Ε.Μ. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 3092/22, 31/10/2024
print
Τίτλος:
Ε.Μ. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 3092/22, 31/10/2024

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

Υπόθεση Αρ.: 3092/22

 

 31 Οκτωβρίου 2024

 

[ Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

 

        Ε.Μ.

Αιτητής

 

ΚΑΙ

 

Κυπριακής Δημοκρατίας,

μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

 

Καθ' ων η αίτηση

........

 

Ρ. Μάρκου (κα) για Στεφανία Δημητριάδη (κα), Δικηγόρος για τον Αιτητή

Στ. Φυλακτού (κα) για Α. Φιλίππου (κ), Δικηγόρος για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π. : Ο Αιτητής με την παρούσα προσφυγή αξιώνει την ακύρωση της απόφασης των Καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 18/03/2022, η οποία κοινοποιήθηκε στον Αιτητή στις 12/05/2022, και με την οποία έλαβε γνώση της απόρριψης της αίτησής του για παραχώρηση σε αυτόν καθεστώτος διεθνούς προστασίας καθότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 3 και 19 του Περί Προσφύγων Νόμο.

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Ως εκτίθεται στην ένσταση που καταχωρήθηκε από τους Καθ' ων η αίτηση και προκύπτει από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου της Υπηρεσίας Ασύλου που κατατέθηκε ως τεκμήριο 1 στα πλαίσια των διευκρινήσεων της παρούσας προσφυγής, ο Αιτητής είναι ενήλικας, πολίτης  Καμερούν. Στις 13/11/2018 συμπλήρωσε αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας. Στις 17/02/2022 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη στον Αιτητή από αρμόδιο λειτουργό της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης Ασύλου (EUAA). Στις 22/02/2022 ο αρμόδιος λειτουργός της EUAA ετοίμασε εισηγητική έκθεση  προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με την συνέντευξη του Αιτητή. Στη συνέχεια, ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου, ενέκρινε την εισήγηση για απόρριψη της αίτησης ασύλου του Αιτητή στις 18/03/2022. Στις 08/05/2022, η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική επιστολή μαζί με την αιτιολόγηση της απόφασής της, σχετικά με το αίτημα του Αιτητή, η οποία παραλήφθηκε και υπογράφτηκε ιδιοχείρως από τον Αιτητή στις 12/05/20222. Η τελευταία αυτή απόφαση, αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

Ο Αιτητής παραθέτει στο εισαγωγικό δικόγραφο της διαδικασίας αρκετούς λόγους ακύρωσης, χωρίς αυτοί ωστόσο να συνοδεύονται από σαφή αιτιολογία ή παραπομπή σε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά ή στοιχεία του διοικητικού φακέλου. Κατά τη γραπτή του δε αγόρευση, υποστηρίζει ότι δεν διεξήχθη η δέουσα έρευνα και ότι η απόφαση λήφθηκε από αναρμόδιο όργανο.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος των Καθ' ων η Αίτηση υποστήριξε τη νομιμότητα της απόφασης του αρμόδιου οργάνου καθώς και ότι αυτή ήταν αποτέλεσμα δέουσας έρευνας.  Περαιτέρω αντιτείνουν ότι, η προσβαλλόμενη απόφαση έχει ληφθεί ορθά και νόμιμα, σύμφωνα με τις Διεθνείς Συμβάσεις, τις διατάξεις του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας, των Νόμων, μετά από δέουσα έρευνα και ορθή ενάσκηση των εξουσιών που δίνει ο Νόμος στους Καθ'ων η Αίτηση κατ' εφαρμογή των αρχών του Διοικητικού Δικαίου και αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα σχετικά γεγονότα και περιστατικά της συγκεκριμένης υπόθεσης, είναι δε επαρκώς και/ή δεόντως αιτιολογημένη.

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

Εκ προοιμίου επισημαίνω ότι σύμφωνα με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, οι λόγοι προσφυγής που δεν αναπτύσσονται στο πλαίσιο της αγόρευσης του Αιτητή θεωρούνται ως εγκαταλειφθέντες.  Το ίδιο ισχύει και με τους λόγους σε σχέση με τους οποίους δεν προβάλλεται οποιαδήποτε επιχειρηματολογία προς υποστήριξή τους. (Βλ. συναφώς  Υπόθεση Αρ. 692/89, Level Tachexcavs Ltd v. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λευκωσίας, ημερ. 17.12.1990, , Α.Ε. Αρ. 2421, Kokos Athanasiou Motors Ltd v. Δημοκρατίας, ημερ. 24.1.2020 , Υπόθεση Αρ. 1073/2004, Γεώργιας Αντωνίου κ.α. ν. Δημοκρατίας, μέσω Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, ημερ. 6.2.2007). 

Υπό το φως της πιο πάνω νομολογίας, όλοι οι λόγοι προσφυγής που αναφέρονται ως τίτλοι στο πλαίσιο των δικογράφων των προσφυγών και δεν προωθούνται με τις γραπτές αγορεύσεις των Αιτητών θεωρούνται ως εγκαταλειφθέντες. 

Ο Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962 επιβάλλει, όπως τα νομικά σημεία επί των οποίων στηρίζεται η προσφυγή του εκάστοτε αιτητή εξειδικεύονται και αιτιολογούνται πλήρως στο εισαγωγικό δικόγραφο της διαδικασίας. Η έννοια του Κανονισμού είναι η οριοθέτηση με λεπτομέρεια των επίδικων θεμάτων (αυτή είναι η έννοια της λέξης «πλήρως»), ούτως ώστε τα επίδικα θέματα να περιορίζονται στα απολύτως αναγκαία, με τους διαδίκους να γνωρίζουν με ακρίβεια το λόγο που προωθείται ο εκάστοτε λόγος ακύρωσης, αλλά και το Δικαστήριο να ασχολείται μόνο με συγκεκριμένα ζητήματα και όχι με γενικές και αόριστες τοποθετήσεις [Βλ. Α.Ε. Αρ. 156/2012, Mustafa Haghilo v. Γενικού Διευθυντή Υπουργείου Εσωτερικών, ημερ. 27/2/2018, Α.Ε. Αρ. 95/2012, Χριστοδουλίδης ν. Πανεπιστημίου Κύπρου, ημερ. 6.7.2018].

Επιπλέον επισημαίνεται, η περίμετρος των ζητημάτων που έχει δικαιοδοσία να εξετάσει το παρόν Δικαστήριο καθορίζονται και σε αυτή την περίπτωση καταρχήν από τα δικόγραφα των διαδίκων (Δημοκρατία κ.ά. ν. Κουκκουρή κ.ά. (1993) 3 Α.Α.Δ. 598). Μόνη εξαίρεση αποτελούν οι λόγοι ακύρωσης που άπτονται ζητημάτων δημοσίας τάξεως τα οποία δύναται το δικαστήριο να εξετάσει και αυτεπαγγέλτως κάτω και πάλι από συγκεκριμένες προϋποθέσεις. [Βλ. «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», Επαμεινώνδας Π. Σπηλιωτόπουλος, 14ης Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 260 και «Εισηγήσεις Διοικητικού Δικονομικού Δικαίου, Χαράλαμπος Χρυσανθάκης, 2η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 247» 

Αναφορικά με τον ισχυρισμό ότι η τελική απόφαση έχει παρθεί από αναρμόδιο όργανο, ήτοι την κα Α.Α[1] η οποία υπογράφει την επιστολή για τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 08/05/2022, διακρίνω ότι ως λόγος ακύρωσης στερείται βασιμότητας και ως εκ τούτου απορρίπτεται. Παρατηρώ αρχικά ότι όπως προκύπτει από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, η Έκθεση / Εισήγηση ετοιμάστηκε και υποβλήθηκε προς έγκριση στην αποφαίνουσα αρχή, ήτοι τον Προϊστάμενο, από συγκεκριμένο λειτουργό της EUAA. Η εν λόγω Έκθεση / Εισήγηση εγκρίθηκε από άλλο εξουσιοδοτημένο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, τον κ. Α.Γ.[2], ο οποίος δια της εγκρίσεως εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση.

Παρατηρώ επιπλέον ότι το ερ.70 του διοικητικού φακέλου που κατατέθηκε δεόντως στα πλαίσια της παρούσας συνίσταται σε επιστολή ημερομηνίας 13/10/2020 όπου ζητείται από τον αρμόδιο Υπουργό να ορίσει και άλλους λειτουργούς της Υπηρεσίας Ασύλου για έκδοση αποφάσεων επί αιτημάτων διεθνούς προστασίας, βάσει του άρθρου 2 του περί Προσφύγων Νόμου. Προς τούτο προτείνεται όπως ο κ. Α.Γ. εκτελεί τα καθήκοντα Προϊσταμένου στα πλαίσια έκδοσης αποφάσεων επί αιτημάτων διεθνούς προστασίας. Η εν λόγω επιστολή αποτελεί μέρος του διοικητικού φακέλου που αφορά τον Αιτητή και φέρει υπογραφή του τότε Υπουργού Εσωτερικών.

Στο αρ.2 του Περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000, αναφέρεται ότι «"αρμόδιος λειτουργός" σημαίνει λειτουργό ο οποίος υπηρετεί στην Υπηρεσία Ασύλου και έχει τύχει ειδικής εκπαίδευσης σε θέματα ασύλου και συμπληρωματικής προστασίας· [.] "Προϊστάμενος" σημαίνει αρμόδιο λειτουργό ο οποίος προΐσταται της Υπηρεσίας Ασύλου και περιλαμβάνει οποιοδήποτε άλλο αρμόδιο λειτουργό της εν λόγω Υπηρεσίας που εξουσιοδοτείται από τον Υπουργό, για να ασκεί όλες ή οποιεσδήποτε από τις εξουσίες ή να εκτελεί όλα ή οποιαδήποτε από τα καθήκοντα του Προϊσταμένου·[...] "Υπουργός" σημαίνει τον Υπουργό Εσωτερικών·».

Με δεδομένο ότι στην παρούσα προνοείται ρητά εκ του νόμου η σχετική δυνατότητα του Υπουργού να εξουσιοδοτεί οιονδήποτε αρμόδιο λειτουργό να εξασκεί τα καθήκοντα του Προϊσταμένου, και εκ της συνδυασμένης ανάγνωσης του αρ.3 (2) του περί Εκχωρήσεως της ενασκήσεως των Εξουσιών των Απορρεουσών εκ τινός Νόμου, Νόμου του 1962 (23/1962) και του αρ.17 (4) περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (158(I)/1999), καταλήγω ότι η εξουσιοδότηση προς τον εγκρίνοντα την σχετική έκθεση-εισήγηση και δια τούτο, ως κατωτέρω εξηγείται, λαμβάνων την προσβαλλόμενη δια της παρούσης απόφαση, είναι εφικτή και νόμιμη.

Ενόψει λοιπόν των ανωτέρω, θεωρώ ότι η εξουσιοδότηση του προσυπογράφοντος  στο διοικητικό φάκελο, έχει δεόντως αποδειχθεί ότι είναι νόμιμη και δια τούτο έγκυρη. Συνεπώς, ο ισχυρισμός περί αναρμοδιότητας του οργάνου που έλαβε την προσβαλλόμενη δια της παρούσας απόφαση απορρίπτεται.

Κατόπιν των ανωτέρω, θα προχωρήσω στην εξέταση του γενικού ισχυρισμού που προβάλλει ο συνήγορος του Αιτητή, περί έλλειψης δέουσας έρευνας, λαμβανομένης υπόψιν και της εξουσίας του παρόντος Δικαστηρίου όπου και σύμφωνα με τον περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο του 2018, Ν.73(Ι)/2018, το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας έχει την εξουσία να εξετάσει την παρούσα υπόθεση επί της ουσίας. Το γεγονός αυτό, οφείλεται στο ότι η παρούσα υπόθεση αφορά αίτηση που χρονικά πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 11 (2) και (3) του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018, Ν.73(Ι)/2018, οι οποίες δίδουν στο Δικαστήριο την υποχρέωση ελέγχου της νομιμότητας και ορθότητας της πράξης.

Έχει πλειστάκις νομολογηθεί ότι η έκταση, ο τρόπος και η διαδικασία που ακολουθείται ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης. Περαιτέρω η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το θέμα που εξετάζεται. Το  κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και τη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων τα οποία παρέχουν ασφαλή συμπέρασμα. (Βλέπε Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.α., Α.Ε. 1518/1.11.96, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου, Α.Ε.1575/14.7.97 , Α.Ε.2371,Motorways Ltd v Δημοκρατίας ημερ. 25/6/99).  

Το Δικαστήριο στα πλαίσια ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντος οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωση (βλ. απόφαση αρ. 128/2008 JAMAL KAROU V Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 1 Φεβρουαρίου, 2010).

Σύμφωνα με τα στοιχεία του Αιτητή, όπως καταγράφονται στην έκθεση του λειτουργού της EUAA, αλλά και όπως διαφαίνονται από τον Διοικητικό φάκελο που κατατέθηκε στο Δικαστήριο ως Τεκμήριο 1 κατά το στάδιο των Διευκρινήσεων και δεν αμφισβητούνται, ο Αιτητής είναι ενήλικας, υπήκοος Καμερούν. Κατά την καταγραφή του αιτήματός του για διεθνή προστασία ισχυρίστηκε ότι ο πόλεμος στη χώρα καταγωγής του ήταν αφόρητος και δεν μπορούσε να συνεχίσει να διαβιεί μέσα στην ανασφάλεια. Πρόσθεσε ότι διέφυγε προκειμένου να ζήσει ειρηνικά με αξιοπρέπεια.

Κατά το κρίσιμο στάδιο της προφορικής του συνέντευξης και σχετικά με τα προσωπικά του στοιχεία, ο Αιτητής δήλωσε ως τόπο καταγωγής του τη πόλη Nyamoko και τελευταίο τόπο διαμονής του την πόλη Douala. Δήλωσε ότι οι γονείς του απεβίωσαν και δεν έχει αδέλφια, διατηρεί, ωστόσο, επικοινωνία με το φιλικό του περιβάλλον. Είναι απόφοιτος δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και εργαζόταν ως ιδιωτικός φρουρός ασφαλείας.  

Σχετικά με τους λόγους για τους οποίους φέρεται να εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής, δήλωσε ότι ήταν πληροφοριοδότης του στρατού στην πόλη Kumba από τις αρχές του έτους 2016 έως τα τέλη του 2017 και δεχόταν απειλές από τους Ambazonians. Πρόσθεσε ότι οι πληροφορίες που παρείχε στον στρατό αφορούσαν την αλυσίδα εφοδιασμού των Ambas boys από τη Νιγηρία. Δήλωσε ότι ο στρατός έδινε αμοιβή στον Αιτητή όταν οι πληροφορίες που παρείχε είχαν θετικό αποτέλεσμα. Κατά ή περί τον Δεκέμβριο του 2017, ο υπεύθυνος εργασίας του τον προσέγγισε και ανέφερε στον Αιτητή ότι υπάρχει η φήμη ότι συνεργάζεται με τον στρατό και τον συμβούλευσε να εγκαταλείψει τη πόλη. Ο Αιτητής έφυγε από τη Kumba και πήγε στη πόλη Limbe για περίοδο μιας εβδομάδας και ακολούθως εγκαταστάθηκε στη Douala έως ότου εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του. Δήλωσε ότι κατά τη παραμονή του στη πόλη Limbe δέχθηκε απειλητικό μήνυμα και ένα άγνωστο πρόσωπο του επιτέθηκε με μαχαίρι και τον τραυμάτισε στον ώμο, υποθέτοντας ότι η επίθεση αφορούσε τα γεγονότα στη πόλη Kumba. Επιπλέον, ισχυρίστηκε ότι κατά τη διαμονή του στη Douala τρομοκράτες επιτέθηκαν στον Αιτητή και τους φίλους του τυχαία στο γήπεδο, με αποτέλεσμα ένας εκ των φίλων του να αποβιώσει. Τέλος, υποστήριξε ότι η μητέρα του ελάμβανε απειλητικά μηνύματα , όπου της ζητούσαν να αποκαλύψει που βρισκόταν ο Αιτητής. Ο Αιτητής, κατά ή περί τον Απρίλιο του 2018 ζήτησε τη βοήθεια της αστυνομίας για την μητέρα του, αναφορικά με τα απειλητικά μηνύματα που ελάμβανε, ωστόσο η μητέρα του σκοτώθηκε στις 23/05/2018.

Ο αρμόδιος λειτουργός διέκρινε δυο (2) ουσιώδεις ισχυρισμούς. Ο πρώτος ισχυρισμός αφορά τα προσωπικά στοιχεία, το προφίλ, τη χώρα καταγωγής και διαμονής του Αιτητή και  ο δεύτερος ισχυρισμός ότι ο Αιτητής ήταν πληροφοριοδότης του στρατού στη πόλη  Kumba και ότι ελάμβανε απειλές. Αποδεκτός κρίθηκε μόνο ο πρώτος ισχυρισμός του Αιτητή αναφορικά με τα προσωπικά του στοιχεία ενώ ο δεύτερος ισχυρισμός απορρίφθηκε.

Ειδικότερα, αναφορικά με τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό, ο αρμόδιος λειτουργός επισήμανε ότι ο Αιτητής ήταν σε θέση να υποδείξει τα ονόματα των πληροφοριοδοτών, οι οποίοι και ως ανέφερε ήταν φίλοι του (ερ. 47-1χ του δ.φ.), επιπλέον ως προς τη συμφωνία που είχε με τα συγκεκριμένα άτομα και το περιεχόμενο των πληροφοριών, οι δηλώσεις του ήταν αόριστες, ασυνεπείς και χωρίς λεπτομέρεια. Συνάμα ο Αιτητής  δεν ήταν σε θέση να υποδείξει τη διαδρομή που χρησιμοποιούσαν οι τρομοκράτες δηλώνοντας αόριστα ότι χρησιμοποιούσαν μοτοσικλέτες, αυτοκίνητα ή ψαρόβαρκες και ότι υπάρχουν πολλά μονοπάτια προς τη Νιγηρία (ερ. 46-1χ,2χ του δ.φ.). Ούτε ήταν σε θέση να αναφέρει πώς οι πληροφοριοδότες του μπόρεσαν να συλλέξουν αυτές τις πληροφορίες (ερ. 47-3χ του δ.φ.). Επιπλέον οι αναφορές του σχετικά με τη συνεργασία του με τον στρατό ήταν γενικές δηλώνοντας ότι οι στρατιώτες ήταν γαλλόφωνοι και επειδή ο Αιτητής ήταν και αγγλόφωνος του ζήτησαν να τους διδάξει να επικοινωνούν στην αγγλική γλώσσα (ερ. 45-3χ του δ.φ.). Αόριστες κρίθηκαν οι περιγραφές του ως προς το πώς τον πλησίασε ο στρατός (ερ. 44-1χ,2χ του δ.φ.). Ο Αιτητής δεν παρείχε πληροφορίες για τους στρατιώτες με τους οποίους συνεργάστηκε, δηλώντας γενικά  ότι εργάζονταν σε διαφορετικές βάσεις, τον πλησίασαν δυο στρατιώτες αλλά στη συνέχεια δήλωσε ότι οι συναντήσεις πραγματοποιούνταν με τον ένα στρατιώτη. Περαιτέρω, δεν ήταν σε θέση να περιγράψει τον στρατιώτη με τον οποίο συνεργαζόταν παρόλο που συνεργάζονταν για ένα έτος, ούτε γνώριζε το όνομα του δεύτερου στρατιώτη (ερ. 44-1χ,3χ, 43-3χ του δ.φ.). Κληθείς να περιγράψει μια συνάντηση με τον στρατιώτη που του παρείχε πληροφορίες καθώς και το περιεχόμενο αυτών, ο Αιτητής συνέχισε να παρέχει γενικές και αόριστες δηλώσεις και ούτε ήταν σε θέση να δώσει πληροφορίες σχετικά με τις τοποθεσίες των τρομοκρατών και τον τρόπο λειτουργίας αυτών (ερ. 42-3χ, 43-1χ του δ.φ.).

Αναφορικά με τον ισχυρισμό του Αιτητή ότι ο προϊστάμενος του στη εργασία του του ανέφερε ότι υπάρχουν φήμες ότι είναι πληροφοριοδότης του στρατού, δεν παρείχε καμία πληροφορία για το περιστατικό και δεν ήταν σε θέση να διευκρινίσει πως ο προϊστάμενός του έμαθε αυτές τις πληροφορίες και από ποιον (ερ. 41-1χ του δ.φ.).  Αναφορικά με τα απειλητικά μηνύματα που έλαβε δεν γνώριζε τον αποστολέα αυτών ούτε παρείχε μια ικανοποιητική δήλωση σχετικά με το περιεχόμενο αυτής της απειλής (ερ. 41-3χ του δ.φ.). Στη συνέχεια, πρόσθεσε αόριστα ότι μετά το απειλητικό μήνυμα, κάποιος άγνωστος του επιτέθηκε στην παραλία στη πόλη Limbe, υποθέτοντας ότι του επιτέθηκαν επειδή ήταν πληροφοριοδότης του στρατού (ερ. 41-3χ,4χ του δ.φ.). Όσον αφορά το περιστατικό στο γήπεδο στη Douala, ο Αιτητής δήλωσε ότι επιτέθηκαν σε αυτόν και τους φίλους του τρομοκράτες, αλλά κατά την υποβολή διευκρινιστικών ερωτήσεων ο Αιτητής δήλωσε ότι δέχθηκαν επίθεση τυχαία  (ερ. 49-3χ, 39-2χ του δ.φ.). Ωστόσο, ερωτηθείς πώς γνωρίζει ότι ήταν τρομοκράτες, απάντησε αόριστα ότι μόνο οι τρομοκράτες μπορούσαν να προβούν σε αυτές τις ενέργειες (ερ. 39-1χ του δ.φ.). Τέλος, πρόσθεσε ότι η μητέρα του δεχόταν απειλές για να αποκαλύψει το μέρος όπου κρυβόταν και ότι σκοτώθηκε από τους Ambazonians, ωστόσο, δεν ήταν σε θέση να δώσει ουσιαστικές πληροφορίες για στοιχειοθέτηση των δηλώσεων του (ερ. 39-3χ του δ.φ.)

Υπό το σκέλος της εξωτερικής αξιοπιστίας ο αρμόδιος λειτουργός κατέγραψε ότι λόγω της προσωπικής φύσης των δηλώσεων του Αιτητή δεν είναι δυνατό να ανευρεθούν συναφείς πληροφορίες σε εξωτερικές πηγές. Ως εκ τούτου, μόνο η εσωτερική αξιοπιστία των δηλώσεων του Αιτητή μπορεί να αξιολογηθεί, με αποτέλεσμα να απορριφθεί.  

Στα πλαίσια του αποδεκτού ισχυρισμού, ήτοι τα προσωπικά στοιχεία, το προφίλ, τον τόπο καταγωγής και διαμονής του Αιτητή, ο λειτουργός συνήγαγε κατά την αξιολόγηση κινδύνου, ότι σε περίπτωση επιστροφής του στη Douala, ο Αιτητής δεν φέρει βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης και δεν υπάρχει εύλογη πιθανότητα να κινδυνεύσει με σοβαρή βλάβη.

Προχωρώντας στη νομική ανάλυση, ο λειτουργός κατέληξε στο ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις υπαγωγής του Αιτητή σε ένα από τους πέντε λόγους που εξαντλητικά προβλέπονται από το άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου και ως εκ τούτου δεν δικαιούται προσφυγικό καθεστώς. Επιπλέον, κρίθηκε ότι σε περίπτωση επιστροφής του στο Καμερούν, συγκεκριμένα στη Douala, ο Αιτητής δεν θα κινδυνεύσει με θανατική ποινή ή εκτέλεση σύμφωνα με το άρθρο 19(2)(α) του περί Προσφύγων Νόμου, ούτε ενδέχεται να υποστεί βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία δυνάμει του άρθρου 19 (2)(β). Αναφορικά δε με το άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, οι Καθ' ων η αίτηση κατέληξαν, κατόπιν σχετικής έρευνας αναφορικά με την κατάσταση που επικρατεί στη χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής δεν θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη υπό την έννοια του συγκεκριμένου άρθρου σε περίπτωση επιστροφής του και ως εκ τούτου, το ενδεχόμενο υπαγωγής του σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας απορρίφθηκε.

Αξιολογώντας λοιπόν τα όσα έχουν ανωτέρω αναφερθεί υπό το φως και των νομοθετημένων προνοιών και μελετώντας επισταμένως τόσο την Έκθεση/Εισήγηση του λειτουργού της EUAA όσο και τις δηλώσεις του Αιτητή κατά την συνέντευξη του, καταλήγω στα εξής:

Υπενθυμίζεται ότι σύμφωνα με το άρθρο 16 του Περί Προσφύγων Νόμου [Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί], αρχικά, το βάρος απόδειξης το φέρει ο αιτών άσυλο ο οποίος υποχρεούται να υποστηρίξει την αίτηση του με όλα τα έγγραφα και στοιχεία που έχει στην κατοχή του, αλλά και γενικότερα να βοηθήσει την Υπηρεσία Ασύλου με τον καλύτερο τρόπο να διαπιστώσει τα γεγονότα της υπόθεσης του. Ως έχει νομολογηθεί, ο αιτών διεθνούς προστασίας πρέπει να καταβάλει ειλικρινή προσπάθεια να θεμελιώσει την αφήγησή του, ότι δηλαδή υπήρξε θύμα δίωξης στην χώρα καταγωγής του, ώστε να πληροί της προϋποθέσεις υπαγωγής του στο καθεστώς Διεθνούς Προστασίας. (βλ. WILLIAM CRISANTHA MAL FRANCIS KARUNARATHNA ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ κ.α, Υπόθεση Αρ. 1875/2008, 1 Μαρτίου 2010).

Κατά την διαπίστωση των πραγματικών γεγονότων, καθοριστικό ρόλο παίζει η αξιοπιστία ενός αιτούντος άσυλο. Προς τούτο τονίζω ότι ο όρος «αξιοπιστία» δεν ορίζεται από το Κοινό Ευρωπαϊκό Σύστημα Ασύλου. Η χρήση του όρου, από το άρθρο 4 παράγραφος 5 στοιχείο (ε) της οδηγίας 2011/95/EE αναφέρεται στη γενική αξιοπιστία ενός αιτούντος, αλλά αυτό είναι στο πλαίσιο ενός συγκεκριμένου κανόνα που διέπει τη μη επιβεβαίωση πτυχών των δηλώσεων του αιτούντος. Κατά συνέπεια, η αξιολόγηση της αξιοπιστίας αφορά τη διαδικασία έρευνας για το εάν το σύνολο ή μέρος των δηλώσεων του αιτούντος ή άλλα αποδεικτικά στοιχεία που υποβλήθηκαν από αυτόν σχετικά με τους ουσιώδεις ισχυρισμούς (material facts) μπορούν να γίνουν δεκτά προκειμένου να διαπιστωθεί εάν ο αιτητής εμπίπτει στις προϋποθέσεις παραχώρησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας.

Αυτή η αξιολόγηση μπορεί να περιλαμβάνει την επαλήθευση εάν οι δηλώσεις του αιτούντος είναι συνεπείς, επαρκώς λεπτομερείς, εύλογες και συμβατές με τα έγγραφά του, τις πηγές πληροφόρησης και κάθε άλλο αποδεικτικό στοιχείο που αποκτήθηκε. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η αξιολόγηση της αξιοπιστίας δεν σημαίνει ότι σε όλες τις περιπτώσεις ο υπεύθυνος λήψης αποφάσεων θα προβεί σε επαλήθευση και θα καταλήξει με απόλυτη βεβαιότητα αναφορικά με την αλήθεια των δηλώσεων του αιτούντος. Η Ύπατη Αρμοστεία έχει ορίσει την αξιοπιστία ως εξής: «Ο αιτών άσυλο κρίνεται αξιόπιστος, όταν έχει προβάλει ισχυρισμούς που παρουσιάζουν συνοχή και είναι εύλογοι, που δεν είναι αντιφατικοί με τα κοινά τοις πάσι γεγονότα και κατά συνέπεια μπορεί να οδηγήσουν τον υπεύθυνο της συνέντευξης στη δημιουργία πεποίθησης για το βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης που εκφράζει.». Η ως άνω προσέγγιση υιοθετήθηκε και από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην Υπόθεση JK και Others v Sweden, αριθμός αίτησης 59166/12, Παρ. 53.

Στο εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», αναφέρεται στην σελίδα 98, παράγραφος 4.5.3 ότι σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να γίνεται μια αντικειμενική και ισορροπημένη στάθμιση του κατά πόσον οι ισχυρισμοί του αιτητή αντικατοπτρίζουν αυτό που θα ήταν εύλογα αναμενόμενο από κάποιον με τις περιστάσεις του ο οποίος εκφράζει δια τούτων μια αληθινή προσωπική εμπειρία («Σε κάθε περίπτωση, απαιτείται ισορροπημένη και αντικειμενική αξιολόγηση του αν η αφήγηση του αιτούντος αντικατοπτρίζει την αφήγηση που αναμένεται από ένα πρόσωπο στην κατάσταση του αιτούντος το οποίο αφηγείται μια πραγματική προσωπική εμπειρία.»). Περαιτέρω, στην προηγούμενη σελίδα του εγχειριδίου, αναφέρεται ότι είναι γενικά εύλογο να αναμένεται ότι αίτημα θα πρέπει να παρουσιάζεται τεκμηριωμένα και με επαρκείς λεπτομέρειες αλλιώς οι ελλείψεις αυτές στις λεπτομέρειες μπορεί να συνιστούν έλλειψη σχετικών στοιχείων («Η μη επαρκής παροχή λεπτομερειών μπορεί επίσης να ισοδυναμεί με αυτό που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 5 στοιχείο β) της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση) ως έλλειψη «λυσιτελών στοιχείων».

Ακολούθως, κατά την απόφαση του ΔΕΕ, C – 277/11 M. κατά Minister for Justice, Equality and Law Reform, Ιρλανδίας, Attorney General, αποφ. ημερ. 22/11/2012 η αξιολόγηση μιας αίτησης διεθνούς προστασίας πρέπει να πραγματοποιείται σε δύο αυτοτελή στάδια: «Το πρώτο στάδιο αφορά τη διαπίστωση της συνδρομής των πραγματικών περιστατικών που αποδεικνύουν τη βασιμότητα της αιτήσεως, ενώ το δεύτερο στάδιο αφορά τη νομική εκτίμηση των εν λόγω αποδεικτικών στοιχείων, προκειμένου να αποφασισθεί αν πληρούνται, υπό το φως των πραγματικών περιστατικών της συγκεκριμένης υποθέσεως, οι ουσιαστικές προϋποθέσεις που θέτουν τα άρθρα 9 και 10 ή 15 της οδηγίας 2004/83 για την παροχή διεθνούς προστασίας.» Η εξακρίβωση των πραγματικών (ή ουσιωδών) περιστατικών είναι ύψιστης σημασίας για την αξιολόγηση του μελλοντικού κινδύνου που δύναται να αντιμετωπίσει ο εκάστοτε αιτών, εφόσον από αυτά θα προκύψουν γεγονότα που πιθανόν να τεκμηριώνουν παρελθούσα δίωξη ή γεγονότα που στην συνολική αξιολόγηση της αίτησης είναι καθοριστικά για μελλοντική δίωξη.[3]

Θα προχωρήσω στη συνέχεια σε έλεγχο της νομιμότητας και της ορθότητας της επίδικης απόφασης, δια της πλήρους και ex-nunc εξέτασης των γεγονότων και νομικών ζητημάτων που διέπουν αυτή, ενόψει της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 11(3) α του Περί Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018).

 

Αξιολόγηση των ισχυρισμών

 

Όσον αφορά τον αποδεκτό ισχυρισμό περί των προσωπικών στοιχείων, του εν γένει προφίλ και της χώρας καταγωγής του Αιτητή, θα συμφωνήσω με το συμπέρασμα του αρμόδιου λειτουργού και θα υιοθετήσω την κατάληξη των Καθ’ ων η αίτηση.

Ομοίως, αναφορικά με τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό επίσης συντάσσομαι με την κατάληξη των Καθ’ ων η αίτηση ως προς την απουσία εσωτερικής αξιοπιστίας στα λεγόμενα του Αιτητή. Κρίνω ότι ο αρμόδιος λειτουργός προέβη σε ορθές επισημάνσεις αναφορικά με τις επιμέρους πτυχές του ισχυρισμού. Γενικότερα οι απαντήσεις του Αιτητή στις ερωτήσεις του αρμόδιου λειτουργού ήταν αόριστες, επιφανειακές, ενώ απουσίαζε το προσωπικό και βιωματικό στοιχείο και η ευλογοφάνεια. Ως εκ τούτου φρονώ ότι όλες οι παρατηρήσεις και τα συμπεράσματα του αρμόδιου λειτουργού ως καταγράφονται στην έκθεση εισήγηση γίνονται αποδεκτά από το Δικαστήριο ως σημεία που εύλογα πλήττουν την εσωτερική αξιοπιστία των ισχυρισμών του Αιτητή και ως εκ τούτου δεν εντοπίζω λόγο διαφοροποίησης. Ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει τις απειλές που έλαβε καθώς και από ποιον προέρχονταν. Το σύνολο των δηλώσεων του βασίζεται σε δικές του εικασίες χωρίς να παραθέτει περιστατικά απειλών ή το περιεχόμενο τυχόν απειλών. Δεν παρείχε πληροφορίες για το περιστατικό όπου ο προϊστάμενος του τον ενημέρωσε για τις υποτιθέμενες φήμες που υπήρχαν, ήτοι ότι ήταν πληροφοριοδότης του στρατού, περιστατικό το οποίο ήταν και ο λόγος που εγκατέλειψε τόσο τον τόπο διαμονής του, όσο και τη χώρα του. Θα ήταν αναμενόμενο οι περιγραφές του να παραπέμπουν σε βιωμένα περιστατικά, αντίθετα, οι απαντήσεις του κρίνονται επιφανειακές, στερούνται λεπτομερειών και χαρακτηρίζονταν από γενικότητα καθώς και ανακολουθία ως προς τις χρονολογίες που διενεργήθηκαν τα γεγονότα.

Σε έρευνα του παρόντος Δικαστηρίου σχετικά με τον ως άνω ισχυρισμό του Αιτητή, το Δικαστήριο καταλήγει στο ότι ένεκα του προσωπικού χαρακτήρα του ισχυρισμού του δεν είναι δυνατή η άντληση πληροφοριών αναφορικά με αυτό. Για λόγους πληρότητας όμως, το Δικαστήριο προέβη σε έρευνα σε πληροφορίες από τη χώρα καταγωγής του Αιτητή, λαμβανομένου υπόψιν ότι το παρόν δικαστήριο έχει πρόσβαση σε ακριβείς και επικαιροποιημένες πληροφορίες  από διάφορες πηγές σχετικά με τη γενική κατάσταση που επικρατεί στις χώρες καταγωγής και διέλευσης κατά τον χρόνο λήψης της απόφασής του [βλ. άρθρο 10 παράγραφος 4 της Οδηγία 2013/32/ΕΕ  (αναδιατύπωση)]. Κατόπιν έρευνας του Δικαστηρίου, συνάγεται ότι αυτονομιστές στοχοποιούν απλούς πολίτες που θεωρούν ότι συνεργάζονται με το κράτος και άτομα που κατηγορούνται ότι δεν συμμορφώνονται με τις διαταγές που προσπαθούν να επιβάλουν στις περιοχές που θέλουν να ελέγξουν.[4] Περαιτέρω, παρατηρήθηκαν και περιστατικά απαγωγών, βασανιστηρίων και δολοφονιών πολιτών από αυτονομιστές που υποπτεύονταν ότι παρέχουν πληροφορίες στην κυβέρνηση.[5]

Εντούτοις, στην παρούσα υπόθεση του Αιτητή δεν έχει στοιχειοθετηθεί η εσωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού του Αιτητή όπως αυτή αναλύθηκε από τον αρμόδιο λειτουργό στην Εισηγητική Έκθεση και ως εκ τούτου δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός.

Δεδομένου ότι αφορά την πιθανότητα να υποστεί ο αιτητής  δίωξη, το στοιχείο του «βάσιμου» στον ορισμό του πρόσφυγα είναι κυρίως ζήτημα πραγματολογικής εκτίμησης κινδύνου. Στην εκτίμηση αυτή, λαμβάνεται υπόψη η ατομική κατάσταση του αιτητή, όπως επίσης και πληροφορίες  όσον αφορά τη γενική κατάσταση στη χώρα καταγωγής. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η αξιολόγηση επικεντρώνεται αρχικά στο κατά πόσον ένας τέτοιος φόβος είναι βάσιμος κατά τον χρόνο λήψης της απόφασης επί της αίτησης διεθνούς προστασίας, δηλαδή ο βάσιμος φόβος του αιτητή πρέπει να είναι τρέχων, και κατά δεύτερον, ο «βάσιμος φόβος» βασίζεται στην εκτίμηση του κινδύνου, η οποία είναι μελλοντοστραφής (άρθρο 4 παράγραφος 3 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ).

Συνεπακόλουθα και λαμβανόμενου υπόψιν ότι ορθώς  η εσωτερική αξιοπιστία των ουσιωδών πραγματικών περιστατικών στην περίπτωση του Αιτητή δεν έγιναν αποδεκτά, το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν στοιχειοθετείται το στοιχείο του βάσιμου φόβου δίωξης στην περίπτωσή του. Συνεπώς, οι ισχυρισμοί του Αιτητή που ορθώς έγιναν αποδεκτοί από τον αρμόδιο λειτουργό, ήτοι τα προσωπικά στοιχεία και ο τόπος συνήθους διαμονής της, δεν σχετίζονται με τους λόγους που προβλέπονται από τη Σύμβαση της Γενεύης του 1951 (δίωξη λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, συμμετοχής σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα ή πολιτικών πεποιθήσεων) και δεν αποτελούν βάση για την αναγνώριση ενός προσώπου ως πρόσφυγα. Ούτε προκύπτει ότι η βλάβη που επικαλείται είναι αρκούντως σοβαρή λόγω της φύσης ή της επανάληψης των επαπειλούμενων περιστατικών, ώστε να συνιστά σοβαρή παραβίαση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων (βλ. άρθρο 3Γ Περί Προσφύγων Νόμου).

Λαμβάνοντας υπόψιν το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, οι Καθ' ων η Αίτηση αξιολόγησαν τους ουσιώδεις ισχυρισμούς του Αιτητή (αξιολόγηση αξιοπιστίας) και βάσει αυτών που έγιναν αποδεκτοί,  έκριναν στη συνέχεια ότι δεν υπάρχει πιθανότητα ο Αιτητής να υποβληθεί σε μεταχείριση που συνιστά δίωξη ή σοβαρή βλάβη (αξιολόγηση κινδύνου). 

Ούτε και ενώπιον μου και λαμβανομένου της έκτασης του ελέγχου που ασκεί το παρόν Δικαστήριο, προέβαλε οποιουσδήποτε συγκεκριμένους ισχυρισμούς οι οποίοι να ανατρέπουν τα ευρήματα των Καθ' ων η Αίτηση, ούτε στο πλαίσιο της γραπτής της αγόρευσης ούτε και κατά την ακροαματική διαδικασία.

Η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το θέμα που εξετάζεται. Το κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και τη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων τα οποία παρέχουν ασφαλή συμπέρασμα. (Βλέπε Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.α., Α.Ε. 1518/1.11.96, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου, Α.Ε. 1575/14.7.97 , Α.Ε.2371, Motorways Ltd v Δημοκρατίας ημερ. 25/6/99). Είναι εμφανές πως, η Υπηρεσία Ασύλου διενήργησε τη δέουσα έρευνα όλων των ζητημάτων που έθεσε ο Αιτητής ενώπιον της. Οι Καθ' ων η αίτηση συνεκτίμησαν και αξιολόγησαν όλα τα στοιχεία που είχαν ενώπιον τους, προτού καταλήξουν στην προσβαλλόμενη απόφαση.

Περαιτέρω,  ο λειτουργός παρείχε επαρκή αιτιολογία για το λόγο μη υπαγωγής του Αιτητή στο καθεστώς διεθνούς προστασίας. Η δε αιτιολογία συμπληρώνεται και από το περιεχόμενο του Διοικητικού Φακέλου, ιδίως δε την αίτηση του Αιτητή για διεθνή προστασία, το πρακτικό της συνέντευξης και την εισήγηση του λειτουργού.

Συναφώς επισημαίνεται ότι ούτε μπορεί να αναγνωριστεί στον Αιτητή «το ευεργέτημα της αμφιβολίας»,[6] όπως αυτό καθορίζεται στην παράγραφο 204 του Εγχειριδίου για τις διαδικασίες και τα κριτήρια καθορισμού του καθεστώτος των προσφύγων. Το ευεργέτημα της αμφιβολίας δίδεται μόνο εκεί όπου ο αιτητής έχει υποβάλει όλα τα διαθέσιμα σε αυτόν στοιχεία σε σχέση με την αίτησή του, τα οποία έχουν ελεγχθεί και, ο αρμόδιος λειτουργός ή/και ο Προϊστάμενος ικανοποιούνται ότι είναι γενικά αξιόπιστος.[7] Εν προκειμένω, ο Αιτητής δεν τεκμηρίωσε είτε στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας είτε της παρούσας διαδικασίας οποιοδήποτε ειδικό ισχυρισμό περί δίωξης. Όπως έχει εξάλλου νομολογηθεί, κρίση επί της αξιοπιστίας αιτητή και έγερση κωλύματος έγκρισης αίτησης για το λόγο της αναξιοπιστίας ως προς τα προβαλλόμενα από τον αιτητή είναι επιτρεπτή. (Βλ. σχετικά απόφαση στην υπόθεση Amiri v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων κ.ά. (2009) 3 ΑΑΔ 358, καθώς και την απόφαση του Δικαστηρίου τούτου στην υπόθεση Khalil v. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 466/2010, 28.9.2012).

Πέραν τούτου, διαπιστώνω ότι κατά το στάδιο της διοικητικής διαδικασίας υποβλήθηκαν στον Αιτητή ανοικτής φύσεως ερωτήματα, τα οποία είχε τη δυνατότητα να απαντήσει, όσο και διευκρινιστικές ερωτήσεις επί των ανωτέρω ερωτημάτων. Ο αρμόδιος λειτουργός έκανε επαρκείς ερωτήσεις, για να καλύψει τόσο τον πυρήνα του αιτήματος, όσο και τα επιμέρους θέματα, ακολουθώντας την ορθή διερευνητική διαδικασία. Οι ισχυρισμοί αυτοί που επικαλείται δεν θα μπορούσαν να τον εντάξουν στην έννοια του πρόσφυγα έτσι όπως αυτή η έννοια ερμηνεύεται από την Σύμβαση της Γενεύης του 1951 και από το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου, Ν.6 (Ι)/2000.

Συνεπώς, και λαμβάνοντας υπόψη τα ως άνω αναφερθέντα, το προσωπικό προφίλ του Αιτητή σε συνάρτηση με τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης του,  δεν αποδεικνύεται ότι ο Αιτητής εμπίπτει και διώκεται για κάποιον από τους λόγους που προβλέπονται από τη Σύμβαση της Γενεύης του 1951 (δίωξη λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, συμμετοχής σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα ή πολιτικών πεποιθήσεων) και ως εκ τούτου οι ισχυρισμοί του δεν αποτελούν βάση για την αναγνώριση ενός προσώπου ως πρόσφυγα σύμφωνα με το άρθρο 3 του Περί Προσφύγων Νόμου.

Ούτε και επί της παρούσας δικαστικής διαδικασίας ο Αιτητής  προβάλλει τέτοιους συγκεκριμένους και ειδικούς ισχυρισμούς, οι οποίοι να ανατρέπουν την κατάληξη των Καθ'ων η Αίτηση και οι οποίοι εν δυνάμει θα δικαιολογούσαν την υπαγωγή του στο καθεστώς διεθνούς προστασίας.

Περαιτέρω, βάσει των στοιχείων του προφίλ του Αιτητή και των ισχυρισμών που ο ίδιος προώθησε, δεν πιθανολογείται ότι σε περίπτωση επιστροφής του στο Καμερούν, υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, όπως η εν λόγω έννοια ορίζεται στο άρθρο 19 (2) του Περί Προσφύγων Νόμου.

Για τη διαπίστωση αυτού του πραγματικού κινδύνου θα πρέπει να υπάρχουν, όπως ρητά προνοεί το άρθρο 19(1), «ουσιώδεις λόγοι».  Περαιτέρω, σοβαρή βλάβη ή σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη κατά το εδάφιο (2) του άρθρου 19, σημαίνει κίνδυνο αντιμετώπισης θανατικής ποινής, βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας, παραβίασης ανθρωπίνου δικαιώματος, τόσο κατάφωρης ώστε να ενεργοποιούνται οι διεθνείς υποχρεώσεις της Δημοκρατίας ή να υπάρχει απειλή κατά της ζωής, της ασφάλειας ή της ελευθερίας ως αποτέλεσμα άσκησης αδιάκριτης βίας λόγω συνθηκών ένοπλής σύγκρουσης  ή συστηματικών και γενικευμένων παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Ως προς τους παράγοντες που δύνανται να ληφθούν υπόψιν ως προς την αξιολόγηση του συστατικού στοιχείου της αδιάκριτης βίας, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: το ΔΕΕ) επεσήμανε σε πρόσφατη απόφασή του ότι συνιστούν «[.]μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 (πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C‑285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών.» (ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας 10/06/2021, CFDN κατά Bundesrepublic Deutschland, σκέψη 43)

Περαιτέρω, ως προς τον προσδιορισμό του επιπέδου της ασκούμενης αδιάκριτης βίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: το ΕΔΔΑ) στην απόφασή του Sufi and Elmi (ΕΔΔΑ, απόφαση επί των προσφυγών 8319/07και 11449/07, ημερομηνίας 29/11/2011), αξιολόγησε, διευκρινίζοντας ότι δεν κατονομάζονται εξαντλητικά, τη χρήση μεθόδων και τακτικών πολέμου εκ μέρους των εμπόλεμων πλευρών οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο αμάχων θυμάτων ή ευθέως στοχοποιούν αμάχους, εάν η χρήση αυτών είναι διαδεδομένη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, και, τελικά, τον αριθμό των αμάχων που έχουν θανατωθεί, τραυματιστεί και εκτοπιστεί ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης.

Όπως διευκρίνισε το ΔΕΕ «ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως η χαρακτηρίζουσα βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές, οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας» (Βλ. απόφαση στην C-465/07, Meki Elgafaji, Noor Elgafaji - Staatssecretaris van Justitie, ημερομηνίας 17/12/2009). Ιδίως ως προς την εφαρμογή της αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας, το ΔΕΕ στην ως άνω απόφαση διευκρίνισε ότι «όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας».

Προκειμένου δε να διαπιστωθεί εάν συντρέχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής, ο Αιτητής θα αντιμετωπίσει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής του ακεραιότητας λόγω αδιακρίτως ασκούμενης  βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, ως οι διατάξεις του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, το Δικαστήριο ανέτρεξε σε έγκυρες πηγές πληροφόρησης για τη χώρα καταγωγής του Αιτητή, προς εξέταση της κατάστασης που επικρατεί σε αυτήν.

Βάσει του portal RULAC (Rule of Law in Armed Conflict) το Καμερούν εμπλέκεται σε μη διεθνή ένοπλη σύρραξη με την Boko Haram στην περιοχή Far North. Στις περιοχές Northwest (Βορειοδυτικά) και Southwest (Νοτιοδυτικά), αναφέρεται ότι αριθμός αγγλόφωνων αποσχιστικών ομάδων μάχεται έναντι της κυβέρνησης για την ανεξαρτησία των περιοχών. Tον Οκτώβριο του 2016 ξεκίνησαν ειρηνικές διαδηλώσεις στις βορειοδυτικές και νοτιοδυτικές περιοχές του Καμερούν κατά των αντιληπτών δομικών διακρίσεων και με αιτήματα για περισσότερη αυτονομία στην περιοχή. Η κυβέρνηση απάντησε αναπτύσσοντας τις ένοπλες δυνάμεις της, οι οποίες χρησιμοποίησαν αληθινά πυρομαχικά και συνέλαβαν δεκάδες ακτιβιστές με την κατηγορία της τρομοκρατίας. Κατά συνέπεια, ακολούθησαν απεργίες και βίαιες ταραχές: οι διαδηλωτές κατέφυγαν σε ένοπλη αντίσταση, με το πρώτο κύμα επιθέσεων σε κρατικούς στόχους από ένοπλες πολιτοφυλακές να αναφέρθηκε τον Σεπτέμβριο του 2017.

Υπάρχουν πολλές ένοπλες ομάδες που μάχονται εναντίον των κρατικών δυνάμεων, αν και το επίπεδο συντονισμού αυτών των ενόπλων ομάδων παραμένει ασαφές. Οι συνεχιζόμενες εχθροπραξίες δείχνουν συλλογικό χαρακτήρα και ανάγκασαν την κυβέρνηση να αναπτύξει τις ένοπλες δυνάμεις της, συμπεριλαμβανομένης της επίλεκτης μονάδας μάχης RIB. Μεταξύ άλλων, αξίζει να αναφερθούν οι Αμυντικές Δυνάμεις Ambazonia (ADF), ο Στρατός Αποκατάστασης της Ambazonia, οι Ambazonian Tigers, το Southern Cameroons Defense Forces (Socadef), το Banso Resistance Army και το Donga Mantung Liberation Force.

Η διακήρυξη από τις αυτονομιστικές δυνάμεις του ανεξάρτητου κράτους με το όνομα «Αμπαζόνια» την 1η Οκτωβρίου 2017 ήταν το σημείο καμπής που επιτάχυνε μάχες μεγάλης κλίμακας. Έκτοτε, η κατάσταση επιδεινώθηκε σημαντικά καθώς οι Αγγλόφωνοι αυτονομιστές άρχισαν να επιτίθενται στις κυβερνητικές δυνάμεις ασφαλείας, σε κυβερνητικούς θεσμούς και απείλησαν, απήγαγαν και σκότωσαν πολίτες που θεωρούνταν ότι τάσσονταν στο πλευρό της κυβέρνησης.[8]

Σχετικά με την γενικότερη κατάσταση ασφαλείας, στον τελευταίο τόπο συνήθους διαμονής του Αιτητή, τη πόλη Douala του Littoral, σύμφωνα με τα στοιχεία του Armed Conflict Location & Event Data Project (ACLED), για το διάστημα από 11/10/2023 έως 11/10/2024, σημειώθηκαν στην περιοχή  Littoral 17 περιστατικά ασφαλείας τα οποία οδήγησαν σε 5 ανθρώπινες απώλειες.[9] Ειδικότερα, στη Doula σημειώθηκαν 12 περιστατικά ασφαλείας, τα οποία οδήγησαν σε 3 ανθρώπινες απώλειες.[10] Δεδομένου δε ότι ο συνολικός πληθυσμός της Douala ανέρχεται το 2023 σε περίπου 4.063.000 κατοίκους[11], καθίσταται κατανοητό ότι ο ανωτέρω αναφερόμενος αριθμός περιστατικών ασφαλείας σε συνδυασμό με τις συνδεόμενες απώλειες στην εν λόγω περιοχή δεν ανέρχεται σε τόσο υψηλά επίπεδα σε σχέση με τον συνολικό πληθυσμό της περιοχής, έτσι ώστε η κατάσταση στην εν λόγω περιοχή να μπορεί να χαρακτηριστεί ως ένοπλη σύρραξη επιφέρουσα συνθήκες αδιακρίτως ασκούμενης βίας. Βάσει των ανωτέρω ποσοτικών και ποιοτικών πληροφοριών, δεν προκύπτει ότι στον τόπο τελευταίας διαμονής του Αιτητή λαμβάνει χώρα διεθνής ή εσωτερική ένοπλη σύρραξη εντός του πλαισίου του άρθρου 19(2)(γ) του Περί Προσφύγων Νόμου και ως εκ τούτου, παρέλκει περαιτέρω διερεύνηση των προσωπικών του περιστάσεων της για λόγους εφαρμογής της «αναπροσαρμοσμένης κλίμακας» όπως αυτή απορρέει από τη Νομολογία του ΔΕΕ.

Ενόψει των ανωτέρω, το Δικαστήριο κρίνει ότι οι Καθ΄ ων η αίτηση συνεκτίμησαν και αξιολόγησαν όλα τα στοιχεία που είχαν ενώπιόν τους προτού καταλήξουν στην προσβαλλόμενη απόφαση, η δε τελευταία κρίνεται ως επαρκώς αιτιολογημένη, ενώ το περιεχόμενό της Υπηρεσίας Ασύλου συμπληρώνεται από την αιτιολογημένη εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού στην οποία αναφέρονται οι λόγοι της απόρριψης του αιτήματος του Αιτητή (άρθρο 29 του Ν. 158 (Ι)/1999, Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1171 και Διογένους ν. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ., 371). Η δυνατότητα αυτή υπάρχει όταν τα στοιχεία που βρίσκονται στο φάκελο του Δικαστηρίου συνδέονται με την απόφαση και αποκαλύπτουν του λόγους που οδήγησαν στην προσβαλλόμενη απόφαση. Από τα στοιχεία του φακέλου θα πρέπει να μπορεί να λεχθεί ότι αυτά βρίσκονται αναπόφευκτα πίσω από την απόφαση που λήφθηκε (Ηλιόπουλος ν. Α.Η.Κ., Α.Ε. 2452, ημερομηνίας 21.7.2000, Χρυστάλλα Συμεωνύδου κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή αρ. 911/93 κ.α., ημερ. 18.4.97).

Από τους προβληθέντες ισχυρισμούς, δεκτός έγινε μόνο ο ισχυρισμός σχετικά με τα προσωπικά στοιχεία, το εν γένει προφίλ και τη χώρα καταγωγής του Αιτητή, πλην όμως ο ισχυρισμός αυτός δεν μπορεί να υπαχθεί στις πρόνοιες του Νόμου για την παραχώρηση καθεστώς διεθνούς προστασίας. Εν προκειμένω, σύμφωνα με την απόφαση της Υπηρεσίας, ο Αιτητής δεν μπόρεσε να θεμελιώσει βάσιμο φόβος δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων με αποτέλεσμα να μη συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 3 του του Περί Προσφύγων Νόμου Νόμος 6(Ι)/2000, ούτως ώστε να εκχωρηθεί προσφυγικό καθεστώς. Περαιτέρω, δεν συνέτρεχε κάποιος λόγος για να αναγνωρισθεί στο πρόσωπό του Αιτητή καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, δυνάμει του άρθρου 19(1) του περί Προσφύγων Νόμου, εφόσον δεν αποδείχθηκε να υφίσταται κίνδυνος να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη σε περίπτωση επιστροφής του στο Καμερούν και συγκεκριμένα στη Doula, τόπο τελευταίας διαμονής του.

Δια τους λόγους που πιο πάνω αναφέρονται η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με έξοδα €1000 υπέρ των Καθ' ων η αίτηση και εναντίον του Αιτητή.

 

Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ Δ.Δ.Δ.Δ.Π

 



[1] Το ονοματεπώνυμο παρατίθεται ανωνυμοποιημένο.

[2] Το ονοματεπώνυμο παρατίθεται ανωνυμοποιημένο.

[3] European Asylum Support OfficeEASO, ‘Δικαστική ανάλυση – Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου’, 2018, σελ. 132 - 135

[4] Amnesty International, WITH OR AGAINST US PEOPLE OF THE NORTH-WEST REGION OF CAMEROON CAUGHT BETWEEN THE ARMY, ARMED SEPARATISTS AND MILITIAS, 2023, available at https://www.amnesty.org/en/wp-content/uploads/2023/09/AFR1768382023ENGLISH.pdf ,p. 24[Ημερομηνία Πρόσβασης: 17/10/2024]

[5] Human Rights Watch (HRW), Cameroon: Civilians Killed in Anglophone Regions

Attacks as Peace Talks Take Place, 27 July 2020, ‘Separatist Killings of Civilians’, available at https://www.hrw.org/news/2020/07/27/cameroon-civilians-killed-anglophone-regions , USDOS, Cameroon 2023 Human Rights Report, available at https://www.state.gov/wp-content/uploads/2024/02/528267-CAMEROON-2023-HUMAN-RIGHTS-REPORT.pdf ,p.14 [Ημερομηνία Πρόσβασης: 17/10/2024]

[6] ΕΔΔΑ, J.K. και λοιποί κατά Σουηδίας, ό.π. υποσημείωση 20. Βλ. επίσης ΕΔΔΑ, απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2015, RH κατά Σουηδίας, προσφυγή αριθ. 4601/14, σκέψη 58· ΕΔΔΑ, απόφαση της 20ης Ιουλίου 2010, N κατά Σουηδίας, προσφυγή αριθ. 23505/09, σκέψη 53· ΕΔΔΑ, απόφαση της 9ης Μαρτίου 2010, RC κατά Σουηδίας, προσφυγή αριθ. 41827/07, σκέψη 50.

[7] Άρθρο 13 του περί Προσφύγων Νόμου.

[8] Rulac (January 2023), 'Non-International Armed Conflicts in Cameroon', διαθέσιμο σε: https://www.rulac.org/browse/conflicts/non-international-armed-conflict-in-cameroon#collapse5accord    [Ημερομηνία Πρόσβασης: 17/10/2024]

[10] ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION - ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Project, διαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο https://acleddata.com/explorer/ (βλ. πλατφόρμα Explorer, με χρήση των ακόλουθων στοιχείων ανάλυσης: METRIC: Event Counts/Fatality Counts, EVENT CATEGORIES: Event Types (Battles / Violence against civilians / Explosions/Remote violence / Riots / Protests) DATE RANGE: 11.10.2023 – 11.10.2024, REGION: Africa, COUNTRY: Cameroon, ADMIN UNIT: Littoral, Location: Douala) [Ημερομηνία Πρόσβασης: 17/10/2024]

[11]CIA, The World Factbook, Cameroon,https://www.cia.gov/the-world-factbook/countries/cameroon/#people-and-society [Ημερομηνία Πρόσβασης: 17/10/2024]

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο