
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπoθ. Αρ.: T295/2024
03 Σεπτεμβρίου 2024
[Α.Α.ΑΓΡΟΤΗ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
1. I. J. T.
2. Υ. Η. (υιός)
Αιτητές
-και-
Κυπριακή Δημοκρατία μέσω
Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ’ ων η Αίτηση
-------------------
Η Αιτήτρια εμφανίζεται προσωπικά
Στην απουσία των Καθ’ ων η αίτηση δυνάμει των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 (3/2019)
[Παρών ο κ. Ηasan Md Mahamadu για πιστή μετάφραση από Bangla σε Ελληνικά και αντίστροφα]
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Α. Α. ΑΓΡΟΤΗ Δ. Δ.Δ.Δ.Π.: Με την παρούσα προσφυγή, η Αιτήτρια 1 μητέρα του ανήλικου Αιτητή 2, προσβάλλει την απόφαση των Καθ’ ων η αίτηση που περιέχεται σε επιστολή ημερομηνίας 15/02/2024 σύμφωνα με την οποία η μεταγενέστερη αίτησή της κρίθηκε ως απαράδεκτη δυνάμει των άρθρων 12Βτετράκις(2)(δ) και 16Δ(3)(δ) του περί Προσφύγων Νόμου Ν.6(I)/2000 ως έχει τροποποιηθεί μέχρι σήμερα.
Η υπό εξέταση προσφυγή ορίστηκε απευθείας για Ακρόαση σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 3 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 (3/2019), αφού εν τω μεταξύ υποβλήθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου Υπόμνημα συνοδευόμενο από τον σχετικό διοικητικό φάκελο. Μελετώντας αυτόν, το Δικαστήριο δεν έκρινε σκόπιμη την παρουσία των Καθ’ ων η αίτηση και η διαδικασία ολοκληρώθηκε στην παρουσία της Αιτήτριας, η οποία δεν εκπροσωπείται από δικηγόρο.
Όπως προκύπτει από τον ενώπιον μου διοικητικό φάκελο πρόκειται για ενήλικη γυναίκα, υπήκοο του Μπαγκλαντές, κάτοχο διαβατηρίου της χώρας της, η οποία σύμφωνα με δήλωσή της, εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της στις 28/02/2022 και μέσω Τουρκίας αφίχθηκε στα κατεχόμενα εδάφη της Δημοκρατίας, όπου διέμεινε και εργαζόταν για περίπου οχτώ (8) μήνες. Τον Οκτώβριο του 2022 η Αιτήτρια, εγκυμονούσα στο τέταρτο μήνα τον Αιτητή 2, διήλθε παράτυπα στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές, όπου στις 25/10/2022 υπέβαλε αίτημα για διεθνή προστασία.
Στις 14/09/2023 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη στην Αιτήτρια από αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου και στις 22/09/2023 ο λειτουργός συνέταξε Έκθεση-Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη του αιτήματος της Αιτήτριας. Η εισήγηση του λειτουργού έτυχε της έγκρισης του Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου ο οποίος και εξέδωσε απορριπτική απόφαση στο αίτημα της Αιτήτριας. Η Αιτήτρια έλαβε γνώση της απορριπτικής απόφασης των Καθ’ ων η αίτηση στις 19/10/2023, μέσω επιστολής ημερομηνίας 04/10/2023, θέτοντας την υπογραφή της, αφού προηγουμένως της επεξηγήθηκε το περιεχόμενο της στη μητρική της γλώσσα.
Η Αιτήτρια δεν αμφισβήτησε την απόφαση των Καθ’ ων η αίτηση να απορρίψουν την αίτησής της με προσφυγή ενώπιον Δικαστηρίου και συνεπώς η εν λόγω απόφαση κατέστη τελεσίδικη.
Ωστόσο τέσσερις μήνες αργότερα και συγκεκριμένα στις 15/02/2024 η Αιτήτρια υπέβαλε ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου μεταγενέστερη αίτηση ασύλου, βασιζόμενη στην επιθυμία της να παραμείνει στη Κύπρο με την οικογένεια της και να ανανεώσει την κάρτα υγείας του παιδιού της.
Κατά την εξέτασή της σε προκαταρκτικό στάδιο, αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου στις 15/02/2024 συνέταξε Έκθεση-Εισήγηση, με την οποία εισηγήθηκε όπως η μεταγενέστερη αίτηση της Αιτήτριας κριθεί απαράδεκτη. Η εισήγηση έτυχε της έγκρισης συγκεκριμένου λειτουργού, δεόντως εξουσιοδοτημένου από τον Υπουργό Εσωτερικών να ασκεί καθήκοντα Προϊστάμενου της Υπηρεσίας Ασύλου αυθημερόν, ο οποίος απέρριψε την αίτηση ως απαράδεκτη δυνάμει των άρθρων 12Βτετράκις και 16Δ του περί Προσφύγων Νόμου. Η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου περιέχεται σε επιστολή ημερομηνίας 15/02/2024, την οποία η Αιτήτρια παρέλαβε αυθημερόν, θέτοντας την υπογραφή της μετά από επεξήγηση του περιεχομένου της στη μητρική της γλώσσα.
Εμπρόθεσμα, ήτοι στις 21/02/2024, η Αιτήτρια καταχώρησε την με τον πιο πάνω αριθμό και τίτλο προσφυγή εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου.
Με την αίτηση ακυρώσεως η Αιτήτρια ενιστάμενη στο αποτέλεσμα της απόφασης των Καθ’ ων η αίτηση ισχυρίστηκε ότι η ίδια είναι ένα «είδος ανύπαντρης μητέρας», όπως χαρακτηριστικά ανέφερε, καθότι γέννησε ενώ βρισκόταν στη Δημοκρατία, ενώ ο σύζυγός της δεν την φρόντιζε και στη χώρα της αντιμετωπίζει οικονομικά προβλήματα.
Στην ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία, κατά το στάδιο της ακρόασης, η Αιτήτρια ανέφερε πως εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της για να βοηθήσει την οικογένειά της, ότι πλέον δεν μπορεί να εργαστεί λόγω του παιδιού που απέκτησε από πρόσωπο με το οποίο διατηρούσε σχέση ενώσω ήταν στα κατεχόμενα εδάφη της Κύπρου και ότι την συντηρεί ο νυν σύντροφός της με τον οποίο διατηρεί σχέση στη Δημοκρατία, επίσης υπήκοος του Μπαγκλαντές.
Κατ’ αρχήν, το νομικό πλαίσιο εντός του οποίου το αρμόδιο όργανο οφείλει να εξετάσει υποβληθείσες μεταγενέστερες αιτήσεις αποτελούν τα άρθρα 12Βτετρακις και 16Δ του περί Προσφύγων Νόμου και προνοούν τα ακόλουθα (ο τονισμός και οι υπογραμμίσεις του παρόντος Δικαστηρίου):
«16Δ.-(1)(α) Σε περίπτωση που αιτητής υποβάλει στον Προϊστάμενο
(i) Μεταγενέστερη αίτηση, ή
(ii) νέα στοιχεία ή πορίσματα κατά ή μετά την ημερομηνία στην οποία καθίσταται εκτελεστή απόφαση του Προϊσταμένου επί πρότερης αίτησης του αιτητή,
ο Προϊστάμενος εξετάζει το συντομότερο δυνατό οτιδήποτε ούτως υποβληθέν σύμφωνα με το παρόν άρθρο.
(β) Στην παράγραφο (α), ο όρος «απόφαση» περιλαμβάνει απόφαση που λαμβάνεται από τον Προϊστάμενο δυνάμει του άρθρου 16Β ή 16Γ.
(2) Σε περίπτωση που αιτητής υποβάλει στον Προϊστάμενο είτε μεταγενέστερη αίτηση είτε νέα στοιχεία ή πορίσματα, σύμφωνα με το εδάφιο (1), ο Προϊστάμενος δεν μεταχειρίζεται οτιδήποτε υποβληθέν ως νέα αίτηση αλλά ως περαιτέρω διαβήματα στα πλαίσια της αποφασισθείσας αίτησης. Ο Προϊστάμενος, λαμβάνει υπόψη όλα τα στοιχεία των προαναφερόμενων περαιτέρω διαβημάτων, χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.
(3)(α) Κατά τη λήψη απόφασης σχετικά με το παραδεκτό της αίτησης σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις, ο Προϊστάμενος προβαίνει σε προκαταρκτική εξέταση προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της εκδοθείσας απόφασής του, σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τον χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας:
Νοείται ότι σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώσει ότι ο αιτητής δεν έχει προσκομίσει νέα στοιχεία ή πορίσματα, η μεταγενέστερη αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη με βάση την αρχή του δεδικασμένου, χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.
(β) Σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώνει ότι προέκυψαν ή υποβλήθηκαν τα προαναφερόμενα στην παράγραφο (α) νέα στοιχεία ή πορίσματα, προβαίνει σε ουσιαστική εξέτασή τους, αφού προηγουμένως ενημερώσει σχετικά τον αιτητή, και εκδίδει νέα εκτελεστή απόφαση, μόνο εφόσον -
(i) Τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον αιτητή διεθνούς προστασίας∙και
(ii) ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.»
Το δε άρθρο 12Βτετράκις(2) προνοεί ότι: (οι υπογραμμίσεις του παρόντος Δικαστηρίου)
«Με την επιφύλαξη της Σύμβασης, η Υπηρεσία Ασύλου δύναται να θεωρήσει αίτηση ως απαράδεκτη μόνο εάν-
[..]
(δ) η αίτηση είναι μεταγενέστερη αίτηση στο πλαίσιο της οποίας δεν υποβλήθηκαν από τον αιτητή ή δεν προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας ή [.]».
Με βάση τα πιο πάνω, είναι σαφές ότι με την υποβολή μεταγενέστερου αιτήματος από αιτητή/τρια ασύλου, ο Προϊστάμενος προβαίνει σε προκαταρκτική εξέταση επί του παραδεκτού της μεταγενέστερης αίτησης, με σκοπό να διαπιστώσει κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον/την αιτητή/τρια νέα στοιχεία ή πορίσματα, τα οποία δεν λήφθηκαν υπόψη στα πλαίσια εξέτασης της αρχικής του/της αίτησης. Στην περίπτωση που διαπιστωθεί ότι δεν υποβλήθηκαν νέα στοιχεία ή πορίσματα, τότε η αίτηση κρίνεται απαράδεκτη χωρίς επί της ουσίας εξέταση. Αντίθετα εάν διαπιστωθεί από τον Προϊστάμενο ότι υποβλήθηκαν νέα στοιχεία ή πορίσματα, προβαίνει σε ουσιαστική εξέταση της μεταγενέστερης αίτησης και εκδίδει νέα εκτελεστή απόφαση μόνο εφόσον τα υποβληθέντα από τον/την αιτητή/τρια νέα στοιχεία αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας και εφόσον ο Προϊστάμενος ικανοποιείται ότι ο/η αιτητής/τρια αδυνατούσε να υποβάλει τα συγκεκριμένα στοιχεία κατά τη προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Δικαστήριο.
Είναι απολύτως αντιληπτό ότι η μεταγενέστερη αίτηση εξετάζεται ως ένα μεταγενέστερο διάβημα, στα πλαίσια της αρχικής αίτησης που αποφασίστηκε ήδη από το αρμόδιο όργανο. Ο Προϊστάμενος, αρχικά, έχει υποχρέωση να λάβει υπόψη του όλα τα γεγονότα που προηγήθηκαν και να προβεί σε μια συγκριτική εξέταση της αρχικής αίτησης του/της αιτητή/τριας με την μεταγενέστερή του/της αίτηση ώστε να διαφανεί εάν με την υποβολή της μεταγενέστερης αίτησης ο/η αιτητής/τρια για πρώτη φορά προβάλλει τέτοια στοιχεία ή ισχυρισμούς, τα οποία χρήζουν περαιτέρω διερεύνησης.
Για σκοπούς εξέτασης της προσφυγής θεωρώ χρήσιμο όπως καταγραφούν όλοι οι ισχυρισμοί που η Αιτήτρια προέβαλε σε όλα τα στάδια εξέτασης του αιτήματός της, προκειμένου να εξετάσω την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης, αλλά και για να διαφανεί εάν οι Καθ’ ων η αίτηση αποφάσισαν μετά από δέουσα έρευνα, ορθά, νόμιμα και εντός των πλαισίων της διακριτικής τους ευχέρειας.
Στην αρχική αίτηση που υπέβαλε στην Υπηρεσία Ασύλου, η Αιτήτρια δήλωσε πως εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της για οικονομικούς λόγους. Ανέφερε πως οι γονείς της είναι ηλικιωμένοι και δεν μπορούν να εργαστούν. Προσέθεσε πως δεν μπορούσε να εξεύρει εργασία και ως εκ τούτου αποφάσισε να εγκαταλείψει τη χώρα της με προορισμό τη Κύπρο για να εξασφαλίσει ένα καλύτερο μέλλον.
Η κατά τον ουσιώδη χρόνο υποβολής της αίτησής της η Αιτήτρια κρίθηκε ως ευάλωτο άτομο «υψηλού κινδύνου», λόγω του ότι ήταν μονήρης γυναίκα που κυοφορούσε τη δεδομένη χρονική στιγμή.
Κατά τη διάρκεια της συνέντευξής της στην Υπηρεσία Ασύλου, η Αιτήτρια επιβεβαίωσε ως ορθά τα όσα κατέγραψε στην αίτησή της και ανέφερε πως εγκατέλειψε τη χώρα της με σκοπό να εργαστεί για να στηρίξει οικονομικά τους γονείς της, καθότι το εισόδημά της όταν εργαζόταν στη χώρα της ήταν πολύ χαμηλό. Δήλωσε επίσης ότι είναι παντρεμένη και ότι ο σύζυγός της βρίσκεται στο Μπαγκλαντές. Ενώ βρισκόταν στις κατεχόμενες περιοχές της Δημοκρατίας για εργασία έμεινε έγκυος έπειτα από μια εξωσυζυγική σχέση που είχε, ωστόσο ως ισχυρίστηκε ο σύντροφός της την εγκατέλειψε. Παράλληλα η Αιτήτρια, ανέφερε πως κατά τη διαμονή της στη Δημοκρατία βρίσκεται σε νέα σχέση και λαμβάνει τόσο η ίδια, όσο και το παιδί της στήριξη από τον νυν σύντροφό της. Η Αιτήτρια δήλωσε ότι ο σύζυγός της θα διακόψει τη σχέση τους εάν επιστρέψει στη χώρα της. Ερωτηθείσα για τις συνέπειες που θα αντιμετωπίσει σε περίπτωση επιστροφής της, η Αιτήτρια δήλωσε ότι δεν αποταμίευσε χρήματα και δεν μπορεί να αποπληρώσει το ποσό που είχε δανειστεί από άλλους. Σε ερώτηση κατά πόσο θα γινόταν αποδεκτή η ίδια με το παιδί της από την οικογένειά της, η Αιτήτρια δήλωσε ότι το γνωρίζουν και παρά τις αρχικές τους αντιδράσεις το έχουν αποδεχτεί σε αντίθεση με τον σύζυγό της.
Οι Καθ’ ων η αίτηση στη βάση των πιο πάνω ισχυρισμών απέρριψε το αίτημα της Αιτήτριας, καθότι, παρά το ότι οι ισχυρισμοί της έγιναν αποδεκτοί, οι οικονομικοί λόγοι εγκατάλειψης της χώρας της κρίθηκε ότι δεν εμπίπτουν στις απαιτούμενες προϋποθέσεις για αναγνώριση καθεστώτος πρόσφυγα (άρθρο 3, του Ν.6 (Ι)/2000) ή καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας (άρθρο 19, του Ν.6 (Ι)/2000).
Στις 15/02/2023 η Αιτήτρια υπέβαλε μεταγενέστερη αίτηση ισχυριζόμενη ότι επιθυμεί να ανανεώσει την κάρτα υγείας του παιδιού της, να παραμείνει στη Δημοκρατία με την οικογένειά της και επανέλαβε ότι θέλει να βοηθήσει τους γονείς της.
Στην βάση των δηλώσεων της Αιτήτριας, ο αρμόδιος λειτουργός εισηγήθηκε την απόρριψη της μεταγενέστερης της αίτησης ως απαράδεκτης, δεδομένου ότι, ο ισχυρισμός της να παραμείνει στη Δημοκρατία για να βοηθήσει τους γονείς της προβλήθηκε στο αρχικό της αίτημα, εξετάστηκε κατ’ ουσία και κρίθηκε ότι δεν συνδέεται με τις προϋποθέσεις για τη χορήγηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας. Κρίθηκε επίσης ότι η επιθυμία της Αιτήτριας να παραμείνει στη Δημοκρατία με την οικογένειά της, να ανανεώσει την κάρτα υγεία του παιδιού της και να βοηθήσει τους γονείς της είναι ως επί της ουσίας οικονομικοί λόγοι και δεν αποτελούν νέα στοιχεία, τα οποία να αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης διεθνούς προστασίας.
Ενώπιον του Δικαστηρίου η Αιτήτρια ερωτηθείσα για τον λόγο για τον οποίο εγκατέλειψε τη χώρα της, αποκρίθηκε για να βοηθήσει την οικογένειά της. Κληθείσα να εξηγήσει ποιους εννοεί οικογένειά της, η Αιτήτρια ανέφερε τους ηλικιωμένους γονείς της. Σε διευκρινιστικά ερωτήματα, ανέφερε ότι απέκτησε παιδί με τον άνδρα που την βοήθησε να έρθει στη Δημοκρατία, ο οποίος δεν έχει αποδεχτεί το παιδί. Η Αιτήτρια δήλωσε πως στο πιστοποιητικό γεννήσεως του παιδιού της, ως πατέρας αναγράφεται ο νυν σύντροφός της, ο οποίος ήθελε να την βοηθήσει. Πρόσθεσε πως λόγω του παιδιού της δεν μπορεί να εργαστεί και ως εκ τούτου δεν μπορεί να βοηθήσει την οικογένειά της. Σε ερώτηση του Δικαστηρίου αν αντιμετωπίζει οποιοδήποτε άλλο θέμα στη χώρα της, πέραν των οικονομικών δυσκολιών, η Αιτήτρια επανέλαβε πως ο πατέρας της είναι παράλυτος και πρέπει να εργαστεί για να τον στηρίξει. Δήλωσε πως δεν εργάζεται πλέον λόγω του παιδιού και την συντηρεί ο σύντροφός της, αλλά η ίδια δεν είναι σε θέση να βοηθήσει τη δική της οικογένεια.
Επαναλαμβάνεται ότι με την υποβολή μεταγενέστερου αιτήματος από αιτητή/τρια ασύλου, ο Προϊστάμενος προβαίνει σε προκαταρκτική εξέταση αυτού και εκδίδει νέα εκτελεστή απόφαση μόνο εφόσον τα υποβληθέντα νέα στοιχεία αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας και εφόσον ο Προϊστάμενος ικανοποιείται ότι ο/η αιτητής/τρια αδυνατούσε να υποβάλει τα συγκεκριμένα στοιχεία κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Δικαστήριο.
Από τα ενώπιόν μου δεδομένα, καθώς και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, ως εκτέθηκε ανωτέρω, προκύπτει ότι πράγματι, με την υποβολή της μεταγενέστερης αίτησής της, η Αιτήτρια δεν προέβαλε νέους ισχυρισμούς, αλλά επανέλαβε την επιθυμία της να παραμείνει στη Δημοκρατία για να βοηθήσει τους γονείς της, ισχυρισμό τον οποίο προέβαλε τόσο κατά την αρχική της αίτηση, όσο και κατά τη συνέντευξή της ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου. Ούτε οι ισχυρισμοί της ότι επιθυμεί να ανανεώσει την κάρτα υγεία του παιδιού της και ότι θέλει να μείνει στη Δημοκρατία με την οικογένειά της αυξάνουν τις πιθανότητες χορήγησης σε αυτής καθεστώτος διεθνούς προστασίας.
Η Αιτήτρια δεν επικαλέστηκε οποιαδήποτε νέα στοιχεία ώστε να κριθεί απαραίτητο από τους Καθ’ ων η αίτηση να προβούν σε περαιτέρω εξέταση του αιτήματός της. Δεν διαφαίνεται ότι θα μπορούσαν οι Καθ’ ων η αίτηση να αποφασίσουν κάτι άλλο πέραν από το ότι η μεταγενέστερη αίτηση της Αιτήτριας είναι απαράδεκτη δυνάμει των άρθρων 16Δ και 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου, Ν6(Ι)/2000 ως έχει τροποποιηθεί.
Κρίνω ότι οι Καθ’ ων η αίτηση αξιολόγησαν δεόντως όλους τους ισχυρισμούς της Αιτήτριας, και ορθά απέρριψαν την αίτηση ως απαράδεκτη. Η Αιτήτρια σε κανένα στάδιο της διαδικασίας δεν εξέφρασε οποιοδήποτε φόβο που να σχετίζεται με το πρόσωπό της, οι λόγοι που εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της περιστρέφονται γύρω από οικονομικά κίνητρα, λόγοι που προέβαλε και κατά την ενώπιον μου διαδικασία και οι οποίοι σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να την υπαγάγουν στην έννοια του πρόσφυγα. Η Αιτήτρια δεν επικαλέστηκε οποιαδήποτε δίωξη ή κίνδυνο σοβαρής βλάβης σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα της λόγω του ότι είναι μονογονέας, καθότι ως η ίδια δήλωσε οι γονείς της το έχουν αποδεχτεί, ενώ τα προβλήματα που θα αντιμετωπίσει εξαιτίας αυτού είναι οικονομικής φύσεως.
Λαμβάνοντας υπόψη μου το σύνολο των ενώπιον μου στοιχείων και δεδομένων, κρίνω ότι η Αιτήτρια δεν κατάφερε να αποδείξει ότι πάσχει η ορθότητα αλλά και η νομιμότητα της απόφασης των Καθ’ ων η Αίτηση. Δεν προβλήθηκαν και δεν αποδείχθηκαν ισχυρισμοί, σε κανένα στάδιο της διαδικασίας, οι οποίοι θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε υπαγωγή της Αιτήτριας στις διατάξεις των άρθρων 3 ή 19 του περί Προσφύγων Νόμου και τα όσα κατέγραψε στη μεταγενέστερη αίτηση της δεν πληρούσαν τα κριτήρια που τίθενται από το άρθρο 16Δ του περί Προσφύγων Νόμου, ώστε η μεταγενέστερη αίτηση να κριθεί παραδεκτή και η διοίκηση να προβεί σε ουσιαστική εξέταση τους.
Τέλος δεν διαφεύγει της προσοχής μου ότι ο Υπουργός Εσωτερικών στα πλαίσια των εξουσιών του άρθρου 12Β τρις του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000, με την ΚΔΠ 166/23, αλλά και με την ΚΔΠ 191/24 καθόρισε τη χώρα καταγωγής της Αιτήτριας ως ασφαλή χώρα ιθαγένειας, εφόσον ικανοποιείται βάση της νομικής κατάστασης, της εφαρμογής του δικαίου στο πλαίσιο δημοκρατικού συστήματος και των γενικών πολιτικών συνθηκών, ότι στην οριζόμενη χώρα γενικά και μόνιμα δεν υφίστανται πράξεις δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 3Γ, ούτε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία, ούτε απειλή η οποία προκύπτει από τη χρήση αδιάκριτης βίας σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης.
Καταλήγω ότι το μεταγενέστερο αίτημα της Αιτήτριας εξετάστηκε πλήρως και υπήρξε επαρκής αιτιολόγηση. Το περιεχόμενο της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, στην οποία αναφέρονται οι λόγοι της απόρριψης του αιτήματός της ως απαράδεκτο, αποκαλύπτει ότι η απόφασή της ήταν απόλυτα ορθή και στα πλαίσια της διακριτικής της ευχέρειας. Δεν έχει καταδειχθεί οτιδήποτε το μεμπτό, ούτως ώστε να δικαιολογείται επέμβαση του παρόντος Δικαστηρίου. Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αποτέλεσμα δέουσας έρευνας και είναι επαρκώς αιτιολογημένη.
Ως εκ τούτου η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Επιδικάζονται €1.000 έξοδα εναντίον της Αιτήτριας και υπέρ των Καθ’ ων η αίτηση. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.
Α.Α. ΑΓΡΟΤΗ Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο