
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθεση Αρ.: Τ242/24
17 Σεπτεμβρίου 2024
[Δ. Κατσαρίδης, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
C.A.F
Αιτήτρια
ΚΑΙ
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ' ων η αίτηση
........
Μ. Μπαγιαζίδου (κα), Δικηγόρος για την Αιτήτρια.
Αιτήτρια παρούσα.
Ηλίας Φανούς (κος), μεταφραστής για πιστή μετάφραση από Αγγλικά σε Ελληνικά και αντίστροφα.)
ΑΠΟΦΑΣΗ
Δ. Κατσαρίδης, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Η Αιτήτρια με την παρούσα προσφυγή στρέφεται κατά της απόφασης των Καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 17/01/2024, η οποία κοινοποιήθηκε σε αυτήν στις 02/02/2024 και με την οποία απορρίφθηκε ως απαράδεκτη η μεταγενέστερη αίτησή της για διεθνή προστασία, δυνάμει των άρθρων 16Δ και 12Βτετράκις(2)(δ) του περί Προσφύγων Νόμου (Ν.6(Ι)/2000), ως έχει ως σήμερα τροποποιηθεί.
ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Τα γεγονότα της υπό εξέτασης υπόθεσης προκύπτουν από το Υπόμνημα το οποίο συνοδεύεται από τον διοικητικό φάκελο που αφορά την Αιτήτρια και καταχωρήθηκε στο Δικαστήριο από την Υπηρεσία Ασύλου σύμφωνα με τον κανονισμό 3 των Περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019.
Η Αιτήτρια είναι υπήκοος Καμερούν και υπέβαλε αίτηση για παροχή καθεστώτος διεθνούς προστασίας στις 15.10.2018, αφού προηγουμένως εισήλθε παράνομα στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές. Στις 14.05.2021 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη της Αιτήτριας στην Υπηρεσία Ασύλου από αρμόδιο λειτουργό του Ευρωπαϊκού Γραφείου Υποστήριξης για το Άσυλο (EASO). Στις 31.08.2021 αρμόδιος λειτουργός του EASO ετοίμασε Έκθεση-Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με την συνέντευξη της Αιτήτριας. Στη συνέχεια, ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε την εισήγηση για απόρριψη της αίτησης διεθνούς προστασίας της Αιτήτριας στις 13.09.2021. Στις 05.10.2021 η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική του αιτήματος της Αιτήτριας επιστολή μαζί με αιτιολόγηση της απόφασης της, η οποία παραλήφθηκε και υπογράφτηκε ιδιοχείρως από την Αιτήτρια αυθημερόν.
Στις 12.10.2021 καταχωρήθηκε η υπ’ αριθμό 6802/21 προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας, η οποία απορρίφθηκε στις 08.02.2023 λόγω μη προώθησης.
Στις 07.03.2023, η Αιτήτρια υπέβαλε Μεταγενέστερη Αίτηση για Διεθνή Προστασία στην Υπηρεσία Ασύλου. Στις 16.01.2024, αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ετοίμασε Σημείωμα/ Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου εισηγούμενος την απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησης για διεθνή προστασία της Αιτήτριας ως απαράδεκτης. Στις 17.01.2024 ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε το Σημείωμα / Εισήγηση της λειτουργού σχετικά με την μεταγενέστερη αίτηση που αφορούσε Εισήγηση όπως αυτή κριθεί ως απαράδεκτη.
Στις 02.02.2024 η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική επιστολή σχετικά με την μεταγενέστερη αίτηση της Αιτήτριας, την οποία η τελευταία παρέλαβε δια χειρός αυθημερόν αφού της μεταφράστηκε σε γλώσσα που η ίδια κατανοεί.
Στις 13.02.2024 καταχωρήθηκε η υπό εξέταση προσφυγή εναντίον της απόφασης απόρριψης της μεταγενέστερης αίτησης ως απαράδεκτης.
ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ
Η συνήγορος της Αιτήτριας παραθέτει στο εισαγωγικό δικόγραφο της διαδικασίας πλείονες λόγους ακύρωσης χωρίς αυτοί να συνοδεύονται από σαφή αιτιολογία ή παραπομπή σε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά ή στοιχεία του διοικητικού φακέλου. Κατά την ακροαματική διαδικασία η συνήγορος της Αιτήτριας ισχυρίστηκε ότι έπρεπε να ληφθεί υπόψη η κατάσταση που επικρατεί στο Καμερούν σε συνάρτηση με το προφίλ της Αιτήτριας καθώς και το γεγονός ότι έχει ένα ανήλικο τέκνο. Περαιτέρω, ότι έπρεπε να ληφθεί υπόψη και ο σεξουαλικός της προσανατολισμός.
TO ΝΟΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ
Η παρούσα εμπίπτει στις πρόνοιες του εδαφίου (ε) του άρθρου 3 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 (3/2019), ως αυτοί έχουν προσφάτως τροποποιηθεί και συνεπώς η υπόθεση ορίστηκε απευθείας για Ακρόαση από το Πρωτοκολλητείο. Σχετικό Υπόμνημα ως προβλέπει το εδάφιο (ε) του άρθρου 3, καταχωρίστηκε από τους Καθ' ων η αίτηση, συνοδευόμενο και από τον σχετικό διοικητικό φάκελο. Το Δικαστήριο, έχοντας διακριτική ευχέρεια δυνάμει της πρώτης επιφύλαξης του εδαφίου (ε) του άρθρου 3, δεν έκρινε σκόπιμη την παρουσία των Καθ' ων η αίτηση και η διαδικασία διεξήχθη με μόνη την παρουσία της Αιτήτριας και της συνηγόρου αυτής.
Παράλληλα, το άρθρο 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 [Ν. 73(Ι)/2018, ως έχει τροποποιηθεί] καθορίζει τη δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου.
Το άρθρο 2 του περί Προσφύγων Νόμου [Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί] καθορίζει την έννοια του όρου «μεταγενέστερη αίτηση» ως ακολούθως:
«"μεταγενέστερη αίτηση" σημαίνει την περαιτέρω αίτηση διεθνούς προστασίας που υποβάλλεται δυνάμει του άρθρου 16Δ μετά τη λήψη τελικής απόφασης επί προηγούμενης αίτησης, περιλαμβανομένων περιπτώσεων όπου ο Προϊστάμενος έλαβε απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 16Β ή 16Γ·»
Το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου καθορίζει την έννοια του όρου «πρόσφυγας» και τις προϋποθέσεις υπαγωγής σε αυτό τον ορισμό.
Το άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου προβλέπει τις περιπτώσεις όπου χορηγείται το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.
Το άρθρο 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου προβλέπει τα ακόλουθα (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):
«Απαράδεκτες αιτήσεις
(2) Με την επιφύλαξη της Σύμβασης, η Υπηρεσία Ασύλου δύναται να θεωρήσει αίτηση ως απαράδεκτη μόνον εάν-
(α) [...]
(β) [...]
(γ) [...]
(δ) η αίτηση είναι μεταγενέστερη αίτηση στο πλαίσιο της οποίας δεν υποβλήθηκαν από τον αιτητή ή δεν προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας∙ ή
(ε) [...]».
Το άρθρο 16Δ του του περί Προσφύγων Νόμου ορίζει τα εξής (έμφαση του παρόντος Δικαστηρίου):
«Υποβολή νέων στοιχείων ή πορισμάτων ή μεταγενέστερης αίτησης
16Δ.-(1)(α) Σε περίπτωση που αιτητής υποβάλει στον Προϊστάμενο -
(i)Μεταγενέστερη αίτηση, ή
(ii) νέα στοιχεία ή πορίσματα κατά ή μετά την ημερομηνία στην οποία καθίσταται εκτελεστή απόφαση του Προϊσταμένου επί πρότερης αίτησης του αιτητή,
ο Προϊστάμενος εξετάζει το συντομότερο δυνατό οτιδήποτε ούτως υποβληθέν σύμφωνα με το παρόν άρθρο.
(β) Στην παράγραφο (α), ο όρος «απόφαση» περιλαμβάνει απόφαση που λαμβάνεται από τον Προϊστάμενο δυνάμει του άρθρου 16Β ή 16Γ.
(2) Σε περίπτωση που αιτητής υποβάλει στον Προϊστάμενο είτε μεταγενέστερη αίτηση είτε νέα στοιχεία ή πορίσματα, σύμφωνα με το εδάφιο (1), ο Προϊστάμενος δεν μεταχειρίζεται οτιδήποτε υποβληθέν ως νέα αίτηση αλλά ως περαιτέρω διαβήματα στα πλαίσια της αποφασισθείσας αίτησης. Ο Προϊστάμενος λαμβάνει υπόψη όλα τα στοιχεία των προαναφερόμενων περαιτέρω διαβημάτων χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.
(3)(α) Κατά τη λήψη απόφασης σχετικά με το παραδεκτό της αίτησης σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις, ο Προϊστάμενος προβαίνει σε προκαταρτική εξέταση προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της εκδοθείσας απόφασής του, σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τον χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας:
Νοείται ότι, σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώσει ότι ο αιτητής δεν έχει προσκομίσει νέα στοιχεία ή πορίσματα, η μεταγενέστερη αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη, με βάση την αρχή του δεδικασμένου, χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.
(β) Σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώνει ότι προέκυψαν ή υποβλήθηκαν τα προαναφερόμενα στην παράγραφο (α) νέα στοιχεία ή πορίσματα, προβαίνει σε ουσιαστική εξέτασή τους, αφού προηγουμένως ενημερώσει σχετικά τον αιτητή, και εκδίδει νέα εκτελεστή απόφαση, μόνο εφόσον –
(i) Τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον αιτητή διεθνούς προστασίας∙ και
(ii) ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.
(γ) Επί της νέας εκτελεστής απόφασης που αναφέρεται στην παράγραφο (β) εφαρμόζονται τα εδάφια (7) μέχρι (7Ε) του άρθρου 18.
(δ) Σε περίπτωση που μεταγενέστερη αίτηση δεν εξετάζεται περαιτέρω δυνάμει του παρόντος άρθρου, αυτή θεωρείται απαράδεκτη σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις και σε τέτοια περίπτωση ο Προϊστάμενος εκδίδει σχετική απόφαση επί της οποίας εφαρμόζονται κατ' αναλογία τα εδάφια (7) και (7Ε) του άρθρου 18. Η εν λόγω απόφαση παραθέτει την αιτιολογία της και ενημερώνει τον αιτητή για το δικαίωμα που έχει να την προσβάλει στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, καθώς και για την προθεσμία άσκησης τέτοιας προσφυγής.
[...]»
Ο Προϊστάμενος προβαίνει σε προκαταρκτική εξέταση επί του παραδεκτού της μεταγενέστερης αίτησης, προκειμένου δηλαδή να διαπιστώσει κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον Αιτητή, νέα στοιχεία ή πορίσματα, τα οποία δεν έλαβε υπόψη του κατά την έκδοση της απόφασης επί της αρχικής αίτησης. Σημειώνετε ότι σύμφωνα με το άρθρο 40 της οδηγίας 2013/32/ΕΕ, σε μια μεταγενέστερη διαδικασία αίτησης ο αιτών έχει το βάρος απόδειξης να υποβάλει συγκεκριμένα νέα στοιχεία που δείχνουν ότι οι σχετικές περιστάσεις υπό το φως της αίτησής του/της για το καθεστώς πρόσφυγα ή την επικουρική προστασία «αυξάνουν σημαντικά την πιθανότητα» να πληροί τα κριτήρια διεθνούς προστασίας.
Από τα πιο πάνω άρθρα συνάγεται, πως εάν υποβληθεί μεταγενέστερη αίτηση, ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου και ο Προϊστάμενος διαπιστώσει στα πλαίσια του μεταγενέστερου αυτού αιτήματος πως δεν υποβλήθηκαν νέα στοιχεία, τότε η μεταγενέστερη αίτηση κρίνεται απαράδεκτη χωρίς να υπάρξει εξέταση επί της ουσίας της.
Κατά δεύτερον, εάν ο Προϊστάμενος διαπιστώσει ότι υποβλήθηκαν νέα στοιχεία, τότε μόνο προβαίνει σε ουσιαστική εξέταση και εκδίδει νέα εκτελεστή απόφαση μόνο εφόσον ικανοποιούνται δύο προϋποθέσεις:
α) τα εν λόγω στοιχεία αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον Αιτητή, διεθνούς προστασίας και
β) ο Αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 146 του Συντάγματος. (βλ. άρθρο 16Δ(3)(β) του περί Προσφύγων Νόμου)
Το άρθρο 16Δ του περί Προσφύγων Νόμου, ενσωματώνει στην εθνική νομοθεσία τις διατάξεις του άρθρου 40 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ. Όπως επισημάνθηκε από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην υπόθεση C-921/19, με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής απόφασης, η οποία εκδόθηκε στις 10 Ιουνίου 2021, η διαδικασία εξέτασης μεταγενέστερης αίτησης ορίζεται ως εξής: (Η υπογράμμισή του παρόντος δικαστηρίου)
«Επομένως, το άρθρο 40, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας 2013/32 προβλέπει την εξέταση των μεταγενέστερων αιτήσεων σε δύο στάδια. Το πρώτο στάδιο, προκαταρκτικής φύσεως, έχει ως αντικείμενο τον έλεγχο του παραδεκτού των αιτήσεων αυτών, ενώ το δεύτερο στάδιο αφορά την επί της ουσίας εξέταση των εν λόγω αιτήσεων.
Το πρώτο αυτό στάδιο πραγματοποιείται επίσης σε δύο στάδια, καθένα από τα οποία οδηγεί στην εξακρίβωση των διαφορετικών προϋποθέσεων παραδεκτού που θέτουν οι ίδιες αυτές διατάξεις.
Επομένως, πρώτον, το άρθρο 40, παράγραφος 2, της οδηγίας 2013/32 ορίζει ότι, προκειμένου να ληφθεί απόφαση σχετικά με το παραδεκτό αίτησης για διεθνή προστασία δυνάμει του άρθρου 33, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας αυτής, η μεταγενέστερη αίτηση για διεθνή προστασία υποβάλλεται κατ’ αρχάς σε προκαταρκτική εξέταση, προκειμένου να καθοριστεί εάν προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτούντα νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του εάν ο αιτών πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για να χαρακτηρισθεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας δυνάμει της οδηγίας 2011/95.
Η εξέταση του παραδεκτού της μεταγενέστερης αίτησης συνεχίζεται, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 40, παράγραφος 3, της οδηγίας αυτής, μόνον όταν πράγματι υφίστανται τέτοια νέα στοιχεία ή πορίσματα σε σχέση με την πρώτη αίτηση για διεθνή προστασία, προκειμένου να εξακριβωθεί αν τα νέα αυτά στοιχεία και πορίσματα αυξάνουν σημαντικά την πιθανότητα να πληροί ο αιτών τις απαιτούμενες προϋποθέσεις για να του αναγνωρισθεί το καθεστώς αυτό.
Κατά συνέπεια, οι δύο αυτές προϋποθέσεις παραδεκτού, μολονότι πρέπει αμφότερες να πληρούνται για να συνεχιστεί η εξέταση της μεταγενέστερης αίτησης, σύμφωνα με το άρθρο 40, παράγραφος 3, της εν λόγω οδηγίας, εντούτοις είναι διακριτές και δεν πρέπει να συγχέονται.»
Περαιτέρω, τόσο η τελευταία περίοδος του άρθρου 40(3), όσο και το άρθρο 40(4) της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ, προβλέπουν ότι εναπόκειται στα κράτη-μέλη να θέσουν επιπλέον προϋποθέσεις για την περαιτέρω εξέταση μεταγενέστερης αίτησης, πρόβλεψη της οποίας έκανε χρήση ο εθνικός νομοθέτης με την εισαγωγή της υποπαραγράφου ii) στο άρθρο 16Δ(3)(β) του περί Προσφύγων Νόμου. Επομένως, στη βάση της ανάλυσης που ακολούθησε το ΔΕΕ στην ανωτέρω απόφαση, το άρθρο 16Δ του περί Προσφύγων Νόμου ορίζει τη διαδικασία εξέτασης μεταγενέστερης αίτησης σε δύο στάδια, ένα προκαταρκτικό επί του παραδεκτού των νέων στοιχείων και, εφόσον γίνει παραδεκτή, ένα επί της ουσίας της αίτησης. Το προκαταρκτικό στάδιο χωρίζεται περαιτέρω σε δύο στάδια κατά τα οποία εξετάζονται τα εξής:
- αρχικά, εάν προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον Αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του εάν πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για να χαρακτηρισθεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας δυνάμει της οδηγίας 2011/95
- όταν πράγματι υφίστανται τέτοια νέα στοιχεία ή πορίσματα σε σχέση με την πρώτη/αρχική αίτηση, η εξέταση του παραδεκτού συνεχίζεται προκειμένου να εξακριβωθεί εάν τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον Αιτητή καθεστώτος διεθνούς προστασίας και εάν ο Αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος (υποπαράγραφοι i) και ii) του άρθρου 16Δ(3)(β)).
Σημειώνω στο σημείο αυτό ότι από τη διατύπωση του άρθρου 16Δ(3)(α) «Νοείται ότι, σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώσει ότι ο Αιτητής δεν έχει προσκομίσει νέα στοιχεία ή πορίσματα, η μεταγενέστερη αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη, με βάση την αρχή του δεδικασμένου, χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη», προκύπτει ότι κατά την προκαταρκτική εξέταση επί του παραδεκτού μεταγενέστερης, δεν διεξάγεται συνέντευξη. Η προσθήκη αυτή στο συγκεκριμένο άρθρο έγινε με τον νόμο 142(I)/2020 της 13/10/2020 που τροποποίησε τον περί Προσφύγων Νόμο, χωρίς ωστόσο να γίνει αντίστοιχη τροποποίηση στο άρθρο 12Βτετράκις(3) με την προσθήκη επιφύλαξης ως προς την δυνατότητα παράλειψης διεξαγωγής συνέντευξης πριν την απόφαση επί του παραδεκτού σε μεταγενέστερες αιτήσεις. Σε τέτοιες περιπτώσεις αν υπάρχει κάποια ασυμφωνία ή σύγκρουση μεταξύ των προνοιών μιας νομοθεσίας και αυτών μιας άλλης τότε υπερισχύουν οι πρόνοιες της μεταγενέστερης από τις δύο νομοθεσίες, γνωστή ως η αρχή lex posterior derogat legi priori (βλ. Ελληνική Τράπεζα Λτδ. ν. Lextalionis Investments Ltd. κ.α., Αρ. Αγωγής: 3172/99, 25 Ιανουαρίου 2007). Σε κάθε περίπτωση, το άρθρο 42 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ δεν αφήνει αμφιβολίες ως προς την ρύθμιση του ζητήματος καθώς προβλέπει τη δυνατότητα παράλειψης διεξαγωγής συνέντευξης κατά το προκαταρκτικό στάδιο, ως η πρόβλεψη του άρθρου 16Δ(3)(α). Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 42 «Διαδικαστικοί κανόνες»,
«1. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αιτούντες των οποίων η αίτηση υπόκειται σε προκαταρκτική εξέταση σύμφωνα με το άρθρο 40 να απολαμβάνουν των εγγυήσεων που απαριθμούνται στο άρθρο 12 παράγραφος 1.
2. Τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν στην εθνική τους νομοθεσία κανόνες για την προκαταρκτική εξέταση σύμφωνα με το άρθρο 40. Οι κανόνες αυτοί μπορούν μεταξύ άλλων: α) να υποχρεώνουν τον συγκεκριμένο αιτούντα να αναφέρει τα γεγονότα και να παρέχει αποδεικτικά στοιχεία που να δικαιολογούν τη νέα διαδικασία·
β) να επιτρέπουν τη διεξαγωγή της προκαταρκτικής εξέτασης μόνο βάσει γραπτών παρατηρήσεων χωρίς προσωπική συνέντευξη, εξαιρουμένων των περιπτώσεων που αναφέρονται στο άρθρο 40 παράγραφος 6.
Οι κανόνες αυτοί δεν πρέπει να καθιστούν αδύνατη την πρόσβαση των αιτούντων σε νέα διαδικασία ούτε να οδηγούν πρακτικώς στη ματαίωση ή στο σοβαρό περιορισμό της πρόσβασης αυτής.»
Προκύπτει από τις σχετικές διατάξεις του Νόμου, πως η μεταγενέστερη αίτηση εξετάζεται ως ένα μεταγενέστερο διάβημα, στα πλαίσια της αίτησης που αποφασίστηκε ήδη από το αρμόδιο όργανο. Χωρίς να απαιτείται κλήση του Αιτητή σε συνέντευξη κατά το προκαταρκτικό στάδιο, ο Προϊστάμενος έχει υποχρέωση να λάβει υπόψη όλα τα γεγονότα που προηγήθηκαν, και να προβεί σε μία συγκριτική εξέταση της προγενέστερης-αρχικής και της μεταγενέστερης αίτησης του Αιτητή, προκειμένου να διαφανεί εάν από την υποβολή του μεταγενέστερου αιτήματος, προβάλλονται στοιχεία ή ισχυρισμοί για πρώτη φορά ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου, τα οποία χρήζουν διερεύνησης. Από την ανωτέρω ανάλυση, προκύπτει πως η μεταγενέστερη αίτηση δεν μπορεί να λειτουργήσει ως ένδικο μέσο αλλά είναι αίτηση, η απόφαση επί της οποίας προσβάλλεται στο Δικαστήριο και εξετάζεται στη βάση της σχετικής νομοθεσίας. Η εξέταση από το Δικαστήριο βεβαίως δεν επιβάλλει την εκ βάθρων εξέταση όλων των ζητημάτων που προκύπτουν από την αρχική αίτηση που υποβλήθηκε από τον Αιτητή στο Δικαστήριο.
ΚΑΤΑΛΗΞΗ
Εν προκειμένω αυτό που εξετάζεται επί της παρούσας είναι η απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση για απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησης της Αιτήτριας, η οποία αποτελεί απόφαση που έχει εκδοθεί δυνάμει της παραγράφου (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου. Σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη, ο Προϊστάμενος κλείνει το φάκελο και διακόπτει τη διαδικασία εξέτασης της αίτησης χωρίς να εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 12Δ (Ταχύρρυθμη διαδικασία εξέτασης αιτήσεων) και 13 (Κανονική διαδικασία εξέτασης αιτήσεων), εφόσον «η αίτηση είναι μεταγενέστερη αίτηση στο πλαίσιο της οποίας δεν υποβλήθηκαν από τον αιτητή ή δεν προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας».
Παρατηρώ ότι κατά τη διοικητική εξέταση της προγενέστερης αίτησης ασύλου, η Αιτήτρια ανέφερε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της λόγω της σχέσης που διατηρούσε με γυναίκα και η ζωή της βρισκόταν σε κίνδυνο καθότι στη χώρα καταγωγής της οι σχέσεις με άτομα του ιδίου φύλου αποτελούν έγκλημα. Πρόσθεσε ότι λόγω της αγγλόφωνης κρίσης αλλά και λόγω των κατοίκων του χωριού της, οι οποίοι δεν την ήθελαν, υπέδειξαν στο στρατό την οικία της. Η Αιτήτρια κατάφερε να διαφύγει αλλά ο ξάδελφος της σκοτώθηκε στη προσπάθεια του να την προστατεύσει. Η Αιτήτρια κατέγραψε ότι διέφυγε στη Bamenda, επικοινώνησε με την σύντροφο της, η οποία είχε ήδη εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής τους και την προσκάλεσε να βρεθούν στη βόρεια πλευρά της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Κατά την διάρκεια της συνέντευξης της ισχυρίστηκε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής λόγω του σεξουαλικού της προσανατολισμού, ότι είναι αμφιφυλόφιλη. Η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι διατηρούσε σχέση με ένα άνδρα, ο οποίος είναι και ο πατέρας του ανήλικου υιού της, αλλά λόγω της κακοποιητικής συμπεριφοράς του, τον εγκατέλειψε. Ακολούθως, η Αιτήτρια γνώρισε την σύντροφο της, ονόματι Akam Racheal, με την οποία, ως ισχυρίστηκε, είχαν σχέση για 7 έτη. Ερωτηθείσα, εάν η οικογένεια της γνώριζε για την σχέση της με τη συγκεκριμένη γυναίκα, δήλωσε ότι τους επισκεπτόταν συχνά και ότι κάποιος τους ενημέρωσε αλλά δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει από ποιον. Η οικογένεια της, της ζήτησε να διακόψει τη σχέση της. Πρόσθεσε, ότι οι κάτοικοι του χωριού της άρχισαν να την προσβάλλουν και κατά ή περί τον Ιούλιο του 2018 κλήθηκε στο συμβούλιο του χωριού, όπου αναγκάστηκε να δηλώσει ότι θα διέκοπτε την σχέση της, διαφορετικά θα την καταγγέλλαν στην κυβέρνηση. Η σύντροφος της Αιτήτριας, στα τέλη Ιουλίου 2018, έλαβε μια απειλητική επιστολή από τη κυβέρνηση, όπου κατέγραφε ότι γνωρίζουν τον σεξουαλικό της προσανατολισμό και διέφυγε για το Ντουμπάι. Η Αιτήτρια δήλωσε, ότι κατά ή περί τον Σεπτέμβριο του 2018, ο στρατός πήγε στην οικία της, αυτή κατάφερε να διαφύγει και οι αρχές πυροβόλησαν τον ξάδελφο της. Ακολούθως, η Αιτήτρια κρύφτηκε στην οικία μιας φίλης της στη Bamenda και με την βοήθεια της συντρόφου της εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της.
Οι Καθ' ων διέκριναν δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς: έναν αναφορικά με τα στοιχεία ταυτότητας της Αιτήτριας και τη χώρα καταγωγής της, ο οποίος έγινε δεκτός και έναν δεύτερο αναφορικά με το γεγονός ότι η Αιτήτρια είναι αμφιφυλόφιλη. Ο ισχυρισμός αυτός δεν έγινε δεκτός.
Ακολούθως, ο αρμόδιος λειτουργός προέβη σε αξιολόγηση του μελλοντικού κινδύνου στη βάση του ισχυρισμού που έγινε δεκτός (στοιχεία ταυτότητας και χώρα καταγωγής της Αιτήτριας). Στα πλαίσια της εν λόγω αξιολόγησης, ο αρμόδιος λειτουργός επιβεβαίωσε ότι στην βορειοδυτική περιοχή του Καμερούν παρατηρείται κλιμάκωση της έντασης και της βίας μεταξύ των κυβερνητικών δυνάμεων και των Αγγλόφωνων αποσχιστών. Παρόλα αυτά, προχωρώντας στο κομμάτι της νομικής ανάλυσης, κατέληξε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση προσφυγικού καθεστώτος στην Αιτήτρια, καθώς δεν τεκμηριώθηκε κίνδυνος δίωξης για έναν από τους λόγους που αναφέρονται περιοριστικά στο άρθρο 3 του Περί Προσφύγων Νόμου. Περαιτέρω, κατέληξε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις ούτε για την αναγνώριση συμπληρωματικής προστασίας.
Η Αιτήτρια προχώρησε στην καταχώριση της προσφυγής υπ’ αριθμό 6802/21, κατά της απόφασης απόρριψης της αίτησής της. Η εν λόγω προσφυγή απορρίφθηκε λόγω μη προώθησης στις 08/02/2023.
Στο έντυπο της μεταγενέστερης αίτησης η Αιτήτρια καταγράφει ότι αντιμετωπίζει σοβαρό πρόβλημα στη χώρα καταγωγής της λόγω της πολιτικής επίθεσης του στρατού και διάφορες ομάδες γίνονται αντικείμενο ανάκρισης, προσθέτοντας ότι η πολιτική αστάθεια στη χώρα της προκαλεί ανθρωπιστική κρίση. Ως αποδεικτικά στοιχεία των δηλώσεων της προσκόμισε δέσμη εγγράφων και φωτογραφιών. Αναφορικά με το λόγο για τον οποίο δεν υπέβαλε τα εν λόγω στοιχεία σε προγενέστερο στάδιο της διαδικασίας, η Αιτήτρια δήλωσε ότι δεν μπορούσε να τα λάβει προηγουμένως καθώς γινόταν η διαδήλωση. (βλ. ερυθρό 157 του δ.φ.)
Οι Καθ' ων η Αίτηση απέρριψαν την μεταγενέστερη αίτηση της Αιτήτριας κρίνοντας ότι η Αιτήτρια δεν ανέφερε τους εν λόγω ισχυρισμούς στην αίτηση της για διεθνή προστασία και ως εκ τούτου λόγω δική της υπαιτιότητας δεν υποβλήθηκαν τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα. Τέλος, από τα στοιχεία που έχει προβάλει η ίδια, δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι σε περίπτωση επιστροφής της στο Καμερούν, θα διατρέχει κίνδυνο να υποστεί βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία κατά παράβαση του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ ή/και της αρχής της μη επαναπροώθησης. Ως εκ τούτου, η μεταγενέστερη αίτηση της Αιτήτριας κρίθηκε ως απαράδεκτη με βάση το άρθρο 12Βτετράκις και 16Δ και τερματίστηκε το δικαίωμα παραμονής της δυνάμει του άρθρου 16Δ (4)(β) (i) του περί Προσφύγων Νόμου.
Έχω εξετάσει με προσοχή τον διοικητικό φάκελο της Αιτήτριας, καθώς και τα στοιχεία που προκύπτουν από αυτόν και διαφωνώ με την ανάλυση των Καθ' ων. Στην υπό εξέταση περίπτωση ο Προϊστάμενος δεν προέβη σε προκαταρτική εξέταση προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από την Αιτήτρια νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της απόφασής του. Οι Καθ’ ων η αίτηση παρέλειψαν το προκαταρκτικό στάδιο εξέτασης του παραδεκτού και προχώρησαν απευθείας στο δεύτερο στάδιο εξέτασης του παραδεκτού, δηλαδή κατά πόσο τα νέα στοιχεία προβλήθηκαν στην μεταγενέστερη αίτηση χωρίς υπαιτιότητα της Αιτήτριας και κατά πόσο αυξάνουν τις πιθανότητές για χορήγηση σε αυτήν καθεστώτος διεθνούς προστασίας. Από την Έκθεση – Εισήγηση προκύπτει ξεκάθαρα ότι τα έγγραφα που προσκομίσθηκαν από την Αιτήτρια δεν έχουν αποτελέσει αντικείμενο διερεύνησης και αξιολόγησης. Αντιθέτως, οι καθ’ ων η αίτηση προχώρησαν σε εξέταση του δεύτερου σταδίου εξέτασης του παραδεκτού, ήτοι ότι οι ισχυρισμοί της Αιτήτριας δεν αναφέρθηκαν στην αίτηση της για διεθνή προστασία λόγω δικής της υπαιτιότητας, παραλείποντας ωστόσο να αξιολογήσουν τα εν λόγω στοιχεία. Δεν νοείται εξέταση περί υπαιτιότητας χωρίς να έχει προηγηθεί έρευνα σχετικά με το εάν έχουν υποβληθεί νέα στοιχεία ή πορίσματα, τα οποία αποτελούν και την βάση για την περαιτέρω εξέταση της αίτησης.
Υπενθυμίζεται ότι, η προκαταρκτική εξέταση χωρίζεται σε δύο στάδια, και αποτελεί προϋπόθεση η εξέταση και των δύο σταδίων του παραδεκτού προκειμένου να προχωρήσει η διοίκηση στην εξέταση του μεταγενέστερου αιτήματος επί της ουσίας. Η Αιτήτρια προσκόμισε δέσμη εγγράφων αναφορικά με την συμμετοχή της στη κοινότητα Southern Cameroons (Ambazonian) της Κύπρου και ως παρατηρώ φέρουν χρονολογία του 2022 και του 2023, δηλαδή έπονται του χρόνου εξέτασης της αρχικής αίτησης ασύλου της. Η συνέντευξη της Αιτήτριας, για εξέταση της αρχικής της αίτησης διεθνούς προστασίας, πραγματοποιήθηκε στις 14.05.2021. Παρά τις περιεκτικές αναφορές της Αιτήτριας, τα εν λόγω έγγραφα που προσκόμισε δεν παύουν να αποτελούν νέα έγγραφα και τα οποία ενδεχομένως, κατόπιν εξέτασης τους, να δίδουν έρεισμα για χορήγηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας. Υπενθυμίζεται, ότι το Καμερούν δεν συμπεριλαμβάνεται στις ασφαλείς χώρες ιθαγένειας.
Υπενθυμίζεται ότι σύμφωνα με την οδηγία 2013/32/ΕΕ, ως «μεταγενέστερη αίτηση» νοείται: «... η περαιτέρω αίτηση διεθνούς προστασίας που υποβάλλεται μετά τη λήψη τελεσίδικης απόφασης επί προηγούμενης αίτησης, περιλαμβανομένων περιπτώσεων όπου ο αιτών ρητά ανακάλεσε την αίτησή του και περιπτώσεων όπου η αποφαινόμενη αρχή απέρριψε αίτηση μετά από τη σιωπηρή της ανάκληση σύμφωνα με το άρθρο 28 παράγραφος 1 [ΟΔΑ][1]. Ως εκ τούτου τα νέα στοιχεία μπορούν να σχετίζονται με νέα γεγονότα μετά την τελεσίδικη απόφαση. Η περίπτωση αυτή αφορά επιτόπιες καταστάσεις όπου έχουν προκύψει νέα γεγονότα στη χώρα καταγωγής ή ίσως ο αιτών έχει εμπλακεί σε νέες δραστηριότητες στη χώρα ασύλου μετά τη λήψη τελεσίδικης απόφασης επί της προηγούμενης αίτησης. Οι εξελίξεις ή τα γεγονότα στη ζωή τους ή στη χώρα καταγωγής τους μπορούν να δημιουργήσουν βάσιμο φόβο δίωξης ή πραγματικό κίνδυνο πρόκλησης σοβαρής βλάβης κατά την επιστροφή.[2]
Όπως έχει εξάλλου αναφερθεί και στην Απόφαση του ΔΕΕ της 9ης Σεπτεμβρίου 2021 στην υπόθεση C-18/20, XY κατά Bundesamt für Fremdenwesen und Asyl, ECLI:EU:C:2021:710:[3](υπογράμμιση του Δικαστηρίου)
« 44 Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι, κατ’ ορθήν ερμηνεία του άρθρου 40, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας 2013/32, η έννοια «νέα στοιχεία ή πορίσματα» τα οποία «έχουν προκύψει ή υποβληθεί από τον αιτούντα», κατά τη διάταξη αυτή, περιλαμβάνει τα στοιχεία ή τα πορίσματα που προέκυψαν μετά την οριστική περάτωση της διαδικασίας που είχε ως αντικείμενο προγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας, καθώς και τα στοιχεία ή τα πορίσματα τα οποία υφίσταντο μεν ήδη πριν από την περάτωση της διαδικασίας, αλλά δεν προβλήθηκαν από τον αιτούντα.»
Με βάση τα ως άνω, κρίνω ότι η απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση πάσχει λόγω νομικής πλάνης και λανθασμένης εφαρμογής του νόμου, καθότι παραλήφθηκε το πρώτο στάδιο εξέτασης του παραδεκτού, ήτοι η εξέταση των προϋποθέσεων που τίθενται από το άρθρο 16Δ(3)(α), αλλά ο αρμόδιος λειτουργός προχώρησε στην εξέταση της ουσίας των ισχυρισμών της Αιτήτριας, χωρίς να διαπιστώσει αρχικά εάν τα στοιχεία που προσκόμισε η Αιτήτρια αποτελούν νέα στοιχεία ή όχι.
Αναφορικά με την πλάνη περί τα πράγματα και τον νόμο, διαφωτιστικά θεωρώ τα όσα αναφέρονται στο σύγγραμμα του Επαμεινώνδα Π. Σπηλιωτόπουλου, «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου» (Τόμος 2, 14η έκδοση, 2011) σελ.136, παράγραφος 510, αναφέρεται ότι «συντρέχει πλάνη περί τα πράγματα, όταν αποδεικνύεται η αντικειμενική (δηλαδή χωρίς ουσιαστική κρίση) ανυπαρξία των πραγματικών ή νομικών καταστάσεων που έλαβε υπόψη του το διοικητικό όργανο για την εφαρμογή του κανόνα, ο οποίο προβλέπει την έκδοση της πράξης, δηλαδή, όταν υποδεικνύεται ότι το διοικητικό όργανο από πλάνη θεώρησε ότι υφίστανται οι νόμιμες προϋποθέσεις (ΣΕ 143/1954, 3821/1990, 2392/2007).» (βλ. επίσης και Κυρμίτσης v. Δημοκρατίας κ.ά. (1993) 4 ΑΑΔ 1900 και Δημοκρατία ν. Χατζηγεωργίου (2008) 3 Α.Α.Δ. 100). Αντίστοιχα, όταν η πλάνη του αρμόδιου οργάνου έγκειται στην λανθασμένη ερμηνεία του Νόμου, τότε η απόφαση του αρμόδιου οργάνου πάσχει συνεπεία πλάνης περί τον νόμο η οποία και οδήγησε σε εσφαλμένη εφαρμογή της σχετικής νομοθεσίας. Οι Καθ' ων η Αίτηση φαίνεται ότι προχώρησαν σε εξέταση της μεταγενέστερης αίτησης αφού παρέλειψαν την εξέταση του πρώτου σταδίου εξέτασης του παραδεκτού, ερμηνεύοντας λανθασμένα τις πρόνοιες του άρθρου 16Δ(3)(α) αλλά και 16Δ(3)(β) του περί Προσφύγων Νόμου.
Πέραν, των ανωτέρω, παρατηρώ, ότι στην μεταγενέστερη αίτηση της Αιτήτριας αναγράφεται ως εξαρτώμενο πρόσωπο στην αίτηση της, (βλ. ερυθρό 158. Σημείο 2.) ο ανήλικος υιός της Αιτήτριας. Επισημαίνεται, ότι κατά την διαδικασία εξέτασης της αίτησης για διεθνή προστασία, η Αιτήτρια δήλωσε ότι ο ανήλικος υιός της βρίσκεται με τον θείο του στο Καμερούν (βλ. ερυθρό 48-4χ του δ.φ.). Κατά την ακροαματική διαδικασία ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου δήλωσε ότι, σήμερα, ο ανήλικος υιός της βρίσκεται στη Κυπριακή Δημοκρατία (σελίδα 5 των πρακτικών ακροαματικής διαδικασίας ημερομηνίας 28.03.2024), γεγονός που επιβεβαιώνεται από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου. Ως εκ τούτου, οι καθ’ ων η αίτηση δεν έλαβαν υπόψη ούτε το νέο στοιχείο που αφορά τα προσωπικά στοιχεία της Αιτήτριας, δηλαδή την ύπαρξη ενός ανήλικου τέκνου και το οποίο θα ήταν δυνατόν να αποτελεί παράγοντα επίτασης κινδύνου σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής τους αλλά και στοιχείο που αυξάνει σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης διεθνούς προστασίας.
Με βάση τα ως άνω αναφερθέντα, παρατηρώ εν προκειμένω ότι υποβλήθηκαν από την Αιτήτρια στοιχεία τα οποία η αρμόδια αρχή δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της απόφασης της για χορήγηση ή μη διεθνούς προστασίας και ως εκ τούτου όφειλε να προβεί σε ουσιαστική εξέταση των νέων αυτών στοιχείων, τα οποία δεν προβλήθηκαν σε προγενέστερο στάδιο εξέτασης του αιτήματος της Αιτήτριας, άνευ δικής της υπαιτιότητας (αφού αυτά έπονται του χρόνου εξέτασης της αρχικής αιτήσεως) και τα οποία αυξάνουν την πιθανότητα χορήγησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας.
Όπως έχει εξάλλου αναφερθεί στην υπόθεση C 921/19, Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid (Νέα στοιχεία ή πορίσματα) EU:C:2021:478:[4] η εξέταση του ζητήματος αν η μεταγενέστερη αίτηση στηρίζεται σε νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του εάν ο αιτών πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για να χαρακτηρισθεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας δυνάμει της οδηγίας 2011/95 πρέπει να περιορίζεται στην εξακρίβωση της ύπαρξης, προς στήριξη της αίτησης αυτής, στοιχείων ή πορισμάτων που δεν εξετάσθηκαν στο πλαίσιο της απόφασης επί της προγενέστερης αίτησης και επί των οποίων δεν μπόρεσε να στηριχθεί η απόφαση αυτή, η οποία έχει καταστεί απρόσβλητη [απόφαση της 10ης Ιουνίου 2021, Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid (Νέα στοιχεία ή πορίσματα), C921/19, EU:C:2021:478, σκέψη 50].
Ως προς την έκταση της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου σε αυτές τις περιπτώσεις, θα παραπέμψω στα όσα έχουν εκτενώς παρατεθεί και αναλυθεί από την αδελφή μου Δικαστή κας Κλεάνθους, στην υπόθεση M.D. v. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, υπ. αρ. 1317/20, 20.09.2021 (έμφαση του παρόντος Δικαστηρίου):
«32. Ως προς την έκταση της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου σε αυτές τις περιπτώσεις, αυτή καθορίζεται στο άρθρο 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου. Στο εδάφιο (4) του άρθρου 11 απαριθμούνται εξαντλητικώς οι αποφάσεις, επί των οποίων το παρόν Δικαστήριο προβαίνει σε έλεγχο και έχει τις εξουσίες, κατά οριζόμενα στο εδάφιο (3).
33. Εν προκειμένω η επιδίκη απόφαση είναι απόφαση, η οποία απορρίπτει ως απαράδεκτη μεταγενέστερη αίτησης. Η εν λόγω περίπτωση θα μπορούσε να υπαχθεί στην κατηγορία των αποφάσεων που αναφέρονται στο εδάφιο (4)(γ)(ii) του άρθρου 11, το οποίο ορίζει ότι:
[...]
34. Στο άρθρο 12Βτετράκις τίτλο «Απαράδεκτες Αιτήσεις» περιλαμβάνεται ως περίπτωση, η οποία θα μπορούσε να απορριφθεί ως απαράδεκτη αίτηση, η μεταγενέστερη αίτηση στο πλαίσιο της οποίας δεν υποβλήθηκαν από τον αιτητή ή δεν προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας. Η διάταξη αυτή μεταφέρει αυτούσιο το άρθρο 33 παράγραφος 2 στοιχείο δ) της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας (στο εξής: Οδηγία 2013/32/ΕΕ). Φρονώ ότι με τη διατύπωση αυτή ο ενωσιακός νομοθέτης δεν είχε σκοπό να εξαιρέσει και τις υπόλοιπες περιπτώσεις απαράδεκτών μεταγενέστερων αιτήσεων, για παράδειγμα τις μεταγενέστερες αιτήσεις που καίτοι προσκομίζονται νέα στοιχεία, η αίτηση κρίνεται ως απαράδεκτη λόγω του ότι τα στοιχεία δεν υποβλήθηκαν εγκαίρως εξ υπαιτιότητας του αιτούντός. Η περιγραφή που περιλαμβάνεται στο άρθρο 33 παράγραφος 2 στοιχείο δ) των απαράδεκτων μεταγενέστερων αιτήσεων φαίνεται να προκύπτει από το γεγονός ότι δυνάμει του άρθρου 40 παράγραφος 4 της ίδιας οδηγίας το στοιχείο της υπαιτιότητας είναι δυνητικό για τα κράτη μέλη. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από το άρθρο 40 παράγραφος 4, το στοιχείο της υπαιτιότητας είναι στοιχείο, το οποίο δυνητικά τα κράτη μέλη μπορούν να εντάξουν στην εθνική τους νομοθεσία ως μέρος της κρίσης για το παραδεκτό. Συνεπώς, ευλόγως παραλείπεται η αναφορά το στο άρθρο 33 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ. Κατ' επέκταση ερμηνευόμενο το άρθρο 12Βτετράκις(2)(δ) υπό το φως του ενωσιακού δικαίου, περιλαμβάνει όλες τις κατηγορίες απαράδεκτων μεταγενέστερων αιτήσεων, ανεξαρτήτως του λόγου για τον οποίο αυτές κρίθηκαν ως απαράδεκτες. Συνεπώς, σε σχέση με αυτές ασκείται καταρχήν η έκταση του ελέγχου και οι εξουσίες δυνάμει του εδαφίου (4) του άρθρου 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου.
35. Δυνάμει δε του εδαφίου (3) του άρθρου 11, φρονώ ότι το παρόν Δικαστήριο δεν έχει εξουσία να εξετάσει το ίδιο για πρώτη φορά κατ' ουσίαν το καινοφανή ισχυρισμό της Αιτήτριας. Ειδικότερα, στο εδάφιο (3) ορίζεται ότι το Δικαστήριο προβαίνει σε σχέση με απόφαση του εδαφίου (4) σε έλεγχο της νομιμότητας και ορθότητας αυτής, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής (i) τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν, και (ii) την ανάγκη χορήγησης διεθνούς προστασίας σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Προσφύγων Νόμου, σε περίπτωση που προσβάλλεται απόφαση, η οποία συνεπάγεται τη μη χορήγηση τέτοιας προστασίας ή την ανάκληση ή παύση τέτοιας προστασίας ή τη χορήγηση καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας αντί του καθεστώτος πρόσφυγα. Με το πέρας του ελέγχου το Δικαστήριο επικυρώνει εν όλω ή εν μέρει την απόφαση ή πράξη, ή ακυρώνει και τροποποιεί εν όλω ή εν μέρει αυτήν. Με βάση τόσο το γράμμα όσο και την τελεολογία της εν λόγω διάταξης, φρονώ ότι το παρόν Δικαστήριο κατά την εξέταση μεταγενέστερης αίτησης, η οποία απορρίπτεται ως απαράδεκτη δεν έχει εξουσία να εξετάσει περαιτέρω τα νέα στοιχεία και να αποφασίσει επί της ανάγκης χορήγησης διεθνούς προστασίας το ίδιο, καθώς πρόκειται περί περίπτωσης όπου η προσβαλλόμενη απόφαση δεν συνεπάγεται τη μη χορήγηση διεθνούς προστασίας, με την έννοια ότι δεν εξετάστηκε η αίτηση επί της ουσίας της, παρά μόνο το παραδεκτό της. Η τελεολογική αυτή ερμηνεία είναι σύμφωνη και με την ανάγκη μη παράκαμψης ενός σταδίου εξέτασης του καινοφανούς αυτού ισχυρισμού της Αιτήτριας, ήτοι τη διοικητική εξέταση της αιτήσεως και των ισχυρισμών της (Βλ. συναφώς Απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 2018, στην υπόθεσηαρ.: C‑652/16, Nigyar Rauf Kaza Ahmedbekova, ECLI:EU:C:2018:801, σκέψεις 92 έως 103).
36. Το παρόν Δικαστήριο έχει συνεπώς την εξουσία να προβαίνει σε έλεγχο ακόμα και τροποποίηση της απόφασης επί μεταγενέστερης αίτησης μέχρι το σημείο κρίσης επί του παραδεκτού όχι όμως υποχρέωση εξέτασης της ανάγκης χορήγησης διεθνούς προστασίας, χωρίς να έχει προηγηθεί ολοκληρωμένη κατ' ουσία εξέταση των ισχυρισμών της Αιτήτριας.»
Συνεπώς, στοιχειοθετείται, κατά την κρίση μου, πιθανότητα (ουσιώδους) έλλειψης δέουσας έρευνας περί τα πραγματικά γεγονότα, η οποία οδηγεί αναπόφευκτα, στην ακύρωση της επίδικης απόφασης. Το Δικαστήριο στα πλαίσια του αναθεωρητικού του ελέγχου εξετάζει κατά πόσον η έρευνα που διενεργήθηκε από το αρμόδιο όργανο είναι η δέουσα και η απαιτούμενη υπό τις περιστάσεις και ότι κατά την λήψη της απόφασης το αρμόδιο όργανο έλαβε υπόψη του όλα τα σχετικά με την υπόθεση γεγονότα (βλ. Χαράλαμπος Κύπρου Χωματένος ν. Δημοκρατίας, (2013) 3 Α.Α.Δ. 120). Διαπιστώνοντας τα ανωτέρω, κρίνω ότι ο προβαλλόμενος λόγος ακύρωσης περί έλλειψης δέουσας έρευνας είναι εν προκειμένω βάσιμος και η προσβαλλόμενη απόφαση είναι συνεπώς πάσχουσα.
Προσθέτω ότι σε περίπτωση παραδοχής της προσφυγής και ανατροπής της πρωτοβάθμιας απόφασης που κρίνει μεταγενέστερο αίτημα ως απαράδεκτο, η υπόθεση οφείλει να αναπεμφθεί σε πρώτο βαθμό για τη διεξαγωγή πλήρους προσωπικής συνέντευξης και κρίσης σε πρώτο βαθμό επί της ουσίας του αιτήματος.
Υπό το φως του συνόλου των πιο πάνω διαπιστώσεων, είναι η κατάληξη μου ότι η παρούσα προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται δυνάμει του άρθρου 146(4)(β) του Συντάγματος και του άρθρου 11(3)(β) του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου (Ν. 73(Ι)/18). Επιδικάζονται €600 έξοδα πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει, υπέρ της Αιτήτριας και εναντίον των Καθ' ων η αίτηση.
Δ.ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] Άρθρο 2 στοιχείο ιζ) της ΟΔΑ.
[2] «Με την επιφύλαξη των διατάξεων της σύμβασης της Γενεύης, τα κράτη μέλη μπορούν, ωστόσο, να καθορίζουν ότι δεν αναγνωρίζεται καταρχήν καθεστώς πρόσφυγα στον αιτούντα που υποβάλλει μεταγενέστερη αίτηση, εάν ο κίνδυνος δίωξης βασίζεται σε περιστάσεις που ο αιτών προκάλεσε εσκεμμένως μετά την αναχώρησή του από τη χώρα καταγωγής» (άρθρο 5 παράγραφος 3 της ΟΑ). Στόχος της δυνατότητας θέσπισης της εν λόγω εξαίρεσης είναι η αποφυγή καταχρήσεων του καθεστώτος διεθνούς προστασίας. Ωστόσο, θα πρέπει να επισημανθεί ότι η αξιολόγηση του κατά πόσον είναι βάσιμος ο φόβος του αιτούντος/της αιτούσας παραμένει πάντοτε μελλοντοστραφής και, σε όλες τις περιπτώσεις, θα πρέπει να τηρείται η αρχή της μη επαναπροώθησης.
[3] ΔΕΕ, Απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2021 στην υπόθεση C-18/20, XY κατά Bundesamt für Fremdenwesen und Asyl, ECLI:EU:C:2021:710, διαθέσιμη σε: https://curia.europa.eu/juris/document/document.jsf;jsessionid=14DEB0735CCAEA49DAA79BC9B41EB6E6?text=&docid=245748&pageIndex=0&doclang=EL&mode=req&dir=&occ=first&part=1&cid=5214721
[4] ΔΕΕ, Απόφαση της 10ης Ιουνίου 2021 στην υπόθεση C 921/19, Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid (Νέα στοιχεία ή πορίσματα) EU:C:2021:478, διαθέσιμη σε: https://curia.europa.eu/juris/document/document.jsf?text=&docid=242563&pageIndex=0&doclang=EL&mode=lst&dir=&occ=first&part=1&cid=6370465
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο