
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
31 Οκτωβρίου 2024
[Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, ΔΔΔΔΠ.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
R.A.A
Αιτήτρια
-και-
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ,
μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ' ων η Αίτηση
....................
Γ. Νικολάου (κος), Δικηγόρος της Αιτήτριας
Στ.Φυλακτού (κα) για Μ. Χρ. Σουρουλλά (κα), δικηγόρος για τους Kαθ' ων η αίτηση.
ΑΠΟΦΑΣΗ
Δ. Κατσαρίδης Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Η Αιτήτρια με την παρούσα προσφυγή αξιώνει την ακύρωση της απόφασης των Καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 17/12/2022, η οποία κοινοποιήθηκε στην Αιτήτρια στις 23/01/2023, και με την οποία έλαβε γνώση της απόρριψης της αίτησής της για παραχώρηση σε αυτήν καθεστώτος διεθνούς προστασίας καθότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 3 και 19 του Περί Προσφύγων Νόμο.
Γεγονότα
Όπως προκύπτει από την Ένσταση που καταχωρήθηκε από την ευπαίδευτη συνήγορο που εκπροσωπεί τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης έχουν ως κατωτέρω:
Η Αιτήτρια είναι υπήκοος Νιγηρίας και συμπλήρωσε αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας στις 25/05/2022. Στις 10/11/2022, πραγματοποιήθηκε συνέντευξη της Αιτήτριας από αρμόδιο λειτουργό του Οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το Άσυλο (European Union Agency for Asylum, εφεξής EUAA). Στις 02/12/2022, ο αρμόδιος λειτουργός ετοίμασε Έκθεση και Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με την συνέντευξη της Αιτήτριας. Στη συνέχεια, ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε την εισήγηση για απόρριψη της αίτησης ασύλου της Αιτήτριας στις 07/12/2022. Στις 19/01/2023, η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική επιστολή μαζί με την αιτιολόγηση της απόφασης της σχετικά με το αίτημα της Αιτήτριας, η οποία παραλήφθηκε και υπογράφτηκε ιδιοχείρως από την Αιτήτρια στις 23/01/2023.
ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ
Ο συνήγορος της Αιτήτριας, στην προσφυγή την οποία κατέθεσε προέβαλε πλήθος λόγων ακυρώσεων τους οποίους ωστόσο δεν ανέπτυξε δια της γραπτής του αγόρευσης. Στο πλαίσιο της γραπτής του αγόρευσης υποστηρίζει, ότι οι καθ’ ων η αίτηση δεν προέβησαν σε δέουσα έρευνα και δεν υπάρχει η απαιτούμενη αιτιολογία.
Από την πλευρά τους οι Καθ' ων η αίτηση υπεραμύνονται της επίδικης πράξης. Υποδεικνύουν ότι οι εγειρόμενοι λόγοι προσφυγής δεν προβάλλονται σύμφωνα με τις επιταγές του Κανονισμού 6 και 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, υποδεικνύουν δε ότι όσοι λόγοι προσφυγής δεν αναπτύσσονται επαρκώς στη γραπτή αγόρευση της Αιτήτριας οφείλουν να θεωρηθούν νομολογιακά εγκαταλειφθέντες και συνεπώς ως μη δεκτικοί εξέτασης από το παρόν Δικαστήριο. Στο πλαίσιο της αντίκρουσης των προωθούμενων από την Αιτήτρια λόγων ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης, οι Καθ'ων η αίτηση υποστηρίζουν, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε μετά από δέουσα έρευνα και ορθή ενάσκηση των εξουσιών που δίνει ο Νόμος στους Καθ' ων η αίτηση και αφού αξιολογήθηκαν όλα τα ουσιώδη στοιχεία, γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης και πως η επίδικη πράξη να είναι δεόντως αιτιολογημένη.
ΚΑΤΑΛΗΞΗ
Καταρχάς και σύμφωνα με πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, οι λόγοι προσφυγής που δεν αναπτύσσονται στο πλαίσιο της αγόρευσης του αιτητή θεωρούνται ως εγκαταλειφθέντες. Το ίδιο ισχύει και με τους λόγους σε σχέση με τους οποίους δεν προβάλλεται οποιαδήποτε επιχειρηματολογία προς υποστήριξή τους. (Βλ. συναφώς Υπόθεση Αρ. 692/89, Level Tachexcavs Ltd v. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λευκωσίας, ημερ. 17.12.1990, (1990) 3 ΑΑΔ 4407, Α.Ε. Αρ. 2421, Kokos Athanasiou Motors Ltd v. Δημοκρατίας, ημερ. 24.1.2020 (2000) 3 ΑΑΔ 21, Υπόθεση Αρ. 1073/2004, Γεωργίας Αντωνίου κ.α. ν. Δημοκρατίας, μέσω Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, ημερ. 6.2.2007).
Υπό το φως της πιο πάνω νομολογίας, όλοι οι λόγοι προσφυγής που αναφέρονται ως τίτλοι στο πλαίσιο του δικογράφου της προσφυγής και δεν προωθούνται με τη γραπτή αγόρευση της Αιτήτριας θεωρούνται ως εγκαταλειφθέντες.
Επιπλέον, παρατηρώ ότι οι λόγοι προσφυγής, όπως αναπτύσσονται στο πλαίσιο της γραπτής αγόρευσης της Αιτήτριας χαρακτηρίζονται από γενικότητα και απουσιάζει η υπαγωγή των περιστάσεων της Αιτήτριας και των γεγονότων της υπόθεσης στις κατ΄ επίκληση παραβιασθείσες διατάξεις. Η αναγκαιότητα έγερσης των λόγων προσφυγής με ευκρίνεια και λεπτομέρεια είναι θεμελιώδους σημασίας διαφορετικά το Δικαστήριο δεν νομιμοποιείται να τα εξετάσει αυτεπαγγέλτως, έστω και εάν έχουν εγερθεί με την αγόρευση [Βλ. Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 Α.Α.Δ. 598, Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598, Δημοκρατία ν. Σπύρου (2007) 3 Α.Α.Δ. 533 και Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2009) 3 Α.Α.Δ. 655]. Η δε αγόρευση αποτελεί το μέσο για την έκθεση της επιχειρηματολογίας υπέρ της αποδοχής των λόγων ακύρωσης και όχι υποκατάστατο της στοιχειοθέτησής τους. [Βλ. Α.Ε. Αρ. 3729, Μαραγκός ν. Δημοκρατίας, 3.11.2006, (2006) 3 ΑΑΔ 671, Α.Ε. 1883]., Μαρία Ευθυμίου ν. Ε.Δ.Υ., (1997) 3 ΑΑΔ 281, 14.7.1997].
Προχωρώντας, ακόμη και εάν εξαντλώντας την επιείκεια του παρόντος Δικαστηρίου, εξεταστούν οι λόγοι ακύρωσης που προωθεί η Αιτήτρια, είναι κρίσιμο και απαραίτητο να καταστεί αντιληπτό ότι η δικαιοδοσία του παρόντος δικαστηρίου διαδραματίζει καταλυτικό ρόλο στο λυσιτελές της προβολής τέτοιων ισχυρισμών. Ειδικότερα, το παρόν Δικαστήριο στις περιπτώσεις που απαριθμούνται υπό του άρθρου 11 του Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμος του 2018 (Ν. 73(I)/2018) ως δικαστήριο ουσίας δικάζει την υπόθεση που άγεται ενώπιον του εξ υπαρχής, κατά το νόμο και κατά την ουσία. Ως εκ τούτου δεν περιορίζεται μόνο στην εξέταση της διαδικασίας και των στοιχείων κρίσης της διοικητικής αρχής που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, αλλά προχωρεί παραπέρα και εξετάζει την ουσιαστική ορθότητα της επίδικης πράξεως, δυνάμενη να προβεί σε νέα εκτίμηση και αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού και των στοιχείων του φακέλου και αποφαίνεται αιτιολογημένως επί των αιτήσεων διεθνούς προστασίας του εκάστοτε προσφεύγοντος (στο πλαίσιο πάντα που καθορίζουν οι ισχυρισμοί του εκάστοτε αιτητή).
Συνεπώς, η απλή επίκληση πλημμελειών ή παραβιάσεων γενικών αρχών Διοικητικού Δικαίου, δεν επαρκεί από μόνη της για να ανατρέψει την επίδικη απόφαση. Η Αιτήτρια θα πρέπει να επεξηγεί τη βλάβη που επήλθε στην ίδια και να προβάλει, στο πλαίσιο της παρούσας δικαστικής διαδικασίας, τέτοιους συγκεκριμένους και ειδικούς ισχυρισμούς, οι οποίοι εν δυνάμει θα δικαιολογούσαν της υπαγωγή της στο καθεστώς διεθνούς προστασίας. (βλ. αποφάσεις ΣτΕ 3067/2013, 521/2010, 2650/2009).
Εν προκειμένω παρατηρώ ότι η Αιτήτρια δεν προβάλλει οποιοδήποτε ειδικό και τεκμηριωμένο ισχυρισμό είτε στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας είτε στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας που να δικαιολογεί την υπαγωγή της σε καθεστώς διεθνούς προστασίας.
Υπό το φως της πιο πάνω διαπίστωσης όλοι οι εγειρόμενοι λόγοι ακυρώσεως απορρίπτονται ως αλυσιτελείς και εξ αυτού απαράδεκτοι εξαιτίας της γενικότητας με την οποία αυτοί εγείρονται, εφόσον η Αιτήτρια δεν προβαίνει σε οποιαδήποτε εξειδίκευση αυτών σε συνάρτηση με τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσής της, πολλώ μάλλον κατά τρόπο που να προκύπτει ο πυρήνας του αιτήματός της για άσυλο και να δικαιολογούν την υπαγωγή της σε καθεστώς διεθνούς προστασίας.[1]
Κατόπιν των ανωτέρω και λαμβανομένης υπόψη της εξουσίας του παρόντος Δικαστηρίου προχωρώ να εξετάσω το κατά πόσο η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε σε πλήρη συμμόρφωση με τις σχετικές περί τούτου διατάξεις του Νόμου και της Οδηγίας και είναι δια τούτο επί της ουσίας ορθή.
Έχει πλειστάκις νομολογηθεί ότι η έκταση, ο τρόπος και η διαδικασία που ακολουθείται ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης. Περαιτέρω η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το επίδικο θέμα. Το κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και τη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων τα οποία παρέχουν ασφαλή συμπέρασμα. (Βλέπε Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.α., Α.Ε. 1518/1.11.96, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου, Α.Ε. 1575/14.7.97 , Α.Ε.2371,Motorways Ltd v Δημοκρατίας ημερ. 25/6/99).
Το Δικαστήριο στα πλαίσια ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκεινται στην διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντος οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωση (Βλ. απόφαση αρ. 128/2008 JAMAL KAROU V Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 1 Φεβρουαρίου, 2010).
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Αιτήτριας, όπως καταγράφονται στην Έκθεση του λειτουργού της EUAA αλλά και όπως διαφαίνονται από τον διοικητικό φάκελό που κατατέθηκε στο Δικαστήριο ως Τεκμήριο 1 κατά το στάδιο των Διευκρινήσεων, παρατηρώ ότι κατά την υποβολή του αιτήματος διεθνούς προστασίας, η Αιτήτρια δήλωσε ότι ο πατριός της κακοποιούσε την ίδια και τα αδέλφια της συνεχώς. Προσπάθησε (ο πατριός) να την παντρέψει με ένα άνδρα και όταν η Αιτήτρια αρνήθηκε την χτύπησε και την απείλησε ότι θα την σκοτώσει και θα την βιάσει. Πρόσθεσε ότι η μητέρα της απεβίωσε και ο πατριός της πήρε όλη την περιουσία που άφησε σε αυτούς και ήρθε στη Κυπριακή Δημοκρατία για να σπουδάσει και να ζήσει με ασφάλεια.
Κατά το κρίσιμο στάδιο της προφορικής της συνέντευξης και σχετικά με τα προσωπικά της στοιχεία, η Αιτήτρια δήλωσε ως τόπο καταγωγής της και τελευταίο τόπο διαμονής της την πόλη Obudu. Δήλωσε ότι η μητέρα της απεβίωσε, έχει 5 αδέλφια, τα οποία διαμένουν στη πόλη Obudu και διατηρεί επικοινωνία μαζί τους και δεν γνωρίζει που βρίσκεται ο πατριός της.
Σχετικά με τους λόγους για τους οποίους φέρεται να εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της, η Αιτήτρια, δήλωσε ότι όταν διέμενε με την μητέρα της στη πολιτεία Kaduna αντιμετώπισαν προβλήματα με τους Boko Haram, προκειμένου να αλλάξουν θρησκεία από χριστιανοί σε μουσουλμάνους. Στις 10/11/2019 μέλη της Boko Haram πήγαν στην οικία τους και σκότωσαν την μητέρα της επειδή αρνήθηκε να ασπαστεί το Ισλάμ. Η Αιτήτρια δήλωσε ότι μετά τον θάνατο της μητέρας της αντιμετώπιζαν πολλά προβλήματα με τον πατριό τους, ο οποίος τους χτυπούσε και την κακοποιούσε σεξουαλικά. Κατά ή περί τον Μάιο του 2021, ισχυρίστηκε ότι ο πατριός της ήρθε σε επαφή με τους Boko Haram και ήθελε να παντρέψει την Αιτήτρια με ένα εκ των αρχηγών της Boko Haram. Όταν αρνήθηκε, ο αρχηγός της Boko Haram την χτύπησε και την τραυμάτισε με όπλο με αποτέλεσμα να μεταφερθεί σε κλινική. Ακολούθως, η Αιτήτρια μαζί με τα αδέλφια της μεταφέρθηκαν στην οικία της γιαγιάς της. Η γιαγιά της πληροφορήθηκε ότι ο πατριός της ερχόταν με άτομα της Boko Haram, και ότι αυτός έλαβε χρήματα για να την παντρέψει, με αποτέλεσμα η Αιτήτρια να διαφύγει. Πρόσθεσε ότι ακολούθησε κάποιες γυναίκες στην εκκλησία και με την βοήθεια γυναίκας ιερέα εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της. Ερωτηθείσα τι φοβάται ότι θα υποστεί σε περίπτωση επιστροφής της δήλωσε ότι οι Boko Haram θα την βλάψουν διότι ο πατριός της έλαβε χρήματα από αυτούς, την πώλησε σε αυτό τον άνδρα και δεν θα είναι ασφαλής εάν επιστρέψει στη Νιγηρία. Κατά τη διάρκεια των διευκρινιστικών ερωτήσεων, η Αιτήτρια δήλωσε ότι ήθελαν να την αναγκάσουν να παντρευτεί για να την προωθήσουν σε παράνομη διακίνηση (trafficking).
Ο αρμόδιος λειτουργός διέκρινε τέσσερις (4) ουσιώδεις ισχυρισμούς. Ο πρώτος ισχυρισμός αφορά τα προσωπικά στοιχεία, το προφίλ, τη χώρα καταγωγής και διαμονής της Αιτήτριας, ο δεύτερος ισχυρισμός ότι η μητέρα της Αιτήτριας δολοφονήθηκε από μέλη της Boko Haram καθότι αρνήθηκε να μεταστραφεί στο Ισλάμ, ο τρίτος αφορά τον ισχυρισμό της Αιτήτριας ότι ο πατριός της την κακοποιούσε σωματικά και σεξουαλικά και ο τέταρτος σχετικά με τον ισχυρισμό ότι ο πατριός της την ανάγκασε να παντρευτεί ένα αρχηγό της Boko Haram και όταν η Αιτήτρια αρνήθηκε, μέλη της Boko Haram την κακοποίησαν σωματικά. Αποδεκτός κρίθηκε μόνο ο πρώτος ισχυρισμός της Αιτήτριας αναφορικά με τα προσωπικά της στοιχεία ενώ οι λοιποί ισχυρισμοί απορρίφθηκαν.
Ειδικότερα, αναφορικά με τον ισχυρισμό ότι η μητέρα της Αιτήτριας δολοφονήθηκε από μέλη της Boko Haram λόγω της άρνησης της να μεταστραφεί στο Ισλάμ, ο λειτουργός επισήμαινε ότι η Αιτήτρια δεν παρείχε λεπτομέρειες σχετικά με την επίσκεψη μελών της Boko Haram στην οικία τους, δηλώνοντας γενικά ότι μέλη της Boko Haram επισκέπτονται οικίες χωρικών και σκοτώνουν ανθρώπους που δεν επιθυμούν να ασπαστούν το Ισλάμ (ερ.45-3χ του δ.φ.). Δεν ήταν σε θέση να αναφέρει πόσα μέλη επισκέφθηκαν την οικία τους, δηλώνοντας ότι δεν μπορούσε να τους περιγράψει καθότι έχασε τις αισθήσεις της (ερ. 44-1χ του δ.φ.). Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού, ο αρμόδιος λειτουργός επιβεβαίωσε ότι μέλη της Boko Haram επιτίθενται σε χριστιανούς στη Νιγηρία, εντούτοις ο ισχυρισμός ότι η μητέρα της δολοφονήθηκε από μέλη της Boko Haram, μετά από επίθεση δεν θεωρήθηκε αξιόπιστος και ο εν λόγω ισχυρισμός απορρίφθηκε λόγω της γενικότητας και της έλλειψης λεπτομερειών.
Αναφορικά με τον ισχυρισμό ότι ο πατριός της Αιτήτριας την κακοποιούσε σωματικά και σεξουαλικά, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι οι δηλώσεις της ήταν γενικές. Δεν ήταν σε θέση να περιγράψει τις συνθήκες υπό τις οποίες κακοποιήθηκε σεξουαλικά και σωματικά, τη συχνότητα των πράξεων του, τα συναισθήματα καθώς και τη σχέση της με τον πατριό της (ερ. 43-2χ, 42-1χ του δ.φ.). Περαιτέρω, οι αναφορές της σχετικά με τον τόπο διαμονής της κατά την περίοδο που ο πατριός της συνήθιζε να την κακοποιεί ήταν ασυνεπείς. Αρχικά δήλωσε ότι εκείνη την περίοδο διαβιούσε στην πολιτεία Kaduna, ωστόσο, κατά τα αρχικά στάδια της συνέντευξης της δήλωσε ότι ζούσε στο Benue. Ζητήθηκε από την Αιτήτρια να παρέχει διευκρίνηση σχετικά με αυτήν την ασυνέπεια, δηλώνοντας ασυνάρτητα ότι στην πολιτεία Benue πήγαινε στο σχολείο και τα Σαββατοκύριακα πήγαινε στη πολιτεία Kaduna (ερ. 43-2χ του δ.φ.). Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία, ο αρμόδιος λειτουργός κατέγραψε ότι λόγω του προσωπικού χαρακτήρα δεν δύναται να τεκμηριωθεί μέσω επίσημων πηγών, εντούτοις παρέθεσε πληροφορίες σχετικά με τη σεξουαλική κακοποίηση στη Νιγηρία καταλήγοντας ότι παρόλο που πηγές αναφέρουν ότι η σεξουαλική κακοποίηση είναι ευρέως διαδεδομένη, οι δηλώσεις της Αιτήτριας ήταν ασυνεπείς και στερούνταν εξειδίκευσης.
Αναφορικά με τον ισχυρισμό ότι ο πατριός της την ανάγκασε να παντρευτεί ένα αρχηγό της Boko Haram και όταν αρνήθηκε, μέλη της Boko Haram, την κακοποίησαν σωματικά, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι οι αναφορές της ήταν γενικές, αόριστες και χωρίς εξειδίκευση ώστε να υποδηλώνει γνήσια προσωπική εμπειρία. Η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να παρέχει πληροφορίες για την επίσκεψη μελών της Boko Haram στην οικία τους, δηλώνοντας με απροσδιόριστο τρόπο ότι ήθελαν να την παντρευτούν και να την υποβάλουν σε σεξουαλική δουλεία, χωρίς να είναι σε θέση να παρέχει πληροφορίες σχετικά με τι της συνέβη κατά τη διάρκεια αυτής της επίσκεψης (ερ. 42-2χ του δ.φ.). Κληθείσα να παρέχει πληροφορίες σχετικά με το γεγονός ότι ήθελαν να προβούν σε παράνομη διακίνηση (trafficking), απάντησε γενικά και απροσδιόριστα ότι αυτό πράττουν μέλη της Boko Haram στα κορίτσια (ερ. 41-1χ του δ.φ.). Επιπλέον, δεν ήταν σε θέση να παρέχει λεπτομερή και συγκεκριμένη περιγραφή των μελών της Boko Haram που επισκέφθηκαν την οικία της, δεν έδωσε οιανδήποτε πληροφορία για το άτομο το οποίο θα παντρευόταν και δεν έδωσε λεπτομερή και συγκεκριμένη περιγραφή για το περιστατικό όπου την χτύπησε ο συγκεκριμένος άνδρας (ερ. 41-2χ, 40-1χ του δ.φ.). Υπό το σκέλος της εξωτερικής αξιοπιστίας ο αρμόδιος λειτουργός κατέγραψε ότι λόγω της φύσης του ισχυρισμού της δεν ανευρέθηκαν πηγές που να επιβεβαιώνουν τις προσωπικές της περιστάσεις. Αναφορικά με την έμφυλη βία από μέλη της Boko Haram, ο λειτουργός παρέπεμψε σε εξωτερικές πηγές που επιβεβαιώνουν ότι κορίτσια και γυναίκες αποτελούν θύματα εμπορίας από μέλη της Boko Haram, εντούτοις η εσωτερική της αξιοπιστία δεν τεκμηριώθηκε. Η Αιτήτρια κατά τη διάρκεια της συνέντευξης της προσκόμισε 5 φωτογραφίες, όπου απεικονίζεται η ίδια τραυματισμένη στο μέτωπο, αφού ως δήλωσε δέχθηκε επίθεση από τον αρχηγό της Boko Haram. Εντούτοις, τα τραύματα που απεικονίζονται δεν μπορούν να συνδεθούν με την ισχυριζόμενη επίθεση και ως εκ τούτου, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε τις εν λόγω φωτογραφίες μη συναφείς προς υποστήριξη του ισχυρισμού της.
Στα πλαίσια του αποδεκτού ισχυρισμού, ήτοι τα προσωπικά στοιχεία, το προφίλ, τον τόπο καταγωγής και διαμονής της Αιτήτριας, ο λειτουργός συνήγαγε κατά την αξιολόγηση κινδύνου, ότι σε περίπτωση επιστροφής της στη πόλη Obudu της πολιτείας Cross River στην Νιγηρία, η Αιτήτρια δεν φέρει βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης και δεν υπάρχει εύλογη πιθανότητα να κινδυνεύσει με σοβαρή βλάβη.
Προχωρώντας στη νομική ανάλυση, ο λειτουργός κατέληξε στο ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις υπαγωγής της Αιτήτριας σε ένα από τους πέντε λόγους που εξαντλητικά προβλέπονται από το άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου και ως εκ τούτου δεν δικαιούται προσφυγικό καθεστώς. Επιπλέον, κρίθηκε ότι σε περίπτωση επιστροφής της στην Νιγηρία, συγκεκριμένα στη πόλη Obudu, η Αιτήτρια δεν θα κινδυνεύσει με θανατική ποινή ή εκτέλεση σύμφωνα με το άρθρο 19(2)(α) του περί Προσφύγων Νόμου, ούτε ενδέχεται να υποστεί βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία δυνάμει του άρθρου 19 (2)(β). Αναφορικά δε με το άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, οι Καθ' ων η αίτηση κατέληξαν, κατόπιν σχετικής έρευνας αναφορικά με την κατάσταση που επικρατεί στη χώρα καταγωγής της, η Αιτήτρια δεν θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη υπό την έννοια του συγκεκριμένου άρθρου σε περίπτωση επιστροφής της και ως εκ τούτου, το ενδεχόμενο υπαγωγής της σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας απορρίφθηκε.
Αξιολογώντας λοιπόν τα όσα έχουν ανωτέρω αναφερθεί υπό το φως και των νομοθετημένων προνοιών και μελετώντας επισταμένως τόσο την Έκθεση/Εισήγηση του λειτουργού της EUAA όσο και τις δηλώσεις της Αιτήτριας κατά την συνέντευξη της, καταλήγω στα εξής:
Υπενθυμίζεται ότι σύμφωνα με το άρθρο 16 του Περί Προσφύγων Νόμου [Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί], αρχικά, το βάρος απόδειξης το φέρει ο αιτών άσυλο ο οποίος υποχρεούται να υποστηρίξει την αίτηση του με όλα τα έγγραφα και στοιχεία που έχει στην κατοχή του, αλλά και γενικότερα να βοηθήσει την Υπηρεσία Ασύλου με τον καλύτερο τρόπο να διαπιστώσει τα γεγονότα της υπόθεσης του. Ως έχει νομολογηθεί, ο αιτών διεθνούς προστασίας πρέπει να καταβάλει ειλικρινή προσπάθεια να θεμελιώσει την αφήγησή του, ότι δηλαδή υπήρξε θύμα δίωξης στην χώρα καταγωγής του, ώστε να πληροί της προϋποθέσεις υπαγωγής του στο καθεστώς Διεθνούς Προστασίας. (βλ. WILLIAM CRISANTHA MAL FRANCIS KARUNARATHNA ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ κ.α, Υπόθεση Αρ. 1875/2008, 1 Μαρτίου 2010).
Κατά την διαπίστωση των πραγματικών γεγονότων, καθοριστικό ρόλο παίζει η αξιοπιστία ενός αιτούντος άσυλο. Προς τούτο τονίζω ότι ο όρος «αξιοπιστία» δεν ορίζεται από το Κοινό Ευρωπαϊκό Σύστημα Ασύλου. Η χρήση του όρου, από το άρθρο 4 παράγραφος 5 στοιχείο (ε) της οδηγίας 2011/95/EE αναφέρεται στη γενική αξιοπιστία ενός αιτούντος, αλλά αυτό είναι στο πλαίσιο ενός συγκεκριμένου κανόνα που διέπει τη μη επιβεβαίωση πτυχών των δηλώσεων του αιτούντος. Κατά συνέπεια, η αξιολόγηση της αξιοπιστίας αφορά τη διαδικασία έρευνας για το εάν το σύνολο ή μέρος των δηλώσεων του αιτούντος ή άλλα αποδεικτικά στοιχεία που υποβλήθηκαν από αυτόν σχετικά με τους ουσιώδεις ισχυρισμούς (material facts) μπορούν να γίνουν δεκτά προκειμένου να διαπιστωθεί εάν ο αιτητής εμπίπτει στις προϋποθέσεις παραχώρησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας.
Αυτή η αξιολόγηση μπορεί να περιλαμβάνει την επαλήθευση εάν οι δηλώσεις του αιτούντος είναι συνεπείς, επαρκώς λεπτομερείς, εύλογες και συμβατές με τα έγγραφά του, τις πηγές πληροφόρησης και κάθε άλλο αποδεικτικό στοιχείο που αποκτήθηκε. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η αξιολόγηση της αξιοπιστίας δεν σημαίνει ότι σε όλες τις περιπτώσεις ο υπεύθυνος λήψης αποφάσεων θα προβεί σε επαλήθευση και θα καταλήξει με απόλυτη βεβαιότητα αναφορικά με την αλήθεια των δηλώσεων του αιτούντος. Η Ύπατη Αρμοστεία έχει ορίσει την αξιοπιστία ως εξής: «Ο αιτών άσυλο κρίνεται αξιόπιστος, όταν έχει προβάλει ισχυρισμούς που παρουσιάζουν συνοχή και είναι εύλογοι, που δεν είναι αντιφατικοί με τα κοινά τοις πάσι γεγονότα και κατά συνέπεια μπορεί να οδηγήσουν τον υπεύθυνο της συνέντευξης στη δημιουργία πεποίθησης για το βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης που εκφράζει.». Η ως άνω προσέγγιση υιοθετήθηκε και από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην Υπόθεση JK και Others v Sweden, αριθμός αίτησης 59166/12, Παρ. 53.
Στο εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», αναφέρεται στην σελίδα 98, παράγραφος 4.5.3 ότι σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να γίνεται μια αντικειμενική και ισορροπημένη στάθμιση του κατά πόσον οι ισχυρισμοί του αιτητή αντικατοπτρίζουν αυτό που θα ήταν εύλογα αναμενόμενο από κάποιον με τις περιστάσεις του ο οποίος εκφράζει δια τούτων μια αληθινή προσωπική εμπειρία («Σε κάθε περίπτωση, απαιτείται ισορροπημένη και αντικειμενική αξιολόγηση του αν η αφήγηση του αιτούντος αντικατοπτρίζει την αφήγηση που αναμένεται από ένα πρόσωπο στην κατάσταση του αιτούντος το οποίο αφηγείται μια πραγματική προσωπική εμπειρία.»). Περαιτέρω, στην προηγούμενη σελίδα του εγχειριδίου, αναφέρεται ότι είναι γενικά εύλογο να αναμένεται ότι αίτημα θα πρέπει να παρουσιάζεται τεκμηριωμένα και με επαρκείς λεπτομέρειες αλλιώς οι ελλείψεις αυτές στις λεπτομέρειες μπορεί να συνιστούν έλλειψη σχετικών στοιχείων («Η μη επαρκής παροχή λεπτομερειών μπορεί επίσης να ισοδυναμεί με αυτό που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 5 στοιχείο β) της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση) ως έλλειψη «λυσιτελών στοιχείων».
Ακολούθως, κατά την απόφαση του ΔΕΕ, C – 277/11 M. κατά Minister for Justice, Equality and Law Reform, Ιρλανδίας, Attorney General, αποφ. ημερ. 22/11/2012 η αξιολόγηση μιας αίτησης διεθνούς προστασίας πρέπει να πραγματοποιείται σε δύο αυτοτελή στάδια: «Το πρώτο στάδιο αφορά τη διαπίστωση της συνδρομής των πραγματικών περιστατικών που αποδεικνύουν τη βασιμότητα της αιτήσεως, ενώ το δεύτερο στάδιο αφορά τη νομική εκτίμηση των εν λόγω αποδεικτικών στοιχείων, προκειμένου να αποφασισθεί αν πληρούνται, υπό το φως των πραγματικών περιστατικών της συγκεκριμένης υποθέσεως, οι ουσιαστικές προϋποθέσεις που θέτουν τα άρθρα 9 και 10 ή 15 της οδηγίας 2004/83 για την παροχή διεθνούς προστασίας.» Η εξακρίβωση των πραγματικών (ή ουσιωδών) περιστατικών είναι ύψιστης σημασίας για την αξιολόγηση του μελλοντικού κινδύνου που δύναται να αντιμετωπίσει ο εκάστοτε αιτών, εφόσον από αυτά θα προκύψουν γεγονότα που πιθανόν να τεκμηριώνουν παρελθούσα δίωξη ή γεγονότα που στην συνολική αξιολόγηση της αίτησης είναι καθοριστικά για μελλοντική δίωξη.[2]
Λαμβάνοντας υπόψιν το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, οι Καθ' ων η Αίτηση αξιολόγησαν τους ουσιώδεις ισχυρισμούς της Αιτήτριας (αξιολόγηση αξιοπιστίας) και βάσει αυτών που έγιναν αποδεκτοί, έκριναν στη συνέχεια ότι δεν υπάρχει πιθανότητα η Αιτήτρια να υποβληθεί σε μεταχείριση που συνιστά δίωξη ή σοβαρή βλάβη (αξιολόγηση κινδύνου).
Θα προχωρήσω στη συνέχεια σε έλεγχο της νομιμότητας και της ορθότητας της επίδικης απόφασης, δια της πλήρους και ex-nunc εξέτασης των γεγονότων και νομικών ζητημάτων που διέπουν αυτή, ενόψει της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 11(3) α του Περί Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018).
Αξιολόγηση των ισχυρισμών
Όσον αφορά τον αποδεκτό ισχυρισμό περί των προσωπικών στοιχείων, του εν γένει προφίλ και της χώρας καταγωγής της Αιτήτριας, θα συμφωνήσω με το συμπέρασμα του αρμόδιου λειτουργού και θα υιοθετήσω την κατάληξη των Καθ’ ων η αίτηση.
Ως προς τους λοιπούς ισχυρισμούς της Αιτήτριας, έχω εξετάσει με προσοχή τον διοικητικό φάκελο της Αιτήτριας και, όπως προκύπτει από τα στοιχεία που βρίσκονται σ΄ αυτόν, για τους λόγους που εκτενώς αναλύονται στην εισηγητική έκθεση του αρμόδιου λειτουργού (ερ.76-65 του δ.φ.), η οποία αποτελεί την αιτιολογική βάση της επίδικης απόφασης, κρίνω ότι ορθά ο δεύτερος, τρίτος και τέταρτος ισχυρισμός κρίθηκαν αναξιόπιστοι και απορρίφθηκαν, ευρήματα για τα οποία το Δικαστήριο δεν εντοπίζει λόγο διαφοροποίησης. Όπως αναλυτικά καταγράφεται στην εισηγητική έκθεση του αρμόδιου λειτουργού, οι απαντήσεις της Αιτήτριας χαρακτηρίζονται από γενικότητα, αοριστία, χωρίς να είναι σε θέση να περιγράψει επαρκώς την κακοποίηση από τον πατριό της ούτε την επίθεση που δέχθηκε από τον άνδρα που θα παντρευόταν.
Όσον αφορά τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό, ήτοι ότι η μητέρα της Αιτήτριας δολοφονήθηκε από μέλη της Boko Haram, λόγω της άρνησης αυτής να ασπαστεί το Ισλάμ, παρατηρώ ότι η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να περιγράψει το περιστατικό όπου απεβίωσε η μητέρα της, παρά το γεγονός ότι ήταν παρούσα. Οι περιγραφές της Αιτήτριας ήταν γενικές και δεν ήταν σε θέση να παρέχει μια συνεκτική και περιεκτική αφήγηση των όσων γεγονότων εκτυλίχθηκαν. Ανέφερε ότι ενώ έτρωγαν στην οικία τους, ήρθαν μέλη της Boko Haram και φώναζαν «Allah Akbar» (ερ. 46-2χ, 44-1χ του δ.φ.), η μητέρα της δεν αποκρίθηκε και το ίδιο βράδυ την σκότωσαν. Δεν ήταν σε θέση τα προσδιορίσει πόσα άτομα εισήλθαν στην οικία τους. Ερωτηθείσα τον λόγο που πήγαν συγκεκριμένα στην οικία τους, οι απαντήσεις της Αιτήτριας ήταν γενικόλογες, δηλώνοντας ότι η Boko Haram θέλει να λάβει τον έλεγχο της κυβέρνησης και οι χριστιανοί να μεταστραφούν στο Ισλάμ. Σε έρευνα του παρόντος Δικαστηρίου σχετικά με τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό επιβεβαιώθηκε ότι η Boko Haram από το 2019 επεκτάθηκε στη βορειοδυτική Νιγηρία με επιθέσεις που έλαβαν χώρα, μεταξύ άλλων και στην πολιτεία Kaduna[3] καθώς και ότι στοχοποιεί χριστιανούς. Υπάρχουν πολυάριθμες αναφορές για καταστροφές εκκλησιών και δολοφονίες χριστιανών, συμπεριλαμβανομένων αναφορών για αποκεφαλισμούς χριστιανών που αρνούνται να ασπαστούν το Ισλάμ. Σε ένα περιστατικό το 2014, η Boko Haram φέρεται να αποκεφάλισε όσους χριστιανούς άνδρες αρνούνταν να ασπαστούν το θρήσκευμα και πάντρευαν τις γυναίκες με μαχητές της Boko Haram. Οι επιθέσεις κατά χριστιανικών κοινοτήτων συνεχίστηκαν το 2020 και το 2021, με αποτέλεσμα πολλούς θανάτους και τη φυγή πολλών κατοίκων.[4]
Δημοσίευμα στην ιστοσελίδα The Christian Post του Δεκεμβρίου 2019 με τίτλο «Over 1,000 Christians in Nigeria killed by Fulani, Boko Haram in 2019: NGO report» αναφέρει ότι η HART, ένας μη κερδοσκοπικός οργανισμός που ιδρύθηκε από τη βουλευτή του Ηνωμένου Βασιλείου βαρόνη Caroline Cox για να «υποστηρίξει ανθρώπους που υποφέρουν από συγκρούσεις και διώξεις», δημοσίευσε μια έκθεση σύμφωνα με την οποία ο ακριβής αριθμός των θανάτων για το 2019 είναι άγνωστος. Ωστόσο, τα προκαταρκτικά στοιχεία δείχνουν ότι περισσότεροι από 1.000 Χριστιανοί έχουν σκοτώθηκε από τον Ιανουάριο του 2019. Η HART υπολογίζει ότι έχουν σκοτωθεί περισσότεροι από 6.000 χριστιανοί από το 2015 και 12.000 έχουν εκτοπιστεί από τα χωριά τους. Ένας εκπρόσωπος του HART διευκρίνισε στο Christian Post ότι η εκτίμηση των 1.000 θανάτων μετράει «κυρίως ανθρώπους που σκοτώθηκαν στις πολιτείες Plateau, Southern Kaduna και Taraba από βοσκούς Fulani», αλλά περιλαμβάνει επίσης δολοφονίες από την Boko Haram στην πολιτεία Borno. Ο αριθμός περιλαμβάνει επίσης τρομοκρατικές δολοφονίες της Boko Haram αξιωματικών ασφαλείας και στρατιωτών που πιστεύεται ότι ήταν χριστιανοί.[5]
Σύμφωνα με το ίδιο δημοσίευμα, υπήρξε αύξηση των εξτρεμιστικών επιθέσεων των Fulani στην πολιτεία Kaduna το 2019. Σύμφωνα με την έκθεση, υπήρξαν «πέντε μεγάλες επιθέσεις» στην Κaduna μεταξύ Ιανουαρίου και Νοεμβρίου, οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα συνολικά 500 θανάτους.[6]
Τέλος, σύμφωνα με στοχευμένη έρευνα στην πλατφόρμα ACLED Explorer για τις επιθέσεις που έλαβαν χώρα το μήνα Νοέμβριο 2019, στην Πολιτεία Kaduna της Νιγηρίας από ισλαμιστικές οργανώσεις, η έρευνα εντόπισε ένα περιστατικό ασφαλείας στην Πολιτεία το οποίο οδήγησε σε απώλεια μιας ανθρώπινης ζωής.[7]
Παρά το ότι υπάρχουν εξωτερικές πληροφορίες οι οποίες υποστηρίζουν την γενικότερη αξιοπιστία του ισχυρισμού, ήτοι ότι γενικότερα η Boko Haram επιτίθεται σε χριστιανούς εντούτοις και ως καταγράφεται ανωτέρω, η εσωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού δεν τεκμηριώνεται λόγω εμφανής έλλειψης εσωτερικής συνοχής επί των λεχθέντων της Αιτήτριας σε κύρια σημεία που άπτονται του πυρήνα του εν λόγω ισχυρισμού, όπως πότε έλαβε χώρα το περιστατικό και λεπτομερή περιγραφή του γεγονότος. Η Αιτήτρια, λαμβανομένου ότι ήταν παρούσα, όφειλε να είναι σε θέση να περιγράψει με σαφήνεια, ευκρίνεια και λεπτομέρεια τα κύρια στοιχεία που περιβάλλουν τον εν λόγω ισχυρισμό κάτι το οποίο δεν προκύπτει στην παρούσα περίπτωση και ως εκ τούτου φρονώ ότι ορθώς είχε απορριφθεί ο εν λόγω ισχυρισμός από τους Καθ’ων η Αίτηση.
Αναφορικά με τον τρίτο ουσιώδη ισχυρισμό, ότι ο πατριός της την κακοποιούσε σωματικά και σεξουαλικά, η αφήγηση της Αιτήτριας παρουσιάζει έλλειψη περιγραφικότητας και παραστατικότητας. Οι αναφορές της Αιτήτριας ως προς την συμπεριφορά του πατριού της αλλά και την καθημερινότητα μαζί του αφότου απεβίωσε η μητέρα της, στερούνται βιωματικότητα. Ενώ ισχυρίζεται ότι διαρκώς την παρενοχλούσε και δεν ένοιωθε ασφαλής, ερωτηθείσα πόσες φορές την κακοποίησε σεξουαλικά απάντησε μια φορά. Περαιτέρω, ερωτηθείσα πόσες φορές αποπειράθηκε να της επιτεθεί σεξουαλικά, αναφέρθηκε στην περίοδο που η μητέρα της βρισκόταν εν ζωή (ερ. 42-1χ του δ.φ.). Επιπλέον, από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου και συγκεκριμένα στο έντυπο ευαλωτότητας (ερ. 24-15 του δ.φ.), παρατηρώ, ότι ερωτηθείσα η Αιτήτρια τον λόγο που εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της ανέφερε ότι ο πατριός της την κακοποιούσε, προσπάθησε να την βιάσει αλλά κατάφερε να διαφύγει, προσθέτοντας στη συνέχεια ότι και ο αδελφός του πατριού της προσπάθησε να την βιάσει (ερ. 22 του δ.φ.). Οι εν λόγω αναφορές έρχονται σε αντίθεση με τα όσα δήλωσε μεταγενέστερα κατά τη διάρκεια της συνέντευξης της, ενώ όσο αφορά το περιστατικό με τον αδελφό του πατριού της ουδέποτε αναφέρθηκε.
Σε έρευνα του παρόντος Δικαστηρίου σχετικά με τον ως άνω ισχυρισμό της Αιτήτριας, το Δικαστήριο καταλήγει στο ότι ένεκα του προσωπικού χαρακτήρα του ισχυρισμού της Αιτήτριας δεν είναι δυνατή η άντληση πληροφοριών αναφορικά με αυτό. Για λόγους πληρότητας όμως, το Δικαστήριο προέβη σε έρευνα σε πληροφορίες από τη χώρα καταγωγής της Αιτήτριας, λαμβανομένου υπόψιν ότι το παρόν δικαστήριο έχει πρόσβαση σε ακριβείς και επικαιροποιημένες πληροφορίες από διάφορες πηγές σχετικά με τη γενική κατάσταση που επικρατεί στις χώρες καταγωγής και διέλευσης κατά τον χρόνο λήψης της απόφασής του [βλ. άρθρο 10 παράγραφος 4 της Οδηγία 2013/32/ΕΕ (αναδιατύπωση)]. Ειδικότερα, καταγράφεται ότι η σεξουαλική και έμφυλη βία στη Νιγηρία παρέμεινε «ευρέως διαδεδομένη».[8] Η κυβέρνηση της Νιγηρίας διαθέτει μια εθνική βάση δεδομένων για τη βία λόγω φύλου, η οποία παρακολουθεί σε πραγματικό χρόνο τα περιστατικά βίας λόγω φύλου σε ολόκληρη τη χώρα. Η βάση δεδομένων κατέδειξε ότι 42 504 περιπτώσεις σεξουαλικής και έμφυλης βίας αναφέρθηκαν στη Νιγηρία, εκ των οποίων το 83,4% παρέμενε «ανοικτό» και το 16,6% «έκλεισε», με 596 καταδικασθέντες δράστες.[9] Σύμφωνα με τη Διεθνή Αμνηστία, ο Υπουργός Γυναικείων Υποθέσεων ανέφερε ότι υπήρξαν 24 720 αναφορές σεξουαλικής και έμφυλης βίας το 2023, συμπεριλαμβανομένων 975 θανάτων.[10]
Οι πηγές ανέφεραν ότι οι περιπτώσεις σεξουαλικής και έμφυλης βίας δεν καταγγέλλονται εξαιτίας διαφόρων παραγόντων, όπως κοινωνικό στίγμα, «εσωτερικευμένη αποδοχή της βίας», το κόστος, τη διάρκεια των δικαστικών διαδικασιών, έλλειψη προστασίας και βοήθειας.[11] Η ενδοοικογενειακή βία θεωρείται ιδιωτική υπόθεση.[12] Σύμφωνα με την USDOS, η καταδίκη σε περιπτώσεις σεξουαλικών επιθέσεων και βιασμών ήταν «ασυνεπής και συχνά ήσσονος σημασίας». Στις αγροτικές περιοχές, τόσο η αστυνομία όσο και τα δικαστήρια δίσταζαν να δράσουν όταν το «επίπεδο της υποτιθέμενης κακοποίησης δεν υπερέβαινε τα τοπικά εθιμικά πρότυπα».[13]
Σύμφωνα με το Freedom House, η Νιγηρία έχει αυστηρούς νόμους για τον βιασμό και την ενδοοικογενειακή βία.[14] Σε έκθεση για τη Νιγηρία, το Υπουργείο Εξωτερικών των Κάτω Χωρών ανέφερε ότι ο νόμος του 2015 περί βίας κατά των προσώπων «απαγορεύει τη βία κατά των γυναικών και κοριτσιών» και παρέχει διάφορα είδη υποστήριξης, όπως ιατρική, ψυχοκοινωνική και νομική βοήθεια. Επιπλέον, σύμφωνα με την έκθεση οι επιζώντες έμφυλης βίας έχουν πρόσβαση σε καταφύγια, αλλά υπάρχουν ελλείψεις και δέχονται γυναίκες για σύντομο χρονικό διάστημα. Γενικά, η υποστήριξη από τις αρχές προς τα θύματα ήταν ανεπαρκής λόγω έλλειψης ικανοτήτων και πόρων.[15] Το 2021, δημιουργήθηκαν κέντρα παραπομπής για σεξουαλικές επιθέσεις, τα οποία προσφέρουν υπηρεσίες για επιζώντες σεξουαλικής βίας, συμπεριλαμβανομένων της παροχής συμβουλών, ιατρικής, ιατροδικαστικής, νομικής καθώς και ψυχοκοινωνικής υποστήριξης.[16]
Οι ανωτέρω πληροφορίες από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης, παρά το γεγονός ότι επιβεβαιώνουν το φαινόμενο ύπαρξης της σεξουαλικής και έμφυλης βίας εναντίον των γυναικών, εντούτοις ο ισχυρισμός της Αιτήτριας δε γίνεται αποδεκτός λόγω της έλλειψης εσωτερικής αξιοπιστίας, όπως αυτή αναλύθηκε από τον αρμόδιο λειτουργό στην Εισηγητική Έκθεση. Σε συνδυασμό με τα όσα αναφέρουν οι Καθ’ων η Αίτηση φρονώ ότι από την αφήγηση της Αιτήτριας απουσιάζει πλήρως το βιωματικό και προσωπικό στοιχείο. Αναφερόμενη σε καταστάσεις που κατ' ισχυρισμόν έχει βιώσει η ίδια και που την ανάγκασαν να αλλάξει τόσο τον τόπο διαμονής, όσο και τη χώρα καταγωγής της, θα ήταν αναμενόμενο οι περιγραφές της να παραπέμπουν σε βιωματικά περιστατικά. Αντίθετα, οι απαντήσεις της χαρακτηρίζονταν από επιφανειακότητα, ενώ σε αρκετά περιπτώσεις ήταν μονολεκτικές, αόριστες και μη ευλογοφανείς. Όταν παρουσιάζονται πληροφορίες που δίνουν σοβαρούς λόγους να αμφισβητηθεί η αλήθεια της αξίωσης των αιτούντων άσυλο, το άτομο πρέπει να παρέχει ικανοποιητική εξήγηση για τις εικαζόμενες ανακρίβειες[17] σε αυτές τις υποβολές, κάτι το οποίο δεν προκύπτει στην παρούσα περίπτωση της Αιτήτριας.
Τέλος, ως προς τον τέταρτο ουσιώδη ισχυρισμό της Αιτήτριας, ήτοι ότι ο πατριός της την ανάγκασε να παντρευτεί ένα αρχηγό της Boko Haram και όταν αρνήθηκε, μέλη της Boko Haram, την κακοποίησαν σωματικά, παρατηρώ ότι οι δηλώσεις της στερούνται ευλογοφάνειας και απουσίαζε το προσωπικό και βιωματικό στοιχείο. Επιπλέον, παρατηρώ χρονικές ανακολουθίες ως προς τον τόπο διαμονής της κατά τον ουσιώδη χρόνο όπου ο πατριός της την ανάγκασε να παντρευτεί αρχηγό της Boko Haram. Ελλιπείς, κρίνω και τις δηλώσεις της αναφορικά με τον κατ΄ισχυρισμό αναγκαστικό γάμο με ένα εκ των αρχηγών της Boko Haram. H Αιτήτρια δεν γνώριζε τα προσωπικά στοιχεία του άνδρα που θα παντρευόταν ούτε ήταν σε θέση να περιγράψει την αντίδραση της όταν της ανακοινώθηκε από τον πατριό της ότι θα παντρευόταν μέλος της Boko Haram. Περαιτέρω, οι δηλώσεις της ως προς το περιστατικό τραυματισμού της από τον συγκεκριμένο άνδρα, λόγω της άρνησης να τον παντρευτεί, στερούνται περιγραφικής λεπτομέρειας και συνοχής κατά τρόπο που να παραπέμπουν σε βιωματική εμπειρία της Αιτήτριας. Πέραν των ως άνω αναφερθέν θα συμφωνήσω και με την επισήμανση του αρμόδιου λειτουργού ως προς τις προσκομισθείσες φωτογραφίες (ερ. 33-38 του δ.φ.), όπου παρουσιάζεται τραύμα στο μέτωπο της Αιτήτριας. Η Αιτήτρια αρχικά υποστήριξε ότι δέχθηκε επίθεση και την τραυμάτισε με μαχαίρι (ερ. 45-1χ του δ.φ.), ενώ κατά την υποβολή διευκρινιστικών ερωτήσεων δήλωσε ότι την χτύπησε με όπλα (ερ. 41-2χ του δ.φ.). Επομένως, η γενικότητα των απαντήσεων της και η έλλειψη επαρκών λεπτομερειών, η ασυνέπεια και μη συνοχή στις απαντήσεις της οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η αξιοπιστία της δεν στοιχειοθετείται.
Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του τέταρτου ουσιώδη ισχυρισμού, σε έρευνα του παρόντος Δικαστηρίου, επιβεβαιώνεται ότι η Βoko Ηaram ασκεί εκτεταμένη βία λόγω φύλου σε γυναίκες και κορίτσια, συμπεριλαμβανομένων του εξαναγκασμού σε γάμο, τη σεξουαλική δουλεία και βιασμούς.[18]
Ωστόσο, ο ισχυρισμός της Αιτήτριας δεν γίνεται αποδεκτός λόγω της έλλειψης εσωτερικής αξιοπιστίας ως ορθώς καταγράφεται επί της έκθεσης εισήγησης και απορρίπτεται από το παρόν Δικαστήριο.
Δεδομένου ότι αφορά την πιθανότητα να υποστεί ο αιτητής δίωξη, το στοιχείο του «βάσιμου» στον ορισμό του πρόσφυγα είναι κυρίως ζήτημα πραγματολογικής εκτίμησης κινδύνου. Στην εκτίμηση αυτή, λαμβάνεται υπόψη η ατομική κατάσταση του αιτητή, όπως επίσης και πληροφορίες όσον αφορά τη γενική κατάσταση στη χώρα καταγωγής. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η αξιολόγηση επικεντρώνεται αρχικά στο κατά πόσον ένας τέτοιος φόβος είναι βάσιμος κατά τον χρόνο λήψης της απόφασης επί της αίτησης διεθνούς προστασίας, δηλαδή ο βάσιμος φόβος του αιτητή πρέπει να είναι τρέχων, και κατά δεύτερον, ο «βάσιμος φόβος» βασίζεται στην εκτίμηση του κινδύνου, η οποία είναι μελλοντοστραφής (άρθρο 4 παράγραφος 3 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ).
Συνεπακόλουθα και λαμβανόμενου υπόψιν ότι ορθώς η εσωτερική αξιοπιστία των ουσιωδών πραγματικών περιστατικών στην περίπτωση της Αιτήτριας δεν έγιναν αποδεκτά, το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν στοιχειοθετείται το στοιχείο του βάσιμου φόβου δίωξης στην περίπτωσή της. Συνεπώς, οι ισχυρισμοί της Αιτήτριας που ορθώς έγιναν αποδεκτοί από τον αρμόδιο λειτουργό, ήτοι τα προσωπικά στοιχεία και ο τόπος συνήθους διαμονής της, δεν σχετίζονται με τους λόγους που προβλέπονται από τη Σύμβαση της Γενεύης του 1951 (δίωξη λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, συμμετοχής σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα ή πολιτικών πεποιθήσεων) και δεν αποτελούν βάση για την αναγνώριση ενός προσώπου ως πρόσφυγα. Ούτε προκύπτει ότι η βλάβη που επικαλείται είναι αρκούντως σοβαρή λόγω της φύσης ή της επανάληψης των επαπειλούμενων περιστατικών, ώστε να συνιστά σοβαρή παραβίαση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων (βλ. άρθρο 3Γ Περί Προσφύγων Νόμου).
Επιπλέον, λαμβάνω υπόψη μου τα όσα αναφέρονται επί του άρθρου 18 (3 (γ) του Περί Προσφύγων Νόμου, ήτοι την ατομική κατάσταση και τις προσωπικές περιστάσεις του αιτητή, συμπεριλαμβανομένων παραγόντων όπως το προσωπικό ιστορικό, το φύλο και η ηλικία. Συνεπακόλουθα σημειώνεται ότι η Αιτήτρια δεν ανέφερε οποιαδήποτε ευαλωτότητα ή και προβλήματα υγείας, είναι ενήλικας με ικανοποιητικό μορφωτικό επίπεδο και ως εκ τούτου είναι εύλογα αναμενόμενο να είναι σε θέση να στοιχειοθετήσει τους ισχυρισμούς της κατά τρόπο που να παραπέμπουν σε βιωματικό περιστατικό. Συνάμα λαμβάνω υπόψη μου τα όσα καταγράφονται στο έντυπο διαλογής και αξιολόγησης πιθανούς δείκτες ευαλωτότητας ως προς το προσωπικό προφίλ της Αιτήτριας (βλ. ερ 24 δ.φ.) όπου σημειώνεται ότι η Αιτήτρια δεν αντιμετωπίζει οποιουσδήποτε δείκτες ευαλωτότητας.
Συμπερασματικά, εξ όσων η Αιτήτρια ανέφερε τόσο κατά τη διοικητική, όσο και κατά την παρούσα δικαστική διαδικασία, παρατηρώ ότι δεν προκύπτει ένα σαφές, συμπαγές και ευλογοφανές αφήγημα το οποίο να στοιχειοθετεί κατά τρόπο που να παραπέμπει σε βιωματικό περιστατικό τους λόγους για τους οποίους έφυγε από τη χώρα καταγωγής της και αιτήθηκε διεθνή προστασία.
Επομένως, η γενικότητα των απαντήσεων της, η έλλειψη επαρκών λεπτομερειών και σε κάποια σημεία η έλλειψη ευλογοφάνειας, αλλά και οι αντιφάσεις στις οποίες υπέπεσε οι οποίες εύλογα προκύπτουν από το περιεχόμενο της έκθεσης -εισήγησης, οδηγούν στο συμπέρασμα πως η Αιτήτρια δεν κατόρθωσε να θεμελιώσει βάσιμο φόβο δίωξης ο οποίος απορρέει από τους εν λόγω ισχυρισμούς της.
Ούτε και ενώπιον μου και λαμβανομένου της έκτασης του ελέγχου που ασκεί το παρόν Δικαστήριο, προέβαλε οποιουσδήποτε συγκεκριμένους ισχυρισμούς οι οποίοι να ανατρέπουν τα ευρήματα των Καθ' ων η Αίτηση, ούτε στο πλαίσιο της γραπτής της αγόρευσης ούτε και κατά την ακροαματική διαδικασία.
Η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το θέμα που εξετάζεται. Το κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και τη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων τα οποία παρέχουν ασφαλή συμπέρασμα. (Βλέπε Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.α., Α.Ε. 1518/1.11.96, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου, Α.Ε. 1575/14.7.97 , Α.Ε.2371, Motorways Ltd v Δημοκρατίας ημερ. 25/6/99). Είναι εμφανές πως, η Υπηρεσία Ασύλου διενήργησε τη δέουσα έρευνα όλων των ζητημάτων που έθεσε η Αιτήτρια ενώπιον της. Οι Καθ' ων η αίτηση συνεκτίμησαν και αξιολόγησαν όλα τα στοιχεία που είχαν ενώπιον τους, προτού καταλήξουν στην προσβαλλόμενη απόφαση.
Περαιτέρω, ο λειτουργός παρείχε επαρκή αιτιολογία για το λόγο μη υπαγωγής της Αιτήτριας στο καθεστώς διεθνούς προστασίας. Η δε αιτιολογία συμπληρώνεται και από το περιεχόμενο του Διοικητικού Φακέλου, ιδίως δε την αίτηση της Αιτήτριας για διεθνή προστασία, το πρακτικό της συνέντευξης και την εισήγηση του λειτουργού.
Η επάρκεια της αιτιολογίας, συναρτάται άμεσα με τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά και τη φύση της κάθε υπόθεσης και εξαρτάται, όχι από την έκταση του λεκτικού της αλλά από την ουσία του περιεχομένου της. Μπορεί να είναι λακωνική, αρκεί να είναι επαρκής. Η μορφή και η έκταση της επιβαλλόμενης αιτιολογίας ποικίλλουν ανάλογα με το θέμα που πραγματεύεται η πράξη και τις συνθήκες που την περιβάλλουν. Βλ. Ράφτης v. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 345, Pissas v. Republic (1974) 3 C.L.R. 476.
Σύμφωνα δε με το άρθρο 29 του Ν.158(Ι)/99 και την πάγια νομολογία, η αιτιολογία μιας πράξης μπορεί να συμπληρωθεί ή αναπληρωθεί από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, όπως και από το σύνολο της όλης διοικητικής ενέργειας νοουμένου, όμως, ότι τα απαιτούμενα στοιχεία προκύπτουν από το φάκελο, κατά τρόπο βέβαιο και αναντίλεκτο (Παναγιωτίδης v. Υπουργείου Συγκοινωνιών και Έργων κ.ά. (1998) 3 ΑΑΔ 342, Θ. Χριστοφή & Σία Λτδ v. Yπουργού Οικονομικών κ.ά. (1998) 3 ΑΑΔ 427), ως ισχύει στην παρούσα περίπτωση.
Η αιτιολογία μιας απόφασης για να θεωρείται ότι είναι σύμφωνη με τις Γενικές αρχές του Διοικητικού Δικαίου, Άρθρα 26 και 28 του Νόμου 158(Ι)/1999 και την πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, θα πρέπει να περιέχει τους πραγματικούς λόγους και την νομική βάση στην οποία υπήγαγε τα γεγονότα ώστε να καταλήξει στη συγκεκριμένη απόφαση. Όμως η διατύπωση θα πρέπει να γίνεται με τρόπο που να δίνει την δυνατότητα στο Δικαστήριο να ελέγξει τη νομιμότητα της (Βλ. Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998)3 Α.Α.Δ.270).
Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι γραπτή και δεόντως αιτιολογημένη όπως απαιτείται από το Νόμο. Η αιτιολογία της απόφασης συνοδεύει την επιστολή ημερ. 19/01/2023, η οποία αποτελείται από την έκθεση του αρμόδιου λειτουργού (ερ. 76-65 του δ.φ.). Είναι σαφής και δεν αφήνει καμία αμφιβολία ως προς τους πραγματικούς και νομικούς λόγους που οδήγησαν τους Καθ' ων η αίτηση στην απόφαση τους.
Συμπερασματικά, η Υπηρεσία Ασύλου προέβη σε πλήρη και επαρκή αιτιολογία της απορριπτικής απόφασης της αίτησης διεθνούς προστασίας της Αιτήτριας, ενώ στην ίδια κοινοποιήθηκε εγγράφως επιστολή της οποίας το περιεχόμενο της γνωστοποιήθηκε με τη βοήθεια διερμηνέα.
Επίσης, δε μπορεί να αναγνωριστεί στην Αιτήτρια «το ευεργέτημα της αμφιβολίας», όπως αυτό καθορίζεται στην παράγραφο 204 του Εγχειριδίου, για τις διαδικασίες και τα κριτήρια καθορισμού του καθεστώτος των προσφύγων. Το ευεργέτημα της αμφιβολίας δίδεται μόνο εκεί όπου ο αιτητής έχει υποβάλει όλα τα διαθέσιμα σε αυτόν στοιχεία σε σχέση με την αίτησή του, τα οποία έχουν ελεγχθεί και, ο αρμόδιος λειτουργός ή/και ο Προϊστάμενος ικανοποιούνται ότι ο αιτητής είναι γενικά αξιόπιστος. Εν προκειμένω, η Αιτήτρια δεν τεκμηρίωσε είτε στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας είτε της παρούσας διαδικασίας οποιοδήποτε ειδικό ισχυρισμό περί δίωξης. Όπως έχει εξάλλου νομολογηθεί, κρίση επί της αξιοπιστίας του Αιτητή και έγερση κωλύματος έγκρισης αίτησης για το λόγο της αναξιοπιστίας ως προς τα προβαλλόμενα από τον Αιτητή είναι επιτρεπτή. (Βλ. σχετικά απόφαση στην υπόθεση Amiri v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων κ.ά. (2009) 3 ΑΑΔ 358, καθώς και την απόφαση του Δικαστηρίου τούτου στην υπόθεση Khalil v. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 466/2010, 28.9.2012).
Επιπρόσθετα, ούτε στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας εμπίπτει η Αιτήτρια, η οποία δίδεται όταν ο αιτητής πρόκειται να αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα ιθαγένειας του.
Για τη διαπίστωση αυτού του πραγματικού κινδύνου θα πρέπει να υπάρχουν, όπως ρητά προνοεί το άρθρο 19(1), «ουσιώδεις λόγοι». Περαιτέρω, σοβαρή βλάβη ή σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη κατά το εδάφιο (2) του άρθρου 19, σημαίνει κίνδυνο αντιμετώπισης θανατικής ποινής, βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας, παραβίασης ανθρωπίνου δικαιώματος, τόσο κατάφωρης ώστε να ενεργοποιούνται οι διεθνείς υποχρεώσεις της Δημοκρατίας ή να υπάρχει απειλή κατά της ζωής, της ασφάλειας ή της ελευθερίας ως αποτέλεσμα άσκησης αδιάκριτης βίας λόγω συνθηκών ένοπλής σύγκρουσης ή συστηματικών και γενικευμένων παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Ως προς τους παράγοντες που δύνανται να ληφθούν υπόψιν ως προς την αξιολόγηση του συστατικού στοιχείου της αδιάκριτης βίας, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: το ΔΕΕ) επεσήμανε σε πρόσφατη απόφασή του ότι συνιστούν «[.]μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 (πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C‑285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών.» (ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας 10/06/2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland, σκέψη 43)
Περαιτέρω, ως προς τον προσδιορισμό του επιπέδου της ασκούμενης αδιάκριτης βίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: το ΕΔΔΑ) στην απόφασή του Sufi and Elmi (ΕΔΔΑ, απόφαση επί των προσφυγών 8319/07και 11449/07, ημερομηνίας 29/11/2011), αξιολόγησε, διευκρινίζοντας ότι δεν κατονομάζονται εξαντλητικά, τη χρήση μεθόδων και τακτικών πολέμου εκ μέρους των εμπόλεμων πλευρών οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο αμάχων θυμάτων ή ευθέως στοχοποιούν αμάχους, εάν η χρήση αυτών είναι διαδεδομένη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, και, τελικά, τον αριθμό των αμάχων που έχουν θανατωθεί, τραυματιστεί και εκτοπιστεί ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης.
Όπως διευκρίνισε το ΔΕΕ «ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως η χαρακτηρίζουσα βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές, οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας» (Βλ. απόφαση στην C-465/07, Meki Elgafaji, Noor Elgafaji - Staatssecretaris van Justitie, ημερομηνίας 17/12/2009). Ιδίως ως προς την εφαρμογή της αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας, το ΔΕΕ στην ως άνω απόφαση διευκρίνισε ότι «όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας».
Λαμβάνοντας υπόψη τα δεδομένα ασφαλείας του τόπου συνήθους διαμονής της Αιτήτριας, τη πόλη Obudu της πολιτείας Cross River, όπως προκύπτουν από επικαιροποιημένες διεθνείς πηγές, παρατηρώ τα ακόλουθα:
Σύμφωνα με Έκθεση της EUAA (πρώην EASO) που δημοσιεύτηκε τον Ιούνιο του 2021, οι εθνοτικές ή κοινοτικές συγκρούσεις αποτελούσαν πηγή βίας στην πολιτεία Cross River και τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει πιο συχνές και πιο επικίνδυνες για τον πληθυσμό. Το 2020, κύριοι δρώντες των συγκρούσεων στην περιοχή περιελάμβαναν τις τοπικές κοινότητες, κτηνοτρόφους και αγρότες, αντίπαλες αιρετικές συμμορίες, εγκληματικές συμμορίες και όχλο (mobs). H κυβέρνηση της Νιγηρίας συνέχισε να αναπτύσσει ένοπλες δυνάμεις για την αντιμετώπιση ζητημάτων εσωτερικής ασφάλειας, όπως, ληστείες και απαγωγές. Σε σύγκριση με το 2019, σημειώθηκε μείωση των περιστατικών κοινοτικής βίας στην πολιτεία κατά τη διάρκεια του 2020. Ωστόσο, η κοινοτική βία, συμπεριλαμβανομένων των συγκρούσεων μεταξύ αγροτών/κτηνοτρόφων, αποτελούσε μια από τις κυριότερες πηγές συγκρούσεων στη πολιτεία, μαζί με την εγκληματική, την αιρετική βία, την αυτοδικία και τη δικαιοσύνη του όχλου, τις συγκρούσεις μεταξύ αστυνομίας και μαχητών ή διαδηλωτών. Οι κοινοτικές πολιτοφυλακές ενεπλάκησαν σε ένοπλες συγκρούσεις για συνοριακές διαφορές, με αποτέλεσμα θανάτους και τραυματισμούς. Αναφέρθηκαν επίσης συγκρούσεις μεταξύ συμμοριών. Οι απαγωγές για λύτρα έχουν επίσης καταστεί μείζον ζήτημα ασφάλειας στην πολιτεία.[19]
Σύμφωνα με την πιο πρόσφατη Έκθεση της EUAA, η οποία δημοσιεύτηκε τον Ιούλιο του 2024, καταγράφηκαν επιθέσεις από Καμερουνέζους αυτονομιστές στη κοινότητα Belengete της πολιτείας Cross River, που οδήγησαν σε εκτοπισμούς, τραυματισμούς, εξαφανίσεις, βιασμούς, δολοφονίες και απαγωγές. Επίσης, το 2023, στη περιοχή του Νότου-Νότου, όπου υπάγεται η πολιτεία Cross River, αιρέσεις ενεπλάκησαν σε συγκρούσεις με αντίπαλες αιρέσεις, τις δυνάμεις ασφαλείας και τους τοπικούς εκδικητές.[20]
Ειδικότερα, σύμφωνα με τα στοιχεία του Armed Conflict Location & Event Data Project (ACLED), για το διάστημα από 01/10/2023 έως 04/10/2024, σημειώθηκαν στην πολιτεία Cross River, όπου εμπίπτει η πόλη Obudu (τελευταίος τόπος συνήθους διαμονής της Αιτήτριας), 48 περιστατικά ασφαλείας τα οποία οδήγησαν σε 53 ανθρώπινες απώλειες.[21] Λαμβάνοντας υπόψιν τα παραπάνω δεδομένα δεν διακρίνω την ύπαρξη κατάστασης αδιάκριτης βίας λόγω ένοπλης σύρραξης στη πολιτεία Cross River, ή έστω αδιάκριτης βίας λόγω ένοπλης σύρραξης η οποία να εξικνείται σε τέτοιο βαθμό ώστε η Αιτήτρια λόγω της παρουσίας της και μόνο στο έδαφος της περιοχής αυτής να έρχεται αντιμέτωπη με πραγματικό κίνδυνο σοβαρής απειλής, υπό την έννοια του άρθρου 19(2)(γ) του Περί Προσφύγων Νόμου.
Με βάση το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου και αφού εξέτασα, τόσο τη νομιμότητα, όσο και την ουσία της παρούσης, καταλήγω ότι το αίτημα της Αιτήτριας εξετάστηκε επιμελώς σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και εύλογα η Υπηρεσία Ασύλου απέρριψε την αίτηση της Αιτήτριας. Η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, αποτελεί το προϊόν επαρκούς έρευνας και ορθής αξιολόγησης όλων των δεδομένων και στοιχείων, σύμφωνα και με το Νόμο.
Ορθά η Διοίκηση, κατέληξε ότι τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης δε στοιχειοθετούσαν τις αναγκαίες προϋποθέσεις για να αναγνωριστεί στην Αιτήτρια το καθεστώς του πρόσφυγα, ως προβλέπεται στα άρθρα 3-3Δ του Νόμου, αφού δεν τεκμηριώθηκε βάσιμος φόβος δίωξης, για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, ούτε το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας που προβλέπεται στο άρθρο 19 του Νόμου, αφού αυτή «δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο ότι θα υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη, ως καθορίζεται στο άρθρο 19(2)».
Τέλος, σημειώνεται ότι το Διάταγμα του Υπουργού Εσωτερικών ημερομηνίας 31.05.2024 (Κ.Δ.Π. 191/24) με το οποίο η χώρα καταγωγής της Αιτήτριας ορίζεται ως ασφαλής τρίτη χώρα, χωρίς εν προκειμένω αυτή να έχει προβάλει οποιουσδήποτε ισχυρισμούς/στοιχεία που αφορούν προσωπικά στην ίδια και οι οποίοι να ανατρέπουν το τεκμήριο περί ασφαλούς τρίτης χώρας. Στην αξιολόγηση αυτή λαμβάνεται υπόψη και η ικανότητα του κράτους να παρέχει προστασία στους πολίτες της από παραβιάσεις των δικαιωμάτων τους (βλ. άρθρο 12Βτρις(2) του περί Προσφύγων Νόμου). Η Αιτήτρια δεν κατόρθωσε να ανατρέψει αυτό το τεκμήριο, ενώ υπενθυμίζεται, σχετικά, ότι η διεθνής προστασία αποτελεί προστασία δευτερεύουσα εκείνης της χώρας καταγωγής.
Η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με €1000 έξοδα εναντίον της Αιτήτριας και υπέρ των Καθ' ων η αίτηση.
[1] «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», Επαμεινώνδας Π. Σπηλιωτόπουλος, 14ης Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 260, υποσημ. 72, «Εισηγήσεις Διοικητικού Δικονομικού Δικαίου, Χαράλαμπος Χρυσανθάκης, 2η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη σελ. 247 και «Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο», Π.Δ. Δαγτόγλου, σελ. 552.
[2] European Asylum Support Office – EASO, ‘Δικαστική ανάλυση – Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου’, 2018, σελ. 132 - 135
[4] Country Guidance: Nigeria, Common analysis and guidance note (Οκτώβριος 2021) https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/2022-01/Country_Guidance_Nigeria_2021.pdf σελ. 62
[5] Samuel Smith, Over 1,000 Christians in Nigeria killed by Fulani, Boko Haram in 2019: NGO report, The Christian Post, December 14, 2019 https://www.christianpost.com/news/over-1000-christians-in-nigeria-killed-by-fulani-boko-haram-in-2019-ngo-report.html
[6] Samuel Smith, Over 1,000 Christians in Nigeria killed by Fulani, Boko Haram in 2019: NGO report, The Christian Post, December 14, 2019 https://www.christianpost.com/news/over-1000-christians-in-nigeria-killed-by-fulani-boko-haram-in-2019-ngo-report.html
[7] ACLED EXPLORER, 1/11/2019-30/11/2019, Kaduna State, available at: https://acleddata.com/explorer/
[8] British Council, Impact Report – Rule of Law and Anti-Corruption in Nigeria: Tackling sexual and gender-based violence, 2023, https://www.justice-security.ng/sites/default/files/rolac_c2_impact_report_tackling_sexual_gender_based_violence_final.pdf , p. 2
[9] EUAA, Country of Origin Information, Nigeria - Country Focus, July 2024, https://www.ecoi.net/en/file/local/2112320/2024_07_EUAA_COI_Report_Nigeria_Country_Focus.pdf , p.59
[10] AI, Amnesty International Report 2023/2024 - Nigeria, 24 April 2024, https://www.amnesty.org/en/wp-content/uploads/2024/04/WEBPOL1072002024ENGLISH.pdf , p.286
[11] British Council, Impact Report – Rule of Law and Anti-Corruption in Nigeria: Tackling sexual and gender-based violence, 2023, https://www.justice-security.ng/sites/default/files/rolac_c2_impact_report_tackling_sexual_gender_based_violence_final.pdf p.2, Netherlands, Ministry of Foreign Affairs, General Country of Origin Information Report Nigeria, January 2023file:///C:/Users/User/Downloads/Country+of+Origin+Information+Report+Nigeria+January+2023.pdf, p.62, Fwangyil G. A., The Dynamics of Gender-Based Violence in the Contemporary Nigerian Society: an Exploration of Aiwanose Odafen’s Tomorrow I Become A Woman, December 2023, file:///C:/Users/User/Downloads/ajol-file-journals_274_articles_261365_6584466338601.pdf , p.152
[12] Netherlands, Ministry of Foreign Affairs, General Country of Origin Information Report Nigeria, January 2023file:///C:/Users/User/Downloads/Country+of+Origin+Information+Report+Nigeria+January+2023.pdf, p.62,
[13] USDOS, Country Reports on Human Rights Practices for 2023 – Nigeria, 23 April 2024, https://www.state.gov/wp-content/uploads/2024/02/528267_NIGERIA-2023-HUMAN-RIGHTS-REPORT.pdf , p.27,28
[14]Freedom House, Freedom in the World 2024 - Nigeria, 29 February 2024, https://freedomhouse.org/country/nigeria/freedom-world/2024
[15] Netherlands, Ministry of Foreign Affairs, General Country of Origin Information Report Nigeria, January 2023, file:///C:/Users/User/Downloads/Country+of+Origin+Information+Report+Nigeria+January+2023.pdf p. 64
[16] Nigeria, NAPTIP, Violence Against Persons (Prohibition) Act 2015 Annual Report 2021, 9 February 2023, file:///C:/Users/User/Downloads/VAPP_2021_Report__.pdf p. 27
[17] JK and Others v Sweden Αριθμός Υπόθεσης 59166/12 ημερ.23 Αυγούστου 2016 Παρ. 93
[18] USDOS, Country Reports on Human Rights Practices for 2023 – Nigeria, 23 April 2024, https://www.state.gov/wp-content/uploads/2024/02/528267_NIGERIA-2023-HUMAN-RIGHTS-REPORT.pdf , p.2, 15,32
[19] EASO, ‘Country Guidance: Nigeria Common analysis and guidance note’, October 2021, p 121, https://www.ecoi.net/en/file/local/2063766/Country_Guidance_Nigeria_2021.pdf, [Ημερομηνία Πρόσβασης: 10/10/2024]
[20] EUAA, ‘Nigeria – Country Focus Country of Origin Information Report’, July 2024, p. 48-50, https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/2024-07/2024_07_EUAA_COI_Report_Nigeria_Country_Focus.pdf [Ημερομηνία Πρόσβασης: 10/10/2024]
[21] ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION - ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Project, διαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο: https://acleddata.com/explorer/ (βλ. πλατφόρμα Explorer, με χρήση των ακόλουθων στοιχείων ανάλυσης: METRIC: Event Counts/Fatality Counts, EVENT CATEGORIES: Event Types (Battles / Violence against civilians / Explosions/Remote violence / Riots / Protests) DATE RANGE: 01.10.2023 – 04.10.2024, REGION: Africa, COUNTRY: Nigeria, ADMIN UNIT: Cross River) [Ημερομηνία Πρόσβασης: 10/10/2024]
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο