 7 απώλειες.[13] Δεδομένου δε ότι σύμφωνα με την απογραφή του 2021, ο πληθυσμός της συγκεκριμένης επαρχίας ανέρχεται σε 5.455.692 κατοίκους[14], καθίσταται κατανοητό ότι ο ανωτέρω αναφερόμενος αριθμός περιστατικών ασφαλείας σε συνδυασμό με τις συνδεόμενες απώλειες στην εν λόγω περιοχή δεν ανέρχεται σε τόσο υψηλά επίπεδα σε σχέση με τον συνολικό πληθυσμό της περιοχής, έτσι ώστε η κατάσταση στην εν λόγω περιοχή να μπορεί να χαρακτηριστεί ως ένοπλη σύρραξη επιφέρουσα συνθήκες αδιακρίτως ασκούμενης βίας. Βάσει των ανωτέρω ποσοτικών και ποιοτικών πληροφοριών, δεν προκύπτει ότι στον τόπο τελευταίας διαμονής του Αιτητή λαμβάνει χώρα διεθνής ή εσωτερική ένοπλη σύρραξη εντός του πλαισίου του άρθρου 19(2)(γ) του Περί Προσφύγων Νόμου και ως εκ τούτου, παρέλκει περαιτέρω διερεύνηση των προσωπικών του περιστάσεων της για λόγους εφαρμογής της «αναπροσαρμοσμένης κλίμακας» όπως αυτή απορρέει από τη Νομολογία του ΔΕΕ.
Με βάση το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου και αφού εξέτασα τόσο τη νομιμότητα, όσο και την ουσία της παρούσης, καταλήγω ότι τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης δε στοιχειοθετούσαν τις αναγκαίες προϋποθέσεις για να αναγνωριστεί στον Αιτητή το καθεστώς του πρόσφυγα, ως προβλέπεται στα άρθρα 3-3Δ του Νόμου, αφού δεν τεκμηριώθηκε βάσιμος φόβος δίωξης, για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, ούτε το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας που προβλέπεται στο άρθρο 19 του Νόμου, αφού αυτός «δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο ότι θα υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη, ως καθορίζεται στο άρθρο 19(2)».
Τέλος, σημειώνεται ότι το Διάταγμα του Υπουργού Εσωτερικών ημερομηνίας 31.05.2024 (Κ.Δ.Π. 191/2024) με το οποίο η χώρα καταγωγής του Αιτητή ορίζεται ως ασφαλής τρίτη χώρα, χωρίς εν προκειμένω αυτός να έχει προβάλει οποιουσδήποτε ισχυρισμούς/στοιχεία που αφορούν προσωπικά στον ίδιο και οι οποίοι να ανατρέπουν το τεκμήριο περί ασφαλούς τρίτης χώρας. Στην αξιολόγηση αυτή λαμβάνεται υπόψη και η ικανότητα του κράτους να παρέχει προστασία στους πολίτες της από παραβιάσεις των δικαιωμάτων τους (βλ. άρθρο 12Βτρις(2) του περί Προσφύγων Νόμου). Ο Αιτητής δεν κατόρθωσε να ανατρέψει αυτό το τεκμήριο, ενώ υπενθυμίζεται, σχετικά, ότι η διεθνής προστασία αποτελεί προστασία δευτερεύουσα εκείνης της χώρας καταγωγής.
Δια τους λόγους που πιο πάνω αναφέρονται η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται. Ενόψει, ωστόσο, της κατάληξής μου αναφορικά με την πάσχουσα νομιμότητα θεωρώ ορθό και δίκαιο υπό τις περιστάσεις να μην επιδικάσω έξοδα.
[1] Judgment of the Court (First Chamber), 22 November 2012 M. M. v Minister for Justice, Equality and Law υποσημείωση 82, σκέψη 65
[2] (βλ. WILLIAM CRISANTHA MAL FRANCIS KARUNARATHNA ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ κ.α, Υπόθεση Αρ. 1875/2008, 1 Μαρτίου 2010).
[3] European Asylum Support Office – EASO, ‘Δικαστική ανάλυση – Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου’, 2018, σελ. 132 - 135
[4]βλ. K Κ. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΊΑΣ ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ, Υπόθεση Αρ. 1558/2018, 29/3/2023
[5] Βλ. C‑148/13 έως C‑150/13, EU:C:2014:2406, σκέψεις 54 και 57
[6] USDOS - US Department of State: 2023 Country Report on Human Rights Practices: Ghana, 23 April 2024
https://www.ecoi.net/en/document/2107704.html [accessed 27 September 2024]
[7] Freedom House: Freedom in the World 2024 - Ghana, 2024
https://www.ecoi.net/en/document/2108042.html [accessed 27 September 2024]
[8] Βλ. Συνεκδικαζόμενες υποθέσεις Cases C‑175/08, C‑176/08, C‑178/08 and C‑179/08, 2 Μαρτίου 2010 Παρ. 57
[9] Βλ. Συνεκδικαζόμενες υποθέσεις Cases C‑175/08, C‑176/08, C‑178/08 and C‑179/08, 2 Μαρτίου 2010 Παρ. 58
[10] ΕΔΔΑ, J.K. και λοιποί κατά Σουηδίας, ό.π. υποσημείωση 20. Βλ. επίσης ΕΔΔΑ, απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2015, RH κατά Σουηδίας, προσφυγή αριθ. 4601/14, σκέψη 58· ΕΔΔΑ, απόφαση της 20ης Ιουλίου 2010, N κατά Σουηδίας, προσφυγή αριθ. 23505/09, σκέψη 53· ΕΔΔΑ, απόφαση της 9ης Μαρτίου 2010, RC κατά Σουηδίας, προσφυγή αριθ. 41827/07, σκέψη 50.
[11] Άρθρο 13 του περί Προσφύγων Νόμου.
[12] RULAC, Geneva Academy, map, διαθέσιμο σε: https://www.rulac.org/browse/map [Ημερομηνία Πρόσβασης: 24/09/2024]
[13] ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION - ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Project, διαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο: https://acleddata.com/explorer/ (βλ. πλατφόρμα Explorer, με χρήση των ακόλουθων στοιχείων ανάλυσης: METRIC: Event Counts/Fatality Counts, EVENT CATEGORIES: Event Types (Battles / Violence against civilians / Explosions/Remote violence / Riots / Protests) DATE RANGE: 20.09.2023 – 20.09.2024, REGION: Africa, COUNTRY: Ghana, ADMIN UNIT: Greater Accra) [Ημερομηνία Πρόσβασης: 24/09/2024]
[14] City Population, Ghana- Greater Accra, διαθέσιμο σε: https://www.citypopulation.de/en/ghana/cities/ [Ημερομηνία Πρόσβασης: 24/09/2024]
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο