
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθεση Αρ.: Ειδικό Μητρώο 2/2023
18 Οκτωβρίου, 2024
[Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
Α.Β.
από Παλαιστίνη
Αιτητής
-και-
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
1. Υπουργείο Εσωτερικών
2. Διευθυντή Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης
Καθ' ων η Αίτηση
ΑΙΤΗΣΗ ΕΠΑΝΑΦΟΡΑΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 12.09.2024
Αιτητής εμφανίζεται αυτοπροσώπως
Δικηγόρος Καθ’ ων η αίτηση: Α. Αναστασιάδη (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας
[Κ. Χατζησάββας – Διερμηνέας, για διερμηνεία από την αγγλική στην ελληνική ο οποίος κατόπιν αιτήματος του ίδιου του Αιτητή αντικαταστάθηκε από τον κ. Nasr Maurice – Διερμηνέας, για διερμηνεία από την αραβική στην ελληνική]
ΑΠΟΦΑΣΗ
Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Με την υπό εξέταση αίτηση ο Αιτητής επιζητεί την επαναφορά της προσφυγής του, η οποία απορρίφθηκε στις 14.12.2023.
Είναι σημαντικό να γίνει μία αναδρομή στο ιστορικό που περιβάλλει την υπό εξέταση περίπτωση προς κατανόηση των κρίσιμων παραμέτρων που θα πρέπει να αξιολογηθούν κατά την εξέταση της υπό κρίση αίτησης.
Ο Αιτητής κατάγεται από την Παλαιστίνη και είναι αναγνωρισμένος πρόσφυγας δυνάμει διοικητικής απόφασης ημερ. 05.06.2020.
Η παρούσα προσφυγή τέθηκε ενώπιόν του παρόντος Δικαστηρίου, κατόπιν παραπομπής από το Διοικητικό Δικαστήριο (στο εξής Δ.Δ.). Συγκεκριμένα, ο Αιτητής καταχώρισε την προσφυγή υπ’ αρ. 775/2022 μέσω του συστήματος I-Justice στο Δ.Δ. Ωστόσο, κατά τη δικάσιμο ημερομηνίας 12ης Δεκεμβρίου 2022, η εκπρόσωπος της Δημοκρατίας, ήγειρε ζήτημα δικαιοδοσίας του Δ.Δ. να επιληφθεί και να εξετάσει την προσφυγή του Αιτητή. Κατόπιν εξέτασης του ζητήματος αυτού, το Δ.Δ. με απόφασή του ημερ. 19.01.2023 έκρινε ότι το ίδιο δεν είχε δικαιοδοσία για να επιληφθεί της προσφυγής αυτής, αντικείμενο εξέτασης της οποίας είναι η απόρριψη της αίτησης του Αιτητή για οικογενειακή επανένωση, επί τη βάση του άρθρου 25 του περί Προσφύγων Νόμου. Κατά συνέπεια, ως κρίθηκε, η αρμοδιότητα εξέτασης της προσφυγής του Αιτητή ανήκει στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας. Ως εκ τούτου το Δ.Δ. αποφάσισε τη διακοπή της διαδικασίας και την παραπομπή της υπόθεσης στο παρόν Δικαστήριο, με τη συγκατάθεση και των δύο διαδίκων.
Μετά την έκδοση της απόφασης του Δ.Δ., η υπόθεση τέθηκε ενώπιόν του παρόντος Δικαστηρίου στις 19.01.2023 υπό τη μονομελή σύνθεση του αδελφού μου Δικαστή Δ. Κατσαρίδη, ο οποίος ωστόσο έκρινε ότι συντρέχουν λόγοι αυτοεξαίρεσης του από τον χειρισμό της υπόθεσης με αποτέλεσμα η υπόθεση να μεταφερθεί στις 03.02.2023 στο παρόν Δικαστήριο, υπό την σημερινή του σύνθεση.
Στις 13.02.2023 οι τότε Δικηγόροι του Αιτητή αποσύρθηκαν από την εκπροσώπησή του και ανέλαβαν τον χειρισμό της υπόθεσης αυτής άλλοι δικηγόροι, οι οποίοι κατά την δικάσιμο ημερ. 10.03.2023 δήλωσαν ότι ο Αιτητής βρίσκεται στην Γερμανία και αιτήθηκαν παράταση χρόνου για να μπορέσουν να έλθουν σε επικοινωνία μαζί του ως προς τον περαιτέρω χειρισμό της υπόθεσής του. Η υπόθεση επαναορίστηκε στις 03.04.2023 και ακολούθως στις 24.04.2023 και 15.06.2023 για τον ίδιο λόγο. Ωστόσο στις 15.06.2023, το Δικαστήριο όρισε την υπόθεση για Οδηγίες στις 11.09.2023 δίνοντας χρόνο έξι (6) εβδομάδων στον Αιτητή για καταχώριση της γραπτής του αγόρευσης με ρήτρα απόρριψης σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με τις οδηγίες αυτές. Παρά τις ρητές αυτές οδηγίες του Δικαστηρίου, , η γραπτή αγόρευση του Αιτητή δεν καταχωρίστηκε, με τους τότε δικηγόρους του, να δηλώνουν ότι ο Αιτητής είναι μόνιμος κάτοικος Γερμανίας, ότι προσπαθούν να τον εντοπίσουν αλλά αυτό δεν κατέστη εφικτό και ότι ούτε μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου μπόρεσαν να τον εντοπίσουν. Εξέφρασαν τότε την πρόθεση τους να αποσυρθούν από δικηγόροι του Αιτητή, με το Δικαστήριο να επισημαίνει πως δεν μπορεί να δοθεί τέτοια άδεια (απόσυρσης) χωρίς να διασφαλισθεί ότι ο Αιτητής γνωρίζει την ημερομηνία της νέας δικάσιμου. Εξαντλώντας λοιπόν την επιείκειά του και παρά την ρήτρα απόρριψης, το Δικαστήριο επαναόρισε την υπόθεση στις 11.10.2023 για προγραμματισμό, ούτως ώστε να ειδοποιηθεί δεόντως ο Αιτητής. Κατά την εν λόγω δικάσιμο οι συνήγοροι του Αιτητή εξέφρασαν και πάλι την αδυναμία τους να εντοπίσουν τον Αιτητή και ανέφεραν ότι απέστειλαν σχετικό ηλεκτρονικό μήνυμα στη σύζυγό του Αιτητή με το Δικαστήριο να επαναορίζει την υπόθεση στις 02.11.2023 για προγραμματισμό, προς τον σκοπό να τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου η σχετική αλληλογραφία.
Κατά τη δικάσιμο της 2ας Νοεμβρίου 2023, οι τότε συνήγοροι του Αιτητή, προσκόμισαν στο Δικαστήριο, ηλεκτρονικό μήνυμα ημερ. 10.10.2023, το οποίο απέστειλαν προς τη σύζυγο του Αιτητή και στο οποίο αναφέρονται τα ακόλουθα (-μεταφέρεται αυτούσιο το περιεχόμενο του σχετικού μηνύματος):
««In connection with this appeal, we would like to inform you that your husband lives permanently abroad and as far as we know in Germany. We have had no contact with him for the past few months and our efforts to contact him have been fruitless.
In view of the above, the case has been set for 10/11/2023 at the Administrative Court of International Protection and we intend to withdraw your husband’s lawyers (sic). On this date you must appear in Court either in person or to appoint a new Attorney.
(…)»
Παρά την ως άνω ενημέρωση, ο Αιτητής δεν παρέστη είτε προσωπικά είτε δια εκπροσώπου κατά την εν λόγω δικάσιμο. Ερωτηθείς η συνήγορος του Αιτητή γιατί το σχετικό ηλεκτρονικό μήνυμα απευθύνεται προς τη σύζυγο του Αιτητή και όχι προς τον ίδιο, δήλωσε ότι δεν κατέστη εφικτό να τον εντοπίσουν. Το Δικαστήριο παρατηρώντας ότι το ηλεκτρονικό μήνυμα δεν παρείχε ενημέρωση για την δικάσιμο της 2ας Νοεμβρίου, επαναόρισε την υπόθεση στις 15.11.2023, με σαφείς οδηγίες όπως ενημερωθεί σχετικώς ο Αιτητής για τη νέα δικάσιμο.
Παράλληλα στις 02.11.2023, ο ίδιος ο Αιτητής προώθησε ηλεκτρονικό μήνυμα προς το Δικαστήριο (Πρωτοκολλητείο του Δικαστηρίου) και προς την τότε συνήγορό του, το οποίο εντοπίζεται στον δικαστικό φάκελο, στο οποίο αναφέρει μεταξύ άλλων τα ακόλουθα (-μεταφέρεται αυτούσιο απόσπασμα από το περιεχόμενο του σχετικού μηνύματος):
«(…) On January 22, 2023, I left Cyprus to Germany. There, I applied for asylum against Cyprus(…).
I have been in Germany for 9 months now. I do not waive my judicial rights in Cyprus. Case 2023/2 is now pending before the Administrative Court and International Protection.
As for the financial fees of the law firm Mrs Chrysa Mathaiou, it is his debt. I am not a thief or corrupt like someone, I am a person (sic) have rights. The Cypriot courts did not give justice, I will go to German courts, to the United Nations Security Council.
For your information, I am in European Union country – Deutschland, a lawyer or any person I appoint on my behalf has the right to represent me (sic) front a court and government».
Ακολούθως, στις 15.11.2023, η τότε συνήγορος του Αιτητή προσκόμισε στο Δικαστήριο σχετικό ηλεκτρονικό μήνυμα ημερ. 10.11.2023 το οποίο απέστειλε προς τον Αιτητή με το οποίο τον ενημερώνει για τα ακόλουθα – (μεταφέρεται το ακριβές περιεχόμενο- έμφαση και υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):
«In connection with this appeal, we would like to inform you that you live permanently abroad and as far as we know in Germany. We have had no contact with you for the past few months and our efforts to contact you have led us nowhere.
In view of the above, the case has been set for 15/11/2023 at the Administrative Court of International Protection and we intend to withdraw from your lawyers. On that date you must appear in Court either in person or to appoint a new Attorney. It is worth noting that you haven’t paid your legal fees for a long time and also there is a difference in the way the case is handled by the two sides.
(…)»
Κατά την εν λόγω δικάσιμο η συνήγορος του Αιτητή αποσύρθηκε από την εκπροσώπησή του, κατόπιν άδειας του Δικαστηρίου. Ο δε Αιτητής δεν εμφανίστηκε προσωπικά ή δια άλλου εκπροσώπου, ούτε απέστειλε οποιανδήποτε άλλη ενημέρωση ή αίτημα προς το Δικαστήριο. Παρά το γεγονός ότι ο Αιτητής έλαβε γνώση μέσα από το περιεχόμενο του εν λόγω μηνύματος, το οποίο στάλθηκε στην ηλεκτρονική του διεύθυνση, για την υποχρέωση του να εμφανιστεί είτε ο ίδιος είτε ο δικηγόρος του κατά την δικάσιμο της 15ης Νοεμβρίου και παρά την μη εμφάνιση του, το Δικαστήριο εξαντλώντας και πάλι την επιείκειά του, αποφάσισε να δώσει μία τελευταία ευκαιρία στον Αιτητή για να παραστεί στο Δικαστήριο, επαναορίζοντας την υπόθεση στις 14.12.2023. Μάλιστα, έχοντας υπόψη ότι ο Αιτητής βρίσκεται στο εξωτερικό, έδωσε οδηγίες στη βοηθό του δικαστηρίου (court assistant) όπως ενημερώσει σχετικώς τον Αιτητή. Τότε, με ηλεκτρονικό μήνυμα της βοηθού του δικαστηρίου ημερ. 15.11.2024, προς την ηλεκτρονική διεύθυνση του Αιτητή, ενημέρωσε αυτόν για την απόσυρση της δικηγόρου του από την εκπροσώπησή του και για τον ορισμό της υπόθεσής του στις 14.12.2023, επισημαίνοντας ρητώς τα ακόλουθα (-έμφαση του παρόντος Δικαστηρίου):
«Please note that your presence is necessary for the proceeding of your case. Therefore you should be present either in person or represented by a lawyer on that date, otherwise your recourse will be dismissed».
Δέον να σημειωθεί ότι στις 23.11.2023, ο Αιτητής απέστειλε ηλεκτρονικό μήνυμα με ακατανόητο περιεχόμενο, προς τη βοηθό του δικαστηρίου, η οποία, κατόπιν οδηγιών του Δικαστηρίου, απάντησε με ηλεκτρονικό μήνυμα προς τον Αιτητή ημερ. 24.11.2023 επαναλαμβάνοντας τα όσα αναφέρθηκαν με το ηλεκτρονικό μήνυμα ημερ. 15.11.2024, ως προς την αναγκαιότητα παρουσίας του κατά την δικάσιμο της 14ης Δεκεμβρίου καθώς και το ενδεχόμενο απόρριψης της προσφυγής του σε περίπτωση μη εμφάνισης. Η σχετική αλληλογραφία αποτελεί μέρος του δικαστικού φακέλου.
Παρά τα ως άνω, κατά τη δικάσιμο της 14ης Δεκεμβρίου 2024 δεν υπήρξε καμία εμφάνιση εκ μέρους του Αιτητή με αποτέλεσμα το Δικαστήριο να προχωρήσει στην απόρριψη της προσφυγής, λόγω μη προώθησης της. Ειδικότερα το Δικαστήριο επισήμανε τα ακόλουθα:
«Ο Αιτητής έχει αποστείλει επανειλημμένως ηλεκτρονικά μηνύματα προς το Δικαστήριο στα οποία αναφέρει διάφορα ζητήματα, τα πλείστα εξ αυτών είναι ακατανόητα και δεν σχετίζονται με την υπό εξέταση υπόθεση του. Αναφέρει, μεταξύ άλλων ότι βρίσκεται στη Γερμανία και ότι δεν παραιτείται από τα δικαστικά δικαιώματά του στην Κύπρο. Στην συνέχεια ωστόσο δηλώνει ότι τα Κυπριακά Δικαστήρια δεν του απονέμουν δικαιοσύνη και ότι θα πάει στα Γερμανικά Δικαστήρια και στο Συμβούλιο Ασφαλείας του Ο.Η.Ε. Επισημαίνω ότι με ηλεκτρονικά μηνύματα της court assistant του παρόντος Δικαστηρίου, ημερομηνίας 15 και 24 Νοεμβρίου 2023, ο Αιτητής ενημερώθηκε για την υποχρέωση του να εμφανιστεί σήμερα, είτε αυτοπροσώπως είτε δια συνηγόρου καθώς και για το γεγονός ότι η μη εμφάνιση του θα έχει ως αποτέλεσμα την απόρριψη της προσφυγής του. Παρά ταύτα δεν υπάρχει σήμερα καμία εμφάνιση εκ μέρους του Αιτητή, αλλά ούτε και έχω ενώπιόν μου οποιονδήποτε αίτημα εκ μέρους του. Συνεπώς, υπό αυτά τα δεδομένα δεν μπορώ παρά να συνάγω πρόθεση εγκατάλειψης της παρούσας προσφυγής. (…) Η υπόθεση απορρίπτεται λόγω μη προώθησής της. Καμία διαταγή για έξοδα».
Ακολούθως, ως προκύπτει από τον δικαστικό φάκελο της υπόθεσης, ο Αιτητής φαίνεται να προσήλθε κατά την περίοδο του Αυγούστου 2024, στο Πρωτοκολλητείο του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας επιζητώντας ενημέρωση για την υπόθεσή του και πρόσβαση στον φάκελό του.
Εν τέλει ο Αιτητής καταχώρισε στις 12.09.2024 ένορκη δήλωση στην οποία δήλωσε αυτολεξεί τα ακόλουθα (-μεταφέρεται αυτούσιο το περιεχόμενο):
«I was unable to attend court on 14 December 2023, as I was in Germany at that time. My presence in Germany was due to my involvement in a legal matter where I was filing a case against the ministry of interior in Cyprus. I, request that court allows my case to be reinstated, as my absence was due to unforeseen and legitimate reasons directly related to ongoing legal proceedings in Germany».
Το Δικαστήριο έχοντας ενώπιόν του την εν λόγω ένορκη δήλωση, έκρινε σκόπιμο όπως καλέσει και τους Καθ’ ων η αίτηση στη διαδικασία προκειμένου να τοποθετηθούν επί του αιτήματος. Το Δικαστήριο κατά τη δικάσιμο της 16ης Σεπτεμβρίου 2024, επισήμανε:
«Κύριε, έχετε καταχωρίσει μία ένορκη δήλωση ημερ. 12.09.2024. Λαμβάνοντας υπόψη ότι δεν εκπροσωπείστε από δικηγόρο και ασκώντας τις διευρυμένες εξουσίες που έχει το παρών Δικαστήριο, θα θεωρήσω αυτήν ως αίτηση επαναφοράς, καθώς αυτό προκύπτει από τα αναγραφόμενα στην ένορκή σας δήλωση».
Περαιτέρω, κατά την εν λόγω δικάσιμο, το Δικαστήριο έδωσε χρόνο στους Καθ’ ων η αίτηση για καταχώριση έντασης και όρισε την υπόθεση για ακρόαση στις 02.10.2024.
Οι Καθ’ ων η αίτηση προχώρησαν εμπροθέσμως στην καταχώριση της Ένστασής τους, συνοδευόμενη από ένορκη δήλωση δικηγόρου, προβάλλοντας, δέκα (10) συνολικά λόγους απόρριψης της αίτησης, μεταξύ αυτών, την μη αποκάλυψη κανενός λόγου που να επιτρέπει την επαναφορά της προσφυγής και να αποδεικνύει ότι η μη εμφάνιση δεν ανταποκρίνεται στην πρόθεση εγκατάλειψης της προσφυγής, την κατάχρηση διαδικασίας και υπερφαλάγγιση των δικονομικών διατάξεων καθώς και ότι δεν έχουν καταδειχθεί οποιεσδήποτε εξαιρετικές συνθήκες ή περιστάσεις και/ή ότι υπήρχε εύλογη αιτία και/ή ουσιαστική αδυναμία που να δύναται να ικανοποιήσει το Δικαστήριο να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια υπέρ της αποδοχής του αιτήματος του Αιτητή.
Κατά την ακρόαση της αίτησης ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι κατά τον χρόνο απόρριψης της προσφυγής ο ίδιος βρισκόταν στη Γερμανία και δε μπορούσε να επιστρέψει καθώς του πήραν το διαβατήριο του και περίμενε απόφαση από το Δικαστήριο της Γερμανίας, την οποίαν έλαβε στις 27.03.2024 όταν και δήλωσε εθελοντική επιστροφή στην Κύπρο. Σε σχέση με το λόγο καθυστέρησης στην καταχώριση της υπό εξέταση αίτησης, ο Αιτητής εξήγησε ότι στις 22.05.2024 ήλθε αεροπορικώς στην Κύπρο και έψαχνε σπίτι για να μείνει. Ακολούθως πήγε στην Υπηρεσία Ασύλου και στη συνέχεια πήγε στη δικηγόρο του η οποία του ανέφερε ότι δεν θέλει να δει τίποτα. Τον Ιούλιο, απέστειλε μήνυμα στο Ανώτατο Δικαστήριο. Ερωτηθείς από το Δικαστήριο γιατί δεν προσήλθε κατευθείαν στο ΔΔΔΠ, ο Αιτητής επανέλαβε ότι πήγε στη δικηγόρο του η οποία δεν ήθελε να του μιλήσει. Το Δικαστήριο επισήμανε στον Αιτητή ότι η δικηγόρος του είχε αποσυρθεί από την εκπροσώπησή του ήδη από τις 15.11.2023, γεγονός για το οποίο ο ίδιος πληροφορήθηκε τόσο από την ίδια τη δικηγόρο του όσο και από τη βοηθό του παρόντος Δικαστηρίου (court assistant) μέσω ηλεκτρονικού μηνύματος με το οποίο ενημερώθηκε και για το ενδεχόμενο απόρριψης της προσφυγής του, σε περίπτωση μη εμφάνισής του, στις 14.12.2023. Ο Αιτητής αρχικώς ισχυρίστηκε ότι δεν ενημερώθηκε για την απόρριψη της προσφυγής του, αλλά για το ότι αυτή επιφυλάχθηκε. Στη συνέχεια όμως ερωτηθείς από το Δικαστήριο κατά πόσο ο ίδιος αμφισβητεί ότι ενημερώθηκε για το ενδεχόμενο απόρριψης της προσφυγής του, απάντησε συγκεχυμένα πως: «Μου ήρθε ειδοποίηση μέσω email και εγώ φοβήθηκα ότι εγώ θα σταματήσω από τη δουλειά και μέχρι σήμερα απαγορεύεται να δουλέψω». Ακολούθως, σε επισήμανση του Δικαστηρίου ότι μετά την απόρριψη της προσφυγής του στις 14.12.2023, ο ίδιος άφησε να παρέλθει άπρακτη μια πολύμηνη περίοδος προτού ο ίδιος καταχωρίσει τελικώς την υπό εξέταση αίτηση, ο Αιτητής δήλωσε ότι δεν μπορούσε να αναβάλει τις προσωπικές του υποχρεώσεις καθώς συγχύστηκε πολύ εκείνη τη στιγμή και δεν ήταν εύκολο. Ερωτηθείς στη συνέχεια γιατί δεν ήλθε κατευθείαν στο παρόν Δικαστήριο μετά την άφιξη του στην Κύπρο το Μάιο του 2024, ο Αιτητής ανέφερε ότι πήγε πρώτα στη δικηγόρο του η οποία δεν ήθελε να τον δει, στη συνέχεια πήγε στην Υπηρεσία Ασύλου, μετά στο immigration και μετά του είπαν να έλθει εδώ στο ΔΔΔΠ, αναφέροντας πως δεν έχει νομικές γνώσεις. Ερωτηθείς τέλος γιατί δεν διόρισε άλλο δικηγόρο όταν πληροφορήθηκε ότι η προηγούμενη δικηγόρος του αποσύρθηκε, ο Αιτητής δήλωσε πως άλλαξε τρεις δικηγόρους και πως η Κυπριακή Δημοκρατία ανάγκαζε τους δικηγόρους του να αποσυρθούν από την υπόθεσή του. Ωστόσο, ο Αιτητής δεν έχει καταχωρίσει κάποια σχετική καταγγελία ή τουλάχιστον δε τέθηκε κάτι τέτοιο ενώπιόν μου.
Εξέτασα την παρούσα αίτηση με τη δέουσα προσοχή.
Όσον αφορά τις αρχές που ορίζουν το πλαίσιο εντός του οποίου εξετάζεται αίτηση τέτοιας φύσεως, αυτές τέθηκαν με σαφήνεια από τον Τριανταφυλλίδη, Π., στην Tsingi v. Republic (1984) 3 C.L.R. 1262, και ακολουθήθηκαν σε άλλες πρωτόδικες αποφάσεις Δικαστών του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Σύμφωνα με τη νομολογία αυτή, προσφυγή η οποία απορρίπτεται χωρίς να εξεταστεί κατ΄ ουσίαν, λόγω έλλειψης προώθησης, θεωρείται ως εγκαταλειφθείσα. Δυνατόν όμως να επαναφερθεί αν και εφόσον το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν υπήρξε στην πραγματικότητα πρόθεση εγκατάλειψης, αντίκριση προκύπτουσα ως εκ της φύσης της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας, θέση που υιοθετήθηκε και στην Σταυρινάκης ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 5663/2013, Απόφαση Ολομέλειας, 24.02.2014, αλλά και σε προηγούμενες αποφάσεις τόσο της Ολομέλειας, όσο και πρωτόδικων Δικαστηρίων, στις οποίες έγινε αναφορά[1]. Ως οι νομολογιακές κατευθύνσεις, το κριτήριο που προκύπτει ότι εφαρμόζεται σε περιπτώσεις επαναφοράς Αίτησης απορριφθείσας λόγω μη προώθησης της είναι κατά πόσον υπήρξε, επί του όλου ιστορικού, πραγματική πρόθεση εγκατάλειψης της προσφυγής[2].
Το αν υπήρξε ή όχι πρόθεση εγκατάλειψης της προσφυγής εξαρτάται από τα στοιχεία που θα τεθούν ενώπιόν του Δικαστηρίου, ακόμα και από τις σχετικές λεπτομέρειες (Μούντη Κοντοπούλου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, υπόθεση αρ. 21/17, 12.10.2018).
Δεύτερο κατά σειρά κριτήριο, το οποίο ωστόσο συνδέεται με το πρώτο, είναι ο εύλογος χρόνος καταχώρισης της αίτησης επαναφοράς, αφού ως επιγραμματικά σημειώνεται στη νομολογία «λειτουργεί βεβαίως υπέρ του Αιτητή η σπουδή με την οποία καταχώρισε την αίτηση επαναφοράς» (Matanes v. Δημοκρατίας, υπ. αρ. 540/12, 30.11.2012).
Κοινό κριτήριο στις περιπτώσεις απόσυρσης και στις περιπτώσεις απόρριψης λόγω μη προώθησης φαίνεται να είναι η πραγματικότητα της πρόθεσης εγκατάλειψης της προσφυγής. Το κριτήριο όμως έχει διαφορετικές παραμέτρους σε κάθε περίπτωση.
Οι παράμετροι που αφορούν περιπτώσεις απόρριψης λόγω μη προώθησης συναρτώνται πρωτίστως προς τη διαπίστωση της πρόθεσης μη εγκατάλειψης με αναφορά στις συνθήκες της μη προώθησης και το όλο ιστορικό της υπόθεσης, ώστε να μπορέσει να συναχθεί, αντικειμενικώς, το ζητούμενο, καθ΄ όσον δεν υπήρξε θετική έκφραση της πρόθεσης εγκατάλειψης παρά μόνο παράλειψη προώθησης.
Η απόρριψη μιας προσφυγής ακριβώς ως εκ της φύσης της την εξαφανίζει, οπότε τυχόν αναβίωση της λειτουργεί καταλυτικά εναντίον της ανατρεπτικής προθεσμίας που τίθεται για την καταχώριση αυτής. Δίνεται έτσι μια νέα ευκαιρία στον διοικούμενο να προωθήσει την προσφυγή του. Την αυστηρότητα με την οποία πρέπει να αντιμετωπίζονται οι προθεσμίες σε υποθέσεις αναθεωρητικής δικαιοδοσίας δίδει και η Georghiou v. Republic (1968) 3 C.L.R. 563, που αφορούσε σε αίτηση για παράταση του χρόνου καταχώρισης έφεσης.
Το Δικαστήριο υποχρεούται να εξετάσει την αίτηση αυτή, ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια υπό το φως των νομολογημένων αρχών. Τούτο λαμβάνοντας υπόψη και το γεγονός πως, ως η νομολογία καταδεικνύει, στην εξουσία του Δικαστηρίου για επαναφορά απορριφθείσας προσφυγής, έχουν τεθεί όρια και αυτοπεριορισμοί για να διαφυλαχθεί η αποτελεσματική της λειτουργία στην ορθή απονομή της δικαιοσύνης[3].
Ως επισημαίνεται στο σύγγραμμα των Ηλιάνας Νικολάου και Γεώργιου Τσαούση, «Εγχειρίδιο Κυπριακής Διοικητικής Δικονομίας»:
«Σχηματικά, η άσκηση διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου για επαναφορά υπόθεσης που έχει απορριφθεί στρέφεται προς δύο (2) κατευθύνσεις:
- Στην ανάγκη διασφάλισης του δικαιώματος ακρόασης αφενός και
- Στη διασφάλιση της ταχείας διεκπεραίωσης των δικαστικών υποθέσεων αφετέρου που όπως παραδέχεται η νομολογία αποτελεί αποφασιστικό παράγοντα στη διεκδίκηση των δικαιωμάτων των πολιτών. Εξάλλου, η αρχή της ταχείας και απρόσκοπτης απονομής της δικαιοσύνης συνδέεται με την τελεσιδικία και την βεβαιότητα που αυτή συνεπάγεται στη διαχείριση των ανθρώπινων υποθέσεων[4].
Τα κριτήρια που (πρέπει) να υιοθετεί ο Δικαστής για επαναφορά προσφυγής που έχει απορριφθεί για οποιοδήποτε από τους λόγους που αναφέρονται ανωτέρω, διερευνούν κατά κύριο λόγο τη πραγματική πρόθεση του διαδίκου για εγκατάλειψη της προσφυγής. Όπως με σαφήνεια διευκρινίζεται στη νομολογία, παραπέμποντας και στη φύση της αναθεωρητικής διαδικασίας «προσφυγή η οποία απορρίφθηκε χωρίς να εξεταστεί επειδή λόγω έλλειψης προώθησης θεωρείται εγκαταλειφθείσα,, μπορεί να επαναφερθεί εφόσον φανεί στο Δικαστήριο ότι δεν υπήρξε στην πραγματικότητα εγκατάλειψη της προσφυγής». Πρόκειται για προσέγγιση που επιβάλλει η φύση της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας. Επομένως, στα πλαίσια της αίτησης για επαναφορά εξετάζεται κατά πόσο πράγματι δεν υπήρχε αυτό που είχε θεωρηθεί από το Δικαστήριο, ως πρόθεση εγκατάλειψης της αίτησης[5]».
Εξετάζοντας τα δεδομένα και τα γεγονότα που περιστοιχίζουν την υπό εξέταση περίπτωση και υπό το φως της ανωτέρω νομολογίας, φρονώ ότι η όλη συμπεριφορά του Αιτητή στη βάση και του όλου ιστορικού της υπόθεσης θεμελιώνει πρόθεση εγκατάλειψης της προσφυγής του.
Και εξηγώ.
Έχω παραθέσει με λεπτομέρεια το τι διαμείφθηκε σε έκαστη συνεδρία του παρόντος Δικαστηρίου τα οποία φρονώ πως φανερώνουν αδιαφορία του Αιτητή για την προώθηση της προσφυγής του. Ειδικότερα, από τις 03.02.2023 μέχρι την 15.06.2023 ήτοι για τέσσερις και πλέον μήνες και για έξι (6) συνολικά δικασίμους (βλ. ανωτέρω στα γεγονότα), δίνονταν από το Δικαστήριο παρατάσεις προκειμένου οι συνήγοροι του Αιτητή να έλθουν σε επικοινωνία με τον ίδιο, ενώ όταν στις 11.09.2023 η υπόθεση ήταν ορισμένη προκειμένου να καταχωριστεί η γραπτή αγόρευση του Αιτητή με ρήτρα απόρριψης της σε περίπτωση μη συμμόρφωσής του και παρά το ότι κατά την εν λόγω ημερομηνία το Δικαστήριο είχε διακριτική ευχέρεια ενόψει και της τεθείσας ρήτρας, για απόρριψη της προσφυγής του Αιτητή, ακόμα και τότε εξαντλώντας την επιείκειά του, ενόψει και της αναφοράς ότι οι δικηγόροι του επιθυμούν να αποσυρθούν από την εκπροσώπησή του, ανέβαλε και πάλι την υπόθεση. Έκτοτε, δόθηκαν άλλες τρεις αναβολές, με τους δικηγόρους του να αποσύρονται τελικώς στις 15.11.2023, ημερομηνία κατά την οποίαν ο Αιτητής αν και είχε σαφή ενημέρωση ότι θα έπρεπε να παραστεί, εντούτοις παρέλειψε να πράξει τούτο. Εν τέλει η προσφυγή του απορρίφθηκε στις 14.12.2023, όταν παρά τη σαφή ενημέρωση που είχε για την υποχρέωση εμφάνισής του είτε αυτοπροσώπως είτε δια συνηγόρου καμία τέτοια εκπροσώπηση δεν υπήρξε, ενώ ούτε είχε ενώπιόν του το Δικαστήριο οποιονδήποτε άλλο αίτημα εκ μέρους του Αιτητή, έστω στην απουσία του, προς αξιολόγηση.
Το τι λοιπόν διαμείφθηκε σε έκαστη συνεδρία του παρόντος Δικαστηρίου ως περιληπτικά παρατέθηκε ανωτέρω -και λεπτομερώς σε προγενέστερο σημείο της παρούσας απόφασης – φανερώνει, φρονώ, αδιαφορία του Αιτητή για την προώθηση της προσφυγής του και σαφή πρόθεση εγκατάλειψης αυτής, καθώς και κατάχρηση των οδηγιών του Δικαστηρίου και των δικαστικών διαδικασιών. Δεν έχει τεθεί ισχυρισμός από τον Αιτητή, ότι αυτό οφείλεται σε παραλείψεις των εκάστοτε δικηγόρων του, στοιχείο το οποίο άλλωστε είναι αδιάφορο για την κρίση του Δικαστηρίου (βλ. σχετική αναφορά στην Βαρδιάνος ν. Richards (1998) 1 Α.Α.Δ. 698).
Εν προκειμένω, παρά τις σαφείς και επανειλημμένες οδηγίες του Δικαστηρίου, ο Αιτητής δεν προώθησε την υπόθεσή του ούτε έλαβε τα αναγκαία βήματα για τον διορισμό νέου δικηγόρου, με αποτέλεσμα η προσφυγή του τελικώς να απορριφθεί λόγω μη προώθησης. Αν και είχε ενημερωθεί για την πρόθεση του Δικαστηρίου να απορρίψει την προσφυγή του σε περίπτωση μη εμφάνισής του, παρέμεινε αδρανής, συμπεριφορά η οποία δεν μπορεί παρά να αναδεικνύει την έλλειψη σοβαρής πρόθεσης του Αιτητή να συνεχίσει την υπόθεσή του, καθώς δεν έλαβε τα απαραίτητα μέτρα για να διασφαλίσει ότι η υπόθεσή του θα προωθηθεί, επιτρέποντας εν τέλει να απορριφθεί. Όπως έχει κατ΄επανάληψη λεχθεί (δέστε, για παράδειγμα, Milouca Motor Trading Ltd v Κούρτης (1997) 1 Α.Α.Δ 941) η χωρίς επαρκή λόγο παράλειψη εμφάνισης αποτελεί βάσιμο λόγο για απόρριψη της αίτησης παραμερισμού, διαφορετικά η όλη πορεία της δικαστικής διαδικασίας θα άφηνε αιωρούμενα τα εκατέρωθεν δικαιώματα και θα ήταν δέσμια της κρίσης του εναγόμενου σε σχέση με τον χρόνο που ο ίδιος επιλέγει να καταχωρήσει την αίτηση παραμερισμού. Όταν η συμπεριφορά του διαδίκου είναι τέτοια που πλήττει το θεμέλιο της δικαιοσύνης, το Δικαστήριο έχει καθήκον να αρνείται την επαναφορά».
Η υποχρέωση του Αιτητή να εμφανιστεί προσωπικά ή μέσω δικηγόρου ήταν σαφής και επανειλημμένα γνωστοποιήθηκε στον ίδιο τόσο από τους συνηγόρους του όσο και από το Δικαστήριο. Πρόσθετα, είναι εμφανές από το όλο ιστορικό της υπόθεσης, ότι το Δικαστήριο παρείχε επανειλημμένες ευκαιρίες στον Αιτητή για να συντονιστεί με τους δικηγόρους του, δίδοντας του ακολούθως τη δυνατότητα είτε να διορίσει νέο δικηγόρο είτε να εμφανιστεί αυτοπροσώπως. Η αποτυχία του να ανταποκριθεί σε αυτή την υποχρέωση, παρά τις ευκαιρίες που του δόθηκαν καθώς και η συνεχής αδιαφορία του για τις νομικές διαδικασίες καταδεικνύει αμέλεια στην προστασία των δικαιωμάτων του, ενώ η μη συμμόρφωσή του αποτελεί ένδειξη έλλειψης ενδιαφέροντος για τη συνέχιση της υπόθεσης, γεγονός που επιβεβαιώνει την πρόθεση εγκατάλειψης.
Δέον να σημειωθεί ότι η αδυναμία των δικηγόρων του να έλθουν σε επικοινωνία και να συντονιστούν μαζί του για εννέα και πλέον μήνες και η τελική απόσυρσή τους από την υπόθεση αποτελούν επίσης ένδειξη ότι ο Αιτητής δεν προέβη στις απαραίτητες ενέργειες για την προώθηση της υπόθεσης, παρά τις επανειλημμένες ευκαιρίες που του παραχωρήθηκαν. Η ευθύνη, ωστόσο, για την ορθή και συνεπή επικοινωνία με τους δικηγόρους του ανήκει αποκλειστικά στον Αιτητή, ενώ η αποτυχία του να διατηρήσει επαρκή επικοινωνία με τους δικηγόρους του, παρά τη σοβαρότητα της υπόθεσής του, αποτελεί ένδειξη αδιαφορίας και αμέλειας. Εάν ο Αιτητής είχε πραγματική πρόθεση να προωθήσει την υπόθεσή του, θα είχε φροντίσει να διασφαλίσει ότι οι δικηγόροι του διαθέτουν όλα τα απαραίτητα στοιχεία για να τον εκπροσωπήσουν. Οι ισχυρισμοί του ότι οι δικηγόροι του πιέστηκαν από την Κυπριακή Δημοκρατία για να αποσυρθούν δεν υποστηρίζονται από κανένα αποδεικτικό στοιχείο και έχουν παραμείνει μετέωροι.
Ο Αιτητής δεν προσκόμισε κάποια αδιαμφισβήτητη δικαιολογία ανωτέρας βίας ή άλλη κατάσταση που θα τον εμπόδιζε αντικειμενικά να προωθήσει την υπόθεσή του. Η απουσία του στη Γερμανία δεν αποτελεί επαρκή λόγο, καθώς αν ο Αιτητής ενδιαφερόταν σοβαρά για την προσφυγή του, θα είχε επιδείξει περισσότερη επιμέλεια στην εξασφάλιση νομικής εκπροσώπησης. Δεδομένου ότι δεν προσκόμισε επαρκείς λόγους ανωτέρας βίας σε συνάρτηση και με την πολύμηνη αδράνεια επιβεβαιώνουν την πρόθεση εγκατάλειψης της υπόθεσης όπως απαιτείται από τη νομολογία και συνεπώς δεν υπάρχει βάση για την αποδοχή της αίτησης επαναφοράς.
Παράλληλα, δεν μπορώ να παραβλέψω την όλη συμπεριφορά του Αιτητή αναφορικά και με την καταχώριση της υπό εξέταση αίτησης, η οποία επίσης καταδεικνύει την έλλειψη πραγματικής πρόθεσης για προώθηση της προσφυγής του. Πρωτίστως, η αίτηση αυτή καταχωρίστηκε καθυστερημένα, ήτοι εννέα (9) μήνες από την απόρριψη της προσφυγής, χωρίς να φανερώνεται ή εξηγείται επαρκώς και με την απαραίτητη σαφήνεια, ο λόγος της καθυστέρησης. Ο παράγοντας του χρόνου αντίδρασης στην απόρριψη της προσφυγής είναι πολύ σημαντικός. Στην υπόθεση Ελεύθερον Εργατικόν Σωματείον Μεταφορών και Γεωργίας ΣΕΚ κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 1, διευκρινίστηκε ότι η αίτηση για επαναφορά θα πρέπει, για να επιτύχει, «να γίνεται μέσα σε εύλογα σύντομο χρόνο». Η καθυστέρηση λοιπόν αυτή προσθετικά στα ανωτέρω και/ή από μόνη της δεικνύει σαφή πρόθεση εγκατάλειψης της προσφυγής.
Η απουσία του Αιτητή στη Γερμανία και πάλι δεν μπορεί να αιτιολογήσει την καθυστέρηση καταχώρισης της υπό εξέταση αίτησης. Ως έχει ήδη επισημανθεί, ο ίδιος όφειλε να προβεί στις απαραίτητες ενέργειες προκειμένου να καταχωριστεί έγκαιρα η υπό εξέταση αίτηση, είτε δια των κατάλληλων διευθετήσεων για να μεταβεί στην Κύπρο προς τον σκοπό αυτό, είτε δια διορισμό συνηγόρου. Πέραν τούτου, επισημαίνεται ότι ο Αιτητής επέστρεψε στην Κύπρο τον Μάιο του 2024, ωστόσο η υπό εξέταση αίτηση καταχωρίστηκε πολύ αργοπορημένα, στις 12.09.2024. Η εξήγηση που έδωσε ότι δεν ήξερε πού να απευθυνθεί όταν επέστρεψε στην Κύπρο τον Μάιο του 2024 δεν αναδεικνύει λόγους ανωτέρας βίας ή άλλες σοβαρές συνθήκες πέρα από τον έλεγχο του Αιτητή. Πρόσθετα, δεν είναι ούτε και βάσιμη καθώς ο ίδιος είχε λάβει σαφείς οδηγίες από το Δικαστήριο ότι η προσφυγή του εκκρεμούσε ενώπιον του Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας. Η επίκληση άγνοιας εκ μέρους του Αιτητή για το πού να απευθυνθεί δεν μπορεί να θεωρηθεί βάσιμη και πειστική, δεδομένου ότι είχε σαφή γνώση ότι η υπόθεσή του ήταν ενώπιον του συγκεκριμένου Δικαστηρίου, ως αυτό άλλωστε δηλώθηκε και από τον ίδιο κατά το στάδιο της ακροαματικής διαδικασίας. Πρόκειται μάλιστα για ένα μορφωμένο άτομο (μηχανολόγος μηχανικός) ο οποίος μπορούσε εύκολα να λάβει και να αντιληφθεί τις σχετικές πληροφορίες, οι οποίες δεν απαιτούν νομικές γνώσεις, ως ο ίδιος ισχυρίζεται δηλώνοντας άγνοια. Η παράλειψη να ενεργήσει εγκαίρως δείχνει αμέλεια και υποδηλώνει ότι δεν υπήρχε πραγματική βούληση να προωθήσει την προσφυγή του.
Στην περίπτωση αυτή, η καθυστέρηση εννέα μηνών υποδεικνύει έλλειψη επείγουσας αντίδρασης από τον Αιτητή και θέτει εν αμφιβόλω τη σοβαρότητα της επιθυμίας του να επαναφέρει την υπόθεση.
Ως λέχθηκε στην Ρουβανιάς Λτδ κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 191, 196: «Το κριτήριο επαναφοράς περικλείεται στη φράση "πέραν των δυνάμεων του εφεσείοντα ή αντεφεσείοντα. Εκφράζει με σαφήνεια την πρόθεση των συντακτών του Κανονισμού να περιορίσουν στο ελάχιστο το πεδίο άσκησης της δικαιοδοσίας για επαναφορά. Προφανώς γιατί διαφορετική αντιμετώπιση θα μπορούσε να δημιουργήσει επικίνδυνα ρήγματα στην εφαρμογή της αρχής της τελεσιδικίας» και «Η φράση δεν μπορεί παρά να σημαίνει εξαιρετικό έκτακτο ή σπάνιο συμβάν ή περίσταση, που είναι απρόβλεπτο και εκτός ελέγχου».
Επισημαίνεται ότι η ασφάλεια δικαίου, ως θεμελιώδης αρχή κάθε έννομης τάξης, απαιτεί οι δικαστικές αποφάσεις να είναι οριστικές και να μην ανατρέπονται μετά από μακρές καθυστερήσεις χωρίς εύλογη αιτία. Το σύστημα δικαιοσύνης βασίζεται στην αρχή ότι οι αποφάσεις είναι τελικές και πρέπει να γίνονται σεβαστές.
Η επαναφορά προσφυγής μετά από εννέα 9 μήνες από την απόρριψή της χωρίς σοβαρή και επαρκή δικαιολογία υπονομεύει την αρχή αυτή, οδηγώντας εν τέλει σε αποσταθεροποίηση του συστήματος δικαιοσύνης.
Η αναβίωση της υπόθεσης θα καθυστερούσε περαιτέρω την απονομή δικαιοσύνης, ενώ ο αιτητής είχε πολλές ευκαιρίες να προωθήσει την προσφυγή του αλλά επέλεξε να μην το πράξει εγκαίρως.
Άλλωστε, ως ελέχθη στην Matanes v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 540/2012, ημερ. 30.11.2012 : «Η απόρριψη της θέτει τέρμα στην ίδια την ύπαρξη της, οπότε η αναβίωση της, μέσω επαναφοράς, ανατρέπει την ανατρεπτική αυτή προθεσμία εφόσον δίδει νέα ευκαιρία στο διοικούμενο να προωθήσει την αίτηση ακύρωσης.»
Κλείνοντας, επισημαίνω ότι το δικαίωμα πρόσβασης στη δικαιοσύνη είναι αναμφισβήτητα θεμελιώδες και προστατεύεται από το Σύνταγμα και τη νομολογία.
Ωστόσο, δεν φρονώ ότι πλήττεται το δικαίωμα αυτό του Αιτητή αφού ο ίδιος είχε πρόσβαση στο Δικαστήριο ανεμπόδιστα από την ημέρα καταχώρισης της προσφυγής, 28.04.2022, και ήταν ελεύθερος κατά πάντα χρόνο να την προωθήσει, εντός του ταχθέντος υπό του Δικαστηρίου χρόνου και αναλόγως των οδηγιών του, ώστε να ανταποκριθεί και να εξασφαλίσει την προστασία που το Σύνταγμα του παρέχει και της θεραπείας που δυνατόν να πετύχει δυνάμει του Άρθρου 146(4) του Συντάγματος. Το δικαίωμα αυτό δεν είναι ούτε απόλυτο ούτε απεριόριστο και υπόκειται σε περιορισμούς, οι οποίοι είναι αναγκαίοι για την εύρυθμη λειτουργία της δικαιοσύνης και την προστασία των δικαιωμάτων των διαδίκων. Το δικαίωμα του αιτητή προστατεύεται εφόσον προωθεί νομοτύπως την προσφυγή του και δεν δικαιούται να παρακάμπτει τις διαδικασίες και οδηγίες του Δικαστηρίου. Τούτο δε, δεν μπορεί να ασκείται κατά τρόπο που παραβιάζει τους βασικούς δικονομικούς κανόνες που διασφαλίζουν την ομαλή λειτουργία του δικαστικού συστήματος. Οι δικονομικοί κανόνες, όπως οι προθεσμίες και οι διαδικασίες για την προώθηση μιας υπόθεσης, δεν είναι απλώς τυπικές απαιτήσεις, αλλά ουσιώδη εργαλεία για την εξασφάλιση αποτελεσματικής δικαιοσύνης. Η παράβασή τους μπορεί να βλάψει την ομαλή απονομή της δικαιοσύνης ενώ οδηγεί σε καταστρατήγηση του δικαιώματος για διαπίστωση των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων αμφοτέρων, διοίκησης και διοικούμενου εντός ευλόγου χρόνου, σύμφωνα με το Άρθρο 30(2) του Συντάγματος και κατ΄ επέκταση πλημμέλεια του Δικαστηρίου να τηρήσει τις προθεσμίες[6].
Το μεγάλο χρονικό διάστημα που έχει παρέλθει από την ημερομηνία απόρριψης της προσφυγής του (στις 14.12.2023) μέχρι την ημερομηνία (Αύγουστο του 2024) που ο Αιτήτης προσήλθε στο Πρωτοκολλητείο του παρόντος Δικαστηρίου, εκφράζοντας την πρόθεση του να επαναφέρει την προσφυγή του, καταδεικνύει αδιαφορία και πρόθεση εγκατάλειψης αυτής. Δεν μπορεί η δικαστική διαδικασία να καθίσταται έρμαιο της κρίσης του Αιτητή σε σχέση με τον χρόνο που ο ίδιος επιλέγει να καταχωρήσει την αίτηση παραμερισμού.
Τυχόν επαναφορά της υπόθεσης θα ισοδυναμούσε με αδιαφορία ως προς τη σημασία και τη βαρύτητα της τελεσιδικίας[7].
Υπό τις περιστάσεις κρίνω ότι ουσιαστικά ο Αιτητής δια της συμπεριφοράς του, όπως περιγράφηκε ανωτέρω, λειτούργησε κατά τρόπο που αντικειμενικά δύναται να θεωρηθεί ότι δεν ενδιαφερόταν κατ΄ ουσίαν να προωθήσει την προσφυγή του.
Για όλους τους λόγους, οι οποίοι έχουν προαναφερθεί, η παρούσα αίτηση απορρίπτεται. Ενόψει του γεγονότος ότι ο Αιτητής είναι αναγνωρισμένος πρόσφυγας, φρονώ πως θα ήταν ορθότερο να μην επιδικάσω έξοδα.
Η αίτηση λοιπόν απορρίπτεται χωρίς καμία διαταγή για έξοδα.
Ε. Ρήγα, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] Rousos v. Republic (1985) 3 C.L.R. 119 και Σωματείο Μεταφ. ΣΕΚ κ.α. ν. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 1.
[2] AJET Aviation Ltd v. Δημοκρατίας, υπόθεση αρ. 135/07, 30.01.2008.
[3] Βλ. Σύγγραμμα Ηλιάνας Νικολάου και Γεώργιου Τσαούση, «Εγχειρίδιο Κυπριακής Διοικητικής Δικονομίας», 2021 Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 164.
[4] Phylactou v. Michael, (1982), C.L.R. 204
[5] Ajet Aviation Ltd v. Δημοκρατία, Προσφ. Αρ. 135/07, απόφαση 30.1.2008.
[7] Βλ. Σύγγραμμα Ηλιάνας Νικολάου και Γεώργιου Τσαούση, «Εγχειρίδιο Κυπριακής Διοικητικής Δικονομίας», 2021 Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 165.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο