Ε.Ε.Ε ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: Τ3172/23, 30/9/2024
print
Τίτλος:
Ε.Ε.Ε ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: Τ3172/23, 30/9/2024

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθεση Αρ.: Τ3172/23

30 Σεπτεμβρίου 2024

[Δ. Κατσαρίδης, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

Ε.Ε.Ε

Αιτητής

ΚΑΙ

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου

Καθ' ων η αίτηση

........

Α. Κιρακόζοβα (κα), για Νατάσα Χαραλαμπίδου, Δικηγόρος για τον Αιτητή.

Αιτητής παρών

(Sara Habib (κα), διερμηνέας για πιστή μετάφραση από Αγγλικά σε Ελληνικά και αντίστροφα.)

ΑΠΟΦΑΣΗ

Δ.  Κατσαρίδης, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Ο Αιτητής με την παρούσα προσφυγή στρέφεται κατά της απόφασης των Καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 11/12/2023, η οποία κοινοποιήθηκε σε αυτόν αυθημερόν και με την οποία απορρίφθηκε ως απαράδεκτη η μεταγενέστερη αίτησή του για διεθνή προστασία, δυνάμει των άρθρων 16Δ και 12Βτετράκις(2)(δ) του περί  Προσφύγων Νόμου (Ν.6(Ι)/2000), ως έχει ως σήμερα τροποποιηθεί.

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Τα γεγονότα της υπό εξέτασης υπόθεσης προκύπτουν από το Υπόμνημα το οποίο συνοδεύεται από τον διοικητικό φάκελο που αφορά τον Αιτητή και καταχωρήθηκε στο Δικαστήριο από την Υπηρεσία Ασύλου σύμφωνα με τον κανονισμό 3 των Περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019.

Ο Αιτητής είναι υπήκοος Νιγηρίας και υπέβαλε αίτηση για παροχή καθεστώτος διεθνούς προστασίας στις 04.11.2021, αφού προηγουμένως εισήλθε παράνομα στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές. Στις 29.08.2022 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη του Αιτητή από αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου. Στις 29.08.2022, ο αρμόδιος λειτουργός ετοίμασε Έκθεση-Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με την συνέντευξη του Αιτητή. Στη συνέχεια, ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε την εισήγηση για απόρριψη της αίτησης διεθνούς προστασίας του Αιτητή στις 07.09.2022. Στις 07.09.2022 η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική του αιτήματος του Αιτητή επιστολή μαζί με αιτιολόγηση της απόφασης της, η οποία παραλήφθηκε και υπογράφτηκε ιδιοχείρως από τον Αιτητή αυθημερόν.

Στις 07.09.2022 καταχωρήθηκε η υπ’ αριθμό 5625/22 προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας, η οποία απορρίφθηκε στις 03.11.2023 λόγω απόσυρσης της προσφυγής.

Στις 11.12.2023, ο Αιτητής υπέβαλε Μεταγενέστερη Αίτηση για Διεθνή Προστασία στην Υπηρεσία Ασύλου. Στις 11.12.2023, αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ετοίμασε Σημείωμα/ Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου εισηγούμενος την απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησης για διεθνή προστασία του Αιτητή ως απαράδεκτης. Την ίδια ημέρα, ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε το Σημείωμα / Εισήγηση του λειτουργού σχετικά με την μεταγενέστερη αίτηση που αφορούσε Εισήγηση όπως αυτή κριθεί ως απαράδεκτη.

Στις 11.12.2023 η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική επιστολή σχετικά με την μεταγενέστερη αίτηση του Αιτητή, την οποία ο τελευταίος παρέλαβε δια χειρός αυθημερόν αφού του μεταφράστηκε σε γλώσσα που ο ίδιος κατανοεί.

Στις 13.12.2023 καταχωρήθηκε η υπό εξέταση προσφυγή εναντίον της απόφασης απόρριψης της μεταγενέστερης αίτησης ως απαράδεκτης.

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

Η συνήγορος του Αιτητή παραθέτει στο εισαγωγικό δικόγραφο της διαδικασίας πλείονες λόγους ακύρωσης χωρίς αυτοί να συνοδεύονται από σαφή αιτιολογία ή παραπομπή σε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά ή στοιχεία του διοικητικού φακέλου. Επί της γραπτής της αγόρευσης η συνήγορος του Αιτητή ισχυρίστηκε πρώτον, ότι δεν διενεργήθηκε η δέουσα έρευνα εκ μέρους των καθ’ ων η αίτηση, οι οποίοι είχαν υποχρέωση να επανανοίξουν τον φάκελο του Αιτητή και να προβούν σε ουσιαστική εξέταση των ισχυρισμών και των νέων στοιχείων που προσκόμισε στην μεταγενέστερη του αίτηση. Υποστηρίζει ότι η απόφαση λήφθηκε υπό καθεστώς πλάνης, καθότι δεν λήφθηκε υπόψη το ένταλμα σύλληψης που εκδόθηκε από τις αρχές της χώρας καταγωγής του, με ημερομηνία 21.09.2021. Δεύτερον, υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει καθότι ο αιτητής στερήθηκε του δικαιώματος προσωπικής συνέντευξης πριν την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης χωρίς να διατάξει ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου την διεξαγωγή της συνέντευξης κατά παράβαση των άρθρων 13 Α(1), (9), (10), 13 (1), (3), 16 Δ(3)(α) και των άρθρων 43(1), (2)  του Ν. 158(Ι)/1999. Τρίτον, ισχυρίζεται ότι ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου εφάρμοσε λανθασμένα τις διατάξεις των άρθρων 8 (1Α), 8 (1Β) και του 16Δ (4)(β) του Νόμου, αναφορικά με το δικαίωμα παραμονής του Αιτητή στη Δημοκρατία. Τέταρτον, υποστηρίζει ότι η απόφαση είναι αναιτιολόγητη και/ή μη δεόντως αιτιολογημένη.

TO ΝΟΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

Η παρούσα εμπίπτει στις πρόνοιες του εδαφίου (ε) του άρθρου 3 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 (3/2019), ως αυτοί έχουν προσφάτως τροποποιηθεί και συνεπώς η υπόθεση ορίστηκε απευθείας για Ακρόαση από το Πρωτοκολλητείο. Σχετικό Υπόμνημα ως προβλέπει το εδάφιο (ε) του άρθρου 3, καταχωρίστηκε από τους Καθ' ων η αίτηση, συνοδευόμενο και από τον σχετικό διοικητικό φάκελο. Το Δικαστήριο, έχοντας διακριτική ευχέρεια δυνάμει της πρώτης επιφύλαξης του εδαφίου (ε) του άρθρου 3, δεν έκρινε σκόπιμη την παρουσία των Καθ' ων η αίτηση και η διαδικασία διεξήχθη με μόνη την παρουσία του Αιτητή και της συνηγόρου αυτού.

Παράλληλα, το άρθρο 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 [Ν. 73(Ι)/2018, ως έχει τροποποιηθεί] καθορίζει τη δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου.

Το άρθρο 2 του περί Προσφύγων Νόμου [Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί] καθορίζει την έννοια του όρου «μεταγενέστερη αίτηση» ως ακολούθως:

«"μεταγενέστερη αίτηση" σημαίνει την περαιτέρω αίτηση διεθνούς προστασίας που υποβάλλεται δυνάμει του άρθρου 16Δ μετά τη λήψη τελικής απόφασης επί προηγούμενης αίτησης, περιλαμβανομένων περιπτώσεων όπου ο Προϊστάμενος έλαβε απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 16Β ή 16Γ·»

Το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου καθορίζει την έννοια του όρου «πρόσφυγας» και τις προϋποθέσεις υπαγωγής σε αυτό τον ορισμό.

Το άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου προβλέπει τις περιπτώσεις όπου χορηγείται το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.

Το άρθρο 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου προβλέπει τα ακόλουθα (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

«Απαράδεκτες αιτήσεις

12Βτετράκις.-(1) Χωρίς επηρεασμό των περιπτώσεων κατά τις οποίες μια αίτηση δεν εξετάζεται σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 604/2013, σε περίπτωση που αίτηση θεωρείται απαράδεκτη δυνάμει του εδαφίου (2), ο Προϊστάμενος κλείνει το φάκελο και διακόπτει τη διαδικασία εξέτασης της αίτησης με απόφασή του την οποία λαμβάνει και καταχωρίζει στον φάκελο χωρίς να εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 12Δ και 13 και επί της οποίας απόφασης εφαρμόζονται οι διατάξεις των εδαφίων (7) μέχρι (7Ε) του άρθρου 18.

(2) Με την επιφύλαξη της Σύμβασης, η Υπηρεσία Ασύλου δύναται να θεωρήσει αίτηση ως απαράδεκτη μόνον εάν-

(α) [...]

(β) [...]

(γ) [...]

(δ) η αίτηση είναι μεταγενέστερη αίτηση στο πλαίσιο της οποίας δεν υποβλήθηκαν από τον αιτητή ή δεν προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας∙ ή

(ε) [...]».

Το άρθρο 16Δ του του περί Προσφύγων Νόμου ορίζει τα εξής (έμφαση του παρόντος Δικαστηρίου):

«Υποβολή νέων στοιχείων ή πορισμάτων ή μεταγενέστερης αίτησης

16Δ.-(1)(α) Σε περίπτωση που αιτητής υποβάλει στον Προϊστάμενο -

(i)Μεταγενέστερη αίτηση, ή

(ii) νέα στοιχεία ή πορίσματα κατά ή μετά την ημερομηνία στην οποία καθίσταται εκτελεστή απόφαση του Προϊσταμένου επί πρότερης αίτησης του αιτητή,

ο Προϊστάμενος εξετάζει το συντομότερο δυνατό οτιδήποτε ούτως υποβληθέν σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

(β) Στην παράγραφο (α), ο όρος «απόφαση» περιλαμβάνει απόφαση που λαμβάνεται από τον Προϊστάμενο δυνάμει του άρθρου 16Β ή 16Γ.

(2) Σε περίπτωση που αιτητής υποβάλει στον Προϊστάμενο είτε μεταγενέστερη αίτηση είτε νέα στοιχεία ή πορίσματα, σύμφωνα με το εδάφιο (1), ο Προϊστάμενος δεν μεταχειρίζεται οτιδήποτε υποβληθέν ως νέα αίτηση αλλά ως περαιτέρω διαβήματα στα πλαίσια της αποφασισθείσας αίτησης. Ο Προϊστάμενος λαμβάνει υπόψη όλα τα στοιχεία των προαναφερόμενων περαιτέρω διαβημάτων χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.

(3)(α) Κατά τη λήψη απόφασης σχετικά με το παραδεκτό της αίτησης σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις, ο Προϊστάμενος προβαίνει σε προκαταρτική εξέταση προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της εκδοθείσας απόφασής του, σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τον χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας:

Νοείται ότι, σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώσει ότι ο αιτητής δεν έχει προσκομίσει νέα στοιχεία ή πορίσματα, η μεταγενέστερη αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη, με βάση την αρχή του δεδικασμένου, χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.

(β) Σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώνει ότι προέκυψαν ή υποβλήθηκαν τα προαναφερόμενα στην παράγραφο (α) νέα στοιχεία ή πορίσματα, προβαίνει σε ουσιαστική εξέτασή τους, αφού προηγουμένως ενημερώσει σχετικά τον αιτητή, και εκδίδει νέα εκτελεστή απόφαση, μόνο εφόσον –

(i) Τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον αιτητή διεθνούς προστασίας∙ και

(ii) ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.

(γ) Επί της νέας εκτελεστής απόφασης που αναφέρεται στην παράγραφο (β) εφαρμόζονται τα εδάφια (7) μέχρι (7Ε) του άρθρου 18.

(δ) Σε περίπτωση που μεταγενέστερη αίτηση δεν εξετάζεται περαιτέρω δυνάμει του παρόντος άρθρου, αυτή θεωρείται απαράδεκτη σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις και σε τέτοια περίπτωση ο Προϊστάμενος εκδίδει σχετική απόφαση επί της οποίας εφαρμόζονται κατ' αναλογία τα εδάφια (7) και (7Ε) του άρθρου 18. Η εν λόγω απόφαση παραθέτει την αιτιολογία της και ενημερώνει τον αιτητή για το δικαίωμα που έχει να την προσβάλει στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, καθώς και για την προθεσμία άσκησης τέτοιας προσφυγής.

[...]»

Ο Προϊστάμενος προβαίνει σε προκαταρκτική εξέταση επί του παραδεκτού της μεταγενέστερης αίτησης, προκειμένου δηλαδή να διαπιστώσει κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον Αιτητή, νέα στοιχεία ή πορίσματα, τα οποία δεν έλαβε υπόψη του κατά την έκδοση της απόφασης επί της αρχικής αίτησης. Σημειώνετε ότι σύμφωνα με το άρθρο 40 της οδηγίας 2013/32/ΕΕ, σε μια μεταγενέστερη διαδικασία αίτησης ο αιτών έχει το βάρος απόδειξης να υποβάλει συγκεκριμένα νέα στοιχεία που δείχνουν ότι οι σχετικές περιστάσεις υπό το φως της αίτησής του για το καθεστώς πρόσφυγα ή την επικουρική προστασία «αυξάνουν σημαντικά την πιθανότητα» να πληροί τα κριτήρια διεθνούς προστασίας. 

Από τα πιο πάνω άρθρα συνάγεται, πως εάν υποβληθεί μεταγενέστερη αίτηση, ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου και ο Προϊστάμενος διαπιστώσει στα πλαίσια του μεταγενέστερου αυτού αιτήματος πως δεν υποβλήθηκαν νέα στοιχεία, τότε η μεταγενέστερη αίτηση κρίνεται απαράδεκτη χωρίς να υπάρξει εξέταση επί της ουσίας της.

Κατά δεύτερον, εάν ο Προϊστάμενος διαπιστώσει ότι υποβλήθηκαν νέα στοιχεία, τότε μόνο προβαίνει σε ουσιαστική εξέταση και εκδίδει νέα εκτελεστή απόφαση μόνο εφόσον ικανοποιούνται δύο προϋποθέσεις:

α) τα εν λόγω στοιχεία αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον Αιτητή, διεθνούς προστασίας και

β) ο Αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 146 του Συντάγματος. (βλ. άρθρο 16Δ(3)(β) του περί Προσφύγων Νόμου)

Το άρθρο 16Δ του περί Προσφύγων Νόμου, ενσωματώνει στην εθνική νομοθεσία τις διατάξεις του άρθρου 40 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ. Όπως επισημάνθηκε από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην υπόθεση C-921/19, με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής απόφασης, η οποία εκδόθηκε στις 10 Ιουνίου 2021, η διαδικασία εξέτασης μεταγενέστερης αίτησης ορίζεται ως εξής: (Η υπογράμμισή του παρόντος δικαστηρίου)

«Επομένως, το άρθρο 40, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας 2013/32 προβλέπει την εξέταση των μεταγενέστερων αιτήσεων σε δύο στάδια. Το πρώτο στάδιο, προκαταρκτικής φύσεως, έχει ως αντικείμενο τον έλεγχο του παραδεκτού των αιτήσεων αυτών, ενώ το δεύτερο στάδιο αφορά την επί της ουσίας εξέταση των εν λόγω αιτήσεων.

Το πρώτο αυτό στάδιο πραγματοποιείται επίσης σε δύο στάδια, καθένα από τα οποία οδηγεί στην εξακρίβωση των διαφορετικών προϋποθέσεων παραδεκτού που θέτουν οι ίδιες αυτές διατάξεις.

Επομένως, πρώτον, το άρθρο 40, παράγραφος 2, της οδηγίας 2013/32 ορίζει ότι, προκειμένου να ληφθεί απόφαση σχετικά με το παραδεκτό αίτησης για διεθνή προστασία δυνάμει του άρθρου 33, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας αυτής, η μεταγενέστερη αίτηση για διεθνή προστασία υποβάλλεται κατ’ αρχάς σε προκαταρκτική εξέταση, προκειμένου να καθοριστεί εάν προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτούντα νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του εάν ο αιτών πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για να χαρακτηρισθεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας δυνάμει της οδηγίας 2011/95.

 

Η εξέταση του παραδεκτού της μεταγενέστερης αίτησης συνεχίζεται, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 40, παράγραφος 3, της οδηγίας αυτής, μόνον όταν πράγματι υφίστανται τέτοια νέα στοιχεία ή πορίσματα σε σχέση με την πρώτη αίτηση για διεθνή προστασία, προκειμένου να εξακριβωθεί αν τα νέα αυτά στοιχεία και πορίσματα αυξάνουν σημαντικά την πιθανότητα να πληροί ο αιτών τις απαιτούμενες προϋποθέσεις για να του αναγνωρισθεί το καθεστώς αυτό.

Κατά συνέπεια, οι δύο αυτές προϋποθέσεις παραδεκτού, μολονότι πρέπει αμφότερες να πληρούνται για να συνεχιστεί η εξέταση της μεταγενέστερης αίτησης, σύμφωνα με το άρθρο 40, παράγραφος 3, της εν λόγω οδηγίας, εντούτοις είναι διακριτές και δεν πρέπει να συγχέονται

Περαιτέρω, τόσο η τελευταία περίοδος του άρθρου 40(3), όσο και το άρθρο 40(4) της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ, προβλέπουν ότι εναπόκειται στα κράτη-μέλη να θέσουν επιπλέον προϋποθέσεις για την περαιτέρω εξέταση μεταγενέστερης αίτησης, πρόβλεψη της οποίας έκανε χρήση ο εθνικός νομοθέτης με την εισαγωγή της υποπαραγράφου ii) στο άρθρο 16Δ(3)(β) του περί Προσφύγων Νόμου. Επομένως, στη βάση της ανάλυσης που ακολούθησε το ΔΕΕ στην ανωτέρω απόφαση, το άρθρο 16Δ του περί Προσφύγων Νόμου ορίζει τη διαδικασία εξέτασης μεταγενέστερης αίτησης σε δύο στάδια, ένα προκαταρκτικό επί του παραδεκτού των νέων στοιχείων και, εφόσον γίνει παραδεκτή, ένα επί της ουσίας της αίτησης. Το προκαταρκτικό στάδιο χωρίζεται περαιτέρω σε δύο στάδια κατά τα οποία εξετάζονται τα εξής:

- αρχικά, εάν προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον Αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του εάν πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για να χαρακτηρισθεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας δυνάμει της οδηγίας 2011/95/ΕΕ

- όταν πράγματι υφίστανται τέτοια νέα στοιχεία ή πορίσματα σε σχέση με την πρώτη/αρχική αίτηση, η εξέταση του παραδεκτού συνεχίζεται προκειμένου να εξακριβωθεί εάν τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον Αιτητή καθεστώτος διεθνούς προστασίας και εάν ο Αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος (υποπαράγραφοι i) και ii) του άρθρου 16Δ(3)(β)).

Σημειώνω στο σημείο αυτό ότι από τη διατύπωση του άρθρου 16Δ(3)(α) «Νοείται ότι, σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώσει ότι ο Αιτητής δεν έχει προσκομίσει νέα στοιχεία ή πορίσματα, η μεταγενέστερη αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη, με βάση την αρχή του δεδικασμένου, χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη», προκύπτει ότι κατά την προκαταρκτική εξέταση επί του παραδεκτού μεταγενέστερης, δεν διεξάγεται συνέντευξη. Η προσθήκη αυτή στο συγκεκριμένο άρθρο έγινε με τον νόμο 142(I)/2020 της 13/10/2020 που τροποποίησε τον περί Προσφύγων Νόμο, χωρίς ωστόσο να γίνει αντίστοιχη τροποποίηση στο άρθρο 12Βτετράκις(3) με την προσθήκη επιφύλαξης ως προς την δυνατότητα παράλειψης διεξαγωγής συνέντευξης πριν την απόφαση επί του παραδεκτού σε μεταγενέστερες αιτήσεις. Σε τέτοιες περιπτώσεις αν υπάρχει κάποια ασυμφωνία ή σύγκρουση μεταξύ των προνοιών μιας νομοθεσίας και αυτών μιας άλλης τότε υπερισχύουν οι πρόνοιες της μεταγενέστερης από τις δύο νομοθεσίες, γνωστή ως η αρχή lex posterior derogat legi priori (βλ. Ελληνική Τράπεζα Λτδ. ν. Lextalionis Investments Ltd. κ.α., Αρ. Αγωγής: 3172/99, 25 Ιανουαρίου 2007). Σε κάθε περίπτωση, το άρθρο 42 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ δεν αφήνει αμφιβολίες ως προς την ρύθμιση του ζητήματος καθώς προβλέπει τη δυνατότητα παράλειψης διεξαγωγής συνέντευξης κατά το προκαταρκτικό στάδιο, ως η πρόβλεψη του άρθρου 16Δ(3)(α). Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 42 «Διαδικαστικοί κανόνες»,

 

«1. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αιτούντες των οποίων η αίτηση υπόκειται σε προκαταρκτική εξέταση σύμφωνα με το άρθρο 40 να απολαμβάνουν των εγγυήσεων που απαριθμούνται στο άρθρο 12 παράγραφος 1.

2. Τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν στην εθνική τους νομοθεσία κανόνες για την προκαταρκτική εξέταση σύμφωνα με το άρθρο 40. Οι κανόνες αυτοί μπορούν μεταξύ άλλων: α) να υποχρεώνουν τον συγκεκριμένο αιτούντα να αναφέρει τα γεγονότα και να παρέχει αποδεικτικά στοιχεία που να δικαιολογούν τη νέα διαδικασία·

β) να επιτρέπουν τη διεξαγωγή της προκαταρκτικής εξέτασης μόνο βάσει γραπτών παρατηρήσεων χωρίς προσωπική συνέντευξη, εξαιρουμένων των περιπτώσεων που αναφέρονται στο άρθρο 40 παράγραφος 6.

Οι κανόνες αυτοί δεν πρέπει να καθιστούν αδύνατη την πρόσβαση των αιτούντων σε νέα διαδικασία ούτε να οδηγούν πρακτικώς στη ματαίωση ή στο σοβαρό περιορισμό της πρόσβασης αυτής.»

 

Προκύπτει από τις σχετικές διατάξεις του Νόμου, πως η μεταγενέστερη αίτηση εξετάζεται ως ένα μεταγενέστερο διάβημα, στα πλαίσια της αίτησης που αποφασίστηκε ήδη από το αρμόδιο όργανο. Χωρίς να απαιτείται κλήση του Αιτητή σε συνέντευξη κατά το προκαταρκτικό στάδιο, ο Προϊστάμενος έχει υποχρέωση να λάβει υπόψη όλα τα γεγονότα που προηγήθηκαν, και να προβεί σε μία συγκριτική εξέταση της προγενέστερης-αρχικής και της μεταγενέστερης αίτησης του Αιτητή, προκειμένου να διαφανεί εάν από την υποβολή του μεταγενέστερου αιτήματος, προβάλλονται στοιχεία ή ισχυρισμοί για πρώτη φορά ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου, τα οποία χρήζουν διερεύνησης. Από την ανωτέρω ανάλυση, προκύπτει πως η μεταγενέστερη αίτηση δεν μπορεί να λειτουργήσει ως ένδικο μέσο αλλά είναι αίτηση, η απόφαση επί της οποίας προσβάλλεται στο Δικαστήριο και εξετάζεται στη βάση της σχετικής νομοθεσίας. Η εξέταση από το Δικαστήριο βεβαίως δεν επιβάλλει την εκ βάθρων εξέταση όλων των ζητημάτων που προκύπτουν από την αρχική αίτηση που υποβλήθηκε από τον Αιτητή στο Δικαστήριο.

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

Εκ προοιμίου επισημάνω ότι σύμφωνα με τη νομολογία του Ανώτατου Δικαστηρίου, οι λόγοι προσφυγής που δεν αναπτύσσονται στο πλαίσιο της αγόρευσης του Αιτητή θεωρούνται ως εγκαταλειφθέντες. Το ίδιο ισχύει και με τους λόγους σε σχέση με τους οποίους δεν προβάλλεται οποιαδήποτε επιχειρηματολογία προς υποστήριξή τους. Παρομοίως, υπό το φως της κάτωθι νομολογίας, όλοι οι λόγοι προσφυγής που αναφέρονται ως τίτλοι στο πλαίσιο του δικογράφου της προσφυγής και δεν προωθούνται με τη γραπτή αγόρευση του Αιτητή θεωρούνται ως εγκαταλειφθέντες (Βλ. συναφώς Υπόθεση Αρ. 692/89, Level Tachexcavs Ltd v. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λευκωσίας, ημερ. 17.12.1990, (1990) 3 ΑΑΔ 4407, Α.Ε. Αρ. 2421, Kokos Athanasiou Motors Ltd v. Δημοκρατίας, ημερ. 24.1.2020 (2000) 3 ΑΑΔ 21, Υπόθεση Αρ. 1073/2004, Γεώργιας Αντωνίου κ.α. ν. Δημοκρατίας, μέσω Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, ημερ. 6.2.2007). 

Επιπλέον, παρατηρώ ότι οι λόγοι προσφυγής, όπως αναπτύσσονται στο πλαίσιο της γραπτής αγόρευσης του Αιτητή χαρακτηρίζονται από γενικότητα και απουσιάζει η υπαγωγή των περιστάσεων του Αιτητή και των γεγονότων της υπόθεσης στις κατ΄ επίκληση παραβιασθείσες διατάξεις. Η αναγκαιότητα έγερσης των λόγων προσφυγής με ευκρίνεια και λεπτομέρεια είναι θεμελιώδους σημασίας διαφορετικά το Δικαστήριο δεν νομιμοποιείται να τα εξετάσει αυτεπαγγέλτως, έστω και εάν έχουν εγερθεί με την αγόρευση [Βλ. Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 Α.Α.Δ. 598, Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598, Δημοκρατία ν. Σπύρου (2007) 3 Α.Α.Δ. 533 και Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2009) 3 Α.Α.Δ. 655]. Η δε αγόρευση αποτελεί το μέσο για την έκθεση της επιχειρηματολογίας υπέρ της αποδοχής των λόγων ακύρωσης και όχι υποκατάστατο της στοιχειοθέτησής τους. [Βλ. Α.Ε. Αρ. 3729, Μαραγκός ν. Δημοκρατίας, 3.11.2006, (2006) 3 ΑΑΔ 671, Α.Ε. 1883]., Μαρία Ευθυμίου ν. Ε.Δ.Υ., (1997) 3 ΑΑΔ 281, 14.7.1997]. 

Εξάλλου, η παράθεση απλώς των νομικών διατάξεων και παραπομπή σε συναφή με το λόγο ακύρωσης νομολογία χωρίς ειδική αναφορά στην πλημμέλεια της επίδικης απόφασης αποτελεί περίπτωση αόριστης προβολής των λόγων ακύρωσης. Σε ό,τι αφορά την γραπτή αγόρευση του Αιτητή διαπιστώνω ότι οι δεύτερος, τρίτος και τέταρτος  λόγοι ακύρωσης δεν συνοδεύονται από σαφή αιτιολογία ή παραπομπή σε συγκεκριμένα πραγματικά γεγονότα και ως εκ τούτου απορρίπτονται ως αβάσιμοι.

Το Δικαστήριο στα πλαίσια εξέτασης μεταγενέστερης αίτησης,  καλείται να εξετάσει μόνο κατά πόσον ορθώς η αρμόδια αρχή έκρινε ως απαράδεκτη την μεταγενέστερη αίτησή του αιτητή. Προχωρώντας θα εξετάσω τον ισχυρισμό που προβάλλει η συνήγορος του Αιτητή, περί έλλειψης δέουσας έρευνας.

Έχει πλειστάκις νομολογηθεί ότι η έκταση, ο τρόπος και η διαδικασία που ακολουθείται ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης. Η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το θέμα που εξετάζεται. Το  κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και τη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων τα οποία παρέχουν ασφαλή συμπέρασμα. (Βλέπε Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.α., Α.Ε. 1518/1.11.96, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου, Α.Ε. 1575/14.7.97 , Α.Ε.2371,Motorways Ltd v Δημοκρατίας ημερ. 25/6/99).  

Το Δικαστήριο στα πλαίσια ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντος οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωση (βλ. απόφαση αρ. 128/2008 JAMAL KAROU V Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 1 Φεβρουαρίου, 2010).

Περαιτέρω  όπως εξηγήθηκε στην υπόθεση Πολυξένη Γεωργίου ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 606/91, ημερομηνίας 22.9.92, στις σελ. 2-3: «Το τι αποτελεί επαρκή έρευνα, εξαρτάται από τα γεγονότα και περιστατικά της κάθε υπόθεσης (Κηαi ν. Τhe Republic (1987) 3 CLR 1534)Η έκταση της έρευνας που ένα διοικητικό όργανο διεξάγει για τη λήψη απόφασης εξαρτάται από τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης (Δημοκρατίας ν. Γιαλλουρίδη και Άλλων), Αναθεωρητικές Εφέσεις 868, 868, ημερομηνίας 13.12.90)».

Παρατηρώ ότι κατά τη διοικητική εξέταση της αρχικής αίτησης ασύλου, ο Αιτητής ανέφερε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του λόγω σεξουαλικής παρενόχλησης ομοφυλόφιλων. Κατέγραψε, ότι μετά από πίεση ομοφυλόφιλων φίλων του άρχισε να προβαίνει σε ομοφυλοφιλικές πράξεις. Προσκάλεσε ένα αγόρι και με την βία προέβη σε σεξουαλική συνεύρεσή μαζί του, ο οποίος στη συνέχεια αιμορραγούσε και την επόμενη ημέρα απεβίωσε. Μετά τον θάνατο του αγοριού, οι γονείς του αγοριού, οι χωρικοί και οι αρχές της χώρας καταγωγής του άρχισαν να αναζητούν τον Αιτητή για να τον σκοτώσουν.

Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης ο Αιτητής, δήλωσε ότι κατά την διάρκεια των σπουδών του, κάποιοι φίλοι του του πρότεινα να εμπλακεί σε ομοφυλοφιλικές πράξεις. Στις 30.08.2021 προσκάλεσε ένα φίλο του, ο οποίος ήταν ανήλικος, και με την βία ήρθε σε σεξουαλική επαφή μαζί του. Ως αποτέλεσμα της πράξης του, το ανήλικο αγόρι αιμορραγούσε και αφότου πήγε στην οικία του, η αιμορραγία δεν σταμάτησε με αποτέλεσμα να νοσηλευτεί στο νοσοκομείο και την 1η.09.2021 απεβίωσε. Δήλωσε ότι η υπόθεση καταγγέλθηκε στις αρχές και αμέσως ο Αιτητής διέφυγε από την πολιτεία Imo και μετέβη στη πολιτεία Abuja για περίοδο 2 εβδομάδων. Ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι οι γονείς του τον κατάγγειλαν στις αρχές την 31.08.2021, δέχθηκε απειλές από τους ίδιους και οι γονείς του ανήλικου αγοριού και οι αρχές της χώρας του τον αναζητούσαν.

Ο αρμόδιος λειτουργός, αξιολογώντας τους ισχυρισμούς του Αιτητή, σχημάτισε δυο ουσιώδεις ισχυρισμούς. Ο μεν πρώτος σχετικά με την ταυτότητα και τη χώρα καταγωγής και διαμονής του Αιτητή, και ο δεύτερος σε σχέση με την ισχυριζόμενη δίωξη του επειδή κατηγορείται για τον θάνατο ενός 17χρονου μετά από σεξουαλική επαφή μαζί του.  Εκ των ισχυρισμών του Αιτητή, αποδεκτός έγινε ο πρώτος  και ο δεύτερος έτυχε απόρριψης λόγω έλλειψης εσωτερικής αξιοπιστίας. Στην συνέχεια, ο αρμόδιος λειτουργός  προχώρησε σε αξιολόγηση του μελλοντικού κινδύνου στη βάση του αποδεκτού ισχυρισμού του, ήτοι των προσωπικών του στοιχείων, καταλήγοντας ότι δεν υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να γίνει αποδεκτό ότι σε περίπτωση επιστροφής του στη Νιγηρία θα αντιμετωπίσει δίωξη ή σοβαρή βλάβη. Προχωρώντας στο κομμάτι της νομικής ανάλυσης, κατέληξε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση προσφυγικού καθεστώτος στον Αιτητή, καθώς δεν τεκμηριώθηκε κίνδυνος δίωξης για έναν από τους λόγους που αναφέρονται περιοριστικά στο άρθρο 3 του Περί Προσφύγων Νόμου. Περαιτέρω, κατέληξε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις ούτε για την αναγνώριση συμπληρωματικής προστασίας.

 

Στη συνέχεια, καταχωρήθηκε προσφυγή υπ’ αριθμό 5625/22, ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας, η οποία απορρίφθηκε στις 03/11/2023 λόγω απόσυρσης της.

Στην μεταγενέστερη αίτηση του, η οποία υπεβλήθη στις 11/12/2023, ο Αιτητής ισχυρίσθηκε ότι η υπόθεση του δεν εξετάστηκε ορθά από το Δικαστήριο και εάν επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του η ζωή του θα βρίσκεται σε κίνδυνο, επισυνάπτοντας αντίγραφο εντάλματος σύλληψης, το οποίο εκκρεμεί εναντίον του.  (βλ. ερυθρά 65-61 δ.φ.).

Οι Καθ' ων η Αίτηση απέρριψαν την μεταγενέστερη αίτηση του Αιτητή κρίνοντας ότι ο Αιτητής δεν πρόβαλε νέους ισχυρισμούς αλλά επανέλαβε τους ίδιους. Αναφορικά με το προσκομισθέν έγγραφο, ο αρμόδιος λειτουργός σημειώνει ότι έχει καθαρά υποστηρικτικό χαρακτήρα, ότι πρόκειται για ένταλμα σύλληψης εκδοθέν στις 21/09/2021, στο οποίο καταγράφεται ότι ήρθε σε σεξουαλική επαφή με ανήλικο του ιδίου φύλου, ο οποίος απεβίωσε μετά από ακατάπαυστή αιμορραγία στις 30.08.2021, διαπράττοντας αδικήματα του Νιγηριανού ποινικού νόμου. Περαιτέρω, επισήμανε ότι το εν λόγω έγγραφο είχε την ευκαιρία να το προσκομίσει σε προγενέστερο στάδιο της διαδικασίας και επιπλέον, ότι μέσω της μελέτης του εν λόγω εγγράφου, οι ισχυρισμοί του έχουν εξεταστεί κατ’ ουσίαν και λόγω δικής του υπαιτιότητας δεν υποβλήθηκαν τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα. Τέλος, δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι σε περίπτωση επιστροφής του στη Νιγηρία, θα διατρέχει κίνδυνο να υποστεί βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία κατά παράβαση του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ ή/και της αρχής της μη επαναπροώθησης. Ως εκ τούτου, η μεταγενέστερη αίτηση του Αιτητή κρίθηκε ως απαράδεκτη και τερματίστηκε το δικαίωμα παραμονής του δυνάμει του άρθρου 16Δ(4)(β)(i) του περί Προσφύγων Νόμου.

Έχω εξετάσει με προσοχή τον διοικητικό φάκελο του Αιτητή, καθώς και τα στοιχεία που προκύπτουν από αυτόν και καταρχήν συμφωνώ ότι ο Αιτητής δεν πρόβαλλε νέους ισχυρισμούς, αλλά επανέλαβε τους ίδιους με την αρχική του αίτηση. Εντούτοις, ο Αιτητής προσκόμισε ένα έγγραφο, ερυθρό 61, το οποίο κατά την εξέταση της αρχικής του αίτησης δεν είχε στην κατοχή του. Οι καθ’ ων η αίτηση κατά την εξέταση της μεταγενέστερης αίτηση, για το εν λόγω έγγραφο επισημαίνουν ότι έχει καθαρά υποστηρικτικό χαρακτήρα, το οποίο ο Αιτητής είχε την ευκαιρία να προσκομίσει σε προγενέστερο στάδιο της διαδικασίας και λόγω δικής του υπαιτιότητας δεν υποβλήθηκε. Διαφωνώ με την εν λόγω κατάληξη των Καθ’ ων η αίτηση. Το εν λόγω υποστηρικτικό έγγραφο που προσκόμισε ο Αιτητής, αποτελεί νέο στοιχείο και το οποίο έπρεπε να εξεταστεί ως τέτοιο από τον αρμόδιο λειτουργό.  Ως εκ τούτου, ο αρμόδιος λειτουργός είχε υποχρέωση να προχωρήσει στο δεύτερο στάδιο εξέτασης του παραδεκτού, ήτοι κατά πόσο τα νέα στοιχεία προβλήθηκαν στην μεταγενέστερη αίτηση χωρίς υπαιτιότητα του Αιτητή και κατά πόσο αυξάνουν τις πιθανότητες για τη χορήγηση σε αυτόν καθεστώτος διεθνούς προστασίας. 

Ως έχω αναλύσει και πιο πάνω, στα πλαίσια της μεταγενέστερης αίτησης αυτό που ερευνάται είναι κατά πόσο «υποβλήθηκαν από τον αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της εκδοθείσας απόφασής του και εφόσον διαπιστωθεί αυτό η Υπηρεσία Ασύλου προχωρά σε εξέταση κατά πόσο (i) Τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον αιτητή διεθνούς προστασίας∙ και περαιτέρω κατά πόσο (ii) ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.»

Όπως έχει εξάλλου αναφερθεί στην υπόθεση C 921/19, Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid (Νέα στοιχεία ή πορίσματα) EU:C:2021:478:[1]   «η έννοια «νέα στοιχεία ή πορίσματα» τα οποία «έχουν προκύψει ή υποβληθεί από τον αιτούντα», κατά τη διάταξη αυτή, περιλαμβάνει τα στοιχεία ή τα πορίσματα που προέκυψαν μετά την οριστική περάτωση της διαδικασίας που είχε ως αντικείμενο προγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας, καθώς και τα στοιχεία ή τα πορίσματα τα οποία υφίσταντο μεν ήδη πριν από την περάτωση της διαδικασίας, αλλά δεν προβλήθηκαν από τον αιτούντα». (η υπογράμμιση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)

Με βάση τα πιο πάνω, κρίνω ότι η απόφαση των Καθ’ ων η Αίτηση πάσχει λόγω νομικής πλάνης και λανθασμένης εφαρμογής του νόμου, αφού δεν εξετάστηκαν οι προϋποθέσεις που τίθενται από το άρθρο 16Δ(3)(α) και 16Δ(3)(β). Στην υπό εξέταση περίπτωση νέα στοιχεία που δεν ελήφθησαν υπόψιν στην μεταγενέστερη αίτηση του είναι το υποστηρικτικό έγγραφο, το οποίο, σύμφωνα με τον Αιτητή, αποδεικνύει τη δίωξή του από τις αρχές της χώρας του.

Στη βάση των όσων έχω αναλύσει πιο πάνω, κρίνω ότι η νομιμότητα της επίδικης απόφασης πάσχει λόγω νομικής πλάνης, μη δέουσας έρευνας των στοιχείων του φακέλου και λανθασμένης αιτιολογίας που επικαλέστηκαν οι Καθ' ων η Αίτηση για την έκδοσή της. Εντούτοις, ενόψει της δικαιοδοσίας που έχει το παρόν Δικαστήριο για έλεγχο της ορθότητας της απόφασης των Καθ' ων η Αίτηση, όπου και σύμφωνα με τον περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο του 2018, Ν.73(Ι)/2018, το παρόν Δικαστήριο κέκτηται εξουσίας όπως εξετάζει πέραν από την νομιμότητα της προσβαλλόμενης πράξης και την ορθότητα αυτής.

Επί αυτού και ως προς την δυνατότητα του Δικαστήριού να προβεί σε έλεγχό ορθότητας επί του προκαταρτικού σταδίου, συμπληρωματικά, παραπέμπω και στα όσα ελέγχθηκαν στην απόφαση στην υπόθεση "Alheto" C-585/16 παράγραφο 115 ενώπιο του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης: (η υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου)

«[.] η πλήρης και ex nunc εξέταση εκ μέρους του δικαστή δεν απαιτείται κατ' ανάγκη να αφορά την επί της ουσίας εξέταση των αναγκών διεθνούς προστασίας και ότι μπορεί, συνεπώς, να αφορά το παραδεκτό της αίτησης διεθνούς προστασίαςεφόσον το εθνικό δίκαιο επιτρέπει κάτι τέτοιο κατ' εφαρμογήν του άρθρου 33, παράγραφος 2, της οδηγίας 2013/32».

 

Ως εκ τούτου, θα προχωρήσω σε εξέταση του κατά πόσον ορθώς η αρμόδια αρχή έκρινε ως απαράδεκτη την μεταγενέστερη αίτηση του Αιτητή στη βάση των προϋποθέσεων που τίθενται από το άρθρο 16Δ(3)(β) του περί Προσφύγων Νόμου. 

Για να αξιολογήσω κατά πόσο υφίστανται  οι προϋποθέσεις που τίθενται από το άρθρο 16Δ(3)(β) του περί Προσφύγων Νόμου, θα πρέπει να εξακριβώσω εάν με την υποβολή των νέων στοιχείων αυξάνονται οι πιθανότητες να χορηγηθεί στον Αιτητή προσφυγικό καθεστώς ή συμπληρωματική προστασία και, ως προς τη δεύτερη προϋπόθεση, αν ο Αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Ενόψει του δεδομένου ότι αυτές  οι δύο προϋποθέσεις του άρθρου 16Δ(3)(β) τίθενται σωρευτικά και όχι διαζευκτικά, σε περίπτωση που δεν πληρείται μια εκ των δύο, δεν χρήζει ανάλυσης η δεύτερη. 

Δια ταύτα, εξετάζοντας κατά πόσο με την υποβολή των νέων στοιχείων  αυξάνονται οι πιθανότητες να χορηγηθεί στον Αιτητή προσφυγικό καθεστώς ή συμπληρωματική προστασία, διαπιστώνω ότι το προσκομισθέν έγγραφο αποτελεί κλήση προκειμένου να εμφανιστεί ο Αιτητής στο Δικαστήριο καθότι κατηγορείται για το αδίκημα της σεξουαλικής συνεύρεσης με ανήλικο. Το εν λόγω έγγραφο είναι αντίγραφο, δεν φέρει σφραγίδα, ούτε τα στοιχεία του συντάκτη, αλλά και ούτε καταγράφονται τα άρθρα για τα οποία κατηγορείται ο Αιτητής.  Όσον αφορά το περιεχόμενο του, οι λόγοι που κατηγορείται και απαιτείται η παρουσίαση του ενώπιον του Δικαστηρίου συνάδουν με τον ισχυρισμό που υποστηρίζει κατά την αρχική αίτηση ασύλου του, ότι αναζητείται από τις αρχές της χώρας καταγωγής του. Επιπλέον, παρατηρώ ότι στο έγγραφο αναφέρεται ότι επιδόθηκε κανονικά στον κατηγορούμενο η κλήση, αλλά δεν εμφανίστηκε, στοιχείο το οποίο βρίσκεται σε αντίθεση με τις δηλώσεις του Αιτητή κατά την διάρκεια της συνέντευξης του. Ο Αιτητής στην αρχική αίτηση του ισχυρίστηκε ότι μόλις ενημερώθηκε για τον θάνατο του ανήλικου διέφυγε από το τόπο διαμονής του (ερ. 20-χ9,χ10 δ.φ.).

 Επιπλέον παρατηρώ ότι κατά τη διάρκεια της συνέντευξης του ημερομηνίας 29/08/2022, ισχυρίστηκε ότι δεν έχει επικοινωνία με τους γονείς του και ότι οι ίδιοι ήθελαν να τον παραδώσουν στις αρχές για το έγκλημα που διέπραξε (ερ. 20-χ7, 25-χ1 δ.φ.). Κατά την υποβολή της μεταγενέστερης αίτησης, ο Αιτητής κατέγραψε ότι το εν λόγω έγγραφο ήρθε στην κατοχή του στις 04/12/2023 μετά από επικοινωνία με την μητέρα του, γεγονός που επιβεβαιώθηκε από το ίδιο τον Αιτητή, κατά την ακροαματική διαδικασία ημερομηνίας 16/04/2024 ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου. Εντούτοις, παρατηρώ, ότι η συνήγορος του Αιτητή προβάλλει κατά την γραπτή της αγόρευση ότι το έγγραφο που προσκόμισε ο Αιτητής στη μεταγενέστερη αίτηση, στάλθηκε μέσω του δικηγόρου του στη Νιγηρία, καθότι είχε χάσει κάθε επικοινωνία με την οικογένεια του, αναφορά η οποία επαναλαμβάνεται από τη συνήγορο σε διάφορα σημεία της αγόρευσης της (βλ. σελίδες 4,5 της γραπτής αγόρευσης). Ερωτηθείς κατά την ακροαματική διαδικασία 16/04/2024, εάν γνωρίζει οτιδήποτε για την ισχυριζόμενη υπόθεση που εκκρεμεί εναντίον του ενώπιον του Δικαστηρίου στη Νιγηρία, απάντησε αρνητικά.

Επομένως, κατά τη κρίση του παρόντος Δικαστηρίου τα δεδομένα που παρουσιάζονται ενώπιον μου, ήτοι, το σύνολο των δηλώσεων του Αιτητή, όπως και τα ελλιπή στοιχεία επί του εγγράφου, δεν συνηγορούν υπέρ της γνησιότητας του συγκεκριμένου εγγράφου, και κατά συνέπεια πλήττουν ανεπανόρθωτα την αξιοπιστία του Αιτητή και κατ΄ επέκταση τον πυρήνα του αιτήματος και την κατ' ισχυρισμό φερόμενη δίωξη του. Σε κάθε περίπτωση το βάρος  απόδειξης δεν είναι υψηλό, είναι ωστόσο υποχρέωση του αιτούντος να αποδείξει την προέλευση  και αξιοπιστία των εγγράφων, εάν δεν το πράξει, ο υπεύθυνος λήψης αποφάσεων έχει τη διακριτική ευχέρεια να τα απορρίψει[2].

Ούτε και στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας ο Αιτητής προσέφερε περισσότερες λεπτομέρειες επί του εν λόγω εγγράφου προς απόδειξη των ισχυρισμών του.  Λαμβανομένου υπόψιν του ελέγχου που ασκεί το παρόν δικαστήριο να εξετάσει την παρούσα υπόθεση επί της ουσίας, θα μπορούσε να δώσει ικανοποιητικές απαντήσεις στα ως άνω σημεία, έστω και χωρίς να προσκομίσει τυπικά αποδεικτικά στοιχεία. (Βλ. επίσης νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, αποφάσεις αρ. 1093/2008, 817/2009 και 459/2010).

Σημειώνεται ότι τα έγγραφα υποβάλλονται στον ίδιο βαθμό ελέγχου που υποβάλλονται και οι δηλώσεις του αιτούντος ως εκ τούτου δεν ισχύουν μόνο για τις δηλώσεις, γραπτές ή προφορικές, αλλά και για όλα τα έγγραφα που υποβάλλονται προς στήριξη της αίτησης[3]. Τα έγγραφα δεν πρέπει να αξιολογούνται χωριστά, αλλά με βάση το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων. Από τις πιο πάνω παρατηρήσεις που προκύπτουν από την αξιολόγηση του προσκομισθέντος εγγράφου ως νέου στοιχείου και την σύγκρισή του με τις δηλώσεις του Αιτητή σε όλα τα στάδια της διαδικασίας, προκύπτει ότι δεν έχει κάποια αποδεικτική αξία καθώς φέρει σημαντικές αντιφάσεις και επομένως δεν αυξάνουν τις πιθανότητες επιτυχίας της αίτησής του.

Εξάλλου, ακόμη και εάν κριθεί ότι ο Αιτητής αναζητείται από τις αρχές της χώρας καταγωγής του  για την επιβολή των προβλεπόμενων ποινών για το αδίκημα που ο ίδιος παραδέχεται ότι διέπραξε, δεν του δίνει έρεισμα για υπαγωγή του σε καθεστώς διεθνούς προστασίας. Όπως επισημαίνεται στον Οδηγό της ΕASO με τίτλο «Δικαστική ανάλυση - Προϋποθέσεις χορήγησης διεθνούς προστασίας (οδηγία 2011/95/ΕΕ)-Έκδοση 2018», «[η] άσκηση ποινικής δίωξης και η τιμωρία για συνήθη εγκλήματα δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν απάνθρωπη μεταχείριση, εκτός εάν υπάρχουν ειδικές επιβαρυντικές περιστάσεις οι οποίες υποστηρίζουν την άποψη ότι η τιμωρία είναι υπερβολικά δυσανάλογη. Καταρχάς είναι δικαίωμα του κράτους να καθορίζει την κατάλληλη ποινή για ένα έγκλημα και να επανεξετάζει τις ποινές.

[..]

Ωστόσο, σε όλες τις περιπτώσεις, πρέπει να πληρούται η προϋπόθεση της σοβαρότητας της μεταχείρισης. Κατ’ αναλογία προς τη νομολογία του ΔΕΕ στην υπόθεση X, Y και Z (729), ακόμη και η ποινικοποίηση πράξεων ή συμπεριφοράς που προστατεύονται ως ανθρώπινα δικαιώματα ενδέχεται να μην φθάνει το επίπεδο σοβαρής κακομεταχείρισης.»

Ως εκ τούτου, το εν λόγω έγγραφο δεν αυξάνει τις πιθανότητες χορήγησης στον αιτητή, καθεστώτος διεθνούς προστασίας.

Συνεπώς, φρονώ ότι δεν πληρείται η προϋπόθεση του Άρθρου 16(3)(β)(i), που όπως αναλύθηκε πιο πάνω εξετάζεται στα πλαίσια του δεύτερου σταδίου εξέτασης του παραδεκτού, και η μεταγενέστερη αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη. Βάσει μάλιστα του Άρθρου 16(3) (β), εφόσον η μία από τις δύο προϋποθέσεις που τίθενται σωρευτικά δεν πληρείται, η εξέταση της μεταγενέστερης αίτησης δεν προχωράει στο στάδιο εξέτασης της ουσίας των ισχυρισμών. Συνεπώς ορθώς οι Καθ' ων η Αίτηση δεν κάλεσαν τον Αιτητή  σε συνέντευξη εφόσον ήταν ξεκάθαρο ότι δεν προσκόμισε οποιαδήποτε στοιχεία που στα πλαίσια του άρθρου 16Δ(3) να δικαιολογεί το παραδεκτό της μεταγενέστερης αίτησής του και εξέταση της ουσίας του αιτήματός του.

Με βάση το σύνολο των στοιχείων που τέθηκε ενώπιον μου, όπως τα έχω αναλύσει και πιο πάνω, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται.  Ενόψει την κατάληξης μου αναφορικά με την πάσχουσα νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης, καμία διαταγή για έξοδα. Υπό το φως της ανάλυσης της ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, ως έχει παρατεθεί ανωτέρω, αυτή επικυρώνεται ως προς την κατάληξή της, ήτοι ότι η μεταγενέστερη αίτηση του Αιτητή είναι απαράδεκτη. 

 

Δ.ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 



[1] ΔΕΕ, Απόφαση της 10ης Ιουνίου 2021 στην υπόθεση C 921/19, Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid (Νέα στοιχεία ή πορίσματα) EU:C:2021:478, διαθέσιμη σε: https://curia.europa.eu/juris/document/document.jsf?text=&docid=242563&pageIndex=0&doclang=EL&mode=lst&dir=&occ=first&part=1&cid=6370465

[2] Court of Session (Ανώτατο Αστικό Δικαστήριο) (Σκωτία, Ηνωμένο Βασίλειο), Outer House, απόφαση της 12ης Ιουνίου 2007, SD κατά Secretary of State for the Home Department, [2007] CSOH 97. στη σκέψη 6, ο καθού είχε απορρίψει «δύο εκθέσεις της αστυνομίας και τέσσερις επιστολές» διότι δεν ήταν σαφές αν επρόκειτο για μεταφράσεις ή αντίγραφα ή και τα δύο και διότι προέρχονταν από άγνωστη πηγή. Το δικαστήριο αποφάνθηκε ότι το βάρος της απόδειξης δεν ήταν υψηλό, ότι ήταν υποχρέωση του αιτούντος να αποδείξει την προέλευση των εγγράφων που υπέβαλε και ότι, εάν δεν το έπραττε, ο υπεύθυνος λήψης αποφάσεων είχε τη διακριτική ευχέρεια να τα απορρίψει.

[3] Βλ. επίσης Court of Session (Ανώτατο Αστικό Δικαστήριο) (Σκωτία, Ηνωμένο Βασίλειο), Outer House, απόφαση της 13ης Μαΐου 2010, RY κατά Secretary of State for the Home Department, [2010] CSOH 65 στις σκέψεις 31-33, όπου το δικαστήριο αποδέχθηκε ότι ο καθού δικαίως είχε διατυπώσει ανησυχίες σχετικά με την προέλευση των εγγράφων βάσει αρνητικών διαπιστώσεων όσον αφορά την αξιοπιστία και της ευχερούς διαθεσιμότητας εγγράφων που λαμβάνονται παρανόμως


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο