
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
16 Οκτωβρίου, 2024
[Ε.ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
Ι. Β.,
από Σιέρρα Λεόνε
Αιτητής
-και-
Κυπριακής Δημοκρατίας,
μέσω Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ' ων η Αίτηση
Δικηγόρος για Αιτητή: Π. Μπενέτης (κος) για Αλ Τάχερ Μπενέτης και Συνεργάτες ΔΕΠΕ
Η παρουσία των Καθ' ων η αίτηση δεν κρίθηκε απαραίτητη και συνεπώς δεν κλήθηκαν να παραστούν στη διαδικασία[1]
ΑΠΟΦΑΣΗ
Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Αντικείμενο της υπό κρίση προσφυγής αποτελεί η απόφαση των Καθ' ων η αίτηση ημερ. 08.02.2024, με την οποίαν απορρίφθηκε η μεταγενέστερη αίτηση του Αιτητή για διεθνή προστασία ως απαράδεκτη δυνάμει των άρθρων 12Βτετράκις(2)(δ), 16Δ(3)(δ), 16Δ(4)(β) και 18(7Β) του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί (στο εξής αναφερόμενος ως «ο περί Προσφύγων Νόμος»).
Η παρούσα εμπίπτει στις πρόνοιες του εδαφίου (ε) του άρθρου 3 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 (3/2019), ως αυτοί έχουν προσφάτως τροποποιηθεί[2] και συνεπώς η υπόθεση ορίστηκε απευθείας για Ακρόαση από το Πρωτοκολλητείο. Σχετικό Υπόμνημα ως προβλέπεται από το εδάφιο (ε) του άρθρου 3, καταχωρίστηκε από τους Καθ' ων η αίτηση, συνοδευόμενο και από τον σχετικό διοικητικό φάκελο (στο εξής αναφερόμενος ως «ο δ.φ.» ή «ο διοικητικός φάκελος»). Το Δικαστήριο, έχοντας διακριτική ευχέρεια δυνάμει της πρώτης επιφύλαξης του εδαφίου (ε) του άρθρου 3, δεν έκρινε σκόπιμη την παρουσία των Καθ' ων η αίτηση και η διαδικασία διεξήχθη με μόνη την παρουσία του Αιτητή και του συνηγόρου του.
Τα γεγονότα της υπόθεσης ως προκύπτουν από τον διοικητικό φάκελο έχουν ως ακολούθως:
Ο Αιτητής κατάγεται από τη Σιέρρα Λεόνε και 11.10.2019 εισήλθε στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές, μέσω των μη ελεγχόμενων περιοχών, υποβάλλοντας αίτηση ασύλου στις 15.10.2019. Στα πλαίσια της αίτησης αυτής προσήλθε σε συνέντευξη στις 23.11.2021 με λειτουργό της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης για το Άσυλο (EASO νυν EUAA στο εξής αναφερόμενη ως «EASO» ) προς την επί της ουσίας εξέταση της αίτησής του η οποία εξεταζόμενη στη συνέχεια απορρίφθηκε στις 30.01.2022. Στις 08.03.2022, ο Αιτητής καταχώρισε την προσφυγή υπ' αρ. 1305/22 εναντίον της ανωτέρω απόφασης (στο εξής αναφερόμενη και ως «η αρχική προσφυγή»), η οποία απορρίφθηκε στις 23.11.2023. Ακολούθως, ο Αιτητής προχώρησε στις 08.02.2024 στην καταχώριση της υπό κρίση μεταγενέστερης αίτησης, η οποία αφού εξετάστηκε από τον αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, υποβλήθηκε αυθημερόν εισηγητική έκθεση προς απόρριψη της, εισήγηση η οποία έγινε αποδεκτή από τον εξουσιοδοτημένο να ασκεί καθήκοντα Προϊσταμένου λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, με αποτέλεσμα την απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησης του Αιτητή. Την απόφαση αυτή αμφισβητεί ο Αιτητής με την υπό κρίση προσφυγή.
Με την προσφυγή του ο Αιτητής, διά των συνηγόρων του επιζητά δήλωση του Δικαστηρίου με την οποίαν η προσβαλλόμενη απόφαση να κηρύσσεται άκυρη, αντισυνταγματική, παράνομη, στερημένη οποιουδήποτε νόμιμου αποτελέσματος, είναι αποτέλεσμα πλάνης και κακής εφαρμογής του Νόμου. Με δεύτερο αιτητικό (υπό Β) ο Αιτητής επιζητά περαιτέρω απόφαση του Δικαστηρίου με την οποία να τροποποιεί την απόφαση της μεταγενέστερης αίτησης και την επανεξέταση της αίτησης του Αιτητή από την Υπηρεσία Ασύλου επί του παραδεκτού με βάση την σημερινή κατάσταση ασφαλείας της χώρας του Αιτητή και τις σημερινές πραγματικές περιστάσεις του Αιτητή και τον κίνδυνο που θα αντιμετωπίσει σε περίπτωση που επιστρέψει στην χώρα του.
Περαιτέρω, με το εναρκτήριο δικόγραφο του ο Αιτητής προωθεί πλείονες λόγους ακυρώσεως τους οποίους ωστόσο δεν προώθησε, τουλάχιστον όχι στο σύνολο τους, κατά το στάδιο της ακροαματικής διαδικασίας. Κατά αυτό δε το στάδιο, ο ευπαίδευτος συνήγορος του Αιτητή προώθησε την θέση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας, ισχυριζόμενος ότι οι Καθ’ ων η αίτηση όφειλαν να εξετάσουν τα νέα στοιχεία και τους νέους ισχυρισμούς του Αιτητή καθώς και τον μελλοντικό του φόβο, έρευνα η οποία κατά την θέση του δεν έλαβε χώρα. Ισχυρίστηκε περαιτέρω ότι λόγω της ηλικίας του, σε περίπτωση που επιστρέψει στην χώρα του θα διωχθεί και θα υποστεί βασανιστήρια από τους πραξικοπηματίες.
Οι Καθ' ων η αίτηση- δια του υπομνήματός τους-υπεραμύνθηκαν της νομιμότητας της επίδικης πράξης, υποβάλλοντας ότι η απόφαση έχει ληφθεί νόμιμα και ορθά.
ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑΣ ΑΙΤΗΤΗ ΚΑΙ ΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ
Επισημαίνεται καταρχάς ότι αυτό που εν προκειμένω εξετάζεται είναι η απόφαση των Καθ' ων η αίτηση για απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησης του Αιτητή για διεθνή προστασία, εκδιδόμενη δυνάμει της παραγράφου (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου, η οποία διαβάζεται σε συνάρτηση με τα όσα διαλαμβάνονται στο άρθρο 16Δ(3)(α) και (β). Σύμφωνα με τις παραγράφους 2 έως 4 του άρθρου 40 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ[3], διατάξεις οι οποίες μεταφέρονται στο ημεδαπό δίκαιο με το άρθρο 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου, καθώς και της σχετικής επί του θέματος νομολογίας, η εξέταση των μεταγενέστερων αιτήσεων διενεργείται σε δύο στάδια. Το πρώτο στάδιο, προκαταρκτικής φύσεως, έχει ως αντικείμενο τον έλεγχο του παραδεκτού των αιτήσεων αυτών, ενώ το δεύτερο στάδιο αφορά την επί της ουσίας εξέταση των εν λόγω αιτήσεων[4]. Ειδικότερα, το άρθρο 12Βτετράκις (2)(δ) παρέχει τη δυνατότητα στην Υπηρεσία Ασύλου να θεωρήσει αίτηση ως απαράδεκτη μόνον εάν η αίτηση είναι μεταγενέστερη αίτηση στο πλαίσιο της οποίας δεν υποβλήθηκαν από τον Αιτητή ή δεν προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο Αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας.
Το άρθρο 12Βτετράκις (2)(δ) συμπληρώνεται από τις πρόνοιες του άρθρου 16Δ. Ειδικότερα, το πρώτο αυτό στάδιο του παραδεκτού συνεχίζεται σε περαιτέρω στάδια, καθένα από τα οποία οδηγεί στην εξακρίβωση των διαφορετικών προϋποθέσεων παραδεκτού, ως αυτές παρατίθενται στα εδάφια (3)(α) και (β) του άρθρου 16Δ του Περί Προσφύγων Νόμου τα οποία διαλαμβάνουν τα ακόλουθα
(- έμφαση και υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):
«16Δ(3)(α) Κατά τη λήψη απόφασης σχετικά με το παραδεκτό της αίτησης σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις, ο Προϊστάμενος προβαίνει σε προκαταρτική εξέταση προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον Αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της εκδοθείσας απόφασής του, σχετικά με την εξέτασή του κατά πόσο ο Αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τον χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας:
Νοείται ότι, σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώσει ότι ο Αιτητής δεν έχει προσκομίσει νέα στοιχεία ή πορίσματα, η μεταγενέστερη αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη, με βάση την αρχή του δεδικασμένου, χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.
(i) Τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον Αιτητή διεθνούς προστασίας∙ και
(ii) ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος».
Οι προϋποθέσεις λοιπόν του παραδεκτού μίας μεταγενέστερης αίτησης, ως αυτές έχουν καθοριστεί νομοθετικά και ερμηνευθεί νομολογιακά από το ΔΕΕ αλλά και από τα εθνικά μας Δικαστήρια, διαμορφώνονται ως ακολούθως:
Πρώτον, διαπιστώνεται, μέσω προκαταρτικής εξέτασης, κατά πόσον προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον Αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της απόφασής του (επί της αρχικής αίτησης ασύλου), σχετικά με την εξέταση του κατά πόσον ο Αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τον χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας.
Η εξέταση του παραδεκτού της μεταγενέστερης αίτησης συνεχίζεται, μόνον όταν πράγματι υφίστανται τέτοια νέα στοιχεία ή πορίσματα σε σχέση με την αρχική αίτηση για διεθνή προστασία, προκειμένου να εξακριβωθεί κατά δεύτερον:
(α) αν τα νέα αυτά στοιχεία και πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χαρακτηρισμού του αιτούντος ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας και
(β) εάν ο συγκεκριμένος αιτών, χωρίς υπαιτιότητά του, δεν μπόρεσε να επικαλεσθεί τα εν λόγω νέα στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία.
Οι δύο αυτές προϋποθέσεις παραδεκτού, μολονότι πρέπει αμφότερες να πληρούνται για να συνεχιστεί η εξέταση της μεταγενέστερης αίτησης, εντούτοις είναι διακριτές και δεν πρέπει να συγχέονται. Οι πιο πάνω προϋποθέσεις θα πρέπει να συντρέχουν σωρευτικώς[5].
Σκοπός λοιπόν της προκαταρκτικής έρευνας η οποία κατέληξε στην προσβαλλόμενη απόφαση, είναι ο έλεγχος του κατά πόσο πληρούνται οι ως άνω εκ της νομοθεσίας τιθέμενες προϋποθέσεις, οι οποίες θα δικαιολογούσαν περαιτέρω εξέταση της απορριφθείσας αιτήσεως ασύλου και όχι η εις βάθος επί της ουσίας έρευνα των νέων ισχυρισμών ωσάν να επρόκειτο για πρώτη αίτηση ασύλου. Αυτή είναι άλλωστε και η σκοπιμότητα των διατάξεων του αρ. 40 (2), (3) και (4) της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ ως αυτές έχουν ερμηνευθεί στην απόφαση του ΔΕΕ της 9ης Σεπτεμβρίου 2021 στην υπόθεση C-18/20, XY κατά Bundesamt für Fremdenwesen und Asyl, ECLI:EU:C:2021:710 (στο εξής αναφερόμενη ως η «ΧΥ»).
Λόγω ακριβώς της περιορισμένης αυτής εξουσίας του Δικαστηρίου αναφορικά με μεταγενέστερη αίτηση η οποία απορρίφθηκε από το στάδιο του παραδεκτού, χωρίς ουσιαστική κρίση επί της βασιμότητας της αίτησης αυτής, το Δικαστήριο αυτό δεν έχει εξουσία να εκδώσει απόφαση επί της βασιμότητας της αίτησης, κρίνοντας δηλαδή το κατά πόσον ο Αιτητής δικαιούται διεθνούς προστασίας ή καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας. Στις περιπτώσεις αυτές, το Δικαστήριο καλείται να εξετάσει μόνο κατά πόσον ορθώς η αρμόδια αρχή έκρινε ως απαράδεκτη την μεταγενέστερη αίτησή του αιτητή. Ως εκ τούτου, το δεύτερο αιτητικό (υπό Β) της προσφυγής του Αιτητή με το οποίο επιζητά περαιτέρω την έκδοση νέας εκτελεστής απόφασης από το Σεβαστό Δικαστήριο επί της ουσίας του αιτήματος του για διεθνή προστασία, η οποία να αντικαθιστά την προσβαλλόμενη απόφαση, δεν εμπίπτει στη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου και απορρίπτεται.
Προσέγγισα λοιπόν το ζήτημα αυτό με βάση τα ενώπιόν μου στοιχεία και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου με σκοπό να εξετάσω κατά πόσον οι Καθ' ων η αίτηση ενήργησαν σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου, εξετάζοντας όλα τα ουσιώδη στοιχεία και πραγματικά περιστατικά που είχαν ενώπιόν τους. Ωστόσο προτού εξεταστεί η επιχειρηματολογία των συνηγόρων του Αιτητή, κρίνω σκόπιμο όπως καταγραφούν οι ισχυρισμοί του ιδίου επί της μεταγενέστερης αίτησής του και η αξιολόγηση αυτών από τους Καθ' ων η αίτηση.
Ως προκύπτει από τον διοικητικό φάκελο, με την υποβληθείσα μεταγενέστερη αίτησή του, ο Αιτητής κατέγραψε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του λόγω των απειλών που αντιμετωπίζει και δεν επιθυμεί να επιστρέψει καθώς εξακολουθεί να μην είναι ασφαλές για τον ίδιο, ιδιαίτερα μετά την αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος του Νοεμβρίου 2023.
Κατά την αξιολόγηση της μεταγενέστερης αίτησής του, οι Καθ' ων η αίτηση, εξετάζοντας κατά το πρώτο στάδιο, το παραδεκτό αυτής, έκριναν, ως προκύπτει από την Έκθεση-Εισήγηση του λειτουργού ασύλου (βλ. ερυθρά 103-106 του δ.φ.) ότι τα στοιχεία που υπέβαλε ο Αιτητής δεν αποτελούν νέα στοιχεία τα οποία να αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης διεθνούς προστασίας. Αναφέρθηκαν περαιτέρω με λεπτομέρεια, στα όσα ο Αιτητής προέβαλε κατά την εξέταση της αρχικής του αίτησης, επισημαίνοντας ότι οι ισχυρισμοί του αυτοί εξετάστηκαν κατ’ ουσίαν και απορρίφθηκαν ως αβάσιμοι. Επισημαίνουν ακολούθως ότι με τη μεταγενέστερη του αίτηση, ο Αιτητής αναφέρθηκε σε απειλή την οποία δεχόταν και λόγω της οποίας εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του, ενώ αναφέρθηκε και σε αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος, η οποία έλαβε χώραν εκεί το Νοέμβριο του 2023 και λόγω της οποίας δεν είναι ασφαλές ακόμα, για τον ίδιο εκεί. Καταλήγουν εν τέλει ότι τα στοιχεία που υπέβαλε ο Αιτητής με τη μεταγενέστερη του αίτηση και αφορούν απειλές τις οποίες δεχόταν πριν εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του δεν αποτελούν νέα στοιχεία. Αναφορικά με την αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος, κρίθηκε ότι αυτή δεν αποτελεί προσωπικό φόβο δίωξης, ενώ συνδέεται με πολιτικό πρόβλημα στο οποίο αναφέρθηκε κατά την υποβολή της αίτησής του και κατά την διάρκεια της συνέντευξής του, το οποίο αφότου αξιολογήθηκε απορρίφθηκε ως αβάσιμο. Επιπρόσθετα, κρίθηκε ότι δεν υπάρχουν ενδείξεις από τα στοιχεία που υποβλήθηκαν ότι, σε περίπτωση που ο Αιτητής επιστρέψει στη χώρα του θα διατρέχει κίνδυνο να υποβληθεί σε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία κατά παράβαση του άρθρου 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και της αρχής της μη επαναπροώθησης. Η εισηγητική έκθεση ολοκληρώνεται με την εισήγηση για απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησης ως απαράδεκτης, εισήγηση η οποία έγινε αποδεκτή από τον εξουσιοδοτημένο να ασκεί καθήκοντα Προϊσταμένου λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου.
Προτού προχωρήσω σε αξιολόγηση της κρίσης των Καθ' ων η αίτηση κρίνω σκόπιμο όπως καταγράψω εν συντομία, τα όσα ο Αιτητής ανέφερε σε σχέση με τον πυρήνα του αιτήματός του κατά την προγενέστερη εξέταση αυτού. Κατά την υποβληθείσα λοιπόν αρχική του αίτηση, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του λόγω πολιτικών προβλημάτων. Συγκεκριμένα, κατέγραψε ότι μετά τις τελευταίες εκλογές στην χώρα του, μέλη της οικογένειας του ως επίσης και ο ίδιος απειλήθηκαν λόγω των πολιτικών τους πεποιθήσεων, επεξηγώντας ότι τα μέλη της οικογένειας του είναι φανατικοί υποστηρικτές της απερχόμενης κυβέρνησης και του κόμματος APC «All People’s Congress». Κατά την συνέντευξή του, ο Αιτητής αναφέρθηκε σε τρία περιστατικά κατά τα οποία ως ισχυρίστηκε, δέχθηκε λεκτική κακοποίηση λόγω των πολιτικών πεποιθήσεων της οικογένειάς του αλλά κυρίως λόγω της εθνοτικής του καταγωγής ως Fula. Στην εισηγητική έκθεση ο αρμόδιος λειτουργός αποδέχτηκε τους ισχυρισμούς του Αιτητή αναφορικά με τη λεκτική κακοποίηση που υπέστη, ωστόσο κατά την αξιολόγηση κινδύνου κρίθηκε ότι δεν υπάρχουν εύλογοι λόγοι να πιστεύεται ότι σε περίπτωση επιστροφής του θα αντιμετωπίσει δίωξη ή σοβαρή βλάβη.
Έχοντας υπόψη τα ως άνω, επισημαίνω πρωτίστως ότι μελετώντας την υποβληθείσα μεταγενέστερη αίτησή του Αιτητή, διαπιστώνω ότι ο ίδιος με γενικότητα επαναλαμβάνει κατ’ ουσίαν τα όσα κατέγραψε και στην αρχική του αίτηση προσθέτοντάς ότι δεν μπορεί να επιστρέψει στη χώρα του λόγω της αποτυχημένης απόπειρας πραξικοπήματος το Νοέμβριο του 2023. Τα ίδια επανέλαβε εν πολλοίς και δια του συνηγόρου του κατά την ακροαματική διαδικασία στο πλαίσιο της υπό κρίση προσφυγής, ισχυριζόμενος ότι ο Αιτητής λόγω της ηλικίας του θα στοχοποιηθεί και θα υποστεί βασανιστήρια από τους πραξικοπηματίες.
Επί τη βάσει των όσων τέθηκαν ενώπιόν μου επισημαίνω καταρχάς ότι είναι εσφαλμένη και πεπλανημένη η αναφορά των Καθ’ ων η αίτηση ως αυτή εντοπίζεται στην σελ. 4 της Εισηγητικής Έκθεσης (βλ. ερυθρό 104), ότι ο ισχυρισμός του Αιτητή περί πολιτικού προβλήματος, ως αυτός αναφέρθηκε κατά την αρχική του συνέντευξη δεν στοιχειοθετήθηκε και ότι απορρίφθηκε ως αβάσιμος. Τουναντίον, εξετάζοντας την εισηγητική έκθεση που συντάχθηκε στο πλαίσιο της αρχικής του αίτησης (βλ. ερυθρά 72-65 δ.φ.), παρατηρώ ότι ο συγκεκριμένος ισχυρισμός του Αιτητή απομονώθηκε και εξετάστηκε ως «Τhe applicant was verbally abused and threatened because of his fula ethnicity» και κατόπιν αξιολόγησής του, κρίθηκε ως αξιόπιστος. Ωστόσο, κρίθηκε στη συνέχεια ότι παρά την αξιοπιστία του ισχυρισμού, διαφαίνεται μέσα από παραπομπή σε εξωτερική πηγή πληροφόρησης ότι «οι προκαταλήψεις και οι διακρίσεις εμφανίζονται μεταξύ όλων των εθνοτικών ομάδων και δεν απευθύνονται ειδικά στους Fulanis. Επίσης, η έκταση των διακρίσεων και των προκαταλήψεων δεν προσεγγίζεται ως πολύ υψηλή, δεδομένου ότι άνθρωποι δεν ζουν με διαχωρισμένο τρόπο και οι διαεθνικοί (sic) γάμοι είναι συνηθισμένοι, γεγονότα που σηματοδοτούν ένα επίπεδο ανοχής στην κοινωνία. Τέλος, τα περιστατικά που περιγράφει ο προσφεύγων αποτελούνται κυρίως από λεκτικές επιθέσεις: (sic) και ως εκ τούτου, δεν φτάνουν το όριο της δίωξης ή της σοβαρής βλάβης. Με βάση τα παραπάνω, συνάγεται το συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει εύλογος βαθμός πιθανότητας ο αιτών να υποστεί μεταχείριση που θα μπορούσε να ισοδυναμεί με δίωξη ή σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής του στο Freetown της Σιέρα Λεόνε».
Ωστόσο, φρονώ πως η ως άνω εσφαλμένη αναφορά των Καθ’ ων η αίτηση δεν επιδρά στην ορθότητα της απόφασης τους, καθώς είναι η κατάληξή μου, πως κατά τα άλλα η αξιολόγηση που έλαβε χώραν από τους Καθ’ ων η αίτηση, δια της εισηγητικής έκθεσης, είναι ορθή. Πράγματι είναι και η δική μου διαπίστωση ότι ο ισχυρισμός που προβάλλει ο Αιτητής με τη μεταγενέστερη αίτησή του ως προς τις απειλές οι οποίες τον οδήγησαν στην εγκατάλειψη της χώρας καταγωγής του, δεν συνιστά νέο στοιχείο, αφού οι απειλές αυτές αποτέλεσαν την ουσία του αιτήματός του, κατά την αρχική του αίτηση για διεθνή προστασία. Περαιτέρω, ως ορθά επισημαίνουν και οι Καθ’ ων η αίτηση, όσον αφορά την αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος, αυτή δεν αποτελεί προσωπικό φόβο δίωξης για τον Αιτητή ενώ συνδέεται με πολιτικό πρόβλημα στο οποίο ο ίδιος αναφέρθηκε κατά την αρχική του συνέντευξη και κρίθηκε ότι δεν υπάρχει εύλογος βαθμός πιθανότητας ο αιτών να υποστεί μεταχείριση που θα μπορούσε να ισοδυναμεί με δίωξη ή σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής του στο Freetown της Σιέρα Λεόνε. Άλλωστε ο ίδιος ο Αιτητής καταγράφει στην μεταγενέστερη του αίτηση ότι δεν μπορεί να επιστρέψει «καθώς εξακολουθεί να μην είναι ασφαλές για τον ίδιο, ιδιαίτερα μετά την αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος του Νοεμβρίου 2023», αναφορά η οποία καταδεικνύει ότι πρόκειται για το ίδιο πρόβλημα που αντιμετώπιζε κατά την αρχική του αίτηση ασύλου και όχι για νέο στοιχείο.
Επιπλέον, παρατηρείται ότι ο ισχυρισμός του Αιτητή ως αυτός τέθηκε στο πλαίσιο της μεταγενέστερης αίτησής του είναι παντελώς γενικός και αόριστος, ενώ ουδέν ενώ ουδέν στοιχείο έχει προσαχθεί που να ενισχύει τους ισχυρισμούς του. . Επισημαίνεται ότι το ίδιο το έντυπο της μεταγενέστερης αίτησής του Αιτητή, περιέχει σαφείς επεξηγήσεις περί των υποχρεώσεων, του υποβάλλοντα την αίτηση, κατά τη συμπλήρωση αυτής. Ενδεικτικά, στην σελ.1 του εντύπου εντοπίζεται η αναφορά:
«Please answer all questions and provide full and detailed information as requested».
Πρόσθετα, στο σημείο 7 του εντύπου αναφέρεται:
«Please explain in detail the reason(s) you wish to submit a subsequent application for international protection. Also include the reasons you do not wish to return to your country of origin/residence».
Ενώ εντοπίζεται ακολούθως και ακόλουθη αναφορά στο σημείο 8:
«If the reason for submitting a subsequent application is because you have new evidence/information, please provide in detail what the new evidence is».
Επιπλέον στο σημείο 10, επιζητείται η καταγραφή και συγκεκριμενοποίηση ως προς το πότε η μαρτυρία ή τα έγγραφα που προσκομίζει ο αιτητής περιήλθαν στην κατοχή του, με ποιον τρόπο καθώς και γιατί δεν προσκομίστηκαν κατά την προηγούμενη διαδικασία στην Υπηρεσία Ασύλου, σημεία πλην του σημείου 7 παρέμειναν κενά. Όφειλε λοιπόν ο Αιτητής να είναι συγκεκριμένος στις καταγραφές του, παρέχοντας περαιτέρω λεπτομέρειες για τον φόβο του κινδύνου που αντιμετωπίζει.
Ενόψει των προλεχθέντων, φρονώ πως η απόφαση των Καθ' ων η αίτηση βασίζεται σε μια ενδελεχή εξέταση των ισχυρισμών και των στοιχείων που παρουσιάστηκαν, ενώ η εν τέλει απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησης του Αιτητή κρίνεται δικαιολογημένη λόγω έλλειψης νέων και αξιόπιστων στοιχείων που να τεκμηριώνουν μια πραγματική απειλή κατά την επιστροφή του στη χώρα καταγωγής του. Για να μπορούσε η αίτησή του να θεωρηθεί παραδεκτή ο Αιτητής θα έπρεπε να προσκομίσει ουσιαστικά νέα στοιχεία που να αλλάζουν την εκτίμηση κινδύνου και να δικαιολογούν την επανεξέταση της περίπτωσής του, κάτι που ο ίδιος δεν έπραξε. Περιορίστηκε απλώς σε γενικόλογη καταγραφή περί κινδύνου σε περίπτωση επιστροφής του χωρίς να εξειδικεύσει πως ο ίδιος θα πληγεί προσωπικά από τη συνθήκη που καταγράφει.
ΚΑΤΑΛΗΞΗ
Από τα ενώπιόν μου δεδομένα, διαπιστώνω ότι η Υπηρεσία Ασύλου εξέτασε τους ισχυρισμούς του Αιτητή, στο μέτρο που αυτοί θα ήταν κρίσιμοι για το παραδεκτό της μεταγενέστερης αίτησής του για άσυλο. Από τα όσα καταγράφονται σε αυτήν, ουδέν νέο στοιχείο ή πόρισμα ή ισχυρισμό αναφέρει ο Αιτητής ώστε να μπορούσε να θεωρηθεί ότι αυτή χρήζει περαιτέρω εξέτασης και/ή κλήσης του Αιτητή σε συνέντευξη για την κατ' ουσίαν εξέταση του αιτήματος του. Ορθώς συνεπώς οι Καθ' ων η αίτηση, κατά το προκαταρκτικό αυτό στάδιο εξέτασης της αίτησής του, έκριναν ότι δεν πληρείται καμία εκ των δύο προϋποθέσεων που τίθενται (σωρευτικώς) στο άρθρο 16Δ(3)(β) ώστε να προβούν σε ουσιαστική εξέταση των νέων στοιχείων.
Συνεπώς, λαμβάνοντας υπόψη το περιεχόμενο της μεταγενέστερης αίτησής του, υπό το φως των συναφών διατάξεων που τυγχάνουν εφαρμογής, φρονώ ότι η απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση αποτελεί προϊόν ορθής αξιολόγησης όλων των δεδομένων και στοιχείων που αυτοί είχαν ενώπιόν τους, σύμφωνα και με το Νόμο και είναι πλήρως αιτιολογημένη και συνεπώς η απόφαση τους για απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησής του Αιτητή ως απαράδεκτης είναι ορθή.
Οποιαδήποτε διαφορετική αντιμετώπιση, θα καθιστούσε τη διαδικασία ατέρμονη, καταχρηστική και αντίθετη με τους σκοπούς του Περί Προσφύγων Νόμου και της σχετικής Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2013/32/ΕΕ.
Ως εξ όσων έχουν αναπτυχθεί ανωτέρω, η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με €500 έξοδα υπέρ των Καθ' ων η αίτηση και εναντίον του Αιτητή.
Ε. Ρήγα, Δ.Δ.Δ.Δ.Π
[1] Δυνάμει του εδαφίου (ε) του άρθρου 3 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 (3/2019)
[2] Με τον περί Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας (Τροποποιητικός) (Αρ. 4) Διαδικαστικός Κανονισμός του 2022, 31/2022.
[3] ΟΔΗΓΙΑ 2013/32/ΕΕ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας (αναδιατύπωση)
[4] Σχετική επίσης και η απόφαση της 10ης Ιουνίου 2021, Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid (Νέα στοιχεία ή πορίσματα), C-921/19, EU:C:2021:478, σκέψη 34
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο