B. B. κ.α. ν. Κυπριακή Δημοκρατία μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπoθ. Αρ.: Τ305/2024, 3/9/2024
print
Τίτλος:
B. B. κ.α. ν. Κυπριακή Δημοκρατία μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπoθ. Αρ.: Τ305/2024, 3/9/2024

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ 

    Υπoθ. Αρ.: Τ305/2024 

 

03 Σεπτεμβρίου 2024

[Α.Α.ΑΓΡΟΤΗ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος 

 

Μεταξύ: 

1. B. B.

2. G. S. (υιός)

 

Αιτητές 

-και-

 Κυπριακή Δημοκρατία μέσω 

Υπηρεσίας Ασύλου

Καθ’ ων η Αίτηση 

-------------------

Η Αιτήτρια εμφανίζεται προσωπικά

 

Στην απουσία των Καθ’ ων η αίτηση δυνάμει των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 (3/2019)

 

[Παρόντες:  Sara Habib (κα) για πιστή μετάφραση από Ελληνικά σε Αγγλικά και αντίστροφα και ο κύριος Haseeb Ur Rehman για πιστή μετάφραση από Punjabi σε Αγγλικά και αντίστροφα]

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Α. Α. ΑΓΡΟΤΗ Δ. Δ.Δ.Δ.Π.: Με την παρούσα προσφυγή, η Αιτήτρια 1, μητέρα του ανήλικου Αιτητή 2, προσβάλλει την απόφαση των Καθ’ ων η αίτηση που περιέχεται σε επιστολή ημερομηνίας 09/02/2024 σύμφωνα με την οποία η μεταγενέστερη αίτησή της κρίθηκε απαράδεκτη δυνάμει των άρθρων 12Βτετράκις(2)(δ) και 16Δ(3)(δ) του περί Προσφύγων Νόμου Ν.6(I)/2000 ως έχει τροποποιηθεί μέχρι σήμερα.

 

Η υπό εξέταση προσφυγή ορίστηκε απευθείας για Ακρόαση σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 3 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 (3/2019), αφού εν τω μεταξύ υποβλήθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου Υπόμνημα συνοδευόμενο από τον σχετικό διοικητικό φάκελο. Μελετώντας αυτόν, το Δικαστήριο δεν έκρινε σκόπιμη την παρουσία των Καθ’ ων η αίτηση και η διαδικασία ολοκληρώθηκε στην παρουσία της Αιτήτριας, η οποία δεν εκπροσωπείται από δικηγόρο.

 

Όπως προκύπτει από τον ενώπιον μου διοικητικό φάκελο πρόκειται για ενήλικα γυναίκα , υπήκοο της Ινδίας, κάτοχο διαβατηρίου της χώρας της, η οποία εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της στις 09/11/2013 και αφίχθηκε νόμιμα αυθημερόν στη Δημοκρατία, κατέχοντας άδεια εργασίας. Τέσσερα χρόνια αργότερα και συγκεκριμένα στις 08/05/2017 υπέβαλε αίτημα για διεθνή προστασία για την ίδια και το ανήλικο τέκνο της.

 

Στις 05/07/2019 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη στην Αιτήτρια από εμπειρογνώμονα της EASO (νυν EUAA) και στις 08/08/2019 η λειτουργός συνέταξε Έκθεση-Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη του αιτήματος της Αιτήτριας, η οποία εγκρίθηκε στις 29/09/2019 και εκδόθηκε απορριπτική απόφαση. Η Αιτήτρια έλαβε γνώση της απορριπτικής απόφασης των Καθ’ ων η αίτηση, μέσω επιστολής ημερομηνίας 07/10/2019, θέτοντας την υπογραφή της, αφού της επεξηγήθηκε το περιεχόμενο της.

 

Ακολούθως και συγκεκριμένα στις 27/05/2020 η Αιτήτρια καταχώρισε την υπ’ αριθμό 541/20 προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας κατά της ανωτέρω απορριπτικής απόφασης, η οποία αφού εξετάστηκε απορρίφθηκε στις 30/10/2020 καθιστώντας την απόφαση των Καθ’ ων η αίτηση τελεσίδικη.

 

Στις 18/01/2023 η Αιτήτρια υπέβαλε ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου μεταγενέστερη αίτηση. Κατά την εξέτασή της σε προκαταρκτικό στάδιο, αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου στις 04/12/2023 συνέταξε Έκθεση-Εισήγηση, με την οποία εισηγήθηκε όπως η μεταγενέστερη αίτηση της Αιτήτριας κριθεί απαράδεκτη. Η εισήγηση έτυχε της έγκρισης συγκεκριμένου λειτουργού, δεόντως εξουσιοδοτημένου από τον Υπουργό Εσωτερικών να ασκεί καθήκοντα Προϊστάμενου της Υπηρεσίας Ασύλου, ο οποίος στις 08/12/2023 απέρριψε την αίτηση ως απαράδεκτη δυνάμει των άρθρων 12Βτετράκις και 16Δ του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου περιέχεται σε επιστολή ημερομηνίας 09/02/2024, την οποία η Αιτήτρια παρέλαβε αυθημερόν, θέτοντας την υπογραφή της μετά από επεξήγηση του περιεχομένου της στη μητρική της γλώσσα.

 

Εμπρόθεσμα, ήτοι στις 22/02/2024, η Αιτήτρια καταχώρησε την με τον πιο πάνω αριθμό και τίτλο προσφυγή εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου.

 

Με την αίτηση ακυρώσεως η Αιτήτρια ενιστάμενη στην απόφαση των Καθ’ ων η αίτηση ισχυρίστηκε ότι δεν μπορεί να επιστρέψει στη χώρα της, επειδή σπουδάζει στη Δημοκρατία και επειδή οι γονείς της θέλουν να την παντρέψουν παρά τη θέλησή της.

 

Στην ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία, κατά το στάδιο της ακρόασης, η Αιτήτρια ανέφερε ότι επιθυμεί να παραμείνει στη Δημοκρατία με το επτάχρονο παιδί της, το οποίο φοιτά σε σχολείο.

 

Το νομικό πλαίσιο εντός του οποίου το αρμόδιο όργανο οφείλει να εξετάσει υποβληθείσες μεταγενέστερες αιτήσεις αποτελούν τα άρθρα 12Βτετρακις και 16Δ του περί Προσφύγων Νόμου και προνοούν τα ακόλουθα (ο τονισμός και οι υπογραμμίσεις του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«16Δ.-(1)(α)  Σε περίπτωση που αιτητής υποβάλει στον Προϊστάμενο

 (i)  Μεταγενέστερη αίτηση, ή

 (ii)  νέα στοιχεία ή πορίσματα κατά ή μετά την ημερομηνία στην οποία καθίσταται εκτελεστή απόφαση του Προϊσταμένου επί πρότερης αίτησης του αιτητή,

 

ο Προϊστάμενος εξετάζει το συντομότερο δυνατό οτιδήποτε ούτως υποβληθέν σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

 

(β)  Στην παράγραφο (α), ο όρος «απόφαση» περιλαμβάνει απόφαση που λαμβάνεται από τον Προϊστάμενο δυνάμει του άρθρου 16Β ή 16Γ.

 

(2)  Σε περίπτωση που αιτητής υποβάλει στον Προϊστάμενο είτε μεταγενέστερη αίτηση είτε νέα στοιχεία ή πορίσματα, σύμφωνα με το εδάφιο (1), ο Προϊστάμενος δεν μεταχειρίζεται οτιδήποτε υποβληθέν ως νέα αίτηση αλλά ως περαιτέρω διαβήματα στα πλαίσια της αποφασισθείσας αίτησης. Ο Προϊστάμενος, λαμβάνει υπόψη όλα τα στοιχεία των προαναφερόμενων περαιτέρω διαβημάτων, χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.

 

(3)(α)  Κατά τη λήψη απόφασης σχετικά με το παραδεκτό της αίτησης σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις, ο Προϊστάμενος προβαίνει σε προκαταρκτική εξέταση προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της εκδοθείσας απόφασής του, σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τον χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας:

 

Νοείται ότι σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώσει ότι ο αιτητής δεν έχει προσκομίσει νέα στοιχεία ή πορίσματα, η μεταγενέστερη αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη με βάση την αρχή του δεδικασμένου, χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.

         

(β) Σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώνει ότι προέκυψαν ή υποβλήθηκαν τα προαναφερόμενα στην παράγραφο (α) νέα στοιχεία ή πορίσματα, προβαίνει σε ουσιαστική εξέτασή τους, αφού προηγουμένως ενημερώσει σχετικά τον αιτητή, και εκδίδει νέα εκτελεστή απόφαση, μόνο εφόσον -

 

(i) Τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον αιτητή διεθνούς προστασίας∙ και

(ii) ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.»

 

Το δε άρθρο 12Βτετράκις(2) προνοεί ότι: (οι υπογραμμίσεις του παρόντος Δικαστηρίου)

         

«Με την επιφύλαξη της Σύμβασης, η Υπηρεσία Ασύλου δύναται να θεωρήσει αίτηση ως απαράδεκτη μόνο εάν-

[..]

 

(δ) η αίτηση είναι μεταγενέστερη αίτηση στο πλαίσιο της οποίας δεν υποβλήθηκαν από τον αιτητή ή δεν προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας ή [.]».

 

Με βάση τα πιο πάνω, είναι σαφές ότι με την υποβολή μεταγενέστερου αιτήματος από αιτητή/τρια ασύλου, ο Προϊστάμενος προβαίνει σε προκαταρκτική εξέταση επί του παραδεκτού της μεταγενέστερης αίτησης, με σκοπό να διαπιστώσει κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν νέα στοιχεία ή πορίσματα, τα οποία δεν λήφθηκαν υπόψη στα πλαίσια εξέτασης της αρχικής του αίτησης. Στην περίπτωση που διαπιστωθεί ότι δεν υποβλήθηκαν νέα στοιχεία ή πορίσματα, τότε η αίτηση κρίνεται απαράδεκτη χωρίς επί της ουσίας εξέταση. Αντίθετα εάν διαπιστωθεί από τον Προϊστάμενο ότι υποβλήθηκαν νέα στοιχεία ή πορίσματα, προβαίνει σε ουσιαστική εξέταση της μεταγενέστερης αίτησης και εκδίδει νέα εκτελεστή απόφαση μόνο εφόσον τα υποβληθέντα από τον/την αιτητή/τρια νέα στοιχεία αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας και εφόσον ο Προϊστάμενος ικανοποιείται ότι ο/η αιτητής/τρια αδυνατούσε να υποβάλει τα συγκεκριμένα στοιχεία κατά τη προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Δικαστήριο.

 

Είναι απολύτως αντιληπτό ότι η μεταγενέστερη αίτηση εξετάζεται ως ένα μεταγενέστερο διάβημα, στα πλαίσια της αρχικής αίτησης που αποφασίστηκε ήδη από το αρμόδιο όργανο. Ο Προϊστάμενος, αρχικά, έχει υποχρέωση να λάβει υπόψη του όλα τα γεγονότα που προηγήθηκαν και να προβεί σε μια συγκριτική εξέταση της αρχικής αίτησης του/της αιτητή/τριας με την μεταγενέστερή του/της αίτηση, ώστε να διαφανεί εάν με την υποβολή της μεταγενέστερης αίτησης για πρώτη φορά ο/η αιτητής/τρια προβάλλει τέτοια στοιχεία ή ισχυρισμούς, τα οποία χρήζουν περαιτέρω διερεύνησης.

 

Για σκοπούς εξέτασης της παρούσας προσφυγής θεωρώ χρήσιμο όπως καταγραφούν όλοι οι ισχυρισμοί που η Αιτήτρια προέβαλε σε όλα τα στάδια εξέτασης του αιτήματός της, προκειμένου να εξετάσω την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης, αλλά και για να διαφανεί εάν οι Καθ’ ων η αίτηση αποφάσισαν μετά από δέουσα έρευνα, ορθά, νόμιμα και εντός των πλαισίων της διακριτικής τους ευχέρειας.

 

Στην αρχική αίτηση που υπέβαλε στην Υπηρεσία Ασύλου, η Αιτήτρια δήλωσε πως ο πατέρας της σκοτώθηκε και ότι η κοινότητα των Σιχ στην Ινδία αποτέλεσε στόχο από το 1984, με συνέπεια η οικογένειά της να αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα.

 

Κατά τη διάρκεια της συνέντευξής της η Αιτήτρια δήλωσε ότι κατάγεται από το χωριό Bambiaan Bal στην επαρχία Punjab της Ινδίας και ότι είναι Ινδουίστρια ως προς το θρήσκευμα. Με τον σύντροφό της, επίσης Ινδό υπήκοο, τον οποίο γνώρισε μετά την άφιξή της στη Δημοκρατία, έχουν ένα παιδί, αλλά δήλωσε ότι δεν είναι επίσημα παντρεμένοι. Ισχυρίστηκε ότι προτίθεται να μεταστραφεί στη θρησκεία Σιχ, λόγω του συντρόφου της. Σχετικά με τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε τη χώρα της, η Αιτήτρια δήλωσε ότι ήρθε για να στηρίξει οικονομικά την μητέρα της, καθότι ο πατέρας της έχει αποβιώσει. Πρόσθεσε ότι ο σύντροφός της ανήκει σε διαφορετική κάστα και θρησκεία και ο αδερφός της δεν το έχει αποδεχτεί. Η μητέρα της αρχικά ήταν ενάντια στη σχέση της με τον σύντροφό της, αλλά την έχει αποδεχτεί. Ερωτηθείσα για τις συνέπειες που θα αντιμετωπίσει σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα της, η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι θα την σκοτώσει ο αδερφός της λόγω της σχέσης της με άτομο διαφορετικής θρησκείας και κάστας.

 

Αξιολογώντας το αίτημα διεθνούς προστασίας της Αιτήτριας, ο λειτουργός στην εισηγητική του έκθεση διέκρινε τρεις ουσιώδεις ισχυρισμούς. Ο πρώτος, ως προς την ταυτότητα, τη χώρα καταγωγής και το προφίλ της Αιτήτριας, έγινε αποδεκτός. Αποδεκτός έγινε και ο δεύτερος ουσιώδης ισχυρισμός, ήτοι ότι η Αιτήτρια εγκατέλειψε τη χώρα της με σκοπό να βελτιώσει την οικονομική της κατάσταση. Ωστόσο, ο τρίτος ουσιώδης ισχυρισμός περί απειλών από τον αδερφό της λόγω της σχέσης της με τον σύντροφό της δεν έγινε αποδεκτός, καθότι κρίθηκε ότι η Αιτήτρια δεν κατάφερε να παρέχει επαρκείς λεπτομέρειες και πληροφορίες που να στοιχειοθετούν ότι θα κινδυνέψει από τον αδερφό της. Οι Καθ’ ων η αίτηση κατέληξαν ότι οι οικονομικοί λόγοι για τους οποίους η Αιτήτρια εγκατέλειψε τη χώρα της δεν εμπίπτουν στις απαιτούμενες προϋποθέσεις για αναγνώριση καθεστώτος πρόσφυγα (άρθρο 3, του Ν.6 (Ι)/2000) ή καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας (άρθρο 19, του Ν.6 (Ι)/2000). 

 

Στις 18/01/2023 η Αιτήτρια υπέβαλε μεταγενέστερη αίτηση μέσω της οποίας αιτείται το επανάνοιγμα του φακέλου της δηλώνοντας ότι δεν επιθυμεί να επιστρέψει στη χώρα της αυτή τη περίοδο στην οποία αντιμετωπίζει προβλήματα. Αντίθετα επιθυμεί να παραμείνει στη Δημοκρατία με το παιδί της και να στηρίξει την οικογένειά της στην Ινδία, η οποία αντιμετωπίζει δυσκολίες.

 

Στην βάση των δηλώσεων της Αιτήτριας, ο αρμόδιος λειτουργός εισηγήθηκε την απόρριψη της μεταγενέστερης της αίτησης ως απαράδεκτης, δεδομένου ότι, οι ισχυρισμοί της δεν αποτελούν νέα στοιχεία, τα οποία να αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης διεθνούς προστασίας.

 

Στην ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία, κατά το στάδιο της ακρόασης, η Αιτήτρια ανέφερε ότι δεν έγινε αποδεκτή η σχέση της με τον σύντροφό της από τους γονείς του, καθότι ανήκουν σε διαφορετικές κάστες. Όταν της επισημάνθηκε ότι ο εν λόγω ισχυρισμός εξετάστηκε κατά την πρώτη της αίτηση, η Αιτήτρια δήλωσε πως επιθυμεί να παραμείνει στη Δημοκρατία λόγω του παιδιού της. Ερωτηθείσα από το Δικαστήριο εάν αντιμετωπίζει οποιασδήποτε μορφής δίωξη στη χώρα της για τον οποίο επιθυμεί να παραμείνει στη Δημοκρατία, η Αιτήτρια απάντησε αρνητικά επαναλαμβάνοντας γενικά την επιθυμία της να παραμείνει στη Κύπρο.

 

Επαναλαμβάνεται ότι με την υποβολή μεταγενέστερου αιτήματος από αιτητή/τρια ασύλου, ο Προϊστάμενος προβαίνει σε προκαταρκτική εξέταση αυτού και εκδίδει νέα εκτελεστή απόφαση μόνο εφόσον τα υποβληθέντα από τον/την αιτητή/τρια νέα στοιχεία αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας και εφόσον ο Προϊστάμενος ικανοποιείται ότι ο/η αιτητής/τρια αδυνατούσε να υποβάλει τα συγκεκριμένα στοιχεία κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Δικαστήριο.

 

Από τα ενώπιόν μου δεδομένα, καθώς και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, ως εκτέθηκε ανωτέρω, προκύπτει ότι πράγματι, με την υποβολή της μεταγενέστερης αίτησής της, η Αιτήτρια δεν προέβαλε νέους ισχυρισμούς, αλλά επανέλαβε την επιθυμία της να παραμείνει στη Δημοκρατία με το παιδί της και να βοηθήσει οικονομικά την μητέρα της, ισχυρισμό τον οποίο προέβαλε και κατά τη συνέντευξή της ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου. Οι εν λόγω ισχυρισμοί δεν αποτελούν νέα στοιχεία και δεν αυξάνουν τις πιθανότητες χορήγησης σε αυτής καθεστώτος διεθνούς προστασίας.

 

Η Αιτήτρια δεν επικαλέστηκε οποιαδήποτε νέα στοιχεία ώστε να κριθεί απαραίτητο από τους Καθ’ ων η αίτηση να προβούν σε περαιτέρω εξέταση του αιτήματός της. Δεν διαφαίνεται ότι θα μπορούσαν οι Καθ’ ων η αίτηση να αποφασίσουν κάτι άλλο πέραν από το ότι η μεταγενέστερη αίτηση της Αιτήτριας είναι απαράδεκτη δυνάμει των άρθρων 16Δ και 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου, Ν6(Ι)/2000 ως έχει τροποποιηθεί.

 

Κρίνω με το ενώπιον μου υλικό ότι οι Καθ’ ων η αίτηση αξιολόγησαν δεόντως όλους τους ισχυρισμούς της Αιτήτριας, και ορθά απέρριψαν την αίτηση ως απαράδεκτη. Η Αιτήτρια σε κανένα στάδιο της διαδικασίας δεν στοιχειοθέτησε φόβο που να σχετίζεται με το πρόσωπό της, οι λόγοι που εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της περιστρέφονται γύρω από οικονομικά κίνητρα, λόγοι που προέβαλε και κατά την ενώπιον μου διαδικασία και οι οποίοι σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να την υπαγάγουν στην έννοια του πρόσφυγα.

 

Λαμβάνοντας υπόψη μου το σύνολο των ενώπιον μου στοιχείων και δεδομένων, κρίνω ότι η Αιτήτρια δεν κατάφερε να αποδείξει ότι πάσχει η ορθότητα αλλά και η νομιμότητα της απόφασης των Καθ’ ων η Αίτηση. Δεν προβλήθηκαν και δεν αποδείχθηκαν ισχυρισμοί, σε κανένα στάδιο της διαδικασίας, οι οποίοι θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε υπαγωγή της Αιτήτριας στις διατάξεις των άρθρων 3 ή 19 του περί Προσφύγων Νόμου και τα όσα κατέγραψε στη μεταγενέστερη αίτηση της δεν πληρούσαν τα κριτήρια που τίθενται από το άρθρο 16Δ του περί Προσφύγων Νόμου, ώστε η μεταγενέστερη αίτηση να κριθεί παραδεκτή και η διοίκηση να προβεί σε ουσιαστική εξέταση τους. Δεν διαφεύγει της προσοχής μου ότι εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου η Αιτήτρια υπέβαλε διοικητική προσφυγή, η οποία επίσης απορρίφθηκε.  Αυτό δημιουργεί τελεσιδικία και το όποιο μεταγενέστερο αίτημα, δεν συνεπάγεται νέα και πλήρη εξέταση.

 

Τέλος επισημαίνεται ότι ο Υπουργός Εσωτερικών στα πλαίσια των εξουσιών του άρθρου 12Β τρις του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000, με την ΚΔΠ 166/23, αλλά και με την ΚΔΠ 191/24 καθόρισε τη χώρα καταγωγής της Αιτήτριας ως ασφαλή χώρα ιθαγένειας, εφόσον ικανοποιείται βάση της νομικής κατάστασης, της εφαρμογής του δικαίου στο πλαίσιο δημοκρατικού συστήματος και των γενικών πολιτικών συνθηκών, ότι στην οριζόμενη χώρα γενικά και μόνιμα δεν υφίστανται πράξεις δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 3Γ, ούτε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία, ούτε απειλή η οποία προκύπτει από τη χρήση αδιάκριτης βίας σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης.

 

Καταλήγω ότι το μεταγενέστερο αίτημα της Αιτήτριας εξετάστηκε πλήρως και υπήρξε επαρκής αιτιολόγηση. Το περιεχόμενο της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, στην οποία αναφέρονται οι λόγοι της απόρριψης του αιτήματός της ως απαράδεκτο, αποκαλύπτει ότι η απόφασή της ήταν απόλυτα ορθή και στα πλαίσια της διακριτικής της ευχέρειας. Δεν έχει καταδειχθεί οτιδήποτε το μεμπτό, ούτως ώστε να δικαιολογείται επέμβαση του παρόντος Δικαστηρίου. Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αποτέλεσμα δέουσας έρευνας και είναι επαρκώς αιτιολογημένη.

 

Ως εκ τούτου η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Επιδικάζονται €1.000 έξοδα εναντίον της Αιτήτριας και υπέρ των Καθ’ ων η αίτηση. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.                                           

                                                                  

 

Α.Α. ΑΓΡΟΤΗ  Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο