H.K. κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: T722/24, 17/9/2024
print
Τίτλος:
H.K. κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: T722/24, 17/9/2024

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθεση Αρ.: T722/24

17 Σεπτεμβρίου 2024

[Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

1.H.K. (μητέρα)

2.  K. K. (ανήλικο τέκνο)

Αιτητές

-και-

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

Καθ' ων η αίτηση

........

Κ. Κουπαρή (κα), Δικηγόρος για τους Αιτητές

Αιτητές παρόντες

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Με την υπό εξέταση προσφυγή, η Αιτήτρια αιτείται δήλωση και/ ή απόφαση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση των Καθ’ ων η Αίτηση ημερομηνίας 14/05/2024, η οποία κοινοποιήθηκε σε αυτήν στις 17/05/2024 και με την οποία απορρίφθηκε ως απαράδεκτη η μεταγενέστερη αίτησή της για διεθνή προστασία, δυνάμει των άρθρων 16Δ και 12Βτετράκις(2)(δ) του περί  Προσφύγων Νόμου (Ν.6(Ι)/2000), ως έχει ως σήμερα τροποποιηθεί.

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Τα γεγονότα της υπό εξέτασης υπόθεσης προκύπτουν από το Υπόμνημα το οποίο συνοδεύεται από τον διοικητικό φάκελο που αφορά τους Αιτητές και καταχωρήθηκε στο Δικαστήριο από την Υπηρεσία Ασύλου σύμφωνα με τον κανονισμό 3 των Περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019.

Η Αιτήτρια και το ανήλικο τέκνο της έχουν την ιθαγένεια της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό (στο εξής «ΛΔΚ»). Η Αιτήτρια υπέβαλε αίτηση για παροχή καθεστώτος διεθνούς προστασίας στις 21/05/2021, αφού προηγουμένως εισήλθε παράνομα στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές. Στις 29/05/2023 και στις 04/07/2023 πραγματοποιήθηκαν συνεντεύξεις στην Αιτήτρια από αρμόδιο λειτουργό του Ευρωπαϊκού Οργανισμού για το Άσυλο (στο εξής EUAA). Στις 28/07/2023 αρμόδιος λειτουργός της EUAA ετοίμασε Έκθεση-Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με την συνέντευξη της Αιτήτριας. Στη συνέχεια, ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου εξέδωσε απόφαση για απόρριψη της αίτησης διεθνούς προστασίας της Αιτήτριας στις 03/08/2023. Στις 29/08/2023 η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική του αιτήματος της Αιτήτριας επιστολή μαζί με αιτιολόγηση της απόφασης της, η οποία παραλήφθηκε και υπογράφτηκε ιδιοχείρως από την Αιτήτρια αυθημερόν.

Ακολούθως, η Αιτήτρια υπέβαλε την υπ’ αριθμό 2940/23 προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας, η οποία απορρίφθηκε με απόφαση του Δικαστηρίου ημερομηνίας 27/03/2024, αφού εξετάστηκε στην ουσία της.

Στις 19/04/2024 η Αιτήτρια υπέβαλε μεταγενέστερη αίτηση για διεθνή προστασία στην Υπηρεσία Ασύλου. Στις 10/05/2024, αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ετοίμασε Σημείωμα/ Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου εισηγούμενος την απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησης για διεθνή προστασία της Αιτήτριας ως απαράδεκτης. Στις 14/05/2024 ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε το Σημείωμα / Εισήγηση του λειτουργού σχετικά με την μεταγενέστερη αίτηση που αφορούσε Εισήγηση όπως αυτή κριθεί ως απαράδεκτη.

Αυθημερόν, η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική επιστολή σχετικά με την μεταγενέστερη αίτηση της Αιτήτριας, η οποία δόθηκε δια χειρός σε αυτήν και της μεταφράστηκε σε γλώσσα που η ίδια κατανοεί στις 17/05/2024.

Στις 22/05/2024 καταχωρήθηκε η υπό εξέταση προσφυγή εναντίον της απόφασης απόρριψης της μεταγενέστερης αίτησης ως απαράδεκτης.

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

Στο εισαγωγικό δικόγραφο, η συνήγορος της Αιτήτριας καταγράφει ότι η τελευταία με την μεταγενέστερη αίτησή της προέβαλε νέα στοιχεία τα οποία αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης διεθνούς προστασίας σε αυτήν και στο εξαρτώμενο ανήλικο τέκνο της. Αρχικά, αποτελεί νέο στοιχείο το γεγονός ότι η Αιτήτρια θα εξεταστεί ως πιθανό θύμα εμπορίας προσώπων. Περαιτέρω, αποτελεί νέο στοιχείο η δήλωσή της ότι η έλλειψη όρασης στο ένα της μάτι θα εμποδίσει τη μελλοντική εργοδότηση της λόγω του κοινωνικού στιγματισμού, αλλά και της μη προτίμησης των εργοδοτών προς ανάπηρα άτομα, γεγονός που με τη σειρά του θα την εξαναγκάσει να επιστρέψει στην πορνεία ή να υποστεί εξευτελιστική μεταχείριση. Ακολούθως, η συνήγορος της Αιτήτριας προωθεί ότι τα εν λόγω στοιχεία αυξάνουν τους δείκτες ευαλωτότητας της Αιτήτρια. Εν συνεχεία, καταγράφει ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις απόδοσης προσφυγικού καθεστώτος στην Αιτήτρια λόγω της συμμετοχής της στην ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα, γυναικών χωρίς υποστηρικτικό δίκτυο. Η συνήγορος ισχυρίζεται επίσης, ότι οι Καθ’ ων η αίτηση δεν αντιλήφθηκαν την ουσία του νέου στοιχείου που προέβαλε, ήτοι του φόβου της ότι θα υποστεί κακοποίηση και ότι θα εξωθηθεί εκ νέου στην πορνεία λόγω της αδυναμίας της να προσληφθεί σε άλλο επάγγελμα, επειδή ακριβώς δεν κάλεσαν την Αιτήτρια σε συνέντευξη και συνακολούθα, η απόφασή που εξέδωσαν πάσχει από λανθασμένη αιτιολογία. Τέλος, προωθεί ότι οι Καθ’ ων η αίτηση δεν προέβησαν σε δέουσα έρευνα ως προς την σημερινή κατάσταση ασφαλείας στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό.

Κατά την ακρόαση ημερομηνίας 25/06/2024, η συνήγορος της Αιτήτριας δήλωσε ότι πρέπει να γίνει διορθωτική επέμβαση στο μάτι της Αιτήτριας προκειμένου να προστεθεί τεχνητό. Πρόσθεσε ότι δεν έχει γίνει σωστή αξιολόγηση της προηγούμενης σεξουαλικής εκμετάλλευσης της Αιτήτριας, ότι η Αιτήτρια είναι ένα ευάλωτο άτομο με μόνιμη αναπηρία, η οποία δεν έτυχε των διαδικαστικών εγγυήσεων των άρθρων 9 ΚΔ  του Περί Προσφύγων Νόμου. Περαιτέρω, παρέπεμψε στην Σύμβαση για τα Δικαιώματα των Ατόμων με Αναπηρία (CRPD).

Η παρούσα προσφυγή εμπίπτει στις πρόνοιες του εδαφίου (ε) του άρθρου 3 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 (3/2019), ως αυτοί έχουν προσφάτως τροποποιηθεί και συνεπώς η υπόθεση ορίστηκε απευθείας για Ακρόαση από το Πρωτοκολλητείο. Σχετικό Υπόμνημα ως προβλέπεται στο εδάφιο (ε) του άρθρου 3, καταχωρίστηκε από τους Καθ’ ων η αίτηση, συνοδευόμενο και από τον σχετικό διοικητικό φάκελο. Το Δικαστήριο, έχοντας διακριτική ευχέρεια δυνάμει της πρώτης επιφύλαξης του εδαφίου (ε) του άρθρου 3, δεν έκρινε σκόπιμη την παρουσία των Καθ’ ων η αίτηση και η διαδικασία διεξήχθη με μόνη την παρουσία της Αιτήτριας και της συνηγόρου της.

ΝΟΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

Θεωρώ χρήσιμο προτού προβώ στην κατάληξή μου να επεξηγήσω το νομικό πλαίσιο εντός του οποίου το αρμόδιο όργανο οφείλει να εξετάζει την μεταγενέστερη αίτηση που προσβάλλεται με την παρούσα προσφυγή. Παραθέτω πιο κάτω απόσπασμα από το άρθρο 16Δ του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6(Ι)/2000, το οποίο καθορίζει τη διαδικασία υποβολής μεταγενέστερης αίτησης, ως κατωτέρω (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

«16Δ.-(1)(α) Σε περίπτωση που Αιτητής υποβάλει στον Προϊστάμενο

(i) Μεταγενέστερη αίτηση, ή

(ii) νέα στοιχεία ή πορίσματα κατά ή μετά την ημερομηνία στην οποία καθίσταται εκτελεστή απόφαση του Προϊσταμένου επί πρότερης αίτησης του Αιτητή,

ο Προϊστάμενος εξετάζει το συντομότερο δυνατό οτιδήποτε ούτως υποβληθέν σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

(β) Στην παράγραφο (α), ο όρος «απόφαση» περιλαμβάνει απόφαση που λαμβάνεται από τον Προϊστάμενο δυνάμει του άρθρου 16Β ή 16Γ.

(2) Σε περίπτωση που Αιτητής υποβάλει στον Προϊστάμενο είτε μεταγενέστερη αίτηση είτε νέα στοιχεία ή πορίσματα, σύμφωνα με το εδάφιο (1), ο Προϊστάμενος δεν μεταχειρίζεται οτιδήποτε υποβληθέν ως νέα αίτηση αλλά ως περαιτέρω διαβήματα στα πλαίσια της αποφασισθείσας αίτησης. Ο Προϊστάμενος λαμβάνει υπόψη όλα τα στοιχεία των προαναφερόμενων περαιτέρω διαβημάτων, χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.

(3)(α) Κατά τη λήψη απόφασης σχετικά με το παραδεκτό της αίτησης, σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις, ο Προϊστάμενος προβαίνει σε προκαταρτική εξέταση προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον Αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα, τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της εκδοθείσας απόφασής του, σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο Αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τον χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας:

Νοείται ότι, σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώσει ότι ο Αιτητής δεν έχει προσκομίσει νέα στοιχεία ή πορίσματα, η μεταγενέστερη αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη, με βάση την αρχή του δεδικασμένου, χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.»

(β) Σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώνει ότι προέκυψαν ή υποβλήθηκαν τα προαναφερόμενα στην παράγραφο (α) νέα στοιχεία ή πορίσματα, προβαίνει σε ουσιαστική εξέτασή τους, αφού προηγουμένως ενημερώσει σχετικά τον Αιτήτρια, και εκδίδει νέα εκτελεστή απόφαση, μόνο εφόσον -

(i) Τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον Αιτητή διεθνούς προστασίας και

(ii) ικανοποιείται πως ο Αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.

(γ) Επί της νέας εκτελεστής απόφασης που αναφέρεται στην παράγραφο (β), εφαρμόζονται τα εδάφια (7) μέχρι (7Ε) του άρθρου 18.

(δ) Σε περίπτωση που μεταγενέστερη αίτηση δεν εξετάζεται περαιτέρω δυνάμει του παρόντος άρθρου, αυτή θεωρείται απαράδεκτη σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις και σε τέτοια περίπτωση ο Προϊστάμενος εκδίδει σχετική απόφαση επί της οποίας εφαρμόζονται κατ' αναλογία τα εδάφια (7) και (7Ε) του άρθρου 18. Η εν λόγω απόφαση παραθέτει την αιτιολογία της και ενημερώνει τον Αιτήτρια για το δικαίωμα που έχει να την προσβάλει στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, καθώς και για την προθεσμία άσκησης τέτοιας προσφυγής.»

Το άρθρο 12Βτετράκις στο εδάφιο 2 παράγραφος (δ), του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000, προβλέπει τα πιο κάτω (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

«12Βτετράκις.-...

(2) Με την επιφύλαξη της Σύμβασης, η Υπηρεσία Ασύλου δύναται να θεωρήσει αίτηση ως απαράδεκτη μόνον εάν-

[…]

(δ) η αίτηση είναι μεταγενέστερη αίτηση, στο πλαίσιο της οποίας δεν υποβλήθηκαν από τον Αιτητή ή δεν προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση, του κατά πόσο ο Αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας ή...».

Ο Προϊστάμενος προβαίνει σε προκαταρκτική εξέταση επί του παραδεκτού της μεταγενέστερης αίτησης, προκειμένου δηλαδή να διαπιστώσει κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον Αιτητή, νέα στοιχεία ή πορίσματα, τα οποία δεν έλαβε υπόψη του κατά την έκδοση της απόφασης επί της αρχικής αίτησης. Σημειώνετε ότι σύμφωνα με το άρθρο 40 της οδηγίας 2013/32/ΕΕ, σε μια μεταγενέστερη διαδικασία αίτησης ο αιτών έχει το βάρος απόδειξης να υποβάλει συγκεκριμένα νέα στοιχεία που δείχνουν ότι οι σχετικές περιστάσεις υπό το φως της αίτησής του/της για το καθεστώς πρόσφυγα ή την επικουρική προστασία «αυξάνουν σημαντικά την πιθανότητα» να πληροί τα κριτήρια διεθνούς προστασίας. 

Από τα πιο πάνω άρθρα συνάγεται, πως εάν υποβληθεί μεταγενέστερη αίτηση, ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου και ο Προϊστάμενος διαπιστώσει στα πλαίσια του μεταγενέστερου αυτού αιτήματος πως δεν υποβλήθηκαν νέα στοιχεία, τότε η μεταγενέστερη αίτηση κρίνεται απαράδεκτη χωρίς να υπάρξει εξέταση επί της ουσίας της.

Κατά δεύτερον, εάν ο Προϊστάμενος διαπιστώσει ότι υποβλήθηκαν νέα στοιχεία, τότε μόνο προβαίνει σε ουσιαστική εξέταση και εκδίδει νέα εκτελεστή απόφαση μόνο εφόσον ικανοποιούνται δύο προϋποθέσεις:

α) τα εν λόγω στοιχεία αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον Αιτητή, διεθνούς προστασίας και

β) ο Αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 146 του Συντάγματος. (βλ. άρθρο 16Δ(3)(β) του περί Προσφύγων Νόμου)

Το άρθρο 16Δ του περί Προσφύγων Νόμου, ενσωματώνει στην εθνική νομοθεσία τις διατάξεις του άρθρου 40 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ. Όπως επισημάνθηκε από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην υπόθεση C-921/19, με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής απόφασης, η οποία εκδόθηκε στις 10 Ιουνίου 2021, η διαδικασία εξέτασης μεταγενέστερης αίτησης ορίζεται ως εξής: (Η υπογράμμισή του παρόντος δικαστηρίου)

«Επομένως, το άρθρο 40, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας 2013/32 προβλέπει την εξέταση των μεταγενέστερων αιτήσεων σε δύο στάδια. Το πρώτο στάδιο, προκαταρκτικής φύσεως, έχει ως αντικείμενο τον έλεγχο του παραδεκτού των αιτήσεων αυτών, ενώ το δεύτερο στάδιο αφορά την επί της ουσίας εξέταση των εν λόγω αιτήσεων.

Το πρώτο αυτό στάδιο πραγματοποιείται επίσης σε δύο στάδια, καθένα από τα οποία οδηγεί στην εξακρίβωση των διαφορετικών προϋποθέσεων παραδεκτού που θέτουν οι ίδιες αυτές διατάξεις.

Επομένως, πρώτον, το άρθρο 40, παράγραφος 2, της οδηγίας 2013/32 ορίζει ότι, προκειμένου να ληφθεί απόφαση σχετικά με το παραδεκτό αίτησης για διεθνή προστασία δυνάμει του άρθρου 33, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας αυτής, η μεταγενέστερη αίτηση για διεθνή προστασία υποβάλλεται κατ’ αρχάς σε προκαταρκτική εξέταση, προκειμένου να καθοριστεί εάν προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτούντα νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του εάν ο αιτών πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για να χαρακτηρισθεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας δυνάμει της οδηγίας 2011/95.

Η εξέταση του παραδεκτού της μεταγενέστερης αίτησης συνεχίζεται, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 40, παράγραφος 3, της οδηγίας αυτής, μόνον όταν πράγματι υφίστανται τέτοια νέα στοιχεία ή πορίσματα σε σχέση με την πρώτη αίτηση για διεθνή προστασία, προκειμένου να εξακριβωθεί αν τα νέα αυτά στοιχεία και πορίσματα αυξάνουν σημαντικά την πιθανότητα να πληροί ο αιτών τις απαιτούμενες προϋποθέσεις για να του αναγνωρισθεί το καθεστώς αυτό.

Κατά συνέπεια, οι δύο αυτές προϋποθέσεις παραδεκτού, μολονότι πρέπει αμφότερες να πληρούνται για να συνεχιστεί η εξέταση της μεταγενέστερης αίτησης, σύμφωνα με το άρθρο 40, παράγραφος 3, της εν λόγω οδηγίας, εντούτοις είναι διακριτές και δεν πρέπει να συγχέονται

Περαιτέρω, τόσο η τελευταία περίοδος του άρθρου 40(3), όσο και το άρθρο 40(4) της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ, προβλέπουν ότι εναπόκειται στα κράτη-μέλη να θέσουν επιπλέον προϋποθέσεις για την περαιτέρω εξέταση μεταγενέστερης αίτησης, πρόβλεψη της οποίας έκανε χρήση ο εθνικός νομοθέτης με την εισαγωγή της υποπαραγράφου ii) στο άρθρο 16Δ(3)(β) του περί Προσφύγων Νόμου. Επομένως, στη βάση της ανάλυσης που ακολούθησε το ΔΕΕ στην ανωτέρω απόφαση, το άρθρο 16Δ του περί Προσφύγων Νόμου ορίζει τη διαδικασία εξέτασης μεταγενέστερης αίτησης σε δύο στάδια, ένα προκαταρκτικό επί του παραδεκτού των νέων στοιχείων και, εφόσον γίνει παραδεκτή, ένα επί της ουσίας της αίτησης. Το προκαταρκτικό στάδιο χωρίζεται περαιτέρω σε δύο στάδια κατά τα οποία εξετάζονται τα εξής:

- αρχικά, εάν προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον Αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του εάν πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για να χαρακτηρισθεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας δυνάμει της οδηγίας 2011/95

- όταν πράγματι υφίστανται τέτοια νέα στοιχεία ή πορίσματα σε σχέση με την πρώτη/αρχική αίτηση, η εξέταση του παραδεκτού συνεχίζεται προκειμένου να εξακριβωθεί εάν τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον Αιτητή καθεστώτος διεθνούς προστασίας και εάν ο Αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος (υποπαράγραφοι i) και ii) του άρθρου 16Δ(3)(β)).

Σημειώνω στο σημείο αυτό ότι από τη διατύπωση του άρθρου 16Δ(3)(α) «Νοείται ότι, σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώσει ότι ο Αιτητής δεν έχει προσκομίσει νέα στοιχεία ή πορίσματα, η μεταγενέστερη αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη, με βάση την αρχή του δεδικασμένου, χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη», προκύπτει ότι κατά την προκαταρκτική εξέταση επί του παραδεκτού μεταγενέστερης, δεν διεξάγεται συνέντευξη. Η προσθήκη αυτή στο συγκεκριμένο άρθρο έγινε με τον νόμο 142(I)/2020 της 13/10/2020 που τροποποίησε τον περί Προσφύγων Νόμο, χωρίς ωστόσο να γίνει αντίστοιχη τροποποίηση στο άρθρο 12Βτετράκις(3) με την προσθήκη επιφύλαξης ως προς την δυνατότητα παράλειψης διεξαγωγής συνέντευξης πριν την απόφαση επί του παραδεκτού σε μεταγενέστερες αιτήσεις. Σε τέτοιες περιπτώσεις αν υπάρχει κάποια ασυμφωνία ή σύγκρουση μεταξύ των προνοιών μιας νομοθεσίας και αυτών μιας άλλης τότε υπερισχύουν οι πρόνοιες της μεταγενέστερης από τις δύο νομοθεσίες, γνωστή ως η αρχή lex posterior derogat legi priori (βλ. Ελληνική Τράπεζα Λτδ. ν. Lextalionis Investments Ltd. κ.α., Αρ. Αγωγής: 3172/99, 25 Ιανουαρίου 2007). Σε κάθε περίπτωση, το άρθρο 42 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ δεν αφήνει αμφιβολίες ως προς την ρύθμιση του ζητήματος καθώς προβλέπει τη δυνατότητα παράλειψης διεξαγωγής συνέντευξης κατά το προκαταρκτικό στάδιο, ως η πρόβλεψη του άρθρου 16Δ(3)(α). Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 42 «Διαδικαστικοί κανόνες»,

«1. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αιτούντες των οποίων η αίτηση υπόκειται σε προκαταρκτική εξέταση σύμφωνα με το άρθρο 40 να απολαμβάνουν των εγγυήσεων που απαριθμούνται στο άρθρο 12 παράγραφος 1.

2. Τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν στην εθνική τους νομοθεσία κανόνες για την προκαταρκτική εξέταση σύμφωνα με το άρθρο 40. Οι κανόνες αυτοί μπορούν μεταξύ άλλων: α) να υποχρεώνουν τον συγκεκριμένο αιτούντα να αναφέρει τα γεγονότα και να παρέχει αποδεικτικά στοιχεία που να δικαιολογούν τη νέα διαδικασία·

β) να επιτρέπουν τη διεξαγωγή της προκαταρκτικής εξέτασης μόνο βάσει γραπτών παρατηρήσεων χωρίς προσωπική συνέντευξη, εξαιρουμένων των περιπτώσεων που αναφέρονται στο άρθρο 40 παράγραφος 6.

Οι κανόνες αυτοί δεν πρέπει να καθιστούν αδύνατη την πρόσβαση των αιτούντων σε νέα διαδικασία ούτε να οδηγούν πρακτικώς στη ματαίωση ή στο σοβαρό περιορισμό της πρόσβασης αυτής.»

Προκύπτει από τις σχετικές διατάξεις του Νόμου, πως η μεταγενέστερη αίτηση εξετάζεται ως ένα μεταγενέστερο διάβημα, στα πλαίσια της αίτησης που αποφασίστηκε ήδη από το αρμόδιο όργανο. Χωρίς να απαιτείται κλήση του Αιτητή σε συνέντευξη κατά το προκαταρκτικό στάδιο, ο Προϊστάμενος έχει υποχρέωση να λάβει υπόψη όλα τα γεγονότα που προηγήθηκαν, και να προβεί σε μία συγκριτική εξέταση της προγενέστερης-αρχικής και της μεταγενέστερης αίτησης του Αιτητή, προκειμένου να διαφανεί εάν από την υποβολή του μεταγενέστερου αιτήματος, προβάλλονται στοιχεία ή ισχυρισμοί για πρώτη φορά ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου, τα οποία χρήζουν διερεύνησης. Από την ανωτέρω ανάλυση, προκύπτει πως η μεταγενέστερη αίτηση δεν μπορεί να λειτουργήσει ως ένδικο μέσο αλλά είναι αίτηση, η απόφαση επί της οποίας προσβάλλεται στο Δικαστήριο και εξετάζεται στη βάση της σχετικής νομοθεσίας. Η εξέταση από το Δικαστήριο βεβαίως δεν επιβάλλει την εκ βάθρων εξέταση όλων των ζητημάτων που προκύπτουν από την αρχική αίτηση που υποβλήθηκε από τον Αιτητή στο Δικαστήριο.

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

Εν προκειμένω αυτό που εξετάζεται επί της παρούσας είναι η απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση για απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησης της Αιτήτριας η οποία αποτελεί απόφαση που έχει εκδοθεί δυνάμει της παραγράφου (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου. Σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη, ο Προϊστάμενος κλείνει το φάκελο και διακόπτει τη διαδικασία εξέτασης της αίτησης χωρίς να εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 12Δ (Ταχύρρυθμη διαδικασία εξέτασης αιτήσεων) και 13 (Κανονική διαδικασία εξέτασης αιτήσεων), εφόσον «η αίτηση είναι μεταγενέστερη αίτηση στο πλαίσιο της οποίας δεν υποβλήθηκαν από τον αιτητή ή δεν προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας».

Στην παρούσα υπόθεση, οι Καθ' ων η Αίτηση απέρριψαν τη μεταγενέστερη αίτηση της Αιτήτριας κρίνοντας ότι αυτή δεν προέβαλε «νέα στοιχεία» και ότι σε κάθε περίπτωση τα έγγραφα που προσκόμισε δεν αυξάνουν τις πιθανότητες χορήγησης σε αυτήν καθεστώτος διεθνούς προστασίας.

Στο έντυπο της μεταγενέστερης αίτησης η Αιτήτρια καταγράφει για τον πόνο που αντιμετωπίζει στο μάτι της. Ειδικότερα, ανέφερε ότι επισκέφθηκε έναν εξειδικευμένο ιατρό, ο οποίος της είπε ότι πρέπει να υποβληθεί σε επέμβαση, καθώς το ένα της μάτι είναι τυφλό σε ποσοστό 100%. Σε σχέση με το εν λόγω ζήτημα προέβαλε ότι δεν υπάρχει ιατρική περίθαλψη στη χώρα της και ότι δεν υπάρχει κανένας να της προσφέρει οικονομική στήριξη. Πρόσθεσε ότι σε περίπτωση που παραμείνει τυφλή σε ποσοστό 50% θα αναγκαστεί να επιστρέψει στην πορνεία (ερυθρό 179 και μετάφρασης στο ερυθρό 183 δ.φ.).

Περαιτέρω, η Αιτήτρια υπέβαλε τα εξής έγγραφα:

  1. Ιατρική βεβαίωση από την οφθαλμολογική κλινική του ΓΝ Λευκωσίας ημερομηνίας 03/04/2024 υπογραφείσα από τον Χειρούργο Οφθαλμίατρο Αλέξανδρο Τοπαλίδη (ερυθρό 165 δ.φ.).
  2. Επιστολή της συνηγόρου της Αιτήτριας κα. Κασσάνδρας Κουπαρή προς το Γραφείο Καταπολέμησης Εμπορίας Ανθρώπων στην οποία η προαναφερθείσα καταγγέλλει ότι δεν έγινε παραπομπή της Αιτήτριας στον Εθνικό Μηχανισμό Αναφοράς προκειμένου να διερευνηθεί αν η Αιτήτρια υπήρξε θύμα σεξουαλικής εκμετάλλευσης, παρόλο που η τελευταία προέβη στον εν λόγω ισχυρισμό ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου και του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας (ερυθρό 167 δ.φ.).
  3. Γυναικολογική Έκθεση του ιατρού Σάββα Αργυρίδη, ημερομηνίας 03/11/2023.
  4. Χειρόγραφη Επιστολή της Αιτήτριας και μετάφραση αυτής (ερυθρά 171 έως 173 δ.φ.).

Στη χειρόγραφη επιστολή η Αιτήτρια καταγράφει τα εξής (ελεύθερη μετάφραση από το αγγλικό κείμενο στα ερυθρά 173-172 δ.φ.): «Εξαιτίας κινδύνου κατά της ζωής μου και τη ζωής του παιδιού μου. Εξαιτίας του πόνου στα μάτια μου. Είδα έναν ειδικευμένο ιατρό, ο οποίος μου είπε να υποβληθώ σε επέμβαση όσο το δυνατόν πιο σύντομα. Το μάτι μου είναι τυφλό 100%, δεν μπορώ να δω καθόλου. Δεν είναι εφικτό να χειρουργηθώ στη χώρα μου ούτε από άποψη ιατρική ούτε από άποψη οικονομική, καθώς δεν μπορώ να πληρώσω για κάτι τέτοιο. Στη χώρα μου δεν παρέχεται η απαραίτητη ιατρική θεραπεία, γεγονός που σημαίνει ότι έχω 50% αναπηρία εξαιτίας του γεγονότος ότι είμαι τυφλή στο ένα μάτι. Αν παραμείνω τυφλή στο ένα μάτι, θα αναγκαστώ να επιστρέψω στην πορνεία, πράγμα που δεν επιθυμώ. Κανένας δεν θέλει να έχει έναν σχεδόν τυφλό υπάλληλο. Πρέπει να εγχειριστώ εδώ όσο το δυνατόν πιο σύντομα. Δεν θέλω να εγχειριστώ στη χώρα μου, καθώς η ιατροφαρμακευτική περίθαλψη (sic), ούτε οικονομικά, καθώς δεν υπάρχει κανείς εκεί να με βοηθήσει ή να με στηρίξει, δεν έχω κανέναν εκεί να με στηρίξει στο πρόβλημά μου, ώστε να ζήσω με αξιοπρέπεια στον τόπο μου. Δεν θέλω να εξαναγκαστώ να βγω στο δρόμο με την οικογένειά μου. Δεν υπάρχει κανείς να με φροντίσει μετά το θάνατο της μητέρας μου και τώρα είμαι θύμα εμπορίας ανθρώπων. Γι’ αυτό το λόγο ήρθα σε εσάς ξανά. Θέλω μια καλύτερη ζωή για το γιο μου, για το μέλλον του και την εκπαίδευσή του, ώστε να ζήσει μια καλύτερη ζωή. Δεν θέλω ο γιος μου να βρεθεί στο δρόμο, θέλω να σπουδάσει. Σας ευχαριστώ και παρακαλώ δεν θέλω να επιστρέψω στη χώρα μου».

Οι Καθ’ ων αξιολογώντας τη μεταγενέστερη αίτηση της Αιτήτριας έκαναν τις εξής επισημάνσεις:

Κατ’ αρχήν αφού παρέθεσαν τις δηλώσεις της Αιτήτριας κατά τα προηγούμενα στάδια της διαδικασίας και τις δηλώσεις που κατέγραψε στο έντυπο της μεταγενέστερης αίτησής της, έκριναν ότι αυτές δεν συνιστούν «νέα στοιχεία». Ακολούθως, επεσήμαναν σε σχέση με τα δύο ιατρικά έγγραφα που προσκόμισε η Αιτήτρια (γυναικολογική και οφθαλμολογική έκθεση), ότι αυτά δεν αυξάνουν τις πιθανότητες χορήγησης στην Αιτήτρια διεθνούς προστασίας. Σε σχέση με το ιατρικό πρόβλημα της Αιτήτριας και την ανάγκη υποβολής της σε επέμβαση, οι Καθ’ ων, αφού παρέπεμψαν στο Medical COI Report του EASO για την ΛΔΚ, κατέληξαν ότι η Αιτήτρια μπορεί να προβεί στην αναγκαία οφθαλμολογική επέμβαση στο δημόσιο νοσοκομείο «St Josephs Hospital Kinshasa».

Παρατηρώ ότι κατά το στάδιο της καταγραφής του πρώτου αιτήματός της για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας, η Αιτήτρια ανέφερε πως μετά το θάνατο της μητέρας της αναγκάστηκε να εργαστεί ως ιερόδουλη. Ακολούθως, έμεινε έγκυος και η σύζυγος της πατέρα του παιδιού της, που ήταν στρατιωτικός την απείλησε ότι θα την σκοτώσει. Ο πατέρας του παιδιού της τη βοήθησε να διαφύγει από τη χώρα προκειμένου να διαφύγει του κινδύνου.

Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης της, η Αιτήτρια ανέπτυξε τον εν λόγω ισχυρισμό αναφορικά με τη δίωξή της από τη σύζυγο του πατέρα του παιδιού της. Περαιτέρω, ανέφερε ότι έχει πρόβλημα στο μάτι της (ερυθρό 45 δ.φ.), ότι δεν διαθέτει υποστηρικτικό δίκτυο και ότι σε περίπτωση επιστροφής της στη ΛΔΚ θα δυσκολευτεί να επιβιώσει (ερυθρό 35 δ.φ.). Στην Εισηγητική Έκθεση, ο αρμόδιος λειτουργός έκανε δεκτό τον ισχυρισμό της Αιτήτριας περί των προσωπικών της στοιχείων, της οικογενειακής της κατάστασης της χώρας καταγωγής της και του τόπου προηγούμενης διαμονής της, αλλά απέρριψε τον ισχυρισμό περί των απειλών και της σωματικής βίας που ισχυρίζεται ότι δέχθηκε από τη σύζυγο του πατέρα του παιδιού της. Υπό το σκέλος της αξιολόγησης του μελλοντικού κινδύνου, ο λειτουργός λαμβάνοντας υπ΄ όψιν το προφίλ της Αιτήτριας ως μόνης μητέρας, η οποία έχει εργαστεί στο παρελθόν ως ιερόδουλη, παρέπεμψε σε σχετικές πληροφορίες αναφορικά με τους κινδύνους που αντιμετωπίζουν οι γυναίκες χωρίς υποστηρικτικό δίκτυο στην ΛΔΚ. Ακολούθως, προέβη σε εξατομικευμένη αξιολόγηση ως προς την πιθανότητα να εξωθηθεί και πάλι στην πορνεία για λόγους επιβίωσης. Κατέληξε σχετικά (βλ. ερυθρό 90 δ.φ.) ότι «[π]ρέπει να σημειωθεί ότι η Αιτήτρια είναι ένα αρκετά υγιές άτομο, παρά τα προβλήματα που αντιμετωπίζει με το μάτι της, ότι έχει κάποιο μορφωτικό υπόβαθρο και ότι έχει ένα σύστημα υποστήριξης στον τόπο γέννησής της. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι σε περίπτωση που επιστρέψει στη ΛΔΚ θα μπορούσε να λάβει βοήθεια από την οικογένειά της στο Kikwit, με την οποία δήλωσε ξεκάθαρα κατά τη διάρκεια της συνέντευξης ότι έχει καλή σχέση (βλ. ερυθρό 53 2x). Επίσης, πρέπει να σημειωθεί ότι όταν ρωτήθηκε εάν προσπάθησε προηγουμένως να αναζητήσει άλλη εργασία στην Kinshasa, η απάντησή της ήταν μάλλον ασαφής και επιβεβαίωσε ότι επέλεξε να παραμείνει στην Kinshasa, ότι δεν ζήτησε τη βοήθεια της οικογένειάς της για να κυνηγήσει τις φιλοδοξίες της και έτσι άρχισε να εργάζεται ως πόρνη (βλ. ερυθρό 53 3x, 52 2x, 51 1x). Η Αιτήτρια δήλωσε επίσης ότι είχε εργαστεί στο παρελθόν στο Κονγκό προσφέροντας βοήθεια στα αγροκτήματα όπου εργαζόταν η μητέρα της (βλ. ερυθρό 53 5x, 43 1x)».

Σε σχέση με το πρόβλημα υγείας της, ο αρμόδιος λειτουργός αφού παρέπεμψε σε πληροφορίες από εξωτερικές πηγές σημείωσε ότι η Αιτήτρια θα αντιμετωπίσει πράγματι ανεπαρκή υγειονομική περίθαλψη σε περίπτωση επιστροφής της στη ΛΔΚ. Ακολούθως ωστόσο, κατέγραψε ότι παρόλο που το σύστημα υγειονομικής περίθαλψης και οι υπηρεσίες στη ΛΔΚ μπορούν να θεωρηθούν ανεπαρκείς, υπάρχουν οργανώσεις ΜΚΟ, όπως για παράδειγμα οι «Γιατροί χωρίς Σύνορα», οι οποίες προσφέρουν γενική αλλά και εξειδικευμένη υγειονομική περίθαλψη στον πληθυσμό. Επίσης, σημείωσε ότι δεδομένου ότι ο τόπος συνήθους διαμονής της Αιτήτριας είναι η πρωτεύουσα της χώρας, μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η προαναφερθείσα θα μπορούσε να έχει ευκολότερη πρόσβαση σε ιατρική περίθαλψη και σε παρόχους υγειονομικής περίθαλψης από ό,τι αν ζούσε σε μια αγροτική περιοχή. Κατέληξε λοιπόν, ότι το πρόβλημα στον οφθαλμό της δεν τεκμηριώνει φόβο και απειλή για τη συνολική ευημερία της.

Συμπερασματικά κατέληξε, ότι δεν τεκμηριώνεται κίνδυνος έκθεσης της Αιτήτριας σε δίωξη ή σοβαρή βλάβη λόγω του εν γένει προφίλ της, του προβλήματος στο μάτι της και της γενικότερης κατάστασης ασφαλείας στην Kinshasa. Ακολούθως, αφού προχώρησε σε νομική ανάλυση, κατέληξε ότι η Αιτήτρια δεν μπορεί να αναγνωριστεί ως πρόσφυγας ή ως δικαιούχος συμπληρωματικής προστασίας.

Ακολούθως, η Αιτήτρια κατέθεσε αυτοπροσώπως προσφυγή ενώπιον του ΔΔΔΠ, στην οποία κατέγραψε ότι αυτή και το ανήλικο τέκνο της αντιμετωπίζουν κίνδυνο κατά της ζωής τους από τη σύζυγο του πατέρα του ανήλικου τέκνου της. Στις 27/03/2024, εκδόθηκε απορριπτική απόφαση του ΔΔΔΠ. Στα πλαίσια της απόφασης έγινε έρευνα αναφορικά με τον μη εκπεφρασμένο φόβο της Αιτήτριας, ο οποίος συνδέεται με την ιδιότητά της ως άγαμης μητέρας, κεφαλής μονογονεϊκής οικογένειας. Κατόπιν παραπομπής σε πληροφορίες από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης, η αδελφή δικαστής μου κ. Κουρουζίδου-Καρλεττίδου, προέβη στην εξής ανάλυση (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

«Βάσει των ανωτέρω πληροφοριών προκύπτει μεν ότι οι γυναίκες που στερούνται υποστηρικτικού δικτύου καθώς και οι γυναίκες που αποτελούν κεφαλή μονογονεϊκών οικογενειών στη χώρα καταγωγής αντιμετωπίζουν πλήθος, κυρίως οικονομικής φύσεως δυσχερειών, οι οποίες δύνανται να επηρεάσουν τόσο τις ίδιες όσο και τα ανήλικα τέκνα τους. Εν προκειμένω όμως, με βάσει τα όσα έχουν γίνει δεκτά από το Δικαστήριο και αυτά που η ίδια η Αιτήτρια δήλωσε κατά τη διάρκεια των προφορικών της συνεντεύξεων, στην Kinshasa βρίσκεται ο πατέρας του ανήλικου τέκνου της. Ο εν λόγω άνδρας όχι μόνο βοήθησε την Αιτήτρια κατά το παρελθόν παρέχοντάς της στέγη και σίτιση, αλλά, όπως η ίδια δήλωσε, έχει ήδη αναγνωρίσει ως δικό του τέκνο το ανήλικο τέκνο της Αιτήτριας και ως εκ τούτου αναμένεται να στηρίξει την Αιτήτρια και το ανήλικο τέκνο του, τουλάχιστον οικονομικά, σε περίπτωση που εκείνοι επιστρέψουν στην Kinshasa. Σημειώνεται άλλωστε ότι σε περίπτωση επιστροφής της στην Kinshasa, όπως και η ίδια δήλωσε, η Αιτήτρια θα έρθει σε επαφή μαζί του (βλ. ερυθρό 36 5Χ διοικητικού φακέλου). Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο καταλήγει ότι, σε περίπτωση επιστροφής τους στην Kinshasa, η Αιτήτρια θα τύχει τουλάχιστον της οικονομικής στήριξης του πατέρα του ανήλικου τέκνου της. Σημειώνεται άλλωστε ότι σύμφωνα με τις δηλώσεις της, η Αιτήτρια διατηρεί καλή σχέση με το μητρικό της θείο ο οποίος διαμένει στην περιοχή Kikwit, και ο οποίος λόγω της καλής τους σχέσης αναμένεται ευλόγως να στηρίξει την Αιτήτρια και το ανήλικο τέκνο της οικονομικά σε περίπτωση επιστροφής τους στη χώρα καταγωγής.

Σε σχέση με την πρώην ενασχόληση της Αιτήτρια με την πορνεία, σημειώνεται ότι κατά την διάρκεια της προφορικής της συνέντευξης, η Αιτήτρια δεν έδωσε μια σαφή απάντηση αναφορικά με το εάν αναζήτησε κάποια άλλη εργασία μετά το θάνατο της μητέρας της, αφού σε σχετικώς υποβληθέν ερώτημα, η Αιτήτρια απάντησε ότι δε γνωρίζει κανένα στην Kinshasa και ότι κανείς δεν θα εργοδοτούσε μια μαθήτρια, υποδεικνύοντας ουσιαστικά ότι ουδέποτε αναζήτησε κάποια άλλη εργασία. Δεδομένου όμως ότι η Αιτήτρια δεν είχε πέσει στα χέρια κάποιου κυκλώματος εκμετάλλευσης νεαρών κοριτσιών με σκοπό την εξώθησή τους στην πορνεία, το Δικαστήριο κρίνει ότι και με την οικονομική στήριξη του πατέρα του ανήλικου τέκνου της και ενδεχομένως του θείου της, δεν πιθανολογείται ευλόγως ότι, σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής, θα αναγκαστεί να διαφύγει στην πορνεία προκειμένου να εξασφαλίσει στέγη και σίτιση για την ίδια και το ανήλικο τέκνο της. Σε κάθε περίπτωση, η Αιτήτρια συνιστά μια αρτιμελή γυναίκα η οποία φέρει στοιχειώδες μορφωτικό επίπεδο και συνεπώς το Δικαστήριο κρίνει ότι θα μπορέσει να βρει εργασία προκειμένου να καλύψει τα έξοδα διαβίωσής της καθώς και του ανήλικου τέκνου της, υποβοηθούμενη οικονομικά και από τον πατέρα του».

Ακολούθως, το Δικαστήριο προέβη σε εκ νέου αξιολόγηση του κινδύνου που ενδέχεται να αντιμετωπίσει η Αιτήτρια λόγω του προβλήματος υγείας της. Σε σχέση με το εν λόγω ζήτημα, το Δικαστήριο έκρινε ότι το πρόβλημα που αντιμετωπίζει η Αιτήτρια με την όραση της δεν είναι τέτοιο που μπορεί να τις δημιουργήσει δυσχέρειες κατά την επιστροφής της στη χώρα καταγωγής, δεδομένου μάλιστα ότι η ίδια η Αιτήτρια, σύμφωνα με δικές της δηλώσεις, απέφυγε να χειρουργηθεί στην Κύπρο αν και αυτό είχε ήδη προγραμματιστεί (βλ. ερυθρό 45 2Χ διοικητικού φακέλου). Επικουρικά, προέβη σε σχετική έρευνα  σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης από την οποία προέκυψε ότι στην Kinshasa, δραστηριοποιείται η οργάνωση HJ Foundation, η οποία ίδρυσε το 2023 στην Kinshasa ένα ιατρικό κέντρο το οποίο προσφέρει ένα ευρύ φάσμα δωρεάν ιατρικών υπηρεσιών σε ευάλωτα άτομα, συμπεριλαμβανομένων δωρεάν οφθαλμολογικών υπηρεσιών.

Έχω εξετάσει με προσοχή τον διοικητικό φάκελο της Αιτήτριας, καθώς και τα στοιχεία που προκύπτουν από αυτόν και κρίνω ότι ορθώς η Καθ' ων η Αίτηση απέρριψαν τη μεταγενέστερη αίτησή της, καθώς κρίνω ότι πράγματι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 16Δ(3)(α) ήτοι το στοιχείο (α) ύπαρξη νέων στοιχείων ή πορισμάτων.

Ειδικότερα, παρατηρώ ότι οι ισχυρισμοί που προωθεί η Αιτήτρια περί του κινδύνου εκ νέου εξώθησής της στην πορνεία λόγω των προσωπικών της περιστάσεων (άγαμη μητέρα ανήλικου τέκνου, προηγούμενη απασχόληση ως ιερόδουλη, χωρίς υποστηρικτικό δίκτυο στην Kinshasa και με πρόβλημα όρασης) έχουν αναλυτικά αξιολογηθεί από το Δικαστήριο στα πλαίσια της προσφυγής της κατά της αρχικής της αίτησης, και υπό αυτή την έννοια καλύπτονται από το δεδικασμένο. (βλ. απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Α.Ε. 147/2010, Αποστόλου ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 1.3.2016 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία στις πάγιες αρχές που διέπουν τον κανόνα του δεδικασμένου)

Αντίστοιχα, έχει αξιολογηθεί και το πρόβλημα οράσεως που αντιμετωπίζει, για το οποίο δεν προσκομίστηκαν στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας νέα στοιχεία. Ειδικότερα, σε σχέση με το εν λόγω ζήτημα παρατηρώ ότι παρόλο που η ιατρική βεβαίωση που επισύναψε η Αιτήτρια στην μεταγενέστερη αίτησή της φέρει ημερομηνία μεταγενέστερη της δικαστικής απόφασης, ήτοι 03.04.2024, οι πληροφορίες που αυτή περιλαμβάνει είναι πανομοιότυπες με τις πληροφορίες που περιλαμβάνονται στην ιατρική βεβαίωση ημερομηνίας 04.04.2022 που είχε ενώπιον της η Υπηρεσία Ασύλου καθώς και το Δικαστήριο κατά την εξέταση του αρχικού αιτήματος της Αιτήτριας (βλ. ερυθρό 31 δ.φ.).

Τέλος, σε σχέση με το έγγραφο-καταγγελία της συνηγόρου της Αιτήτριας προς το Γραφείο καταπολέμησης Εμπορίας Προσώπων, σημειώνω ότι αυτό από μόνο του δεν συνιστά νέο στοιχείο. Περαιτέρω, από την αφήγηση της Αιτήτριας κατά την αρχική της συνέντευξη δεν προέκυψε κάποια ένδειξη περί της ανάμειξής της σε κύκλωμα εμπορίας ανθρώπων, ενώ το γεγονός της ενασχόλησης της με την πορνεία αξιολογήθηκε τόσο από τους Καθ’ ων όσο και από το Δικαστήριο που έκρινε την προσφυγή κατά της αρχικής της αίτησης. Επιπρόσθετα, αναφέρω ότι κατά την μεταγενέστερη αίτησή της, η Αιτήτρια δεν παρέθεσε νέες πληροφορίες γύρω από το ζήτημα της παρελθούσας σεξουαλικής της εργασίας, ώστε να μπορεί να γίνει λόγος για «νέα στοιχεία».

Συνεπώς, κρίνω πως τα παραπάνω στοιχεία που προβάλλονται με τη μεταγενέστερη αίτηση δεν θεωρούνται νέα και ουσιώδη και κατά συνέπεια ορθώς δεν χρήζουν περαιτέρω εξέτασης καθότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 16Δ(3)(α) του Περί Προσφύγων Νόμου.

Τέλος, ορθώς η Καθ' ων η Αίτηση δεν κάλεσαν την Αιτήτρια σε συνέντευξη εφόσον ήταν ξεκάθαρο ότι δεν προσκόμισε οποιαδήποτε στοιχεία που στα πλαίσια του άρθρου 16Δ(3) να δικαιολογούν το παραδεκτό της μεταγενέστερης αίτησής της και εξέταση της ουσίας του αιτήματός της.

Ως εκ τούτου και υπό το φως βεβαίως και των σχετικών διατάξεων του Νόμου, κρίνω ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 16Δ(3). Ορθώς η μεταγενέστερη αίτησή της κρίθηκε ως απαράδεκτη κατά το προκαταρκτικό στάδιο εξέτασής της. Η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, αποτελεί προϊόν επαρκούς έρευνας και ορθής αξιολόγησης όλων των δεδομένων και στοιχείων, σύμφωνα και με το Νόμο και είναι περαιτέρω πλήρως και σαφώς αιτιολογημένη.

Ως εκ τούτου, η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται  με €500 έξοδα εναντίον της Αιτήτριας και υπέρ των Καθ' ων η Αίτηση.

Δ. Κατσαρίδης, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο