
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
07 Οκτωβρίου 2024
[Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, ΔΔΔΔΠ.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
S.P
Αιτήτρια
-και-
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ,
μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ' ων η Αίτηση
....................
Δ.Κακουλλής (κος), Δικηγόρος της Αιτήτριας
Μ.Τρεμούρη (κα) για Α. Αριστείδου (κα), δικηγόρος για τους Kαθ' ων η αίτηση.
Αιτήτρια παρούσα
(Ηλίας Φασουλής (κος), μεταφραστής για πιστή μετάφραση από Γαλλικά σε Ελληνικά και αντίστροφα.)
ΑΠΟΦΑΣΗ
Δ. Κατσαρίδης Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Η Αιτήτρια με την παρούσα προσφυγή αξιώνει την ακύρωση της απόφασης των Καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 25/10/2021, η οποία κοινοποιήθηκε στην Αιτήτρια στις 16/11/2021, και με την οποία έλαβε γνώση της απόρριψης της αίτησής της για παραχώρηση σε αυτήν καθεστώτος διεθνούς προστασίας καθότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 3 και 19 του Περί Προσφύγων Νόμο.
Γεγονότα
Όπως προκύπτει από την Ένσταση που καταχωρήθηκε από την ευπαίδευτη συνήγορο που εκπροσωπεί τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης έχουν ως κατωτέρω:
Η Αιτήτρια είναι υπήκοος της Ακτής Ελεφαντοστού και συμπλήρωσε αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας στις 10/07/2018. Στις 16/10/2020, πραγματοποιήθηκε συνέντευξη της Αιτήτριας από αρμόδιο λειτουργό του Οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το Άσυλο (European Union Agency for Asylum, εφεξής EASO). Στις 15/10/2021, ο αρμόδιος λειτουργός ετοίμασε Έκθεση και Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με την συνέντευξη της Αιτήτριας. Στη συνέχεια, ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε την εισήγηση για απόρριψη της αίτησης ασύλου της Αιτήτριας στις 25/10/2021. Στις 10/11/2021, η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική επιστολή μαζί με την αιτιολόγηση της απόφασης της σχετικά με το αίτημα της Αιτήτριας, η οποία παραλήφθηκε και υπογράφτηκε ιδιοχείρως από την Αιτήτρια στις 16/11/2021.
ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ
Ο συνήγορος της Αιτήτριας, στην προσφυγή την οποία κατέθεσε προέβαλε πλήθος λόγων ακυρώσεων τους οποίους ωστόσο δεν ανέπτυξε δια της γραπτής του αγόρευσης. Στο πλαίσιο της γραπτής του αγόρευσης υποστηρίζει, ότι οι καθ’ ων η αίτηση δεν προέβησαν σε δέουσα έρευνα, η απόφαση είναι εκ τούτου προϊόν πλάνης και δεν αιτιολογείται επαρκώς. Τέλος, υποστηρίζει ότι οι καθ’ ων η αίτηση δεν προέβησαν σε έρευνα σχετικά με τις συνθήκες που επικρατούν στη χώρα καταγωγής της Αιτήτριας.
Από την πλευρά τους οι Καθ' ων η αίτηση υπεραμύνονται της επίδικης πράξης. Υποδεικνύουν ότι οι εγειρόμενοι λόγοι προσφυγής δεν προβάλλονται σύμφωνα με τις επιταγές του Κανονισμού 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, υποδεικνύουν δε ότι όσοι λόγοι προσφυγής δεν αναπτύσσονται επαρκώς στη γραπτή αγόρευση της Αιτήτριας οφείλουν να θεωρηθούν νομολογιακά εγκαταλειφθέντες και συνεπώς ως μη δεκτικοί εξέτασης από το παρόν Δικαστήριο. Στο πλαίσιο της αντίκρουσης των προωθούμενων από την Αιτήτρια λόγων ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης, οι Καθ'ων η αίτηση υποστηρίζουν, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε μετά από δέουσα έρευνα και ορθή ενάσκηση των εξουσιών που δίνει ο Νόμος στους Καθ' ων η αίτηση και αφού αξιολογήθηκαν όλα τα ουσιώδη στοιχεία, γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης και πως η επίδικη πράξη να είναι δεόντως αιτιολογημένη.
ΚΑΤΑΛΗΞΗ
Καταρχάς και σύμφωνα με πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, οι λόγοι προσφυγής που δεν αναπτύσσονται στο πλαίσιο της αγόρευσης του αιτητή θεωρούνται ως εγκαταλειφθέντες. Το ίδιο ισχύει και με τους λόγους σε σχέση με τους οποίους δεν προβάλλεται οποιαδήποτε επιχειρηματολογία προς υποστήριξή τους. (Βλ. συναφώς Υπόθεση Αρ. 692/89, Level Tachexcavs Ltd v. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λευκωσίας, ημερ. 17.12.1990, (1990) 3 ΑΑΔ 4407, Α.Ε. Αρ. 2421, Kokos Athanasiou Motors Ltd v. Δημοκρατίας, ημερ. 24.1.2020 (2000) 3 ΑΑΔ 21, Υπόθεση Αρ. 1073/2004, Γεωργίας Αντωνίου κ.α. ν. Δημοκρατίας, μέσω Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, ημερ. 6.2.2007).
Υπό το φως της πιο πάνω νομολογίας, όλοι οι λόγοι προσφυγής που αναφέρονται ως τίτλοι στο πλαίσιο του δικογράφου της προσφυγής και δεν προωθούνται με τη γραπτή αγόρευση της Αιτήτριας θεωρούνται ως εγκαταλειφθέντες.
Επιπλέον, παρατηρώ ότι οι λόγοι προσφυγής, όπως αναπτύσσονται στο πλαίσιο της γραπτής αγόρευσης της Αιτήτριας χαρακτηρίζονται από γενικότητα και απουσιάζει η υπαγωγή των περιστάσεων της Αιτήτριας και των γεγονότων της υπόθεσης στις κατ΄ επίκληση παραβιασθείσες διατάξεις. Η αναγκαιότητα έγερσης των λόγων προσφυγής με ευκρίνεια και λεπτομέρεια είναι θεμελιώδους σημασίας διαφορετικά το Δικαστήριο δεν νομιμοποιείται να τα εξετάσει αυτεπαγγέλτως, έστω και εάν έχουν εγερθεί με την αγόρευση [Βλ. Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 Α.Α.Δ. 598, Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598, Δημοκρατία ν. Σπύρου (2007) 3 Α.Α.Δ. 533 και Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2009) 3 Α.Α.Δ. 655]. Η δε αγόρευση αποτελεί το μέσο για την έκθεση της επιχειρηματολογίας υπέρ της αποδοχής των λόγων ακύρωσης και όχι υποκατάστατο της στοιχειοθέτησής τους. [Βλ. Α.Ε. Αρ. 3729, Μαραγκός ν. Δημοκρατίας, 3.11.2006, (2006) 3 ΑΑΔ 671, Α.Ε. 1883]., Μαρία Ευθυμίου ν. Ε.Δ.Υ., (1997) 3 ΑΑΔ 281, 14.7.1997].
Προχωρώντας, ακόμη και εάν, εξαντλώντας την επιείκεια του παρόντος Δικαστηρίου, εξεταστούν οι λόγοι ακύρωσης που προωθεί η Αιτήτρια, είναι κρίσιμο και απαραίτητο να καταστεί αντιληπτό ότι η δικαιοδοσία του παρόντος δικαστηρίου διαδραματίζει καταλυτικό ρόλο στο λυσιτελές της προβολής τέτοιων ισχυρισμών. Ειδικότερα, το παρόν Δικαστήριο στις περιπτώσεις που απαριθμούνται υπό του άρθρου 11 του Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμος του 2018 (Ν. 73(I)/2018) ως δικαστήριο ουσίας δικάζει την υπόθεση που άγεται ενώπιον του εξ υπαρχής, κατά το νόμο και κατά την ουσία. Ως εκ τούτου δεν περιορίζεται μόνο στην εξέταση της διαδικασίας και των στοιχείων κρίσης της διοικητικής αρχής που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, αλλά προχωρεί παραπέρα και εξετάζει την ουσιαστική ορθότητα της επίδικης πράξεως, δυνάμενη να προβεί σε νέα εκτίμηση και αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού και των στοιχείων του φακέλου και αποφαίνεται αιτιολογημένως επί των αιτήσεων διεθνούς προστασίας του εκάστοτε προσφεύγοντος (στο πλαίσιο πάντα που καθορίζουν οι ισχυρισμοί του εκάστοτε αιτητή).
Συνεπώς, η απλή επίκληση πλημμελειών ή παραβιάσεων γενικών αρχών Διοικητικού Δικαίου, δεν επαρκεί από μόνη της για να ανατρέψει την επίδικη απόφαση. Η Αιτήτρια θα πρέπει να επεξηγεί τη βλάβη που επήλθε στην ίδια και να προβάλει, στο πλαίσιο της παρούσας δικαστικής διαδικασίας, τέτοιους συγκεκριμένους και ειδικούς ισχυρισμούς, οι οποίοι εν δυνάμει θα δικαιολογούσαν της υπαγωγή της στο καθεστώς διεθνούς προστασίας. (βλ. αποφάσεις ΣτΕ 3067/2013, 521/2010, 2650/2009).
Εν προκειμένω παρατηρώ ότι η Αιτήτρια δεν προβάλλει οποιοδήποτε ειδικό και τεκμηριωμένο ισχυρισμό είτε στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας είτε στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας που να δικαιολογεί την υπαγωγή της σε καθεστώς διεθνούς προστασίας.
Υπό το φως της πιο πάνω διαπίστωσης όλοι οι εγειρόμενοι λόγοι ακυρώσεως απορρίπτονται ως αλυσιτελείς και εξ αυτού απαράδεκτοι εξαιτίας της γενικότητας με την οποία αυτοί εγείρονται, εφόσον η Αιτήτρια δεν προβαίνει σε οποιαδήποτε εξειδίκευση αυτών σε συνάρτηση με τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσής της, πολλώ μάλλον κατά τρόπο που να προκύπτει ο πυρήνας του αιτήματός της για άσυλο και να δικαιολογούν την υπαγωγή της σε καθεστώς διεθνούς προστασίας.[1]
Κατόπιν των ανωτέρω και λαμβανομένης υπόψη της εξουσίας του παρόντος Δικαστηρίου προχωρώ να εξετάσω το κατά πόσο η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε σε πλήρη συμμόρφωση με τις σχετικές περί τούτου διατάξεις του Νόμου και της Οδηγίας και είναι δια τούτο επί της ουσίας ορθή.
Έχει πλειστάκις νομολογηθεί ότι η έκταση, ο τρόπος και η διαδικασία που ακολουθείται ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης. Περαιτέρω η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το επίδικο θέμα. Το κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και τη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων τα οποία παρέχουν ασφαλή συμπέρασμα. (Βλέπε Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.α., Α.Ε. 1518/1.11.96, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου, Α.Ε. 1575/14.7.97 , Α.Ε.2371,Motorways Ltd v Δημοκρατίας ημερ. 25/6/99).
Το Δικαστήριο στα πλαίσια ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκεινται στην διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντος οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωση (Βλ. απόφαση αρ. 128/2008 JAMAL KAROU V Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 1 Φεβρουαρίου, 2010).
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Αιτήτριας, όπως καταγράφονται στην Έκθεση του λειτουργού της EASO αλλά και όπως διαφαίνονται από τον διοικητικό φάκελό που κατατέθηκε στο Δικαστήριο ως Τεκμήριο 1 κατά το στάδιο των Διευκρινήσεων και δεν αμφισβητούνται, παρατηρώ ότι κατά την υποβολή του αιτήματος διεθνούς προστασίας, η Αιτήτρια δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής εξαιτίας ενός οικογενειακού προβλήματος. Από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, προκύπτει ότι η Αιτήτρια, κατά την είσοδο της στη Δημοκρατία, υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας με διαφορετικό όνομα, δηλώνοντας υπήκοος Καμερούν (ερ. 4-6 δ.φ.), ωστόσο, στη συνέχεια, η Αιτήτρια με επιστολή της προς τους Καθ’ ων η αίτηση, η οποία παραλήφθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου στις 17/12/2019 (ερ. 26 δ.φ.) βεβαιώνει το πραγματικό της όνομα και τη χώρα καταγωγής της, ήτοι υπήκοος Ακτής Ελεφαντοστού. Οι καθ’ ων η αίτηση εξέδωσαν νέα βεβαίωση υποβολής αίτησης διεθνούς προστασίας με βάση τα νέα στοιχεία της Αιτήτριας (ερ. 30 δ.φ.)
Κατά το κρίσιμο στάδιο της προφορικής της συνέντευξης και σχετικά με τα προσωπικά της στοιχεία, η Αιτήτρια δήλωσε ως τόπο καταγωγής της το χωριό Facobly, από το 1992 έως το 2015 διέμενε στη πόλη San- Pedro και από το 2015 έως τον Μάιο του 2016 διέμενε στην πόλη Abidjan. Τον Μάιο του 2016 εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της και μετέβη στο Καμερούν, όπου παρέμεινε μέχρι τις 29/06/2018 και ακολούθως εισήλθε στη Κυπριακή Δημοκρατία. Είναι απόφοιτη δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και ως προς το επαγγελματικό της προφίλ δήλωσε ότι εργαζόταν ως κομμώτρια. Η Αιτήτρια έχει δυο ανήλικα τέκνα, το ένα τέκνο της διαμένει στο Καμερούν με τον πατέρα του και το δεύτερο τέκνο γεννήθηκε κατά την παραμονή της στη Δημοκρατία. Οι γονείς της Αιτήτριας έχουν αποβιώσει.
Σχετικά με τους λόγους για τους οποίους φέρεται να εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής, η Αιτήτρια, δήλωσε ότι μετά τον θάνατο της μητέρας της κατά ή περί τον Οκτώβριο του 2015, διέμενε στο θείο της, ο οποίος ήθελε να την παντρέψει με ένα ηλικιωμένο άνδρα αλλά η Αιτήτρια αρνήθηκε. Μετά την άρνηση της, δύο από τους θείους της την χτύπησαν και την κλείδωσαν έως ότου την μετέφεραν στην οικία του ηλικιωμένου άνδρα, κατά ή περί την 1/04/2016. Η Αιτήτρια πρόσθεσε ότι η οικογένεια της ζήτησε χρήματα από τον συγκεκριμένο άνδρα προκειμένου να την παντρευτεί. Έκτοτε, διέμενε με τον συγκεκριμένο άνδρα, ο οποίος την κακοποιούσε σεξουαλικά για περίοδο 23 ημερών. Η Αιτήτρια, δήλωσε ότι αρρώστησε και μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο, όπου νοσηλεύτηκε για 10 ημέρες. Αφότου εξιστόρησε την ιστορία της στη ιατρό, η τελευταία την βοήθησε να διαφύγει από το νοσοκομείο. Με την βοήθεια μιας φίλης της, μετέβησαν σε ένα αστυνομικό τμήμα προκειμένου να προβεί σε καταγγελία, αλλά ο αστυνομικός της ανέφερε ότι επρόκειτο για οικογενειακό και παραδοσιακό ζήτημα και η κυβέρνηση δεν μπορούσε να παρέμβει σε τέτοια ζητήματα. Η Αιτήτρια παρέμεινε στην οικία της φίλης της για 5-6 ημέρες και με την βοήθεια αυτής και του συζύγου της διέφυγε για το Καμερούν. Η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι εφόσον η οικογένεια της την πούλησε στο συγκεκριμένο άνδρα, επειδή η ίδια διέφυγε, θα έπρεπε η οικογένεια της να επιστρέψει τα χρήματα διαφορετικά εάν την έβρισκαν τόσο ο συγκεκριμένος άνδρας αλλά και η οικογένεια της μπορούσαν να κάνουν οτιδήποτε εναντίον της. Στο Καμερούν ισχυρίστηκε ότι παρέμεινε για δυο έτη, εργαζόταν σε ένα κομμωτήριο και με την βοήθεια ενός άνδρα, τον οποίο γνώρισε μέσω της γυναίκας με την οποία διέμενε στο Καμερούν, προέβη στις απαραίτητες ενέργειες για να έρθει στη Δημοκρατία, προκειμένου να εργαστεί σε ένα εστιατόριο. Κατά την άφιξή της στις μη ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές, την παρέλαβε ένας άνδρας, ο οποίος την οδήγησε σε ένα σπίτι, και την επόμενη ημέρα της έφερε στο σπίτι δυο άνδρες και της ανακοίνωσε ότι θα εργαζόταν ως ιερόδουλη. Η Αιτήτρια αρνήθηκε αλλά ο άνδρας την χτύπησε και για μια εβδομάδα την ανάγκαζε να έρχεται σε σεξουαλική επαφή με άνδρες. Η Αιτήτρια μετά από μια εβδομάδα κατάφερε να διαφύγει και με την βοήθεια ενός ατόμου, μετέβη στις ελεύθερες περιοχές και αιτήθηκε άσυλο.
Ο αρμόδιος λειτουργός διέκρινε δύο (2) ουσιώδεις ισχυρισμούς. Ο πρώτος ισχυρισμός αφορά τα προσωπικά στοιχεία, το προφίλ, τη χώρα καταγωγής και διαμονής της Αιτήτριας και ο δεύτερος ισχυρισμός ότι η Αιτήτρια πουλήθηκε από τον θείο της σε ένα ηλικιωμένο άνδρα, ο οποίος την είχε αιχμάλωτη και την κακοποιούσε σεξουαλικά για 23 ημέρες. Οι ισχυρισμοί της Αιτήτριας έγιναν αποδεκτοί.
Κατά την αξιολόγηση κινδύνου ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι με βάση τους αποδεκτούς ισχυρισμούς, κρίθηκε πως δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι συντρέχουν εύλογοι λόγοι να θεωρείται πως σε περίπτωση επιστροφής της Αιτήτριας στην χώρα καταγωγής της και συγκεκριμένα στη πόλη San-Pedro, θα εκτεθεί σε μεταχείριση που ισοδυναμεί με δίωξη ή με σοβαρή βλάβη. Ειδικότερα, ο αρμόδιος λειτουργός ανέφερε πως η Ακτή Ελεφαντοστού δεν βρίσκεται σε συνθήκες εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, ότι η Αιτήτρια αναφορικά με τον δεύτερο ισχυρισμό της δεν κατάφερε να τεκμηριώσει ότι θα γινόταν στόχος του ηλικιωμένου άνδρα και του θείου της σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της. Επιπλέον, καταγράφηκε ότι ο τόπος συνήθους διαμονής της Αιτήτριας, η πόλη San- Pedro απέχει πάνω από 300 χιλιόμετρα από τη πόλη Abidjan, όπου η ίδια παρέμεινε για 3 μήνες και ήταν ο τόπος διαμονής του θείου της και του ηλικιωμένου άνδρα. Επισημάνθηκε ότι το περιστατικό συνέβη προ 5ετίας και δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι η Αιτήτρια αναζητείται και ότι δεν έχει δεσμούς μαζί τους. Αξιολογήθηκε περαιτέρω, και το ότι η Αιτήτρια είναι νεαρή ανύπαντρη μητέρα, παραθέτοντας πληροφορίες από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης για την κατάσταση των ανύπαντρων γυναικών στη χώρα καταγωγής της.
Προχωρώντας στη νομική ανάλυση, ο λειτουργός κατέληξε στο ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις υπαγωγής της Αιτήτριας σε ένα από τους πέντε λόγους που εξαντλητικά προβλέπονται από το άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου και ως εκ τούτου δεν δικαιούται προσφυγικό καθεστώς. Επιπλέον, κρίθηκε ότι σε περίπτωση επιστροφής της στην Ακτή Ελεφαντοστού, συγκεκριμένα στη πόλη San- Pedro, η Αιτήτρια δεν θα κινδυνεύσει με θανατική ποινή ή εκτέλεση σύμφωνα με το άρθρο 19(2)(α) του περί Προσφύγων Νόμου, ούτε ενδέχεται να υποστεί βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία δυνάμει του άρθρου 19 (2)(β). Αναφορικά δε με το άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, οι Καθ' ων η αίτηση κατέληξαν, κατόπιν σχετικής έρευνας αναφορικά με την κατάσταση που επικρατεί στη χώρα καταγωγής της, η Αιτήτρια δεν θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη υπό την έννοια του συγκεκριμένου άρθρου σε περίπτωση επιστροφής της και ως εκ τούτου, το ενδεχόμενο υπαγωγής της σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας απορρίφθηκε.
Νομικό πλαίσιο
Έχω εξετάσει με προσοχή τον διοικητικό φάκελο της Αιτήτριας και, προτού υπεισέλθω στην συνολική εξέταση της παρούσας υπόθεσης, θεωρώ απαραίτητη την παράθεση του πλαισίου αξιολόγησης μιας αίτησης διεθνούς προστασίας.
Αρχικά, εναπόκειται στον εκάστοτε αιτούντα να υποβάλει το συντομότερο δυνατόν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για την τεκμηρίωση της αίτησης διεθνούς προστασίας και υποχρεούται να λάβει θετικά μέτρα για να υποστηρίξει την αίτησή του με πληροφορίες . Ως έχει νομολογηθεί, ο αιτητής πρέπει να καταβάλει ειλικρινή προσπάθεια να θεμελιώσει την αφήγηση του, ότι δηλαδή υπήρξε θύμα δίωξης στην χώρα καταγωγής του, ώστε να πληροί της προϋποθέσεις υπαγωγής του σε καθεστώς διεθνούς προστασίας . Ωστόσο δεν υπάρχει υποχρέωση προσκόμισης εγγράφων ή άλλων αποδείξεων προς υποστήριξη κάθε συναφούς πραγματικού περιστατικού που επικαλείται ο αιτών, εντούτοις οφείλει προσωπικά να συνεργάζεται για την εξακρίβωση των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης. Εάν τα απαραίτητα στοιχεία της αίτησης δεν επιβεβαιωθούν κατά τη διαδικασία αξιολόγησης, το βάρος της τεκμηρίωσης της αίτησης το φέρει ο αιτών.
Υπενθυμίζεται συναφώς ότι σύμφωνα με το άρθρο 16 του Περί Προσφύγων Νόμου [Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί], αρχικά, το βάρος απόδειξης το φέρει ο αιτών ασύλου ο οποίος υποχρεούται να υποστηρίξει την αίτηση του με όλα τα έγγραφα και στοιχεία που έχει στην κατοχή του, αλλά και γενικότερα να βοηθήσει την Υπηρεσία Ασύλου με τον καλύτερο τρόπο να διαπιστώσει τα γεγονότα της υπόθεσης του. Ως έχει νομολογηθεί, ο αιτών διεθνούς προστασίας πρέπει να καταβάλει ειλικρινή προσπάθεια να θεμελιώσει την αφήγησή του, ότι δηλαδή υπήρξε θύμα δίωξης στην χώρα καταγωγής του, ώστε να πληροί της προϋποθέσεις υπαγωγής του στο καθεστώς Διεθνούς Προστασίας. (βλ. WILLIAM CRISANTHA MAL FRANCIS KARUNARATHNA ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ κ.α, Υπόθεση Αρ. 1875/2008, 1 Μαρτίου 2010).
Κατά την διαπίστωση των πραγματικών γεγονότων, καθοριστικό ρόλο παίζει η αξιοπιστία ενός αιτούντος ασύλου. Προς τούτο τονίζω ότι ο όρος «αξιοπιστία» δεν ορίζεται από το Κοινό Ευρωπαϊκό Σύστημα Ασύλου. Η χρήση του όρου, από το άρθρο 4 παράγραφος 5 στοιχείο (ε) της οδηγίας 2011/95/EE αναφέρεται στη γενική αξιοπιστία ενός αιτούντος, αλλά αυτό είναι στο πλαίσιο ενός συγκεκριμένου κανόνα που διέπει τη μη επιβεβαίωση πτυχών των δηλώσεων του αιτούντος. Κατά συνέπεια, η αξιολόγηση της αξιοπιστίας αφορά τη διαδικασία έρευνας για το εάν το σύνολο ή μέρος των δηλώσεων του αιτούντος ή άλλα αποδεικτικά στοιχεία που υποβλήθηκαν από αυτόν σχετικά με τους ουσιώδεις ισχυρισμούς (material facts) μπορούν να γίνουν δεκτά προκειμένου να διαπιστωθεί εάν ο αιτητής εμπίπτει στις προϋποθέσεις παραχώρησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας.
Αυτή η αξιολόγηση μπορεί να περιλαμβάνει την επαλήθευση εάν οι δηλώσεις του αιτούντος είναι συνεπείς, επαρκώς λεπτομερείς, εύλογες και συμβατές με τα έγγραφά του, τις πηγές πληροφόρησης και κάθε άλλο αποδεικτικό στοιχείο που αποκτήθηκε. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η αξιολόγηση της αξιοπιστίας δεν σημαίνει ότι σε όλες τις περιπτώσεις ο υπεύθυνος λήψης αποφάσεων θα προβεί σε επαλήθευση και θα καταλήξει με απόλυτη βεβαιότητα αναφορικά με την αλήθεια των δηλώσεων του αιτούντος. Η Ύπατη Αρμοστεία έχει ορίσει την αξιοπιστία ως εξής: «Ο αιτών άσυλο κρίνεται αξιόπιστος, όταν έχει προβάλει ισχυρισμούς που παρουσιάζουν συνοχή και είναι εύλογοι, που δεν είναι αντιφατικοί με τα κοινά τοις πάσι γεγονότα και κατά συνέπεια μπορεί να οδηγήσουν τον υπεύθυνο της συνέντευξης στη δημιουργία πεποίθησης για το βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης που εκφράζει.». Η ως άνω προσέγγιση υιοθετήθηκε και από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην Υπόθεση JK και Others v Sweden, αριθμός αίτησης 59166/12, Παρ. 53.
Στο εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», αναφέρεται στην σελίδα 98, παράγραφος 4.5.3 ότι σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να γίνεται μια αντικειμενική και ισορροπημένη στάθμιση του κατά πόσον οι ισχυρισμοί του αιτητή αντικατοπτρίζουν αυτό που θα ήταν εύλογα αναμενόμενο από κάποιον με τις περιστάσεις του ο οποίος εκφράζει δια τούτων μια αληθινή προσωπική εμπειρία («Σε κάθε περίπτωση, απαιτείται ισορροπημένη και αντικειμενική αξιολόγηση του αν η αφήγηση του αιτούντος αντικατοπτρίζει την αφήγηση που αναμένεται από ένα πρόσωπο στην κατάσταση του αιτούντος το οποίο αφηγείται μια πραγματική προσωπική εμπειρία.»). Περαιτέρω, στην προηγούμενη σελίδα του εγχειριδίου, αναφέρεται ότι είναι γενικά εύλογο να αναμένεται ότι αίτημα θα πρέπει να παρουσιάζεται τεκμηριωμένα και με επαρκείς λεπτομέρειες αλλιώς οι ελλείψεις αυτές στις λεπτομέρειες μπορεί να συνιστούν έλλειψη σχετικών στοιχείων («Η μη επαρκής παροχή λεπτομερειών μπορεί επίσης να ισοδυναμεί με αυτό που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 5 στοιχείο β) της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση) ως έλλειψη «λυσιτελών στοιχείων».
Ακολούθως, κατά την απόφαση του ΔΕΕ, C – 277/11 M. κατά Minister for Justice, Equality and Law Reform, Ιρλανδίας, Attorney General, αποφ. ημερ. 22/11/2012 η αξιολόγηση μιας αίτησης διεθνούς προστασίας πρέπει να πραγματοποιείται σε δύο αυτοτελή στάδια: «Το πρώτο στάδιο αφορά τη διαπίστωση της συνδρομής των πραγματικών περιστατικών που αποδεικνύουν τη βασιμότητα της αιτήσεως, ενώ το δεύτερο στάδιο αφορά τη νομική εκτίμηση των εν λόγω αποδεικτικών στοιχείων, προκειμένου να αποφασισθεί αν πληρούνται, υπό το φως των πραγματικών περιστατικών της συγκεκριμένης υποθέσεως, οι ουσιαστικές προϋποθέσεις που θέτουν τα άρθρα 9 και 10 ή 15 της οδηγίας 2004/83 για την παροχή διεθνούς προστασίας.» Η εξακρίβωση των πραγματικών (ή ουσιωδών) περιστατικών είναι ύψιστης σημασίας για την αξιολόγηση του μελλοντικού κινδύνου που δύναται να αντιμετωπίσει ο εκάστοτε αιτών, εφόσον από αυτά θα προκύψουν γεγονότα που πιθανόν να τεκμηριώνουν παρελθούσα δίωξη ή γεγονότα που στην συνολική αξιολόγηση της αίτησης είναι καθοριστικά για μελλοντική δίωξη.[2]
Αξιολόγηση των ισχυρισμών
Αξιολογώντας λοιπόν τα όσα έχουν ανωτέρω αναφερθεί υπό το φως και των νομοθετημένων προνοιών και μελετώντας επισταμένως τόσο την Έκθεση/Εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού όσο και τους ισχυρισμούς της Αιτήτριας ως αυτοί παρουσιάστηκαν τόσο κατά την διοικητική διαδικασία όσο και κατά την ενώπιόν μου δικαστική διαδικασία, καταλήγω στα εξής:
Λαμβάνοντας υπόψιν το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, οι Καθ' ων η Αίτηση αξιολόγησαν τους ουσιώδεις ισχυρισμούς της Αιτήτριας (αξιολόγηση αξιοπιστίας) και βάσει αυτών που έγιναν αποδεκτοί, έκριναν στη συνέχεια ότι δεν υπάρχει πιθανότητα η Αιτήτρια να υποβληθεί σε μεταχείριση που συνιστά δίωξη ή σοβαρή βλάβη (αξιολόγηση κινδύνου).
Θα προχωρήσω στη συνέχεια σε έλεγχο της νομιμότητας και της ορθότητας της επίδικης απόφασης, δια της πλήρους και ex-nunc εξέτασης των γεγονότων και νομικών ζητημάτων που διέπουν αυτή, ενόψει της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 11(3) α του Περί Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018).
Δεδομένου ότι οι ισχυρισμοί της Αιτήτριας έχουν γίνει αποδεκτοί από τη διοίκηση, με αποτέλεσμα συνεπώς να έχει γίνει αποδεκτό ότι καταβλήθηκε χρηματικό ποσό στο θείο της Αιτήτριας από ηλικιωμένο άνδρα, ο οποίος την είχε αιχμάλωτη και την κακοποιούσε σεξουαλικά, βάσει της αρχής της μη απαγόρευσης (reformatio in peius), το Δικαστήριο δεν είναι δυνατό να προβεί σε άλλη αξιολόγηση. Πράγματι, «Το Διοικητικό Δικαστήριο δεν μπορεί να εξέρχεται των ορίων που θέτει η αίτηση ακυρώσεως αλλά ούτε και μπορεί να χειροτερεύει τη θέση του Αιτητή (απαγόρευση της reformation in peius). Επειδή το δικαίωμα άσκησης προσφυγής κατοχυρώνεται από το ίδιο το Σύνταγμα (Άρθρο 146) προκειμένου να διασφαλισθεί η προστασία του προσφεύγοντος, δεν μπορεί το Διοικητικό Δικαστήριο με απόφασή του να χειροτερεύσει τη θέση του Προσφεύγοντος [.]. Συνεπώς, δεν μπορεί να υπάρξει «επί τα χείρω μεταβολή» (reformatio in peius)» (Κ. Παρασκευά, Κυπριακό Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, Νομική Βιβλιοθήκη, 2020, σελ. 108)
Σύμφωνα εξάλλου με πρόσφατη απόφαση της Προέδρου του παρόντος Δικαστηρίου, Μ. Παπαντωνίου (ΔΔΔΠ, Υποθ. Αρ. 7397/21, Ν. D. v. Υπηρεσία Ασύλου, ημερ. 09.05.2023) την οποία υιοθετώ,
«Δεδομένου ότι οι ισχυρισμοί της Αιτήτριας έχουν κριθεί αξιόπιστοι από την διοίκηση και έχει γίνει αποδεκτός ο ουσιώδης ισχυρισμός της ότι είναι θύμα σεξουαλικής βίας χωρίς υποστηρικτικό περιβάλλον στην χώρα της, τίθεται σε ισχύ η αρχή της απαγόρευσης της χειροτερεύσεως (reformation in peius), σύμφωνα με την οποία δεν μπορεί κατ' αρχήν το δικαστήριο να χειροτερεύσει τη θέση του προσφεύγοντος, εφόσον το δικαίωμα προσφυγής χορηγείται από τον νόμο για την προστασία του. Η απαγόρευση αυτή απορρέει από την ίδια την έννοια και τον σκοπό της προσφυγής και ισχύει ακόμα και όταν δεν προβλέπεται ρητώς από τον νόμο (βλ. Π.Δ. Δαγτόγλου, «Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο», έκτη έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, σελ. 638-639) και το δικαστήριο δεν μπορεί να ακυρώσει ευνοϊκό τμήμα της πράξεως που δεν προσβάλλεται με την προσφυγή. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο θα εξετάσει την υπαγωγή της Αιτήτριας σε καθεστώς διεθνούς προστασίας σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου και της Σύμβασης της Γενεύης, στη βάση του ουσιώδους ισχυρισμού της που έγινε αποδεκτός από τους Καθ'ων η Αίτηση.»
Ωστόσο, αναφορικά με τον ισχυρισμό της Αιτήτριας ότι εξαπατήθηκε σε σχέση με την εργασία της και κρατήθηκε παρά τη θέληση της στις μη ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές, όπου την εκμεταλλεύονταν σεξουαλικά, παρατηρώ, ότι οι Καθ’ων η αίτηση, μετά την διεξαγωγή της συνέντευξης, παρέπεμψαν προς αναγνώριση στις αρμόδιες αρχές ότι ενδεχομένως η Αιτήτρια να είναι θύμα εμπορίας (ερ. 97-92 δ.φ.). Το Τμήμα Καταπολέμησης Εγκλήματος, με επιστολή ημερομηνίας 04/03/2021, ενημερώνει τα αρμόδια Τμήματα, ότι η Αιτήτρια έχει τύχει χειρισμού από το Γραφείο Καταπολέμησης Εμπορίας Προσώπων, χωρίς ωστόσο να αναγνωριστεί ως θύμα (ερ. 101 δ.φ.). Εντούτοις, παρατηρώ, ότι ο αρμόδιος λειτουργός δεν κατέγραψε τον ισχυρισμό περί σεξουαλικής εκμετάλλευσης της Αιτήτριας στις μη ελεγχόμενες περιοχές της Δημοκρατίας ως ουσιώδη ισχυρισμό, επί του οποίου οι Καθ'ων όφειλαν κρίνω να προχωρήσουν σε αξιολόγηση.
Λαμβανομένου των ως άνω αναφερθέν κρίνω ότι στοιχειοθετείται, κατά την κρίση μου, έλλειψη δέουσας έρευνας αλλά και πιθανότητα (ουσιώδους) πλάνης περί τα πραγματικά γεγονότα, η οποία οδηγεί αναπόφευκτα, στην ακύρωση της επίδικης απόφασης. Σημειώνεται ότι, «αποτελεί πάγια νομολογιακή αρχή ότι ακόμη και η πιθανολόγηση της ορθότητας ισχυρισμού περί εσφαλμένου πραγματικού βάθρου της προσβαλλόμενης πράξης, όπως και η απλή θεμελίωση ενδεχομένου πλάνης, αρκεί για να ακυρωθεί αυτή και να εξεταστεί το θέμα από το αρμόδιο διοικητικό όργανο πάνω στην ορθή πραγματική του βάση απαλλαγμένο από τις πλημμέλειες που εντοπίστηκαν (βλ. Κ. ν. Συμβουλίου Αμπελουργικών Προϊόντων (1992) 3 Α.Α.Δ. 228, Ιορδανού ν. Ε.Δ.Υ (1997) 3 Α.Α.Δ. 250)».[3]
Οι ουσιώδεις ισχυρισμοί, άλλως ουσιώδη πραγματικά περιστατικά, είναι γεγονότα που συνδέονται άμεσα με τον ορισμό του πρόσφυγα [άρθρο 1(Α)(2) της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 για τους πρόσφυγες και άρθρο 2(δ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ] ή του προσώπου που δικαιούται συμπληρωματική προστασία (άρθρο 2(στ) και άρθρο 15 της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ] και άπτονται του πυρήνα της αίτησης. Ο δε εντοπισμός και η αξιολόγηση όλων των ουσιωδών ισχυρισμών αποτελεί υποχρέωση των Καθ' ων η αίτηση, ως αυτή απορρέει και από το άρθρο 18 (3) (α) του περί Προσφύγων Νόμου, το οποίο επιβάλλει όπως η αξιολόγηση της αίτησης διεθνούς προστασίας γίνεται σε εξατομικευμένη βάση, αντικειμενικά και αμερόληπτα και περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τη συνεκτίμηση όλων των σχετικών με την αίτηση στοιχείων που σχετίζονται με τη χώρα καταγωγής, κατά το χρόνο λήψης της απόφασης, συμπεριλαμβανομένων των νόμων και των κανονισμών στη χώρα καταγωγής και του τρόπου εφαρμογής τους,
Ως εκ των ανωτέρω, κρίνω ότι η διοίκηση προέβη σε πλημμελή έρευνα, καθώς και πλάνη περί τα πράγματα, παραλείποντας να λάβει υπόψιν της ουσιώδη πραγματικά γεγονότα και συγκεκριμένα την ιδιότητα της Αιτήτριας ως πιθανό θύμα εμπορίας προσώπων και κατ' επέκταση κατά πόσο μπορεί να θεωρηθεί ότι ανήκει σε μια κοινωνική ομάδα στη βάση του «έχουν κοινά εγγενή χαρακτηριστικά ή κοινό ιστορικό παρελθόν το οποίο δεν μπορεί να μεταβληθεί» σύμφωνα με το άρθρο 3Δ (1) (δ) του Περί Προσφύγων Νόμου και ιστορικό χαρακτηριστικό, δηλαδή να έχουν υποστεί σωματεμπορία και θεωρούνται, ή θα γινόταν, κοινωνικά αντιληπτοί ως ομάδα.[4]
Οι ως άνω παρατηρήσεις δε σφραγίζουν την τύχη της επίδικης απόφασης. Με δεδομένη επαναλαμβάνω τη δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου προς έλεγχο της νομιμότητας και της ορθότητας της επίδικης απόφασης, δια της πλήρους και ex nunc εξέτασης των γεγονότων και νομικών ζητημάτων που διέπουν αυτή, θα προχωρήσω σε αξιολόγηση κινδύνου, προκειμένου να διαπιστώσω εάν προκύπτει βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης της Αιτήτριας επί τη βάσει των ισχυρισμών και στοιχείων που έχουν γίνει αποδεκτοί.
Παρόλο που ο «βάσιμος φόβος» περιλαμβάνει μια μελλοντική αξιολόγηση του κινδύνου δίωξης, το άρθρο 4 παράγραφος 4 της οδηγίας 2011/95/ΕΕ (αναδιατύπωση) απαιτεί σε μια τέτοια αξιολόγηση να λαμβάνεται υπόψη ότι η προηγούμενη δίωξη ή σοβαρή βλάβη που πιθανόν να υπέστη ο αιτητής ως μια «σοβαρή ένδειξη του βάσιμου φόβου του αιτούντος για δίωξη ή πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, εκτός εάν υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να θεωρηθεί ότι αυτή η δίωξη ή σοβαρή βλάβη δεν θα επαναληφθεί. Στο πλαίσιο της εμπορίας προσώπων ως βάσιμου λόγου δίωξης, αυτό προφανώς συνεπάγει προσεκτική εξέταση οποιασδήποτε βίας και εκμετάλλευσης που έχει υποστεί προηγουμένως ο αιτητής[5]. Το άρθρο 4 παράγραφος 4 της οδηγίας 2011/95/ΕΕ (αναδιατύπωση) είναι επίσης σχετικό κατά την αξιολόγηση του κινδύνου εκ νέου εμπορίας. Απαιτεί αξιολόγηση οποιασδήποτε προηγούμενης δίωξης ή σοβαρής βλάβης και απειλών τέτοιας μεταχείρισης.
Σε κάθε περίπτωση ο όρος «βάσιμος φόβος» σημαίνει ότι πρέπει να υπάρχει έγκυρη αντικειμενική βάση για τον φόβο δίωξης του αιτούντος. Το συγκεκριμένο στοιχείο του ορισμού του πρόσφυγα αφορά τον κίνδυνο ή την πιθανότητα να υποστεί δίωξη. Ο φόβος θεωρείται βάσιμος, εάν διαπιστώνεται ότι υπάρχει «εύλογη» πιθανότητα να υλοποιηθεί στο μέλλον. Για τη διαπίστωση αυτή, είναι απαραίτητο να αξιολογούνται οι δηλώσεις του αιτούντος υπό το πρίσμα όλων των σχετικών περιστάσεων της υπόθεσης [άρθρο 4 παράγραφος 3 της ΟΕΑΑ (οδηγία 2013/32/ΕΕ αναδιατύπωση)] και να ελέγχονται οι περιστάσεις που επικρατούν στη χώρα καταγωγής του, καθώς και η συμπεριφορά των φορέων δίωξης. Επομένως, η διαπίστωση του βάσιμου φόβου συνδέεται στενά με το καθήκον αξιολόγησης των αποδεικτικών στοιχείων και της αξιοπιστίας που διέπεται πρωτίστως από το άρθρο 4 της ΟΕΑΑ (οδηγία 2013/32/ΕΕ αναδιατύπωση).
Ο πληρέστερος και συνεκτικότερος μέχρι σήμερα ορισμός της εμπορίας ανθρώπων, έχει δοθεί από το Πρωτόκολλο για την Αποτροπή, την Καταστολή και την Τιμωρία της Παράνομης Διακίνησης Προσώπων με σκοπό τη Σεξουαλική και Οικονομική Εκμετάλλευση, ιδιαίτερα Γυναικών και Παιδιών (εφεξής: Πρωτόκολλο του Palermo), το οποίο ολοκληρώθηκε το Νοέμβριο του 2000 και τέθηκε σε ισχύ το 2003. Αποδίδει το trafficking ως τη 'στρατολόγηση, μεταφορά, μετακίνηση, εγκατάσταση (στέγαση, μέριμνα για τη συνέχιση της παραμονής) ή παραλαβή προσώπων, μέσω της απειλής ή της χρήσης βίας ή άλλων μορφών εξαναγκασμού, της απαγωγής, του δόλου, της εξαπάτησης, της κατάχρησης της δύναμης/ μιας τρωτής ή ευάλωτης θέσης, της προσφοράς ή της αποδοχής οικονομικού ή άλλου οφέλους για την επίτευξη της σύμφωνης γνώμης ενός προσώπου το οποίο ασκεί έλεγχο ή εξουσία επί άλλου προσώπου, για το σκοπό της εκμετάλλευσης, η οποία θα περιλαμβάνει κατ' ελάχιστο την εκμετάλλευση της πορνείας των άλλων ή άλλες μορφές σεξουαλικής εκμετάλλευσης, την εξαναγκαστική εργασία ή παροχή υπηρεσιών, τη διαμόρφωση συνθηκών σκλαβιάς ή παρόμοιων με αυτή πρακτικών, τη διαμόρφωση συνθηκών δουλείας (δεσμευτική παροχή υπηρεσιών) ή τη λήψη σωματικών οργάνων.[6] Ο ορισμός αυτός, που συμπληρώνει τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών κατά του Διεθνικού Οργανωμένου Εγκλήματος[7] διατηρείται από την Οδηγία 2011/36/ΕΕ[8] η οποία διευρύνεται ώστε να καλύπτει εγκλήματα όπως μικροκλοπές και επαιτεία.[9]
Μία από τις πιο διαδεδομένες μορφές είναι η σεξουαλική εκμετάλλευση, την οποία δύνανται να υποστούν τόσο ανήλικα παιδιά, όσο και ενήλικες. Όταν ένας ενήλικας παρέχει σεξουαλικές υπηρεσίες, ως αποτέλεσμα βίας, απειλών ή εξαπάτησης, τότε είναι θύμα εμπορίας. Η εμπορία όμως μπορεί να προκύψει και στα πλαίσια ενός 'δεσμού χρέους' όταν ένα άτομο υποχρεωθεί να συνεχίσει την πορνεία λόγω ενός παράνομου χρέους, το οποίο προέκυψε από τη μεταφορά, τη στρατολόγηση ή την πώλησή του σε άλλον, και το οποίο οι διακινητές θεωρούν ότι πρέπει να αποπληρωθεί, προτού το άτομο μπορεί να ελευθερωθεί. Η αρχική συναίνεση του προσώπου να απασχοληθεί στην πορνεία, δεν έχει συνέπειες για το χαρακτηρισμό του ως θύμα εμπορίας ανθρώπων - επομένως, αν υποχρεωθεί μέσω ψυχολογικής χειραγώγησης ή φυσικής βίας, να παραμείνει στην πορνεία, τότε πρόκειται για θύμα εμπορίας. Στη σεξουαλική εκμετάλλευση εντάσσονται, ως ειδικότερες κατηγορίες , η πορνεία του δρόμου, η πορνεία του παραθύρου και οι οίκοι ανοχής, τα 'strip' κλαμπ και μπαρ, η βιομηχανία της πορνογραφίας, οι υπηρεσίες συνοδείας και τα πρακτορεία μοντέλων, τα σαλόνια μασάζ, και τυχόν άλλες άγνωστες μορφές που δεν εντάσσονται στα ανωτέρω.[10]
Οι περιπτώσεις θυμάτων εμπορίας προσώπων μπορεί να καλύπτουν μια ποικιλία καταστάσεων, όπως: θύματα που έπεσαν θύματα εμπορίας στη χώρα καταγωγής τους και κατέφυγαν στη χώρα ασύλου για να υποβάλουν αίτηση για διεθνή προστασία, θύματα που έχουν πέσει θύματα εμπορίας εκτός της χώρας καταγωγής τους, είτε σε τρίτη χώρα (π.χ. διαμετακομιστική χώρα) ή στη χώρα ασύλου, και τα οποία ζητούν διεθνή προστασία και τέλος, άτομα που δεν έχουν πέσει ποτέ θύματα εμπορίας, αλλά φοβούνται ότι θα πέσουν θύματα εμπορίας στη χώρα καταγωγής τους, και που εγκατέλειψαν τη χώρα ασύλου για να υποβάλουν αίτηση διεθνούς προστασίας.
Τα άτομα που έχουν πέσει θύματα εμπορίας προσώπων μπορούν να θεωρηθούν ως μια ομάδα ατόμων που μοιράζονται την κοινή εμπειρία του παρελθόντος, διαθέτουν δηλαδή ένα "κοινό υπόβαθρο που δεν μπορεί να αλλάξει". Προκειμένου να διαπιστωθεί η ύπαρξη μιας συγκεκριμένης κοινωνικής ομάδας, πρέπει να εξεταστεί κατά πόσον η ομάδα που ορίζεται από ένα κοινό χαρακτηριστικό έχει διακριτή ταυτότητα στη σχετική χώρα καταγωγής.
Το γεγονός ότι στιγματίζονται, αποξενώνονται ή υφίστανται διακρίσεις στη χώρα ή την περιοχή καταγωγής τους, μπορεί να αποτελεί ένδειξη ότι τα θύματα γίνονται αντιληπτά ως διαφορετικά από την περιβάλλουσα κοινωνία, και επομένως ότι η διακριτή ταυτότητα πληρείται. Η αντίληψη αυτή εξαρτάται συχνά από το είδος της εκμετάλλευσης που έχει υποστεί το θύμα. Τα θύματα εργασιακής εκμετάλλευσης ή κλοπής οργάνων, για παράδειγμα, μπορεί να αντιμετωπίζονται διαφορετικά από τα θύματα σεξουαλικής εκμετάλλευσης. Ωστόσο, η διαπίστωση της ένταξης ενός αιτούντος σε μια συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα (στην παρούσα περίπτωση θα μπορούσε να είναι "πρώην θύματα εμπορίας προσώπων"), δεν αρκεί για να αναγνωριστεί το καθεστώς του πρόσφυγα.
Πρέπει επίσης να πληρούνται και τα άλλα κριτήρια ένταξης στον ορισμό του πρόσφυγα. Ειδικότερα, πρέπει να υπάρχει σύνδεση (δηλ. αιτιώδης σύνδεσμος) μεταξύ της ένταξης του αιτούντος στη συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα των "πρώην θυμάτων εμπορίας προσώπων" και ενός βάσιμου φόβου δίωξης ή απουσίας προστασίας από τη δίωξη αυτή. Ως μέλος μιας συγκεκριμένης κοινωνικής ομάδας ο αιτών μπορεί να εκτεθεί σε διάφορες πράξεις δίωξης, όπως αντίποινα, σοβαρές μορφές διακρίσεων ή εξοστρακισμού.[11]
Όσον αφορά πληροφορίες από τη χώρα καταγωγής του αιτητή, επισημαίνω ότι η αξιολόγηση του κινδύνου περιλαμβάνει αναπόφευκτα την εξέταση των ισχυρισμού του αιτούντος στο πλαίσιο των συνθηκών που επικρατούν στη χώρα καταγωγής του. Άρα η συνάφεια των δηλώσεων ενός αιτούντος με πληροφορίες από την χώρα καταγωγής του και άλλα αποδεικτικά στοιχεία είναι επομένως ένας σημαντικός παράγοντας εάν ένας αιτών έχει τεκμηριώσει τον ισχυρισμό του.[12]
Στη παρούσα περίπτωση, η Αιτήτρια διέμενε στο Καμερούν για περίοδο δυο ετών, προτού εισέλθει στις μη ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές όπου σύμφωνα με τα λεγόμενα της προκύπτει ότι ενδεχομένως ήταν θύμα εμπορίας στο Καμερούν. Αναφορικά με την εμπορία προσώπων στο Καμερούν, σε έκθεση του Υπουργείου Εξωτερικών των Η.Π.Α., σημειώνονται τα εξής:
«Οι διακινητές εκμεταλλεύονται Καμερουνέζους από μειονεκτικά κοινωνικά στρώματα, κυρίως από αγροτικές περιοχές, για την σεξουαλική και εργασιακή εμπορία στη Μέση Ανατολή (κυρίως στο Κουβέιτ και στο Λίβανο), την Ταϊλάνδη, την Ευρώπη (συμπεριλαμβανομένων της Ελβετίας και της Κύπρου), στις Ηνωμένες Πολιτείες και σε πολλές αφρικανικές χώρες (συμπεριλαμβανομένων του Μπενίν και της Νιγηρίας). Τα περισσότερα θύματα είναι ηλικίας μεταξύ 20 και 38 ετών και προέρχονται από τις επαρχίες Northwest, Southwest, Littoral, Center, South και West Region. Οι απατεώνες μεσίτες εργασίας στρατολογούν ορισμένες γυναίκες από το Καμερούν για οικιακή εργασία στη Μέση Ανατολή, όπου οι διακινητές τις εκμεταλλεύονται σε σεξουαλική εμπορία ή οικιακή δουλεία. […]
Τα δίκτυα των διακινητών αποτελούνται συνήθως από μέλη της τοπικής κοινότητας, συμπεριλαμβανομένων θρησκευτικών ηγετών και πρώην θυμάτων εμπορίας προσώπων που έχουν μετατραπεί σε δράστες. Τα δίκτυα αυτά διαφημίζουν θέσεις εργασίας μέσω του διαδικτύου και άλλων μέσων ενημέρωσης και στρατολογούν και πουλούν άλλους Καμερουνέζους απευθείας σε οικογένειες που έχουν ανάγκη από οικιακούς βοηθούς. Οι διακινητές χρησιμοποιούν όλο και περισσότερο τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και τις πλατφόρμες ανταλλαγής μηνυμάτων, όπως το WhatsApp και το Telegram, για να στρατολογούν θύματα μέσω ψεύτικων ιστότοπων, προβάλλοντας ευκαιρίες σε επαγγέλματα όπως η βιομηχανία της μόδας, το μόντελινγκ, η ψυχαγωγία, η εκπαίδευση και η τεχνολογία της πληροφορικής.» [13]
Εξετάζοντας τα ανωτέρω, διαφαίνεται πως η Αιτήτρια δύναται να εμπίπτει στο προφίλ ατόμου που θα μπορούσε να είναι θύμα εμπορίας προσώπων. Με βάση την αφήγησή της κατά τη διάρκεια της συνέντευξής της, η Αιτήτρια συμφώνησε να μεταβεί στη Δημοκρατία, όπου θα εργάζονταν σε εστιατόριο. Κατά την άφιξη της παραλήφθηκε από άγνωστο πρόσωπο, το οποίο τη μετέφερε σε οικία, όπου εκμεταλλευόμενος την ευάλωτη θέση της Αιτήτριας και παρακρατώντας τα νομιμοποιητικά της έγγραφα, την εξώθησε στην πορνεία, με σκοπό το κέρδος. Η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι την ανάγκασε να έχει σεξουαλικές επαφές με διαφορετικούς άνδρες, την είχε κλειδωμένη σε ένα δωμάτιο και κατάφερε να δραπετεύσει μετά από μια εβδομάδα.
Ωστόσο, και μετά από μελέτη του διοικητικού φακέλου συμπεριλαμβανομένου και επί των όσων η Αιτήτρια ανέφερε κατά την ακροαματική διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου, ημερομηνίας 19/03/2024, παρατηρώ, ότι η Αιτήτρια υπέπεσε σε σωρεία αντιφάσεων, αντιφάσεις οι οποίες πλήττουν την εσωτερική αξιοπιστία της Αιτήτριας επί του προβαλλόμενου ισχυρισμού. Το σημείο εστίασης στο πλαίσιο αυτό είναι ο βαθμός στον οποίο η αφήγηση ή η ιστορία ενός αιτούντος παρουσιάζει συνοχή. Στην παρούσα υπόθεση παρατηρώ ότι η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να επεξηγήσει με επαρκή λεπτομέρεια σημεία που άπτονται του πυρήνα του εν λόγω ισχυρισμού. Καταρχήν η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να απαντήσει με συνοχή και ευκρίνεια ποιο ήταν το ‘παράνομο χρέος’ προς τους διακινητές το οποίο προέκυψε από τη μεταφορά και το οποίο οι διακινητές θεωρούν ότι πρέπει να αποπληρωθεί, προτού το άτομο μπορεί να ελευθερωθεί. Επιπλέον, παρατηρώ έλλειψη συνοχής και ευλογοφάνειας ως προς τα πραγματικά γεγονότα, όπως τον τρόπο μεταφοράς της Αιτήτριας από το Καμερούν με τελικό προορισμό τις ελεύθερες περιοχές. Η Αιτήτρια κατά την ακροαματική διαδικασία ανέφερε ότι ο αδελφός της κολλητής της, ένας άντρας ονόματι Marshall, μαζί με την σύζυγο του βοήθησαν, κατά την παραμονή της Αιτήτριας στο Καμερούν, να εγκαταλείψει το Καμερούν πληρώνοντας τα πάντα με σκοπό να φυγαδέψει την Αιτήτρια χωρίς ωστόσο να της ζητήσει οτιδήποτε. Ερωτηθείσα γιατί κάποιος άγνωστος να προβεί στην εν λόγω ενέργεια ήτο να πληρώσει τα πάντα χωρίς να ζητήσει κάποιο αντάλλαγμα η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να απαντήσει με σαφήνεια και ευκρίνεια. Ερωτηθείσα η Αιτήτρια εάν έχει οποιαδήποτε επικοινωνία σήμερα με τα εν λόγω φιλικά της πρόσωπα στο Καμερούν λαμβανομένου και της κατάληξης ήτοι ότι εισήλθε στις μη ελεγχόμενες περιοχές με σκοπό την πορνεία η Αιτήτρια αποκρίθηκε αρνητικά. Ερωτηθείσα εάν γνώριζε ότι θα κατέληγε στην πορνεία και πάλι η Αιτήτρια απάντησε αρνητικά. Στην συνέχεια ερωτηθείσα πώς μεταφέρθηκε μετά την απόδραση της στις ελεύθερες περιοχές η Αιτήτρια αποκρίθηκε ότι γνώρισε έναν άνθρωπο τυχαία στο δρόμο ο οποίος την μετέφερε και παρέδωσε σε έναν οργανισμό στις ελεύθερες περιοχές.
Προχωρώντας, παρατηρώ επίσης το γεγονός ότι η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να περιγράψει με λεπτομέρεια τις συνθήκες κράτησης της. Πρώτιστος δεν ήταν σε θέση να δώσει περισσότερες πληροφορίες σε σχέση με καίρια σημεία που αφορούν τον εν λόγω ισχυρισμό όπως εάν ο διακινητής την ενημέρωσε για το χρέος που πρέπει να αποπληρώσει, πού θα εργάζεται, ποιες και πόσες ώρες και γενικότερα δεν ήταν σε θέση, και παρά το ότι παρέμεινε οκτώ μέρες υπό κράτηση, να περιγράψει με λεπτομέρεια την καθημερινότητα της. Ως εκ τούτου, φρονώ ότι οι περιγραφές της Αιτήτριας ήταν γενικόλογες και ασαφείς, χωρίς συνέπεια και βιωματικό χαρακτήρα, με αποτέλεσμα ο ισχυρισμός να παραμείνει ατεκμηρίωτος.
Ακόμη, δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει εάν την είχε κλειδωμένη σε διαμέρισμα ή οικία, εάν υπήρχαν φρουροί και τον αριθμό τους, ενώ όσον αφορά το όνομα της φίλης της, η οποία την βοήθησε να διαφύγει από την Ακτή Ελεφαντοστού και να εγκατασταθεί στο Καμερούν, παρατηρώ ότι είναι διαφορετικό από το όνομα το οποίο δήλωσε κατά τη διάρκεια της συνέντευξης (ερ.59-1χ δ.φ.). Τέλος, υπέπεσε σε αντιφατικές δηλώσεις ως προς την απόδραση της από το τόπο όπου την είχε κλειδωμένη. Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης της, η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι με ένα κρεμαστάρι ξεκλείδωσε το δωμάτιο της, ότι ο άνδρας που την είχε κλειδωμένη κοιμόταν και η ίδια σύρθηκε στο πάτωμα για να διαφύγει (ερ. 62 δ.φ.), ενώ κατά την ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου διαδικασία, ισχυρίστηκε ότι δεν υπήρχε κανείς στην οικία.
Τονίζεται ότι σε αιτήματα διεθνούς προστασίας η βασική ιστορία του αιτούντος θα πρέπει να παρουσιάζει συνέπεια καθ’ όλη τη διάρκεια των διαδικασιών, ακόμη και αν ορισμένες πτυχές της αφήγησης ενδέχεται να είναι αβέβαιες ή «κατά κάποιον τρόπο απίθανες», υπό την προϋπόθεση ότι δεν υπονομεύουν τη συνολική αξιοπιστία των ισχυρισμών.[14]. Το ΕΔΔΑ έχει αποφανθεί ότι κατά την αξιολόγηση της γενικής αξιοπιστίας των δηλώσεων δεν είναι δυνατόν να αναμένεται απόλυτη ακρίβεια όσον αφορά τις ημερομηνίες και τα γεγονότα[15]. Ωστόσο, μπορεί να υπάρξει ένα σημείο, ακόμη και λαμβανομένης υπόψη της ανάγκης αναγνώρισης στους αιτούντες του ευεργετήματος της αμφιβολίας κατά την αξιολόγηση των αποδεικτικών στοιχείων τους, στο οποίο οι πληροφορίες που παρουσιάζονται δημιουργούν ισχυρούς λόγους αμφισβήτησης της αλήθειας των ισχυρισμών. Στις περιπτώσεις αυτές ο αιτών πρέπει να παράσχει ικανοποιητική εξήγηση των προβαλλόμενων ανακριβειών.[16]
Από τα ενώπιον μου στοιχεία φρονώ ότι πλήττεται η εσωτερική αξιοπιστία του εν λόγω ισχυρισμού ότι η Αιτήτρια είναι θύμα εμπορίας προσώπων λαμβανομένων υπόψη των ιστορούμενων κατά τη διάρκεια της προσωπικής της συνέντευξης, αλλά και επί των όσων ανέφερε επ΄ ακροατηρίου και, ιδίως του γεγονότος ότι η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να παραθέσει περιστατικά αρκούντως συγκεκριμένα και σαφή ενώ υπέπεσε σε αρκετές αντιφάσεις αναφορικά με το ποιοι ήταν οι διακινητές της και εάν υπήρχε οποιαδήποτε συμφωνία μεταξύ τους, την διαδρομή από την χώρα προέλευσης μέχρι να φτάσει στην Κυπριακή Δημοκρατία, τον χώρο κράτησης της, τις συνθήκες αυτής, αλλά και την μετέπειτα απόδραση της. Το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των στοιχείων ενώπιον του κρίνει ότι η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να παράσχει ικανοποιητική εξήγηση ως προς τις ως άνω αντιφάσεις και ασυνέπειες οι οποίες προκύπτουν από τα λεγόμενα της και ως εκ τούτου πλήττεται η εσωτερική αξιοπιστία του εν λόγω ισχυρισμού της λόγω έλλειψης εσωτερικής συνέπειας, αλλά και έλλειψη επαρκών πληροφορίων. Γενικά είναι εύλογο να αναμένεται η αίτηση διεθνούς προστασίας να είναι τεκμηριωμένη και να περιλαμβάνει επαρκώς λεπτομερείς πληροφορίες, τουλάχιστον όσον αφορά τα πλέον ουσιώδη πραγματικά περιστατικά της αίτησης. Η μη επαρκής παροχή λεπτομερειών ισοδυναμεί με αυτό που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 5 στοιχείο β) της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση) ως έλλειψη «λυσιτελών στοιχείων».
Πέρα από αυτό, το γεγονός ότι ο Αιτήτρια πιθανόν να εμπίπτει στην ομάδα ατόμων - θυμάτων εμπορίας προσώπων δεν αρκεί από μόνο του για την εντάξει στο καθεστώς του πρόσφυγα. Πρέπει, με βάση τον οδηγό της EASO, να υπάρχει σύνδεση με βάσιμο φόβο δίωξης και απουσία προστασίας από τη δίωξη αυτή. Εν προκειμένω, η Αιτήτρια σε κανένα στάδιο της διαδικασίας δεν επικαλέστηκε ούτε η ίδια, ούτε δια του συνηγόρου της φόβο που να σχετίζεται με τον εν λόγω ισχυρισμό. Πέραν τούτου, λαμβάνοντας υπόψη ότι το πρόσωπο που φέρεται να οργάνωσε το ταξίδι της Αιτήτριας διαμένει σε άλλη χώρα από την χώρα καταγωγής της Αιτήτριας, χωρίς να γνωρίζει περαιτέρω στοιχεία για την ίδια και χωρίς να τον γνωρίζει προσωπικά, δεν υπάρχει οποιοδήποτε χρέος ούτε έχει επικοινωνία με κανένα από τα εμπλεκόμενα πρόσωπα καθώς και το γεγονός ότι η Αιτήτρια έφυγε και παρέμεινε εκτός της οικίας, χωρίς να την αναζητήσει κάποιο πρόσωπο, σε συνδυασμό με το προφίλ της Αιτήτριας ήτοι ενός προσώπου μορφωμένου, συνάγεται ότι οι πιθανότητες να εντοπιστεί και να στοχοποιηθεί από αυτούς τους ανθρώπους είναι μικρές. Επιπρόσθετα, το γεγονός ότι έχουν παρέλθει έξι έτη από το περιστατικό, μειώνει σημαντικά τις πιθανότητες το εν λόγω άτομο να την αναζητήσει και να της προκαλέσει βλάβη. Περαιτέρω, δεν εντοπίζονται ενδείξεις στην αφήγηση της Αιτήτριας ότι με την επιστροφή της θα αντιμετωπίσει σοβαρής μορφής διακρίσεις ή στιγματισμό ή εξοστρακισμό σε περίπτωση επιστροφής της στην Ακτή Ελεφαντοστού. Επιπλέον, ούτε και επί της παρούσας δικαστικής διαδικασίας η Αιτήτρια προβάλλει τέτοιους συγκεκριμένους και ειδικούς ισχυρισμούς οι οποίοι να ανατρέπουν τα ανωτέρω συμπεράσματα και οι οποίοι εν δυνάμει θα δικαιολογούσαν την υπαγωγή της στο καθεστώς διεθνούς προστασίας. Σημειώνεται, ότι η Αιτήτρια, μέσω του συνηγόρου της, περιορίζεται αποκλειστικά στον δεύτερο ισχυρισμό της, χωρίς να γίνεται καμία αναφορά περί θύματος εμπορίας προσώπων.
Σύμφωνα με το ΔΕΕ επί της εκτιμήσεως του «κατά πόσον ο αιτών έχει βάσιμο φόβο δίωξης» συνίσταται στην απαίτηση όπως, οι αρμόδιες αρχές, όταν αξιολογούν αν ένας αιτών έχει βάσιμο φόβο διώξεως, εξετάζουν αν οι αποδεδειγμένες περιστάσεις συνιστούν ή όχι τέτοια απειλή ώστε το πρόσωπο αυτό εύλογα να φοβάται, όσον αφορά την ατομική του κατάσταση, ότι όντως θα αποτελέσει το αντικείμενο πράξεων διώξεως (βλ., στο ίδιο πνεύμα, προαναφερθείσα απόφαση Y και Z, σκέψη 76)[17]. Ως εκ τούτου για το ΔΕΕ, η εκτίμηση του βάσιμου φόβου δεν απαιτεί τη διαπίστωση ότι ο αιτών έχει υποκειμενικό φόβο, το μόνο που χρειάζεται είναι ένα αντικειμενικό κριτήριο που λαμβάνει υπόψη τη συνεκτίμηση τόσο ατομικών, όσο και γενικών περιστάσεων σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 3 οδηγία 2011/95/EΕ (αναδιατύπωση). Όπως επισημάνθηκε ως άνω, για το ΔΕΕ, ο «βάσιμος φόβος» πρέπει να είναι ο φόβος ότι ο προσφεύγων «προσωπικά θα υπόκεινται σε δίωξη [...]».[18] Με άλλα λόγια, τα προσωπικά χαρακτηριστικά του αιτούντος και οι περιστάσεις θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά τον προσδιορισμό του επιπέδου κινδύνου για το οποίο ο αιτών θα εκτεθεί στη χώρα προέλευσης.
Επιπρόσθετα, ο «βάσιμος φόβος» στηρίζεται στην εκτίμηση του κινδύνου, η οποία είναι μελλοντοστραφής. Λόγω των εγγενών δυσκολιών που εμφανίζει η πρόγνωση του τι θα συμβεί εάν ο αιτητής επιστρέψει στη χώρα του, ο κίνδυνος υποκειμενικής εκτίμησης εν προκειμένω είναι υψηλός. Είναι, συνεπώς, εξαιρετικά σημαντικό η αξιολόγηση του βάσιμου φόβου να πραγματοποιείται με βάση μια αντικειμενική μεθοδολογία, η οποία αποφεύγει τις εικασίες. Στο πλαίσιο αυτό και προκειμένου να αξιολογηθεί η νομική προϋπόθεση του «βάσιμου», θα πρέπει η αξιολόγηση να επικεντρώνεται στο κατά πόσον ένας τέτοιος φόβος είναι βάσιμος κατά το χρόνο λήψης της απόφασης επί της αίτησης διεθνούς προστασίας, δηλαδή ο βάσιμος φόβος του αιτητή πρέπει να είναι τρέχων. Οι περιστάσεις που οδήγησαν ένα πρόσωπο να εγκαταλείψει τη χώρα του μπορεί να αλλάξουν ή να παύσουν να υφίστανται με την πάροδο του χρόνου ή, αντιστρόφως, να εμφανιστούν μετά την αναχώρησή του.
Συνεπώς, με βάση τα διαπιστωμένα πραγματικά περιστατικά, την εκτίμηση κινδύνου και τις διαθέσιμες πληροφορίες σχετικά με τη τρίτη χώρα διέλευσης το Καμερούν, διαπιστώνεται ότι δεν πληρούται το αντικειμενικό στοιχείο του βάσιμου φόβου δίωξης. Ενόψει των ανωτέρω, κρίνω ότι δεν υφίσταται εν προκειμένω εύλογη πιθανότητα η Αιτήτρια να εκτεθεί, σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της, ήτοι την Ακτή Ελεφαντοστού, σε μεταχείριση η οποία θα μπορούσε να ανέλθει σε δίωξη ή σοβαρή βλάβη λόγω της ιδιότητας της ως πιθανό θύμα εμπορίας προσώπων.
Προχωρώντας, και, στη βάση λοιπόν των αποδεκτών ισχυρισμών ήτοι του πρώτου και δεύτερου αποδεκτού ισχυρισμού και προς αξιολόγηση του μελλοντικού κινδύνου της Αιτήτριας σε περίπτωση επιστροφής της στη Ακτή Ελεφαντοστού, το Δικαστήριο συντάσσεται με τα ευρήματα των Καθ’ων η Αίτηση ως αυτά αναλύονται επί της έκθεσης – εισήγησης (βλ. ερ. 134 -136 Δ.Φ.) και κρίνει ότι η Αιτήτρια δεν αναμένεται να αντιμετωπίσει και/ή να υποστεί οποιαδήποτε πράξη δίωξης ή να αντιμετωπίσει κίνδυνο σοβαρής βλάβης κατά την επιστροφή της στη χώρα καταγωγής.
Ειδικότερα και ως προς τον δεύτερο αποδεκτό ισχυρισμό ήτοι τον φόβο δίωξης της από τον θείος της ο οποίος πούλησε την προσφεύγουσα σε έναν ηλικιωμένο άνδρα ο οποίος στην συνέχεια την κράτησε αιχμάλωτη και την κακοποίησε σεξουαλικά επί 23 ημέρες τον Μάρτιο του 2016. Στην ανάλυση του ενδεχόμενου μελλοντικού κινδύνου του αιτητή σε περίπτωση επιστροφής του στην χώρα καταγωγής του και λαμβάνοντας υπόψη τα περιστατικά που περιβάλλουν την υπό εξέταση υπόθεση, απαραίτητη είναι και η συνεκτίμηση των προνοιών του άρθρου 18(4) του περί Προσφύγων Νόμου, δυνάμει του οποίου:
«το γεγονός ότι ο αιτητής έχει ήδη υποστεί δίωξη ή σοβαρή βλάβη ή άμεσες απειλές τέτοιας δίωξης ή βλάβης αποτελεί σοβαρή ένδειξη ότι είναι βάσιμος ο φόβος του αιτητή ότι θα υποστεί δίωξη ή ότι διατρέχει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης, εκτός εάν υπάρχουν βάσιμοι λόγοι για να πιστεύει κάποιος ότι η εν λόγω δίωξη ή η σοβαρή βλάβη δεν θα επαναληφθεί».
Ως εκ τούτου, το γεγονός ότι ένας αιτητής υπέστη παρελθούσα δίωξη δε συνάγεται κατ' ανάγκη ότι υφίσταται κίνδυνος μελλοντικής δίωξής του. Αποτελεί ωστόσο σοβαρή ένδειξη του βάσιμου φόβου δίωξης, εκτός εάν υπάρχουν βάσιμοι λόγοι για να θεωρηθεί ότι η εν λόγω δίωξη δεν θα επαναληφθεί. Όπως έχω προαναφέρει, ο βάσιμος φόβος δίωξης είναι μία έννοια που αφορά το μέλλον, δηλαδή το αν πιθανολογείται να υποστεί δίωξη ο αιτητής σε περίπτωση επιστροφής του. Ο φόβος θεωρείται βάσιμος, εάν μπορεί να θεμελιωθεί σε «εύλογο» βαθμό ότι η εξακολούθηση της παραμονής του στην χώρα καταγωγής του έχει γίνει αφόρητη για τους λόγους που αναφέρονται στον ορισμό ή θα μπορούσε να του γίνει αφόρητη για τους ίδιους λόγους, εάν επέστρεφε σε αυτήν. Συνεπώς η εκτίμηση αυτή απαιτεί όπως διαπιστωθεί ότι υπάρχει εύλογη πιθανότητα ο φόβος του αιτητή να πραγματοποιηθεί κατά την επιστροφή του στη χώρα καταγωγής του. Η αξιολόγηση αυτή είναι μελλοντοστραφής, ωστόσο κρίσιμο στοιχείο αποτελεί επίσης πιθανή παρελθούσα δίωξη.
Όπως εξάλλου επισήμανε το ΔΕΕ στην Abdulla, σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 4 (της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ), «Η κατάσταση αυτή απαντά, καταρχάς και κυρίως, κατά το στάδιο εξετάσεως μιας αρχικής αιτήσεως για χορήγηση καθεστώτος πρόσφυγα, όταν ο αιτών προβάλλει προγενέστερες πράξεις ή απειλές διώξεως ως ενδείξεις του βάσιμου φόβου του ότι η επίμαχη δίωξη θα επαναληφθεί σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής. Η αποδεικτική ισχύς, την οποία το άρθρο 4, παράγραφος 4, της οδηγίας προσδίδει σε τέτοιες προγενέστερες πράξεις ή απειλές, θα ληφθεί υπόψη από τις αρμόδιες αρχές υπό την απορρέουσα από το άρθρο 9, παράγραφος 3, της οδηγίας προϋπόθεση ότι οι εν λόγω πράξεις ή απειλές συσχετίζονται με τον λόγο διώξεως που προβάλλει ο αιτών την παροχή προστασίας.». [19]
Στα πλαίσια λοιπόν της μελλοντοστραφούς εκτίμησης αυτού του κινδύνου, το Δικαστήριο καλείται σήμερα να αξιολογήσει κατά πόσο με τα ενώπιόν του στοιχεία, τις ατομικές περιστάσεις της Αιτήτριας και την σημερινή κατάσταση ασφαλείας στην χώρα καταγωγής της, η Αιτήτρια πληροί τις προϋποθέσεις του Άρθρου 3 του Περί Προσφύγων Νόμου για αναγνώρισή της ως πρόσφυγα ή εναλλακτικά κατά πόσο πληροί τις προϋποθέσεις του Άρθρου 19 του Περί Προσφύγων Νόμου για αναγνώρισή της ως δικαιούχου συμπληρωματικής προστασίας.
Λαμβάνοντας υπόψη το ως άνω αναφερθέν, το παρόν Δικαστήριο συντάσσεται με τις εξωτερικές πηγές που ανευρέθηκαν αναφορικά με την κατάσταση των ανύπαντρων γυναικών στην Ακτή Ελεφαντοστού (ερ. 126-122 του δ.φ.), και κατόπιν επικαιροποιημένης έρευνας δεν ανευρέθηκαν πιο πρόσφατες εκθέσεις.
Αναφορικά με τις επικρατούσες συνθήκες στη χώρα καταγωγής της Αιτήτριας σε σχέση με την ενδοοικογενειακή βία καθώς και της σεξουαλικής κακοποίησης των γυναικών, σύμφωνα με έκθεση του USDOS «[ο] νόμος απαγορεύει τον βιασμό ανδρών και γυναικών και προβλέπει ποινές φυλάκισης από πέντε έως 20 έτη για τους δράστες. Ο νόμος προβλέπει ένα μαχητό τεκμήριο συναίνεσης σε περιπτώσεις βιασμού εντός γάμου. Το δικαστήριο θα μπορούσε να επιβάλει ποινή ισόβιας κάθειρξης σε περιπτώσεις ομαδικού βιασμού, εάν οι βιαστές ήταν συγγενείς ή κατείχαν θέσεις εξουσίας επί του επιζώντος ή εάν ο επιζών ήταν κάτω των 18 ετών. Ο νόμος δεν ασχολήθηκε ειδικά με την ενδοοικογενειακή βία και τη βία μεταξύ συντρόφων ούτε επέβαλε ειδικές ποινές για τις πράξεις αυτές. Οι αρχές δεν εφάρμοζαν με συνέπεια αποτελεσματικά τους νόμους αυτούς.
[…]
Οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων ανέφεραν ότι μέλη της οικογένειας και ηγέτες της κοινότητας συχνά διαμεσολαβούσαν ανεπίσημα σε κατηγορίες βιασμού χωρίς τη συμβολή των επιζώντων και αποθάρρυναν τους επιζώντες από το να καταγγείλουν στην αστυνομία για να μην προκαλέσουν ντροπή ή άλλες αρνητικές συνέπειες στην οικογένεια, ιδίως εάν ο δράστης ήταν συγγενής. Οι οικογένειες συχνά δέχονταν πληρωμή ως αποζημίωση. Η αστυνομία φέρεται να είχε συχνά μια νοοτροπία που κατηγορούσε το θύμα. [..]
Το Υπουργείο Γυναικών, Οικογένειας και Παιδιών ξεκίνησε εκστρατεία ευαισθητοποίησης σχετικά με τη βία λόγω φύλου σε συνεργασία με 42 τοπικές ΜΚΟ κατά τη διάρκεια του έτους.».[20]
Σύμφωνα με την ετήσια έκθεση του Freedom House για το έτος 2023, «Οι γυναίκες υφίστανται σημαντικές νομικές και οικονομικές διακρίσεις και η σεξουαλική και έμφυλη βία είναι ευρέως διαδεδομένη. Σύμφωνα με έρευνα του 2019 που διεξήγαγε η ΜΚΟ Citizens for the Promotion and Defense of the Rights of Children, Women and Minorities (CPDEFM), μια ΜΚΟ της Ακτής Ελεφαντοστού, πάνω από το 70% των γυναικών στο Abidjan, τη μεγαλύτερη πόλη της Ακτής Ελεφαντοστού, έχουν πέσει θύματα ενδοοικογενειακής βίας.
Η νομική προστασία από την έμφυλη βία είναι αδύναμη και συχνά αγνοείται. Η ατιμωρησία των δραστών παραμένει επίσης πρόβλημα, και όταν διώκεται ποινικά, ο βιασμός επαναπροσδιορίζεται συνήθως ως άσεμνη επίθεση. Τα δαπανηρά ιατρικά πιστοποιητικά είναι συχνά απαραίτητα για την καταδίκη, αλλά είναι πέρα από τις δυνατότητες των εξαθλιωμένων θυμάτων.».[21]
Σύμφωνα με το διεθνές ειδησεογραφικό κανάλι France 24, «οι γυναίκες της Ακτής Ελεφαντοστού που ξυλοκοπούνται ή εκφοβίζονται από τους συντρόφους τους αποκτούν ανεξαρτησία και αυτοεκτίμηση στο μοναδικό καταφύγιο της χώρας Akwaba Mousso, που προσφέρει ολοκληρωμένη υποστήριξη στα θύματα ενδοοικογενειακής κακοποίησης.». Εκτός από στέγαση, το καταφύγιο, συγκεντρώνει γιατρούς, μαίες, ψυχολόγους, κοινωνικούς λειτουργούς και δικηγόρους για τη θεραπεία και την υποστήριξη όσων έχουν ανάγκη. Το κέντρο στη μεγαλύτερη πόλη της χώρας, το Abidjan, υποστηρίζει γυναίκες και παιδιά που έχουν υποστεί ψυχολογική, συναισθηματική ή σωματική βία. Ψυχολόγος, που εργάζεται στο κέντρο, δήλωσε ότι η διαταραχή μετατραυματικού στρες και η κατάθλιψη είναι «επαναλαμβανόμενα» προβλήματα μεταξύ των γυναικών που βρίσκονται στο καταφύγιο. Οι γυναίκες συνήθως ανακαλύπτουν το κέντρο από στόμα σε στόμα ή από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Όταν μια γυναίκα δεν κινδυνεύει πλέον, η ΜΚΟ σχεδιάζει περαιτέρω βήματα για την κοινωνική και επαγγελματική επανένταξη. Όλες οι υπηρεσίες του Akwaba Mousso παρέχονται δωρεάν, χάρη στις ιδιωτικές δωρεές και τη χρηματοδότηση της τοπικής περιφέρειας.[22]
Σύμφωνα με τον διεθνή οργανισμό Make Mothers Matter, εντοπίζεται ως μέλος, η ΜΚΟ AJAD MMM, η οποία δραστηριοποιείται στην Ακτή Ελεφαντοστού. Η ΜΚΟ AJAD MMM επικεντρώνεται στη βελτίωση της κατάστασης των έφηβων μητέρων και των παιδιών τους χωρίς πατέρα, καθώς και στην προστασία των ορφανών. Έχει δημιουργήσει ένα κέντρο εκμάθησης πολλαπλών δεξιοτήτων για απομονωμένες μητέρες, με κονδύλια από τη NEW LIFE/KING BAUDOUIN του Βελγίου, και παρέχει υποστήριξη για την επίτευξη πραγματικής ενδυνάμωσης. Οι μητέρες βρίσκουν παρηγοριά και ανακούφιση εκεί. Η AJAD MMM παρέχει επίσης πρόσθετη υποστήριξη «από μητέρα σε μητέρα» μέσω των «οικογενειών AJAD» που υποδέχονται ορισμένες από αυτές τις νεαρές μητέρες, καθώς και περιστασιακούς πατέρες, οι οποίοι συμφωνούν να ενεργήσουν ως πατρική φιγούρα για τα παιδιά. Η καλλιέργεια μιας σχέσης πατέρα-παιδιού παρέχει ένα ασφαλέστερο και ασφαλέστερο περιβάλλον για την εκπαίδευσή τους. Η AJAD συνεργάζεται με κοινοτικούς ηγέτες, γονείς, κέντρα υγείας, σχολεία, κοινωνικά κέντρα, συλλόγους και δημαρχεία.[23]
Ως εκ τούτου, στην προκειμένη περίπτωση, λαμβάνοντας υπόψη τις ως άνω παρατεθείσες πηγές πληροφόρησης σε συνάρτηση με τις ατομικές περιστάσεις της Αιτήτριας, και ειδικότερα ότι η ίδια είναι ενήλικη μητέρα, υγιής, χωρίς εμφανή ζητήματα ευαλωτότητας, απόφοιτη δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, με εργασιακή εμπειρία, αξιολογώ εκ των ανωτέρω πως δεν συντρέχουν εύλογοι λόγοι να θεωρηθεί πως η Αιτήτρια σε περίπτωση επιστροφής της στην χώρα καταγωγής της, και ειδικότερα στην περιοχή συνήθους διαμονής της εκεί, κινδυνεύει να υποστεί εκ νέου εκμετάλλευση από τον θείο της ή τον μεγαλύτερο σε ηλικία άντρα στον οποίο πουλήθηκε ή σε μεταχείριση που ισοδυναμεί με δίωξη ή σοβαρή βλάβη. Επιπλέον, συμπεραίνεται από τις δηλώσεις της Αιτήτριας πως ούτε ο θείος της ούτε ο ηλικιωμένος άνδρας προσπάθησαν να την αναζητήσουν και να την εντοπίσουν προτού εγκαταλείψει την χώρα καταγωγής της, ούτε η ίδια προέβη σε κάποια αναφορά περί του ότι τα συγκεκριμένα άτομα την αναζητούν ακόμη και σήμερα.
Περαιτέρω, ο τόπος συνήθους διαμονής της Αιτήτριας, ήτοι η πόλη San-Pedro απέχει 335 χιλιόμετρα από τη πόλη Abidjan[24], όπου διέμεναν ο θείος και ο ηλικιωμένος άνδρας και στην οποία παρέμεινε έγκλειστη για περίοδο 3 μηνών. Πέρα από αυτό, ερωτηθείσα η Αιτήτρια κατά την ακροαματική διαδικασία εάν είχε επικοινωνία με οποιοδήποτε άτομο από το οικογενειακό της περιβάλλον σήμερα στην χώρα καταγωγής της αποκρίθηκε αρνητικά. Ερωτηθείσα εάν έχει επικοινωνία με τον θείο της απάντησε ξανά αρνητικά. Ερωτηθείσα εάν γνωρίζει που βρίσκεται ο θείος της σήμερα απάντησε ότι δεν γνωρίζει. Ερωτηθείσα εάν γνωρίζει που βρίσκεται ο ηλικιωμένος κύριος στον οποίο πουλήθηκε από τον θείο της η Αιτήτρια απάντησε και πάλι ότι δεν γνωρίζει. Ερωτηθείσα γιατί πιστεύει ότι κινδυνεύει ακόμη λαμβανομένου ότι εγκατέλειψε τη Ακτή Ελεφαντοστού το 2016 και έχουν ήδη παρέλθει σχεδόν 8 χρόνια η Αιτήτρια αποκρίθηκε γενικά και αόριστα ότι ακόμη η ζωή της βρίσκεται σε κίνδυνο χωρίς να προσθέσει οτιδήποτε περαιτέρω επί αυτού.
Εν προκειμένω, διαπιστώνω πως δεν προκύπτουν βάσιμοι λόγοι από τις δηλώσεις και τις σημερινές συνθήκες της Αιτήτριας, να υποστεί εκ νέου πράξεις που δύνανται να χαρακτηρισθούν ως πράξεις δίωξης από τον θείο της κατά την επιστροφή στην χώρα καταγωγής της.
Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο καταλήγει ότι δεν προκύπτει στην περίπτωση της Αιτήτριας οποιοσδήποτε βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης στη χώρα καταγωγής της για κάποιον από τους πέντε (5) λόγους που εξαντλητικά αναφέρονται στο άρθρο 3 (1) του περί Προσφύγων Νόμου, αφού η Υπηρεσία Ασύλου στην έκθεση/εισήγηση, αξιολόγησε κάθε ισχυρισμό της και για τους λόγους που εκτενώς καταγράφηκαν στην εισήγησή της, εύλογα κατέληξε στο συμπέρασμα, ότι η Αιτήτρια δεν θα υποστεί δίωξη σε περίπτωση επιστροφής της στην χώρα καταγωγής του, υπό την έννοια του άρθρου 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου. Το παρόν Δικαστήριο, όπως αναλυτικά εκτέθηκε ανωτέρω, υιοθέτησε τα συμπεράσματα των Καθ’ ων η αίτηση αναφορικά με τον πυρήνα του αιτήματος διεθνούς προστασίας της Αιτήτριας.
Περαιτέρω, βάσει των στοιχείων του προφίλ της Αιτήτριας και των ισχυρισμών που η ίδια προώθησε, δεν πιθανολογείται ότι σε περίπτωση επιστροφής της στη Ακτή Ελεφαντοστού, υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, όπως η εν λόγω έννοια ορίζεται στο άρθρο 19 (2) του Περί Προσφύγων Νόμου.
Για τη διαπίστωση αυτού του πραγματικού κινδύνου θα πρέπει να υπάρχουν, όπως ρητά προνοεί το άρθρο 19(1), «ουσιώδεις λόγοι». Περαιτέρω, σοβαρή βλάβη ή σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη κατά το εδάφιο (2) του άρθρου 19, σημαίνει κίνδυνο αντιμετώπισης θανατικής ποινής, βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας, παραβίασης ανθρωπίνου δικαιώματος, τόσο κατάφωρης ώστε να ενεργοποιούνται οι διεθνείς υποχρεώσεις της Δημοκρατίας ή να υπάρχει απειλή κατά της ζωής, της ασφάλειας ή της ελευθερίας ως αποτέλεσμα άσκησης αδιάκριτης βίας λόγω συνθηκών ένοπλής σύγκρουσης ή συστηματικών και γενικευμένων παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Ως προς τους παράγοντες που δύνανται να ληφθούν υπόψιν ως προς την αξιολόγηση του συστατικού στοιχείου της αδιάκριτης βίας, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: το ΔΕΕ) επεσήμανε σε πρόσφατη απόφασή του ότι συνιστούν «[.]μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 (πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C‑285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών.» (ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας 10/06/2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland, σκέψη 43)
Περαιτέρω, ως προς τον προσδιορισμό του επιπέδου της ασκούμενης αδιάκριτης βίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: το ΕΔΔΑ) στην απόφασή του Sufi and Elmi (ΕΔΔΑ, απόφαση επί των προσφυγών 8319/07και 11449/07, ημερομηνίας 29/11/2011), αξιολόγησε, διευκρινίζοντας ότι δεν κατονομάζονται εξαντλητικά, τη χρήση μεθόδων και τακτικών πολέμου εκ μέρους των εμπόλεμων πλευρών οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο αμάχων θυμάτων ή ευθέως στοχοποιούν αμάχους, εάν η χρήση αυτών είναι διαδεδομένη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, και, τελικά, τον αριθμό των αμάχων που έχουν θανατωθεί, τραυματιστεί και εκτοπιστεί ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης.
Όπως διευκρίνισε το ΔΕΕ «ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως η χαρακτηρίζουσα βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές, οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας» (Βλ. απόφαση στην C-465/07, Meki Elgafaji, Noor Elgafaji - Staatssecretaris van Justitie, ημερομηνίας 17/12/2009). Ιδίως ως προς την εφαρμογή της αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας, το ΔΕΕ στην ως άνω απόφαση διευκρίνισε ότι «όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας».
Λαμβάνοντας υπόψη τα δεδομένα ασφαλείας του τόπου καταγωγής της Αιτήτριας, όπως προκύπτουν από επικαιροποιημένες διεθνείς πηγές, παρατηρώ τα ακόλουθα:
Εκ της διενεργηθείσας έρευνας προέκυψε ότι σύμφωνα με τη διαδικτυακή πύλη RULAC στην Ακτή Ελεφαντοστού δε λαμβάνει χώρα οιαδήποτε ένοπλη σύρραξη.[25] Σύμφωνα με έκθεση του Freedom House για το έτος 2023, η Ακτή Ελεφαντοστού συνεχίζει να ανακάμπτει από την ένοπλη σύγκρουση που έληξε το 2011 και παρά το ξέσπασμα βίας κατά την εκλογική περίοδο του 2020, οι πολιτικές ελευθερίες προστατεύτηκαν καλύτερα τα τελευταία χρόνια και η κοινωνία των πολιτών και η αντιπολίτευση λειτουργούν πιο ελεύθερα από τις εκλογές εκείνης της χρονιάς.[26]
Ειδικότερα, σύμφωνα με τα στοιχεία του Armed Conflict Location & Event Data Project (ACLED), για το διάστημα από 20/09/2023 έως 20/09/2024, σημειώθηκαν στην περιφέρεια Bas-Sassandra, όπου εμπίπτει η πόλη San-Pedro (τελευταίος τόπος συνήθους διαμονής της Αιτήτριας), 1 περιστατικό ασφαλείας το οποίο οδήγησε σε μια ανθρώπινη απώλεια.[27] Λαμβάνοντας υπόψιν τα παραπάνω δεδομένα δεν διακρίνω την ύπαρξη κατάστασης αδιάκριτης βίας λόγω ένοπλης σύρραξης στη περιφέρεια Bas-Sassandra , ή έστω αδιάκριτης βίας λόγω ένοπλης σύρραξης η οποία να εξικνείται σε τέτοιο βαθμό ώστε η Αιτήτρια λόγω της παρουσίας της και μόνο στο έδαφος της περιοχής αυτής να έρχεται αντιμέτωπη με πραγματικό κίνδυνο σοβαρής απειλής, υπό την έννοια του άρθρου 19(2)(γ) του Περί Προσφύγων Νόμου.
Με βάση το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου και αφού εξέτασα τόσο τη νομιμότητα, όσο και την ουσία της παρούσης, καταλήγω ότι ορθά η Διοίκηση, κατέληξε ότι τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης δε στοιχειοθετούσαν τις αναγκαίες προϋποθέσεις για να αναγνωριστεί στην Αιτήτρια το καθεστώς του πρόσφυγα, ως προβλέπεται στα άρθρα 3-3Δ του Νόμου, αφού δεν τεκμηριώθηκε βάσιμος φόβος δίωξης, για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, ούτε το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας που προβλέπεται στο άρθρο 19 του Νόμου, αφού αυτή «δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο ότι θα υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη, ως καθορίζεται στο άρθρο 19(2)».
Δια τους λόγους που πιο πάνω αναφέρονται η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται. Ενόψει, ωστόσο, της κατάληξής μου αναφορικά με την πάσχουσα νομιμότητα θεωρώ ορθό και δίκαιο υπό τις περιστάσεις να μην επιδικάσω έξοδα.
[1] «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», Επαμεινώνδας Π. Σπηλιωτόπουλος, 14ης Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 260, υποσημ. 72, «Εισηγήσεις Διοικητικού Δικονομικού Δικαίου, Χαράλαμπος Χρυσανθάκης, 2η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη σελ. 247 και «Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο», Π.Δ. Δαγτόγλου, σελ. 552.
[2] European Asylum Support Office – EASO, ‘Δικαστική ανάλυση – Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου’, 2018, σελ. 132 - 135
[3]βλ. K Κ. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΊΑΣ ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ, Υπόθεση Αρ. 1558/2018, 29/3/2023
[4] Βλ. Απόφαση εφετείου, Court of Appeal (England and Wales, United Kingdom), απόφαση ημερ. 24 Οκτωβρίου 2007, PO (Nigeria) v Secretary of State for the Home Department, [2007] EWCA Civ 1183.
[5] Βλ. GRETA, Guidance Note on the Entitlement of Victims of Trafficking to International Protection, op. cit., fn. 1247, para. 4.
[6] Άρθρο 3 εδάφιο α' του Πρωτοκόλλου.
[7] UN Protocol to Prevent, Suppress and Punish Trafficing in Persons, Especially Women and Children, Suplementing The United Nations Convention Against Transnational Organized Crime, New York, 15 November 2000
[8] DIRECTIVE 2011/36/EU OF THE EUROPEAN PARLIAMENT AND OF THE COUNCIL, 5 April 2011, on preventing and combating trafficking in human beings and protecting its victims, and replacing Council Framework Decision 2002/629/JHA.
[9] Άρθρο 2 παρ. 3 2011/36/ΕU: 'Εxploitation shall include, as a minimum, the exploitation of the prostitution of others or other forms of sexual exploitation, forced labour or services, including begging, slavery or practices similar to slavery, servitude, or the exploitation of criminal activities, or the removal of organs'
[10] Trafficking in human beings, Εurostat, 2015 edition, σελ. 29, διαθέσιμο σε: https://ec.europa.eu/eurostat/documents/3888793/6648090/KS-TC-14-008-EN-1.pdf/b0315d39-e7bd-4da5-8285-854f37bb8801?t=1424684734000
[11] EASO Guidance on membership of a particular social group, March 2020, σ. 40-41
https://euaa.europa.eu/sites/default/files/EASO-Guidance-on%20MPSG-EN.pdf (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 20/09/2024)
[12] Απόφαση ΕΔΑΔ, 23/8/2016, JK and Others v Sweden, Παρ.. 114.
[13] USDOS – US Department of State, 2024 Trafficking in Persons Report: Cameroon, CAMEROON (Tier 2), 24 June 2024, διαθέσιμο σε: https://www.state.gov/reports/2024-trafficking-in-persons-report/cameroon/ (ημερομηνία πρόσβασης 23/09/2024)
[14] ΕΔΔΑ, Said κατά Κάτω Χωρών, Αιτ. Αριθ. 2345/02 ημερ 05/10/2005. ό.π. υποσημείωση 231, σκέψη 53,
[15] Βλ. για παράδειγμα στο ίδιο.· ΕΔΔΑ, απόφαση της 17ης Ιανουαρίου 2006, Bello κατά Σουηδίας, προσφυγή αριθ. 32213/04.
[16] ΕΔΔΑ, J.K. και λοιποί κατά Σουηδίας, Προσφυγή υπ’ αριθ. 59166/12 ημερ. 23 Αυγούστου 2016 ό.π. υποσημείωση 20, σκέψη 93· και ΕΔΔΑ, R.H. κατά Σουηδίας, ό.π. υποσημείωση 235, σκέψη 58
[17] Συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑199/12 έως C‑201/12, 7/11/2013 Παρ. 72
[18] Συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑199/12 έως C‑201/12, 7/11/2013 Παρ. 51
[19] Βλ. απόφαση ΔΕΕ στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑175/08, C‑176/08, C‑178/08 και C‑179/08 2ας Μαρτίου 2010, Σκ. 94
[20] USDOS - US Department of State, 2023 Country Report on Human Rights Practices: Côte d'Ivoire
23 April 2024, https://www.state.gov/reports/2023-country-reports-on-human-rights-practices/cote-divoire/ (βλ. ενότητα 'Section 6. Discrimination and Societal Abuses, Women)(ημερομηνία πρόσβασης 23/09/2024).
[21] Freedom House, 'Freedom in the World 2024, Côte d'Ivoire', διαθέσιμο σε: https://freedomhouse.org/country/cote-divoire/freedom-world/2024 (σημείο G. Personal Autonomy and Individual Rights, G3 ) (ημερομηνία πρόσβασης 23/09/2024)
[22] France 24, Ivory Coast women gain safety, self-esteem at unique refuge, 07/03/2024, διαθέσιμο σε: https://www.france24.com/en/live-news/20240307-ivory-coast-women-gain-safety-self-esteem-at-unique-refuge (ημερομηνία πρόσβασης 23/09/2024)
[23] Make Mothers Matter, Single and isolated Mothers: The Journey of the Fighters, 30.03.21, διαθέσιμο σε: https://makemothersmatter.org/single-and-isolated-mothers-the-journey-of-the-fighters/ , Make Mothers Matter, Associations membres de MMM, Aide à la Jeunesse Africaine Défavorisée (AJAD), διαθέσιμο σε: https://makemothersmatter.org/fr/reseau-mmm/associations-membres/aide-a-la-jeunesse-africaine-defavorisee-ajad/ (ημερομηνία πρόσβασης 23/09/2024)
[24] https://www.google.com/maps/dir/%CE%A3%CE%B1%CE%BD-%CE%A0%CE%B5%CE%BD%CF%84%CF%81%CF%8C,+%CE%91%CE%BA%CF%84%CE%AE+%CE%95%CE%BB%CE%B5%CF%86%CE%B1%CE%BD%CF%84%CE%BF%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%8D/%CE%91%CE%BC%CF%80%CE%B9%CF%84%CE%B6%CE%AC%CE%BD,+%CE%91%CE%BA%CF%84%CE%AE+%CE%95%CE%BB%CE%B5%CF%86%CE%B1%CE%BD%CF%84%CE%BF%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%8D/@5.0560225,-7.9729243,7z/data=!3m1!4b1!4m14!4m13!1m5!1m1!1s0xf9613979c0479b5:0xb818c2a383cc2f8f!2m2!1d-6.642433!2d4.7578686!1m5!1m1!1s0xfc1ea5311959121:0x3fe70ddce19221a6!2m2!1d-4.019603!2d5.3252258!3e0?entry=ttu&g_ep=EgoyMDI0MDkxOC4xIKXMDSoASAFQAw%3D%3D (ημερομηνία πρόσβασης 23/09/2024)
[25]RULAC, διαθέσιμο σε https://www.rulac.org/browse/map (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 23/09/2024).
[26] Freedom House, 'Freedom in the World 2024, Côte d'Ivoire', διαθέσιμο σε: https://freedomhouse.org/country/cote-divoire/freedom-world/2024(ημερομηνία πρόσβασης 23/09/2024)
[27] ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION - ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Project, διαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο: https://acleddata.com/explorer/ (βλ. πλατφόρμα Explorer, με χρήση των ακόλουθων στοιχείων ανάλυσης: METRIC: Event Counts/Fatality Counts, EVENT CATEGORIES: Event Types (Battles / Violence against civilians / Explosions/Remote violence / Riots / Protests) DATE RANGE: 20.09.2023 – 20.09.2024, REGION: Africa, COUNTRY: Ivory Coast, ADMIN UNIT: Bas-Sassandra) [Ημερομηνία Πρόσβασης: 23/09/2024]
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο