S.B.M. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: Τ292/24, 22/10/2024
print
Τίτλος:
S.B.M. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: Τ292/24, 22/10/2024

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθεση Αρ.: Τ292/24

22 Οκτωβρίου 2024

[Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

S.B.M.

Αιτήτρια

ΚΑΙ

Κυπριακής Δημοκρατίας,

μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

Καθ' ων η αίτηση

Π. Μπενέτης για Αλ Ταχέρ, Μπενέτης και Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., δικηγόροι για την Αιτήτρια

Η Αιτήτρια παρούσα

(κα. Subba Angdembe Rana Rahee διερμηνέας για πιστή μετάφραση από Αγγλικά σε Nepali και αντίστροφα.

κα. S. Habib διερμηνέας για πιστή μετάφρασης από Ελληνικά σε Αγγλικά και αντίστροφα)

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Δ.ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π. : Η Αιτήτρια με την παρούσα προσφυγή, αξιώνει την ακύρωση της απόφασης των Καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 05/01/2024, η οποία κοινοποιήθηκε στην Αιτήτρια στις 07/02/2024, και με την οποία έλαβε γνώση της απόρριψης της αίτησής της για παραχώρηση σε αυτήν καθεστώτος διεθνούς προστασίας, και/ ή συμπληρωματικής προστασίας καθώς και οποιαδήποτε ενδιάμεση και/ ή προπαρασκευαστική αυτής πράξη ή και ενέργεια είναι άκυρη παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Τα γεγονότα της υπό εξέτασης υπόθεσης προκύπτουν από το Υπόμνημα το οποίο συνοδεύεται από τον διοικητικό φάκελο που αφορά την Αιτήτρια και καταχωρήθηκε στο Δικαστήριο από την Υπηρεσία Ασύλου σύμφωνα με τον κανονισμό 3 των Περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019, ως αυτοί έχουν τροποποιηθεί.

Η Αιτήτρια είναι υπήκοος Νεπάλ και υπέβαλε αίτηση για παροχή καθεστώτος διεθνούς προστασίας στις 14/12/2023, αφού προηγουμένως εισήλθε νόμιμα στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές με άδεια εργασίας (working visa). Στις 04/01/2024, πραγματοποιήθηκε συνέντευξη της Αιτήτριας  από λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου. Στις 05/01/2024, ο αρμόδιος λειτουργός ετοίμασε Έκθεση-Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου, ο οποίος, δια μέσω του δεόντως εξουσιοδοτημένου από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργού, την ίδια ημέρα ενέκρινε την εισήγηση για απόρριψη της αίτησης διεθνούς προστασίας της ως προδήλως αβάσιμη δυνάμει του άρθρου 12Βτρις, 12Δ και 12ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου. Την 07/02/2024, η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική του αιτήματος της Αιτήτριας επιστολή μαζί με αιτιολόγηση της απόφασης της, η οποία παραλήφθηκε και υπογράφτηκε ιδιοχείρως από την Αιτητή στις 07/02/2024. Στις 21/02/2024 καταχωρήθηκε η υπό εξέταση προσφυγή εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου που απέρριψε το αίτημα ασύλου της Αιτήτριας ως προδήλως αβάσιμο.

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

Η Αιτήτρια μέσω των συνηγόρων της παραθέτει στο εισαγωγικό δικόγραφο της διαδικασίας πλείονες λόγους ακύρωσης χωρίς αυτοί να συνοδεύονται από σαφή αιτιολογία ή παραπομπή σε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά ή στοιχεία του διοικητικού φακέλου. Κατά το στάδιο τον διευκρινήσεων, στις 23/04/2024, όπου και διεκπεραιώθηκε ακροαματική διαδικασία, οι συνήγοροι της Αιτήτριας αγόρευσαν προφορικά υποστηρίζοντας ότι  η Αιτήτρια αντιμετωπίζει προβλήματα στην χώρα καταγωγής της και ειδικότερα ότι κινδυνεύει από τον πατέρα της.

Η παρούσα προσφυγή εμπίπτει στις πρόνοιες του εδαφίου (ε) του άρθρου 3 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 (3/2019), ως αυτοί έχουν προσφάτως τροποποιηθεί και συνεπώς η υπόθεση ορίστηκε απευθείας για Ακρόαση από το Πρωτοκολλητείο. Σχετικό Υπόμνημα ως προβλέπεται στο εδάφιο (ε) του άρθρου 3, καταχωρίστηκε από τους Καθ’ ων η αίτηση, συνοδευόμενο και από τον σχετικό διοικητικό φάκελο. Το Δικαστήριο, έχοντας διακριτική ευχέρεια δυνάμει της πρώτης επιφύλαξης του εδαφίου (ε) του άρθρου 3, δεν έκρινε σκόπιμη την παρουσία των Καθ’ ων η αίτηση και η διαδικασία διεξήχθη με μόνη την παρουσία της Αιτήτριας και των συνηγόρων της.

ΝΟΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

Το άρθρο 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 [Ν. 73(Ι)/2018, ως έχει τροποποιηθεί] καθορίζει τη δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου.

Το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου [Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί] καθορίζει την έννοια του όρου «πρόσφυγας» και τις προϋποθέσεις υπαγωγής σε αυτό τον ορισμό.

 

Το άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου προβλέπει τις περιπτώσεις όπου χορηγείται το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.

Το άρθρο 12Δ του περί Προσφύγων Νόμου προβλέπει τα ακόλουθα (Η υπογράμμιση είναι του παρόντος Δικαστηρίου):

«Ταχύρυθμη διαδικασία εξέτασης αιτήσεων

12Δ.-(1) Κατά προτεραιότητα και όχι αργότερα από τριάντα ημέρες από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης, εξετάζονται από τον Προϊστάμενο, με την ταχύρυθμη διαδικασία που προβλέπεται στο παρόν άρθρο, αιτήσεις που κατά την κρίση του αρμόδιου λειτουργού εμπίπτουν στις διατάξεις των άρθρων 12Α, 12Β, 12Βδις, 12Βτρις, 12Βτετράκις, 12Βπεντάκις ή/και του εδαφίου (4) του παρόντος άρθρου.

(2) Κατά την εξέταση της αίτησης, ο αρμόδιος λειτουργός προβαίνει σε προσωπική συνέντευξη του αιτητή, μετά από την οποία υποβάλλει έκθεση με τα γεγονότα της υπόθεσης και τις διαπιστώσεις του αναφορικά με την εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 12Α, 12Β, 12Βδις, 12Βτρις, 12Βτετράκις, 12Βπεντάκις ή/και του εδαφίου (4) του παρόντος άρθρου, στον Προϊστάμενο.

(3) Ο Προϊστάμενος, μετά την εξέταση της έκθεσης του αρμόδιου λειτουργού, δύναται, με απόφασή του, να:

(α) Αναγνωρίσει αιτητή ως πρόσφυγα·

(β) αναπέμψει την αίτηση στον αρμόδιο λειτουργό για να ακολουθήσει την κανονική διαδικασία εξέτασης αιτήσεων, δυνάμει του άρθρου 13· ή

(γ) απορρίψει την αίτηση δυνάμει των διατάξεων των άρθρων 12Α, 12Β, 12Βδις, 12Βτρις, 12Βτετράκις, 12Βπεντάκις ή/και του εδαφίου (4) του παρόντος άρθρου και να εκδώσει απόφαση επιστροφής και/ή απομάκρυνσης και/ή διάταγμα απέλασης, που αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της απόφασης αυτής, δυνάμει των διατάξεων του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου:

Νοείται ότι, η εκτέλεση της απόφασης επιστροφής και/ή απομάκρυνσης και/ή του διατάγματος απέλασης τελεί υπό την επιφύλαξη των διατάξεων των άρθρων 4 και 8.

(4) Αίτηση δύναται να εξεταστεί κατά την κρίση του αρμόδιου λειτουργού σύμφωνα με την ταχύρρυθμη διαδικασία που προβλέπεται στο παρόν άρθρο, εφόσον τηρούνται οι αρχές και εγγυήσεις του παρόντος Νόμου αναφορικά με την εξέταση αιτήσεων, σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

(α) Ο αιτητής, κατά την υποβολή της αίτησης και την παρουσίαση των γεγονότων, απλώς έθεσε θέματα τα οποία είναι άνευ σημασίας για την εξέταση του εάν πληροί τις προϋποθέσεις για να του χορηγηθεί καθεστώς διεθνούς προστασίας

(β) ο αιτητής προέρχεται από ασφαλή χώρα ιθαγένειας σύμφωνα με το άρθρο 12Βτρις

(γ) […]

(δ) […]

(ε) […]

(στ) […]

(ζ) […]

(η) […]

(θ) […]

(ι) […]

(5) […]»

 

Το άρθρο 12Βτρις του περί Προσφύγων Νόμου προβλέπει τα ακόλουθα (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

«Ασφαλής χώρα ιθαγένειας

12Βτρις.-(1) Για σκοπούς εξέτασης αιτήσεων, ο Υπουργός δύναται με διάταγμα να ορίσει χώρα ως ασφαλή χώρα ιθαγένειας, εφόσον ικανοποιείται βάσει της νομικής κατάστασης, της εφαρμογής του δικαίου στο πλαίσιο δημοκρατικού συστήματος και των γενικών πολιτικών συνθηκών, ότι στην οριζόμενη χώρα γενικά και μόνιμα δεν υφίστανται πράξεις δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 3Γ ούτε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία ούτε απειλή η οποία προκύπτει από τη χρήση αδιάκριτης βίας σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης.

(2) Κατά την εκτίμηση μιας χώρας ως ασφαλούς χώρας ιθαγένειας, με σκοπό τον ενδεχόμενο χαρακτηρισμό ή αποχαρακτηρισμό ως τέτοιας σύμφωνα με το παρόν άρθρο, λαμβάνεται μεταξύ άλλων υπόψη ο βαθμός στον οποίο παρέχεται προστασία κατά της δίωξης ή κακομεταχείρισης μέσω:

(α) Tης σχετικής πρωτογενούς και δευτερογενούς νομοθεσίας και του τρόπου εφαρμογής της

(β) της τήρησης των δικαιωμάτων και ελευθερίων που ορίζονται –

(i) στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, ιδίως δε των δικαιωμάτων από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση δυνάμει του Άρθρου 15, παράγραφος 2, αυτής, και

(ii) στο Διεθνές Σύμφωνο για τα Αστικά και Πολιτικά Δικαιώματα, και

(iii) στη Σύμβαση κατά των Βασανιστηρίων και Άλλων Μορφών Σκληρής, Απάνθρωπης ή Εξευτελιστικής Μεταχείρισης ή Τιμωρίας

(γ) της τήρησης της αρχής της μη επαναπροώθησης σύμφωνα με τη Σύμβαση

(δ) της πρόβλεψης μηχανισμού πραγματικής προσφυγής κατά των παραβάσεων των προαναφερόμενων δικαιωμάτων και ελευθεριών.

(3) Η αξιολόγηση του κατά πόσο μια τρίτη χώρα είναι ασφαλής χώρα ιθαγένειας σύμφωνα με το παρόν άρθρο βασίζεται σε σειρά πηγών πληροφοριών, περιλαμβανομένων ειδικότερα πληροφοριών από άλλα κράτη μέλη, την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για το Άσυλο, την Υπάτη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες, το Συμβούλιο της Ευρώπης και άλλους σχετικούς διεθνείς οργανισμούς.

(4) […]

(5) […]

(6) Τρίτη χώρα που έχει οριστεί ως ασφαλής χώρα ιθαγένειας σύμφωνα με το παρόν άρθρο δύναται, μετά από εξατομικευμένη εξέταση της αίτησης, να θεωρηθεί ως ασφαλής χώρα ιθαγένειας για το συγκεκριμένο αιτητή, μόνον εφόσον ο αιτητής –

(α) Έχει την ιθαγένεια της χώρας αυτής, ή

(β) […]

και δεν έχει προβάλει σοβαρούς λόγους για να θεωρηθεί ότι η χώρα αυτή δεν είναι ασφαλής χώρα ιθαγένειας στη συγκεκριμένη περίπτωσή του και όσον αφορά τον χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας.

(7) Αίτηση η οποία υποβλήθηκε από πρόσωπο που κατέχει την ιθαγένεια χώρας που έχει οριστεί ως ασφαλής χώρα ιθαγένειας, σύμφωνα με το παρόν άρθρο, και αίτηση από ανιθαγενή του οποίου η χώρα προηγούμενης συνήθους διαμονής έχει χαρακτηρισθεί ως ασφαλής χώρα ιθαγένειας, σύμφωνα με το παρόν άρθρο, δύναται να εξεταστεί κατά την κρίση του αρμόδιου λειτουργού με την ταχύρρυθμη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 12Δ, εκτός εάν ο αιτητής προβάλει βάσιμους λόγους για τους οποίους θεωρεί ότι η ασφαλής χώρα ιθαγένειας δεν είναι ασφαλής χώρα ιθαγένειας στη συγκεκριμένη περίπτωσή του, οπότε η αίτηση εξετάζεται σύμφωνα με την κανονική διαδικασία του άρθρου 13.

(8) Για σκοπούς εφαρμογής του παρόντος άρθρου, η Υπηρεσία Ασύλου παρέχει την ευκαιρία στον αιτητή να προβάλει λόγους για τους οποίους θεωρεί ότι η ασφαλής χώρα ιθαγένειας δεν είναι ασφαλής χώρα ιθαγένειας στη συγκεκριμένη περίπτωσή του.

(9) Σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος θεωρήσει τρίτη χώρα ως ασφαλή χώρα ιθαγένειας για το συγκεκριμένο αιτητή δυνάμει του εδαφίου (6), η Υπηρεσία Ασύλου ενημερώνει τον αιτητή περί της απόφασης του Προϊσταμένου καθώς και για το δικαίωμα του αιτητή να αμφισβητήσει την εφαρμογή της έννοιας της ασφαλούς χώρας ιθαγένειας στη συγκεκριμένη περίπτωσή του και να προσβάλει στο Διοικητικό Δικαστήριο την απόφαση του Προϊσταμένου δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, καθώς και για την προθεσμία άσκησης τέτοιας προσφυγής.

(10) […]

(11) […]

(12) […]»

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

Κατόπιν των ανωτέρω και λαμβανομένης υπόψη της εξουσίας του παρόντος Δικαστηρίου όπου και σύμφωνα με τον περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο του 2018, Ν.73(Ι)/2018, το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας έχει την εξουσία να εξετάσει την παρούσα υπόθεση επί της ουσίας προχωρώ να εξετάσω το κατά πόσο η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε σε πλήρη συμμόρφωση με τις σχετικές περί τούτου διατάξεις του Νόμου και της Οδηγίας και είναι δια τούτο επί της ουσίας ορθή.

Έχει πλειστάκις νομολογηθεί ότι η έκταση, ο τρόπος και η διαδικασία που ακολουθείται ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης. Περαιτέρω η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το επίδικο θέμα. Το  κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και τη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων τα οποία παρέχουν ασφαλή συμπέρασμα. (Βλέπε Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.α., Α.Ε. 1518/1.11.96, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου, Α.Ε. 1575/14.7.97 , Α.Ε.2371,Motorways Ltd v Δημοκρατίας ημερ. 25/6/99).  

Το Δικαστήριο στα πλαίσια ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκεινται στην διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντος οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωση (Βλ. απόφαση αρ. 128/2008 JAMAL KAROU V Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 1 Φεβρουαρίου, 2010).

Σύμφωνα με τα στοιχεία της Αιτήτριας, όπως καταγράφονται στην έκθεση του λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου, αλλά και όπως διαφαίνονται από τον Υπόμνημα ως το Έντυπο Αρ. 3 που καταχωρήθηκε από τους Καθ’ ων η Αίτηση, συνοδευόμενο από τον σχετικό διοικητικό φάκελο που αφορά την προσφυγή, η Αιτήτρια είναι ενήλικη, υπήκοος Νεπάλ. Κατά την καταγραφή του αιτήματός της για διεθνή προστασία ανέφερε ότι αντιμετωπίζει προβλήματα στην χώρα καταγωγής της καθότι την ελκύουν περισσότερο γυναίκες παρά άντρες, και λόγω αυτού η οικογένεια της αλλά και η ευρύτερη κοινωνία δεν την αποδέχονται. Σε περίπτωση επιστροφής της στον Νεπάλ η ζωή της θα βρίσκεται σε κίνδυνο. (βλ. ερυθρό 7 του Δ.Φ.).

Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης της ισχυρίστηκε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της για μια καλύτερη ζωή καθότι ο πατέρας της δεν την αποδεχόταν λόγω της έλξης της προς άτομα του ιδίου φύλου. Πρόσθεσε περαιτέρω ότι η οικογένεια της δεν την υποστήριζε οικονομικά. Η Αιτήτρια επίσης ανέφερε ότι εργαζόταν στην Κυπριακή Δημοκρατία και όταν έληξε η άδεια παραμονής και εργασίας της υπέβαλε αίτημα για διεθνή προστασία με σκοπό να νομιμοποιήσει τη παραμονή της. (βλ. ερ. 12 Δ.Φ.). Ερωτηθείσα από τον λειτουργό ως προς το πότε ανακάλυψε η οικογένεια της ότι είναι ομοφυλόφιλη η Αιτήτρια αποκρίθηκε όταν ήταν 18 χρονών. Ερωτηθείσα στη συνέχεια εάν αντιμετώπισε οτιδήποτε όταν απεκάλυψε στην οικογένεια της ότι είναι ομοφυλόφιλη, η Αιτήτρια αποκρίθηκε αρνητικά αναφέροντας ότι ο πατέρας της δεν την αποδέχτηκε, προσθέτοντας ότι όταν έγινε 18 χρονών εγκατέλειψε την οικογενειακή εστία, ζούσε μόνη της, εργαζόταν, αλλά τα λεφτά δεν ήταν αρκετά. Ερωτηθείσα τι θα αντιμετωπίσει σε περίπτωση επιστροφής της στην χώρα καταγωγής της η Αιτήτρια αποκρίθηκε ότι θα επιστρέψει στο χωρίο της, δηλώνοντας ότι οι άνθρωποι του χωρίου μπορεί να την βλέπουν παράξενα λαμβανομένου ότι είναι ομοφυλόφιλη. Ερωτηθείσα εάν είχε ποτέ συλληφθεί ή κρατηθεί η Αιτήτρια αποκρίθηκε αρνητικά, ερωτηθείσα εάν οι αρχές της χώρας της θα της επέτρεπαν να επιστρέψει η Αιτήτρια απάντησε θετικά. Τέλος, ερωτηθείσα για τα μελλοντικά της σχέδια η Αιτήτρια αποκρίθηκε ότι επιθυμεί όπως παραμείνει στην Κυπριακή Δημοκρατία για πέντε με έξι χρόνια με σκοπό να αποταμιεύσει κάποια χρήματα και όταν επιστρέψει στην χώρα της θα παραμείνει εκεί για κάποιο σύντομο χρονικό διάστημα και στη συνέχεια σκοπεύει να μετοικήσει σε άλλη χώρα.

Κατά την αξιολόγηση της αίτησης ασύλου της Αιτήτριας, ο αρμόδιος λειτουργός διαχώρισε τους ισχυρισμούς της Αιτήτριας σε τρείς ουσιώδεις ισχυρισμούς. Ο μεν πρώτος ισχυρισμός αφορά προσωπικά στοιχεία της Αιτήτριας. Ο δε δεύτερος ισχυρισμός αφορά τους οικονομικούς λόγους που την οδήγησαν να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής της, ήτοι για να εργαστεί. Και ο τρίτος, αφορούσε το ότι αναχώρησε από την χώρα της λόγω του ότι ο πατέρας της δεν την αποδέχεται εξαιτίας των σεξουαλικών της προτιμήσεων. Και οι τρείς ισχυρισμοί, έγιναν αποδεκτοί.

Προχωρώντας στην αξιολόγηση κίνδυνού, ο αρμόδιος λειτουργός λαμβάνοντας υπόψη τα αποδεκτά πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν στο αίτημα της Αιτήτριας μετά από εξατομικευμένη εξέταση, σε συνάρτηση με τις πληροφορίες από την χώρα καταγωγής της Αιτήτριας, και το προσωπικό της προφίλ, κατέληξε ότι δεν υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να αντιμετωπίσει δίωξη σε περίπτωση επιστροφής της στην χώρα καταγωγής της, το Νεπάλ ή να αντιμετωπίσει οποιαδήποτε δίωξη ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης. 

Αναφορικά με τον αποδεκτό τρίτο ισχυρισμό, ως προς το ότι ο πατέρας την δεν την αποδέχεται εξαιτίας του σεξουαλικού της προσανατολισμού, ο λειτουργός κατέληξε ότι το συγκεκριμένο ουσιώδες περιστατικό δεν δύναται να συνδεθεί με την οποιαδήποτε μορφή πράξης δίωξης κατά της Αιτήτριας ως ορίζεται στο άρθρο 3Γ του Περί Προσφύγων Νόμου ή και κίνδυνο σοβαρής βλάβης ως ορίζεται στο άρθρο 19 (1) (2) του Περί Προσφύγων Νόμου. Η απόφαση της Αιτήτριας να εγκαταλείψει την χώρα καταγωγή της δεν συνδέεται με οποιαδήποτε παραβίαση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ενώ η Αιτήτρια δεν εξέφρασε φόβο δίωξης σε σχέση με τον εν λόγω ουσιώδης πραγματικό περιστατικό. 

Ως προς την γενική κατάσταση ασφαλείας στην περιοχή συνήθους διαμονής της Αιτήτριας την πόλη Chandrauta, περιφέρεια Kapilvastu και λαμβάνοντας υπόψη πληροφορίες από την χώρα καταγωγής της Αιτήτριας (βλ. 24- 22 Δ.Φ.) ο λειτουργός κατέληξε ότι δεν υφίστανται συνθήκες αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερική ένοπλής σύρραξης.

Προχωρώντας στη νομική ανάλυση, ο λειτουργός διακρίνει μεταξύ οικονομικού μετανάστη και πρόσφυγα και επισημαίνει ότι από τις δηλώσεις της Αιτήτριας δεν προκύπτει σύνδεση της δεινής οικονομικής συνθήκης που αντιμετώπιζε στο Νεπάλ με κάποιο προσωπικό χαρακτηριστικό της, ούτε με κάποιον από τους περιοριστικά αναφερόμενους λόγους  στο άρθρο 3 του Περί Προσφύγων Νόμου και συνεπώς δεν μπορεί να αναγνωριστεί ως πρόσφυγας αλλά ούτε και να υπαχθεί στις διατάξεις περί χορήγησης συμπληρωματικής προστασίας.

Έχω εξετάσει με προσοχή τον διοικητικό φάκελο της Αιτήτριας και, όπως προκύπτει από τα στοιχεία που βρίσκονται σ΄ αυτόν, ορθά η Υπηρεσία Ασύλου αποφάσισε ότι δεν δύναται η Αιτήτρια να υπαχθεί στις πρόνοιες της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 και στον περί Προσφύγων Νόμο για τους λόγους που θα αναλυθούν κατωτέρω.

Πρωτίστως σημειώνω πως, δεδομένου ότι οι τρείς ουσιώδεις ισχυρισμοί που σχημάτισε ο αρμόδιος λειτουργός στη βάση των όσων υποστήριξε ενώπιόν του η Αιτήτρια κατά τη διάρκεια της συνέντευξής της έχουν γίνει αποδεκτοί, το Δικαστήριο δεν είναι δυνατό να προβεί σε άλλη αξιολόγηση, δυνάμει και της αρχής της απαγόρευσης της χειροτέρευσης της θέσης του διοικουμένου (non reformatio in peuis). Πράγματι, «Το Διοικητικό Δικαστήριο δεν μπορεί να εξέρχεται των ορίων που θέτει η αίτηση ακυρώσεως αλλά ούτε και μπορεί να χειροτερεύει τη θέση του Αιτητή (απαγόρευση της reformation in peius). Επειδή το δικαίωμα άσκησης προσφυγής κατοχυρώνεται από το ίδιο το Σύνταγμα (Άρθρο 146) προκειμένου να διασφαλισθεί η προστασία του προσφεύγοντος, δεν μπορεί το Διοικητικό Δικαστήριο με απόφασή του να χειροτερεύσει τη θέση του Προσφεύγοντος [.]. Συνεπώς, δεν μπορεί να υπάρξει «επί τα χείρω μεταβολή» (reformatio in peius)» (Κ. Παρασκευά, Κυπριακό Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, Νομική Βιβλιοθήκη, 2020, σελ. 108).

Έχοντας εξακριβώσει τα πραγματικά περιστατικά που περιβάλλουν την υπό εξέταση υπόθεση, προχωρώ στην νομική αξιολόγηση των προϋποθέσεων χορήγησης διεθνούς προστασίας και κατά πόσο αυτές πληρούνται εν προκειμένω, λαμβάνοντας υπόψη τους αποδεκτούς ουσιώδεις ισχυρισμούς της Αιτήτριας.

Υπενθυμίζω συναφώς ότι σύμφωνα με το αρ.3 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 (6(I)/2000) (στο εξής ο Νόμος) και αρ.2 (δ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ (στο εξής η Οδηγία), ως πρόσφυγας αναγνωρίζεται «[.] πρόσωπο που, λόγω βάσιμου φόβου καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, είναι εκτός της χώρας της ιθαγενείας του και δεν είναι σε θέση, ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο, να χρησιμοποιήσει την προστασία της χώρας αυτής [.]». Σύμφωνα δε με το αρ.3Γ του Νόμου και αντίστοιχα αρ. 9 της Οδηγίας, η πράξη δίωξης η οποία προκαλεί βάσιμο φόβο καταδίωξης θα πρέπει να «είναι αρκούντως σοβαρή λόγω της φύσης ή της επανάληψής της ώστε να συνιστά σοβαρή παραβίαση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ειδικά των δικαιωμάτων από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση βάσει του άρθρου 15 παράγραφος 2 της ευρωπαϊκής σύμβασης για την προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών· ή να αποτελεί σώρευση διαφόρων μέτρων συμπεριλαμβανομένων παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η οποία να είναι αρκούντως σοβαρή ούτως ώστε να θίγεται ένα άτομο κατά τρόπο αντίστοιχο με τον αναφερόμενο στο στοιχείο».

Η δίωξη ή η σοβαρή βλάβη που ανωτέρω αναφέρονται πρέπει να προέρχεται από τους φορείς δίωξης που αναφέρονται στα αρ.3 Α και 6 του Νόμου και της Οδηγίας αντίστοιχα και να αποδειχθεί περαιτέρω ότι οι φορείς προστασίας που αναφέρονται στα αρ.3 Β και 7 του Νόμου και της Οδηγίας αντίστοιχα δεν επιθυμούν ή δεν δύνανται να παρέχουν την απαιτούμενη προστασία κατά αυτών των πράξεων, αλλά και, στην περίπτωση ειδικά του πρόσφυγα, θα πρέπει να αποδειχθεί [βλ. αρ.4Γ(3) και 9(3) του Νόμου και της Οδηγίας αντίστοιχα] ότι υπάρχει συσχετισμός των λόγων που αναφέρονται στο αρ.3Δ και 10 του Νόμου και της Οδηγίας αντίστοιχα με τις πράξεις δίωξης, ήτοι αυτές να προκύπτουν για τους εκεί αναφερόμενους λόγους.

Αναφορικά με τον δεύτερο αποδεκτό ισχυρισμό που αφορά τους οικονομικούς λόγους που την οδήγησαν να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής της, ήτοι για να εργαστεί θα συμφωνήσω με την κατάληξη των Καθ’ων η Αίτηση καθότι και παρά την ικανοποιητική αξιοπιστία της, αναφορικά με τους  οικονομικούς λόγους που την οδήγησαν να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής της, αυτοί δεν εμπίπτουν στις πρόνοιες της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 και στον Περί Προσφύγων Νόμο.

Είναι σαφής και ευδιάκριτη η διαφοροποίηση του οικονομικού μετανάστη από τον πρόσφυγα. Πρόσωπο που εγκαταλείπει οικειοθελώς τη χώρα του, με σκοπό να εργαστεί και να εγκατασταθεί αλλού, ωθούμενο αποκλειστικά από οικονομικά κίνητρα, όπως εν προκειμένω η Αιτήτρια, αποτελεί οικονομικό μετανάστη και όχι πρόσφυγα (βλ. IRENE FESENKO v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1051/2010, ημερ. 21.12.2011, Md Jakir Hossain v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 2319/06, ημερ. 16.7.2008, Barakan Petrosyan κ.α. v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 883/08, ημερ. 10.2.2010 και Khaled Al Issa v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 993/08, ημερ. 29.12.2009).

Σύμφωνα δε, με την παράγραφο 62 του «Εγχειρίδιου για τις διαδικασίες και τα κριτήρια καθορισμού του καθεστώτος των προσφύγων σύμφωνα με τη Σύμβαση του 1951 και το Πρωτόκολλο του 1967 για το Καθεστώς των Προσφύγων»:

«62. Μετανάστης είναι το πρόσωπο που για λόγους διαφορετικούς από εκείνους που αναφέρονται στον ορισμό, εγκαταλείπει οικειοθελώς τη χώρα του με σκοπό να εγκατασταθεί αλλού. Μπορεί δε να ωθείται από την επιθυμία για αλλαγή ή για περιπέτεια ή από οικογενειακούς ή άλλους προσωπικούς λόγους. Εάν ωθείται αποκλειστικά από οικονομικά κίνητρα, είναι οικονομικός μετανάστης και όχι πρόσφυγας».

Προχωρώντας και αναφορικά με τον τρίτο ουσιώδη αποδεκτό ισχυρισμός θα συμφωνήσω και πάλι με τα ευρήματα των Καθ’ων η Αίτηση ως καταγράφονται επί της έκθεση- εισήγηση. Προς τούτου παραθέτω αρχικά το εφαρμοστέο νομικό πλαίσιο:

Βάσει του άρθρου 3Γ του Περί Προσφύγων Νόμου:

«3Γ.-(1) Οι πράξεις δίωξης κατά την έννοια του άρθρου 1Α της Σύμβασης πρέπει:

(α) να είναι αρκούντως σοβαρές λόγω της φύσης ή της επανάληψης τους ώστε να συνιστούν σοβαρή παραβίαση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ειδικά των δικαιωμάτων από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση, βάσει του άρθρου 15 παράγραφος 2, της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, ή

(β) να αποτελούν σώρευση διαφόρων μέτρων συμπεριλαμβανομένων παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η οποία να είναι αρκούντως σοβαρή, ούτως ώστε να θίγεται ένα άτομο κατά τρόπο αντίστοιχο με το αναφερόμενο στην παράγραφο (α).

(2) Οι ακόλουθες πράξεις συνιστούν μη εξαντλητικό κατάλογο πράξεων δίωξης, κατά την έννοια του εδαφίου (1):

(α) πράξεις σωματικής ή ψυχικής βίας, συμπεριλαμβανομένων πράξεων σεξουαλικής βίας,

(β) νομικά, διοικητικά, αστυνομικά ή/και δικαστικά μέτρα, τα οποία εισάγουν διακρίσεις αφ' εαυτού ή εφαρμόζονται κατά τρόπο εισάγοντα διακρίσεις,

(γ) ποινική δίωξη ή επιβολή ποινής η οποία είναι δυσανάλογη ή μεροληπτική,

(δ) άρνηση ένδικων μέσων με αποτέλεσμα την επιβολή δυσανάλογης ή μεροληπτικής ποινής,

(ε) ποινική δίωξη ή επιβολή ποινής, για την άρνηση εκπλήρωσης στρατιωτικής θητείας σε σύρραξη, εάν η εκπλήρωση της στρατιωτικής θητείας θα περιλάμβανε έγκλημα, αδίκημα ή πράξη που αναφέρεται στην παράγραφο (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 5,

(στ) πράξεις που στοχεύουν το φύλο ή τα παιδιά.»

 

Έτι περαιτέρω ωστόσο, θα πρέπει να αξιολογηθούν η φύση και οι επιπτώσεις στον εκάστοτε αιτούντα για να αξιολογηθεί εάν η ως άνω αναφερόμενη αντιμετώπιση συνιστά δίωξη στην βάση του Άρθρου 9(1)(α) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ. Σύμφωνα δε με το άρθρο 4(α) της ίδιας Οδηγίας, λαμβάνονται υπόψη η ατομική κατάσταση και οι προσωπικές περιστάσεις του αιτούντος, «συμπεριλαμβανομένων παραγόντων όπως το προσωπικό ιστορικό, το φύλο και η ηλικία, ούτως ώστε να εκτιμηθεί εάν, βάσει των προσωπικών περιστάσεων του αιτούντος, οι πράξεις στις οποίες έχει ήδη ή θα μπορούσε να εκτεθεί ισοδυναμούν με δίωξη ή σοβαρή βλάβη».

 

Στον δικαστικό οδηγό της EASO (ήδη EUAA) αναφορικά με τις Προϋποθέσεις Χορήγησης Διεθνούς Προστασίας (2018)[1], αναφέρονται τα εξής σχετικά:

«1.4.1.3.1 Βασικός χαρακτήρας του ανθρώπινου δικαιώματος

Το άρθρο 9 παράγραφος 1 στοιχείο α) αναφέρεται ειδικότερα σε δικαιώματα από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση βάσει του άρθρου 15 παράγραφος 2 της ΕΣΔΑ. Πρόκειται για το δικαίωμα στη ζωή, την απαγόρευση των βασανιστηρίων, της απάνθρωπης ή εξευτελιστικής ποινής ή μεταχείρισης, της δουλείας και της ειλωτείας, καθώς και της αναδρομικής ποινικής ευθύνης (άρθρο 2, άρθρο 3, άρθρο 4 παράγραφος 1 και άρθρο 7 της ΕΣΔΑ). Επομένως, η παραβίαση δικαιώματος από το οποίο δεν χωρεί παρέκκλιση βάσει του άρθρου 15 παράγραφος 2 της ΕΣΔΑ μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά σοβαρή παραβίαση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Ωστόσο, η παραπομπή στο άρθρο 15 παράγραφος 2 της ΕΣΔΑ δεν έχει αποκλειστικό χαρακτήρα, όπως προκύπτει από τη χρήση του όρου «ειδικά». Επομένως, και άλλα δικαιώματα, εκτός από εκείνα από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση, μπορούν να συνιστούν «βασικά ανθρώπινα δικαιώματα» κατά την έννοια του άρθρου 9 παράγραφος 1 στοιχείο α). (…) Η παραπομπή σε δικαιώματα από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση φαίνεται να υποδηλώνει ότι οι παραβιάσεις των εν λόγω δικαιωμάτων είναι αρκούντως σοβαρές αφ’ εαυτών και για τον λόγο αυτό συνιστούν πάντοτε δίωξη, αλλά δεν περιορίζει τα «βασικά ανθρώπινα δικαιώματα» σε δικαιώματα από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση. Τούτου λεχθέντος, κάθε ευρύτερο περιεχόμενο υπόκειται στο κριτήριο της συγκρισιμότητας.

Εκτός από την παραπομπή στα δικαιώματα από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση βάσει της ΕΣΔΑ, το άρθρο 9 της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση) δεν προβλέπει κριτήρια ή μια συγκεκριμένη μέθοδο βάσει της οποίας ένα ανθρώπινο δικαίωμα το οποίο απαριθμείται σε πράξη σχετική με τα ανθρώπινα δικαιώματα ή αναγνωρίζεται από το διεθνές εθιμικό δίκαιο μπορεί να προσδιοριστεί ως «βασικό» κατά την έννοια του άρθρου 9 παράγραφος 1 στοιχείο α) για τη θεμελίωση αίτησης παροχής διεθνούς προστασίας. Εκτός εάν το επίμαχο ανθρώπινο δικαίωμα αναφέρεται στο άρθρο 9 παράγραφος 1 στοιχείο α) ως δικαίωμα από το οποίο δεν χωρεί παρέκκλιση βάσει του άρθρου 15 παράγραφος 2 της ΕΣΔΑ, απαιτείται εκτίμηση της συγκρισιμότητας του επίμαχου ανθρώπινου δικαιώματος με τα δικαιώματα από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση βάσει του άρθρου 15 παράγραφος 2 της ΕΣΔΑ. (…)

Στην απόφαση που εξέδωσε το 2013 στην υπόθεση X, Y και Z, το ΔΕΕ έκρινε ότι το δικαίωμα των προσώπων να ζουν σύμφωνα με τον γενετήσιο προσανατολισμό τους, ως έκφραση του δικαιώματος σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής του ατόμου (άρθρο 7 του Χάρτη της ΕΕ, το οποίο αντιστοιχεί στο άρθρο 8 της ΕΣΔΑ), είναι θεμελιώδες, αλλά δεν εμπίπτει στα θεμελιώδη δικαιώματα από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση. Παρότι το ΔΕΕ δεν ερμήνευσε ρητώς το άρθρο 7 του Χάρτη της ΕΕ, η συλλογιστική του δείχνει ότι το κριτήριο που χρησιμοποίησε είναι κατά πόσον οι παραβιάσεις του δικαιώματος μπορεί να είναι τόσο σοβαρές, ώστε να πληρούν το κατώτατο όριο που προβλέπεται στο άρθρο 9 παράγραφος 1 στοιχείο α). Το κρίσιμο ερώτημα είναι κατά πόσον η παραβίαση μπορεί να θεωρηθεί «αρκούντως σοβαρή». Κάθε παραβίαση των θεμελιωδών δικαιωμάτων δεν πληροί κατ’ ανάγκη το συγκεκριμένο κατώτατο όριο[2].  (…)

Το κατά πόσον οικονομικά και κοινωνικά δικαιώματα τα οποία κατοχυρώνονται στον Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Χάρτη του 1961 ή στο Διεθνές Σύμφωνο για τα οικονομικά, κοινωνικά και μορφωτικά δικαιώματα του 1966 μπορούν να θεωρηθούν «βασικά» ανθρώπινα δικαιώματα εξαρτάται από τη δυνητική σοβαρότητα της επέμβασης στις βασικές συνθήκες διαβίωσης ενός προσώπου. Γενικά, τα οικονομικά και κοινωνικά δικαιώματα δεν πληρούν το κριτήριο δυνητικής σοβαρότητας συγκρίσιμης με παράβαση δικαιωμάτων από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση.  (…)

Με τη σώρευση διαφόρων μέτρων, οι παραβιάσεις οικονομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων που προβλέπονται σε συνθήκες για τα ανθρώπινα δικαιώματα μπορούν υπό εξαιρετικές περιστάσεις να ισοδυναμούν με δίωξη, εφόσον τα μέτρα είναι αρκούντως σοβαρά. Δεν υποστηρίζει τη διαπίστωση δίωξης κάθε παράνομη ή άδικη μεταχείριση η οποία σχετίζεται με ένα από τα απαριθμούμενα δικαιώματα. Τα συσσωρευμένα μέτρα πρέπει να έχουν ως αποτέλεσμα αρκούντως σοβαρή στέρηση συνθηκών διαβίωσης ισοδύναμη με παραβίαση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση. Επιπλέον, γενικά, για να πληρούν τις προϋποθέσεις του χαρακτηρισμού τους ως δίωξης, οι σοβαρές παραβιάσεις οικονομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων πρέπει να αποδίδονται σε υπεύθυνο δίωξης. (…)

1.4.1.3.3 Σοβαρότητα της παραβίασης

Η πράξη πρέπει να είναι αρκούντως σοβαρή λόγω της φύσης ή της επανάληψής της, ώστε να συνιστά σοβαρή παραβίαση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Για τον καθορισμό της επίτευξης του συγκεκριμένου επιπέδου, η αίτηση πρέπει να εκτιμάται υπό το πρίσμα του άρθρου 4 παράγραφος 3 λαμβανομένης υπόψη της ατομικής κατάστασης και των προσωπικών περιστάσεων του αιτούντος. Η έννοια της προσωπικής ακεραιότητας και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, καθώς και ο τρόπος και ο βαθμός οποιασδήποτε βλάβης ή απειλής βλάβης που θίγει την ατομική κατάσταση του αιτούντος, συμπεριλαμβανομένων παραγόντων όπως το προσωπικό ιστορικό, το φύλο και η ηλικία, είναι στοιχεία λυσιτελή για την εκτίμηση αυτή. Η παραβίαση βασικού ανθρώπινου δικαιώματος μπορεί να χαρακτηρισθεί σοβαρή λόγω του ιδιαίτερου αντικτύπου της σε συγκεκριμένο αιτούντα. Πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όλες οι πράξεις στις οποίες εκτέθηκε ή κινδυνεύει να εκτεθεί ο ενδιαφερόμενος [βλέπε άρθρο 4 παράγραφος 3 της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση)]. (...) η απαίτηση επαρκούς σοβαρότητας πρέπει να εξετάζεται κατά περίπτωση. (…)

1.4.1.4.3 Ο αιτών πρέπει να θίγεται κατά τρόπο αντίστοιχο με την περίπτωση σοβαρής παραβίασης βασικού ανθρώπινου δικαιώματος

(...) Το γερμανικό Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο παραπέμπει στη σωρευτική προσέγγιση του εγχειριδίου της UNHCR επισημαίνοντας ότι, όσον αφορά τη σοβαρότητα παραβίασης του δικαιώματος της θρησκευτικής ελευθερίας, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη διάφορες πράξεις ή μέτρα με μεροληπτικές συνέπειες – όπως περιορισμοί στην πρόσβαση σε εκπαιδευτικές ή υγειονομικές υπηρεσίες ή σημαντικοί περιορισμοί στις επαγγελματικές ή οικονομικές δυνατότητες βιοπορισμού. Ομοίως, το αυστριακό Verwaltungsgerichtshof (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο) έκρινε ότι τα διάφορα μεροληπτικά μέτρα εις βάρος των γυναικών στο Αφγανιστάν, τα οποία εμποδίζουν την πρόσβασή τους σε ιατρική περίθαλψη, θίγουν τις γυναίκες κατά τρόπο αντίστοιχο με σοβαρή παραβίαση βασικού ανθρώπινου δικαιώματος βάσει του άρθρου 9 παράγραφος 1 στοιχείο α).

Η διάκριση μπορεί να συνιστά δίωξη, εάν τα μεροληπτικά μέτρα έχουν σημαντικές επιζήμιες συνέπειες για το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, όπως για παράδειγμα στέρηση του δικαιώματος βιοπορισμού, του δικαιώματος άσκησης της θρησκείας ή άρνηση κάθε πρόσβασης σε κανονικά διαθέσιμες εκπαιδευτικές υπηρεσίες. Συναφώς, το ζήτημα του κατά πόσον υφίσταται σώρευση μπορεί να έχει ιδιαίτερη σημασία».

 

Εν προκειμένω, λαμβάνοντας υπόψιν τους αποδεκτούς ουσιώδεις ισχυρισμούς της Αιτήτριας, αυτό που πρέπει να εξετασθεί είναι κατά πόσον υπάρχει βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης της Αιτήτριας λόγω του ότι ο πατέρας της δεν την αποδέχεται εξαιτίας του σεξουαλικών της προτιμήσεων. Υπενθυμίζω ότι  ο όρος «βάσιμος φόβος» σημαίνει ότι πρέπει να υπάρχει έγκυρη αντικειμενική βάση για τον φόβο δίωξης του αιτούντος. Το συγκεκριμένο στοιχείο του ορισμού του πρόσφυγα αφορά τον κίνδυνο ή την πιθανότητα να υποστεί δίωξη. Ο φόβος θεωρείται βάσιμος, εάν μπορεί να θεμελιωθεί σε «εύλογο» βαθμό ότι η εξακολούθηση της παραμονής του στην χώρα καταγωγής του έχει γίνει αφόρητη για τους λόγους που αναφέρονται στον ορισμό ή θα μπορούσε να του γίνει αφόρητη για τους ίδιους λόγους, εάν επέστρεφε σε αυτήν.  Συνεπώς η εκτίμηση αυτή απαιτεί όπως διαπιστωθεί ότι υπάρχει εύλογη πιθανότητα ο φόβος του Αιτητή να πραγματοποιηθεί κατά την επιστροφή του στη χώρα καταγωγής του. Η αξιολόγηση αυτή είναι μελλοντοστραφής, ωστόσο κρίσιμο στοιχείο αποτελεί επίσης πιθανή παρελθούσα δίωξη.

Λαμβάνοντας υπόψη το ως άνω νομικό πλαίσιο κρίνω ότι η μεταχείριση που υπέστη η Αιτήτρια, ήτοι ότι δεν την αποδέχεται ο πατέρας της εξαιτίας των σεξουαλικών της προτιμήσεων δεν δύναται να θεωρηθεί ως πράξη δίωξης καθότι δεν μπορεί να θεωρηθεί ως  επαρκώς σοβαρή ώστε να συνιστά δίωξη κατά την έννοια του άρθρου 9 παράγραφος 1 στοιχείο α) της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση). Προς τούτου συνηγορεί το γεγονός ότι  η Αιτήτρια ουδέποτε εξέφρασε οποιονδήποτε φόβο δίωξης παρά μόνο την δυσαρέσκεια της για αυτό το θέμα ήτοι ότι δεν την αποδέχεται ο πατέρας της. Ερωτηθείσα κατά την διάρκεια της συνέντευξης της από τη στιγμή που έμαθαν για τη σεξουαλικότητά σας, εάν ο πατέρας της  ή η οικογένειά της έκαναν οτιδήποτε σε σχέση με την ασφάλειά της κατά τη διάρκεια της διαμονής της στη χώρα καταγωγής της, η Αιτήτρια αποκρίθηκε αρνητικά. Ερωτηθείσα τι θα συμβεί σε περίπτωση επιστροφής της η Αιτήτρια αποκρίθηκε ότι θα επιστρέψει πίσω στο χωριό της και ίσως οι κάτοικοι του χωριού την βλέπουν παράξενα λόγω του ότι ελκύετε από το ίδιο φύλο. Ερωτηθείσα τον λόγο που υπέβαλε αίτημα διεθνούς προστασίας η Αιτήτρια προέβαλε οικονομικού περιεχομένου λόγους. Επιπλέον η Αιτήτρια ανέφερε ότι από την ηλικία των δεκαοχτώ (18) ετών εργαζόταν και διέμενε μόνη της -ανεξάρτητη- στην ίδια περιοχή όπου διέμενε και η οικογένεια της χωρίς να αντιμετωπίσει οποιαδήποτε προβλήματα. Τέλος, ισχυρίστηκε ότι ουδέποτε συνελήφθη από τις αρχές της χώρας της ενώ ανέφερε ότι οι αρχές της χώρας της θα της επέτρεπαν να επιστρέψει πίσω στο Νεπάλ.

Ούτε και στο πλαίσιο της παρούσας δικαστικής διαδικασίας, η Αιτήτρια προβάλλει τέτοιους συγκεκριμένους και ειδικούς ισχυρισμούς, οι οποίοι εν δυνάμει θα δικαιολογούσαν την υπαγωγή της στο καθεστώς διεθνούς προστασίας λαμβανομένου και της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου. Η αόριστη ή και γενική επίκληση κινδύνου όπως προβάλλει η Αιτήτρια ότι ο πατέρα της δεν την αποδέχεται εξαιτίας των σεξουαλικών της προτιμήσεων δεν δύναται να θεμελιώσει υπαγωγή στο καθεστώς διεθνούς προστασίας.

Εξάλλου ούτε από άλλα έγγραφα που υπάρχουν στον φάκελο της υπόθεσης, σε συνδυασμό με όσα εξέθεσε η Αιτήτρια τόσο ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου όσο και ενώπιον του Δικαστηρίου δια μέσου του συνηγόρου της προκύπτουν κρίσιμα στοιχεία και περιστατικά που να θεμελιώνουν «σοβαρούς λόγους» οι οποίοι να οδηγούν στην κρίση ότι η Αιτήτρια μπορεί εύλογα να φοβάται, υπό το πρίσμα της ατομικής της κατάστασης, ότι πράγματι θα υπόκειται σε πράξεις δίωξης[3] από τον πατέρα της, αλλά ούτε προκύπτει ότι θα υποστεί πράξεις οι οποίες να είναι αρκετά σοβαρές από τη φύση τους ή από την επανάληψη ώστε να αποτελούν σοβαρή παραβίαση των βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων ή συσσώρευση μέτρων επαρκώς σοβαρών που επηρεάζουν ένα άτομο με παρόμοιο τρόπο.[4]

Προχωρώντας, στα πλαίσια και της ex nunc εξέτασης στην οποία προβαίνει το Δικαστήριο, οφείλει να λαμβάνει υπόψιν νέα και επικαιροποιημένα στοιχεία ως προς τη χώρα καταγωγής και τόπο συνήθους διαμονής της Αιτήτριας, καθώς και οποιαδήποτε μεταβολή των προσωπικών συνθηκών της Αιτήτριας. Αυτό εξάλλου επιτάσσει και η αρχή της εξατομικευμένης αξιολόγησης της αίτησης διεθνούς προστασίας του Αιτητή για αναγνώρισή του ως πρόσφυγα ή ως δικαιούχου συμπληρωματικής προστασίας.

Αναφορικά με την εξωτερική αξιοπιστία του εν λόγω ισχυρισμού και σε συμφωνία  με τις πληροφορίες επί της χώρας καταγωγής που παραθέτουν οι Καθ’ων η Αίτηση δια της έκθεση – εισήγησης (βλ. ερ. 54 του δ.φ.) και λαμβανομένου ότι το παρόν δικαστήριο έχει πρόσβαση σε ακριβείς και επικαιροποιημένες πληροφορίες από διάφορες πηγές σχετικά με τη δυνατότητα της Αιτήτριας να απευθυνθεί στις αρχές της χώρας καταγωγής της κατά τον χρόνο λήψης της απόφασής του[5] το Δικαστήριο θα προβεί σε έρευνα από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης με τα ακόλουθα ευρήματα (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

Νομικό πλαίσιο:

Σύνταγμα Νεπάλ

Άρθρο 18. Δικαίωμα στην ισότητα: (1) Όλοι οι πολίτες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου. Κανένα πρόσωπο δεν πρέπει να στερείται την ίση προστασία του νόμου.

[…]

(3) Το κράτος δεν κάνει διακρίσεις στους πολίτες λόγω καταγωγής, θρησκείας, φυλής, κάστας, εθνοτικής καταγωγής, φύλου, οικονομικής κατάστασης, γλώσσας, περιοχής, ιδεολογίας ή για παρόμοιους άλλους λόγους.

Νοείται ότι τίποτα δεν θα θεωρείται ότι εμποδίζει τη λήψη ειδικών διατάξεων από το νόμο για την προστασία, την ενδυνάμωση ή την ανάπτυξη των πολιτών, συμπεριλαμβανομένων[…] και των μειονοτήτων με βάση τον σεξουαλικό προσανατολισμό.[6]

Σύμφωνα με την έκθεση του USDOS που δημοσιεύτηκε τον Απρίλιο του 2024 και αφορά το έτος 2023 «Το 2007, το καθεστώς της κοινότητας LGBTQI+ και η ομοφυλοφιλία αποποινικοποιήθηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο, το οποίο επιβεβαίωσε ότι τα άτομα LGBTQI+ προστατεύονται από το σύνταγμα».[7]

Έκθεση της αυστραλιανής DFAT που δημοσιεύτηκε την 1η Μαρτίου 2024 αναφέρει ότι «το Νεπάλ έχει ένα προοδευτικό νομικό πλαίσιο σχετικά με τα δικαιώματα των Λεσβιών, των ομοφυλόφιλων, των αμφιφυλόφιλων, των τρανσέξουαλ ή/και των ιντερσεξ (LGBTQIA+). Η συναινετική σεξουαλική συμπεριφορά ομοφυλόφιλων είναι νόμιμη και το Σύνταγμα του 2015 προστατεύει συγκεκριμένα τα δικαιώματα των σεξουαλικών μειονοτήτων και των μειονοτήτων φύλου και επιτρέπει στο κράτος να ψηφίζει νόμους για την προστασία, την εξουσιοδότηση και την προώθηση των συμφερόντων τους.

[ …]Ο πρώτος γάμος ομοφυλόφιλων του Νεπάλ αναγνωρίστηκε νόμιμα τον Νοέμβριο του 2023. […] Το Νεπάλ εξέλεξε τον πρώτο ανοιχτά ομοφυλόφιλο βουλευτή, τον Sunil Babu Pant, το 2008. Υπάρχουν αρκετές διασημότητες, συμπεριλαμβανομένων ακτιβιστών, προσωπικοτήτων των μέσων ενημέρωσης και ενός πασίγνωστου supermodel που είναι ανοιχτά ΛΟΑΤΚΙ. Στο Κατμαντού έχουν πραγματοποιηθεί παρελάσεις υπερηφάνειας και διαφυλικοί διαγωνισμοί ομορφιάς και οι ΜΚΟ LGBTQIA+ λειτουργούν ανοιχτά. Τον Δεκέμβριο του 2022, το Ανώτατο Δικαστήριο διέταξε την κυβέρνηση να αναγνωρίσει τον γάμο ενός γκέι ζευγαριού που είχε παντρευτεί στη Γερμανία, αφού πρώτα δεν είχε γίνει δεκτή η βίζα του ενός συζύγου, Γερμανού υπηκόου.[8]

Η νομική πορεία του Νεπάλ προς την ένταξη των LGBTQIA+ ατόμων ξεκίνησε το 2007 με την απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου, που διέταξε την κυβέρνηση να διασφαλίσει ίσα δικαιώματα για τις μειονότητες με βάση τον σεξουαλικό προσανατολισμό. Αυτή η απόφαση οδήγησε στη νομική αναγνώριση μιας τρίτης κατηγορίας φύλου στα έγγραφα ταυτότητας, στην απογραφή και ακόμη και στα διαβατήρια, θέτοντας το Νεπάλ μπροστά από πολλές άλλες χώρες σε αυτόν τον τομέα.[9] Στην πραγματικότητα, το Νεπάλ ήταν από τις πρώτες χώρες στον κόσμο που ενσωμάτωσε προστασίες για τα LGBTQIΑ+ άτομα στο εθνικό του σύνταγμα, παράλληλα με τη νομική αναγνώριση όπως η πρόβλεψη για διαβατήρια τρίτου φύλου.[10]

Κρατική προστασία

Σύμφωνα με την έκθεση του USDOS που δημοσιεύτηκε τον Απρίλιο του 2024 και αφορά το έτος 2023, ο νόμος απαγόρευε τις διακρίσεις από κρατικούς και μη φορείς με βάση τον σεξουαλικό προσανατολισμό, την ταυτότητα ή έκφραση φύλου ή τα χαρακτηριστικά του φύλου. Τα συνταγματικά και νομικά πλαίσια προβλέπουν την προστασία των LGBTQI+ ατόμων, αλλά σύμφωνα με τη ΜΚΟ Blue Diamond Society της χώρας, υπήρχαν κενά μεταξύ αυτών των πλαισίων και της εφαρμογής των υφιστάμενων νόμων.[11]

Σύμφωνα με την αυστραλιανή DFAT σε έκθεση που δημοσίευσε το 2024, η λεκτική κακοποίηση των ατόμων LGBTQIA+ ήταν συχνή, αλλά η σωματική βία εναντίον των ατόμων LGBTQIA+ ήταν σπάνια. [12]

Λαμβάνοντας υπόψη το ιστορικό κρίνω ότι η Αιτήτρια, ενόψει των προσωπικών της περιστάσεων, δεν πιθανολογείται να εκτεθεί σε κίνδυνο βλάβης συγκεκριμένης μορφής, δεν προκύπτει ότι διατρέχει κίνδυνο σοβαρής βλάβης λόγω θανατικής ποινής, βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας, σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της. Αλλά και τα ενώπιον μου αναφερόμενα περιστατικά εξαιτίας των οποίων δεν επιθυμεί να επιστρέψει στο Νεπάλ  δεν τεκμηριώνουν αντικειμενικώς αιτιολογημένο, φόβο δίωξης στη χώρα της για έναν από τους λόγους που αναφέρει το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου (Βλ. επίσης νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, αποφάσεις αρ. 1093/2008, 817/2009 και 459/2010).

Ούτε προκύπτουν βάσιμοι λόγοι από τις δηλώσεις και τις σημερινές συνθήκες της Αιτήτριας, να υποστεί πράξεις που δύνανται να χαρακτηρισθούν ως πράξεις δίωξης από τoν πατέρα της κατά την επιστροφή στην χώρα καταγωγής της. Επιπλέον, παρατηρώ ότι η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να συγκεκριμενοποιήσει και να τεκμηριώσει σε τί συνίσταται ο φόβος σε περίπτωση επιστροφής της, πέραν της επανάληψης κατά τρόπο γενικό ότι ο πατέρας της δεν θα την αποδέχεται. Υπενθυμίζεται ότι η αξιολόγηση «πραγματικού κινδύνου δίωξης» προϋποθέτει τη συνεκτίμηση από την αρμόδια αρχή αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων.[13] Από τα ως άνω στοιχεία δεν προκύπτει βάσιμος κίνδυνος δίωξης της Αιτήτριας.

Περαιτέρω, βάσει των ατομικών περιστάσεων της Αιτήτριας πρόκειται για υγιή ενήλικη, άγαμη, φοίτησε μέχρι την δέκατη τάξη σε σχολή δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στην χώρα καταγωγής της και δεν παρουσιάζει στοιχεία ευαλωτότητας. Επιπλέον εργαζόταν στην χώρα της και ζούσε μόνη της από την ηλικία των δεκαοκτώ ετών μέχρι να αναχωρήσει από την χώρα της ενώ διατηρεί και συγγενικούς δεσμούς πρώτου βαθμού. Συνεπώς, δεν δικαιολογείται η υπαγωγή της στο καθεστώς του πρόσφυγα καθώς από τα ενώπιον μου στοιχεία δεν τεκμηριώνεται η συνδρομή βάσιμου φόβου δίωξης για τους λόγους που εξαντλητικά αναφέρονται στο άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου.

Προχωρώ να εξετάσω αν η Αιτήτρια πληροί τις προϋποθέσεις αναγνώρισης συμπληρωματικής προστασίας, υπό την έννοια ότι θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα ιθαγένειάς της.

Για τη διαπίστωση αυτού του πραγματικού κινδύνου θα πρέπει να υπάρχουν, όπως ρητά προνοεί το άρθρο 19(1), «ουσιώδεις λόγοι». Περαιτέρω, σοβαρή βλάβη ή σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη κατά το εδάφιο (2) του άρθρου 19, σημαίνει (α) θανατική ποινή ή εκτέλεση ή (β) βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία του αιτητή στη χώρα καταγωγής του ή (γ) σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης.

Στην προκειμένη περίπτωση, φρονώ ότι από το προαναφερόμενο ιστορικό δεν προκύπτει ότι η Αιτήτρια διατρέχει κίνδυνο σοβαρής βλάβης λόγω θανατικής καταδίκης ή εκτέλεσης υπό την έννοια του άρθρου 19(2)(α) του περί Προσφύγων Νόμου, ούτε πραγματικό κίνδυνο έκθεσής της σε βασανιστήρια ή σε εξευτελιστική ή απάνθρωπη μεταχείριση κατά την έννοια του άρθρου 19(2)(β) του Νόμου.

Απομένει να εξεταστεί η πιθανότητα υπαγωγής της Αιτήτριας στο εδάφιο (γ).

Εκκινώντας από το στοιχείο της ένοπλης σύρραξης, σχετική είναι η υπόθεση του ΔΕΕ C – 285/12 Aboubacar Diakite κατά Commissaire général aux réfugiés et aux apatrides:

«Συνεπώς, στο υποβληθέν ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας έχει την έννοια ότι η ύπαρξη εσωτερικής ένοπλης συρράξεως πρέπει να γίνεται δεκτή, όσον αφορά την εφαρμογή της διατάξεως αυτής, όταν οι τακτικές δυνάμεις ενός κράτους συγκρούονται με μία ή περισσότερες ένοπλες ομάδες ή όταν δύο ή περισσότερες ένοπλες ομάδες συγκρούονται μεταξύ τους, χωρίς να είναι αναγκαίο να είναι δυνατός ο χαρακτηρισμός της συρράξεως αυτής ως ένοπλης συρράξεως που δεν έχει διεθνή χαρακτήρα, υπό την έννοια του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου, και χωρίς η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργανώσεως των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων ή η διάρκεια της συρράξεως να αποτελεί αντικείμενο αυτοτελούς εκτιμήσεως σε σχέση με την εκτίμηση του βαθμού βίας που δεσπόζει στην οικεία επικράτεια.»

(η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)

 

Ακόμη, στην υπόθεση του ΔΕΕ Elgafaji C-465/07 κατά Staatssecretaris van Justitie, καθορίστηκε ότι:

«35 […] η κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας βλάβη, καθόσον συνίσταται σε «σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας» του αιτούντος, αναφέρεται σε ένα γενικότερο κίνδυνο βλάβης.

34      Συγκεκριμένα, η βλάβη αυτή αφορά, ευρύτερα, «απειλή […]κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας» αμάχου και όχι συγκεκριμένες πράξεις βίας. Επιπροσθέτως, η απειλή αυτή είναι συμφυής με μια γενική κατάσταση «διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης». Τέλος, η βία από την οποία προέρχεται η εν λόγω απειλή χαρακτηρίζεται ως «αδιακρίτως» ασκούμενη, όρος που σημαίνει ότι μπορεί να επεκταθεί σε άτομα ανεξαρτήτως των προσωπικών περιστάσεών τους.

35      Στο πλαίσιο αυτό, ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας.

[…]

39      Συναφώς, πρέπει να διευκρινισθεί ότι όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας.»

(η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)

 

Σύμφωνα με την πλέον πρόσφατη απόφαση του ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας 10.6.2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland αναφορικά με το άρθρο 15γ της Οδηγίας 2011/95 «το άρθρο 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι απαγορεύει την ερμηνεία εθνικής ρυθμίσεως, σύμφωνα με την οποία, όταν ένας άμαχος δεν αποτελεί ειδικά στοχοποιημένο πρόσωπο λόγω ιδιαίτερων προσωπικών περιστάσεων, η διαπίστωση σοβαρής και ατομικής απειλής για τη ζωή ή το πρόσωπο του εν λόγω πολίτη λόγω "αδιάκριτης βίας σε καταστάσεις ... ένοπλης συγκρούσεως", κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, εξαρτάται από την προϋπόθεση ότι η αναλογία μεταξύ του αριθμού των θυμάτων στη σχετική περιοχή και του συνολικού αριθμού των ατόμων που απαρτίζουν τον πληθυσμό της περιοχής αυτής αγγίζει ένα καθορισμένο όριο» (σκέψη 37).

Περαιτέρω έκρινε ότι «το άρθρο 15, στοιχείο γ', της οδηγίας 2011/95 έχει την έννοια ότι, προκειμένου να διαπιστωθεί αν υφίσταται "σοβαρή και ατομική απειλή", κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, απαιτείται συνολική εκτίμηση όλων των περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως, ιδίως εκείνων που χαρακτηρίζουν την κατάσταση της χώρας καταγωγής του αιτητή» (σκέψη 45). Ως επιμέρους στοιχεία που ενδεχομένως θα μπορούσαν να ληφθούν υπ' όψιν προτείνονται τα εξής: η ένταση των ένοπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκόμενων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύγκρουσης, καθώς και άλλα όπως η γεωγραφική έκταση της περιοχής όπου εκδηλώνεται αδιάκριτη βία, ο πραγματικός προορισμός του αιτητή σε περίπτωση επιστροφής του στη σχετική χώρα ή περιοχή και οι δυνητικά στοχευμένες επιθέσεις κατά αμάχων που πραγματοποιούνται από τα μέρη της σύγκρουσης (βλ. σκέψη 43).

Το Δικαστήριο προέβη σε έρευνα σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης προκειμένου να διαπιστώσει την κατάσταση ασφαλείας που επικρατεί στην επαρχία Lumbini και στην περιφέρεια Kapilvastu όπου η Αιτήτρια διέμενε από την ηλικία των πέντε μηνών, εργαζόταν και διατηρούσε κοινωνικό δίκτυο έως ότου εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής της.

Σύμφωνα με τα αποτελέσματα έρευνας σε έρευνα στην βάση δεδομένων ACLED για το διάστημα 11/10/2023-11/10/2024, στην επαρχία Lumbini, εντοπίστηκαν 15 περιστατικά, χωρίς ανθρώπινες απώλειες.[14]  Σημειώνεται ότι σύμφωνα με την απογραφή του 2021, ο πληθυσμός της περιφέρειας Kapilvastu ανέρχεται σε 682.961 κατοίκους.[15]

Από τα ανωτέρω στοιχεία συνάγεται με ασφάλεια το συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει στο επαρχία Lumbini και στην περιοχή Kapilvastu ένοπλη σύρραξη με στοιχεία αδιάκριτης βίας.

Από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου είναι εμφανές πως, η Υπηρεσία Ασύλου διενήργησε τη δέουσα έρευνα όλων των ζητημάτων που έθεσε η Αιτήτρια ενώπιον τους. Οι Καθ’ων η αίτηση συνεκτίμησαν και αξιολόγησαν όλα τα στοιχεία που είχαν ενώπιον τους, προτού καταλήξουν στην προσβαλλόμενη απόφαση. Η Αιτήτρια δεν απέδειξε τεκμηριωμένα εναντίον της οποιαδήποτε διάκριση ή δίωξη από οποιοδήποτε φορέα που να την εμποδίζει να διαμείνει και να εργαστεί στη χώρα καταγωγής της.

Πέραν τούτου, διαπιστώνω ότι κατά το στάδιο της διοικητικής διαδικασίας υποβλήθηκαν στην Αιτήτρια ανοικτής φύσεως ερωτήματα, τα οποία είχε τη δυνατότητα να απαντήσει. O αρμόδιoς λειτουργός έκανε επαρκείς ερωτήσεις, για να καλύψει τόσο τον πυρήνα του αιτήματος, όσο και τα επιμέρους θέματα, ακολουθώντας την ορθή διερευνητική διαδικασία. Οι ισχυρισμοί αυτοί που επικαλείται δεν θα μπορούσαν να  την εντάξουν στην έννοια του πρόσφυγα έτσι όπως αυτή η έννοια ερμηνεύεται από την Σύμβαση της Γενεύης του 1951 και από το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου, Ν.6 (Ι)/2000. Οι ισχυρισμοί αυτοί δεν είναι αρκετοί ούτε για να της χορηγηθεί το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.

Συντάσσομαι με την τελική κατάληξη της διοίκησης ότι τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης δε στοιχειοθετούν τις αναγκαίες προϋποθέσεις για να αναγνωριστεί στην Αιτήτρια το καθεστώς του πρόσφυγα, ως προβλέπεται στα άρθρα 3-3Δ του Νόμου, αφού δεν τεκμηριώθηκε βάσιμος φόβος δίωξης, για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, ούτε το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας που προβλέπεται στο άρθρο 19 του Νόμου, αφού αυτή «δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο ότι θα υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη, ως καθορίζεται στο άρθρο 19 (2)».

Με βάση το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου και αφού εξέτασα τόσο τη νομιμότητα, όσο και την ουσία της παρούσης, καταλήγω ότι το αίτημα της Αιτήτριας εξετάστηκε επιμελώς σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και εύλογα απορρίφθηκε η αίτησή της για διεθνή προστασία. Η απόφαση της Διοίκησης, αποτελεί προϊόν επαρκούς έρευνας και ορθής αξιολόγησης όλων των δεδομένων και στοιχείων, σύμφωνα και με το Νόμο και είναι πλήρως αιτιολογημένη.

Σημειώνεται συναφώς, το Διάταγμα του Υπουργού Εσωτερικών ημερομηνίας στα πλαίσια των εξουσιών του Άρθρου 12 Β τρις του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023,(Ν.6(Ι)/2000), με την Κ.Δ.Π. 191/2024 ημερομηνίας 31/05/24 με το οποίο η χώρα καταγωγής της Αιτήτριας ορίζεται ως ασφαλής τρίτη χώρα, χωρίς εν προκειμένω αυτή να έχει προβάλει οποιουσδήποτε ισχυρισμούς/στοιχεία που αφορούν προσωπικά στην ίδια και οι οποίοι να ανατρέπουν το τεκμήριο περί ασφαλούς τρίτης χώρας. Στην αξιολόγηση αυτή λαμβάνεται υπόψη και η ικανότητα του κράτους να παρέχει προστασία στους πολίτες του από παραβιάσεις των δικαιωμάτων τους (βλ. άρθρο 12Βτρις(2) του περί Προσφύγων Νόμου). Η Αιτήτρια δεν κατόρθωσε να ανατρέψει αυτό το τεκμήριο, ενώ υπενθυμίζεται, σχετικά, ότι η διεθνής προστασία αποτελεί προστασία δευτερεύουσα εκείνης της χώρας καταγωγής.

Με βάση το σύνολο των ενώπιόν μου στοιχείων, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται ως προς την κατάληξή της, με 1000 ευρώ έξοδα υπέρ των Καθ’ων η Αίτηση και εναντίον της Αιτήτριας.

 

Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ Δ.Δ.Δ.Δ.Π

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 



[1] EASO, Δικαστική Ανάλυση- Προϋποθέσεις Χορήγησης Διεθνούς Προστασίας (Οδηγία 2011/95/ΕΕ), 2018, https://euaa.europa.eu/sites/default/files/qip-ja_el.pdf, σελ. 32-40

[2] Βλ. Συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-199/12 and C-200/12, Minister voor Immigratie en Asiel

v X, Y,  και C-201/12, Z v Minister voor Immigratie en Asiel, 7 Νοεμβρίου 2013, παρ. 52 και 53

[3] Υπόθεση ΔΕΕ C‑199/12 to C‑201/12, Y and Z, 7 Νοεμβρίου 2013 Παρ.. 76

[4] Βλ. 3Γ (1) Ο περί Προσφύγων Νόμος του 2000 (6(I)/2000)

[5] [βλ. άρθρο 10 παράγραφος 4 της Οδηγία 2013/32/ΕΕ  (αναδιατύπωση)], σε συνάρτηση βέβαια με το άρθρο 4 της 2011/95/ΕΕ της οδηγίας (αναδιατύπωση) και άρθρο 46 της οδηγίας 2013/32/ΕΕ  (αναδιατύπωση)  όπου απαιτείται  να υπάρχει «πλήρης και ex nunc εξέταση τόσο των γεγονότων όσο και νομικά σημεία»

[6] Nepal: Constitution, 2015 (2072.6.3), 20 September 2015, https://www.refworld.org/legal/legislation/natlegbod/2015/en/107437 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 08/10/2024)

[7] USDOS - US Department of State: 2023 Country Report on Human Rights Practices: Nepal, 23 April 2024 https://www.ecoi.net/en/document/2107776.html (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 08/10/2024)

[8] DFAT - Australian Government - Department of Foreign Affairs and Trade: Country Information Report Nepal, 1 March 2024
https://www.ecoi.net/en/file/local/2106254/country-information-report-nepal.docx (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 08/10/2024)

[10] Human Rights Watch: Kyle Knight, "How Did Nepal Become a Global LGBT Rights Beacon?", available at: https://www.hrw.org/news/2017/08/11/how-did-nepal-become-global-lgbt-rights-beacon ; ILGA Asia Report: "New Horizon: Possibilities for breakthroughs in Nepal albeit increasing cooptation of the LGBTIQ grassroots movement", available at: https://www.ilgaasia.org/publications/2021/6/18/lgbtiq-rights-report-nepal ; Nepali Times: "Nepal is ahead of many countries in LGBTQI+ rights", available at: https://nepalitimes.com/latest/nepal-is-ahead-of-many-countries-in-lgbtqi-rights (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης των ανωτέρω πηγών 08/10/2024)

[11] USDOS - US Department of State: 2023 Country Report on Human Rights Practices: Nepal, 23 April 2024 https://www.ecoi.net/en/document/2107776.html (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 08/10/2024)

[12] DFAT - Australian Government - Department of Foreign Affairs and Trade: Country Information Report Nepal, 1 March 2024
https://www.ecoi.net/en/file/local/2106254/country-information-report-nepal.docx (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 08/10/2024)

[13] Βλ. ΔΕΕ, απόφαση στις υποθέσεις C-71/11 και C-99/11, Y,Z, ημερομηνίας 5.9.2012, παρ.70

[14] ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION - ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Project, διαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο: https://acleddata.com/explorer/  (βλ. πλατφόρμα Explorer, με χρήση των ακόλουθων στοιχείων ανάλυσης: METRIC: Event Counts/Fatality Counts, EVENT CATEGORIES: Event Types (Battles / Violence against civilians / Explosions/Remote violence / Riots / Protests) DATE RANGE: 11.10.2023 – 11.10.2024, REGION: Asia-Pacific, COUNTRY: Nepal, ADMIN UNIT:Lumbini) [Ημερομηνία Πρόσβασης: 14/10/2024]

[15] City Population, https://citypopulation.de/en/nepal/admin/lumbini/50__kapilvastu/  (Nepal – Kapilvastu District) [Ημερομηνία πρόσβασης 14/10/2024]


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο