ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπoθ. Αρ.: 737/22
03 Σεπτεμβρίου 2024
[Α.Α.ΑΓΡΟΤΗ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
M. R.
Αιτητής
-και-
Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω
Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ' ων η Αίτηση
-------------------
O Αιτητής εμφανίζεται αυτοπροσώπως
Ν. Ιερωνυμίδης(κος) για Α. Δημητρίου (κος), Δικηγόροι της Δημοκρατίας για τους Καθ' ων η Αίτηση.
[Παρών ο κύριος Ali Norouzian για πιστή μετάφραση από ελληνικά σε φαρσί και αντίστροφα].
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Α.Α.ΑΓΡΟΤΗ, Δ ΔΔΔΠ: Με την παρούσα προσφυγή, ο Αιτητής προσβάλλει την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου ως αυτή περιέχεται σε επιστολή ημερομηνίας 11/01/2022, σύμφωνα με την οποία το αίτημά του για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας απορρίφθηκε.
Όπως προκύπτει τόσο από την Ένσταση αλλά και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, που αποτελεί τεκμήριο “Α” στην παρούσα διαδικασία, τα ουσιώδη γεγονότα που αφορούν την υπό εξέταση υπόθεση είναι τα ακόλουθα:
Ο Αιτητής είναι ενήλικος, έχει την ιθαγένεια του Ιράν, κάτοχος διαβατηρίου με ημερομηνία έκδοσης 06/05/2017 και ημερομηνία λήξης 06/05/2022, ο οποίος, σύμφωνα με δική του δήλωση, στις 17/02/2020 εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του και μέσω Τουρκίας αφίχθηκε στις κατεχόμενες περιοχές της Κύπρου από όπου στη συνέχεια εισήλθε παράνομα στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές, υποβάλλοντας στις 11/06/2020 αίτηση διεθνούς προστασίας.
Στις 20/10/2021 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη του Αιτητή από λειτουργό του Ευρωπαϊκού Γραφείου Υποστήριξης για το Άσυλο (EASO, ήδη EUAA), παρέχοντας του δωρεάν βοήθεια διερμηνέα. Στις 05/11/2021 αρμόδιος λειτουργός εξετάζοντας τους ισχυρισμούς του Αιτητή συνέταξε Έκθεση/Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη του αιτήματος του Αιτητή. Στις 29/11/2021, συγκεκριμένη λειτουργός, δεόντως εξουσιοδοτημένη από τον Υπουργό Εσωτερικών να ασκεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, ενέκρινε την εισήγηση και απέρριψε την αίτηση του Αιτητή.
Η απορριπτική απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία περιέχεται στην επιστολή ημερομηνίας 11/01/2022, μαζί με την αιτιολογία αυτής, παραλήφθηκε δια χειρός από τον Αιτητή στις 03/02/2022.
Εμπρόθεσμα ο Αιτητής, χωρίς εκπροσώπηση δικηγόρου, καταχώρισε την με τον πιο πάνω αριθμό και τίτλο προσφυγή εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου.
Με την προσφυγή του ο Αιτητής ενίσταται κατά της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου προβάλλοντας ότι δεν μπορεί να επιστρέψει στην χώρα του διότι κινδυνεύει η ζωή του. Όπως ισχυρίζεται, ήταν στην φυλακή λόγω πολιτικών προβλημάτων και εκκρεμεί ένταλμα σύλληψης σε βάρος του.
Στη γραπτή του αγόρευση επανέλαβε ευσύνοπτα τις δηλώσεις που προέβαλε κατά την προσωπική του συνέντευξη. Συγκεκριμένα, δήλωσε ότι μεγάλωσε με την μητέρα του και εξαιτίας οικονομικών προβλημάτων αναγκάστηκε να σταματήσει το σχολείο και να δουλεύει με την μητέρα του αφού ο πατέρας του τους εγκατέλειψε όταν ήταν ακόμα μικρός. Η ζωή τους ως ισχυρίζεται ήταν δύσκολη. Το 2009 ο ίδιος με κάποιους φίλους του πήγαν σε αντικυβερνητική διαδήλωση εναντίον του πρωθυπουργού Μαχμούτ Αχματινεζατ. Ήταν η πρώτη φορά που συμμετείχε σε διαδήλωση ωστόσο κάποιες μέρες μετά οι φρουροί της επανάστασης και η αστυνομία τον κυνήγησαν. Έμαθε πως κάποιοι από τους φίλους του συνελήφθηκαν, ο ίδιος όμως γύρισε σπίτι. Αποτελεί ισχυρισμό του Αιτητή ότι οι συνθήκες χειροτέρευαν κάθε μέρα και το 2017 ξαναέγιναν διαδηλώσεις στις οποίες παρέστη μαζί με άλλους δύο φίλους του. Μέσα στην διαδήλωση γνωρίστηκε, ως αναφέρει με ανθρώπους που δουλεύουν εναντίον της κυβέρνησης με πράξεις. Αυτή η διαδήλωση είχε διάρκεια δύο ημερών. Η ομάδα ασφαλείας και οι φρουροί της επανάστασης συγκρούστηκαν. Μετά από 12 μέρες η ώρα πέντε το πρωί η ασφάλεια μετέβη στο σπίτι του και τον συνέλαβε, τον βασάνιζε επί ένα μήνα και μετά τον παρέδωσαν στη φυλακή λόγω της αντικυβερνητικής του δράσης. Ισχυρίζεται ότι καταδικάστηκε σε τρία χρόνια φυλακή αλλά μετά από ένα χρόνο τον άφησαν και βρήκε ευκαιρία και έφυγε από τη χώρα, ωστόσο του έστειλαν ειδοποίηση στο σπίτι να παρουσιαστεί στο δικαστήριο.
Επιπρόσθετα, ο Αιτητής κατέθεσε 3 έγγραφα καθώς και επίσημη μετάφραση αυτών από τα φαρσί στα ελληνικά: 1) την απόφαση αποφυλάκισής του ημερομηνίας 20/10/2019, 2) δικαστική απόφαση ημερομηνίας 08/07/2019, στην οποία αναφέρεται ότι ο Αιτητής κρίθηκε ένοχος για το αδίκημα της σύγκρουσης με αξιωματικούς της ασφάλειας και καταδικάστηκε σε φυλάκιση 2 ετών, 75 μαστιγώματα και 1 χρόνο εκτός φυλακής υπό καθεστώς παρακολούθησης, 3) Ειδοποίηση ημερομηνίας 26/11/2020 προς τη μητέρα του Αιτητή να παρουσιαστεί εντός 30 ημερών και να παράσχει εξηγήσεις για τη απουσία του γιου της με σημείωση ότι σε αντίθετη περίπτωση θα εκδοθεί ένταλμα σύλληψης σε βάρος του Αιτητή.
Από την πλευρά τους οι Καθ' ων η αίτηση, μέσω της δικής τους αγόρευσης. ισχυρίζονται ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να αποσείσει το βάρος απόδειξης και δεν κατάφερε να τεκμηριώσει τους λόγους δίωξής του συνεπώς ορθώς απέρριψαν το αίτημά του για διεθνή προστασία. Είναι θέση τους ότι η έρευνα η οποία έγινε εκ μέρους της Υπηρεσίας Ασύλου υπήρξε η δέουσα και οι Καθ' ων η αίτηση έχουν αποδείξει όλους τους λόγους για τους οποίους είναι ορθό και δίκαιο να απορριφθεί η προσφυγή του.
Έχω μελετήσει με μεγάλη προσοχή τα όσα τέθηκαν ενώπιον μου και δεδομένης της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου δυνάμει του άρθρου 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018, Ν. 73(Ι)/2018 για εξέταση πέραν από την νομιμότητα της προσβαλλόμενης πράξης και την ορθότητα αυτής, ήτοι εξέταση επί της ουσίας του αιτήματος του Αιτητή, κρίνω σκόπιμο όπως παραθέσω πιο κάτω όλους τους ισχυρισμούς που ο Αιτητής προέβαλε σε όλα τα στάδια εξέτασης του αιτήματός του, προκειμένου να εξετάσω την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης αλλά και για να διαφανεί εάν οι Καθ' ων η αίτηση αποφάσισαν μετά από δέουσα έρευνα, ορθά, νόμιμα και εντός των πλαισίων της διακριτικής τους ευχέρειας.
Κατά την υποβολή της αίτησής του, ο Αιτητής δήλωσε ότι διέτρεχε κίνδυνο στη χώρα καταγωγής του εξαιτίας πολιτικών προβλημάτων.
Κατά την προσωπική του συνέντευξη ο Αιτητής δήλωσε ότι αρχικά συμμετείχε σε μια διαδήλωση κατά του Ahmadinejad το έτος 2009, σε ηλικία 18 ετών. Κατά τη διάρκεια της διαδήλωσης αυτός και άλλοι διαδηλωτές καταδιώχθηκαν από Ιρανούς πράκτορες, ωστόσο ο Αιτητής βρήκε καταφύγιο σε ένα διαμέρισμα και κατάφερε να διαφύγει τη σύλληψη. Τα χρόνια που ακολούθησαν ο Αιτητής απέφυγε να εμπλακεί ενεργά σε πολιτικές διαδηλώσεις.
Ωστόσο, το Σεπτέμβριο του 2017, όταν ξεκίνησαν διαδηλώσεις για το κόστος ζωής στο Ιράν, ο Αιτητής θεώρησε ότι έπρεπε να λάβει μέρος στις διαμαρτυρίες, καθώς η γενικότερη οικονομική κατάσταση επηρέαζε και τους δικούς του υλικούς όρους διαβίωσης. Ειδικότερα, ο Αιτητής ανέφερε ότι συμμετείχε σε μια διαδήλωση στις 29 Σεπτεμβρίου του 2017 μαζί με φίλους του, η οποία έλαβε χώρα στον δρόμο Enqelab της Τεχεράνης. Στη διάρκεια της διαδήλωσης ο Αιτητής και οι φίλοι του συνάντησαν έναν πολιτικό ακτιβιστή από το Πανεπιστήμιο της Τεχεράνης τον οποίο κατ΄ονομάζει ως Α.Η.. Αγανακτισμένοι από τη βιαιότητα των Basijs, ο Αιτητής και οι φίλοι του άρχισαν να βιαιοπραγούν εναντίον δύο Basijs και στο τέλος έριξαν κάτω τις μοτοσικλέτες τους. Μετά τη διαδήλωση, ο Αιτητής διατήρησε επαφή με τον αναφερόμενο πολιτικό ακτιβιστή A.H. Την επόμενη ημέρα, συμμετείχε επίσης σε μια διαδήλωση, η οποία ωστόσο δεν είχε βίαιο χαρακτήρα, όπως η διαδήλωση της προηγούμενης ημέρας.
Στις 03/10/2017, στις 5 η ώρα τα ξημερώματα εισήλθαν βίαια στην οικία του άνδρες-μέλη των μυστικών υπηρεσιών του Ιράν και τον συνέλαβαν. Τον μετέφεραν σε ένα κτίριο, όπου υπήρχαν και άλλοι συλληφθέντες, μεταξύ αυτών και ο A.H. Ο Αιτητής υποβλήθηκε σε ανάκριση αναφορικά με τη συμμετοχή τους στις διαδηλώσεις, κατά τη διάρκεια της οποίας δέχθηκε σωματική βία. Παρέμεινε στο εν λόγω κτίριο για διάστημα μιας βδομάδας, κατά τη διάρκεια της οποίας υποβλήθηκε σε διαδοχικές ανακρίσεις. Ακολούθως μεταφέρθηκε μαζί με τους υπόλοιπους συλληφθέντες στον δικαστικό ανακριτή. Κατά τη διάρκεια της ανάκρισης, ο ανακριτής προέβαλε ένα βίντεο, όπου είχε καταγραφεί η στιγμή κατά την οποία κάποιοι διαδηλωτές-μεταξύ των οποίων ο Αιτητής και ο A. H.- επιτέθηκαν στους Basijs. Ο Αιτητής συνειδητοποίησε ότι δεν μπορούσε πλέον να αρνείται τη συμμετοχή του στην επίθεση κατά των Basijs, ωστόσο αποσαφήνισε ότι δεν ανήκε σε κάποια οργανωμένη πολιτική ομάδα. Κατόπιν τούτου, ο Αιτητής μεταφέρθηκε πίσω στο αστυνομικό τμήμα, όπου παράμεινε για διάστημα 10-12 ημερών. Στη συνέχεια ο Αιτητής οδηγήθηκε για δεύτερη φορά ενώπιον του δικαστικού ανακριτή, ο οποίος του έθεσε τις ίδιες ερωτήσεις που του είχε θέσει και κατά την πρώτη ανάκριση. Κατόπιν της δεύτερης αυτής ανάκρισης, ο Αιτητής μεταφέρθηκε και πάλι πίσω στο αστυνομικό τμήμα. Την τρίτη μέρα της παραμονής του στο αστυνομικό τμήμα ο Αιτητής άρχισε να έχει έντονο πρόβλημα στο πόδι του, οπότε ο ανακριτής, ζήτησε να μεταφερθεί ο Αιτητής στην φυλακή, καθώς εκεί θα μπορούσε να λάβει ιατρική φροντίδα. Αρχικά, ο Αιτητής μεταφέρθηκε στο Τμήμα Ποινικού Μητρώου και Ερευνών και την επόμενη μέρα οδηγήθηκε στη φυλακή Bozorg της Τεχεράνης.
Αφού παρέμεινε στην εν λόγω φυλακή για διάστημα ενός έτους και τεσσάρων μηνών έλαβε μια επιστολή αναφορικά με την εκδίκαση της υπόθεσής του ενώπιον δικαστή. Η υπόθεσή του συνεκδικάστηκε μαζί με την υπόθεση του A.H., καθώς εμφανίζονταν και οι δύο στο βιντεοσκοπημένο υλικό. Ο Αιτητής υποβλήθηκε και πάλι σε ανάκριση από το δικαστή, κατά τη διάρκεια της οποίας επανέλαβε τους ισχυρισμούς που είχε ήδη προβάλει κατά τις προηγούμενες ανακρίσεις, ήτοι ότι συμμετείχε στην επίθεση κατά των Basijs, ωστόσο δεν ανήκε σε κάποια οργανωμένη ομάδα. Δυο μήνες μετά τη δικάσιμο, ο Αιτητής έλαβε τη δικαστική απόφαση, σύμφωνα με την οποία καταδικάστηκε σε τρία χρόνια φυλάκιση. Οι επιλογές που είχε ήταν οι εξής δύο: είτε να ασκήσει έφεση, είτε να αποδεχθεί την καταδίκη και να ζητήσει υφ’ όρων απόλυση. Δεδομένου ότι ο Αιτητής είχε ήδη εκτίσει το μισό της ποινής όντας προφυλακισμένος, αποφάσισε να ζητήσει την υφ’ όρων απόλυση του. Στις 20 Οκτωβρίου του 2019 το αίτημά του έγινε δεκτό και έτσι αφέθηκε ελεύθερος. Παρόλα αυτά, δεδομένου ότι είχε υπάρξει πολιτικός κρατούμενος, η μητέρα του τον συμβούλευσε να εγκαταλείψει οριστικά το Ιράν, καθώς υπήρχε μεγάλη πιθανότητα οι αρχές να του χρεώσουν εγκλήματα στο μέλλον. Πράγματι, ο Αιτητής εγκατέλειψε το Ιράν και μετά από κάποιο διάστημα τον αναζήτησαν στο σπίτι του Ιρανοί αξιωματούχοι. Επίσης, απέστειλαν επιστολή, στην οποία ζητούσαν από τον Αιτητή να παρουσιαστεί μετά από ένα μήνα.
Ο αρμόδιος λειτουργός διέκρινε τέσσερις ουσιώδεις ισχυρισμούς: έναν αναφορικά με τα στοιχεία ταυτότητας του Αιτητή, το εν γένει προφίλ του και τη χώρα καταγωγής του, έναν δεύτερο αναφορικά με τη συμμετοχή του σε αντικαθεστωτικές διαδηλώσεις το 2009, έναν τρίτο αναφορικά με τη συμμετοχή του σε αντικαθεστωτικές διαδηλώσεις το έτος 2017 και τη συνακόλουθη σύλληψη και φυλάκισή του μέχρι την αποφυλάκισή του τον Οκτώβριο του 2019 και έναν τέταρτο αναφορικά με την αναζήτησή του από τις ιρανικές αρχές και την αποστολή διαταγής παρουσίασης το έτος 2020, μετά τη φυγή του από τη χώρα. Ο πρώτος, ο δεύτερος και ο τρίτος ισχυρισμός έγιναν δεκτοί. Ειδικά για τον τρίτο ισχυρισμό λήφθηκε υπόψη ότι ο Αιτητής προσκόμισε αποφυλακιστήριο σημείωμα, το οποίο επιβεβαιώνει τις δηλώσεις του.
O τέταρτος ισχυρισμός έτυχε απόρριψης καθότι ο λειτουργός έκρινε ότι ο Αιτητής δεν ήταν λεπτομερής και συνεκτικός κατά την περιγραφή της επίσκεψης των Αρχών στη μητέρα του μετά την αναχώρησή του από τη χώρα καταγωγής αν και θα αναμενόταν να έχει καλύτερη γνώση του γεγονότος. Περεταίρω ο Αιτητής υπήρξε ασυνεπής κατά την παράθεση του χρονικού σημείου κατά το οποίο επιδόθηκε το έγγραφο στη μητέρα του αναφέροντας ότι η μητέρα του το παρέλαβε άλλοτε ένα μήνα, άλλοτε τρεις μήνες αφότου αυτός αναχώρησε από το Ιραν. Σε σχετική διευκρινιστική ερώτηση ο Αιτητής ζήτησε από τον λειτουργό να ελέγξει τις ημερομηνίες στα έγγραφα. Τέλος σε ό,τι αφορά την έξοδό του από τη χώρα με νόμιμο τρόπο ο λειτουργός αξιολόγησε την απάντηση του Αιτητή ότι δεν του είχαν απαγορεύσει την έξοδο ακόμη ως μη συνεκτική. Παραθέτοντας πληροφορίες για τη χώρα καταγωγής σε ό,τι αφορά τα προβλήματα τα οποία αντιμετωπίζουν με τις αρχές όσοι εμπλέκονται στον πολιτικό ακτιβισμό ο λειτουργός επισημαίνει ότι οι εξωτερικές πηγές πληροφόρησης υποστηρίζουν τις δηλώσεις του Αιτητή. Σημειώνει επίσης ότι αυτός κατέθεσε έγγραφο στο οποίο αναφέρεται ότι ζητείται από τον Αιτητή να παρουσιαστεί στο δικαστήριο στο οποίο δεν αναφέρονται οι κατηγορίες που έχει να αντιμετωπίσει. Εξαιτίας της απουσίας λεπτομέρειας, συνοχής και συνεκτικότητας των δηλώσεων του Αιτητή, ο λειτουργός απέρριψε τον ισχυρισμό ως αναξιόπιστο.
Στα πλαίσια του πρώτου ισχυρισμού ο οποίος έγινε δεκτός ήτοι τα προσωπικά στοιχεία, τα στοιχεία προφίλ και ο τόπος καταγωγής του αιτητή, ο λειτουργός εξέτασε την κατάσταση ασφαλείας στην Τεχεράνη, τόπο γέννησης και συνήθους διαμονής του Αιτητή καθώς και για τη γενική κατάσταση στο Ιράν και διαπίστωσε ότι δεν υπάρχουν περιστατικά ασφαλείας εκεί. Ακολούθως παρέθεσε πληροφορίες που αφορούν στους επιστραφέντες στο Ιράν έπειτα από απόρριψη του αιτήματός τους για παροχή διεθνούς προστασίας όπου διαπιστώνει ότι δεν υπάρχει ενδιαφέρον εκ μέρους των ιρανικών Αρχών για τα άτομα αυτά διότι ακόμη κι αν έχουν κάνει αναρτήσεις σε κοινωνικά δίκτυα που να σχολιάζουν αρνητικά την Κυβέρνηση τα φίλτρα τα οποία εφαρμόζονται δεν επιτρέπουν την σχετική ενημέρωση του ιρανικού πληθυσμού. Ο λειτουργός καταλήγει ότι ο Αιτητής δεν αναμένεται εύλογα να αντιμετωπίσει μεταχείριση τέτοια που να ανάγεται σε δίωξη ή σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής του στο Ιράν.
Στη βάση του δευτέρου ισχυρισμού ο οποίος έγινε δεκτός, ήτοι τη συμμετοχή του Αιτητή σε διαδήλωση το 2009 ο λειτουργός λαμβάνοντας υπόψη ότι δεν υπήρξε αλληλεπίδραση μεταξύ Αιτητή και Αρχών και ο Αιτητής δεν αντιμετώπισε συνέπειες εξαιτίας της συμμετοχής του δεν αναμένεται εύλογα να αντιμετωπίσει μεταχείριση τέτοια που να ανάγεται σε δίωξη ή σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής του στο Ιράν.
Στα πλαίσια του τρίτου ισχυρισμού που έγινε δεκτός ήτοι τη συμμετοχή του Αιτητή σε διαδήλωση το 2017 κατά την οποία συνελήφθη, ο λειτουργός έκρινε ότι δεν αναμένεται ευλόγως ο Αιτητής να αντιμετωπίσει μεταχείριση τέτοια που να ανάγεται σε δίωξη ή σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής του στο Ιράν διότι όπως ο Αιτητής δήλωσε, δεν αντιμετώπισε προβλήματα κατά το διάστημα της απελευθέρωσης του μέχρι την αναχώρησή του από τη χώρα καταγωγής, η αναζήτησή του από τις Αρχές της χώρας καταγωγής δεν έγινε δεκτή στα πλαίσια εξέτασης του αντίστοιχου ισχυρισμού και το γεγονός της απελευθέρωσής του υποδεικνύει ότι οι Αρχές της χώρας του δεν αποσκοπούσαν στο να υποστεί περεταίρω συνέπειες.
Κατά το στάδιο της νομικής ανάλυσης κρίθηκε ότι από τα στοιχεία του προφίλ του Αιτητή δεν διαπιστώνεται κάποια σύνδεση με τους λόγους δίωξης όπως αυτοί περιγράφονται περιοριστικά στο άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου και άρα δεν μπορεί να αναγνωριστεί ως πρόσφυγας.
Ακολούθως, αξιολογήθηκε από τους Καθ’ ων η αίτηση η πιθανότητα χορήγησης συμπληρωματικής προστασίας. Αποκλείοντας την υπαγωγή του Αιτητή στο άρθρο 19(2) (α) και 19(2) (β) οι Καθ’ ων η αίτηση προχώρησαν στην εξέταση της υπαγωγής του στο άρθρο 19(2)(γ) όπου καταλήγουν ότι δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής, διότι δεν υφίσταται διεθνής ή εσωτερική ένοπλη σύρραξη εξαιτίας της οποίας ο Αιτητής - λαμβάνοντας ταυτόχρονα υπόψη τα στοιχεία του προφίλ του-αναμένεται να υποστεί σοβαρή και προσωπική απειλή της ζωής του ως άμαχος εξαιτίας αδιάκριτης βίας όπως αυτή περιγράφεται στο άρθρο 19(2)(γ).
Ο λειτουργός καταλήγει ότι δεν θεμελιώνεται λόγος για παραχώρηση προσφυγικού καθεστώτος ή καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας όπως προνοείται στα άρθρα 3(1) και 19 (2) του περί Προσφύγων Νόμου, το δε αρμόδιο, εξουσιοδοτημένο από τον Υπουργό Εσωτερικών, πρόσωπο να εκτελεί καθήκοντα Προϊστάμενου, υιοθέτησε την Έκθεση/Εισήγηση και αποφάσισε την απόρριψη του αιτήματος του Αιτητή.
Κατά το στάδιο των διευκρινίσεων ενώπιον του Δικαστηρίου ο Αιτητής κλήθηκε να δώσει περισσότερες πληροφορίες αναφορικά με το ειδοποιητήριο που έλαβε η μητέρα του. Συγκεκριμένα, ισχυρίστηκε ότι η μητέρα του εμφανίστηκε ενώπιον των ιρανικών αρχών και παρέλαβε το σχετικό έγγραφο όπου την ενημέρωσαν πως γνωρίζουν ότι ο Αιτητής δεν βρίσκεται πλέον στο Ιράν και την προειδοποίησαν ότι μόλις επιστρέψει θα πρέπει οπωσδήποτε να παρουσιαστεί. Ερωτηθείς αν έκτοτε τον έχουν αναζητήσει ή έχουν προβεί σε άλλες ενέργειες σε βάρος του, ο Αιτητής προέβαλε ότι μέσα σε διάστημα τριών χρόνων από την κοινοποίηση του εγγράφου, πήγαν στην οικία του 1-2 φορές χωρίς ένταλμα για να τον ψάξουν. Ο Αιτητής δεν γνώριζε τις ακριβείς ημερομηνίες που οι αρχές επισκέφτηκαν την οικία του, ωστόσο ισχυρίστηκε ότι οι αρχές τον αναζητούν εφόσον λόγω της προηγούμενης αντικυβερνητικής του δράσης πιθανόν τον θεωρούν αναμιγμένο και στις πρόσφατες φασαρίες που λαμβάνουν χώρα στο Ιράν. Τέλος, ο Αιτητής επιβεβαίωσε ότι αν και το έγγραφο έδινε προθεσμία 30 ημερών προς εμφάνιση, παρόλα αυτά με το πέρας της προθεσμίας δεν εκδόθηκε κανένα ένταλμα σε βάρος του ούτε περιήλθε οτιδήποτε άλλο σε γνώση του.
Σύμφωνα με το άρθρο 3 του Ν.6(Ι)/2000, «πρόσφυγας αναγνωρίζεται το πρόσωπο, που λόγω βάσιμου φόβου καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, είναι εκτός της χώρας της ιθαγένειας του και δεν είναι σε θέση ή λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο, να χρησιμοποιήσει την προστασία της χώρας αυτής». Είναι καθόλα κατανοητό, ότι για να αναγνωριστεί πρόσωπο ως πρόσφυγας, θα πρέπει να αποδεικνύεται βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης, του οποίου τόσο το υποκειμενικό όσο και το αντικειμενικό στοιχείο πρέπει να εκτιμηθούν από το αρμόδιο όργανο προτού καταλήξει σε απόφαση.
Περαιτέρω το άρθρο 18(5) του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6(Ι)/2000 προνοεί ότι «εναπόκειται στον αιτητή να τεκμηριώσει την αίτηση διεθνούς προστασίας», χωρίς να απαιτείται να προσκομίσει τυπικά αποδεικτικά στοιχεία. Ο/Η αιτητής/τρια έχει την ευθύνη να εκθέσει με την αίτησή του/της αλλά και μέσα από την ενώπιον της αρμόδιας αρχής συνέντευξη του/της ακόμα και ενώπιον του Δικαστηρίου, μέσω της ορθής δικονομική διαδικασίας, με στοιχειώδη σαφήνεια, τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά τα οποία του/της προκαλούν, κατά τρόπο αντικειμενικό, δικαιολογημένο φόβο δίωξης υφιστάμενο στη χώρα καταγωγής του/της. Ο/Η αιτητής/τρια οφείλει να επικαλεστεί με λεπτομέρεια, σαφήνεια και αληθοφάνεια συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το υποβληθέν αίτημά του/της για διεθνή προστασία, το δε αρμόδιο όργανο εξετάζοντας την αίτηση του/της αιτητή/τριας, οφείλει να λάβει υπόψη του κάθε σχετικό με την υπόθεση γεγονός.
Είναι πάγια νομολογημένο ότι δέουσα έρευνα κρίνεται από το Δικαστήριο ότι έγινε, όταν το αρμόδιο όργανο εξετάζει κάθε σχετικό με την υπόθεση γεγονός (βλ. Motorways Ltd v. Υπουργού Οικονομικών (1999) 3ΑΑΔ 447). Ορθή και πλήρης έρευνα θεωρείται αυτή που εκτείνεται στη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων της υπόθεσης (βλ. Νικολαΐδη v. Μηνά (1994) 3ΑΑΔ 321, Ττουσούνα ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 151, Χωματένος ν. Δημοκρατίας κ.α. (2013) 3 Α.Α.Δ. 120, Α. Παπουτέ ν. Χρ. Κασάπη και Κυπριακής Δημοκρατίας, Συν. Αναθ. Έφεση 112/15 και 131/15 ημερομηνίας 13/07/2022). Η έκταση της έρευνας εξαρτάται πάντοτε από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης (βλ. Δημοκρατία v. Ευαγγέλου κ.α. (2013) 3ΑΑΔ 414) και το αρμόδιο όργανο οφείλει να βρει τον κατάλληλο τρόπο για να εκπληρώσει την υποχρέωσή του για επαρκή έρευνα.
Από το ιστορικό του Αιτητή όπως αυτό φαίνεται πιο πάνω, στη βάση των δεδομένων του διοικητικού φακέλου, προκύπτει ότι οι Καθ’ ων η αίτηση προέβησαν σε έρευνα όλων των ενώπιων τους ουσιωδών στοιχείων και δεδομένων. Συγκεκριμένα, ο αρμόδιος λειτουργός κατέγραψε τα γεγονότα της υπόθεσης, τους ισχυρισμούς που προέβαλε ο Αιτητής κατά τη συνέντευξή του, καθώς και σε αντιστοίχιση των αποδεκτών ισχυρισμών με πληροφορίες από τη χώρα καταγωγής του Αιτητή, επεξηγώντας τους λόγους αποδοχής κάθε ισχυρισμού αλλά και τον λόγο για τον οποίο εν τέλει απορρίφθηκε το αίτημα του Αιτητή.
Στο πλαίσιο ελέγχου της ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, με βάση τα όσα προκύπτουν από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου και κυρίως το πρακτικό της διενεργηθείσας συνέντευξης και της εισηγητικής έκθεσης, κρίνω ορθή την κατάληξη της αξιολόγησης του αρμόδιου λειτουργού βάσει των δηλώσεων που ο Αιτητής προέβαλε κατά την προφορική του συνέντευξη, αρχικά ως προς τον ουσιώδη ισχυρισμό που αφορά τα στοιχεία του προσωπικού της προφίλ, τη χώρα καταγωγής και τον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του και στη συνέχεια ως προς την παρουσία του κατά την διάρκεια διαδήλωσης ενάντια της Κυβέρνησης τα έτη 2009 και 2017 και την μετέπειτα σύλληψη, φυλάκιση και εντέλει αποφυλάκισή του τον Οκτώβριο του 2019. Δεν παραγνωρίζω άλλωστε την αρχή της απαγόρευσης της χειροτερεύσεως (reformation in peius) σύμφωνα με την όποια το Δικαστήριο δεν μπορεί να χειροτερεύσει τη θέση του Αιτητή και να ακυρώσει ένα ευνοϊκό για αυτόν μέρος της απόφασης[1].
Ως προς τον τέταρτο ισχυρισμό, ότι το 2020 οι αρχές τον αναζήτησαν στην οικία και αργότερα παρέδωσαν ειδοποιητήριο στην μητέρα του ότι αν δεν εμφανιστεί εντός 30 ημερών θα ενεργοποιηθεί ένταλμα σύλληψής σε βάρος του, κρίνω ορθά τα ευρήματα των Καθ’ ων, καθώς ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να παράσχει συνεκτικές και επαρκώς λεπτομερείς πληροφορίες αναφορικά με την επίσκεψη των ιρανικών αρχών στο σπίτι της μητέρας του, ούτε μπόρεσε να προσδιορίσει επακριβώς πότε έλαβε χώρα η επίσκεψη. Ομοίως, ως προς την κοινοποίηση της κλήσης προς εμφάνιση στο Δικαστήριο, ο Αιτητής υπέπεσε σε αντιφατικές δηλώσεις, καθώς ενώ αρχικά ισχυρίστηκε ότι η επιστολή επιδόθηκε ένα μήνα μετά την επίσκεψή των αρχών στο σπίτι της μητέρας του, αργότερα ισχυρίστηκε ότι μεσολάβησαν τρεις μήνες. Σε κάθε περίπτωση, ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να αφηγηθεί το ακριβές λεκτικό της επικοινωνίας που είχαν οι αρχές με την μητέρα του, τον λόγο της κλήσης, τις κατηγορίες σε βάρος του και τις συνέπειες από την μη εμφάνισή του, δεδομένου ότι παρότι παρήλθε η προθεσμία του ενός μηνός προς εμφάνιση τελικώς κανένα ένταλμα δεν εκδόθηκε εναντίον του. Σημειωτέον ότι το έγγραφο εκδόθηκε στις 26 Νοεμβρίου 2020 και σε σχετική ερώτηση αν συνέβη το οτιδήποτε σε σχέση με την υπόθεσή του από την ημέρα εκείνη, απάντησε αρνητικά. Αξιοσημείωτη είναι και η εξής αντίφαση του Αιτητή αναφορικά με το πως περιήλθε το εν λόγο έγγραφο στην κατοχή της μητέρας του. Κατά το στάδιο της διοικητικής διαδικασίας ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι το χαρτί εστάλη στο σπίτι της μητέρας του, ενώ κατά τις διευκρινίσεις ενώπιον του Δικαστηρίου δήλωσε πως η μητέρα του μετέβη στις αρχές όπου και παρέλαβε την σχετική κλήση. Σε κάθε περίπτωση παραμένει ασαφές για ποιόν λόγο οι αρχές αναζήτησαν τον Αιτητή καθότι δεν υπάρχει κατηγορητήριο ούτε επικοινωνήθηκε στην μητέρα του ποιο είναι το αντικείμενο έρευνας των αρχών. Ο δε Αιτητής εικάζει πως του αποδίδουν προσωπική ανάμιξη στις πρόσφατες διαδηλώσεις που λαμβάνουν χώρα στο Ιράν λόγω της προηγούμενης συμμετοχής του σε αντικυβερνητική διαδήλωση. Τέλος, όπως ορθώς επισημαίνουν και οι Καθ’ ων η αίτηση αμφιβολίες εγείρει και το γεγονός της νόμιμης και ακώλυτης εξόδου του Αιτητή από την χώρα παρά το ότι αποτελούσε πρόσωπο που αποφυλακίστηκε υπό όρους.
Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του εν λόγω ισχυρισμού, το Δικαστήριο προέβη σε αυτοτελή έρευνα εξωτερικών πηγών για την εξακρίβωση των στοιχείων που πρέπει να έχει μια δικαστική κλήση και του αν και πότε διατάσσονται ταξιδιωτικές απαγορεύσεις σε βάρος πολιτών.
Σύμφωνα με το Άρθρο 170 του Κώδικα Ποινικού Δικαίου, η κλήτευση από δικαστήριο πρέπει να περιέχει τις ακόλουθες πληροφορίες: α) το όνομα και οικογένεια του κατηγορουμένου β) την ημερομηνία, ώρα και τόπο όπου πρέπει να εμφανιστεί ο κατηγορούμενος γ) τον λόγο κλήτευσης δ) συνέπειες της μη εμφάνισης ε) υπογραφή της σχετικής δικαστικής αρχής[2]. Το γραφείο του εισαγγελέα είναι η υπεύθυνη αρχή για την έκδοση της δικαστικής κλήτευσης. [3] Η κλήτευση για έρευνα συνήθως ονομάζεται «ekhtariyeh», η κλήτευση στο δικαστήριο «ehzariyeh»[4]. Εκτός από τα χαρακτηριστικά που ορίζονται στο Άρθρο 170 του Κώδικα Ποινικού Δικαίου, το έγγραφο θα πρέπει να περιλαμβάνει την ονομασία του δικαστηρίου, τον αριθμό υπόθεσης (επάνω αριστερή γωνία), την ημερομηνία έκδοσης (επάνω δεξιά γωνία) και σφραγίδα με το λογότυπο της Ιρανικής δικαστικής αρχής και σε ορισμένες περιπτώσεις φέρει και υπογραφή.[5] Η νεότερη έκδοση δημιουργείται από υπολογιστή και είναι τυπωμένη σε μορφή Α4. Εκτός από τα χαρακτηριστικά που ορίζονται στο Άρθρο 170 του Κώδικα Ποινικού Δικαίου, το έγγραφο περιλαμβάνει τον αριθμό υπόθεσης, αριθμό ειδοποίησης, ημερομηνία έκδοσης και το λογότυπο της Ιρανικής δικαστικής αρχής. Επομένως, αμφότερες οι εκδόσεις περιλαμβάνουν ημερομηνία έκδοσης[6].
Εξετάζοντας τις ως άνω τυπικές εγγυήσεις που πρέπει να φέρει μια δικαστική κλήση, φαίνεται πως αυτές πληρούνται σε ικανοποιητικό βαθμό. Το στοιχείο που προβληματίζει στην εν λόγω περίπτωση δεν είναι τα τυπικά γνωρίσματα όσο το ίδιο το περιεχόμενο του εγγράφου που έρχεται σε αντίφαση με τις δηλώσεις του Αιτητή. Όπως προκύπτει και από την μετάφραση που προσκομίστηκε, το έγγραφο δεν καλεί τον Αιτητή προς εμφάνιση αλλά την μητέρα αυτού, ώστε η τελευταία να παράσχει εξηγήσεις για την απουσία του γιού της από την χώρα και την παράλληλη ειδοποίηση της ότι αν δεν εμφανιστεί εντός 30 ημερών για να εξηγήσει την απουσία του γιού της, θα εκδοθεί ένταλμα σύλληψης εναντίον του τελευταίου. Ομοίως, παραλήπτης του εγγράφου φαίνεται να είναι κάποιο πρόσωπο με όνομα που δεν αντιστοιχεί στο όνομα του Αιτητή. Συνεπεία των ανωτέρω ελλείψεων, αλλά και της αδυναμίας του Αιτητή να παράσχει σαφείς εξηγήσεις για το πως το έγγραφο περιήλθε στην κατοχή της μητέρας του, σε ποιόν απευθύνεται, για ποιόν λόγο τον αναζητούν οι αρχές και γιατί παρά την πάροδο της διορίας δεν εκδόθηκε κανένα ένταλμα σύλληψης, ο εν λόγω ισχυρισμός δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός. Συνεπώς, ο ισχυρισμός ότι οι αρχές αναζητούν τον Αιτητή με ένταλμα σύλληψης δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός και απορρίπτεται.
Αναφορικά με το τι συμβαίνει όταν κάποιος δεν παραλαμβάνει την κλήση, πηγές επιβεβαιώνουν την διαταγή σύλληψης. «Σύμφωνα με το άρθρο 179 του ΚΠΔ, ο ανακριτής θα πρέπει να διατάξει τη σύλληψη κατηγορουμένου που δεν παρουσιάζεται και δεν προσφέρει καμία εύλογη δικαιολογία μετά την κλήση. Οι κλήσεις συχνά περιλαμβάνουν δήλωση που απειλεί τον κατηγορούμενο με σύλληψη σε περίπτωση μη εμφάνισης. Ένας ανακριτής μπορεί κατ' εξαίρεση να καλέσει έναν κατηγορούμενο για δεύτερη φορά εάν η κλήση δεν μπορούσε να επιδοθεί αυτοπροσώπως (δηλαδή σε περίπτωση νομικής υπηρεσίας) και εάν υποθέσει ότι ο κατηγορούμενος δεν έχει ενημερωθεί για την κλήση. Σύμφωνα με το άρθρο 178 του ΚΠΔ, ένας κατηγορούμενος μπορεί να επικαλεστεί εύλογες δικαιολογίες για τη μη παρουσία του στην καθορισμένη ώρα ή να ζητήσει από τον ανακριτή να καθυστερήσει τη συνεδρίαση της ανάκρισης έως και τρεις ημέρες.
Η συνέπεια της μη συμμετοχής σε μια δίκη μετά από μια ehzärīyeh ή της μη παρακολούθησης μιας ανάκρισης μετά από μια ekhtariyeh θα ήταν συνήθως, αν και όχι πάντα, ένα ένταλμα σύλληψης, ενώ η συνέπεια της μη παρουσίασης δεσμοφύλακα ή της μη πληρωμής προστίμου μετά από ένα ekhtärīyeh συνήθως δεν είναι ένταλμα σύλληψης, αν και αυτό δεν αποκλείεται. Συνήθως, οι δικαστικές αρχές αναφέρουν ρητά στην κλήση ότι «συνέπεια της μη εμφάνισης είναι η σύλληψη» (natījeh-ye «adam-e hozür jalb ast) εάν σκοπεύουν να το πράξουν»[7].
Επίσης, η δε θέση των Καθ’ ων η αίτηση ότι στερείται ευλογοφάνειας η ακώλυτη έξοδος του Αιτητή από την χώρα καθότι συνιστούσε πρόσωπο ενδιαφέροντος για τις αρχές, δεν βρίσκει έρεισμα σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης. Ως προς την επιβολή απαγόρευσης εξόδου, μια κοινή έκθεση του Danish Refugee Council (DRC) και της Danish Immigration Service (DIS), βασισμένη σε συνεντεύξεις στην Τεχεράνη και το Λονδίνο που διεξήχθησαν τον Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο του 2017 (έκθεση 2017 DRC και DIS), ανέφερε ότι οι ταξιδιωτικές απαγορεύσεις δεν εκδίδονται αυτόματα μετά από αστική ή ποινική καταδίκη, αλλά ότι οι υποθέσεις που αφορούν χρέη, την εθνική ασφάλεια και πολιτικές υποθέσεις, καθώς και περιπτώσεις όπου «δεν υπάρχει πρόσβαση στον κατηγορούμενο» θα οδηγήσουν σε απαγόρευση ταξιδιού. Η αυτόματη απαγόρευση ταξιδιού ισχύει για άτομα που καταδικάστηκαν ερήμην σε «σοβαρές ποινικές υποθέσεις».[8]
Μια κοινή έκθεση για τις ποινικές διαδικασίες του Ιράν βασισμένη σε μια σειρά πηγών, με ημερομηνία Δεκεμβρίου 2021, από το Landinfo (το Κέντρο Πληροφοριών της Νορβηγία για την Χώρα Προέλευσης), το Γραφείο του Γενικού Επιτρόπου για τους Πρόσφυγες και τους Απάτριδες (CGRS – Βέλγιο) και την Ελβετική Κρατική Γραμματεία Μετανάστευσης (SEM), σημείωσε ότι «Εντός ποινικού πλαισίου, οι δικαστικές και κυβερνητικές αρχές μπορούν να εκδώσουν ταξιδιωτικές απαγορεύσεις για τα ακόλουθα πρόσωπα:
α) για κατηγορούμενους κατά τη διαδικασία έρευνας ή δίκης
β) για καταδικασθέντες που δεν έχει παρουσιαστεί για την εκτέλεση της ποινής ή δεν έχει εκτίσει πλήρως την ποινή του
γ) για φορολογικούς οφειλέτες και άλλους οφειλέτες, συμπεριλαμβανομένων των τραπεζών».[9]
Η ίδια ως άνω πηγή σημειώνει ότι το γραφείο του εισαγγελέα διαθέτει μια βάση δεδομένων που συνδέεται με τις συνοριακές αρχές με άτομα στον κατάλογο ταξιδιωτικών απαγόρευσης, προσθέτοντας ότι, σύμφωνα με μια πηγή «… όταν οι δικαστές εκδίδουν ταξιδιωτικές απαγορεύσεις, αυτές λαμβάνονται από άλλες αρχές χωρίς καθυστερήσεις/σε πραγματικό χρόνο. Επιπλέον, η νόμιμη έξοδος από τη χώρα όταν έχει εκδοθεί ταξιδιωτική απαγόρευση είναι σχεδόν αδύνατη. Σύμφωνα με την πηγή, η ασφάλεια στα σύνορα είναι πολύ αυστηρή. Επιπλέον, τα σύνορα ελέγχονται σε μεγάλο βαθμό από τον στρατό. Ταυτόχρονα, θα ήταν πολύ δαπανηρό να κανονιστεί μια παράνομη αναχώρηση, καθώς θα απαιτούσε υψηλό βαθμό συνενοχής».[10]
Σύμφωνα με την ως άνω πηγή «Μια ταξιδιωτική απαγόρευση (qarār-e mamnū'īyat-e khorūj az keshvar ή απλά qarār-e man'-e khorūj) απαγορεύει σε ένα άτομο να φύγει από τη χώρα. Στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών, μόνο οι δικαστικές αρχές (Εισαγγελίες και δικαστήρια) μπορούν να εκδώσουν απαγόρευση ταξιδιού. Οι αρχές επιβολής του νόμου, αντίθετα, δεν έχουν αυτή την εξουσία. Ωστόσο, οι κυβερνητικές αρχές, όπως οι φορολογικές αρχές ή τα κτηματολογικά γραφεία, ακόμη και οι τράπεζες μπορούν να ζητήσουν από τις δικαστικές αρχές να εκδώσουν απαγόρευση ταξιδιού. Οι δικαστικές αρχές μπορούν να εκδώσουν απαγόρευση ταξιδιού σε διάφορα στάδια μιας ποινικής διαδικασίας. Σύμφωνα με τα άρθρα 188 & 247 ΚΠΔ, η Εισαγγελία μπορεί να εκδώσει απαγόρευση ταξιδιού σε κατηγορούμενο είτε εάν δεν έχει πρόσβαση σε αυτόν είτε επιπρόσθετα με ρύθμιση εγγύησης. Σύμφωνα με το άρθρο 292 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας του Ιράν, οι δικαστικές αρχές πρέπει να ενημερώσουν τον γενικό εισαγγελέα για την έκδοση απαγόρευσης ταξιδιού, ώστε να μπορεί να ενημερώσει τις αρμόδιες αρχές, ιδιαίτερα την αστυνομία διαβατηρίων και τις δυνάμεις συνοριακού ελέγχου. Οι τράπεζες πρέπει να ρωτήσουν τον Γενικό Εισαγγελέα μέσω αιτήματος προς την Κεντρική Τράπεζα του Ιράν. […] Η αστυνομία διαβατηρίων είναι ουσιαστικά υπεύθυνη για την εφαρμογή των ταξιδιωτικών απαγορεύσεων. Παρόλο που δεν έχουν τη νομική εξουσία να διατάξουν απαγόρευση ταξιδιού, οι δυνάμεις ασφαλείας στην πράξη θα μπορούσαν απλώς να κατασχέσουν το διαβατήριο ενός ατόμου και έτσι να το εμποδίσουν να ταξιδέψει στο εξωτερικό. Λέγεται ότι οι υπηρεσίες πληροφοριών διατηρούν τις δικές τους λίστες με άτομα που δεν επιτρέπεται να εγκαταλείψουν τη χώρα, ανεξάρτητα από τις λίστες που έχουν εγκριθεί από τη δικαιοσύνη»[11].
Συνεπώς, δεν ευσταθεί ο ισχυρισμός των Καθ΄ ων η αίτηση ότι η έξοδος του Αιτητή από την χώρα ήταν αδύνατη, καθότι η απαγόρευση εξόδου διατάσσεται για συγκεκριμένες κατηγορίες πολιτών και δεν εφαρμόζεται άνευ ετέρου σε όλους όσους είχαν συλληφθεί στο παρελθόν.
Στο σημείο αυτό θα εξεταστεί το ενδεχόμενο μελλοντικού κινδύνου σε περίπτωση που ο Αιτητής επιστρέψει στην Τεχεράνη, τόπο προηγούμενης συνήθους διαμονής του. Λαμβάνοντας υπόψη τους αποδεκτούς πραγματικούς ισχυρισμούς του Αιτητή, ήτοι το προσωπικό του προφίλ, τη συμμέτοχή του σε αντικυβερνητική πορεία διαμαρτυρίας το 2009 και 2017 και την μετέπειτα κράτηση και αποφυλάκισή του, δεν προκύπτει εύλογος βαθμός πιθανότητας να συλληφθεί εκ νέου από τις αρχές. Όσον αφορά στο έτος 2009, η συμμέτοχή του στην πορεία δεν έγινε αντιληπτή από τις αρχές, ενώ όσον αφορά στην συμμέτοχή του στην πορεία του 2017, εκδόθηκε ήδη αποφυλακιστήριο έγγραφο το 2019. Όπως προκύπτει από τα στοιχεία που προσκόμισε, το περιεχόμενο του απολυτηρίου έχει ως εξής:
«Χαίρεται, για την απόφαση της κατηγορίας αριθμό 980025 ο κατηγορούμενος Μουχάματ Εσαμ Ρασουλί γιος του Ρασουλ, βάσει νόμου 483ΓΜΑ και άρθρο 00448 με ημερομηνία 20 Οκτωβρίου 2019, μετά από παράκληση του κατηγορουμένου αφού εξέτισε ενάμιση χρόνο φυλακή και 50 μαστιγώματα λόγω καλής διαγωγής δε χρειάζεται να παραμείνει στην φυλακή. Γι' αυτό διατάζεται η αποφυλάκιση του. Ενημερώνεστε διά τούτου».
Οι αρχές εγκρίνοντας το αίτημα του Αιτητή για αποφυλάκιση, έπαυσαν αυτόν από την εκτέλεση της ποινής του. Από το δε έγγραφο δεν προκύπτει η θέση του Αιτητή σε καθεστώς υπό όρους αποφυλάκισης, όπως ισχυρίζεται ο τελευταίος. Σημειωτέον δε ότι από την ημερομηνία έκδοσης του αποφυλακιστηρίου εγγράφου τον Οκτώβριο του 2019, δεν ακολούθησε οποιαδήποτε άλλη ενέργεια των αρχών σε βάρος του αλλά ούτε και επιβολή απαγόρευσης εξόδου, ως αν ήταν πρόσωπο υψηλού κινδύνου. Συνδυαστικά με την απόρριψη του τέταρτου ισχυρισμού, δεν συνάγεται ότι οι αρχές έχουν εκδώσει εκ νέου ένταλμα σε βάρος του, ώστε να πιστεύεται ότι άμα τη αφίξει του στην Τεχεράνη θα εντοπιστεί και θα συλληφθεί εκ νέου. Αναφορικά με τους συμμετέχοντες στις διαδηλώσεις του 2017, σε έκθεση της DFAT αναφερεται: «Η DFAT εκτιμά ότι η οικονομική δυσπραγία ήταν η κύρια κινητήρια δύναμη των περισσότερων διαδηλώσεων από το 2017 έως το 2022. Στο τρέχον κλίμα, η DFAT εκτιμά ότι οι απλοί διαδηλωτές αντιμετωπίζουν μέτριο κίνδυνο σύλληψης και επίσημης βίας, αλλά χαμηλό κίνδυνο συνεχιζόμενης επίσημης παρενόχλησης και διακρίσεων»[12].
Συμπερασματικά, από το ιστορικό του Αιτητή όπως αυτό φαίνεται πιο πάνω, στη βάση των δεδομένων του διοικητικού φακέλου και από την ανωτέρω αξιολόγηση κινδύνου, προκύπτει ότι αυτός δεν στοιχειοθέτησε κανένα απολύτως ισχυρισμό που να εμπίπτει στις προϋποθέσεις αναγνώρισης προσώπου ως πρόσφυγα. Τα όσα ανέφερε άλλωστε κατά τη διάρκεια του συνόλου της διαδικασίας εξέτασης του αιτήματός του, δεν θα μπορούσαν να τον εντάξουν στην έννοια του πρόσφυγα, όπως αυτή ερμηνεύεται από τη Σύμβαση της Γενεύης του 1951 και από το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου, Ν.6(Ι)/2000.
Ο «Πρακτικός Οδηγός της ΕΑΣΟ: Αξιολόγηση των Αποδεικτικών Στοιχείων» καθορίζει πως στη βάση της συλλογής πληροφοριών θα πρέπει να προσδιορίζονται τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά, τα οποία στη συνέχεια θα πρέπει να συνδέονται με τις απαιτήσεις του ορισμού του πρόσφυγα και αν δεν υπάρχει κατάληξη ότι μπορεί να δοθεί προσφυγικό καθεστώς, τότε το αρμόδιο όργανο θα πρέπει να εκτιμήσει εάν τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά συνδέονται με τις απαιτήσεις του ορισμού του προσώπου που δικαιούται συμπληρωματική προστασία.
Εξετάζοντας πλήρως την υπόθεση ωστόσο, διαπιστώνω, ότι ορθά κρίθηκε από τους Καθ’ ων η αίτηση ότι δεν πληρούνται ούτε οι προϋποθέσεις του άρθρου 19 του Ν.6(Ι)/2000 για να παρασχεθεί στον Αιτητή το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, εφόσον δεν αποδείχθηκε ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αναφορικά με τον κίνδυνο να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα του.
Για τη διαπίστωση αυτού του πραγματικού κινδύνου θα πρέπει να υπάρχουν, όπως ρητά προνοεί το άρθρο 19(1), του Ν.6(Ι)/2000 «ουσιώδεις λόγοι». Περαιτέρω, σοβαρή βλάβη ή σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη κατά το εδάφιο (2) του άρθρου 19, του Ν.6(Ι)/2000 σημαίνει κίνδυνο αντιμετώπισης θανατικής ποινής, βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας ή να υπάρχει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης (βλ. Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015, ECLI:CY:AD:2015:D619).
Σε σχέση δε με το άρθρο 19(2)(γ) του ανωτέρω Νόμου, ως προς τους παράγοντες που δύνανται να ληφθούν υπόψιν ως προς την αξιολόγηση του συστατικού στοιχείου της αδιάκριτης βίας, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: το ΔΕΕ) επεσήμανε σε πρόσφατη απόφασή του ότι συνιστούν «[…]μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 (πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C‑285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών» (ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας 10.6.2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland, σκέψη 43).
Περαιτέρω, ως προς τον προσδιορισμό του επιπέδου της ασκούμενης αδιάκριτης βίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: το ΕΔΔΑ) στην απόφασή του Sufi and Elmi (ΕΔΔΑ, απόφαση επί των προσφυγών 8319/07 και 11449/07, ημερομηνίας 28.11.2011) αξιολόγησε, διευκρινίζοντας ότι δεν κατονομάζονται εξαντλητικά, τη χρήση μεθόδων και τακτικών πολέμου εκ μέρους των εμπόλεμων πλευρών, οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο αμάχων θυμάτων ή ευθέως στοχοποιούν αμάχους, εάν η χρήση αυτών είναι διαδεδομένη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, και, τελικά, τον αριθμό των αμάχων που έχουν θανατωθεί, τραυματιστεί και εκτοπιστεί ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης.
Επιπλέον, όπως διευκρίνισε το ΔΕΕ, «ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές, οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή, θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας» (Βλ. Απόφαση στην υπόθεση C-465/07, Meki Elgafaji, Noor Elgafaji κ. Staatssecretaris van Justitie, ημερ.17.2.2009). Ιδίως ως προς την εφαρμογή της αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας, το ΔΕΕ στην ως άνω απόφαση διευκρίνισε ότι «όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας».
Εν προκειμένω, ως προς τον κίνδυνο που ενδέχεται να αντιμετωπίσει ο Αιτητής λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, το Δικαστήριο προχώρησε σε επικαιροποιημένη έρευνα και ανέτρεξε σε πρόσφατες και έγκυρες πληροφορίες από εξωτερικές πηγές αναφορικά με την τρέχουσα κατάσταση ασφαλείας στην Τεχεράνη του Ιράν, ήτοι στον τόπο καταγωγής και συνήθους διαμονής του.
Η διαδικτυακή πλατφόρμα CRISIS24 καταγράφει το επίπεδο επικινδυνότητας στο Ιράν ως 'μεσαίο', αναφέροντας συγκεκριμένα και μεταξύ άλλων ότι «[.] η κυβέρνηση διατήρησε ιστορικά τη σταθερότητα και απολάμβανε ουσιαστικά αδιαμφισβήτητη εξουσία μέσω της επιτυχούς καταστολής των μεταρρυθμιστικών στοιχείων. Διαμαρτυρίες είχαν λάβει χώρα στο παρελθόν γύρω από αμφιλεγόμενες εκλογές, αν και ο αυστηρός περιορισμός της αντιπολίτευσης έχει αποτρέψει την εμφάνιση οποιασδήποτε σημαντικής πρόκλησης.», ως επίσης ότι «Πολλές ομάδες μαχητών πραγματοποιούν επιθέσεις κατά των δυνάμεων ασφαλείας κοντά στα σύνορα με το Αφγανιστάν και το Ιράκ.» ενώ άλλες «εξτρεμιστικές ομάδες, συμπεριλαμβανομένου του Ισλαμικού Κράτους (ΙΚ) αποτελούν απειλή, ιδιαίτερα στην ταραχώδη περιφέρεια Sistan-Baluchestan, αν και έχουν διαπραχθεί επιθέσεις και στην πρωτεύουσα [του Ιράν].»[13]. Στην ίδια πηγή, όσον αφορά την ασφάλεια, καταγράφεται ότι «Υπάρχει μια χαμηλού επιπέδου ανησυχία για την απειλή από το Ισλαμικό Κράτος (ΙΚ), αν και οι υψηλού επιπέδου δυνατότητες των δυνάμεων ασφαλείας του Ιράν έχουν οδηγήσει σε συλλήψεις και κατασχέσεις όπλων. Αρκετές μαχητικές ομάδες συμμετέχουν σε περιοδικές συγκρούσεις και επιθέσεις, κυρίως κατά των δυνάμεων ασφαλείας σε περιοχές κοντά στα σύνορα με το Αφγανιστάν και το Ιράκ.», ως επίσης ότι «Αναταραχές συμβαίνουν για διάφορα κοινωνικο-οικονομικά και πολιτικά ζητήματα και συχνά οδηγούνται από ομάδες πολιτικής αντιπολίτευσης. Οι διαδηλώσεις συχνά γίνονται βίαιες και αντιμετωπίζονται με σκληρή αστυνομική ανταπόκριση.»[14]. Τέλος, στην πιο πάνω πηγή καταγράφεται ότι (γενικότερα) «Η ιρανική κυβέρνηση είναι σταθερή, αν και οι εκλογές αποτελούν συχνά πηγή αντιπαραθέσεων και αναταραχών.»[15].
Περαιτέρω, κατόπιν έρευνας σε έγκυρη διεθνή πηγή πληροφόρησης, δεν προκύπτει ότι το Ιράν βρίσκεται σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης[16]. Σε αναφορά του Ιούλιου 2023 του DFAT (Υπουργείο Εξωτερικών και Εμπορίου της Αυστραλίας) αναφέρει ότι οι δυνάμεις ασφαλείας ασκούν αποτελεσματικό έλεγχο επί της πλειοψηφίας της επικρατείας, πέραν των παραμεθόριων περιοχών με το Αφγανιστάν και το Πακιστάν. Η μεγάλη και εμφανής παρουσία των δυνάμεων ασφαλείας στα περισσότερα μέρη της χώρας έχει ως αποτέλεσμα τα μεγάλης κλίμακας περιστατικά ασφαλείας να είναι σπάνια, βάσει δεδομένων της περιοχής[17]. Οι τοπικές πηγές της έρευνας υποδεικνύουν ότι τα ποσοστά βίαιης εγκληματικότητας στο Ιράν είναι σχετικά χαμηλά, με μεγάλο μέρος της να σχετίζεται με τα ναρκωτικά[18].
Σύμφωνα επιπλέον με άρθρο δημοσιευθέν στην ιστοσελίδα ACLED τον Απρίλιο του 2023, «οι διαδηλώσεις οι οποίες λαμβάνουν χώρα σε όλη την επικράτεια σε μεγάλο βαθμό έχουν εξασθενίσει το 2023, και δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι το καθεστώς του Ιράν αντιμετωπίζει άμεση απειλή κατάρρευσης. Ο τελευταίος γύρος διαδηλώσεων δεν εξελίχθηκε σε ένα οργανωμένο κίνημα, ενώ εξέλιπε ο συντονισμός, η ηγεσία και η στρατηγική. Ενώ το κίνημα απολάμβανε υποστήριξης από την ευρύτερη κοινωνία, ο αριθμός των διαδηλωτών παρέμεινε μικρός. [..]»[19].
Κατά συνέπεια, παρότι εκ των ανωτέρω πληροφοριών διαφαίνεται ότι, γενικότερα, η κατάσταση στο Ιράν παρουσιάζει (σε εσωτερικό κυρίως επίπεδο) ορισμένες αστάθειες (σε πολιτικά και κοινωνικοοικονομικά ζητήματα), εντούτοις, η Τεχεράνη δεν φαίνεται να πλήττεται σε τέτοιο βαθμό από συγκρούσεις και περιστατικά βίας, τα οποία να ανάγονται σε τέτοιο επίπεδο, ώστε να θεωρούνται ότι πληρούν τις πρόνοιες του Άρθρου 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, ως αυτό ερμηνεύθηκε από το ΔΕΕ. Λαμβάνοντας συνεπώς υπόψιν και τις προσωπικές περιστάσεις του Αιτητή (ως αναφέρθηκαν ανωτέρω), θεωρώ ότι δεν εγείρονται ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι αυτός θα διατρέξει κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του.
Διερευνώντας τα καταγεγραμμένα περιστατικά ασφαλείας στην Τεχεράνη, τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή και περιοχή που ευλόγως αναμένεται να εγκατασταθεί σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, με βάση τα πιο πρόσφατα δεδομένα του ACLED, κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ 26/08/2023 και 26/08/2024, στη Τεχεράνη καταγράφηκαν στη δεδομένων ACLED συνολικά 15 περιστατικά ασφαλείας, 7 εκ των οποίων καταγράφηκαν ως περιστατικά χρήσης βίας κατά αμάχων, 7 ως ταραχές και 1 ως περιστατικό μαχών ή εκρήξεων / απομακρυσμένης χρήσης βίας (με 2 θανάτους), ενώ έλαβαν χώρα και 479 πορείες διαμαρτυρίας, χωρίς ωστόσο απώλειες[20]. Ο πληθυσμός της Τεχεράνης καταγράφεται στους 8,737,510 κατοίκους, σύμφωνα με επίσημη εκτίμηση που έλαβε χώρα το έτος 2016[21].
Από τα ανωτέρω στοιχεία συνάγεται ότι στην περιοχή τελευταίας διαμονής του Αιτητή δεν λαμβάνουν χώρα συνθήκες αδιακρίτως ασκούμενης βίας υπό καθεστώς εσωτερικής ή διεθνούς ενόπλου συρράξεως κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ και του άρθρου 19 του περί Προσφύγων Νόμου, (Ν.6(Ι)/2000).
Κατά συνέπεια, η διαπίστωση των Καθ΄ ων η αίτηση ότι ο Αιτητής δεν πληροί τις προϋποθέσεις για αναγνώριση του καθεστώτος του πρόσφυγα αλλά ούτε του καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας κρίνονται εύλογα επιτρεπτές ενόψει όλων των στοιχείων που η διοίκηση είχε ενώπιον της.
Ενόψει των ανωτέρω, κρίνω, υπό τις περιστάσεις, ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να τεκμηριώσει σε κανένα στάδιο της διαδικασίας τη βασιμότητα του αιτήματός του για αναγνώριση της ιδιότητας του πρόσφυγα, δυνάμει του περί Προσφύγων Νόμου και της Σύμβασης της Γενεύης, ούτε για την παραχώρηση της συμπληρωματικής προστασίας που προβλέπεται στο άρθρο 19 του Νόμου. Η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε στο πλαίσιο άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του αρμόδιου διοικητικού οργάνου, το οποίο συνεκτίμησε όλα τα πραγματικά στοιχεία και εξέδωσε τελική αιτιολογημένη απόφαση. Δεν έχει καταδειχθεί οτιδήποτε το μεμπτό, ούτως ώστε να δικαιολογείται επέμβαση του παρόντος Δικαστηρίου. Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αποτέλεσμα δέουσας έρευνας και επαρκώς αιτιολογημένη.
Με βάση όλα τα πιο πάνω, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με €1.000 έξοδα υπέρ των Καθ' ων η αίτηση και εναντίον του Αιτητή. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.
Α. AΓΡΟΤΗ, Δ. ΔΔΔΠ
[1] Π.Δ. Δαγτόγλου, Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, 6η έκδοση, σελ. 638-639
[2] Iran, Code of Criminal Procedure, 2016, Article 170, (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 21/03/2023)
[3] Amnesty International, Flawed Reforms: Iran's New Code of Criminal Procedure, 10 February 2016, σελ. 31, available at: https://www.refworld.org/docid/574d46534.html (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 27/08/2024).
[4] APCI, Review of the COI Service’s Iran COI Report of August 2008, 23 September 2008, cited in: United Kingdom, Home Office, Country of Origin Information Report Iran, 31 August 2010, p. 59, (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 27/08/2024).
[5] APCI, Review of the COI Service’s Iran COI Report of August 2008, 23 September 2008, partially accessible via United Kingdom, Home Office, Country of Origin Information Report Iran, 31 August 2010, pp. 58-59 https://www.justice.gov/sites/default/files/eoir/legacy/2013/06/12/iran080609.pdf, (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 27/08/2024).
[6] Joint report from LandInfo aand others-Iran-Criminal proceedings and documents December 2021, σελίδες 76-77 https://coi.euaa.europa.eu/administration/belgium/PLib/joint_coi_report._criminal_procedures_and_documents_20211206.pdf (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 27/08/2024).
[7] joint report by the Norwegian Country of Origin Information Centre (Landinfo), the Office of the Commissioner General for Refugees and Stateless Persons (CGRS) and the State Secretariat for Migration (SEM), IRAN, Criminal procedures and documents, December 2021, https://landinfo.no/wp-content/uploads/2021/12/Iran-report-criminal-procedures-and-documents-122021-4.pdf , σελ. 59 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 27/08/2024).
[8] DRC/DIS, ‘Judicial issues’ (page 8), February 2018 https://www.ecoi.net/en/document/1438731.html (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 27/08/2024)
[9] Landinfo and others, ‘Iran; Criminal procedures and documents’ (page 71), December 2021, https://www.ecoi.net/en/document/2064888.html (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 27/08/2024)
[10] Όπ. Π.
[11] Όπ. Π. σελ. 70-71.
[12] Australian Government of Foreign Affairs and Trade, DFAT COUNTRY INFORMATION REPORT, IRAN, 24 JULY 2023, https://www.ecoi.net/en/file/local/2095685/country-information-report-iran.pdf, σελ. 36 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 27/08/2024).
[13] Βλ. CRISIS24, Iran Country Report, https://crisis24.garda.com/insights-intelligence/intelligence/country-reports/iran (βλ. ενότητα υπό εισαγωγικό κείμενο, Last update: August 24, 2023) [ημερ. πρόσβασης 27/08/2024].
[14] Ibid. (βλ. ενότητα 'Security', Last update: October 2, 2023) [ημερ. πρόσβασης 27/08/2024]
[15] Ibid. (βλ. ενότητα 'Political', Last update: March 25, 2022) [ημερ. πρόσβασης 27/08/2024]
[16] Βλ. (ενδεικτικά) ακόλουθες πηγές:
- Council on Foreign Relations (CFR): Center for Preventive Action (CPA) - Global Conflict Tracker, βλ. σχετικό χάρτη με συρράξεις ανά το παγκόσμιο (https://www.cfr.org/global-conflict-tracker#) [ημερ. πρόσβασης 27/08/2024]
- Geneva Academy of International Humanitarian Law and Human Rights - RULAC (Rule of Law in Armed Conflicts), βλ. σχετικό χάρτη με συρράξεις ανά το παγκόσμιο (https://www.rulac.org/browse/map) [ημερ. πρόσβασης 27/08/2024]
[17] DFAT, 'DFAT Country Information Report Iran' (2023), 14 διαθέσιμο σε https://www.dfat.gov.au/sites/default/files/country-information-report-iran.pdf; United Nations General Assembly, Seventy-seventh session, A/77/525, Situation of human rights in the Islamic Republic of Iran, 14 October 2022, available at: https://www.ecoi.net/en/file/local/2082127/N2263251.pdf (ημ. 27/08/2024)
[18] Όπ. Π.
[19] Armed Conflict Location & Event Data Project (ACLED), 'Anti-Government Demonstrations in Iran A Long Term Challenge for the Islamic Republic' (2023), υπό A Crisis Weathered?, διαθέσιμο σε https://acleddata.com/2023/04/12/anti-government-demonstrations-in-iran-a-long-term-challenge-for-the-islamic-republic/ (ημερομηνία πρόσβασης 27/08/2024]
[20] ACLED, Dashboard, [εφαρμοσμένες παράμετροι: Country View, Event Date: 26/08/2023 και 26/08/2024, Event Type: Battles; Violence against civilians; Explosions/Remote Violence; Riots; Protests, Region: Middle East, Iran, Tehran], https://acleddata.com/explorer/ (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 27/08/2024).
[21] City Population, Tehran- Iran, https://www.citypopulation.de/en/iran/tehran/2301__tehr%C4%81n/
(ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 27/08/2024).
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο