K.D ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Διευθύντριας Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, Υπόθεση Αρ. ΔΚ 21/24, 7/10/2024
print
Τίτλος:
K.D ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Διευθύντριας Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, Υπόθεση Αρ. ΔΚ 21/24, 7/10/2024

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

Υπόθεση Αρ. ΔΚ 21/24

07 Οκτωβρίου, 2024

[Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, ΔΔΔΔΠ.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

K.D

Αιτήτριας

-και-

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

Διευθύντριας Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης

Καθ' ων η Αίτηση

 

Αλ Ταχερ Μπενέτης και συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε. (κος) δικηγόρος για Αιτήτρια

Βασιλική Θωμά (κα), Δικηγόρος για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η Αίτηση

ΑΠΟΦΑΣΗ 

 

Δ.ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π: Η Αιτήτρια, με την παρούσα προσφυγή, αιτείται:

Α. Την έκδοση απόφασης του Δικαστηρίου με την οποία να ακυρώνεται ως παράνομο το διάταγμα κράτησης της Αιτήτριας ημερομηνίας 01/08/2024 το οποίο επιδόθηκε στην Αιτήτριας στις 01/08/2024 με βάση το άρθρο 9 ΣΤ (2) (Δ) του Περί Προσφύγων Νόμου(στο εξής: «o περί Προσφύγων Νόμος»), και με την οποία να διατάζει την άμεση απελευθέρωση της.

Β. Διαζευκτικά της παραγράφου «Α» απόφαση του Σεβαστού Δικαστηρίου με την οποία να ακυρώνεται ή/και να τροποποιείται το διάταγμα κράτησης ημερομηνίας 01.8.2024 που εκδόθηκε από τον Καθ΄ου η αίτηση δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 9ΣΤ(2)(δ) του περί Προσφύγων Νόμου (Ν. 6(Ι)/2000)εναντίον του Αιτητή και με την οποία να διατάζονται εναλλακτικά της κράτησης του Αιτητή μέτρα, κατά την κρίση του Δικαστηρίου.

Γ. Οποιαδήποτε άλλη ή/ και περαιτέρω θεραπεία το Σεβαστό Δικαστήριο κρίνει εύλογη και κατάλληλη υπό τις περιστάσεις.

Δ.. Έξοδα πλέον Φ.Π.Α.».

Γεγονότα:

Σύμφωνα με τα γεγονότα της υπόθεσης όπως εκτίθενται στην Ένσταση που καταχωρήθηκε από τους Καθ' ων η Αίτηση και υποστηρίζονται από τα σχετικά Παραρτήματα και το περιεχόμενο των διοικητικών φακέλων που κατατέθηκαν κατά την ακρόαση της παρούσας, προκύπτουν τα ακόλουθα:

Η Αιτήτρια είναι υπήκοος της δημοκρατίας της Ινδίας και αφίχθη νόμιμα στην Κυπριακή Δημοκρατία με σκοπό να εργαστεί στις ως οικιακή βοηθός στις 24.08.2019. Στην συνέχεια εκδόθηκε στην Αιτήτρια σχετική άδεια παραμονής και εργασίας. Μετέπειτα ήτοι στις 25.09.2019 υπέβαλε αίτηση να της παραχωρηθεί άδεια παραμονής και εργασίας στην ίδια εργοδότρια η οποία όμως απερρίφθη και της δόθηκε σχετικό έγγραφοo αποδέσμευσης. Αυθημερόν η Αιτήτρια ήτοι στις 28.08.2020 υπέβαλε νέα αίτηση για της παραχωρηθεί άδεια παραμονής και εργασίας σε νέα εργοδότρια η οποία έγινε δεκτή. Στη συνέχεια ήτοι στις 29.01.2022 η τελευταία εργοδότρια της Αιτήτριας κατήγγειλε την Αιτήτρια ότι αυτή εγκατέλειψε το τόπο διαμονής και εργασίας με αποτέλεσμα τα στοιχεία της Αιτήτριας να τοποθετηθούν στον κατάλογο stop list ως αναζητούμενο πρόσωπο. Έκτοτε η Αιτήτρια δε προέβει σε οποιαδήποτε ενέργεια για να διευθετήσει την παραμονή της στη Δημοκρατία με αποτέλεσμα να διαμένει παράνομα σε άγνωστη διεύθυνση στην Δημοκρατία. Στις 21.07.2024 μέλη της ΥΑΜ λάρνακας εντόπισαν την Αιτήτρια στη Αραδίππου όπου και προχώρησαν στην συνέχεια σε σύλληψη της για το αυτόφωρο αδίκημα της παράνομης παραμονής στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Στην συνέχεια ήτοι στις 22.07.2024 εκδόθηκαν εναντίον της Αιτήτριας διατάγματα κράτηση και απέλασης δυνάμει του άρθρου 14 του Περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου. Αυθημερόν ήτοι στις 24.07.2024 η Αιτήτρια υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση καθεστώς διεθνούς προστασίας και στις 01.08.2024 εκδόθηκε διάταγμα κράτηση εναντίον της Αιτήτριας δυνάμει του άρθρου 9ΣΤ (2) (δ) του Περί Προσφύγων Νόμου. Με την παρούσα προσφυγή, η Αιτήτρια προσβάλλει την νομιμότητα του εν λόγω διατάγματος κράτησης ημερομηνίας 01/08/2024 δυνάμει του άρθρου 9ΣΤ(2)(δ)του περί Προσφύγων Νόμου.

Νομικοί Ισχυρισμοί: 

Η Αιτήτρια δια μέσω του συνηγόρου της παραθέτει στο εισαγωγικό δικόγραφο της παρούσας διαδικασίας αρκετούς λόγους ακύρωσης της επίδικης προσβαλλόμενης απόφασης. Με την γραπτή της αγόρευση περιορίζεται στους ακόλουθους λόγους ακύρωσης ότι η απόφαση των Καθ’ων η Αίτηση είναι αναιτιολόγητη και μη δεόντως αιτιολογημένη ενώ λήφθηκε χωρίς δέουσα έρευνα και σε αντίθεση με τα άρθρα 26-28 του Ν.158 (1) 1999. Είναι η θέση της Αιτήτριας ότι τα όσα εμπεριέχονται στο διάταγμα δεν αποτελούν εξατομικευμένη αξιολόγηση στην οποία το αρμόδιο όργανο οφείλει να προβαίνει πριν την λήψη της απόφασης κράτησης Αιτητή Επιπλέον με εκτενή αναφορά στο άρθρο 9 ΣΤ η πλευρά του Αιτητή υποστηρίζει ότι στην περίπτωση της Αιτήτριας θα πρέπει να εφαρμοστούν εναλλακτικά της κράτησης μέτρα επισημαίνοντας ότι η κράτηση συνιστά το έσχατο μέτρο και όποια κράτηση θα πρέπει να διέπεται από τις αρχές της αναγκαιότητας και αναλογικότητας.

Αντικρούοντας τους ισχυρισμούς του αιτητή, η ευπαίδευτη συνήγορος των Καθ' ων η Αίτηση προωθεί ότι το υπό εξέταση διάταγμα εκδόθηκε ορθά και σύμφωνα με τις νομοθετικές διατάξεις και πρόνοιες του Περί Προσφύγων Νόμου. Η Αιτήτρια κρατείτο ορθά και υπό της προβλεπόμενες εξαιρέσεις που προβλέπει το άρθρο 9ΣΤ (2) (δ) του Περί Προσφύγων Νόμου. Η πλευρά των Καθ’ων η Αίτηση προβαίνοντας σε εκτενή αναφορά επί των γεγονότων αναφέρουν ότι ορθά εκδόθηκαν τα σχετικά διατάγματα κράτησης ενώ εισηγούνται ότι πληρούνται οι αντικειμενικές προϋποθέσεις του εδαφίου (δ) (2) άρθρου 9 ΣΤ του Περί Προσφύγων Νόμου καθότι η Αιτήτρια κρατείτο στα πλαίσια διαδικασίας απέλασης, είχε ήδη πρόσβαση στη διαδικασία χορήγησης ασύλου από το 2019 όταν και εισήλθε στην Κυπριακή Δημοκρατία με σκοπό να εργαστεί επιπλέον υπάρχουν βάσιμοί λόγοι να θεωρείται ότι αυτή υπέβαλε αίτηση προκειμένου να καθυστερήσει ή και να παρεμποδίσει την εκτέλεση της απόφασης επιστροφής. Τέλος και παραθέτοντας σχετική νομολογία των Ευρωπαϊκών Δικαστηρίων είναι η θέση τους ότι στην περίπτωση της Αιτήτριας δεν είναι εφικτό όπως εφαρμοστούν λιγότερα περιοριστικά, εναλλακτικά, μέτρα έναντι της κράτησης καθότι οποιοδήποτε άλλο μέτρο πέραν της κράτησης υπό τις περιστάσεις θα ήτο αναποτελεσματικό ή και ανεπαρκές καθώς υπάρχει μεγάλη πιθανότητα η Αιτήτρια να με συμμορφωθεί με εναλλακτικά της κράτησης μέτρα με σκοπό να αποφύγει την απομάκρυνση της στην χώρα καταγωγής της.

Άρα και λαμβάνοντας υπόψη της προσωπικές εξατομικευμένες περιστάσεις της Αιτήτριας και των πραγματικών περιστατικών που διέπαν την υπόθεση της ορθά οι Καθ’ων αποφάσισαν όπως μη εφαρμοστούν λιγότερο περιοριστικά μέτρα στην περίπτωση της. Ως προς τον ισχυρισμό ότι η απόφαση είναι αναιτιολόγητη ή και ότι δεν διεξαχθεί οποιαδήποτε δέουσα έρευνα είναι η θέση των Καθ’ων η Αίτηση ότι στο διάταγμα κράτησης ημερομηνίας 01.08.2024 καταγράφονται επαρκώς οι λόγοι για τους οποίους κρατείτο η Αιτήτρια και ως εκ τούτου ο εν λόγω ισχυρισμός θα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

To νομικό πλαίσιο

 

Ο Κανονισμός 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019, έχει ως ακολούθως:

«Ο Διαδικαστικός Κανονισμός του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, και οι περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διαδικαστικοί Κανονισμοί (Αρ.1) Διαδικαστικοί Κανονισμοί του 2015, τυγχάνουν εφαρμογής σε όλες τις προσφυγές που καταχωρούνται στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας από 18.6.2019, με τις αναγκαίες τροποποιήσεις που αναφέρονται στη συνέχεια και κατ΄ ανάλογη εφαρμογή των δικονομικών κανόνων και πρακτικής που ακολουθούνται και εφαρμόζονται στις ενώπιον του Διοικητικού  Δικαστηρίου προσφυγές, εκτός αν ήθελε άλλως ορίσει το Δικαστήριο.».

 

Το άρθρο 11 των περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμων του 2018 και 2020 (Ο περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμος), προβλέπει τα ακόλουθα (η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου):

 «Δικαιοδοσία Δικαστηρίου

11.-(1) Κάθε δικαστής του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας, ασκεί τις εξουσίες που ανατίθενται στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας από το Σύνταγμα, τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και οποιουδήποτε άλλου εκάστοτε σε ισχύ νόμου.

(2) Το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας αποφασίζει επί πάσης προσφυγής, η οποία υποβάλλεται δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος κατά απόφασης ή πράξης εκδιδομένης, δυνάμει του περί Προσφύγων Νόμου ή κατά παράλειψης οφειλόμενης ενέργειας, δυνάμει του περί Προσφύγων Νόμου.

(3) [.]»

 

Το άρθρο 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου, δυνάμει του οποίου εκδόθηκε η επίδικη πράξη, ορίζει τα ακόλουθα (η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου):

«9ΣΤ.-(1) Απαγορεύεται η κράτηση αιτητή λόγω μόνο της ιδιότητάς του ως αιτητή, καθώς και η κράτηση ανήλικου αιτητή.

(2) Εκτός εάν στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι εφικτό να εφαρμοστούν αποτελεσματικά άλλα λιγότερο περιοριστικά εναλλακτικά μέτρα, όπως τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (3), και εφόσον κρίνεται αναγκαίο και κατόπιν ατομικής αξιολόγησης κάθε περίπτωσης, ο Υπουργός δύναται να εκδίδει γραπτό διάταγμα, με το οποίο να θέτει υπό κράτηση αιτητή, μόνο για οποιοδήποτε από τους ακόλουθους λόγους:

[.]

(β) για να προσδιοριστούν τα στοιχεία εκείνα στα οποία βασίζεται η αίτηση, η απόκτηση των οποίων θα ήταν σε άλλη περίπτωση αδύνατη, ιδίως όταν υπάρχει κίνδυνος διαφυγής του αιτητή·

[.]

(δ) όταν κρατείται στο πλαίσιο της διαδικασίας επιστροφής, δυνάμει των άρθρων 18ΟΓ μέχρι 18ΠΘ του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, προκειμένου να προετοιμάζεται η επιστροφή ή/και να διεξάγεται η διαδικασία απομάκρυνσης και ο Υπουργός τεκμηριώνει βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, συμπεριλαμβανομένου του γεγονότος ότι, το πρόσωπο είχε ήδη την ευκαιρία πρόσβασης στη διαδικασία χορήγησης ασύλου, ότι υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να θεωρείται ότι το πρόσωπο υποβάλλει αίτηση διεθνούς προστασίας, προκειμένου να καθυστερεί απλώς ή να εμποδίζει την εκτέλεση απόφασης επιστροφής·

[.]

(3) Ο Υπουργός δύναται, αντί να θέσει τον αιτητή υπό κράτηση, να του επιβάλει εναλλακτικά, για όσο χρονικό διάστημα κρίνει σκόπιμο υπό τις περιστάσεις, ορισμένες υποχρεώσεις που στοχεύουν στην αποφυγή του κινδύνου διαφυγής, όπως -

(α) Τακτική εμφάνιση ενώπιον των αρχών της Δημοκρατίας,

(β) κατάθεση χρηματικής εγγύησης,

(γ) υποχρέωση διαμονής σε υποδεικνυόμενο μέρος, περιλαμβανομένου κέντρου φιλοξενίας,

(δ) επιτήρηση από επόπτη.

(4)(α) Η κράτηση αιτητή έχει τη μικρότερη δυνατή διάρκεια και διαρκεί μόνο για όσο διάστημα ισχύει λόγος κράτησης που προβλέπεται στο εδάφιο (2).

(β) Οι διοικητικές διαδικασίες που συνδέονται με λόγο κράτησης που προβλέπεται στο εδάφιο (2), εκτελούνται χωρίς περιττές καθυστερήσεις. Καθυστερήσεις των διοικητικών διαδικασιών που δεν μπορούν να αποδοθούν στον αιτητή, δε δικαιολογούν τη συνέχιση της κράτησης.

(5) Το προβλεπόμενο στο παρόν άρθρο διάταγμα, παραθέτει τους πραγματικούς και νομικούς λόγους, βάσει των οποίων εκδίδεται και αντίγραφό του επιδίδεται στον επηρεαζόμενο αιτητή.

(6)(α) Το διάταγμα κράτησης υπόκειται σε προσφυγή, βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, σύμφωνα με τις διατάξεις του εν λόγω Άρθρου και υπό τις προϋποθέσεις, υπό τις οποίες το εν λόγω Άρθρο επιτρέπει τέτοια προσφυγή.[...]

(8) Ο Υπουργός ενημερώνει αμέσως και γραπτώς, κάθε υπό κράτηση αιτητή, σε γλώσσα που ο τελευταίος, είτε κατανοεί, είτε εύλογα θεωρείται ότι κατανοεί, για τους λόγους κράτησης, για τις δικαστικές διαδικασίες που αναφέρονται στα εδάφια (6) και (7) και για τη δυνατότητα αίτησης περί δωρεάν νομικής αρωγής και εκπροσώπησης στα πλαίσια αυτών των διαδικασιών, σύμφωνα με τον περί Νομικής Αρωγής Νόμο.[.]»

 

Η πιο πάνω διάταξη ενσωματώνει στην ημεδαπή έννομη τάξη τα άρθρα 8 και 9 της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις για την υποδοχή των αιτούντων διεθνή προστασία (Οδηγίας 2013/33/ΕΕ). Εν προκειμένω, δεν εγείρεται οποιαδήποτε αμφισβήτηση της ορθότητας της μεταφοράς της εν λόγω Οδηγίας και ως αποτέλεσμα αυτής της ενσωμάτωσης, εφαρμοστέες είναι καταρχήν οι εθνικές διατάξεις του περί Προσφύγων Νόμου. (βλ. απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, Αναθεωρητική Έφεση Mustafa Hagilo v. Δημοκρατία. Αρ. Υπόθεσης 156/2012 ημερ. 27/02/2018), ECLI:CY:AD:2018:C91

Από το πλέγμα των πιο πάνω διατάξεων, προκύπτει η βασική αρχή, ότι ένας Αιτητής ασύλου δεν μπορεί να κρατείται μόνο εξ αυτής του της ιδιότητας.

Εντούτοις, στην περίπτωση που συντρέχει ένας εκ των λόγων που εξαντλητικά αναφέρονται στο εδάφιο (2) του άρθρου 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου, η κράτηση Αιτητή διεθνούς προστασίας είναι επιτρεπτή. [Βλ. συναφώς αποφάσεις της 14ης Μαΐου 2020, FMSC-924/19 PPU και 925/19 PPU, EU:C:2020:367, σκέψη 250 και της 30ης Μαΐου 2013, Mehmet Arslan, C‑534/11, EU:C:2013:343, σκέψεις 57-59].

Εν προκειμένω, ο Υπουργός Εσωτερικών, δύναται ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια, να εκδώσει γραπτό διάταγμα σε σχέση με Αιτητή, ο οποίος είναι ήδη υπό κράτηση, δυνάμει των άρθρων 18ΟΓ μέχρι 18ΠΘ του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, με το οποίο να τον θέτει υπό κράτηση, εφόσον τεκμηριώσει βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, ότι ο Αιτητής επιδιώκει με την αίτησή του για διεθνή προστασία, να καθυστερήσει ή να παρεμποδίσει την απόφαση επιστροφής του.

Περαιτέρω, συνάγεται από τις πιο πάνω διατάξεις ότι, η κράτηση συνιστά το έσχατο μέτρο, καθώς θα πρέπει προηγουμένως να εξεταστεί το ενδεχόμενο επίτευξης του σκοπού της εφαρμογής της απόφασης της απέλασης ή/και της αποφυγής του κινδύνου διαφυγής, με λιγότερο περιοριστικά της προσωπικής ελευθερίας του Αιτητή εναλλακτικά μέτρα, κατόπιν ατομικής αξιολόγησης της περίπτωσής του. Με άλλα λόγια, η κράτηση του αιτούντος διεθνούς προστασίας, θα πρέπει να διέπετε από την αρχή της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας.

Οι βασικές αυτές αρχές, ως αναγκαίο μέτρο της απόφασης κράτησης του αιτούντος διεθνή προστασία, διατυπώνονται και στο προοίμιο της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ [15η αιτιολογική σκέψη], όπου αναφέρονται τα ακόλουθα (η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)

«Η κράτηση των αιτούντων θα πρέπει να εφαρμόζεται σύμφωνα με τη βασική αρχή ότι, ένα πρόσωπο δε θα πρέπει να κρατείται απλώς και μόνον επειδή επιζητεί διεθνή προστασία, ιδίως σύμφωνα με τις διεθνείς νομικές υποχρεώσεις των κρατών μελών και το άρθρο 31 της σύμβασης της Γενεύης. Η κράτηση αιτούντων θα πρέπει να είναι δυνατή μόνον σε σαφώς καθορισμένες, εξαιρετικές περιστάσεις, οι οποίες προβλέπονται στην παρούσα οδηγία και να διέπεται από την αρχή της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας, όσον αφορά τόσο τον τρόπο, όσο και τον σκοπό της εν λόγω κράτησης. Σε περίπτωση που ένας αιτών τελεί υπό κράτηση, ο αιτών θα πρέπει να έχει αποτελεσματική πρόσβαση στις αναγκαίες διαδικαστικές εγγυήσεις, όπως το δικαίωμα προσφυγής ενώπιον εθνικής δικαστικής αρχής.».

 

Οι αρχές της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας, υπαγορεύουν την ύπαρξη ισορροπίας μεταξύ του περιοριστικού μέτρου, δηλαδή της κράτησης και του νόμιμου σκοπού που το μέτρο αυτό επιδιώκει να επιτύχει, εν προκειμένω την ολοκλήρωση της διαδικασίας απομάκρυνσης του Αιτητή, σε περίπτωση που η αίτησή του για διεθνή προστασία απορριφθεί. Προς τούτο, θα πρέπει να εξεταστούν και να αποκλειστούν ως μη πρόσφορα του εν λόγω σκοπού άλλα εναλλακτικά μέτρα. Εξυπακούεται δε, ότι τα αρνητικά αποτελέσματα του μέτρου, δεν πρέπει να είναι υπερβολικά σε σχέση με τους επιδιωκόμενους σκοπούς. Η εφαρμογή των εν λόγω αρχών, αποκλείει την αυθαιρεσία από την πλευρά του κράτους. [Βλ. αποφάσεις της 14ης Σεπτεμβρίου 2017, Κ. ν. Staatssecretaris van Veiligheid en JustitieC-18/16, EU:C:2017:680, σκέψη 37 και ΔΔΔΠ Υπόθεση αρ. ΔΚ 30/2020, Ι.Μ. ν Δημοκρατίας, ημερ. 1.9.2020]

'Έτερη σημαντική παράμετρο της έκδοσης του διατάγματος κράτησης, συνιστά η απαίτηση, όπως η κράτηση διατάσσεται εγγράφως και το διάταγμα κράτησης να παραθέτει τους πραγματικούς και νομικούς λόγους στους οποίους αυτό βασίζεται. Η τήρηση της υποχρέωσης, συναρτάται με τη δυνατότητα αφενός, του ενδιαφερομένου να έχει πλήρη γνώση όλων των σχετικών στοιχείων με την υπόθεσή του και αφετέρου, προκειμένου να παρασχεθεί η δυνατότητα στο δικαστήριο να ελέγξει τη νομιμότητα του διατάγματος κράτησης (Βλ. συναφώς απόφαση της 14ης Μαΐου 2020, FMS, EU:C:2020:367 σκέψεις 290-293 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), η οποία με όρους του εθνικού δικαίου περιλαμβάνει και την ορθότητα της επίδικης απόφασης (Bλ. συναφώς FMS, σκέψεις 256-259, 273 και απόφαση της 5ης Ιουνίου 2014 και MahdiC-146/14 PPUEUC:2014:1320, σκέψεις 41 και 45).

Κατάληξη

Θα προχωρήσω στη συνέχεια στην εξέταση των εγειρόμενων λόγων ακύρωσης σε συνάρτηση με τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης και τις κανονιστικές διατάξεις που παρέθεσα ανωτέρω.

Προχωρώ στη συνέχεια στην εξέτασης των λόγων ακύρωσης, αφού προηγουμένως παραθέσω αυτούσιο το επίδικο διάταγμα:

 

ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ ΝΟΜΟΙ (2000-2020)

ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΚΡΑΤΗΣΗΣ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 9ΣΤ

ΕΠΕΙΔΗ η/ο ΗXXXX. υπήκοος Ινδίας είναι Αιτήτρια διεθνούς προστασίας και επειδή πληρούνται οι προϋποθέσεις που αναφέρονται στο άρθρου 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου (2000-2020), Καθότι

 

Η ΗΧΧΧΧ κρατείται στο πλαίσιο της διαδικασίας επιστροφής δυνάμει των Άρθρων 18ΟΓ μέχρι 18ΠΘ του Περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσής προκειμένου να προετοιμαστεί ή επιστροφή ή/και να διεξαχθεί η διαδικασία απομάκρυνσης του και επειδή τεκμηριώνεται στη βάση αντικειμενικών κριτηρίων, συμπεριλαμβανομένου του γεγονότος ότι η κα ΗXXXX είχε αρκετό χρόνο να υποβάλλει αίτηση αύλου από την ημερομηνίας που αφίχθηκε στη Δημοκρατία ή από την ημερομηνίας που έληξε το περιθώριο για να εξεύρει νέο εργοδότη αλλά αυτή την υπέβαλε αφού συνελήφθηκε και κρατήθηκε έπειτα από πέραν των δυο (2) χρόνων παράνομης παραμονής, και στο ότι περαιτέρω εκ πρώτης όψεως αυτά που αναφέρει στην αίτηση ασύλου της δεν φαίνεται να δικαιολογούν παραχώρηση καθεστώς διεθνούς προστασίας ως εκ τούτου, υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να θεωρείτε ότι η υποβολή της αίτησης διεθνούς προστασίας έγινε με σκοπό να προβάλλει προσκόμματα και/ η να ματαιώσει τη διαδικασία επαναπατρισμού της.

ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ κατόπιν ατομικής αξιολόγησης, θεώρησα ότι είναι αναγκαίο η κα. ΗXXXX να παραμείνει υπό κράτηση βάσει των προνοιών της παραγράφου (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου (2000-2020), καθότι στην συγκεκριμένη περίπτωση κρίνεται ότι δεν είναι εφικτό να εφαρμοστούν αποτελεσματικά άλλα λιγότερο περιοριστικά εναλλακτικά μέτρα, όπως τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (3) του άρθρου 9ΣΤ του Περί Προσφύγων (2000-2020), καθότι με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 180Δ του Περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως νόμου υπάρχει κίνδυνος διαφυγής υπάρχει κίνδυνος διαφυγής για τους πιο κάτω λόγους:

1.     ΕΠΕΙΔΗ δεν έχει συμμορφωθεί με προηγούμενη απόφαση επιστροφής (διάταγμα απέλασης) η οποία εκδόθηκε εναντίον της στις 22/07/2024.

2.     ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ δεν είναι κάτοχος ταξιδιωτικού εγγράφου. Η ΥΑΜ ενημερώνει ότι δεν εντοπίστηκε το διαβατήριο της.

3.     ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ δήλωσε ότι δεν επιθυμεί να επαναπατρισθεί όπως ενημερώνει η ΥΑΜ.

4.     KAI ΕΠΕΙΔΗ δεν διέμενε σε καμία από τις δηλωθείσες διευθύνσεις παραμονής και αρνήθηκε να δηλώσει τον τόπο διαμονής της.

5.     ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ δήλωσε την μη πρόθεση της για συμμόρφωση με απόφαση επιστροφής.

6.     ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ θεωρήθηκε απαγορευμένος/η μετανάστης δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (Κ), του εδαφίου (1), του Άρθρου 6 του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου (1952-2021), έχει συλληφθεί και σε βάρος του εκδόθηκαν διατάγματα κράτησης και απέλασης, ημερ. 22/07/2024

7.     ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ κρατείται με σκοπό τον επαναπατρισμό του, κρίνω ότι η αίτηση της για Διεθνή Προστασία υποβλήθηκε με σκοπό να προβάλει προσκόμματα στη διαδικασία επαναπατρισμού της.

ΓΙΑ ΤΟ ΣΚΟΠΟ ΑΥΤΟ, ασκώντας τις εξουσίες που δίνει στον Υπουργό Εσωτερικών το Άρθρο 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου (2000-2020), και το Άρθρο 188(3) (γ) του Συντάγματος και οι οποίες εξουσίες εκχωρήθηκαν σε εμένα, εγώ η Αν. Διευθύντρια, με το παρόν διατάσσω όπως η κα ΗXXXX παραμείνει υπό κράτηση για όσο διάστημα ισχύουν οι λόγοι κράτησης, που αναφέρονται πιο πάνω.

Με το παρόν διάταγμα, εξουσιοδοτώ και εντέλλομαι τον Αρχηγό Αστυνομίας, ή οποιοδήποτε μέλος της Αστυνομικής Δύναμης που τυχόν θα διαταχθεί, να εκτελέσει το διάταγμα αυτό και για την εκτέλεσή του το παρόν διάταγμα αποτελεί επαρκή εξουσία και εντολή.

 

Όπως προκύπτει από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, ως προς τα στοιχεία που έλαβαν υπόψη τους οι Καθ’ων η αίτηση πριν προχωρήσουν στην έκδοση του προσβαλλόμενου διατάγματος (δες σημείωμα της κα Στέφανη Χρίστου προς την Αν. Διευθύντρια του ΤΑΠΜ, ημερ. 01/08/2024, ερυθρό 193 Δ.Φ.), διαφαίνεται ότι οι Καθ’ων η Αίτηση έλαβαν υπόψη το μεταναστευτικό ιστορικό της Αιτήτριας ότι δηλαδή εισήλθε στην Κυπριακή Δημοκρατία στις 24/08/2019 με άδεια εισόδου ως οικιακή βοηθός στην Λεμεσό και της δόθηκε σχετική άδεια παραμονής και εργασίας. Στις 25.09.2019 υπέβαλε εκ νέου αίτηση να της παραχωρηθεί άδεια παραμονής και εργασίας στην ίδια εργοδότρια η οποία ωστόσο απορρίφθηκε και της δόθηκε έγγραφο αποδέσμευσης. Στην συνέχεια 31.08.2020 υπέβαλε νέα αίτηση να της παραχωρηθεί άδεια παραμονής και εργασίας με άλλη εργοδότρια, η οποία είχε εγκριθεί. Μετέπειτα ήτοι στις 03/01/2022 η τελευταία εργοδότρια την κατήγγειλε ότι εγκατέλειψε τον τόπο διαμονής και εργασίας με αποτέλεσμα στις 29/01/2022 τα στοιχεία της να τοποθετηθούν στον κατάλογο stop- list ως αναζητούμενο πρόσωπο βάσει του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσής Νόμου.

Στην συνέχεια ήτοι στις 21.07.2024 η Αιτήτρια εντοπίστηκε από μέλει της Υ.Α.Μ όπου κα διαπιστώθηκε η παράνομη παραμονή της ως εκ τούτου συνελήφθη για το αυτόφωρο αδίκημα της παράνομης παραμονής και τέθηκε υπό κράτηση. Όπως προκύπτει από το εν λόγω σημείωμα της αρμόδιας λειτουργού, το διαβατήριο της Αιτήτριας δεν είχε εντοπιστεί και γίνονταν προσπάθειες εντοπισμού του. Περαιτέρω η Αιτήτρια δε διέμενε σε καμία από τις δηλωθείσες της διευθύνσεις ενώ ανέφερε ότι δε διατηρεί οποιουσδήποτε δεσμούς με την Κύπρο και αρνήθηκε να δηλώσει τον τόπο διαμονής της. Επιπλέον, αρνήθηκε να συνεργαστεί για τον επαναπατρισμό της. Ως εκ τούτου εκδόθηκαν εναντίον της διατάγματα κράτησης και απέλασης δυνάμει του άρθρου 14 του Περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεις Νόμου ημερ. 22/07/2024 καθότι παρέμεινε στην δημοκρατία παράνομα από τις 14/02/2022 όταν έληξε το περιθώριο να εξεύρει νέο εργοδότη. Επιπρόσθετα και λαμβανομένου της δεδομένης απροθυμίας της να επαναπατρισθεί όπως επίσης και το γεγονός ότι δεν είχε δηλωθείσα διεύθυνση αξιολογήθηκε ότι δεν υπήρξε περιθώριο εναλλακτικών της κράτηση μέτρων.

Ως προς το αίτημα της για διεθνή προστασία, οι Καθ’ ων έλαβαν υπόψιν ότι η Αιτήτρια αφίχθηκε στην Δημοκρατία το 2019 με άδεια εργασίας ως οικιακή βοηθός και πήρε τρείς αποδεσμεύτηκες επιστολές από τους εργοδότες της ενώ στην συνέχεια ήτοι από το 2022 μέχρι και το 2024 όταν και συνελήφθηκε, και για διάστημα περίπου δύο χρόνων, η Αιτήτρια διέμενε παράνομα στην Κύπρο. Σημειώνετε ότι η Αιτήτρια υπέβαλε αίτημα για διεθνή προστασία ενώ κρατείτο. Αναφορικά με τους λόγους που υπέβαλε αίτημα ασύλου η Αιτήτρια ανέφερε ότι επιθυμεί να παραμείνει στην Κύπρο έχει μία σχέση με έναν ευρωπαίο πολίτη ο οποίος είναι από άλλη θρησκεία, οι γονείς της δεν τον δέχονται και η ζωή της βρίσκεται σε κίνδυνο από τους γονείς της εάν επιστρέψει στην χώρα καταγωγής της. Ως εκ τούτου επιθυμεί όπως παραμείνει στην Κύπρο με σκοπό να παντρευτεί.

Στην συνέχεια η Καθ’ων και λαμβάνοντας υπόψη τα όσα η Αιτήτρια ανέφερε έκριναν ότι εκ πρώτης όψεως δεικνύουν ότι υπάρχουν βάσιμοι λόγοι ότι πρόκειται για πρόσωπο που υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας καταχρηστικά προκειμένου να καθυστερήσει ή να παρεμποδίσει την απομάκρυνση της καθώς είχε αρκετό χρόνο να υποβάλει αίτημα ασύλου από την ημερομηνία που αφίχθηκε στην Δημοκρατία ή από την ημερομηνία που έληξε το περιθώριο να εξεύρει νέο εργοδότη αντ' αυτού η Αιτήτρια υπέβαλε αίτημα ασύλου, αφού συνελήφθηκε και κρατήθηκε έπειτα από πέραν των δυο (2) ετών. Τέλος, έλαβαν υπόψη ότι η χώρα καταγωγής της Αιτήτριας ήτο η Ινδία περιλαμβάνεται στον κατάλογο ασφαλών χωρών ιθαγένειας δυνάμει της Κ.Δ.Π. 191/2024 ενώ στην αίτηση της δεν προσκόμισε οποιοδήποτε στοιχείο στη βάση του οποίου να θεωρηθεί ότι η χώρα της Αιτήτριας δεν είναι ασφαλής χώρα ιθαγένειας στην συγκεκριμένη περίπτωση.

Αναφορικά με τον κίνδυνο διαφυγής, οι Καθ’ων έλαβαν υπόψη την μη συμμόρφωση της με προηγούμενη απόφαση επιστροφής, τη μη κατοχή ταξιδιωτικών εγγράφων ή άλλων εγγράφων ταυτότητας, τη μη ύπαρξη διεύθυνσης σταθερούς διαμονής.

 Όπως προκύπτει και από τις αρχές που παρέθεσα ανωτέρω, το διοικητικό όργανο που εκδίδει το διάταγμα κράτησης του Αιτητή δυνάμει του άρθρου 9ΣΤ(2)(δ) θα πρέπει με σαφή τρόπο να προβεί σε έλεγχο της προσφορότητας και της αναγκαιότητας του μέτρου της κράτησης έναντι άλλων εναλλακτικών μέτρων. Αυτή η διεργασία δεν μπορεί να γίνει in abstracto αλλά θα πρέπει να γίνει κατά τρόπο σαφή και συγκεκριμένο διατυπωμένο κατά τρόπο που να επιτρέπει αφενός, στον ίδιο τον αιτητή να αντιληφθεί τους λόγους για τους οποίους κρατείται και αφετέρου, στο δικαστήριο να εξετάσει τη νομιμότητα του διατάγματος κράτησης. Συνεπώς, θα πρέπει να προκύπτουν με σαφήνεια όχι μόνο το νομικό υπόβαθρο αλλά και τα πραγματικά γεγονότα τα οποία υπήρξαν καθοριστικά για την απόφαση του διοικητικού οργάνου να διατάξει την κράτηση και επί των οποίων βασίστηκε ώστε να προκρίνει την κράτηση έναντι άλλων λιγότερο περιοριστικών της ελευθερίας μέτρων. Ιδίως σε περιπτώσεις όπως η παρούσα, η υποχρέωση αυτή καθίσταται ακόμα πιο επιτακτική δεδομένης της φύσης της διοικητικής πράξης, η οποία απολήγει σε αποστέρηση της ελευθερίας ενός προσώπου.

Το κατά πόσο δε η προσβαλλόμενη πράξη είναι επί της ουσίας αυτής ορθή, κατόπιν στάθμισης της αναλογικότητας, αναγκαιότητας και ελέγχου της συμβατότητας της με το Ενωσιακό Δίκαιο και σχετική νομολογία Δικαστηρίου Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) και Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ), θα κριθεί πιο κάτω και υπό τις παραμέτρους που εξηγούνται, κατά την εξέταση αυτής επί της ουσίας. Στα πλαίσια δε της στάθμισης αυτής, θα κριθεί και το αν είναι υπό τις περιστάσεις ή όχι το καταλληλότερο μέτρο, αντί της επιβολής εναλλακτικών μέτρων, στην περίπτωση βεβαίως που υπάρχουν στοιχεία στον διοικητικό φάκελο, που θα μπορούσαν να ληφθούν υπόψη. 

Σχετικά με την έκταση και τη φύση του ελέγχου που εξασκεί το Δικαστήριο, αναφορικά με υποθέσεις ως η παρούσα, είναι τα όσα λέχθηκαν στην απόφαση στην υπ. αρ. ΔΚ34/20, GS. και Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Αν. Διευθυντή Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, ημ.05/10/20, εκ της οποίας κρίνω σκόπιμο να παραθέσω το πιο κάτω σχετικό απόσπασμα:

«Στην απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση Mahdi, C-146/14 PPU, EU:C:2014:1320, ημ.05/06/2014 (στο εξής η υπόθεση Mahdi) επί προδικαστικού ερωτήματος, η οποία αφορούσε κράτηση δυνάμει της οδηγίας 2008/115/ΕΚ κατά την διαδικασία επιστροφής παρανόμως διαμένοντων, λέχθηκε στη σκέψη 62, ότι «δικαστική αρχή αποφαινόμενη επί αιτήματος παρατάσεως κρατήσεως πρέπει να είναι σε θέση να αποφαίνεται επί κάθε κρίσιμου πραγματικού και νομικού στοιχείου για να προσδιορίσει αν δικαιολογείται παράταση της κρατήσεως, λαμβανομένων υπόψη των προϋποθέσεων που εκτίθενται στις σκέψεις 58 έως 61 της παρούσας αποφάσεως, πράγμα το οποίο απαιτεί εξέταση σε βάθος των πραγματικών στοιχείων της κάθε υποθέσεως.». Στην σκέψη 64 της Mahdi (ανωτέρω), αναφέρεται ότι «η δικαστική αρχή είναι αρμόδια να στηριχθεί σε πραγματικά περιστατικά και σε αποδεικτικά στοιχεία που εκθέτει ή προσκομίζει η διοικητική αρχή με πρωτοβουλία της οποίας ζητήθηκε η δικαστική παρέμβαση, καθώς και σε πραγματικά περιστατικά, αποδεικτικά στοιχεία και παρατηρήσεις που ενδεχομένως προβάλλονται ενώπιόν της κατά τη διαδικασία αυτή.». Δεν μου διαφεύγει ότι η απόφαση Mahdi, αφορά σε εξέταση αιτήματος παρατάσεως της κρατήσεως που προβλεπόταν από το εθνικό δίκαιο της Βουλγαρίας, όμως δεν βλέπω λόγο να μην τυγχάνει γενικής εφαρμογής επί κάθε παρόμοιας υπόθεσης, κατά την οποία κρίνεται η νομιμότητα διοικητικής κράτησης αιτητών, ιδίως από τη στιγμή που το σκεπτικό της υιοθετείται πλήρως και από την απόφαση που αναφέρω αμέσως πιο κάτω και η οποία ερμηνεύει τα επίδικα άρθρα της οδηγίας 2013/33/ΕΕ.

Στην πρόσφατη απόφαση του ΔΕΕ (Τμήμα Μείζονος Συνθέσεως) στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-924/19PPU και C-925/19PPU FMS, FNZ [C-924/19PPUSASA junior [C-925/19PPU], ημ.14/05/2020 (στο εξής η υπόθεση FMS), αναφέρει στην σκέψη 289, ότι το άρθρο 9 της οδηγίας 2013/33/ΕΕ, υλοποιεί «στον συγκεκριμένο τομέα το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη. Όπως υπογραμμίστηκε στη σκέψη 140 της παρούσας απόφασης, το εν λόγω άρθρο 47 αρκεί αφεαυτού και δεν χρήζει διευκρινίσεων από διατάξεις του δικαίου της Ένωσης ή του εθνικού δικαίου προκειμένου να απονείμει στους ιδιώτες δικαίωμα δυνάμενο να προβληθεί αυτό καθεαυτό. Σημειώνεται ότι ο «Χάρτης» που αναφέρει το ανωτέρω απόσπασμα, είναι ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής ο Χάρτης). Περαιτέρω, στην σκέψη 293 της υπόθεσης FMS, αναφέρεται ότι «το εθνικό δικαστήριο πρέπει να είναι σε θέση να υποκαταστήσει με τη δική του απόφαση την απόφαση της διοικητικής αρχής με την οποία διατάχθηκε η θέση υπό κράτηση και να διατάξει, είτε τη λήψη εναλλακτικού μέτρου αντί της κράτησης, είτε την απόλυση του ενδιαφερόμενου (πρβλ. απόφαση της 5ης Ιουνίου 2014, Mahdi, C-146/14 PPU, EU:C:2014:1320, σκέψη 62). Εντούτοις, η λήψη εναλλακτικού μέτρου αντί της κράτησης είναι δυνατή, μόνον αν ο λόγος που δικαιολόγησε την κράτηση του ενδιαφερομένου ήταν και παραμένει σε ισχύ, πλην όμως η κράτηση αυτή δεν παρίσταται ή δεν παρίσταται πλέον αναγκαία ή αναλογική υπό το πρίσμα του λόγου αυτού.»

 

Η ανωτέρω δεσμευτική νομολογία του ΔΕΕ, ειδικώς επί διαταγμάτων κράτησης Αιτητών διεθνούς προστασίας, ως εκφράζεται από την απόφαση FMS (ανωτέρω), με αναφορά στην απόφαση Mahdi (ανωτέρω), σκέψη 62, και ιδωμένη υπό το φως της ερμηνείας του άρθρου 9 (3) της οδηγίας 2013/33/ΕΕ - του οποίου μεταφορά στο εθνικό δίκαιο αποτελεί το επίδικο άρθρο 9ΣΤ του Νόμου - και του άρθρου 47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθιστά σαφές, ότι στην παρούσα διαδικασία το Δικαστήριο κέκτηται όχι μόνο της εξουσίας να ασκήσει ουσιαστικό έλεγχο της προσβαλλόμενης πράξης, αλλά και όταν τούτο κριθεί απαραίτητο στη βάση των στοιχείων που έχει ενώπιον του, «[.] να υποκαταστήσει με τη δική του απόφαση, την απόφαση της διοικητικής αρχής με την οποία διατάχθηκε η θέση υπό κράτηση [.]» (βλ. σκέψη 293, της απόφασης FMS, ανωτέρω) και περαιτέρω, να επιβάλει εναλλακτικά της κράτησης μέτρα όταν και όπου, «[.] ο λόγος που δικαιολόγησε την κράτηση του ενδιαφερομένου ήταν και παραμένει σε ισχύ, πλην όμως η κράτηση αυτή δεν παρίσταται ή δεν παρίσταται πλέον αναγκαία ή αναλογική υπό το πρίσμα του λόγου αυτού.».

Επί υποθέσεων ως η παρούσα λοιπόν, θεωρώ ότι η εξέταση του ενδεχόμενου επιβολής εναλλακτικών της κράτησης μέτρων, εμπεριέχει και το αυτονόητο, ήτοι την επικύρωση της πράξης όταν, κατά τον έλεγχο της υπόθεσης επί της ουσίας αυτής και τη στάθμιση στη βάση της αρχής της αναλογικότητας και αναγκαιότητας, υπό το πρίσμα και της περί τούτου νομολογίας του ΕΔΑΔ και ΔΕΕ, προκύπτει ότι πράγματι η κράτηση είναι το μόνο ενδεδειγμένο μέτρο υπό τις περιστάσεις.

Δια τούτο, προχωρώ σε εκτίμηση των περιστάσεων που αφορούν την Αιτήτρια και κατά πόσο από αυτές μπορεί να εξαχθεί κρίση επί της ουσίας της υπόθεσης, αν η κράτηση της μπορεί να θεωρηθεί υπό τις περιστάσεις δικαιολογημένη, σύμφωνη με τις ως άνω αρχές, το Ενωσιακό Δίκαιο, την εθνική νομοθεσία και την νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ΔΕΕ και ΕΔΑΔ.

Σχετικά με τούτο, είναι τα όσα αναφέρονται στο εγχειρίδιο της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες, με τίτλο «ΚΑΤΕΥΘΥΝΤΗΡΙΕΣ ΟΔΗΓΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΡΑΤΗΣΗ ΤΩΝ ΑΙΤΟΥΝΤΩΝ ΑΣΥΛΟ», όπου στην παρ.19 λέγεται ότι:

«Στα πλαίσια των θεμελιωδών δικαιωμάτων, οι αποφάσεις κράτησης θα πρέπει να βασίζονται σε λεπτομερή και εξατομικευμένη αξιολόγηση της αναγκαιότητας για κράτηση, παράλληλα με την παράθεση ενός νόμιμου σκοπού. Ως προς αυτό, τα κατάλληλα μέσα ελέγχου ή αξιολόγησης θα μπορούσαν να καθοδηγήσουν τους υπεύθυνους για τη λήψη αποφάσεων, ενώ θα πρέπει να ληφθούν υπόψη οι ιδιαίτερες περιστάσεις ή ανάγκες συγκεκριμένων κατηγοριών αιτούντων άσυλο (βλέπε Κατευθυντήρια Οδηγία 9). Μεταξύ των παραγόντων που καθοδηγούν τη λήψη αυτών των αποφάσεων, μπορεί να είναι το στάδιο που διανύει η εξέταση της αίτησης ασύλου, ο τελικός προορισμός του αιτούντος, οι οικογενειακοί/κοινωνικοί δεσμοί, η προηγούμενη καλή συμπεριφορά και ο χαρακτήρας του ατόμου, καθώς και ο κίνδυνος φυγής ή η προθυμία και η κατανόηση της ανάγκης για συμμόρφωση.»

 

Περαιτέρω καθοδήγηση, μπορεί να ληφθεί και από την αιτιολογική σκέψη 15 της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ, όπου αναφέρεται ότι, «[.] η κράτηση αιτούντων θα πρέπει να είναι δυνατή μόνον σε σαφώς καθορισμένες, εξαιρετικές περιστάσεις, οι οποίες προβλέπονται στην παρούσα οδηγία και να διέπεται από την αρχή της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας, όσον αφορά τόσο τον τρόπο, όσο και τον σκοπό της εν λόγω κράτησης [.]», οι οποίες δεν μπορεί να είναι άλλες από τις περιοριστικά απαριθμούμενες στο άρ.8 (3) περιπτώσεις, όπου επιτρέπεται η κράτηση Αιτητή, υπό τις διαδικαστικές εγγυήσεις που προβλέπονται στο αρ.9 της ίδιας Οδηγίας.

Επίσης βοηθητικό για την ερμηνευτική προσέγγιση του λεκτικού, του αρ.9Στ(2)(δ), είναι και το πιο κάτω απόσπασμα, από την απόφαση του ΔΕΕ C-534/11, Mehmet Arslan v. Policie CR, ημ.30/5/2013, η οποία εξέτασε την αλληλεπίδραση μεταξύ της οδηγίας 2005/118/ΕΚ, που αφορά επιστροφή παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών και των οδηγιών (επαναδιατύπωση), των οποίων είναι οι 2013/33/ΕΕ και 2013/32/ΕΕ.

«58. Συγκεκριμένα, εθνική διάταξη που επιτρέπει, υπό τέτοιες συνθήκες, τη διατήρηση της κρατήσεως του αιτούντος άσυλο είναι συμβατή προς το άρθρο 18, παράγραφος 1, της οδηγίας 2005/85, εφόσον η κράτηση αυτή δεν προκύπτει από την υποβολή της αιτήσεως ασύλου, αλλά από τις περιστάσεις που χαρακτηρίζουν την ατομική συμπεριφορά του αιτούντος αυτού πριν και κατά την υποβολή της αιτήσεως αυτής.

59. Περαιτέρω, στον βαθμό που η διατήρηση της κρατήσεως φαίνεται ότι υπό παρόμοιες συνθήκες είναι αντικειμενικώς αναγκαία, προκειμένου να αποτραπεί το ενδεχόμενο ο ενδιαφερόμενος να αποφύγει οριστικά την επιστροφή του, η διατήρηση αυτή επιτρέπεται επίσης δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/9.

60. Συναφώς, πρέπει να τονιστεί ότι, καίτοι η οδηγία 2008/115 είναι προσωρινώς ανεφάρμοστη κατά τη διεξαγωγή της διαδικασίας εξετάσεως της αιτήσεως ασύλου, τούτο ουδόλως σημαίνει ότι ως εκ τούτου θα τερματιζόταν οριστικά η διαδικασία επιστροφής, καθόσον αυτή μπορεί να συνεχιστεί σε περίπτωση που θα απορριπτόταν η αίτηση ασύλου. Όπως όμως επισήμαναν η Τσεχική, η Γερμανική, η Γαλλική και η Σλοβακική Κυβέρνηση, θα θιγόταν ο σκοπός της οδηγίας αυτής, ήτοι η αποτελεσματική επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών, αν ήταν αδύνατο στα κράτη μέλη να αποφύγουν, υπό συνθήκες όπως αυτές που εκτέθηκαν στη σκέψη 57 της παρούσας αποφάσεως, να μπορεί ο ενδιαφερόμενος, με την υποβολή αιτήσεως ασύλου, να επιτυγχάνει αυτομάτως την απόλυσή του (βλ., κατ' αναλογία, απόφαση της 6ης Δεκεμβρίου 2011, C-329/11, Achughbabian, Συλλογή 2011, σ. Ι-12695, σκέψη 30).»

(Υπογράμμιση από τον γράφοντα)

 

Έχω εξετάσει προσεκτικά την προσβαλλόμενη απόφαση υπό το πρίσμα όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, τα οποία αποτέλεσαν το υπόβαθρο για προώθηση των εκατέρωθεν θέσεων. Από τα ενώπιον μου στοιχεία φρονώ ότι ορθώς εκδόθηκε το σχετικό διάταγμα κράτησης δυνάμει του άρθρου 9ΣΤ(2)(δ) του Περί Προσφύγων Νόμου το οποίο επιτρέπει την κράτηση αιτητή διεθνούς προστασίας όταν κρίνεται ότι η αίτηση ασύλου υποβάλλεται με μοναδικό σκοπό την καθυστέρηση ή παρεμπόδιση διαδικασίας επιστροφής. Τούτον προκύπτει από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου καθότι η Αιτήτρια κίνησε τις διαδικασίες για να αιτηθεί άσυλο μόνο μετά την σύλληψη της στις 21/07/2024 και ενόσω κρατείτο στα πλαίσια διαδικασίας επιστροφής δυνάμει διαταγμάτων κράτησης και επέλασης. Πέρα από αυτό, η Αιτήτρια ευρίσκετο στην Δημοκρατία από το 2019 χωρίς να υποβάλει οποιοδήποτε αίτημα ασύλου. Ως εκ τούτου αποτελεί αναντίλεκτο γεγονός ότι η Αιτήτρια δεν κατέφυγε χωρίς καθυστέρηση στη διαδικασία χορήγησης διεθνούς προστασίας παρά μόνο μετά την σύλληψη της και ενόσω κρατείτο στα πλαίσια έκδοσης εναντίον της διαταγμάτων κράτησης και απέλασης δυνάμει του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου ενώ δεν έχει προσκομιστεί και/η παρουσιαστεί οτιδήποτε που να καταδεικνύει ότι αυτή δεν είχε την ευκαιρία πρόσβασης στη διαδικασία χορήγησης ασύλου και/ή ότι εμποδίστηκε από του να έχει πρόσβαση σε μια τέτοια διαδικασία. Αυτό, κατά την άποψή μου, συνιστά αντικειμενικό κριτήριο προκειμένου να στοιχειοθετηθεί η κατάληξη της Διοίκησης ότι συντρέχει βάσιμος λόγος να θεωρείται ότι η υπό του αιτητή υποβολή του αιτήματος χορήγησης πολιτικού ασύλου έγινε ακριβώς με σκοπό να καθυστερήσει απλώς ή να εμποδίσει την εκτέλεση απόφασης επιστροφής του στη χώρα του. (βλ.             SABRI ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ, Υπόθεση Αρ. 948/2018, 2/8/2018 και τα όσα ανέφερε ο έντιμος Δικαστής κ. Φ. Κωμοδρόμου στην   A A S ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ ΑΝ. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ, Υπόθεση Αρ. 755/2018, 29/6/2018 σκεπτικό το οποίο υιοθετώ καθότι θεωρώ ότι τα όσα λέχθηκαν ανωτέρω τυγχάνουν εφαρμογής και στην υπό εξέταση περίπτωση).

 Όπως έχει υπομνηστεί σε σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η ταχύτητα με την οποία υποβάλλεται η αίτηση ασύλου αποτελεί ένδειξη της γνησιότητας του αιτήματός του (Βλ. Υπόθεση Αρ. 2319/2006, MD Jakir Hossain vAAΠ, , ημερ. 16.7.2008). Αυτό αν και στοιχείο μη καθοριστικό λαμβάνεται υπόψη ως κριτήριο που να αιτιολογεί την υπαγωγή ενός αιτητή στην περίπτωση του άρθρου 9ΣΤ(2)(δ). Εν προκειμένω, η Αιτήτρια φαίνεται ότι δεν προώθησε με εύλογη επιμέλεια την αίτησή της για άσυλο ενώ καταχώρισε αίτηση ασύλου όταν πλέον αυτή συνελήφθη για παράνομη παραμονή.

Υπενθυμίζω, εξάλλου, ότι εναντίον της Αιτήτριας είχαν προηγουμένως εκδοθεί διατάγματα κράτησης και απέλασης δυνάμει του Κεφαλαίου 105, εφόσον αυτή είχε κριθεί ως απαγορευμένος μετανάστης δυνάμει των παραγράφων (δ), (κ) και (θ) του εδαφίου (1) του άρθρου 6 του εν λόγω Νόμου, καθότι παρέμεινε στην Δημοκρατία παράνομα από τις 14/02/2022 όταν έληξε το περιθώριο που της δόθηκε να εξεύρει νέο εργοδότη. Στο δε διάταγμα κράτησής της, ημερομηνίας 22.7.2024, το οποίο εν συνεχεία ακυρώθηκε, λόγω της υπό του αιτητή υποβολής αίτησης ασύλου, και αντικαταστάθηκε από το επίδικο διάταγμα, ρητά αναφέρεται από τον Αναπληρωτή Διευθυντή του Τμήματος ότι κρίθηκε αναγκαίο όπως η Αιτήτρια παραμείνει υπό κράτηση μέχρις ότου απελαθεί, «καθότι διαπιστώθηκε ότι υπάρχει κίνδυνος διαφυγής του, άρθρο 18ΠΣΤ(1) του Περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσής Νόμου) δεδομένου ότι δεν επιθυμεί τον επαναπατρισμό της, δεν υπάρχει δηλωθείσα διεύθυνση, δεν υπάρχει περιθώριο εναλλακτικών της κράτησης μέτρων. Κρίνεται σκόπιμο στο σημείο αυτό να επισημανθεί ότι, σύμφωνα με την ημεδαπή νομολογία, η κήρυξη προσώπου ως απαγορευμένου μετανάστη «εμπεριέχει λογικά τον κίνδυνο διαφυγής του ανά πάσα στιγμή». (βλ. A A S ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ ΑΝ. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ, Υπόθεση Αρ. 755/2018, 29/6/2018) Αυτό λέχθηκε και στην MAGDALIN MENSAH ν. Δημοκρατίας, , όπου το Ανώτατο Δικαστήριο επεσήμανε επίσης ότι «στον ορισμό του «κινδύνου διαφυγής» καταγράφεται ότι αυτός ο κίνδυνος συναρτάται προς κάθε «ατομική περίπτωση», ο δε κίνδυνος αυτός εκτιμάται κατά «εικασία» ότι ο υποκείμενος σε διαδικασία επιστροφής «μπορεί να διαφύγει».

Από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, θεωρώ ότι έγινε εξατομικευμένη εκτίμηση των περιστάσεων που αφορούσαν την Αιτήτρια και ορθώς η κράτηση κρίθηκε ως το καταλληλότερο μέτρο για την περίπτωσή της. Αντικειμενικά κρινόμενα τα περιστατικά της παρούσας προσφυγής όπως προκύπτουν από το περιεχόμενο των διοικητικών φακέλων και τα γεγονότα όπως τα έχω αναλύσει πιο πάνω διαπιστώνω ότι η Αιτήτρια είχε ήδη την ευκαιρία πρόσβασης στη διαδικασία χορήγησης ασύλου, ενέργεια στην οποία δεν προέβη, ενώ στην συνέχεια παρέμεινε στη Δημοκρατία σε άγνωστη διεύθυνση ως παράνομος μετανάστης, στοιχεία τα οποία δίνουν έρεισμα στη σκέψη ότι υπέβαλε το συγκεκριμένο αίτημα προκειμένου να καθυστερήσει απλώς ή να εμποδίσει την εκτέλεση απόφασης επιστροφής. Σχετική επί του θέματος είναι και η απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση C-534/11 Mehmet Arslan v Police ημερ. 30/05/2013 όπου λέχθηκαν τα εξής; (Υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου)

57. Όσον αφορά μια κατάσταση όπως η επίμαχη της κύριας δίκης, στην οποία, αφενός, ο υπήκοος τρίτης χώρας τέθηκε υπό κράτηση βάσει του άρθρου 15 της οδηγίας 2008/115 για τον λόγο ότι η συμπεριφορά του δημιουργούσε φόβους ότι, αν δεν ετίθετο υπό κράτηση, θα διέφευγε και θα παρεμπόδιζε την απομάκρυνσή του, και, αφετέρου, η αίτηση ασύλου φαίνεται να έχει υποβληθεί με μοναδικό σκοπό να καθυστερήσει, ή ακόμη και να υπομονεύσει, την εκτέλεση της αποφάσεως περί επιστροφής που εκδόθηκε κατ’ αυτού, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι περιστάσεις αυτές μπορούν πράγματι να δικαιολογήσουν τη διατήρηση της κρατήσεως του εν λόγω υπηκόου ακόμη και μετά την υποβολή αιτήσεως ασύλου.

 58 Συγκεκριμένα, εθνική διάταξη που επιτρέπει, υπό τέτοιες συνθήκες, τη διατήρηση της κρατήσεως του αιτούντος άσυλο είναι συμβατή προς το άρθρο 18, παράγραφος 1, της οδηγίας 2005/85, εφόσον η κράτηση αυτή δεν προκύπτει από την υποβολή της αιτήσεως ασύλου, αλλά από τις περιστάσεις που χαρακτηρίζουν την ατομική συμπεριφορά του αιτούντος αυτού πριν και κατά την υποβολή της αιτήσεως αυτής.

 

Από το πλέγμα των προαναφερθέντων γεγονότων, προκύπτει από την συμπεριφορά της Αιτήτριας, ότι η αίτηση της Αιτήτριας για άσυλο δεν είναι γνήσια καθώς από τα αντικειμενικά δεδομένα που παρέθεσα ανωτέρω και τα οποία βρίσκονται εντός των διοικητικών φακέλων που κατατέθηκαν, ο μοναδικός λόγος που η Αιτήτρια υπέβαλε την αίτηση ασύλου είναι προς αποφυγή ή/και παρεμπόδιση της επικείμενης απέλασής της. Συνεπώς, δικαιολογείται καταρχήν η εφαρμογή του άρθρου 9ΣΤ(2)(δ), καθώς πληρούται η δεύτερη προϋπόθεση για την εφαρμογή του. Ως προς την επιχειρηματολογία από την πλευρά της Αιτήτριας δια μέσου της γραπτής της αγόρευσης αναφορικά με την βασιμότητα του αιτήματος της Αιτήτριας για διεθνή προστασία αναλύοντας το ενδεχόμενο υπαγωγής της Αιτήτριας στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας. Στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας, δεν είναι απαραίτητο να εξαχθεί εκ πρώτης όψεως συμπέρασμα αναφορικά με την βασιμότητα του αιτήματος ασύλου που υπέβαλε η Αιτήτρια, με αναφορά στους ισχυρισμούς που προβάλλει. Τούτο διότι, το λεκτικό της σχετικής διάταξης του Νόμου, δε συναρτά τα εκεί αναφερόμενα «αντικειμενικά κριτήρια» απαραιτήτως με την, έστω εκ πρώτης όψεως, κρίση επί της διαφαινόμενης γνησιότητας ή και βασιμότητας του αιτήματος διεθνούς προστασίας. Δε θα μπορούσε άλλωστε, αφού αυτό θα κριθεί στην σχετική με τούτο διοικητική και/ή δικαστική διαδικασία εξέτασης της αίτησής της.

Το αν δε, κατά τον χρόνο της εξέτασής της , η αίτηση διεθνούς προστασίας κριθεί, είτε από την αρχή, είτε από το Δικαστήριο βάσιμη, δεν αναιρεί αναδρομικά την ύπαρξη κατά τον χρόνο εξέτασης του διατάγματος κράτησης, της ύπαρξης «βάσιμων λόγων» που απαιτεί η οικεία νομοθεσία ως ανωτέρω αναλύεται. Είναι για αυτόν τον λόγο, θεωρώ, που το σχετικό άρθρο θέτει την αμεσότητα της υποβολής αίτησης, ως στοιχείο που μπορεί να ληφθεί υπόψη για την -στο μέτρο του δυνατού-, αντικειμενικά τεκμηριωμένη πιθανολόγηση, επί της αλλότριας σκοπιμότητας της αιτήσεως διεθνούς προστασίας. Είναι ακριβώς αυτή την εύλογη υπό τις εκάστοτε περιστάσεις πιθανολόγηση, που εκφράζει η φράση «βάσιμοι λόγοι να θεωρείται» στο επίδικο άρθρο.

Τα ως άνω συμπεράσματα, υιοθετήθηκαν και στην πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου MONDEKE v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ, ΑΝ.ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ, ΄Εφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας αρ.43/2021, 20/1/2022, ECLI:CY:AD:2022:A15 όπου αναφέρθηκε μεταξύ άλλων:

«Τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης και εύλογα και θεμιτά. Ο χρονικός συσχετισμός ενεργειών του Eφεσείοντα, ανάλογα με αιτήματά του που αποτύγχαναν, ειδικότερα την προσφυγή σε αίτημα ασύλου μόνο μετά τα ως άνω γεγονότα, μπορούσε να οδηγήσει το Δικαστήριο στο συμπέρασμα ότι, ορθά κρίθηκε από το διοικητικό όργανο πως υφίστανται λόγοι, ότι υπέβαλε την αίτηση του με σκοπό την καθυστέρηση ή την παρεμπόδιση της απέλασης του από τη Δημοκρατία. (Βλ. C-534/11, Arslan v. Policie CR, 30.5.2013 και C-186/21 PPU, J.A. v. Republika Slovenija, 3.6.2021). Δεν συμφωνούμε με την ευπαίδευτη συνήγορο του εφεσείοντα ότι, το Δικαστήριο υπεισήλθε στο θέμα ουσίας του αιτήματος ασύλου, ούτε ότι ενήργησε με επιδερμική αντίληψη των πραγμάτων. Η δε αναφορά της πλευράς του εφεσείοντα, στη σημασία του ότι προέρχεται από μια χώρα που δεν έχει χαρακτηριστεί ασφαλής, με βάση τη σχετική ΚΔΠ225/2021, το περί Ασφαλών Χωρών Ιθαγένεια Διάταγμα του 2021, δεν μπορεί να αναχθεί βεβαίως, ως η εισήγηση, σε δημιουργία τεκμηρίου γνησιότητας του αιτήματος ασύλου.

Συνάγεται αβίαστα από τη συμπεριφορά της Αιτήτριας, ότι αυτή δεν υπέβαλε την αίτηση για απόκτηση καθεστώτος Διεθνούς Προστασίας άμεσα, ούτε είχε πρόθεση να υποβάλει αυτήν, εάν δεν συλλαμβάνετο για το αυτόφωρο αδίκημα της παράνομης διαμονής στη Δημοκρατία. Χωρίς να προδικάζεται η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, ακόμη και εάν όντως η ζωή της κινδύνευε σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της, τότε προκύπτει ευλόγως το ερώτημα, γιατί η Αιτήτρια δεν προέβη στα απαραίτητα διαβήματα, για να αιτηθεί παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας από τη στιγμή εισόδου της στη Δημοκρατία ή ακόμη και σε μεταγενέστερο στάδιο. Η ολιγωρία της αυτή, θέτει υπό λογική αμφισβήτηση τη μη γνησιότητα του αιτήματός της. Επιπρόσθετα, η Αιτήτρια προέβη στο εν λόγω διάβημα, μόνο μετά τη σύλληψη και κράτησή της, λόγω της παράνομης παραμονής της στη Δημοκρατία και αφού της επεξηγήθηκαν τα δικαιώματα της.

Σε κάθε περίπτωση δεν μπορώ να παραγνωρίσω ότι ουδείς ισχυρισμός προωθείται από την Αιτήτρια σε σχέση με την όποια διαφαινόμενη γνησιότητα ή και βασιμότητα επί της ουσίας της αιτήσεως διεθνούς προστασίας που επέβαλε που να αιτιολογεί την όποια καθυστέρηση στην υποβολή αιτήματος ασύλου για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα. Αλλά ούτε έχει προσκομίσει οποιανδήποτε μαρτυρία από την οποία να προκύπτει δικαιολογημένη καθυστέρηση στην υποβολή του αιτήματός του, μέσω αναφοράς σε χρονικά κυρίως γεγονότα ούτως ώστε να μπορέσει να αξιολογηθεί το επακριβές χρονικό σημείο έναρξης του επικαλούμενου λόγου δίωξης σε συνάρτηση με το χρονικό σημείο υποβολής εν τέλει της αίτησης ασύλου. Δεν μπορώ συνεπώς να αποδεχθώ ως δικαιολογημένη την υπέρμετρη καθυστέρηση που εδώ παρατηρείται.

Όπως εξάλλου έχει αναφερθεί στην υπόθεση    Α.FO ν. Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω Υπουργού Εσωτερικών κ.α., Υπόθεση Αρ. ΔΚ 18/2022, 8/8/2022 από την συνάδελφο δικαστή κα. Ε. Ρήγα σκεπτικό το οποίο υιοθετώ;

«Αντίθετη προσέγγιση θα άφηνε ανοικτό το ενδεχόμενο καταχρήσεων από κακόπιστους παρανόμως διαμένοντες, οι οποίοι θα παρέμεναν παράνομα στο έδαφος αυτής σε άγνωστο χρόνο και, κατόπιν της σύλληψης τους και κίνησης διαδικασιών επιστροφής, θα προέβαλλαν διάφορους ισχυρισμούς όμοιους με τους εδώ προωθούμενους, προκειμένου να πετύχουν την ακύρωση της κρατήσεως τους εκκρεμούσης της εξέτασης της όψιμα υποβληθείσας αιτήσεως ασύλου. Είναι γι' αυτό τον λόγο που έχει ιδιαίτερη σημασία θεωρώ το να προσέλθει εκούσια και αυτοβούλως ο Αιτητής, το συντομότερο δυνατόν, στις Αρχές κράτους στο οποίο δεν διατρέχει κίνδυνο και να εκφράσει την επιθυμία του για προστασία»

Από την ανάγνωση του λεκτικού, του ως άνω διατάγματος, αλλά και από το περιεχόμενο του Διοικητικού φακέλου, διαπιστώνω ότι αναφέρονται δεόντως οι νομικοί λόγοι, για τους οποίους η Αιτήτρια τέθηκε υπό κράτηση περιέχονται σε αυτήν τόσο οι νομοθετικές διατάξεις όσο και τα συγκεκριμένα πραγματικά στοιχεία επί των οποίων στηρίχθηκε η τελική κρίση της Διοίκησης για τους οποίους θεωρήθηκε ότι «υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να θεωρείται ότι το πρόσωπο υποβάλλει αίτηση διεθνούς προστασίας, προκειμένου να καθυστερεί απλώς ή να εμποδίζει την εκτέλεση απόφασης επιστροφής» [9ΣΤ(2)(δ)], αλλά και των λόγων που οδήγησαν στην κράτηση της Αιτήτριας, αντί της επιβολής εναλλακτικών μέτρων.

Αποτελεί βεβαίως νομολογιακή αρχή και ισχύει περαιτέρω δυνάμει του άρθρου 29 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(I)/1999), ότι η αιτιολογία μίας διοικητικής πράξης, δύναται να συμπληρώνεται από το περιεχόμενο των φακέλων. (βλέπε αποφάσεις Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270 και Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1990) 3(Β) Α.Α.Δ. 1175). Εντούτοις, αναμένεται στις περιπτώσεις όπου γίνεται δεκτή η συμπλήρωση της αιτιολογίας από τον διοικητικό φάκελο, να εξάγεται νόημα που να δικαιολογείται να αποδοθεί στο αποφασίζον όργανο.

Δεν είναι καταρχήν έργο του Δικαστηρίου, η μελέτη των στοιχείων και η διαμόρφωση κρίσης, αναφορικά με το τι θα μπορούσε να επενεργήσει υπέρ ή εναντίον της οποίας προσέγγισης. Το Δικαστήριο δεν επιτελεί τέτοιο πρωτογενούς φύσης έργο. Όπως έχει τονιστεί, είναι νοητή η συμπλήρωση της αιτιολογίας από το περιεχόμενο των φακέλων, αν προκύπτει από αυτό, τι ακριβώς είχε υπόψη το αποφασίζον όργανο, όταν έπαιρνε την απόφαση. Εάν δεν είναι σαφές ως προς τι μέτρησε υπέρ του ενός και τι υπέρ του άλλου, η παραπομπή στα στοιχεία του φακέλου, ως συμπληρωματικών της αιτιολογίας, δεν αποτελεί πανάκεια. Υπάρχει αυτή η δυνατότητα, όταν τα στοιχεία αυτά είναι σαφώς και αρρήκτως συνδεδεμένα με τη ληφθείσα απόφαση, έτσι που να μπορεί να λεχθεί ότι βρίσκονται αναπόφευκτα πίσω της. Αν δηλαδή, καταδεικνύουν αναμφίβολα και αναντίλεκτα τους λόγους που οδήγησαν στην απόφαση. Η αιτιολόγηση συνεπώς, συναρτάται με το είδος και τη φύση της διοικητικής πράξης. (Βλ. Συμεωνίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 145, 168-9, Υπόθεση Αρ. 1517/1999 Nemitsas Ltd v. Δημοκρατίας, (2001) 4 ΑΑΔ 428 και η μνημονευόμενη εκεί νομολογία και η πρόσφατη απόφαση στην Έφεση κατά απόφασης διοικητικού δικαστηρίου αρ. 189/2019, Κ.Α. Preston v. Υπουργείου Εσωτερικών, ημερ. 10/12/2020).

Από τα στοιχεία του φακέλου που έχω ενώπιον μου, όπως αυτά περιεγράφηκαν ανωτέρω, μπορεί να λεχθεί ότι βρίσκονται αναπόφευκτα πίσω από την προσβαλλόμενη απόφαση (Ηλιόπουλος ν. Α.Η.Κ., Α.Ε. 2452, ημερομηνίας 21.7.2000, Χρυστάλλα Συμεωνύδου κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή αρ. 911/93 κ.α., ημερ. 18.4.97). Ως εκ τούτου, ο ισχυρισμός περί αναιτιολόγητης απόφασης απορρίπτεται, εφόσον από τα πιο πάνω στοιχεία προκύπτει πως, το αρμόδιο όργανο έλαβε την προσβαλλόμενη απόφαση μετά από δέουσα έρευνα, είναι πλήρως αιτιολογημένη από τα στοιχεία που προκύπτουν από τον διοικητικό φάκελο και σύμφωνη με την αρχή της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας.

Σε σχέση τώρα με τη δυνατότητα επιβολής εναλλακτικών της κράτησης μέτρων, το άρθρο 9ΣΤ(2)(δ), καθορίζει τα κριτήρια εφαρμογής του. Από το λεκτικό του προαναφερόμενου άρθρου, προκύπτει με ποιο τρόπο αυτό εφαρμόζεται, εφόσον κρίνεται αναγκαίο από το αρμόδιο όργανο, μετά από ατομική αξιολόγηση και αφού κριθεί ότι στην συγκεκριμένη περίπτωση, δεν είναι εφικτό να εφαρμοστούν άλλα λιγότερο περιοριστικά της κράτησης μέτρα (βλ. ΔΔΠ 462/19, Μ.Κ. v. Κυπριακή Δημοκρατίας, ημερομηνίας 31/12/2019).

Σύμφωνα με το άρθρο 9 Στ (2) (δ), του Ν. 6 (Ι)/2000, ο Υπουργός Εσωτερικών δύναται να διατάξει την κράτηση Αιτητή ασύλου, εάν τεκμηριώσει συγκεκριμένα και αντικειμενικά, κριτήρια τα οποία οδηγούν στο συμπέρασμα, ότι ο Αιτητής επιδιώκει την καθυστέρηση της εκτέλεσης της απόφασης απομάκρυνσής του με απέλαση. 

Προκύπτει, τηρουμένης της αρχής της αναγκαιότητας, ότι το μέτρο που λαμβάνεται θα πρέπει να είναι το απολύτως αναγκαίο μέτρο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού. Επιπρόσθετα, τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας, το μέτρο που λαμβάνεται πρέπει να είναι το καταλληλότερο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού και ανάλογο του σκοπού που επιδιώκεται και βεβαίως το λιγότερο παρεμβατικό μέτρο (ΔΕΕ, C-18/16 KvStagtsse Cretans van Veiligheide Justice, ημερομηνίας 4/5/17, σκέψεις 5, 6, 72, 76).

Η αρχή της αναλογικότητας, απαιτεί όπως υπάρχει απόλυτη ισορροπία μεταξύ του περιοριστικού μέτρου, δηλαδή της κράτησης στη συγκεκριμένη περίπτωση και του νόμιμου σκοπού που το μέτρο αυτό επιδιώκει να επιτύχει, δηλαδή υπό τις περιστάσεις, την προετοιμασία και/ή απομάκρυνση του Αιτητή. Η εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας, θεωρείται καίρια εγγύηση έναντι της αυθαιρεσίας των κρατών και υπαγορεύεται η υποχρεωτική εφαρμογή της. Το αρμόδιο όργανο οφείλει να εξετάσει τα εναλλακτικά μέτρα, για να διασφαλίσει με άλλο αποτελεσματικό τρόπο τη μη διαφυγή του Αιτητή, ενώ εκκρεμεί η αίτηση ασύλου σε περίπτωση που αυτό καθίσταται δυνατόν (S.KvRussia, αρ. υπόθεσης 2722/15, ημερομηνίας 14/12/17, σκέψεις 111).

Η άποψη αυτή βρίσκει απήχηση και στην 15η αιτιολογική σκέψη της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ, όπου μνημονεύεται η κατοχύρωση της αρχής της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας και καταγράφεται ρητώς ότι:

 

«(15) Η κράτηση των αιτούντων θα πρέπει να εφαρμόζεται σύμφωνα με τη βασική αρχή, ότι ένα πρόσωπο δεν θα πρέπει να κρατείται απλώς και μόνον επειδή επιζητεί διεθνή προστασία, ιδίως σύμφωνα με τις διεθνείς νομικές υποχρεώσεις των κρατών μελών και το άρθρο 31 της σύμβασης της Γενεύης.

 

Η κράτηση αιτούντων θα πρέπει να είναι δυνατή μόνον σε σαφώς καθορισμένες, εξαιρετικές περιστάσεις, οι οποίες προβλέπονται στην παρούσα οδηγία και να διέπεται από την αρχή της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας, όσον αφορά τόσο τον τρόπο, όσο και τον σκοπό της εν λόγω κράτησης. Σε περίπτωση που ένας αιτών τελεί υπό κράτηση, ο αιτών θα πρέπει να έχει αποτελεσματική πρόσβαση στις αναγκαίες διαδικαστικές εγγυήσεις, όπως το δικαίωμα προσφυγής ενώπιον εθνικής δικαστικής αρχής.»

 

Οι διατάξεις της Οδηγίας και του περί Προσφύγων Νόμου, πρέπει να ερμηνεύονται υπό το πρίσμα του σκοπού της Οδηγίας, καθώς και σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 15, τηρουμένων των θεμελιωδών δικαιωμάτων και της αρχής της αναλογικότητας. Από το άρθρο 9 Στ (2) (δ), διαφαίνεται πως πρέπει να προκύπτει η αναγκαιότητα της εφαρμογής του άρθρου αυτού, από την ατομική συμπεριφορά του αιτητή ασύλου. 

Στην περίπτωση της Αιτήτριας, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, δεν ήταν λογικά εφικτό να εφαρμοστούν αποτελεσματικά άλλα, λιγότερο περιοριστικά, εναλλακτικά μέτρα. Η Αιτήτρια κατά το χρόνο σύλληψής της διέμενε παράνομα στη Δημοκρατία για διάστημά σχεδόν δύο ετών χωρίς να προβεί σε οποιαδήποτε ενέργεια να νομιμοποιήσει την παραμονή παρά μόνο όταν συνελήφθη. Επιπλέον η Αιτήτρια δε διέμενε σε καμία από τις δηλωθείσες διευθύνσεις διαμονής, ούτε και δήλωσε τόπο διαμονής, αλλά ούτε διατηρεί οποιουσδήποτε δεσμούς με τον Κύπριο που ανέφερε. Κρίθηκε περαιτέρω, ότι υπήρχε κίνδυνος διαφυγής της Αιτήτριας εξ ου και εκδόθηκαν εναντίον της διατάγματα κράτησης και απέλασης του άρθρου 14 του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου. Ως εκ τούτου οποιοδήποτε άλλο μέτρο μπορούσε να επιβληθεί υπό τις περιστάσεις θα ήταν αναποτελεσματικό και ανεπαρκές ενώ υπάρχει μεγάλη πιθανότητα η Αιτήτρια να μην συμμορφωθεί με εναλλακτικά της κράτησης μέτρα με σκοπό να αποφύγει την επιστροφή της στην χώρα καταγωγής της και να παραμείνει στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Μεταξύ των παραγόντων που καθοδηγούν τη λήψη αποφάσεων κράτησης μπορεί να είναι το στάδιο που διανύει η εξέταση της αίτησης ασύλου, ο τελικός προορισμός του αιτούντος, οι οικογενειακοί/κοινωνικοί δεσμοί, η προηγούμενη καλή συμπεριφορά και ο χαρακτήρας του ατόμου, καθώς και ο κίνδυνος φυγής ή η προθυμία και η κατανόηση της ανάγκης για συμμόρφωση (Κατευθυντήριες Οδηγίες για την Κράτηση των Αιτούντων Άσυλο - Κατευθυντήρια Οδηγία 4, παράγραφος 19). Στην παρούσα περίπτωση, θεωρώ ότι οι παράγοντες αυτοί, όπως αναλύθηκαν και ανωτέρω, επενεργούν υπέρ της απόφασης κράτησης που λήφθηκε εναντίον της Αιτήτριας, ώστε να την δικαιολογήσουν ως αντικειμενικώς αναγκαία για να αποτραπεί το ενδεχόμενο να αποφύγει οριστικά η Αιτήτρια την επιστροφή της.

Υπό τα δεδομένα αυτά, των εξατομικευμένων πραγματικών περιστατικών που διέπουν την υπόθεση της Αιτήτριας, θεωρώ απόλυτα εύλογο να μην εφαρμοστούν άλλα εναλλακτικά μέτρα λιγότερο περιοριστικά, όπως τα προβλεπόμενα στο εδάφιο 3 του άρθρου 9ΣΤ, εφόσον είναι εμφανές πως το καταλληλότερο μέτρο ήταν η κράτησή της. Τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης δικαιολογούν τον περιορισμό της ελευθερίας της Αιτήτριας , παρά το γεγονός ότι αυτή είναι αιτητής ασύλου, και αφετέρου ότι η κράτηση αποτελεί αναγκαίο και ανάλογο μέτρο, εν προκειμένω, για την αποτροπή διαφυγής της και ματαίωσης του σκοπού της απέλασής του, σε περίπτωση που η απόφαση απόρριψης της αίτησής του για άσυλο καταστεί τελική. Σκοπός, ο οποίος θα καθίστατο δύσκολος, αν όχι απραγματοποίητος, σε περίπτωση μη λήψης των ενδεδειγμένων μέτρων για εμπόδιση της παράνομης παραμονής της Αιτήτριας στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Εκ του αποτελέσματος της ανωτέρω στάθμισης προκύπτει περαιτέρω, ότι η κράτηση του Αιτητή δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αντίκειται στο εκ του αρ.6 του Χάρτη (ΧΘΔ) και αρ.5 της ΕΣΔΑ προστατευμένο δικαίωμα της Αιτήτριας στην ελευθερία, αφού, από τη στιγμή που κρίνεται ότι είναι αναγκαία και αναλογική ως προς τον επιδιωκόμενο δια της κράτησης σκοπό - και εφόσον τα κριτήρια που θέτει το επίδικο άρθρο του Νόμου και της Οδηγίας πληρούνται - δεν μπορεί βεβαίως να θεωρείται αυθαίρετη (βλ. απόφαση του ΕΔΑΔ S.K. v. Russia, αρ.52722/15, ημ.14/12/17, παρ.111, καθώς και απόφαση του ΔΕΕ C-18/16 K. v Staatssecretaris van Veiligheid en Justitie, ημ.14/09/17).

Περαιτέρω το ΕΔΑΔ αναφέρει, ότι σημαντικό είναι η απόφαση για κράτηση στα πλαίσια του αρ.5 (1) (στ) της ΕΣΔΑ να γίνεται καλόπιστα, να συνδέεται στενά με τον λόγο κράτησης στον οποίο βασίζεται το κράτος που την επιβάλλει και να γίνεται με επίγνωση του ότι η κράτηση δεν είναι συνέπεια ποινικού αδικήματος, αλλά αφορά υπηκόους τρίτων χωρών, οι οποίοι συχνά εγκαταλείπουν τις χώρες τους από φόβο για τις ίδιες τους τις ζωές.

Με βάση λοιπόν το σύνολο των ενώπιον μου στοιχείων και δεδομένων, κρίνω ότι και οι ισχυρισμοί που προώθησε η Αιτήτρια στερούνται ερείσματος. Διαπιστώνω ότι ενώπιον των Καθ' ων η Αίτηση υπήρχαν όλα τα απαιτούμενα στοιχεία, ήτοι το ιστορικό της Αιτήτριας, το επιβεβαιωμένο γεγονός ότι είχε πρόσβαση στη διαδικασία παροχής διεθνούς προστασίας, τη μη συμμόρφωση της με την εκ του Νόμου απορρέουσα υποχρέωση να ενημερώνει τις αρχές για τον τόπο διαμονής της και την υποβολή αίτησης για παροχή διεθνούς προστασίας μετά τη σύλληψη και κράτησή της από τις αρχές, ώστε να καταλήξουν στο ότι η κράτηση της ήταν αναγκαία και αναλογική και δικαιολογείτο σύμφωνα με τα όσα επιβάλλει το άρθρο 9ΣΤ(2)(δ) του περί Προσφύγων Νόμου, ώστε να επιβληθεί το κατ' εξαίρεση μέτρο της στέρησης της ελευθερίας αιτητή ασύλου.

Με βάση τα ανωτέρω, το επίδικο διάταγμα κράτησης του Αιτητή εκδόθηκε μετά από δέουσα έρευνα, στη βάση των περιστατικών ως ήταν ενώπιον των Καθ' ων η Αίτηση και δεν παρείσφρησε πλάνη περί τα πράγματα. Η δε αιτιολογία της απόφασης συμπληρώνεται από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου και με βάση τα όσα ανέλυσα πιο πάνω θεωρώ ότι η απόφαση για κράτηση της Αιτήτριας ήταν ορθή και νόμιμη, σύμφωνη με τις αρχές της αναλογικότητας και αναγκαιότητας και ευθυγραμμισμένη με τις αρχές που αναπτύχθηκαν μέσω της νομολογίας.

Θα πρέπει βεβαίως να αναφερθεί εδώ, ότι είναι φυσικά δεδομένο ότι, από τη στιγμή που η Αιτήτρια τελεί υπό κράτηση, η αίτηση ασύλου της θα πρέπει να εξετάζεται με τη δέουσα ταχύτητα, αφού ως και εκ της πιο πάνω παρατεθείσας νομολογίας προκύπτει, η νομιμότητα της κράτησης της δε δικαιολογεί σε καμία περίπτωση καθυστερήσεις και ενέχει τον κίνδυνο να θεωρηθεί - εξαιτίας της παράτασης της για χρόνο πέραν του απολύτως αντικειμενικώς αναγκαίου για τη δέουσα εξέτασή της - παράνομη και αυθαίρετη. Υπέρ της ταχύτητας, εξέτασης αιτημάτων ασύλου, εντάσσεται και πάγια νομολογία των Ευρωπαϊκών Δικαστηρίων, εναποθέτοντας θετική υποχρέωση των αρμόδιων αρχών να εξετάζουν αιτήσεις χορήγησης ασύλου των ενδιαφερομένων προσώπων σε σύντομες προθεσμίες, προκειμένου να περιορίζεται στο μέτρο του δυνατού η κατάσταση ανασφάλειας και αβεβαιότητας, στην οποία βρίσκονται τα πρόσωπα αυτά (M.S.S. κατά Βελγίου και Ελλάδας [GC] αριθ. 30696/09, § 262, 21 Ιανουαρίου 2011)

Όμως σε κάθε περίπτωση, στο εθνικό μας δίκαιο η διάρκεια της κράτησης δεν ελέγχεται στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας, αφού παρέχεται στη διάθεση του Αιτητή το ένδικο βοήθημα της αιτήσεως για έκδοση προνομιακού εντάλματος habeas corpus, δυνάμει του Άρθρου 155.4 [βλ.αρ,9ΣΤ (7)], δι' αυτόν τον σκοπό. Συνεπώς θεωρώ, ότι οποιαδήποτε εξέταση της παραμέτρου της διάρκειας ή και της αναμενόμενης διάρκειας της κράτησης και των συνεπειών που αυτή ενδεχομένως έχει επί της νομιμότητας και του αυθαίρετου της κρατήσεως, εκφεύγει της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου.

Υπό το φως των όσων έχουν επεξηγηθεί ανωτέρω, η παρούσα προσφυγή αποτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με €1000 έξοδα εναντίον της Αιτήτριας και υπέρ των Καθ’ων η Αίτηση.

 

Δ. Κατσαρίδης, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο