
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθεση Αρ.: 1982/22
31 Οκτωβρίου, 2024
[Δ. Κατσαρίδης, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
F.A.T
Αιτητής
ΚΑΙ
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ' ων η αίτηση
Δημήτρης Α. Παυλίδης και Συνεργάτες (κος) Δικηγόρος για τον Αιτητή
Μ. Τρεμούρη (κα), Δικηγόρος για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η Αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Δ. Κατσαρίδης, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Με την υπό εξέταση προσφυγή, ο Αιτητής αιτείται:
Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 14/02/2022, η οποία γνωστοποιήθηκε στον Αιτητή στις 28/03/2022 και με την οποία τον πληροφορούν για την απόρριψη της μεταγενέστερης του αίτησης για διεθνή προστασία, είναι άκυρη, αντισυνταγματική, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε νόμιμου αποτελέσματος.
ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Όπως προκύπτει από την Ένσταση που καταχωρήθηκε από την ευπαίδευτη συνήγορο που εκπροσωπεί τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης έχουν ως κατωτέρω:
Ο Αιτητής είναι υπήκοος της Δημοκρατίας του Καμερούν και υπέβαλε αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας στις 23/10/2020. Στις 26/11/2020 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη του Αιτητή από αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, ο οποίος ετοίμασε στη συνέχεια Έκθεση - Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με τη συνέντευξη του Αιτητή στις 18/12/2020. Έπειτα, εξουσιοδοτημένος να ασκεί καθήκοντα Προϊστάμενου λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε την Έκθεση - Εισήγηση για απόρριψη της αίτησης ασύλου του Αιτητή στις 19/02/2021. Στις 23/02/2021 η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική επιστολή μαζί με την αιτιολόγηση της απόφασης της σχετικά με το αίτημα του Αιτητή, η οποία παραλήφθηκε από τον Αιτητή στις 24/02/2021. Στις 16/03/2021 ο Αιτητής καταχώρισε την υπ’ αριθμόν 947/21 προσφυγή, η οποία απορρίφθηκε από το Δικαστήριο στις 14/10/2021.
Στη συνέχεια, ο Αιτητής υπέβαλε αίτημα για επανάνοιγμα του φακέλου του για Διεθνή Προστασία στις 18/01/2022. Στις 26/01/2022 αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ετοίμασε Σημείωμα - Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με το αίτημα για επανάνοιγμα του φακέλου του Αιτητή για διεθνή προστασία. Στις 14/02/2022, η εξουσιοδοτημένη από τον Υπουργό Εσωτερικών να ασκεί καθήκοντα Προϊσταμένου λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε το Σημείωμα - Εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού σχετικά με το αίτημα επανανοίγματος φακέλου που αφορά εισήγηση όπως η μεταγενέστερη του αίτηση κριθεί απαράδεκτη. Στις 22/03/2022 η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική επιστολή σχετικά με το μεταγενέστερο αίτημα του Αιτητή, η οποία δόθηκε δια χειρός στον τελευταίο στις 28/03/2022. Στη συνέχεια, εναντίον της εν λόγω απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, καταχωρήθηκε η υπό εξέταση προσφυγή.
ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ
Ο Αιτητής παραθέτει στο εισαγωγικό δικόγραφο της διαδικασίας πλείονες λόγους ακύρωσης, χωρίς αυτοί να συνοδεύονται από σαφή αιτιολογία ή παραπομπή σε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά ή στοιχεία του διοικητικού φακέλου. Στο πλαίσιο της γραπτής του αγόρευσης, προωθούνται συγκεκριμένα ως λόγοι ακύρωσης ότι δεν διεξήχθη δέουσα έρευνα και ως εκ τούτου επήλθε πλάνη περί τα πράγματα, ότι η αιτιολογία της απόφασης είναι ελλιπής, ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση δεν ενήργησαν καλόπιστα και εσφαλμένα δεν έδωσαν στον Αιτητή το ευεργέτημα της αμφιβολίας και, τέλος, ότι ο σύντομος χρόνος διεξαγωγής της συνέντευξης εκ μέρους των Καθ’ ων δεν επέτρεψε στον Αιτητή να παραθέσει και/ή να προβάλλει όλους τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του.
Οι Καθ’ ων η Αίτηση αντιτείνουν ότι, η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ορθή και νόμιμη, βρίσκεται σε πλήρη αρμονία με το διεθνές και το ευρωπαϊκό δίκαιο, τις διατάξεις του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας, των Νόμων και των εκ δοθέντων υπ’ αυτών Κανονισμών, είναι αποτέλεσμα ορθής ενάσκησης των εξουσιών με τις οποίες περιβάλλονται οι Καθ’ ων η Αίτηση, ενώ λήφθηκε μετά από δέουσα έρευνα κατόπιν ορθής αξιολόγησης όλων των σχετικών γεγονότων και στοιχείων της συγκεκριμένης υπόθεση, κατ’ εφαρμογή των αρχών του διοικητικού δικαίου είναι δε επαρκής και δεόντως αιτιολογημένη. Περαιτέρω σημειώνουν πως η Γραπτή Αγόρευση του Αιτητή δεν είναι σύμφωνη με τον Κανονισμό 7 του διαδικαστικού κανονισμού του Ανωτάτου Δικαστηρίου του 1962.
Ως προς το αντικείμενο της προσφυγής η πλευρά των Καθ’ων η Αίτηση με αναφορά στα γεγονότα της υπόθεσης αναφέρουν ότι στην παρούσα υπόθεση το επίδικο θέμα είναι η νομιμότητα της απόφασης για μη επανάνοιγμα του φακέλου του Αιτητή και κατά πόσο οι ισχυρισμοί του εμπίπτουν στην έννοια των νέων στοιχείων ενώ υποβάλλουν ότι τα όσα ο Αιτητής αναφέρει δεν συνιστούν νέα στοιχεία και ορθώς η αίτηση του κρίθηκε απαράδεκτη συνακόλουθα η απόφαση είναι νόμιμη και ορθή. Επιπλέον αναφέρουν ότι ο Αιτητής δια μέσω της γραπτής του αγόρευσης δεν προωθεί κανένα λόγο ακύρωσης ως προς το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής, ήτοι ότι πρόκειται για μεταγενέστερη αίτηση.
Ως προς τον πρώτο λόγο ακύρωσης που προβάλει ο Αιτητής, οι Καθ’ ων σημειώνουν πως η έκταση της έρευνας, ο τρόπος και η διαδικασία που ακολουθείται στη διενέργεια της διοικητικής έρευνας ποικίλλει ανάλογα με το υπό εξέταση ζήτημα και ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης. Σημειώνουν ότι ο ισχυρισμός σύμφωνα με τον οποίο η έλλειψη δέουσας έρευνας συνδέεται με πλάνη περί τα πράγματα είναι αόριστος και γενικόλογος και δεν στοιχειοθετείται επαρκώς. Σε σχέση με τον δεύτερο λόγο ακύρωσης, οι Καθ’ ων η Αίτηση επισημαίνουν πως η προσβαλλόμενη απόφαση είναι πλήρως και επαρκώς αιτιολογημένη κατά τρόπο που καθίσταται εφικτός ο δικαστικός έλεγχος. Περαιτέρω, η αιτιολογία συμπληρώνεται από τα στοιχεία του φακέλου, ήτοι την Έκθεση του αρμόδιου λειτουργού. Αναφορικά με τον τρίτο λόγο ακύρωσης περί του ευεργετήματος της αμφιβολίας, οι Καθ’ ων αναφέρουν ότι αυτό δίδεται στο μέτρο που οι ισχυρισμοί του Αιτητή θα μπορούσαν να εμπίπτουν στην έννοια του πρόσφυγα, προϋπόθεση που δεν πληρείται εν προκειμένω.
Κατά την απαντητική γραπτή αγόρευση του Αιτητή, ο συνήγορός υποστηρίζει ότι όλοι οι λόγοι ακύρωσης δικογραφήθηκαν δεόντως, ενώ οι Καθ’ ων προβάλλουν τον εν λόγω ισχυρισμό χωρίς την απαιτούμενη στοιχειοθέτηση. Σε σχέση με την νομική ανάλυση είναι η θέση του Αιτητή ότι δεν αξιολογήθηκαν σωστά τα γεγονότα και/η ισχυρισμοί του Αιτητή ενώ δεν έγινε σωστή υπαγωγή στον νόμο όπως επίσης και ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις τόσο για το καθεστώς του Πρόσφυγα όσο και για συμπληρωματική προστασία ως εκ τούτου δεν έγινε δέουσα έρευνα. Επιπλέον, αναφέρει ότι η απόφαση δεν λήφθηκε σε εξατομικευμένη βάση ούτε με τρόπο αντικειμενικό και αμερόληπτο. Τέλος εμμένουν στην τοποθέτησης τους με παραπομπή σε σχετική νομολογία των δικαστηρίων ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει από έλλειψη δέουσας έρευνας όπως επίσης και ότι πάσχει από έλλειψη επαρκούς αιτιολόγησης.
TO ΝΟΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ
Το άρθρο 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 [Ν. 73(Ι)/2018, ως έχει τροποποιηθεί] καθορίζει τη δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου.
Το άρθρο 2 του περί Προσφύγων Νόμου [Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί] καθορίζει την έννοια του όρου «μεταγενέστερη αίτηση» ως ακολούθως:
«"μεταγενέστερη αίτηση" σημαίνει την περαιτέρω αίτηση διεθνούς προστασίας που υποβάλλεται δυνάμει του άρθρου 16Δ μετά τη λήψη τελικής απόφασης επί προηγούμενης αίτησης, περιλαμβανομένων περιπτώσεων όπου ο Προϊστάμενος έλαβε απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 16Β ή 16Γ·»
Το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου καθορίζει την έννοια του όρου «πρόσφυγας» και τις προϋποθέσεις υπαγωγής σε αυτό τον ορισμό.
Το άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου προβλέπει τις περιπτώσεις όπου χορηγείται το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.
Το άρθρο 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου προβλέπει τα ακόλουθα (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):
«Απαράδεκτες αιτήσεις
(2) Με την επιφύλαξη της Σύμβασης, η Υπηρεσία Ασύλου δύναται να θεωρήσει αίτηση ως απαράδεκτη μόνον εάν-
(α) [...]
(β) [...]
(γ) [...]
(δ) η αίτηση είναι μεταγενέστερη αίτηση στο πλαίσιο της οποίας δεν υποβλήθηκαν από τον αιτητή ή δεν προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας∙ ή
(ε) [...]».
Το άρθρο 16Δ του του περί Προσφύγων Νόμου ορίζει τα εξής (έμφαση του παρόντος Δικαστηρίου):
«Υποβολή νέων στοιχείων ή πορισμάτων ή μεταγενέστερης αίτησης
16Δ.-(1)(α) Σε περίπτωση που αιτητής υποβάλει στον Προϊστάμενο -
(i)Μεταγενέστερη αίτηση, ή
(ii) νέα στοιχεία ή πορίσματα κατά ή μετά την ημερομηνία στην οποία καθίσταται εκτελεστή απόφαση του Προϊσταμένου επί πρότερης αίτησης του αιτητή,
ο Προϊστάμενος εξετάζει το συντομότερο δυνατό οτιδήποτε ούτως υποβληθέν σύμφωνα με το παρόν άρθρο.
(β) Στην παράγραφο (α), ο όρος «απόφαση» περιλαμβάνει απόφαση που λαμβάνεται από τον Προϊστάμενο δυνάμει του άρθρου 16Β ή 16Γ.
(2) Σε περίπτωση που αιτητής υποβάλει στον Προϊστάμενο είτε μεταγενέστερη αίτηση είτε νέα στοιχεία ή πορίσματα, σύμφωνα με το εδάφιο (1), ο Προϊστάμενος δεν μεταχειρίζεται οτιδήποτε υποβληθέν ως νέα αίτηση αλλά ως περαιτέρω διαβήματα στα πλαίσια της αποφασισθείσας αίτησης. Ο Προϊστάμενος λαμβάνει υπόψη όλα τα στοιχεία των προαναφερόμενων περαιτέρω διαβημάτων χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.
(3)(α) Κατά τη λήψη απόφασης σχετικά με το παραδεκτό της αίτησης σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις, ο Προϊστάμενος προβαίνει σε προκαταρτική εξέταση προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της εκδοθείσας απόφασής του, σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τον χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας:
Νοείται ότι, σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώσει ότι ο αιτητής δεν έχει προσκομίσει νέα στοιχεία ή πορίσματα, η μεταγενέστερη αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη, με βάση την αρχή του δεδικασμένου, χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.
(β) Σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώνει ότι προέκυψαν ή υποβλήθηκαν τα προαναφερόμενα στην παράγραφο (α) νέα στοιχεία ή πορίσματα, προβαίνει σε ουσιαστική εξέτασή τους, αφού προηγουμένως ενημερώσει σχετικά τον αιτητή, και εκδίδει νέα εκτελεστή απόφαση, μόνο εφόσον –
(i) Τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον αιτητή διεθνούς προστασίας∙ και
(ii) ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.
(γ) Επί της νέας εκτελεστής απόφασης που αναφέρεται στην παράγραφο (β) εφαρμόζονται τα εδάφια (7) μέχρι (7Ε) του άρθρου 18.
(δ) Σε περίπτωση που μεταγενέστερη αίτηση δεν εξετάζεται περαιτέρω δυνάμει του παρόντος άρθρου, αυτή θεωρείται απαράδεκτη σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις και σε τέτοια περίπτωση ο Προϊστάμενος εκδίδει σχετική απόφαση επί της οποίας εφαρμόζονται κατ' αναλογία τα εδάφια (7) και (7Ε) του άρθρου 18. Η εν λόγω απόφαση παραθέτει την αιτιολογία της και ενημερώνει τον αιτητή για το δικαίωμα που έχει να την προσβάλει στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, καθώς και για την προθεσμία άσκησης τέτοιας προσφυγής.
[...]»
Από τα πιο πάνω άρθρα συνάγεται, πως εάν υποβληθεί μεταγενέστερη αίτηση, ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου ο Προϊστάμενος προβαίνει σε προκαταρκτική εξέταση επί του παραδεκτού της μεταγενέστερης αίτησης, προκειμένου δηλαδή να διαπιστώσει κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον Αιτητή, νέα στοιχεία ή πορίσματα, τα οποία δεν έλαβε υπόψη του κατά την έκδοση της απόφασης επί της αρχικής αίτησης. Σημειώνετε ότι σύμφωνα με το άρθρο 40 της οδηγίας 2013/32/ΕΕ, σε μια μεταγενέστερη διαδικασία αίτησης ο αιτών έχει το βάρος απόδειξης να υποβάλει συγκεκριμένα νέα στοιχεία που δείχνουν ότι οι σχετικές περιστάσεις υπό το φως της αίτησής του/της για το καθεστώς πρόσφυγα ή την επικουρική προστασία «αυξάνουν σημαντικά την πιθανότητα» να πληροί τα κριτήρια διεθνούς προστασίας.
Εάν ο Προϊστάμενος διαπιστώσει στα πλαίσια του μεταγενέστερου αυτού αιτήματος πως δεν υποβλήθηκαν νέα στοιχεία, τότε η μεταγενέστερη αίτηση κρίνεται απαράδεκτη χωρίς να υπάρξει εξέταση επί της ουσίας της.
Κατά δεύτερον, εάν ο Προϊστάμενος διαπιστώσει ότι υποβλήθηκαν νέα στοιχεία, τότε μόνο προβαίνει σε ουσιαστική εξέταση και εκδίδει νέα εκτελεστή απόφαση μόνο εφόσον ικανοποιούνται δύο προϋποθέσεις:
α) τα εν λόγω στοιχεία αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον Αιτητή, διεθνούς προστασίας και
β) ο Αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 146 του Συντάγματος. (βλ. άρθρο 16Δ(3)(β) του περί Προσφύγων Νόμου)
Το άρθρο 16Δ του περί Προσφύγων Νόμου, ενσωματώνει στην εθνική νομοθεσία τις διατάξεις του άρθρου 40 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ. Όπως επισημάνθηκε από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην υπόθεση C-921/19, με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής απόφασης, η οποία εκδόθηκε στις 10 Ιουνίου 2021, η διαδικασία εξέτασης μεταγενέστερης αίτησης ορίζεται ως εξής: (Η υπογράμμισή του παρόντος δικαστηρίου)
«Επομένως, το άρθρο 40, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας 2013/32 προβλέπει την εξέταση των μεταγενέστερων αιτήσεων σε δύο στάδια. Το πρώτο στάδιο, προκαταρκτικής φύσεως, έχει ως αντικείμενο τον έλεγχο του παραδεκτού των αιτήσεων αυτών, ενώ το δεύτερο στάδιο αφορά την επί της ουσίας εξέταση των εν λόγω αιτήσεων.
Το πρώτο αυτό στάδιο πραγματοποιείται επίσης σε δύο στάδια, καθένα από τα οποία οδηγεί στην εξακρίβωση των διαφορετικών προϋποθέσεων παραδεκτού που θέτουν οι ίδιες αυτές διατάξεις.
Επομένως, πρώτον, το άρθρο 40, παράγραφος 2, της οδηγίας 2013/32 ορίζει ότι, προκειμένου να ληφθεί απόφαση σχετικά με το παραδεκτό αίτησης για διεθνή προστασία δυνάμει του άρθρου 33, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας αυτής, η μεταγενέστερη αίτηση για διεθνή προστασία υποβάλλεται κατ’ αρχάς σε προκαταρκτική εξέταση, προκειμένου να καθοριστεί εάν προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτούντα νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του εάν ο αιτών πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για να χαρακτηρισθεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας δυνάμει της οδηγίας 2011/95.
Η εξέταση του παραδεκτού της μεταγενέστερης αίτησης συνεχίζεται, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 40, παράγραφος 3, της οδηγίας αυτής, μόνον όταν πράγματι υφίστανται τέτοια νέα στοιχεία ή πορίσματα σε σχέση με την πρώτη αίτηση για διεθνή προστασία, προκειμένου να εξακριβωθεί αν τα νέα αυτά στοιχεία και πορίσματα αυξάνουν σημαντικά την πιθανότητα να πληροί ο αιτών τις απαιτούμενες προϋποθέσεις για να του αναγνωρισθεί το καθεστώς αυτό.
Κατά συνέπεια, οι δύο αυτές προϋποθέσεις παραδεκτού, μολονότι πρέπει αμφότερες να πληρούνται για να συνεχιστεί η εξέταση της μεταγενέστερης αίτησης, σύμφωνα με το άρθρο 40, παράγραφος 3, της εν λόγω οδηγίας, εντούτοις είναι διακριτές και δεν πρέπει να συγχέονται.»
Περαιτέρω, τόσο η τελευταία περίοδος του άρθρου 40(3), όσο και το άρθρο 40(4) της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ, προβλέπουν ότι εναπόκειται στα κράτη-μέλη να θέσουν επιπλέον προϋποθέσεις για την περαιτέρω εξέταση μεταγενέστερης αίτησης, πρόβλεψη της οποίας έκανε χρήση ο εθνικός νομοθέτης με την εισαγωγή της υποπαραγράφου ii) στο άρθρο 16Δ(3)(β) του περί Προσφύγων Νόμου. Επομένως, στη βάση της ανάλυσης που ακολούθησε το ΔΕΕ στην ανωτέρω απόφαση, το άρθρο 16Δ του περί Προσφύγων Νόμου ορίζει τη διαδικασία εξέτασης μεταγενέστερης αίτησης σε δύο στάδια, ένα προκαταρκτικό επί του παραδεκτού των νέων στοιχείων και, εφόσον γίνει παραδεκτή, ένα επί της ουσίας της αίτησης. Το προκαταρκτικό στάδιο χωρίζεται περαιτέρω σε δύο στάδια κατά τα οποία εξετάζονται τα εξής:
- αρχικά, εάν προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον Αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του εάν πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για να χαρακτηρισθεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας δυνάμει της οδηγίας 2011/95
- όταν πράγματι υφίστανται τέτοια νέα στοιχεία ή πορίσματα σε σχέση με την πρώτη/αρχική αίτηση, η εξέταση του παραδεκτού συνεχίζεται προκειμένου να εξακριβωθεί εάν τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον Αιτητή καθεστώτος διεθνούς προστασίας και εάν ο Αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος (υποπαράγραφοι i) και ii) του άρθρου 16Δ(3)(β)).
Σημειώνω στο σημείο αυτό ότι από τη διατύπωση του άρθρου 16Δ(3)(α) «Νοείται ότι, σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώσει ότι ο Αιτητής δεν έχει προσκομίσει νέα στοιχεία ή πορίσματα, η μεταγενέστερη αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη, με βάση την αρχή του δεδικασμένου, χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη», προκύπτει ότι κατά την προκαταρκτική εξέταση επί του παραδεκτού μεταγενέστερης, δεν διεξάγεται συνέντευξη. Η προσθήκη αυτή στο συγκεκριμένο άρθρο έγινε με τον νόμο 142(I)/2020 της 13/10/2020 που τροποποίησε τον περί Προσφύγων Νόμο, χωρίς ωστόσο να γίνει αντίστοιχη τροποποίηση στο άρθρο 12Βτετράκις(3) με την προσθήκη επιφύλαξης ως προς την δυνατότητα παράλειψης διεξαγωγής συνέντευξης πριν την απόφαση επί του παραδεκτού σε μεταγενέστερες αιτήσεις. Σε τέτοιες περιπτώσεις αν υπάρχει κάποια ασυμφωνία ή σύγκρουση μεταξύ των προνοιών μιας νομοθεσίας και αυτών μιας άλλης τότε υπερισχύουν οι πρόνοιες της μεταγενέστερης από τις δύο νομοθεσίες, γνωστή ως η αρχή lex posterior derogat legi priori (βλ. Ελληνική Τράπεζα Λτδ. ν. Lextalionis Investments Ltd. κ.α., Αρ. Αγωγής: 3172/99, 25 Ιανουαρίου 2007). Σε κάθε περίπτωση, το άρθρο 42 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ δεν αφήνει αμφιβολίες ως προς την ρύθμιση του ζητήματος καθώς προβλέπει τη δυνατότητα παράλειψης διεξαγωγής συνέντευξης κατά το προκαταρκτικό στάδιο, ως η πρόβλεψη του άρθρου 16Δ(3)(α). Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 42 «Διαδικαστικοί κανόνες»,
«1. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αιτούντες των οποίων η αίτηση υπόκειται σε προκαταρκτική εξέταση σύμφωνα με το άρθρο 40 να απολαμβάνουν των εγγυήσεων που απαριθμούνται στο άρθρο 12 παράγραφος 1.
2. Τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν στην εθνική τους νομοθεσία κανόνες για την προκαταρκτική εξέταση σύμφωνα με το άρθρο 40. Οι κανόνες αυτοί μπορούν μεταξύ άλλων: α) να υποχρεώνουν τον συγκεκριμένο αιτούντα να αναφέρει τα γεγονότα και να παρέχει αποδεικτικά στοιχεία που να δικαιολογούν τη νέα διαδικασία·
β) να επιτρέπουν τη διεξαγωγή της προκαταρκτικής εξέτασης μόνο βάσει γραπτών παρατηρήσεων χωρίς προσωπική συνέντευξη, εξαιρουμένων των περιπτώσεων που αναφέρονται στο άρθρο 40 παράγραφος 6.
Οι κανόνες αυτοί δεν πρέπει να καθιστούν αδύνατη την πρόσβαση των αιτούντων σε νέα διαδικασία ούτε να οδηγούν πρακτικώς στη ματαίωση ή στο σοβαρό περιορισμό της πρόσβασης αυτής.»
Προκύπτει από τις σχετικές διατάξεις του Νόμου, πως η μεταγενέστερη αίτηση εξετάζεται ως ένα μεταγενέστερο διάβημα, στα πλαίσια της αίτησης που αποφασίστηκε ήδη από το αρμόδιο όργανο. Χωρίς να απαιτείται κλήση του Αιτητή σε συνέντευξη κατά το προκαταρκτικό στάδιο, ο Προϊστάμενος έχει υποχρέωση να λάβει υπόψη όλα τα γεγονότα που προηγήθηκαν, και να προβεί σε μία συγκριτική εξέταση της προγενέστερης-αρχικής και της μεταγενέστερης αίτησης του Αιτητή, προκειμένου να διαφανεί εάν από την υποβολή του μεταγενέστερου αιτήματος, προβάλλονται στοιχεία ή ισχυρισμοί για πρώτη φορά ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου, τα οποία χρήζουν διερεύνησης. Από την ανωτέρω ανάλυση, προκύπτει πως η μεταγενέστερη αίτηση δεν μπορεί να λειτουργήσει ως ένδικο μέσο αλλά είναι αίτηση, η απόφαση επί της οποίας προσβάλλεται στο Δικαστήριο και εξετάζεται στη βάση της σχετικής νομοθεσίας. Η εξέταση από το Δικαστήριο βεβαίως δεν επιβάλλει την εκ βάθρων εξέταση όλων των ζητημάτων που προκύπτουν από την αρχική αίτηση που υποβλήθηκε από τον Αιτητή στο Δικαστήριο.
Κατάληξη
Καταρχάς και σύμφωνα με πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, οι λόγοι προσφυγής που δεν αναπτύσσονται στο πλαίσιο της αγόρευσης του εκάστοτε Αιτητή θεωρούνται εγκαταλειφθέντες. Το ίδιο ισχύει και με τους λόγους σε σχέση με τους οποίους δεν προβάλλεται οποιαδήποτε επιχειρηματολογία προς υποστήριξή τους. (Βλ. συναφώς Υπόθεση Αρ. 692/89, Level Tachexcavs Ltd v. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λευκωσίας, ημερ. 17.12.1990, (1990) 3 ΑΑΔ 4407, Α.Ε. Αρ. 2421, Kokos Athanasiou Motors Ltd v. Δημοκρατίας, ημερ. 24.1.2020 (2000) 3 ΑΑΔ 21, Υπόθεση Αρ. 1073/2004, Γεωργίας Αντωνίου κ.α. ν. Δημοκρατίας, μέσω Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, ημερ. 6.2.2007).
Υπό το φως της πιο πάνω νομολογίας, όλοι οι λόγοι προσφυγής που αναφέρονται ως τίτλοι στο πλαίσιο του δικογράφου της προσφυγής και δεν προωθούνται με τη γραπτή αγόρευση του Αιτητή θεωρούνται ως εγκαταλειφθέντες. Το ίδιο ισχύει και με τους λόγους σε σχέση με τους οποίους δεν προβάλλεται οποιαδήποτε επιχειρηματολογία προς υποστήριξή τους. (Βλ. συναφώς Υπόθεση Αρ. 692/89, Level Tachexcavs Ltd v. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λευκωσίας, ημερ. 17.12.1990, (1990) 3 ΑΑΔ 4407, Α.Ε. Αρ. 2421, Kokos Athanasiou Motors Ltd v. Δημοκρατίας, ημερ. 24.1.2020 (2000) 3 ΑΑΔ 21, Υπόθεση Αρ. 1073/2004, Γεώργιας Αντωνίου κ.α. ν. Δημοκρατίας, μέσω Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, ημερ. 6.2.2007).
Περαιτέρω, η αναγκαιότητα έγερσης των λόγων ακύρωσης με ευκρίνεια και λεπτομέρεια είναι θεμελιώδους σημασίας, διαφορετικά το Δικαστήριο δεν νομιμοποιείται να τα εξετάσει αυτεπαγγέλτως, έστω και εάν έχουν εγερθεί με την αγόρευση. [Βλ. Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 Α.Α.Δ. 598, Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598, Δημοκρατία ν. Σπύρου (2007) 3 Α.Α.Δ. 533 και Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2009) 3 Α.Α.Δ. 655]. Για να καταστεί το θέμα επίδικο, πρέπει αυτό να εγείρεται σύμφωνα με τις δικονομικές διατάξεις και να αποφασίζεται ύστερα από εξαντλητική επιχειρηματολογία. Η αγόρευση αποτελεί το μέσο για την έκθεση της επιχειρηματολογίας υπέρ της αποδοχής των λόγων ακύρωσης και όχι υποκατάστατο της στοιχειοθέτησής τους. [Βλ. Α.Ε. Αρ. 3729, Μαραγκός ν. Δημοκρατίας, 3.11.2006, (2006) 3 ΑΑΔ 671, Α.Ε. 1883, Μαρία Ευθυμίου ν. Ε.Δ.Υ., (1997) 3 ΑΑΔ 281, 14.7.1997]
Εν προκειμένω αυτό που εξετάζεται επί της παρούσας είναι η απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση για απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησης του Αιτητή η οποία αποτελεί απόφαση εκδιδόμενη δυνάμει της παραγράφου (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου. Σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη, ο Προϊστάμενος κλείνει το φάκελο και διακόπτει τη διαδικασία εξέτασης της αίτησης χωρίς να εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 12Δ (Ταχύρρυθμη διαδικασία εξέτασης αιτήσεων) και 13 (Κανονική διαδικασία εξέτασης αιτήσεων), εφόσον «η αίτηση είναι μεταγενέστερη αίτηση στο πλαίσιο της οποίας δεν υποβλήθηκαν από τον αιτητή ή δεν προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας».
Το ζήτημα της εξέτασης των μεταγενέστερων αιτήσεων και ειδικότερα της έννοιας των νέων στοιχείων και πορισμάτων εξετάστηκε στην πρόσφατη απόφαση του ΔΕΕ της 9ης Σεπτεμβρίου 2021 στην Υπόθεση C 18/20, XY κατά Bundesamt für Fremdenwesen und Asyl, ECLI:EU:C:2021:710. Το ΔΕΕ κλήθηκε να ερμηνεύσει το άρθρο 40 παράγραφοι 2, 3 και 4 της οδηγίας 2013/32/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας (στο εξής: Οδηγία 2013/32/ΕΕ), διατάξεις οι οποίες μεταφέρονται στο ημεδαπό δίκαιο με το άρθρο 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου. Στην απόφαση αυτή ξεκαθαρίστηκε ότι η έννοια «νέα στοιχεία ή πορίσματα», τα οποία «έχουν προκύψει ή υποβληθεί από τον αιτούντα», κατά τη διάταξη αυτή, περιλαμβάνει τα στοιχεία ή τα πορίσματα που προέκυψαν μετά την οριστική περάτωση της διαδικασίας που είχε ως αντικείμενο προγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας, καθώς και τα στοιχεία ή τα πορίσματα τα οποία υφίσταντο μεν ήδη πριν από την περάτωση της διαδικασίας, αλλά δεν προβλήθηκαν από τον αιτούντα (βλ. Υπόθεση C‑18/20, σκέψεις 31 έως 44).
Ως εκ τούτου, στα πλαίσια μεταγενέστερης αίτησης αυτό που ερευνάται είναι, πρώτα, το κατά πόσο «[.] υποβλήθηκαν από τον αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της εκδοθείσας απόφασής του [.]» [άρθρο 16Δ(3)(α)] του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, Ν. 6(I)/2000 ως έχει τροποποιηθεί]) και, εφόσον διαπιστωθεί τούτο, η Υπηρεσία Ασύλου προχωρά σε εξέταση κατά πόσο «[τ]α εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον αιτητή διεθνούς προστασίας [.]» [άρθρο 16Δ(3)(β)(i) του ιδίου Νόμου] και, περαιτέρω, κατά πόσο «ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία [.]» [άρθρο 16Δ(3)(β)(ii) το Νόμου], [βλ. και αρ.40, παράγραφοι (2),(3) και (4), Ευρωπαϊκή Οδηγία 2013/32/ΕΕ].
Σκοπός λοιπόν της προκαταρτικής έρευνας η οποία κατέληξε στην προσβαλλόμενη δια της παρούσης απόφαση, είναι ο έλεγχος του κατά πόσο πληρούνται οι ως άνω εκ της νομοθεσίας τιθέμενες προϋποθέσεις, οι οποίες θα δικαιολογούσαν περαιτέρω εξέταση της μεταγενέστερης αίτησης και όχι επί της ουσίας έρευνα των νέων ισχυρισμών ως να επρόκειτο για πρώτη αίτηση ασύλου. Τούτη είναι και η σκοπιμότητα των διατάξεων του άρθρου 40, παράγραφοι (2), (3) και (4), της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2013/32/ΕΕ, όπου γίνεται σαφής διάκριση μεταξύ πρώτης και μεταγενέστερης αίτησης όπου λέγεται ότι «[.] η μεταγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας υποβάλλεται καταρχήν σε προκαταρκτική εξέταση προκειμένου να καθορισθεί εάν προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτούντα νέα στοιχεία ή πορίσματα [.]» και ότι μόνο «[ε]άν η προκαταρκτική εξέταση που αναφέρεται στην παράγραφο 2 καταλήξει στο συμπέρασμα ότι νέα στοιχεία ή πορίσματα έχουν προκύψει ή υποβληθεί από τον αιτούντα τα οποία αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χαρακτηρισμού του αιτούντος ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας δυνάμει της οδηγίας 2011/95/ΕΕ, η αίτηση εξετάζεται περαιτέρω σύμφωνα με το κεφάλαιο II.» και περαιτέρω προνοείται ότι «[τ]α κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι η αίτηση εξετάζεται περαιτέρω μόνο εάν ο συγκεκριμένος αιτών, χωρίς υπαιτιότητά του, δεν μπόρεσε να επικαλεσθεί τα στοιχεία που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος άρθρου κατά την προηγούμενη διαδικασία [.]».
Λαμβάνοντας υπόψη τα ως άνω αναφερθέν και ειδικότερα το νομικό πλαίσιο που περιβάλλει την παρούσα υπόθεση ήτοι κατά πόσο ορθώς οι Καθ’ων η Αίτηση απέρριψαν την μεταγενέστερη αίτηση του ως απαράδεκτη σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 16Δ του Περί Προσφύγων Νόμου φρονώ τα όσα η πλευρά του Αιτητή ισχυρίζεται τόσο στα πλαίσια το εισαγωγικού δικογράφου, της γραπτής, αλλά και της απαντητικής αγόρευσης του δεν συνδέονται από σαφή αιτιολογία ή και παραπομπή σε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά ή στοιχεία του φακέλου που αφορούν την παρούσα υπόθεση αλλά επί της πρώτης αίτησης του Αιτητή. Ένεκα τούτου, όλοι οι ισχυρισμοί του Αιτητή απορρίπτονται στο σύνολο τους ως γενικοί και αόριστοι. (AMA v Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υποθ Αρ. 194/20 11/11/2020, M T v Κυπριακή Δημοκρατία μέσω Υπηρεσίας Ασύλου Υποθ. Αρ. 244/20 30/10/2020)
Προχωρώντας θα εξετάσω τον γενικόλογο ισχυρισμό που προβάλλει ο συνήγορος του, περί έλλειψης δέουσας έρευνας.
Έχει πλειστάκις νομολογηθεί ότι η έκταση, ο τρόπος και η διαδικασία που ακολουθείται ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης. Η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το θέμα που εξετάζεται. Το κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και τη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων τα οποία παρέχουν ασφαλή συμπέρασμα. (Βλέπε Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.α., Α.Ε. 1518/1.11.96, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου, Α.Ε. 1575/14.7.97 , Α.Ε.2371,Motorways Ltd v Δημοκρατίας ημερ. 25/6/99).
Κατά την διάρκεια της συνέντευξης του ο Αιτητής δήλωσε ότι κατάγεται από μια βασιλική οικογένεια του χωρίου Mofako – Butu της περιοχής South-West του Καμερούν. Ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι είναι ο μόνος άνδρας απόγονος αφού ο παππούς του ο οποίος ήταν ο αρχηγός του χωρίου δεν έκανε υιό. (βλ. ερ. 14 δ.φ.). Με το θάνατο του παππού του ισχυρίστηκε ότι του προσφέρθηκε η αρχηγία του χωρίου από τους παραδοσιακούς ηγέτες του χωρίου. Επιπλέον δήλωσε ότι μετά την άρνηση της αρχηγίας οι τοπικοί άρχοντές του χωρίου τον κατέδωσαν στους Ambazonians οι οποίοι μετέβησαν στην οικία του στη πόλη Kumba και τον απείλησαν ότι θα τον σκοτώσουν εάν δεν δεχθεί τη θέση του αρχηγού. Ο Αιτητής, στην συνέχεια, δήλωσε ότι ανέφερε αυτό το περιστατικό και τις απειλές εναντίον της ζωής του στην αστυνομία, μέλη της οποίας επιτέθηκαν στους Ambazonians στο χωρίο. Μετά από αυτό το περιστατικό αναγκάστηκε να διαφύγει από την πόλη Kumba και να κρυφτεί στην πόλη Douala για το υπόλοιπο της περιόδου μέχρι και την αναχώρηση του από την χώρα καταγωγής του. Τέλος δήλωσε ότι συνελήφθη και φυλακίστηκε από την αστυνομία του Καμερούν για τον λόγο ότι ήταν αγωνιστής του κινήματος των Ambazonians.
Κατά την αξιολόγηση των ισχυρισμών τους, οι Καθ' ων διέκριναν τέσσερίς ουσιώδεις ισχυρισμούς: ο πρώτος αφορά τα στοιχεία ταυτότητας του Αιτητή, το προφίλ και τη χώρα καταγωγής του, ο οποίος έγινε δεκτός, ο δεύτερος ισχυρισμός, την ιδιότητα του Αιτητή ως μέλος βασιλικής οικογένειας και υποχρεώσεις που απορρέουν από αυτή, ο οποίος έτυχε απόρριψης ως εσωτερικά και εξωτερικά αναξιόπιστος, καθώς κρίθηκε πως οι δηλώσεις του Αιτητή στο σύνολο τους στερούνταν λεπτομερειών και σαφήνειας. Ο τρίτος ισχυρισμός αφορούσε την ισχυριζόμενη δίωξη του Αιτητή λόγω της ιδιότητας του ως μέλος βασιλικής οικογένειας, ο οποίος και αυτός έτυχε απόρριψης ως εσωτερικά και εξωτερικά αναξιόπιστος και τέλος, ο τέταρτος ισχυρισμός αφορούσε την ισχυριζόμενη δίωξη του Αιτητή από την αστυνομία στο Καμερούν ο οποίος, ομοίως δεν έγινε αποδεκτός λόγω έλλειψης εσωτερικής και εξωτερικής αξιοπιστίας.
Ακολούθως, ο αρμόδιος λειτουργός προέβη σε αξιολόγηση του μελλοντικού κινδύνου στη βάση του ισχυρισμού που έγινε αποδεκτός (στοιχεία ταυτότητας, προφίλ και χώρα καταγωγής του Αιτητή) καταλήγοντας πως, επί τη βάσει πληροφοριών από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης σχετικά την κατάσταση ασφαλείας στην χώρα καταγωγής του Αιτητή, αλλά και επί πληροφοριών από διεθνείς πηγές πληροφόρησης συντρέχει εύλογη πιθανότητα να υποστεί μεταχείριση που ισοδυναμεί σε δίωξη ή σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής του εκεί. Προχωρώντας εν συνεχεία στη νομική ανάλυση, κατέληξε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση προσφυγικού καθεστώτος, καθώς δεν τεκμηριώθηκε κίνδυνος δίωξης για έναν από τους λόγους που αναφέρονται περιοριστικά στο άρθρο 3 του Περί Προσφύγων Νόμου. Περαιτέρω, κατέληξε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις ούτε για την αναγνώριση συμπληρωματικής προστασίας.
Μετέπειτα ο Αιτητής καταχώρησε προσφυγή στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας προσβάλλοντας την ως άνω απόφαση η οποία και απερρίφθη στις 14/10/2021 καθιστώντας την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου τελική.
Στην συνέχεια ο Αιτητής καταχώρησε μεταγενέστερη αίτηση την οποία συμπλήρωσε στις 18/01/2022, επί της οποίας ισχυρίστηκε ότι επιθυμεί το επανάνοιγμα του φακέλου λόγω του ότι προέρχεται από μία βασιλική οικογένεια ενός χωρίου και του προσφέρθηκε η αρχηγία του χωρίου αφού ο παππούς του είχε πεθάνει και είναι ο μόνος άντρας απόγονος της θέσης του. Ο ίδιος ισχυρίστηκε ότι αρνείται επανειλημμένα τη θέση του αρχηγού λόγω του ότι είναι χριστιανός και λόγω τούτου καταγγέλθηκε στην αστυνομία και ω εκ τούτου μπορεί να προκύψει ακόμη και θάνατος. (βλ. ερ. 83 δ.φ.). Ως αποδεικτικά στοιχεία των δηλώσεων του προσκόμισε δέσμη εγγράφων (βλ. ερ. 77-80 δ.φ.)
Οι Καθ' ων η Αίτηση απέρριψαν την μεταγενέστερη αίτηση του Αιτητή κρίνοντας ότι τα στοιχεία που υπέβαλε έχουν ήδη εξεταστεί και απορριφθεί κατά την προηγούμενη εξέταση της αίτησης του και συνεπώς δεν αποτελούν νέα στοιχεία με βάσει το άρθρο 16(Δ) του Περί Προσφύγων Νόμου. Ως εκ τούτου, η μεταγενέστερη αίτηση του Αιτητή κρίθηκε ως απαράδεκτη με βάση το άρθρο 16Δ και τερματίστηκε το δικαίωμα παραμονής του δυνάμει του άρθρου 16Δ(4)(β)(i) του περί Προσφύγων Νόμου.
Έχω εξετάσει με προσοχή τον διοικητικό φάκελο του Αιτητή, καθώς και τα στοιχεία που προκύπτουν από αυτόν και διαφωνώ με την ανάλυση των Καθ' ων. Στην υπό εξέταση περίπτωση ο Προϊστάμενος δεν προέβη σε ορθή προκαταρτική εξέταση προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον Αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της απόφασής του. Προς τούτο συνηγορεί το γεγονός ότι από την Έκθεση – Εισήγηση προκύπτει ξεκάθαρα ότι τα έγγραφα που προσκομίσθηκαν από τον Αιτητή δεν έχουν αποτελέσει αντικείμενο διερεύνησης και αξιολόγησης. (βλ. ερ. 77 -80 δ.φ) Εν προκειμένω, διαπιστώνεται κενό έρευνας, με σοβαρό το ενδεχόμενο εμφιλοχώρησης πλάνης στο συλλογισμό της καθ' ης η αίτηση, που αναπόφευκτα επιδρά στο κύρος της προσβαλλόμενης απόφασης (Γ.Π. ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 138/2011, ημερ. 12.4.2017).
Επομένως από τα ενώπιον μου δεδομένα φρονώ ότι οι Καθ’ων δεν προέβησαν στην απαιτούμενη εκ του νόμου υποχρέωση να διεξάγουν τη δέουσα έρευνα επί των στοιχείων που κατέθεσε ο Αιτητής επί της μεταγενέστερης αίτησης του προς υποστήριξη της αίτησης του και να προβούν στην ενδεδειγμένη εξατομικευμένη αξιολόγηση των εν λόγω στοιχείων. Κρίνω ότι, μέσω του διοικητικού φακέλου, δεν τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου τα συγκεκριμένα και απαραίτητα στοιχεία, επιδεκτικά δικαστικής εκτίμησης, τα οποία ακριβώς επιτρέπουν τη διενέργεια του δικαστικού ελέγχου, ως η ημεδαπή νομολογία πάγια και διαχρονικά απαιτεί (βλ. Μιχαλάκης Κωνσταντινίδης ν. Δημοκρατίας (1967) 3 Α.Α.Δ. 7, Στέφανος Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270, Χρίστος Πετρώνδας ν. Δημοκρατίας (1969) 3 Α.Α.Δ. 214 και Παπαγεωργίου ν. Δημοκρατίας (1984) 3 Α.Α.Δ. 1348).
Εντούτοις, ενόψει της δικαιοδοσίας που έχει το παρόν Δικαστήριο για έλεγχο της ορθότητας της απόφασης των Καθ' ων η Αίτηση, όπου και σύμφωνα με τον περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο του 2018, Ν.73(Ι)/2018, το παρόν Δικαστήριο κέκτηται εξουσίας όπως εξετάζει πέραν από την νομιμότητα της προσβαλλόμενης πράξης και την ορθότητα αυτής.
Επί αυτού και ως προς την δυνατότητα του Δικαστήριού να προβεί σε έλεγχό ορθότητας επί του προκαταρτικού σταδίου, συμπληρωματικά, παραπέμπω και στα όσα ελέγχθηκαν στην απόφαση στην υπόθεση "Alheto" C-585/16 παράγραφο 115 ενώπιο του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης: (η υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου)
«[.] η πλήρης και ex nunc εξέταση εκ μέρους του δικαστή δεν απαιτείται κατ' ανάγκη να αφορά την επί της ουσίας εξέταση των αναγκών διεθνούς προστασίας και ότι μπορεί, συνεπώς, να αφορά το παραδεκτό της αίτησης διεθνούς προστασίας, εφόσον το εθνικό δίκαιο επιτρέπει κάτι τέτοιο κατ' εφαρμογήν του άρθρου 33, παράγραφος 2, της οδηγίας 2013/32».
Ως εκ τούτου, θα προχωρήσω σε εξέταση του κατά πόσον ορθώς η αρμόδια αρχή έκρινε ως απαράδεκτη την μεταγενέστερη αίτηση του Αιτητή στη βάση των προϋποθέσεων που τίθενται από το άρθρο 16Δ(3)(β) του περί Προσφύγων Νόμου.
Για να αξιολογήσω κατά πόσο υφίστανται οι προϋποθέσεις που τίθενται από το άρθρο 16Δ(3)(β) του περί Προσφύγων Νόμου, θα πρέπει να εξακριβώσω εάν με την υποβολή των νέων στοιχείων αυξάνονται οι πιθανότητες να χορηγηθεί στον Αιτητή προσφυγικό καθεστώς ή συμπληρωματική προστασία και, ως προς τη δεύτερη προϋπόθεση, αν ο Αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Ενόψει του δεδομένου ότι αυτές οι δύο προϋποθέσεις του άρθρου 16Δ(3)(β) τίθενται σωρευτικά και όχι διαζευκτικά, σε περίπτωση που δεν πληρείται μια εκ των δύο, δεν χρήζει ανάλυσης η δεύτερη.
Σημειώνεται αρχικά ότι από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου και τα γεγονότα της υπόθεσης καθώς και την ανάλυση του νομικού πλαισίου όπως παρατέθηκε ανωτέρω, προκύπτει ότι ο ισχυρισμός του Αιτητή ως καταγράφει επί της μεταγενέστερης του Αίτησης ήτοι ότι η ζωή του θα τεθεί σε κίνδυνο άμα τη επιστροφή του στη χώρα καταγωγής εξαιτίας της άρνησης του να γίνει αρχηγός του χωρίου του όπως επίσης και ότι αναζητείται από τις αρχές τις χώρας του, αποτελούν επανάληψη όσων κατέγραψε στη μεταγενέστερη αίτησή της αλλά και όσων ανέφερε κατά την προγενέστερη αίτηση ασύλου της.
Ως προς τα προσκομισθέντα έγγραφά τα οποία αποτελούνται και σύμφωνα με τον Αιτητή από (1). Ένταλμα σύλληψης από τις αρχές της χώρας του, (2) ένορκη δήλωση της μητέρας του Αιτητή (3) επιστολή από το παραδοσιακό συμβούλιο (βλ. ερ. 77 -80 δ.φ.). Αρχικά, παρατηρώ από τις αναγραφόμενες ημερομηνίες των εγγράφων ότι πρόκειται για στοιχεία που προϋπήρχαν του αρχικού αιτήματος του Αιτητή για διεθνή προστασία, τα οποία ωστόσο δεν παρουσιάστηκαν από τον αιτούντα κατά την προηγούμενη διαδικασία ούτε εξετάστηκαν από την αρχή ασύλου[1]. Από τα ενώπιον μου στοιχεία προκύπτει ότι η περίπτωση αυτή αφορά στοιχεία που προϋπήρχαν κατά τη διάρκεια της προηγούμενης διαδικασίας αλλά δεν τέθηκαν στην προσοχή της αποφαινόμενης αρχής. Τα στοιχεία αυτά είναι νέα διότι δεν εξετάστηκαν κατά τη διάρκεια της προηγούμενης διαδικασίας, και η τελική απόφαση επί της προηγούμενης αίτησης δεν βασίστηκε σε αυτά.[2]
Όπως έχει εξάλλου αναφερθεί στην υπόθεση C 921/19, Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid (Νέα στοιχεία ή πορίσματα) EU:C:2021:478:[3] «η έννοια «νέα στοιχεία ή πορίσματα» τα οποία «έχουν προκύψει ή υποβληθεί από τον αιτούντα», κατά τη διάταξη αυτή, περιλαμβάνει τα στοιχεία ή τα πορίσματα που προέκυψαν μετά την οριστική περάτωση της διαδικασίας που είχε ως αντικείμενο προγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας, καθώς και τα στοιχεία ή τα πορίσματα τα οποία υφίσταντο μεν ήδη πριν από την περάτωση της διαδικασίας, αλλά δεν προβλήθηκαν από τον αιτούντα». (η υπογράμμιση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)
Προχωρώντας και σύμφωνα με το άρθρο 40 παράγραφος 4 της ΟΔΑ επιτρέπει στα κράτη μέλη να προβλέπουν ότι η αίτηση εξετάζεται περαιτέρω μόνο εάν ο συγκεκριμένος αιτών, χωρίς υπαιτιότητά του, δεν μπόρεσε να επικαλεσθεί τα στοιχεία που αναφέρονται στο άρθρο 40 παράγραφοι 2 και 3 κατά την προηγούμενη διαδικασία, ιδίως με την άσκηση του δικαιώματος πραγματικής προσφυγής σύμφωνα με το άρθρο 46.
Ως εκ τούτου και λαμβάνοντας υπόψη τα ως άνω αναφερθέν σε συνάρτηση με τα όσα καταγράφει ο Αιτητής δια της μεταγενέστερης του αιτήσεως συμπεριλαμβανομένου και των προσκομισθέντων έγγραφων προκύπτει αναντίλεκτα ότι επρόκειτο για στοιχεία τα οποία προϋπήρχαν του αιτήματός του και λόγω δικής του υπαιτιότητας δεν τα είχε προσκομίσει επί της προηγούμενης διαδικασίας τόσο ενώπιον αρχικά στην Υπηρεσία Ασύλου αλλά ούτε και μετέπειτα επί της προσφυγής του ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας.
Υπενθυμίζεται ότι ο Αιτητής υπέβαλε αίτηση για διεθνή προστασία στις 23/10/2020, η συνέντευξη του πραγματοποιήθηκε στις 26/11/2020, στις 23/02/2021 η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική επιστολή μαζί με την αιτιολόγηση της απόφασης και στη συνέχεια ο Αιτητής καταχώρησε προσφυγή κατά της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου στις 16/03/2021. Τα εν λόγω έγγραφα στα ερυθρά 77-80 του διοικητικού φακέλου φέρουν ημερομηνίες προγενέστερες του αρχικού αιτήματος του για διεθνή προστασία.
Συγχρόνως παρατηρώ ότι ο Αιτητής δεν προσφέρει οποιαδήποτε επεξήγηση είτε δια μέσου της μεταγενέστερης αιτήσεως του αλλά ούτε και επί της παρούσας διαδικασίας σχετικά με οποιαδήποτε πρακτική αδυναμία, προσωπικές περιστάσεις ή και ακόμη λόγω κάποιού ιδιαίτερου γεγονότος, στοιχεία τα οποία να τεκμηρίωναν την αδυναμία του να καταθέσει τα εν λόγω έγγραφα σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας. Σε κάθε περίπτωση ακόμη και εάν δεν είναι σαφές το πότε ακριβώς έλαβε ο Αιτητής γνώση των νέων στοιχείων, δεν μπορεί να υποτεθεί άνευ ετέρου ότι έλαβε γνώση με την καταχώρηση της μεταγενέστερης του αίτησης στις 18/01/2022, ενώ τα εν λόγω έγγραφα φέρουν ημερομηνίες 18/06/2020,17/02/2021 και 05/02/2020, ήτοι ημερομηνίες προγενέστερες της πρωτοβάθμιας εξέτασης του αιτήματος του.
Εκπρόθεσμη υποβολή δηλώσεων ή καθυστερημένη παρουσίαση αποδεικτικών στοιχείων επηρεάζουν αρνητικά την αξιοπιστία ενός Αιτητή, εκτός εάν παρέχονται έγκυρες εξηγήσεις[4]. Συνεπώς, τα εν λόγω στοιχεία δεν κατατέθηκαν και, ως εκ τούτου δεν έτυχαν αξιολόγησης, λόγω υπαιτιότητας του ίδιου του Αιτητή. Για τον λόγο αυτό κρίνεται ότι η ύπαρξη νέων στοιχείων δεν μπορεί να οδηγήσει στην ουσιαστική εξέτασή τους και η μεταγενέστερη αίτησή του θεωρείται απαράδεκτη βάσει του άρθρου 16 Δ (3) (β) (ii) του Περί Προσφύγων Νόμου.
Περαιτέρω, ενόψει και της εξουσίας του Δικαστηρίου για εξ υπαρχής (ex nunc) έλεγχο γεγονότων, θα μπορούσε να προσκομίσει στα πλαίσια της παρούσας περαιτέρω στοιχεία και ισχυρισμούς επί της ουσίας που θα συμπλήρωναν τα ως άνω κενά, και μάλιστα εκπροσωπούμενος από δικηγόρο έχει την ευκαιρία να εκθέσει τους ισχυρισμούς του και να λάβει όλα τα δέοντα δικονομικά μέσα προς τεκμηρίωσή τους, αλλά ουδέν έπραξε. [Βλ. «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», Επαμεινώνδας Π. Σπηλιωτόπουλος, 14ης Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 260, υποσημ. 72, «Εισηγήσεις Διοικητικού Δικονομικού Δικαίου, Χαράλαμπος Χρυσανθάκης, 2η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 247 και Π.Δ. Δαγτόγλου, (Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο), σελ. 552].
Επικουρικώς δε να σημειώσω ότι παρατηρώ πως ο Αιτητής έχει προσκομίσει έγγραφα που δεν αυξάνουν τις πιθανότητες χορήγησης σε αυτόν καθεστώτος διεθνούς προστασίας. Προς τούτου παρατηρώ ότι τα εν λόγω στοιχεία προέρχονται από γεγονότα που υφίσταντο ήδη κατά την πρώτη εξέταση στο πλαίσιο πραγματικού γεγονότος που έχει ήδη παρουσιαστεί, αξιολογηθεί και απορρίφθηκε. Βέβαια, κατά το στάδιο αυτό της εξέτασης επί του παραδεκτού της μεταγενέστερης αίτησης δεν απαιτείται να διαπιστωθεί εάν το νέο στοιχείο θα οδηγήσει όντως στη χορήγηση του καθεστώτος πρόσφυγα ή διεθνούς προστασίας. Απαιτείται απλώς και μόνο να αξιολογηθεί εάν υφίσταται σημαντική αύξηση των πιθανοτήτων να συμβεί αυτό. Ως εκ τούτου, οι απαιτήσεις είναι λιγότερο αυστηρές από ό,τι στην περίπτωση της πλήρους εξέτασης. Αρκεί το στοιχείο να είναι νέο και να μπορεί δυνητικά να μεταβάλει το συμπέρασμα της προηγούμενης εξέτασης[5].
Τονίζεται παράλληλα ότι τα έγγραφα υποβάλλονται στον ίδιο βαθμό ελέγχου που υποβάλλονται και οι δηλώσεις του αιτούντος ως εκ τούτου δεν ισχύουν μόνο για τις δηλώσεις, γραπτές ή προφορικές, αλλά και για όλα τα έγγραφα που υποβάλλονται προς στήριξη της αίτησης[6]. Τα έγγραφα δεν πρέπει να αξιολογούνται χωριστά, αλλά με βάση το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων.
Από τις πιο πάνω παρατηρήσεις που προκύπτουν από την αξιολόγηση των προσκομισθέντων εγγράφων ως νέων στοιχείων και την σύγκρισή τους με τις δηλώσεις του Αιτητή σε όλα τα στάδια της διαδικασίας, προκύπτει ότι δεν έχουν κάποια αποδεικτική αξία καθώς φέρουν σημαντικές αντιφάσεις και επομένως δεν αυξάνουν τις πιθανότητες επιτυχίας της αίτησής του.
Ειδικότερα και ανατρέχοντας στην συνέντευξη του Αιτητή και επί των όσων ανέφερε κατά την πρωτοβάθμια εξέταση του αιτήματος του ο Αιτητής δήλωσε ότι μετά από την άρνηση της αρχηγίας οι τοπικοί άρχοντες του χωρίου τον κατέδωσαν στους Ambazonians ενώ το έγγραφο στο ερυθρό 77 πρόκειται, εκ πρώτης όψεως, για επιστολή από κάποιο παραδοσιακό συμβούλιο επί του οποίου αναγράφετε ότι θα χαρούν ιδιαίτερα να καλωσορίσουν το Αιτητή πίσω στο χωρίο ως αρχηγό. Σημειώνετε ότι ο Αιτητής κρίθηκε αναξιόπιστος σχετικά με την ιδιότητα του ως μέλος βασιλικής οικογένειας και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από αυτή, όπως επίσης και επί της ισχυριζόμενης δίωξης του λόγω της ιδιότητας του ως μέλος βασιλικής οικογένειας καθότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να παρέχει περισσότερες πληροφορίες αναφορικά με τους εν λόγω ισχυρισμούς ενώ υπέπεσε σε σωρεία αντιφάσεων ασαφειών και έλλειψη ευλογοφάνειας. (βλ. ερ. 52 -54 δ.φ.).
Ως προς το ισχυριζόμενο ένταλμά σύλληψης ομοίως δεν προκύπτει ξεκάθαρα τι ακριβώς έγγραφο έχει εκδοθεί εναντίον του Αιτητή από τις αρχές της χώρας καταγωγής, ενώ από το περιεχόμενο της συνέντευξης του ο Αιτητής δεν προέβαλε οποιοδήποτε ισχυρισμό ότι διώκεται από τις αρχές της χώρας του Καμερούν αλλά φόβο δίωξης από την οργάνωση Ambazonians λόγω της άρνησης του να αναλάβει την αρχηγία του χωρίου του ως μέλος βασιλικής οικογένειας. Από τα ενώπιον μου στοιχεία και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου φρονώ ότι προκύπτουν σοβαρές αντιφατικές δηλώσεις, οι οποίες πλήττουν περαιτέρω την αξιοπιστία των ισχυρισμών του Αιτητή. Σε κάθε περίπτωση ο Αιτητής δεν προσέθεσε οποιαδήποτε περαιτέρω πληροφορία ως προς το σχετικό στοιχείο, ενώ παραμένει αδιευκρίνιστος ο τρόπος με τον οποίο ενημερώθηκε ότι εκδόθηκε και εκκρεμεί ένταλμα σύλληψης εις βάρος του, εάν συνεχίζει να ανανεώνεται και, εν γένει, εάν υπάρχει κάποια νομική εξέλιξη στην υπόθεσή του με τις αρχές της χώρας καταγωγής.
Από τα ενώπιον μου στοιχεία φρονώ ότι τα όσα αναφέρει ο Αιτητής πρόκειται για επανάληψη των ισχυρισμών του ως εκ τούτου και εξαιτίας της χαμηλής γενικότερης αξιοπιστίας του στα πλαίσια εξέτασης της προηγούμενης αίτησης του, σε συνάρτηση με το γεγονός ότι τα εν λόγω έγγραφα έρχονται σε αντίθεση με τα όσα ανέφερε κατά το στάδιο της συνέντευξης του δεν αρκεί για να μεταβάλει δυνητικά την αρχική αξιολόγηση. Επομένως, τα έγγραφα που προσκόμισε σε συνάρτηση με τα όσα ανέφερε επί της αιτήσεως του δεν αυξάνουν ως επιτάσσει το άρθρο 16Δ (3) (β) (ι) του Περί Προσφύγων Νόμου « σημαντικά τις πιθανότητες να χαρακτηριστεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας».
Συνεπώς, φρονώ ότι δεν πληρείται ούτε η προϋπόθεση του Άρθρου 16(3)(β)(i), που όπως αναλύθηκε πιο πάνω εξετάζεται στα πλαίσια του δεύτερου σταδίου εξέτασης του παραδεκτού, και η μεταγενέστερη αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη. Από το ενώπιον μου στοιχεία κρίνω ότι ο Αιτητής δεν παρέθεσε οποιαδήποτε νέα στοιχεία τα οποία να υποστηρίζουν την ουσία των ισχυρισμών του περί φόβου δίωξης του στην χώρα καταγωγής του, τα οποία θα μπορούσαν να συμβάλουν στην αναθεώρηση της προηγούμενης απόφασης προχωρώντας σε επί της ουσίας εξέτασης της σύμφωνα με το άρθρο 16Δ (3) του Περί Προσφύγων Νόμου.
Τέλος, ορθώς οι Καθ' ων η Αίτηση δεν κάλεσαν τον Αιτητή σε συνέντευξη εφόσον ήταν ξεκάθαρο ότι δεν προσκόμισε οποιαδήποτε στοιχεία που στα πλαίσια του άρθρου 16Δ(3) να δικαιολογεί το παραδεκτό της μεταγενέστερης αίτησής του και εξέταση της ουσίας του αιτήματός του.
Ως εκ τούτου και υπό το φως βεβαίως και των σχετικών διατάξεων του Νόμου, κρίνω ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 16Δ(3). Ορθώς η μεταγενέστερη αίτησή της κρίθηκε ως απαράδεκτη κατά το προκαταρκτικό στάδιο εξέτασής της.
Με βάση το σύνολο των στοιχείων που τέθηκε ενώπιον μου, όπως τα έχω αναλύσει και πιο πάνω, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Ενόψει την κατάληξης μου αναφορικά με την πάσχουσα νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης, καμία διαταγή για έξοδα. Υπό το φως της ανάλυσης της ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, ως έχει παρατεθεί ανωτέρω, αυτή επικυρώνεται ως προς την κατάληξή της, ήτοι ότι η μεταγενέστερη αίτηση του Αιτητή είναι απαράδεκτη.
Δ.ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] EUAA, Πρακτικός οδηγός για τις μεταγενέστερες αιτήσεις, Δεκέμβριος 2021, σ.28, https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/2023-05/Practical_Guide_Subsequent_Applications_EL.pdf,
[2] Βλ. ΔΕΕ, απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2021, XY κατά Bundesamt für Fremdenwesen und Asyl, C-18/20, EU:C:2021:7101,σκέψεις 31 έως 44.
[3] ΔΕΕ, Απόφαση της 10ης Ιουνίου 2021 στην υπόθεση C 921/19, Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid (Νέα στοιχεία ή πορίσματα) EU:C:2021:478, διαθέσιμη σε: https://curia.europa.eu/juris/document/document.jsf?text=&docid=242563&pageIndex=0&doclang=EL&mode=lst&dir=&occ=first&part=1&cid=6370465
[4] Βλ. Υπόθεση ΕΔΑΔ, CRUZ VARAS AND OTHERS κατά Σουηδίας , Αριθ. Αιτ. 15576/89 ημερ. 22/3/1991 Παρ. 73
[5] Ο.π., σ.32
[6] Βλ. επίσης Court of Session (Ανώτατο Αστικό Δικαστήριο) (Σκωτία, Ηνωμένο Βασίλειο), Outer House, απόφαση της 13ης Μαΐου 2010, RY κατά Secretary of State for the Home Department, [2010] CSOH 65 στις σκέψεις 31-33, όπου το δικαστήριο αποδέχθηκε ότι ο καθού δικαίως είχε διατυπώσει ανησυχίες σχετικά με την προέλευση των εγγράφων βάσει αρνητικών διαπιστώσεων όσον αφορά την αξιοπιστία και της ευχερούς διαθεσιμότητας εγγράφων που λαμβάνονται παρανόμως
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο