ΑΙΤΗΣΗ ΑΠΟ: D. F, Νομική Αρωγή Αρ. 112/23, 11/11/2024
print
Τίτλος:
ΑΙΤΗΣΗ ΑΠΟ: D. F, Νομική Αρωγή Αρ. 112/23, 11/11/2024

;ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

Νομική Αρωγή Αρ. 112/23

 

   11 Νοεμβρίου 2024

 

[Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΝΟΜΙΚΗΣ ΑΡΩΓΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΑΡ.1 ΤΟΥ 2003, ΩΣ ΕΧΕΙ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΕΙ ΚΑΙ ΤΟΥΣ

ΠΕΡΙ ΝΟΜΙΚΗΣ ΑΡΩΓΗΣ ΝΟΜΟΥΣ ΤΟΥ 2002 ΜΕΧΡΙ 2019

 

ΑΙΤΗΣΗ ΑΠΟ:

 

D. F

Αιτητή

 

......................

 

Ο Αιτητής εμφανίζεται προσωπικά

Στ. Σταύρου (κα) για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας

(Ρ. Ευαγγέλου (κος), για πιστή μετάφραση από τα Γαλλικά στα Ελληνικά και αντίστροφα)

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Ο Αιτητής με την αίτησή του ημερομηνίας 08/08/2023, αιτείται την παροχή δωρεάν νομικής αρωγής, προκειμένου να χειριστεί την προσφυγή που έχει ήδη καταχωρήσει, δυνάμει του άρθρου 146 του Συντάγματος, εναντίον της απόφασης του Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 26/07/2023, η οποία κοινοποιήθηκε στον Αιτητή στις 07/08/2023 και με την οποία απορρίπτεται η αίτησή του για χορήγηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας.

ΓΕΓΟΝΟΤΑ 

Τα γεγονότα της υπόθεσης, όπως προκύπτουν από το γραπτό σημείωμα που καταχώρισε η ευπαίδευτη συνήγορος που εμφανίζεται για τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και από τα τεκμήρια που επισυνάπτονται σε αυτό, έχουν ως ακολούθως:

Ο Αιτητής είναι υπήκοος Καμερούν και  συμπλήρωσε αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας στις 16/12/2016. Στις 14/07/2017, πραγματοποιήθηκε συνέντευξη του Αιτητή από αρμόδιο λειτουργό της EASO, ο οποίος ετοίμασε Έκθεση - Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με την συνέντευξη του Αιτητή στις 17/08/2017. Στη συνέχεια, ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε την εισήγηση για απόρριψη της αίτησης ασύλου του Αιτητή στις 18/09/2017. Στις 28/09/2017, η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική επιστολή μαζί με την αιτιολόγηση της απόφασης της σχετικά με το αίτημα του Αιτητή, η οποία παραλήφθηκε και υπογράφτηκε ιδιοχείρως από τον Αιτητή στις 03/10/2017.

 

Στις 04/10/2017, ο Αιτητής καταχώρησε διοικητική προσφυγή ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφυγών (εφεξής «ΑΑΠ») κατά της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με την αίτηση του για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας. Μέσω επιστολής ημερομηνίας 16/12/2020, ο Αιτητής ενημερώθηκε για την κατάργηση της ΑΑΠ και ότι η διοικητική του προσφυγή θα μεταφερθεί στην Υπηρεσία Ασύλου για περαιτέρω εξέταση.[1]

 

Στις 14/07/2023 πραγματοποιήθηκε εκ νέου συνέντευξη του Αιτητή από αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου. Στις 19/07/2023, ο αρμόδιος λειτουργός  ετοίμασε Έκθεση/Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου, σχετικά με τη εξέταση της διοικητικής προσφυγής/ένστασης. Στη συνέχεια, ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε την Εισήγηση για απόρριψη της αίτησης ασύλου του Αιτητή στις 26/07/2023. Στις 07/08/2023 η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική επιστολή σχετικά με το αίτημα του Αιτητή, η οποία παραλήφθηκε και υπογράφηκε ιδιοχείρως από τον Αιτητή, αυθημερόν. Στις 07/08/2023 ο Αιτητής καταχώρησε την προσφυγή υπ’ αριθμό. 2593/2023 ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας.

 

Νομικό Πλαίσιο

Η παρούσα αίτηση στηρίζεται στους περί Νομικής Αρωγής Διαδικαστικούς Κανονισμούς (Αρ.1) του 2003 και στον περί Νομικής Αρωγής Νόμο του 2002, Ν. 165(Ι)/2002 και συγκεκριμένα στις διατάξεις του άρθρου 6Β(2)(α) και 6Β(2)(ββ) του σχετικού Νόμου, το οποίο ορίζει τα ακόλουθα:

«6Β.(2) Παρέχεται δωρεάν νομική αρωγή σε αιτητή διεθνούς προστασίας, ο οποίος ασκεί προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου, δυνάμει των διατάξεων του Άρθρου 146 του Συντάγματος - (α) Κατά δυσμενούς απόφασης του Προϊσταμένου επί της αίτησης διεθνούς προστασίας του εν λόγω αιτητή, την οποία απόφαση ο Προϊστάμενος έλαβε δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 5, 12Βδις, 12Βτετράκις, 12Δ ή 13 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, ή

(β)[...]

(γ) κατά δυσμενούς απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής επί διοικητικής προσφυγής την οποία ο αιτητής διεθνούς προστασίας άσκησε ενώπιόν της σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 και η οποία διοικητική προσφυγή αφορούσε δυσμενή απόφαση την οποία ο Προϊστάμενος έλαβε δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 5, 12Βδις, 12Βτετράκις, 12Δ, 13, 16Α, 16Β ή 16Γ του εν λόγω νόμου,

υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

(αα) Η δωρεάν νομική αρωγή αφορά μόνο την πρωτοβάθμια εκδίκαση της προσφυγής ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου δυνάμει των διατάξεων του Άρθρου 146 του Συντάγματος, και όχι την εκδίκαση έφεσης ενώπιον του Ανώτατου Δικαστηρίου κατά της δικαστικής απόφασης η οποία εκδίδεται στα πλαίσια της εν λόγω πρωτοβάθμιας εκδίκασης, ούτε άλλο ένδικο μέσο και

(ββ) κατά την κρίση του Διοικητικού Δικαστηρίου, η προσφυγή έχει πραγματικές πιθανότητες επιτυχίας:

Νοείται ότι οι διατάξεις της παραγράφου (ββ) εφαρμόζονται χωρίς να περιορίζουν αυθαίρετα την παροχή της δωρεάν νομικής αρωγής και χωρίς να εμποδίζεται η ουσιαστική πρόσβαση του αιτητή διεθνούς προστασίας στη δικαιοσύνη.»

Σε περιπτώσεις ως η παρούσα θα πρέπει να ληφθεί υπόψη το δικαίωμα του Αιτητή να έχει πρόσβαση στη δικαιοσύνη, όμως το Δικαστήριο καλείται να εξετάσει την αίτηση με βάση το υλικό που έχει ενώπιον του χωρίς να δίδονται νομικές αρωγές ανεξέλεγκτα σε υποθέσεις που δεν έχουν πιθανότητες επιτυχίας.

Κατά την εξέταση των εκατέρωθεν ισχυρισμών το Δικαστήριο προβαίνει σε εκ πρώτης όψεως εξέταση της υπόθεσης, χωρίς βεβαίως να αποφασίζεται οριστικά η τύχη της προσφυγής που καταχώρησε ο αιτητής. Το αποτέλεσμα δε της παρούσας δεν επηρεάζει κατ' ουδένα λόγο την τελική έκβαση της προσφυγής της (βλέπε μεταξύ άλλων Durgo Man ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 278/09, ημ. 15/07/2009, καθώς και Baghour και Roud Gad, υπόθ. αρ.7/11 και 8/11, ημ.28/03/2011 ).

Ιδιαίτερα σχετικό με την φύση της παρούσας διαδικασίας είναι το κάτωθι απόσπασμα από την απόφαση επί της Αιτήσεως από KAUR, Αίτηση Νομικής Αρωγής Αρ. 17/2019, ημ.27/02/19, όπου ο τότε Δικαστής Ανωτάτου Δικαστηρίου κ. Ναθαναήλ ανέφερε ότι «Η περί Νομικής Αρωγής νομοθεσία θα πρέπει να ερμηνεύεται υπό το φως τόσο της φιλοσοφίας αυτής, όσο και υπό το φως των διατάξεων του περί Προσφύγων Νόμου και τη νομοθεσία περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης.».  Λαμβάνεται υπόψη δε ότι το Δικαστήριο τούτο έχει εξουσία να εξετάσει τυχόν προσφυγή κατά απορριπτικής απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου και επί της ουσίας και από τούδε και στο εξής (ex nunc) και όχι μόνο επί της νομιμότητας. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρ. 11 (5) του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018, το παρόν Δικαστήριο «[...] λαμβάνει υπόψη και σχετικά γεγονότα και ισχυρισμούς του προσφεύγοντος που δεν λήφθηκαν υπόψη κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης ή πράξης, είτε αυτά είναι προγενέστερα είτε είναι μεταγενέστερα αυτής.»

Στην απόφαση επί της αιτήσεως Νομικής Αρωγής αρ.31/2013, SΙNGH KHUSHWANT του Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου κ. Λιάτσου αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:

« Κατ' ακολουθία του άρθρου 6Β(2) του Νόμου, παρέχεται δωρεάν νομική αρωγή σε αιτητή ασύλου, ο οποίος ασκεί προσφυγή ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, μεταξύ άλλων, κατά δυσμενούς απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων επί διοικητικής προσφυγής, την οποία ο αιτητής ασύλου άσκησε ενώπιον της, και η οποία προσφυγή αφορούσε δυσμενή απόφαση.

Πρέπει να συνυπάρχουν οι προϋποθέσεις που θέτει το πιο πάνω άρθρο του Νόμου, προκειμένου να γίνει αποδεκτό αίτημα για παροχή δωρεάν νομικής αρωγής, μεταξύ των οποίων, η πιθανότητα να εκδοθεί θετική δικαστική απόφαση στα πλαίσια της πρωτοβάθμιας εκδίκασης της προσφυγής. Όπως νομολογιακά έχει αποφασιστεί, ο Νόμος δίνει ευρεία διακριτική ευχέρεια στο Δικαστήριο να αποφασίσει, κατά πόσον «είναι πιθανό να εκδοθεί θετική δικαστική απόφαση». Είναι, επίσης, πάγια γραμμή της Νομολογίας, ότι ο Αιτητής δεν πρέπει να στερείται, χωρίς επαρκή λόγο, του δικαιώματος του να ακουστεί η προσφυγή του από το Ανώτατο Δικαστήριο, έχοντας τη βοήθεια συνηγόρου. Από την άλλη, όμως, δεν είναι επιτρεπτή η παροχή νομικής αρωγής ανεξέλεγκτα, με συνακόλουθο την σπατάλη δημοσίου χρήματος με την καταχώρηση προσφυγών, οι οποίες δεν έχουν πιθανότητα επιτυχίας.

Το όλο ζήτημα, στην προσπάθεια του Δικαστηρίου να καταλήξει στη βασιμότητα αιτήματος παροχής νομικής αρωγής, εξετάζεται στη βάση του υλικού που τίθεται ενώπιον του. Στην προκειμένη περίπτωση, εφόσον, βεβαίως, δεν έχει καταχωρηθεί ακόμη προσφυγή, θα πρέπει να εξεταστεί στη βάση της ίδιας της απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερομηνίας 31/10/2013, η οποία βρίσκεται στον φάκελο του Δικαστηρίου και, έχοντας πάντα κατά νου τις νομικές αρχές που καλύπτουν το ζήτημα και τις τοποθετήσεις των δύο πλευρών. Παρεμβάλλω ότι είναι βασική αρχή πως το Δικαστήριο, εξετάζοντας αιτήσεις αυτής της μορφής και ασκώντας την ευρεία διακριτική του εξουσία, δεν προβαίνει σε οριστικά συμπεράσματα ως προς το αποτέλεσμα της ίδιας της προσφυγής, αλλά παραμένει στην πιθανολόγηση έκδοσης θετικής απόφασης. Η λέξη «πιθανό» που χρησιμοποιείται στην υποπαράγραφο (ββ) του άρθρου 6Β του Νόμου, αντικρίζεται σε αποκλειστική συνάρτηση προς τα διαλαμβανόμενα στο διοικητικό δίκαιο και υπό το φως του αντικειμένου μιας προσφυγής, η εξέταση της οποίας δεν οδηγεί σε απόφαση επί της ουσίας, αλλά αναθεωρείται μόνο η διοικητική πράξη, σύμφωνα με τις αρχές του διοικητικού δικαίου, χωρίς να εκτείνεται στην υποκατάσταση της διοικητικής απόφασης. Όπως έχει τονιστεί στην Υπόθεση Αρ. Αίτησης νομικής Αρωγής 12/2010, Mohammad Ismail ημερομηνίας 13/5/2010: «με άλλα λόγια, για να είναι πιθανό να εκδοθεί θετική δικαστική απόφαση' θα πρέπει από μια πρώτη θεώρηση της προσφυγής, με αναφορά στα γεγονότα και το νομικό υπόβαθρό της, να διαφαίνεται η ύπαρξη ενός ή περισσοτέρων εκ των λόγων για τους οποίους το Αναθεωρητικό Δικαστήριο δικαιούται να ακυρώσει διοικητική πράξη.» Τελικό, λοιπόν, κριτήριο είναι η πιθανότητα έκδοσης θετικής δικαστικής απόφασης και, κατά την εξέταση μιας τέτοιας πιθανότητας, το Δικαστήριο δεν αποφασίζει για την οριστική τύχη της προσφυγής, αλλά, όπως είναι καθήκον του, σταθμίζει τα ενώπιον του στοιχεία, προκειμένου να κρίνει κατά πόσον οι απαραίτητες προϋποθέσεις του Νόμου ικανοποιούνται, για να συνεκτιμήσει την πιθανότητα έκδοσης θετικής δικαστικής απόφασης στην αναμενόμενη να καταχωρηθεί προσφυγή»

Στον Αιτητή παραδόθηκε το σημείωμα του Γενικού Εισαγγελέα, του δόθηκε η ευκαιρία να αναφέρει οτιδήποτε επιθυμεί, και του εξηγήθηκαν οι προϋποθέσεις που θέτει η οικεία νομοθεσία επί αιτήσεως ως η παρούσα.

Ο αρμόδιος λειτουργός μετά από εξέταση της συνέντευξης ημερομηνίας 14/07/2017 και της Έκθεσης/Εισήγησης ημερομηνίας 17/08/2017 που υποβλήθηκε στο Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου, εναντίον της οποίας ο Αιτητής καταχώρηση διοικητική προσφυγή ενώπιον της ΑΑΠ, διαπίστωσε ότι η λειτουργός προέβη σε λανθασμένη διερεύνηση και ανάλυση των ουσιωδών πραγματικών περιστατικών που εγέρθηκαν από τον Αιτητή κατά τη διάρκεια της συνέντευξης του, δεν προέβη σε καμία έρευνα σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης, ούτε προχώρησε σε αξιολόγηση κινδύνου. Ως εκ τούτου, κρίθηκε σκόπιμη η διεξαγωγή νέας προσωπικής συνέντευξης στον Αιτητή, η οποία πραγματοποιήθηκε στις 14/07/2023.

Κατά την διάρκεια της συνέντευξης του ημερομηνίας 14/07/2023 (Παράρτημα 7 του Σημειώματος του Γενικού Εισαγγελέα), ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι κατά ή περί τα τέλη Σεπτεμβρίου 2016 πραγματοποιήθηκε διαδήλωση στη Bamenda, όπου συμμετείχε και μια ομάδα ομοφυλόφιλων. Ο ίδιος βρέθηκε στην διαδήλωση τυχαία επειδή εργαζόταν στο κέντρο. Δήλωσε ότι η αστυνομία συνέλαβε αρκετά πρόσωπα που συμμετείχαν στη διαδήλωση, και περί τις 30 Οκτωβρίου, ένας φοιτητής τον ενημέρωσε ότι αστυνομία θα συλλάβει όλους όσους ήταν παρόντες στη διαμαρτυρία. Περαιτέρω, ανέφερε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του διότι τον κατηγόρησαν ότι είναι ομοφυλόφιλος, αναφέρθηκε σε ένα περιστατικό που πραγματοποιήθηκε σε ένα κέντρο αναψυχής στη Yaounde, κατά ή περί το 2015, με ομοφυλόφιλους φίλους του. Ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι ένα βράδυ βρισκόταν με φίλους του σε ένα κέντρο αναψυχής, κάποια στιγμή αποφάσισε να επισκεφθεί την τουαλέτα, τον ακολούθησε ένας φίλος του και τον φίλησε. Εκείνη τη στιγμή τους είδε ένας από τους ιδιοκτήτες του κέντρου, τους είπε ότι θα τους καταγγείλει στις αρχές και τους έδιωξε, χτυπώντας τους. Την επόμενη ημέρα, ισχυρίστηκε ότι μερικά άτομα τον αναγνώρισαν και άρχισαν να τον κυνηγούν και ακολούθως διέφυγε στη πόλη Bamenda. Τέλος, αναφέρθηκε και στην κατάσταση υγείας του, ότι είναι φορέας Ηπατίτιδας β.

Στο πλαίσιο της εκ νέου διαδικασίας εξέτασης της αίτησής του ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου ο αρμόδιος λειτουργός κατηγοριοποίησε τους ισχυρισμούς του Αιτητή σε πέντε ουσιώδεις ισχυρισμούς: έναν αναφορικά με τα στοιχεία ταυτότητας, το προφίλ, συμπεριλαμβανομένης της κατάσταση της υγείας του, οποίος έγινε δεκτός ως εσωτερικά και εξωτερικά αξιόπιστος.

O δεύτερος ισχυρισμός αφορούσε την συμμετοχή του Αιτητή σε παρέα ομοφυλόφιλων, ο οποίος απορρίφθηκε λόγω έλλειψης εσωτερικής αξιοπιστίας. Ο λειτουργός κατέληξε ότι οι δηλώσεις του Αιτητή δεν ήταν λεπτομερείς και ειδικές. Οι δηλώσεις του ως προς την ταυτότητα των φίλων του, το προφίλ και τον τρόπο γνωριμίας τους ήταν γενικές και χωρίς λεπτομέρειες. Ως προς τον σεξουαλικό προσανατολισμό των φίλων του δήλωσε ότι είχαν γυναικεία χαρακτηριστικά και συμπεριφέρονταν ως γυναίκες, χωρίς να παράσχει περισσότερες πληροφορίες. Αναφορικά με την αντιμετώπιση των φίλων του λόγω του προσανατολισμού τους, ανέφερε παραδείγματα πράξεων βίας απέναντι τους, χωρίς όμως να προσδιορίσει τους δράστες των πράξεων αυτών. Ο λειτουργός παρέθεσε πληροφορίες από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης σχετικά με την ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα και την μεταχείριση των ομοφυλόφιλων στο Καμερούν.

Αναφορικά με τον τρίτο ισχυρισμό, ήτοι ότι ο Αιτητής κατελήφθη να φιλιέται με άνδρα σε μπαρ και την επόμενη ημέρα πλήθος τον καταδίωξε, απορρίφθηκε λόγω έλλειψης εσωτερικής αξιοπιστίας. Κρίθηκε ότι οι δηλώσεις που παρείχε ο Αιτητής ήταν χωρίς λεπτομέρειες  και ειδικότητα. Ειδικότερα, δεν ήταν σε θέση να παρέχει πληροφορίες για την ταυτότητα των ατόμων που απάρτιζαν την παρέα, οι περιγραφές του ως προς την αντίδραση του ιδιοκτήτη ήταν χωρίς βιωματικά στοιχεία ενώ ως προς την αντίδραση των φίλων του δεν προσέφερε καμία ποιοτική περιγραφή. Ως προς το πλήθος που τον αναγνώρισε έξω από την οικία του φίλου του, την επόμενη ημέρα, δεν γνωρίζει πως τον αναγνώρισαν και όσα περιέγραψε στερούνταν βιωματικότητα.  Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού του ο λειτουργός παρέπεμψε σε εξωτερικές πηγές σχετικά με την αντιμετώπιση των ΛΟΑΤΚΙ ατόμων, καταλήγοντας ότι παρότι οι ισχυρισμοί του βρίσκουν έρεισμα εντούτοις ο ισχυρισμός του απορρίπτεται λόγω έλλειψης εσωτερικής αξιοπιστίας. Ο λειτουργός αναφέρθηκε και στην αλληλογραφία που προσκόμισε ο Αιτητής από άγνωστο άτομο, ο οποίος ισχυρίζεται ότι είναι συγγενικό του πρόσωπο και ότι τον αναζητούν, επισυνάπτοντας και σχετικά δημοσιεύματα σχετικά με την εξαφάνιση του Αιτητή, τα οποία δεν έγιναν αποδεκτά από τον λειτουργό.

Αναφορικά με τον τέταρτο ουσιώδη ισχυρισμό, ήτοι ότι ο Αιτητής εγκαταστάθηκε στη Bamenda, όπου συμμετείχε σε διαδήλωση, ομοίως απορρίφθηκε λόγω έλλειψης εσωτερικής αξιοπιστίας.  Αρχικά, ο αρμόδιος λειτουργός επισήμαινε ότι εγείρονται αμφιβολίες για τη μετεγκατάσταση του Αιτητή στη Bamenda. Αναφορικά με τη διαδήλωση κλήθηκε να περιγράψει τι συνέβη κατά τη διάρκεια της αλλά και μετά, απαντώντας ότι δεν θυμάται. Ο Αιτητής προσκόμισε οπτικοακουστικό υλικό σε usb, στο οποίο, ως ισχυρίστηκε, αφορά διαδηλώσεις που καταστάληκαν από τις αρχές του Καμερούν χωρίς ο ίδιος να έχει οποιαδήποτε σχέση με τις διαδηλώσεις ή του διαδηλωτές. Επιβεβαιώθηκε από τον λειτουργό η πραγματοποίηση διαδηλώσεων στη Bamenda μέσω έγκυρων πηγών, ωστόσο ο ισχυρισμός του Αιτητή απορρίφθηκε. 

Ο πέμπτος ουσιώδης ισχυρισμός σχετίζεται με την δίωξη από τις αρχές του Καμερούν για τις κατηγορίες της ανταρσίας και της ομοφυλοφιλίας. Ο εν λόγω ισχυρισμός απορρίφθηκε λόγω έλλειψης εσωτερικής και εξωτερικής αξιοπιστίας από το λειτουργό. Ειδικότερα, κρίθηκε ότι οι δηλώσεις του Αιτητή σε σχέση με τα περιστατικά περιορίζονται σε εικασίες του. Αναφορικά με τις κατηγορίες ομοφυλοφιλίας, ο λειτουργός επισήμανε ότι ο Αιτητής εκτιμά ότι κατηγορήθηκε για ομοφυλοφιλία επειδή ο ιδιοκτήτης του κέντρου αναψυχής είχε αναφέρει ότι θα τον καταγγείλει, χωρίς όμως να ενημερωθεί και ενώ είχε φύγει από τη Yaounde, έχοντας διακόψει κάθε επαφή με τους φίλους του. Ως προς τον τρόπο εξεύρεσης των ενταλμάτων οι δηλώσεις του είναι αόριστες. Αναφορικά με τον εν λόγω ισχυρισμό, ο Αιτητής προσκόμισε αντίγραφο κλήσης ημερομηνίας 10/09/2015, αντίγραφο εντάλματος αναζήτησης του Αιτητή ημερομηνίας 09/10/2015 και αντίγραφο εντάλματος σύλληψης του κατόπιν καταδίκης του σε 15 έτη κάθειρξης για τα αδικήματα της ομοφυλοφιλίας, αποσχιστικής δράσης, ανταρσίας και συνάθροισης που εκδόθηκε στις 19/11/2015. Τα εν λόγω έγγραφα δεν έγιναν αποδεκτά από τον λειτουργό καθότι πρόκειται για αντίγραφα, χωρίς να αποδεικνύεται η προέλευση τους και αναφορικά με τα αδικήματα της ανταρσίας και συνάθροισης, σύμφωνα με τα λεγόμενα του Αιτητή σχετίζονται με τη δράση του Αιτητή στη Bamenda το 2016.

Κατά την αξιολόγηση κινδύνου ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι με βάση  τους αποδεκτούς ισχυρισμούς, ήτοι τα προσωπικά του στοιχεία, δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι συντρέχουν εύλογοι λόγοι να θωρείται πως σε περίπτωση επιστροφής του Αιτητή στην χώρα καταγωγής του θα εκτεθεί σε μεταχείριση που ισοδυναμεί με δίωξη ή με σοβαρή βλάβη. Ως προς τη πιθανότητα να εκτεθεί σε δυσμενή μεταχείριση λόγω του γεγονότος ότι είναι φορέας Ηπατίτιδας β, ο λειτουργός παρέπεμψε σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης. Επιπλέον, ο λειτουργός προχώρησε σε έρευνα αναφορικά με την κατάσταση ασφαλείας στον τόπο καταγωγής του Αιτητή, ήτοι Mbalmayo, της επαρχίας Centre.

Κατά τη νομική ανάλυση, ο αρμόδιος λειτουργός κατέληξε ότι δεν στοιχειοθετείται φόβος δίωξης με βάση την εθνικότητα, τη φυλή, τη θρησκεία, τη συμμετοχή σε συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα ή τα πολιτικά του φρονήματα, όπως περιγράφονται στο άρθρο 1Α της Σύμβασης της Γενεύης του 1951, στο εδάφιο (δ) του άρθρου 2 της Οδηγίας 2011/95/EΕ και στο εδάφιο (1) του άρθρου 3 του Περί Προσφύγων Νόμου. Εξετάζοντας τη δυνατότητα να του χορηγηθεί το καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι ο αιτών δεν θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης αποκλειστικά και μόνο λόγω της παρουσίας του στο Καμερούν, δεδομένου ότι η χώρα του δεν βρίσκεται σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης.

Κατάληξη

Εν προκειμένω, σημειώνεται ότι η ευπαίδευτη εκπρόσωπος του Γενικού Εισαγγελέα εισηγήθηκε μέσω του Γραπτού της Σημειώματος ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις που θέτει ο περί Νομικής Αρωγής Νόμος για την παραχώρηση του ευεργετήματος της νομικής αρωγής στον Αιτητή. Στον Αιτητή μεταφράστηκε το σημείωμα του Γενικού Εισαγγελέα. Κατά την ακροαματική διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου ο Αιτητής αναφέρθηκε στα θέματα ψυχικής υγείας που αντιμετωπίζει και ότι λαμβάνει φαρμακευτική αγωγή, χωρίς ωστόσο να προσκομίσει οιονδήποτε έγγραφο.

Από τα ενώπιον μου δεδομένα, διαπιστώνω ότι, εκ πρώτης όψεως ο Αιτητής πράγματι δεν κατάφερε να τεκμηριώσει τους ουσιώδεις ισχυρισμούς περί δίωξης του από τις αρχές της χώρας καταγωγής του, και κρίνεται ως ορθή η κατάληξη της Υπηρεσίας Ασύλου περί μη στοιχειοθετηθείσας εσωτερικής αξιοπιστίας αυτών.  Οι ισχυρισμοί του, ως διαφαίνεται και από έκθεση-εισήγηση που ετοίμασε ο αρμόδιος λειτουργός, ορθώς εκ πρώτης όψεως αυτοί σχηματίσθηκαν και αποτυπώθηκαν, αλλά και έτυχαν ενδελεχούς αξιολόγησης από την Υπηρεσία Ασύλου, με βάση τους δείκτες αξιοπιστίας[2] ενώ ως προς την εξωτερική αξιοπιστία των ως άνω ισχυρισμών, λήφθηκαν υπόψη αξιόπιστες  και επικαιροποιημένες πηγές πληροφόρησης.  Περαιτέρω, διακρίνω από τα πρακτικά της συνέντευξης, πως εκ πρώτης όψεως τέθηκαν από τον αρμόδιο λειτουργό πλείστες ερωτήσεις (ανοικτού/κλειστού τύπου αλλά και διευκρινιστικές αυτών) προκειμένου να αναπτύξει ο Αιτητής τον πυρήνα του αιτήματος του για διεθνή προστασία αλλά και να διασαφηνίσει τυχόν παραλείψεις, ασάφειες και αντιφάσεις στις δηλώσεις του. Περαιτέρω, διαπιστώνω πως ορθώς εκ πρώτης όψεως αξιολογήθηκαν και διερευνήθηκαν τα έγγραφα που προσκόμισε ο Αιτητής προς επίρρωση των ισχυρισμών του, ενώ δόθηκε ως παρατηρώ από τα πρακτικά της συνέντευξης η δυνατότητα στον Αιτητή να περιγράψει και να υποστηρίξει τα ως άνω έγγραφα.

Ξεκάθαρα και από τα ενώπιον μου στοιχεία ο βασικός λόγος για τον οποίο δεν έγινε δεκτό το αίτημα του Αιτητή περί δίωξης του από τις αρχές της χώρας καταγωγής του, ήταν το γεγονός της μη απόδειξης της αληθοφάνειας του ισχυρισμού ότι διώχθηκε από τις αρχές με τις κατηγορίες της ανταρσίας και της ομοφυλοφιλίας. Οι δηλώσεις του Αιτητή σχετικά με ότι συμμετείχε σε παρέα ομοφυλόφιλων και μια μέρα, κατά ή περί το 2015, σε ένα κέντρο αναψυχής, ένας εκ των φίλων του τον φίλησε με αποτέλεσμα να δεχθούν απειλές από τον ιδιοκτήτη του κέντρου ότι θα τους καταγγείλει στις αρχές, ήταν γενικόλογες και αόριστες. Ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να περιγράψει προσωπικά χαρακτηριστικά των φίλων του, τις διαπροσωπικές τους σχέσεις, συζητήσεις ως προς τον σεξουαλικό τους προσανατολισμό, τα αισθήματα τους. Ως προς το περιστατικό στο κέντρο αναψυχής, το οποίο οδήγησε τον Αιτητή να εγκατασταθεί σε άλλη πόλη, οι δηλώσεις του στερούνται λεπτομερειών. Περαιτέρω, οι αναφορές του ότι την επόμενη ημέρα, από το συγκεκριμένο περιστατικό, πλήθος τον βρήκε έξω από την οικία του φίλου του, οι οποίοι προσπάθησαν να τον χτυπήσουν, στερούνται ευλογοφάνειας. Παρατηρείται ότι ο Αιτητής δήλωσε ότι μετά το περιστατικό και την εγκατάσταση στου στη Bamenda διέκοψε κάθε επικοινωνία με τους συγκεκριμένους φίλους του (ερ. 93-3χ,92-χ). Αναφορικά με τον ισχυρισμό του ότι συμμετείχε σε μια διαδήλωση στη Bamenda, κατά ή περί το 2016, ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να περιγράψει τι συνέβη εκείνη την ημέρα αλλά και τι ακολούθησε. Ανέφερε μόνο ότι συμμετείχε στη διαδήλωση διότι κουράστηκε με την κατάσταση που επικρατεί στη χώρα του και τη δικτατορική κυβέρνηση που βασανίζει τον κόσμο. Επιπλέον, δεν παρείχε επαρκείς πληροφορίες σχετικά με προσωπικά του βιώματα, οι απαντήσεις του ήταν γενικές και αόριστες, χωρίς να δώσει ουσιαστικές απαντήσεις σε σχέση με τον λόγο που τον οδήγησε να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του.  Όσον αφορά τα εντάλματα κλήσης, αναζήτησης και σύλληψης του, παρατηρώ ότι εκδόθηκαν την περίοδο Σεπτεμβρίου- Νοεμβρίου 2015 και αφορούν τα αδικήματα της ομοφυλοφιλίας, αποσχιστικής δράσης, ανταρσίας και συνάθροισης. Οι κατηγορίες της συνάθροισης και της ανταρσίας, οι οποίες φέρεται να σχετίζονται με τη δράση του Αιτητή στη Bamenda, την οποία ο ίδιος χρονικά τοποθετεί στο έτος 2016, δηλαδή σε μεταγενέστερο χρόνο της έκδοσης των προσκομισθέντων εγγράφων, βρίσκονται σε πλήρη αντίθεση με τα λεγόμενα του Αιτητή. Ασάφειες προκύπτουν και ως προς τις δηλώσεις του για τις συχνές μετακινήσεις εντός της χώρας καταγωγής του και, επιπλέον, παρατηρείται έλλειψη ευλογοφάνειας ως προς την άγνοια των ονομάτων των αδελφών του.

Από τα όσα αναφέρει ο Αιτητής προκύπτει ότι πλήττεται η εσωτερική αξιοπιστία των ισχυρισμών του λόγω των ασαφειών, της έλλειψης λεπτομέρειας και της μη ευλογοφάνειας.

Ως προς την κατάσταση υγείας του, ο  Αιτητής διαγνώστηκε με Ηπατίτιδα β. Παρατηρώ, ότι οι καθ’ ων η αίτηση υπέβαλλαν ερωτήσεις ως προς την κατάσταση υγείας του Αιτητή και προχώρησαν σε σχετική αξιολόγηση στα πλαίσια του πρώτου ουσιώδης ισχυρισμού, όπου κρίθηκε αποδεκτός. Περαιτέρω, στη αξιολόγηση κινδύνου, ο αρμόδιος λειτουργός προχώρησε σε έρευνα σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης ως προς το σύστημα υγείας του Καμερούν και την αντιμετώπιση της Ηπατίτιδας β.

Συνεπώς, ο βασικός λόγος για τον οποίο δεν έγινε δεκτό το αίτημα του περί δίωξης του ήταν το γεγονός της μη απόδειξης της αληθοφάνειας των βασικών ισχυρισμών του και του κλονισμού της αξιοπιστίας του, λόγω ουσιωδών ελλείψεων και αδυναμιών οι οποίες εντοπίστηκαν στη συνέντευξη που έδωσε.   Αυτό δε το εμπόδιο αναγνωρίζεται ρητά ως ένα από τα κωλύματα στην έγκριση αιτήματος ασύλου, από τις πρόνοιες του Εγχειριδίου (Βλ.  απόφαση Ανωτάτου Δικαστηρίου EDWARD ESKANDAZ ν. ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ κ.α., Υπόθεση Αρ. 1673/2010, 4/7/2013).

Όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της Έκθεσης-Εισήγησης, ο λειτουργός έλαβε υπόψη τον αποδεκτό ισχυρισμό περί προσωπικών στοιχείων συμπεριλαμβανομένης της κατάστασης υγείας του Αιτητή (αξιολόγηση της αξιοπιστίας), και βάση αυτού έκρινε στην συνέχεια ότι δεν υπάρχει πιθανότητα ο Αιτητής  να υποβληθεί σε μεταχείριση που συνιστά δίωξη ή σοβαρή βλάβη (εκτίμηση κινδύνου).

Από το σύνολο των πιο πάνω δεδομένων και κατά την εκ πρώτης όψεως εκτίμηση τους, διαπιστώνω πως ο αρμόδιος λειτουργός κατά την εξέταση της αίτησης του Αιτητή ορθώς εντόπισε και εξέτασε όλους τους ισχυρισμούς του, στο μέτρο που αυτοί θα ήταν κρίσιμοι για την υπαγωγή του στο καθεστώς διεθνούς προστασίας και προέβη εν συνεχεία, σε ορθή εκ πρώτης όψεως αξιολόγηση αυτών. Πέραν των όσων αναλυτικά εκτίθενται στην Εισηγητική Έκθεση, η οποία αποτέλεσε την αιτιολογική βάση της επίδικης απόφασης, παρατηρώ ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να θεμελιώσει τους ισχυρισμούς του, τόσο ως προς τους λόγους που εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του, ούτε ως προς τον φόβο του σε περίπτωση επιστροφής του.

Ούτε διακρίνω πλημμέλειες στην ανάλυση του μελλοντικού κινδύνου δίωξης ή σοβαρής βλάβης του Αιτητή στον οποίον ενδέχεται να εκτεθεί σε περίπτωση επιστροφής του στην χώρα καταγωγής του. Τουναντίον, διαπιστώνω πως ο αρμόδιος λειτουργός  κατά το στάδιο της αξιολόγησης του μελλοντικού κινδύνου δίωξης ή σοβαρής βλάβης εξέτασε επαρκώς τα ουσιώδη εκείνα αποδεκτά στοιχεία του Αιτητή, από τα οποία ενδεχομένως ο Αιτητής να κινδύνευε κατά την επιστροφή του στην χώρα καταγωγής του να υποστεί δίωξη ή σοβαρή βλάβη, και ορθώς κατέληξε ότι τέτοιος κίνδυνος δεν συντρέχει. Ομοίως, προέβη σε ορθή εκ πρώτης όψεως κατάληξη επί της μη υπαγωγής του Αιτητή σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, αναλύοντας εκτενώς και σε συνάρτηση με πληροφορίες από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης το ενδεχόμενο υπαγωγής αυτού  στις πρόνοιες του άρθρου 19 του Περί Προσφύγων Νόμου.

Ο Αιτητής έχει το βάρος να καταδείξει ότι έχει πραγματικές πιθανότητες να εκδοθεί δικαστική απόφαση υπέρ του και χωρίς να αποφασίζεται οριστικά το αποτέλεσμα της προσφυγής που πιθανόν να καταχωρίσει ο Αιτητής (Αποφάσεις στην Αίτηση Νομικής Αρωγής  Αρ. 1/2009, Tamaga Durja Man v. Δημοκρατίας, ημερ.  15/7/2009, και στη  Αίτηση  Νομικής Αρωγής  Αρ. 10/12, Nacira Baghour και Maged Ahmad Odeh, ημερ. 28/3/2012).Ως εκ τούτου, κρίνω ότι δεν υπάρχουν εκ πρώτης όψεως πραγματικές πιθανότητες επιτυχίας της προσφυγής που έχει καταχωρίσει ο Αιτητής, καθώς δεν προκύπτουν διαδικαστικά θέματα και σημεία που δεν διερευνήθηκαν δεόντως, ο δε λειτουργός εξέτασε δεόντως τους ισχυρισμούς αυτού τόσο κατά τη διάρκεια διεξαγωγής της συνέντευξης όσο και κατά την εισήγηση. Εξετάζοντας τη συνέντευξη που διεξήχθη, την εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού και γενικότερα όλο το υλικό το οποίο είναι ενώπιον μου, κρίνω ότι η Υπηρεσία Ασύλου προέβη σε επαρκή έρευνα όλων των ουσιωδών στοιχείων.

Ως εκ τούτου φρονώ ότι  δεν πληρείται η προϋπόθεση που προβλέπεται στο άρθρο 6Β(2)(ββ) αναφορικά με την πραγματική πιθανότητα επιτυχίας της προσφυγής του. Διαπιστώνω επιπλέον, ότι εκ πρώτης όψεως κατά τη διάρκεια της συνέντευξης φαίνεται ότι έχουν τεθεί επαρκείς και διευκρινιστικές ερωτήσεις προς τον Αιτητή. Η έκθεση/εισήγηση του λειτουργού περιλαμβάνει και αξιολογεί τους ισχυρισμούς του Αιτητή ενώ δεν προκύπτει εκ πρώτης όψεως οποιοδήποτε στοιχείο περί πλημμέλειας της αιτιολογίας της απόφασης της διοίκησης.

Από τα παραπάνω φαίνεται εκ πρώτης όψεως ότι δεν υφίσταται δικαιολογημένος φόβος δίωξης κατά την έννοια των διατάξεων της Σύμβασης της Γενεύης όσο και των διατάξεων του άρθρου 3 του Περί Προσφύγων Νόμου 2000 (6(I)/2000) για κάποιο από τους περιοριστικά αναγραφόμενους στη Σύμβαση της Γενεύης λόγους για χορήγηση προσφυγικού καθεστώτος. Ούτε περαιτέρω φαίνεται να τεκμηριώνονται τέτοιοι ισχυρισμοί, οι οποίοι να δικαιολογούν την υπαγωγή του Αιτητή στο καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας. 

Με βάση λοιπόν το σύνολο των στοιχείων που τέθηκε ενώπιον μου, όπως τα έχω αναφέρει και πιο πάνω, καταλήγω - στο βαθμό που απαιτείται στην παρούσα, η οποία δεν απαιτεί εις βάθος εξέταση της ουσίας της αιτήσεως διεθνούς προστασίας - ότι το αίτημα του Αιτητή για παροχή διεθνούς προστασίας εξετάστηκε επιμελώς και ερευνήθηκε δεόντως από την Υπηρεσία Ασύλου.  Για τους λόγους που έχουν εκτεθεί καταλήγω ότι, βάσει των προνοιών της σχετικής νομοθεσίας, και λαμβανομένων υπόψη των ενώπιον μου στοιχείων, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η προσφυγή εναντίον της επίδικης απόφασης έχει πραγματικές πιθανότητες επιτυχίας. Με δεδομένο τούτο παρέλκει η εξέταση της παρούσας στην βάση της οικονομικής δυνατότητας του Αιτητή να ανταπεξέλθει στα έξοδα της προσφυγής που έχει ήδη καταχωρήσει. 

Ο Αιτητής έχει βέβαια κάθε δικαίωμα εάν επιθυμεί να προωθήσει την προσφυγή που έχει ήδη καταχωρίσει στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας, με δικά του έξοδα, παρά την απόρριψη της αίτησής του για παραχώρηση σε αυτόν δωρεάν νομικής αρωγής.

Με δεδομένη τη μη ικανοποίηση αυτής της απαραίτητης εκ του Νόμου προϋπόθεσης, η αίτηση αναπόφευκτα απορρίπτεται χωρίς έξοδα.

Τα έξοδα των μεταφραστών να καταβληθούν από τη Δημοκρατία.

 

 Δ. Κατσαρίδης, Δ.Δ.Δ.Δ.Π

 

 

 

 

 



[1] Δυνάμει των μεταβατικών διατάξεων του άρθρου 33 του περί Προσφύγων Νόμου, μετά την κατάργηση της ΑΑΠ, ο Προϊστάμενος εξετάζει και αποφασίζει επί της  εκκρεμούσης διοικητικής προσφυγής ως να του είχε υποβληθεί ως ένσταση κατά της αρχικής αρνητικής του απόφασης·.

[2] Evidence and credibility assessment in the context of the Common European Asylum System Judicial analysis Second edition, EUAA https://euaa.europa.eu/publications/judicial-analysis-evidence-and-credibility-context-common-european-asylum-systemσ. 120-134


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο