Ν.J. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: Τ912/24, 8/10/2024
print
Τίτλος:
Ν.J. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: Τ912/24, 8/10/2024

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

    Υπόθεση Αρ.: Τ912/24

08 Οκτωβρίου 2024

[ Δ. Κατσαρίδης, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

 

Ν.J.

Αιτητής

 

ΚΑΙ

 

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου

 

 

Καθ' ων η αίτηση

 

Ο Αιτητής εμφανίζεται αυτοπροσώπως

(Α. Χατζησάββα (κος), διερμηνέας για πιστή μετάφραση από Αγγλικά σε Ελληνικά και αντίστροφα.

H.U.Rehman (κος), διερμηνέας για πιστή μετάφραση από Punjabi σε Αγγλικά και αντίστροφα. )

ΑΠΟΦΑΣΗ

Δ.  Κατσαρίδης, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.:  Ο Αιτητής  με την παρούσα προσφυγή στρέφεται κατά της απόφασης των Καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 15/07/2024, η οποία κοινοποιήθηκε σε αυτόν στις 19/07/2024, και με την οποία απορρίφθηκε ως απαράδεκτη η μεταγενέστερη αίτησή του για διεθνή προστασία, δυνάμει των άρθρων 16Δ και 12Βτετράκις(2)(δ) του περί  Προσφύγων Νόμου (Ν.6(Ι)/2000), ως έχει ως σήμερα τροποποιηθεί.

 

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Τα γεγονότα της υπό εξέταση υπόθεσης προκύπτουν από το Υπόμνημα το οποίο συνοδεύεται από τον διοικητικό φάκελο που αφορά τον Αιτητή και καταχωρήθηκε στο Δικαστήριο από την Υπηρεσία Ασύλου σύμφωνα με τον κανονισμό 3 των Περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019, ως αυτοί έχουν τροποποιηθεί.

Ο Αιτητής  είναι υπήκοος Ινδίας και υπέβαλε αίτηση για παροχή καθεστώτος διεθνούς προστασίας στις 18/03/2016. Στις 21/07/2016, πραγματοποιήθηκε συνέντευξη του Αιτητή από αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου. Στις 21/07/2016, ο αρμόδιος λειτουργός ετοίμασε Έκθεση / Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου, και ο εξουσιοδοτημένος να ασκεί καθήκοντα Προϊστάμενου λειτουργός ενέκρινε την εισήγηση για απόρριψη της αίτησης για διεθνή προστασία την 26/07/2016. Στις 03/08/2016, η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική του αιτήματος του Αιτητή επιστολή μαζί με την αιτιολόγηση της απόφασης, η οποία παραλήφθηκε από τον ίδιο στις 13/10/2016. Την 01/11/2016, ο Αιτητής καταχώρισε διοικητική προσφυγή στην Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, η οποία απορρίφθηκε στις 04/12/2017.

Στις 09/11/2018, ο Αιτητής υπέβαλε μεταγενέστερη αίτηση ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου. Στις 12/03/2020 αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ετοίμασε Έκθεση / Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου, εισηγούμενος την απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησης του Αιτητή. Αυθημερόν, ο εξουσιοδοτημένος να ασκεί καθήκοντα Προϊσταμένου λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε την Έκθεση / Εισήγηση του λειτουργού όπως η μεταγενέστερη αίτηση του Αιτητή κριθεί απαράδεκτη. Ακολούθως, κατά την ίδια ημερομηνία, ήτοι 12/03/2020, η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική επιστολή σχετικά  με την μεταγενέστερη αίτηση του Αιτητή, την οποία ο τελευταίος παρέλαβε δια χειρός, αυθημερόν, αφού του μεταφράστηκε σε γλώσσα που κατανοεί.

Την 01/06/2022, ο Αιτητής υπέβαλε δεύτερη μεταγενέστερη αίτηση ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου. Στις 17/01/2023, αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ετοίμασε Έκθεση / Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου όπως η αίτηση κριθεί παραδεκτή και εξεταστεί επί της ουσίας. Αυθημερόν, εξουσιοδοτημένος να ασκεί καθήκοντα Προϊσταμένου λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε την Έκθεση / Εισήγηση του λειτουργού όπως η μεταγενέστερη αίτηση του Αιτητή κριθεί παραδεκτή.  Στις 15/03/02024 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη του Αιτητή από αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου. Στις 19/03/2024, ο αρμόδιος λειτουργός ετοίμασε Έκθεση / Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου, και ο εξουσιοδοτημένος να ασκεί καθήκοντα Προϊστάμενου λειτουργός ενέκρινε την εισήγηση για απόρριψη της αίτησης για διεθνή προστασία την 19/03/2024. Ακολούθως, κατά την ίδια ημερομηνία, ήτοι 19/03/2024, η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική επιστολή σχετικά  με την αίτηση του Αιτητή, την οποία ο τελευταίος παρέλαβε δια χειρός, στις 20/03/2024, αφού του μεταφράστηκε σε γλώσσα που κατανοεί.

Την 01/07/2024, ο Αιτητής υπέβαλε τρίτη μεταγενέστερη αίτηση ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου. Στις 15/07/2024, αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ετοίμασε Έκθεση / Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου, εισηγούμενος την απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησης του Αιτητή. Επίσης την ίδια ημέρα, αρμοδίως εξουσιοδοτημένος να ασκεί καθήκοντα Προϊσταμένου λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε την Έκθεση / Εισήγηση του λειτουργού όπως η μεταγενέστερη αίτηση του Αιτητή κριθεί απαράδεκτη.

Στις 19/07/2024, η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική επιστολή σχετικά  με την μεταγενέστερη αίτηση του Αιτητή, την οποία ο τελευταίος παρέλαβε δια χειρός, αυθημερόν, αφού του μεταφράστηκε σε γλώσσα που ο ίδιος  κατανοεί. Στις 29/07/2024 καταχωρήθηκε η υπό εξέταση προσφυγή κατά της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου με την οποία απορρίφθηκε η μεταγενέστερη αίτηση του Αιτητή ως απαράδεκτη.

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

Ο Αιτητής δεν παραθέτει στο εισαγωγικό δικόγραφο της διαδικασίας κάποιο νομικό λόγο ακύρωσης της προσβαλλόμενης, περιοριζόμενος στη δήλωση ότι προσηλυτίστηκε στο χριστιανισμό και παντρεύτηκε ενάντια στις επιθυμίες της οικογένειας του. Περαιτέρω, προβάλλει ότι έχει ένα ανήλικο τέκνο, ότι λαμβάνει θεραπεία για την ασθένεια του και ότι δέχεται απειλές επειδή προσηλυτίστηκε γεγονός που δεν είναι αποδεκτό στην κοινωνία του. Κατά την ακροαματική διαδικασία, ο Αιτητής επαναλαμβάνει του ίδιους ισχυρισμούς.

TO ΝΟΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

Η παρούσα προσφυγή εμπίπτει στις πρόνοιες του εδαφίου (ε) του άρθρου 3 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 (3/2019), ως αυτοί έχουν προσφάτως τροποποιηθεί και συνεπώς η υπόθεση ορίστηκε απευθείας για Ακρόαση από το Πρωτοκολλητείο. Σχετικό Υπόμνημα ως προβλέπεται στο εδάφιο (ε) του άρθρου 3, καταχωρίστηκε από τους Καθ' ων η αίτηση, συνοδευόμενο και από τον σχετικό διοικητικό φάκελο. Το Δικαστήριο, έχοντας διακριτική ευχέρεια δυνάμει της πρώτης επιφύλαξης του εδαφίου (ε) του άρθρου 3, δεν έκρινε σκόπιμη την παρουσία των Καθ' ων η αίτηση και η διαδικασία διεξήχθη με μόνη την παρουσία του Αιτητή.

Παράλληλα, το άρθρο 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 [Ν. 73(Ι)/2018, ως έχει τροποποιηθεί] καθορίζει τη δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου.

Το άρθρο 2 του περί Προσφύγων Νόμου [Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί] καθορίζει την έννοια του όρου «μεταγενέστερη αίτηση» ως ακολούθως:

«"μεταγενέστερη αίτηση" σημαίνει την περαιτέρω αίτηση διεθνούς προστασίας που υποβάλλεται δυνάμει του άρθρου 16Δ μετά τη λήψη τελικής απόφασης επί προηγούμενης αίτησης, περιλαμβανομένων περιπτώσεων όπου ο Προϊστάμενος έλαβε απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 16Β ή 16Γ·»

Το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου καθορίζει την έννοια του όρου «πρόσφυγας» και τις προϋποθέσεις υπαγωγής σε αυτό τον ορισμό.

Το άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου προβλέπει τις περιπτώσεις όπου χορηγείται το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.

Το άρθρο 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου προβλέπει τα ακόλουθα (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

«Απαράδεκτες αιτήσεις

12Βτετράκις.-(1) Χωρίς επηρεασμό των περιπτώσεων κατά τις οποίες μια αίτηση δεν εξετάζεται σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 604/2013, σε περίπτωση που αίτηση θεωρείται απαράδεκτη δυνάμει του εδαφίου (2), ο Προϊστάμενος κλείνει το φάκελο και διακόπτει τη διαδικασία εξέτασης της αίτησης με απόφασή του την οποία λαμβάνει και καταχωρίζει στον φάκελο χωρίς να εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 12Δ και 13 και επί της οποίας απόφασης εφαρμόζονται οι διατάξεις των εδαφίων (7) μέχρι (7Ε) του άρθρου 18.

(2) Με την επιφύλαξη της Σύμβασης, η Υπηρεσία Ασύλου δύναται να θεωρήσει αίτηση ως απαράδεκτη μόνον εάν-

(α) [...]

(β) [...]

(γ) [...]

(δ) η αίτηση είναι μεταγενέστερη αίτηση στο πλαίσιο της οποίας δεν υποβλήθηκαν από τον αιτητή ή δεν προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας∙ ή

(ε) [...]».

 

Το άρθρο 16Δ του του περί Προσφύγων Νόμου ορίζει τα εξής (έμφαση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«Υποβολή νέων στοιχείων ή πορισμάτων ή μεταγενέστερης αίτησης

16Δ.-(1)(α) Σε περίπτωση που αιτητής υποβάλει στον Προϊστάμενο -

(i)            Μεταγενέστερη αίτηση, ή

(ii) νέα στοιχεία ή πορίσματα κατά ή μετά την ημερομηνία στην οποία καθίσταται εκτελεστή απόφαση του Προϊσταμένου επί πρότερης αίτησης του αιτητή,

ο Προϊστάμενος εξετάζει το συντομότερο δυνατό οτιδήποτε ούτως υποβληθέν σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

(β) Στην παράγραφο (α), ο όρος «απόφαση» περιλαμβάνει απόφαση που λαμβάνεται από τον Προϊστάμενο δυνάμει του άρθρου 16Β ή 16Γ.

(2) Σε περίπτωση που αιτητής υποβάλει στον Προϊστάμενο είτε μεταγενέστερη αίτηση είτε νέα στοιχεία ή πορίσματα, σύμφωνα με το εδάφιο (1), ο Προϊστάμενος δεν μεταχειρίζεται οτιδήποτε υποβληθέν ως νέα αίτηση αλλά ως περαιτέρω διαβήματα στα πλαίσια της αποφασισθείσας αίτησης. Ο Προϊστάμενος λαμβάνει υπόψη όλα τα στοιχεία των προαναφερόμενων περαιτέρω διαβημάτων χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.

(3)(α) Κατά τη λήψη απόφασης σχετικά με το παραδεκτό της αίτησης σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις, ο Προϊστάμενος προβαίνει σε προκαταρτική εξέταση προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της εκδοθείσας απόφασής του, σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τον χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας:

Νοείται ότι, σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώσει ότι ο αιτητής δεν έχει προσκομίσει νέα στοιχεία ή πορίσματα, η μεταγενέστερη αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη, με βάση την αρχή του δεδικασμένου, χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.

(β) Σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώνει ότι προέκυψαν ή υποβλήθηκαν τα προαναφερόμενα στην παράγραφο (α) νέα στοιχεία ή πορίσματα, προβαίνει σε ουσιαστική εξέτασή τους, αφού προηγουμένως ενημερώσει σχετικά τον αιτητή, και εκδίδει νέα εκτελεστή απόφαση, μόνο εφόσον -

(i) Τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον αιτητή διεθνούς προστασίας∙ και

(ii) ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.

(γ) Επί της νέας εκτελεστής απόφασης που αναφέρεται στην παράγραφο (β) εφαρμόζονται τα εδάφια (7) μέχρι (7Ε) του άρθρου 18.

(δ) Σε περίπτωση που μεταγενέστερη αίτηση δεν εξετάζεται περαιτέρω δυνάμει του παρόντος άρθρου, αυτή θεωρείται απαράδεκτη σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις και σε τέτοια περίπτωση ο Προϊστάμενος εκδίδει σχετική απόφαση επί της οποίας εφαρμόζονται κατ' αναλογία τα εδάφια (7) και (7Ε) του άρθρου 18. Η εν λόγω απόφαση παραθέτει την αιτιολογία της και ενημερώνει τον αιτητή για το δικαίωμα που έχει να την προσβάλει στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, καθώς και για την προθεσμία άσκησης τέτοιας προσφυγής.

[...]»

 

Ο Προϊστάμενος προβαίνει σε προκαταρκτική εξέταση επί του παραδεκτού της μεταγενέστερης αίτησης, προκειμένου δηλαδή να διαπιστώσει κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον Αιτητή, νέα στοιχεία ή πορίσματα, τα οποία δεν έλαβε υπόψη του κατά την έκδοση της απόφασης επί της αρχικής αίτησης. Σημειώνετε ότι σύμφωνα με το άρθρο 40 της οδηγίας 2013/32/ΕΕ, σε μια μεταγενέστερη διαδικασία αίτησης ο αιτών έχει το βάρος απόδειξης να υποβάλει συγκεκριμένα νέα στοιχεία που δείχνουν ότι οι σχετικές περιστάσεις υπό το φως της αίτησής του/της για το καθεστώς πρόσφυγα ή την επικουρική προστασία «αυξάνουν σημαντικά την πιθανότητα» να πληροί τα κριτήρια διεθνούς προστασίας. 

Από τα πιο πάνω άρθρα συνάγεται, πως εάν υποβληθεί μεταγενέστερη αίτηση, ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου και ο Προϊστάμενος διαπιστώσει στα πλαίσια του μεταγενέστερου αυτού αιτήματος πως δεν υποβλήθηκαν νέα στοιχεία, τότε η μεταγενέστερη αίτηση κρίνεται απαράδεκτη χωρίς να υπάρξει εξέταση επί της ουσίας της.

Κατά δεύτερον, εάν ο Προϊστάμενος διαπιστώσει ότι υποβλήθηκαν νέα στοιχεία, τότε μόνο προβαίνει σε ουσιαστική εξέταση και εκδίδει νέα εκτελεστή απόφαση μόνο εφόσον ικανοποιούνται δύο προϋποθέσεις:

α) τα εν λόγω στοιχεία αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον Αιτητή, διεθνούς προστασίας και

β) ο Αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 146 του Συντάγματος. (βλ. άρθρο 16Δ(3)(β) του περί Προσφύγων Νόμου)

Το άρθρο 16Δ του περί Προσφύγων Νόμου, ενσωματώνει στην εθνική νομοθεσία τις διατάξεις του άρθρου 40 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ. Όπως επισημάνθηκε από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην υπόθεση C-921/19, με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής απόφασης, η οποία εκδόθηκε στις 10 Ιουνίου 2021, η διαδικασία εξέτασης μεταγενέστερης αίτησης ορίζεται ως εξής: (Η υπογράμμισή του παρόντος δικαστηρίου)

«Επομένως, το άρθρο 40, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας 2013/32 προβλέπει την εξέταση των μεταγενέστερων αιτήσεων σε δύο στάδια. Το πρώτο στάδιο, προκαταρκτικής φύσεως, έχει ως αντικείμενο τον έλεγχο του παραδεκτού των αιτήσεων αυτών, ενώ το δεύτερο στάδιο αφορά την επί της ουσίας εξέταση των εν λόγω αιτήσεων.

Το πρώτο αυτό στάδιο πραγματοποιείται επίσης σε δύο στάδια, καθένα από τα οποία οδηγεί στην εξακρίβωση των διαφορετικών προϋποθέσεων παραδεκτού που θέτουν οι ίδιες αυτές διατάξεις.

Επομένως, πρώτον, το άρθρο 40, παράγραφος 2, της οδηγίας 2013/32 ορίζει ότι, προκειμένου να ληφθεί απόφαση σχετικά με το παραδεκτό αίτησης για διεθνή προστασία δυνάμει του άρθρου 33, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας αυτής, η μεταγενέστερη αίτηση για διεθνή προστασία υποβάλλεται κατ’ αρχάς σε προκαταρκτική εξέταση, προκειμένου να καθοριστεί εάν προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτούντα νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του εάν ο αιτών πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για να χαρακτηρισθεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας δυνάμει της οδηγίας 2011/95.

Η εξέταση του παραδεκτού της μεταγενέστερης αίτησης συνεχίζεται, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 40, παράγραφος 3, της οδηγίας αυτής, μόνον όταν πράγματι υφίστανται τέτοια νέα στοιχεία ή πορίσματα σε σχέση με την πρώτη αίτηση για διεθνή προστασία, προκειμένου να εξακριβωθεί αν τα νέα αυτά στοιχεία και πορίσματα αυξάνουν σημαντικά την πιθανότητα να πληροί ο αιτών τις απαιτούμενες προϋποθέσεις για να του αναγνωρισθεί το καθεστώς αυτό.

Κατά συνέπεια, οι δύο αυτές προϋποθέσεις παραδεκτού, μολονότι πρέπει αμφότερες να πληρούνται για να συνεχιστεί η εξέταση της μεταγενέστερης αίτησης, σύμφωνα με το άρθρο 40, παράγραφος 3, της εν λόγω οδηγίας, εντούτοις είναι διακριτές και δεν πρέπει να συγχέονται

Περαιτέρω, τόσο η τελευταία περίοδος του άρθρου 40(3), όσο και το άρθρο 40(4) της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ, προβλέπουν ότι εναπόκειται στα κράτη-μέλη να θέσουν επιπλέον προϋποθέσεις για την περαιτέρω εξέταση μεταγενέστερης αίτησης, πρόβλεψη της οποίας έκανε χρήση ο εθνικός νομοθέτης με την εισαγωγή της υποπαραγράφου ii) στο άρθρο 16Δ(3)(β) του περί Προσφύγων Νόμου. Επομένως, στη βάση της ανάλυσης που ακολούθησε το ΔΕΕ στην ανωτέρω απόφαση, το άρθρο 16Δ του περί Προσφύγων Νόμου ορίζει τη διαδικασία εξέτασης μεταγενέστερης αίτησης σε δύο στάδια, ένα προκαταρκτικό επί του παραδεκτού των νέων στοιχείων και, εφόσον γίνει παραδεκτή, ένα επί της ουσίας της αίτησης. Το προκαταρκτικό στάδιο χωρίζεται περαιτέρω σε δύο στάδια κατά τα οποία εξετάζονται τα εξής:

- αρχικά, εάν προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον Αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του εάν πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για να χαρακτηρισθεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας δυνάμει της οδηγίας 2011/95

- όταν πράγματι υφίστανται τέτοια νέα στοιχεία ή πορίσματα σε σχέση με την πρώτη/αρχική αίτηση, η εξέταση του παραδεκτού συνεχίζεται προκειμένου να εξακριβωθεί εάν τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον Αιτητή καθεστώτος διεθνούς προστασίας και εάν ο Αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος (υποπαράγραφοι i) και ii) του άρθρου 16Δ(3)(β)).

Σημειώνω στο σημείο αυτό ότι από τη διατύπωση του άρθρου 16Δ(3)(α) «Νοείται ότι, σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώσει ότι ο Αιτητής δεν έχει προσκομίσει νέα στοιχεία ή πορίσματα, η μεταγενέστερη αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη, με βάση την αρχή του δεδικασμένου, χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη», προκύπτει ότι κατά την προκαταρκτική εξέταση επί του παραδεκτού μεταγενέστερης, δεν διεξάγεται συνέντευξη. Η προσθήκη αυτή στο συγκεκριμένο άρθρο έγινε με τον νόμο 142(I)/2020 της 13/10/2020 που τροποποίησε τον περί Προσφύγων Νόμο, χωρίς ωστόσο να γίνει αντίστοιχη τροποποίηση στο άρθρο 12Βτετράκις(3) με την προσθήκη επιφύλαξης ως προς την δυνατότητα παράλειψης διεξαγωγής συνέντευξης πριν την απόφαση επί του παραδεκτού σε μεταγενέστερες αιτήσεις. Σε τέτοιες περιπτώσεις αν υπάρχει κάποια ασυμφωνία ή σύγκρουση μεταξύ των προνοιών μιας νομοθεσίας και αυτών μιας άλλης τότε υπερισχύουν οι πρόνοιες της μεταγενέστερης από τις δύο νομοθεσίες, γνωστή ως η αρχή lex posterior derogat legi priori (βλ. Ελληνική Τράπεζα Λτδ. ν. Lextalionis Investments Ltd. κ.α., Αρ. Αγωγής: 3172/99, 25 Ιανουαρίου 2007). Σε κάθε περίπτωση, το άρθρο 42 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ δεν αφήνει αμφιβολίες ως προς την ρύθμιση του ζητήματος καθώς προβλέπει τη δυνατότητα παράλειψης διεξαγωγής συνέντευξης κατά το προκαταρκτικό στάδιο, ως η πρόβλεψη του άρθρου 16Δ(3)(α). Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 42 «Διαδικαστικοί κανόνες»,

«1. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αιτούντες των οποίων η αίτηση υπόκειται σε προκαταρκτική εξέταση σύμφωνα με το άρθρο 40 να απολαμβάνουν των εγγυήσεων που απαριθμούνται στο άρθρο 12 παράγραφος 1.

2. Τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν στην εθνική τους νομοθεσία κανόνες για την προκαταρκτική εξέταση σύμφωνα με το άρθρο 40. Οι κανόνες αυτοί μπορούν μεταξύ άλλων: α) να υποχρεώνουν τον συγκεκριμένο αιτούντα να αναφέρει τα γεγονότα και να παρέχει αποδεικτικά στοιχεία που να δικαιολογούν τη νέα διαδικασία·

β) να επιτρέπουν τη διεξαγωγή της προκαταρκτικής εξέτασης μόνο βάσει γραπτών παρατηρήσεων χωρίς προσωπική συνέντευξη, εξαιρουμένων των περιπτώσεων που αναφέρονται στο άρθρο 40 παράγραφος 6.

Οι κανόνες αυτοί δεν πρέπει να καθιστούν αδύνατη την πρόσβαση των αιτούντων σε νέα διαδικασία ούτε να οδηγούν πρακτικώς στη ματαίωση ή στο σοβαρό περιορισμό της πρόσβασης αυτής.»

Προκύπτει από τις σχετικές διατάξεις του Νόμου, πως η μεταγενέστερη αίτηση εξετάζεται ως ένα μεταγενέστερο διάβημα, στα πλαίσια της αίτησης που αποφασίστηκε ήδη από το αρμόδιο όργανο. Χωρίς να απαιτείται κλήση του Αιτητή σε συνέντευξη κατά το προκαταρκτικό στάδιο, ο Προϊστάμενος έχει υποχρέωση να λάβει υπόψη όλα τα γεγονότα που προηγήθηκαν, και να προβεί σε μία συγκριτική εξέταση της προγενέστερης-αρχικής και της μεταγενέστερης αίτησης του Αιτητή, προκειμένου να διαφανεί εάν από την υποβολή του μεταγενέστερου αιτήματος, προβάλλονται στοιχεία ή ισχυρισμοί για πρώτη φορά ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου, τα οποία χρήζουν διερεύνησης. Από την ανωτέρω ανάλυση, προκύπτει πως η μεταγενέστερη αίτηση δεν μπορεί να λειτουργήσει ως ένδικο μέσο αλλά είναι αίτηση, η απόφαση επί της οποίας προσβάλλεται στο Δικαστήριο και εξετάζεται στη βάση της σχετικής νομοθεσίας. Η εξέταση από το Δικαστήριο βεβαίως δεν επιβάλλει την εκ βάθρων εξέταση όλων των ζητημάτων που προκύπτουν από την αρχική αίτηση που υποβλήθηκε από τον Αιτητή στο Δικαστήριο. 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

Εν προκειμένω αυτό που εξετάζεται επί της παρούσας είναι η απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση για απόρριψη της τρίτης μεταγενέστερης αίτησης του Αιτητή, η οποία αποτελεί απόφαση που έχει εκδοθεί δυνάμει της παραγράφου (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου. Σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη, ο Προϊστάμενος κλείνει το φάκελο και διακόπτει τη διαδικασία εξέτασης της αίτησης χωρίς να εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 12Δ (Ταχύρρυθμη διαδικασία εξέτασης αιτήσεων) και 13 (Κανονική διαδικασία εξέτασης αιτήσεων), εφόσον «η αίτηση είναι μεταγενέστερη αίτηση στο πλαίσιο της οποίας δεν υποβλήθηκαν από τον αιτητή ή δεν προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας».

Παρατηρώ ότι κατά τη διοικητική εξέταση της αρχικής αίτησης ασύλου, ο Αιτητής ανέφερε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του λόγω σοβαρών προβλημάτων. Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης ο Αιτητής, δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα του  για να σπουδάσει και να εργαστεί.  Ο αρμόδιος λειτουργός, αξιολογώντας τους ισχυρισμούς του Αιτητή, και παρά την γενική του αξιοπιστία κατέληξε ότι πρόκειται για οικονομικό μετανάστη και ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση προσφυγικού καθεστώτος στον Αιτητή, καθώς δεν τεκμηριώθηκε κίνδυνος δίωξης για έναν από τους λόγους που αναφέρονται περιοριστικά στο άρθρο 3 του Περί Προσφύγων Νόμου. Περαιτέρω, κατέληξε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις ούτε για την αναγνώριση συμπληρωματικής προστασίας. Ο Αιτητής προχώρησε σε καταχώρηση διοικητικής προσφυγής ενώπιον την Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων κατά της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία απορρίφθηκε με απόφαση ημερομηνίας 04/12/20217, στην οποία κρίθηκε ότι ορθά ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου αποφάσισε ότι δεν είναι άτομο που δικαιούται διεθνή προστασία.

Στην πρώτη μεταγενέστερη αίτηση του,  η οποία υπεβλήθη στις 09/11/2018, ο  Αιτητής ισχυρίσθηκε ότι επιθυμεί το επανάνοιγμα του φακέλου του καθότι έχει κάποια προβλήματα, όπως το ότι το τέκνο του είναι άρρωστο. Να σημειωθεί ότι η σύζυγος και το τέκνο του βρίσκονται στη Κυπριακή Δημοκρατία (βλ. ερυθρά 62,65 δ.φ.). Οι Καθ' ων η Αίτηση απέρριψαν την μεταγενέστερη αίτηση του Αιτητή κρίνοντας ότι δεν ανέφερε οποιονδήποτε φόβο δίωξης στη χώρα καταγωγής του.  

Στη δεύτερη μεταγενέστερη αίτηση του Αιτητή, η οποία υπεβλήθη την 01/06/2022, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι παντρεύτηκε γυναίκα από διαφορετική κάστα το έτος 2015 και χωρίς τη συγκατάθεση των οικογενειών τους. Πρόσθεσε ότι ο ίδιος και η σύζυγος του μεταστράφηκαν στο χριστιανισμό μετά το γάμο τους. Η μεταγενέστερη αίτηση κρίθηκε παραδεκτή και πραγματοποιήθηκε συνέντευξη του Αιτητή στις 15/03/2024. Κατά τη διάρκεια της συνέντευξη του, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι δεν επιθυμεί να επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του διότι παντρεύτηκε γυναίκα διαζευγμένη, από διαφορετική κάστα και χωρίς τη συγκατάθεση των οικογενειών τους, απέκτησαν ένα τέκνο και μεταστράφηκαν στο χριστιανισμό. Δήλωσε ότι δεν έχει επικοινωνία με την οικογένεια του και εάν επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του οι γονείς του θα του ζητήσουν να αφήσει την οικογένεια του, διότι δεν εγκρίνουν τον γάμο του Αιτητή. Ισχυρίστηκε ότι κατόπιν προτροπής της συζύγου του ασπάστηκαν τον χριστιανισμό και βαπτίστηκαν κατά ή περί το 2017.

Οι Καθ' ων διέκριναν δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς: έναν αναφορικά  με το γάμο του Αιτητή με γυναίκα από διαφορετική κάστα, η οποία ήταν χωρισμένη και με την οποία απέκτησαν ένα τέκνο, χωρίς τη συγκατάθεση των γονέων του και έναν δεύτερο αναφορικά με το γεγονός ότι ο Αιτητής βαπτίστηκε χριστιανός ορθόδοξος. Οι ισχυρισμοί κρίθηκαν αποδεκτοί. Ακολούθως, ο αρμόδιος λειτουργός προέβη σε αξιολόγηση του μελλοντικού κινδύνου στη βάση των αποδεκτών ισχυρισμών του. Στα πλαίσια της εν λόγω αξιολόγησης, ο αρμόδιος λειτουργός παραπέμποντας σε επίσημες πηγές πληροφόρησης, αναφορικά με τον πρώτο ισχυρισμό, κατέληξε ότι πέραν από την αποδοκιμασία που δέχθηκε από την οικογένεια του, δεν προκύπτει ότι σε περίπτωση επιστροφής του θα αντιμετωπίσει από την οικογένεια του πράξεις που ισοδυναμούν με δίωξη ή σοβαρή βλάβη. Αναφορικά με τον δεύτερο ισχυρισμό, παραθέτοντας επίσημες πηγές πληροφόρησης, ο αρμόδιος λειτουργός κατέληξε ότι δεν προκύπτουν εύλογοι λόγοι ότι σε περίπτωση επιστροφής του θα αντιμετωπίσει πράξεις που ισοδυναμούν με δίωξη ή σοβαρή βλάβη, καθότι δεν είναι θρήσκος χριστιανός, άλλαξε θρησκεία λόγω της επιθυμίας της συζύγου του και δεν τον απασχολεί εάν θα εκκλησιάζεται σε περίπτωση επιστροφής του στη Ινδία. Στα πλαίσια της εν λόγω αξιολόγησης, ο αρμόδιος λειτουργός προέβη σε έρευνα αναφορικά με τις προσωπικές περιστάσεις του Αιτητή, ήτοι ότι υπήρξε χρήστης ναρκωτικών και στον οποίο χορηγείται υποκατάσταση ουσία, παραπέμποντας  σε σχετικές εξωτερικές πηγές αναφορικά με το κατά πόσο θα έχει πρόσβαση σε προγράμματα στήριξης κατά της χρήσης ουσιών, καταλήγοντας ότι θα έχει πρόσβαση τόσο σε κρατική όσο και σε δωρεάν θεραπεία απεξάρτησης από τα ναρκωτικά.

Προχωρώντας στο κομμάτι της νομικής ανάλυσης, κατέληξε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση προσφυγικού καθεστώτος στον Αιτητή, καθώς δεν τεκμηριώθηκε κίνδυνος δίωξης για έναν από τους λόγους που αναφέρονται περιοριστικά στο άρθρο 3 του Περί Προσφύγων Νόμου. Περαιτέρω, συμπέρανε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις ούτε για την αναγνώριση συμπληρωματικής προστασίας.

Την 01/07/2024, ο Αιτητής υπέβαλε τρίτη μεταγενέστερη αίτηση, καταγράφοντας ότι ήρθε στη Κυπριακή Δημοκρατία με φοιτητική άδεια, κατά τη παραμονή του απέκτησε ένα τέκνο και τέλεσε γάμο παρά τη διαφωνία της οικογένειας του. Επιπλέον, κατέγραψε ότι διαγνώστηκε με ηπατίτιδα Γ, ότι είναι θετικός στον ιό HIV και ότι τα τελευταία δυο έτη λαμβάνει φαρμακευτική αγωγή (βλ. ερυθρά 261-263 του δ.φ.).

Οι Καθ' ων η Αίτηση απέρριψαν την μεταγενέστερη αίτηση του Αιτητή κρίνοντας ότι τα στοιχεία που υπέβαλε δεν αποτελούν νέα στοιχεία  και ότι δεν αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης διεθνούς προστασίας. Τέλος, από τα στοιχεία που έχει προβάλει ο ίδιος, δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι σε περίπτωση επιστροφής του στην Ινδία, θα διατρέχει κίνδυνο να υποστεί βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία κατά παράβαση του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ ή/και της αρχής της μη επαναπροώθησης. Ως εκ τούτου, η μεταγενέστερη αίτηση του Αιτητή κρίθηκε ως απαράδεκτη με βάση το άρθρο 16Δ και τερματίστηκε το δικαίωμα παραμονής του δυνάμει του άρθρου 16Δ(4)(β)(i) του περί Προσφύγων Νόμου.

Έχω εξετάσει με προσοχή τον διοικητικό φάκελο του Αιτητή και λαμβάνοντας υπόψη τα όσα αναφέρει στη τρίτη μεταγενέστερη αίτηση, καταλήγω, ως προς το πρώτος σκέλος το αιτήματος για επανάνοιγμα του φακέλου του, ότι οι Καθ' ων η Αίτηση εξέτασαν τα όσα ο Αιτητής έθεσε κατά το προκαταρκτικό στάδιο εξέτασης αυτής και ορθά έκριναν ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις που τίθενται στο άρθρο 16Δ(3)(α) εφόσον δεν υποβλήθηκαν από τον Αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα. Συγκεκριμένα, ο Αιτητής επανέλαβε τον ίδιο ισχυρισμό, περί διαφωνίας της οικογένειας του να νυμφευτεί με γυναίκα από διαφορετική κάστα,  κατά την δεύτερη μεταγενέστερη αίτηση ασύλου, η οποία εξετάστηκε επί της ουσίας και απορρίφθηκε. Επομένως, ευλόγως και ορθώς οι Καθ' ων η Αίτηση απέρριψαν τη μεταγενέστερη αίτηση του Αιτητή ως απαράδεκτη καθώς δεν προώθησε νέους ισχυρισμούς παρά τους ίδιους με αυτούς που κατέγραψε στην δεύτερη μεταγενέστερη αίτηση για διεθνή προστασία και έπειτα επικαλέστηκε στη συνέντευξή του.

Ως προς το δεύτερο σκέλος του αιτήματος του για επανάνοιγμα του φακέλου του, ο Αιτητής προβάλει ότι διαγνώστηκε με ηπατίτιδα Γ, ότι είναι θετικός στον ιό HIV και ότι τα τελευταία δυο έτη λαμβάνει φαρμακευτική αγωγή. Οι καθ’ ων η αίτηση απορρίπτουν τον εν λόγω ισχυρισμό καθότι δεν αυξάνει σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας, παραπέμποντας και σε πηγές πληροφόρησης. Εντούτοις, διαπιστώνω, από το σύνολο του διοικητικού φακέλου του Αιτητή, ότι οι ασθένειες τις οποίες επικαλείται ότι διαγνώστηκε και λαμβάνει αγωγή τα τελευταία δυο έτη, ουδέποτε προβλήθηκαν από τον Αιτητή κατά τα προηγούμενα στάδια της διαδικασίας του αιτήματός του για διεθνή προστασία, παρ' όλο που του είχε δοθεί η σχετική ευκαιρία να τα αναφέρει. Παρατηρώ, περαιτέρω, ότι δεν υποβλήθηκαν υποστηρικτικά έγγραφα προς τεκμηρίωση των ισχυρισμών του και επισημαίνω ότι κατά τη διάρκεια της συνέντευξης του, ημερομηνίας 15/03/2024, ήτοι 3 μήνες πριν την υποβολή της επίδικης μεταγενέστερης αίτησης, ερωτηθείς εάν αντιμετωπίζει οιονδήποτε πρόβλημα υγείας απάντησε αρνητικά (βλ. ερυθρό 128 του δ.φ.), αναφερόμενος αποκλειστικά στη χρήση ναρκωτικών ουσιών.

Παρατηρώ, συνεπώς, ότι ο Αιτητής στα διάφορα στάδια εξέτασης του αιτήματός του για διεθνή προστασία παρουσίασε διαφορετικούς λόγους που τον ώθησαν να εγκαταλείψει την χώρα καταγωγής του.

Ως εκ τούτου και υπό το φως βεβαίως και των σχετικών διατάξεων του Νόμου, κρίνω ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 16Δ(3)(β) ήτοι - "(ί) Τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον αιτητή διεθνούς προστασίας- και

(ίί) ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος

Από το ενώπιον μου στοιχεία κρίνω ότι ο Αιτητής δεν παρέθεσε οποιαδήποτε νέα στοιχεία τα οποία να υποστηρίζουν την ουσία των ισχυρισμών του περί φόβου δίωξης του στην χώρα καταγωγής του, τα οποία θα μπορούσαν να συμβάλουν στην αναθεώρηση της προηγούμενης απόφασης προχωρώντας σε επί της ουσίας εξέτασης της σύμφωνα με το άρθρο 16Δ (3)  του Περί Προσφύγων Νόμου.

Τέλος, ορθώς οι Καθ' ων η Αίτηση δεν κάλεσαν τον Αιτητή  σε συνέντευξη εφόσον ήταν ξεκάθαρο ότι δεν προσκόμισε οποιαδήποτε στοιχεία που στα πλαίσια του άρθρου 16Δ(3) να δικαιολογεί το παραδεκτό της μεταγενέστερης αίτησής του και εξέταση της ουσίας του αιτήματός του.

Ως εκ τούτου και υπό το φως βεβαίως και των σχετικών διατάξεων του Νόμου, κρίνω ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 16Δ(3). Ορθώς η μεταγενέστερη αίτησή της κρίθηκε ως απαράδεκτη κατά το προκαταρκτικό στάδιο εξέτασής της. Η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, αποτελεί προϊόν επαρκούς έρευνας και ορθής αξιολόγησης όλων των δεδομένων και στοιχείων, σύμφωνα και με το Νόμο και είναι περαιτέρω πλήρως και σαφώς αιτιολογημένη.

Ως εκ τούτου, η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται  με €500 έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ' ων η Αίτηση.

 

  Δ. Κατσαρίδης, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο