W.H. ν. Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπoθ. Αρ.: Τ895/2024, 13/9/2024
print
Τίτλος:
W.H. ν. Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπoθ. Αρ.: Τ895/2024, 13/9/2024

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ 

Υπoθ. Αρ.: Τ895/2024 

 

13 Σεπτεμβρίου 2024

[Α.Α.ΑΓΡΟΤΗ, ΔΔΔΔΠ.] 

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ: 

W.H.  

Αιτητής 

-και- 

 

Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω

Υπηρεσίας Ασύλου 

 

Καθ' ων η Αίτηση 

 

Π. Μπενέτης (κος) για Αλ Τάχερ, Μπενέτης και Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για τον Αιτητή   

Στην απουσία των Καθ' ων η αίτηση δυνάμει των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 (3/2019)

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η 

 

Α.Α.ΑΓΡΟΤΗ, Δ.Δ.Δ.Δ.ΠΜε την παρούσα προσφυγή, ο Αιτητής  προσβάλλει την απόφαση των Καθ΄ ων η αίτηση που περιέχεται σε επιστολή ημερομηνίας 04/07/2024 σύμφωνα με την οποία η μεταγενέστερη αίτηση του κρίθηκε ως απαράδεκτη και καλεί το Δικαστήριο όπως κηρύξει αυτήν άκυρη, παράνομη, αντισυνταγματική και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.

 

Η υπό εξέταση προσφυγή ορίστηκε απευθείας για Ακρόαση σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 3 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 (3/2019), αφού εν τω μεταξύ υποβλήθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου, Υπόμνημα συνοδευόμενο από το σχετικό διοικητικό φάκελο. Μελετώντας αυτόν, το Δικαστήριο, ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια δεν έκρινε σκόπιμη την παρουσία των Καθ' ων η αίτηση και η διαδικασία ολοκληρώθηκε στην παρουσία του Αιτητή ο οποίος εκπροσωπείται από δικηγόρο.  

 

Όπως προκύπτει από τον ενώπιον μου διοικητικό φάκελο, πρόκειται για  ενήλικα, υπήκοο του Πακιστάν και κάτοχος διαβατηρίου με ημερομηνία έκδοσης την 06/08/2019 και ημερομηνία λήξης την 04/08/2024, ο οποίος στις 07/04/2022 εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του και μέσω Τουρκίας αφίχθηκε στις κατεχόμενες περιοχές της Κύπρου από όπου στη συνέχεια εισήλθε παράτυπα στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές υποβάλλοντας στις 23/05/2022 αίτηση διεθνούς προστασίας, ισχυριζόμενος οικονομικής φύσεως ισχυρισμούς που τον ώθησαν να φύγει από την χώρα του.

 

Στις 10/06/2022 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη στον Αιτητή από λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, παρέχοντάς του δωρεάν βοήθεια διερμηνέα. Στις 16/06/2022, με βάση τα όσα ο Αιτητής δήλωσε κατά τη συνέντευξή του, ο αρμόδιος λειτουργός συνέταξε Έκθεση/Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου, με την οποία εισηγείται την απόρριψη του αιτήματος του Αιτητή κρίνοντας τον ως οικονομικό μετανάστη. Ακολούθως στις 24/06/2022, συγκεκριμένος λειτουργός δεόντως εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών, να ασκεί καθήκοντα Προϊστάμενου της Υπηρεσίας Ασύλου, ενέκρινε την εισήγηση και αποφάσισε την απόρριψη της αίτησης του Αιτητή, κοινοποιώντας την απόφαση στον Αιτητή μέσω επιστολής ημερομηνίας 24/06/2022.  

 

Ο Αιτητής αντέδρασε στο αποτέλεσμα της αίτησής του υποβάλλοντας προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας, (αρ. υπόθεσης 4240/22 η οποία στην συνέχεια απορρίφθηκε καθιστώντας την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου τελεσίδικη.

 

Την 02/01/2023, ο Αιτητής συμπλήρωσε αίτηση για επανάνοιγμα του φακέλου της / μεταγενέστερο αίτημα ασύλου, ισχυριζόμενος αυτή τη φορά πέραν της φτώχιας που αντιμετωπίζει και των οικονομικών θεμάτων επιπλέον και για πρώτη φορά ότι δέχεται απειλές κατά της ζωής του από τους δανειστές του ζητώντας άδεια παραμονής στη χώρα μας.

 

Κατά την εξέτασή της σε προκαταρκτικό στάδιο, αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου στις 03/05/2023, ετοίμασε Σημείωμα/Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας, με το οποίο εισηγήθηκε όπως η μεταγενέστερη αίτηση του Αιτητή κριθεί απαράδεκτη, δυνάμει των άρθρων 12Βτετράκις και 16Δ του περί Προσφύγων Νόμου ως έχει τροποποιηθεί μέχρι σήμερα, εφόσον εξ υπαιτιότητας του δεν αναφέρθηκε σε απειλές κατά της ζωής του στην αρχική του αίτηση  αλλά ούτε στη συνέχεια στην προσφυγή του.

 

Την 04/07/2024 ο Αιτητής υπέβαλε δεύτερη μεταγενέστερη αίτηση, ισχυριζόμενος αυτή τη φορά προβλήματα τα οποία αντιμετωπίζει στη χώρα καταγωγής του εξαιτίας μια θρησκευτικής σύναξης που διοργάνωσε στο σπίτι του, πριν εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του, προσκομίζοντας μάλιστα έγγραφα προς υποστήριξη του ισχυρισμού του.

 

Κατά την εξέτασή της δεύτερης μεταγενέστερης αίτησης σε προκαταρκτικό στάδιο, αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου εξετάζοντας τους ισχυρισμούς του Αιτητή αλλά και των εγγράφων τα οποία προσκόμισε ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου, εισηγήθηκε μέσω σχετικού Σημειώματος προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου όπως η μεταγενέστερη αίτηση του Αιτητή κριθεί απαράδεκτη, δυνάμει των άρθρων 12Βτετράκις και 16Δ του περί Προσφύγων Νόμου ως έχει τροποποιηθεί μέχρι σήμερα.

 

Με επιστολή της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 04/07/2024, γνωστοποιήθηκε στον Αιτητή η απόφαση απόρριψης του μεταγενέστερου αιτήματός του μαζί με την αιτιολογία αυτής, την οποία ο Αιτητής παρέλαβε θέτοντας την υπογραφή του και αφού το περιεχόμενο της του επεξηγήθηκε μέσω διερμηνέα σε γλώσσα κατανοητή από τον ίδιο.

 

Εμπρόθεσμα καταχώρισε την με τον πιο πάνω αριθμό και τίτλο προσφυγή εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου.

 

Ενώπιον του Δικαστηρίου, ο συνήγορος του Αιτητή, υποστήριξε ότι με τη δεύτερη μεταγενέστερη αίτηση του Αιτητή προέκυψαν νέα στοιχεία, ήτοι δίωξή του λόγω θρησκευτικών πεποιθήσεων, τα οποία δεν εξετάστηκαν από την διοίκηση. Προωθεί προς τούτο τη θέση ότι οι Καθ’ων η αίτηση δεν προέβησαν σε δέουσα έρευνα των ισχυρισμών του Αιτητή και ότι εσφαλμένα έκριναν ως απαράδεκτη την μεταγενέστερη αίτησή του.

 

Το νομικό πλαίσιο εντός του οποίου το αρμόδιο όργανο οφείλει να εξετάσει υποβληθείσες μεταγενέστερες αιτήσεις αποτελούν τα άρθρα 12Βτετρακις και 16Δ του περί Προσφύγων Νόμου και προνοούν τα ακόλουθα (ο τονισμός και οι υπογραμμίσεις του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«16Δ.-(1)(α) Σε περίπτωση που αιτητής υποβάλει στον Προϊστάμενο

 (i)  Μεταγενέστερη αίτηση, ή

 (ii)  νέα στοιχεία ή πορίσματα κατά ή μετά την ημερομηνία στην οποία καθίσταται εκτελεστή απόφαση του Προϊσταμένου επί πρότερης αίτησης του αιτητή,

 

ο Προϊστάμενος εξετάζει το συντομότερο δυνατό οτιδήποτε ούτως υποβληθέν σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

 

(β)  Στην παράγραφο (α), ο όρος «απόφαση» περιλαμβάνει απόφαση που λαμβάνεται από τον Προϊστάμενο δυνάμει του άρθρου 16Β ή 16Γ.

 

(2)  Σε περίπτωση που αιτητής υποβάλει στον Προϊστάμενο είτε μεταγενέστερη αίτηση είτε νέα στοιχεία ή πορίσματα, σύμφωνα με το εδάφιο (1), ο Προϊστάμενος δεν μεταχειρίζεται οτιδήποτε υποβληθέν ως νέα αίτηση αλλά ως περαιτέρω διαβήματα στα πλαίσια της αποφασισθείσας αίτησης.  Ο Προϊστάμενος, λαμβάνει υπόψη όλα τα στοιχεία των προαναφερόμενων περαιτέρω διαβημάτων, χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.

 

(3)(α)  Κατά τη λήψη απόφασης σχετικά με το παραδεκτό της αίτησης σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις, ο Προϊστάμενος προβαίνει σε προκαταρκτική εξέταση προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της εκδοθείσας απόφασής του, σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τον χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας:

 

Νοείται ότι σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώσει ότι ο αιτητής δεν έχει προσκομίσει νέα στοιχεία ή πορίσματα, η μεταγενέστερη αίτησή απορρίπτεται ως απαράδεκτη με βάση την αρχή του δεδικασμένου, χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.

         

(β) Σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώνει ότι προέκυψαν ή υποβλήθηκαν τα προαναφερόμενα στην παράγραφο (α) νέα στοιχεία ή πορίσματα, προβαίνει σε ουσιαστική εξέτασή τους, αφού προηγουμένως ενημερώσει σχετικά τον αιτητή, και εκδίδει νέα εκτελεστή απόφαση, μόνο εφόσον

 

(i) Τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον αιτητή διεθνούς προστασίας∙ και

(ii) ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.»

 

Το δε άρθρο 12Βτετράκις(2) προνοεί ότι: (οι υπογραμμίσεις του παρόντος Δικαστηρίου)

         

«Με την επιφύλαξη της Σύμβασης, η Υπηρεσία Ασύλου δύναται να θεωρήσει αίτηση ως απαράδεκτη μόνο εάν-

[……]

 

(δ) η αίτηση είναι μεταγενέστερη αίτηση στο πλαίσιο της οποίας δεν υποβλήθηκαν από τον αιτητή ή δεν προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας ή […]».

 

Με βάση τα πιο πάνω, είναι σαφές ότι με την υποβολή μεταγενέστερου αιτήματος από αιτητή/τρια ασύλου, ο Προϊστάμενος προβαίνει σε προκαταρκτική εξέταση επί του παραδεκτού της μεταγενέστερης αίτησης, με σκοπό να διαπιστώσει κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον/την Αιτητή/τρια νέα στοιχεία ή πορίσματα, τα οποία δεν λήφθηκαν υπόψη στα πλαίσια εξέτασης της αρχικής του/της αίτησης. Στην  περίπτωση που διαπιστωθεί ότι δεν υποβλήθηκαν νέα στοιχεία ή πορίσματα, τότε η αίτηση κρίνεται απαράδεκτη χωρίς επί της ουσίας εξέταση. Αντίθετα εάν διαπιστωθεί από τον  Προϊστάμενο ότι υποβλήθηκαν νέα στοιχεία ή πορίσματα, προβαίνει σε ουσιαστική εξέταση της μεταγενέστερης αίτησης και εκδίδει νέα εκτελεστή απόφαση μόνο εφόσον τα υποβληθέντα από τον/την Αιτητή/τρια νέα στοιχεία αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας και εφόσον ο  Προϊστάμενος ικανοποιείται ότι ο Αιτητής/τρια αδυνατούσε να υποβάλει τα συγκεριμένα στοιχεία κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Δικαστήριο.

 

Είναι απολύτως αντιληπτό ότι η μεταγενέστερη αίτηση εξετάζεται ως ένα μεταγενέστερο διάβημα, στα πλαίσια της αρχικής αίτησης που αποφασίστηκε ήδη από το αρμόδιο όργανο. Ο Προϊστάμενος, εν πρώτης, έχει υποχρέωση να λάβει υπόψη του όλα τα γεγονότα που προηγήθηκαν και να προβεί σε μια συγκριτική εξέταση της αρχικής αίτησης του/της Αιτητή/τριας με την μεταγενέστερη του/της αίτηση ώστε να διαφανεί εάν με την υποβολή της μεταγενέστερης αίτησης ο Αιτητής/τρια για πρώτη φορά προβάλλει τέτοια στοιχεία ή ισχυρισμούς τα οποία χρήζουν περαιτέρω διερεύνησης.

Έχοντας ήδη αναφέρει πιο πάνω τους διάφορους προβαλλόμενους από τον Αιτητή ισχυρισμούς στα διάφορα στάδια εξέτασης της υπόθεσής του προχωρώ να εξετάσω την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης ώστε να διαφανεί εάν οι Καθ’ ων η αίτηση αποφάσισαν μετά από δέουσα έρευνα, ορθά, νόμιμα και εντός των πλαισίων της διακριτικής τους ευχέρειας.  

 

Στην αρχική του αίτηση ο Αιτητή ανέφερε ως λόγο που εγκατέλειψε την χώρα του τα οικονομικά προβλήματα και την ανάγκη του να εργαστεί για να στηρίξει την οικογένειά του, στην πρώτη μεταγενέστερη αίτηση αναφέρθηκε σε απειλές κατά της ζωής του από τους δανείστές του, ενώ στην δεύτερη μεταγενέστερη αίτηση, ανέφερε για πρώτη φορά ότι αντιμετωπίζει προβλήματα λόγω των θρησκευτικών του πεποιθήσεων, προσκομίζοντας επιπλέον έγγραφα προς υποστήριξη των ισχυρισμών του.

 

Διαπιστώνω ότι οι Καθ’ ων η αίτηση ορθά αξιολόγησαν τα προσκομισθέντα έγγραφα δίδοντας τους την ανάλογη βαρύτητα, παρόλον που κρίνω δεν είχαν τέτοια υποχρέωση εφόσον αφορούν σε έγγραφα που χρονολογούνται πριν την αναχώρηση του Αιτητή από το Πακιστάν και είχε υποχρέωση εάν επρόκειτο για γνήσιο αίτημα να το υποβάλει κατά την αρχική του αίτηση. Δεν παραγνωρίζω ότι ο Αιτητής υπέβαλε προσφυγή κατά της απόρριψης της αρχικής του αίτησης.

 

Σε κάθε περίπτωση ο Αιτητής δεν επικαλέστηκε τους λόγους για τους οποίους δεν αναφέρθηκε στα συγκεκριμένα στοιχεία κατά την προηγούμενη αίτηση και συνέντευξη του, προσφυγή και πρώτη μεταγενέστερη αίτηση, ενώ του δόθηκε η ευκαιρία να αναφέρει και να τεκμηριώσει το οτιδήποτε, ακόμα και ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου. Συνεπώς, λόγω δικής του υπαιτιότητας δεν υποβλήθηκαν τα εν λόγω στοιχεία.

 

Επαναλαμβάνεται ότι με την υποβολή μεταγενέστερου αιτήματος από Αιτητή/τρια ασύλου, ο Προϊστάμενος προβαίνει σε προκαταρκτική εξέταση αυτού και εκδίδει νέα εκτελεστή απόφαση μόνο εφόσον τα υποβληθέντα από τον/την Αιτητή/τρια νέα στοιχεία αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας και εφόσον ο Προιστάμενος ικανοποιείται ότι ο/η Αιτητής/τρια αδυνατούσε να υποβάλει τα συγκεκριμένα στοιχεία κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Δικαστήριο.

 

Σύμφωνα με τα ενώπιον μου στοιχεία καθώς και το περιεχόμενο του Διοικητικού Φακέλου, ως εκτέθηκε ανωτέρω, προκύπτει ότι πράγματι, με την υποβολή της δεύτερης μεταγενέστερης αίτησής του, ο Αιτητής ανέφερε για πρώτη φορά ισχυρισμό περί θρησκευτικών πεποιθήσεων. Ο εν λόγω ισχυρισμός, ωστόσο, τέθηκε γενικά και αόριστα, χωρίς να γίνεται αναφορά σε συγκεκριμένα γεγονότα και περιστατικά, κυρίως όμως αφορά σε περιστατικό προγενέστερο της αναχώρησης του από τη χώρα του και βεβαίως της υποβολής της αρχικής του αίτησης και όφειλε να το αναφέρει έκτοτε. Συνεπώς, ορθά οι Καθ’ ων η αίτηση έκριναν τη μεταγενέστερη αίτησή του ως απαράδεκτη.   

 

Διαπιστώνω ότι στην υπό εξέταση περίπτωση, ο Αιτητής δεν επικαλέστηκε κανένα στοιχείο που να αυξάνει σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας, ώστε να κριθεί απαραίτητο από τους Καθ’ ων η αίτηση να προβούν σε περαιτέρω εξέταση του αιτήματός του. Περαιτέρω, δεν επικαλέστηκε λόγους αδυναμίας υποβολής των εν λόγω στοιχείων κατά την προηγούμενη διαδικασία. Συνεπώς, δεν διαφαίνεται ότι θα μπορούσε η Υπηρεσία Ασύλου να αποφασίσει κάτι άλλο πέραν από το ότι η μεταγενέστερη αίτηση του Αιτητή είναι απαράδεκτη δυνάμει των άρθρων 16Δ και 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου, Ν6(Ι)/2000 ως έχει τροποποιηθεί. Ως εκ τούτου ο ισχυρισμός του συνηγόρου της περί παράλειψης διεξαγωγής δέουσας έρευνας δεν μπορεί να πετύχει και απορρίπτεται. 

 

Κρίνω με το ενώπιον μου υλικό ότι οι Καθ' ων η αίτηση αξιολόγησαν δεόντως όλους τους ισχυρισμούς του Αιτητή, κατά συνέπεια ορθά απέρριψαν την αίτηση ως απαράδεκτη.

 

Τέλος, δεν διαφεύγει της προσοχής μου ότι ο Υπουργός Εσωτερικών στα πλαίσια των εξουσιών του άρθρου 12Βτρις του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000, με την ΚΔΠ 191/2024 καθόρισε τη χώρα καταγωγής της Αιτήτριας ως ασφαλή χώρα ιθαγένειας, εφόσον ικανοποιείται βάση της νομικής κατάστασης, της εφαρμογής του δικαίου στο πλαίσιο δημοκρατικού συστήματος και των γενικών πολιτικών συνθηκών, ότι στην οριζόμενη χώρα γενικά και μόνιμα δεν υφίστανται πράξεις δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 3Γ, ούτε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία, ούτε απειλή η οποία προκύπτει από τη χρήση αδιάκριτης βίας σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης.

 

Λαμβάνοντας υπόψη μου το σύνολο των ενώπιον μου στοιχείων και δεδομένων, κρίνω ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει ότι πάσχει η ορθότητα αλλά και η νομιμότητα της απόφασης των Καθ' ων η αίτηση. Δεν προβλήθηκαν και δεν αποδείχθηκαν ισχυρισμοί, σε κανένα στάδιο της  διαδικασίας, οι οποίοι θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε υπαγωγή του Αιτητή  στις διατάξεις των άρθρων 3 ή 19 του περί Προσφύγων Νόμου και τα όσα κατέγραψε στη μεταγενέστερη αίτηση του δεν πληρούσαν τα κριτήρια που τίθενται από το άρθρο 16Δ του περί Προσφύγων Νόμου, ώστε η μεταγενέστερη να κριθεί παραδεκτή και η διοίκηση να προβεί σε ουσιαστική εξέταση τους. Δεν έχει καταδειχθεί οτιδήποτε το μεμπτό, ούτως ώστε να δικαιολογείται επέμβαση του παρόντος Δικαστηρίου. Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αποτέλεσμα δέουσας έρευνας και είναι επαρκώς αιτιολογημένη.

 

Με βάση τα πιο πάνω η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται.  Επιδικάζονται €1.500 έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ' ων η αίτηση. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.

 

 Α.Α. ΑΓΡΟΤΗ  Δ. ΔΔΔΠ

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο