
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθεση Αρ.: 4892/22
7 Νοεμβρίου, 2024
[ Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
D.M.S.
Αιτητής
ΚΑΙ
Κυπριακής Δημοκρατίας,
μέσω Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ' ων η αίτηση
........
Π. Γιαννακάς (κος), Δικηγόρος για τον Αιτητή
Ν. Κουρσάρης (κος) για Μ. Τρεμούρη (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας για τους Καθ' ων η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Ο Αιτητής με την παρούσα προσφυγή, αξιώνει την ακύρωση της απόφασης των Καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 02/03/2022, η οποία του γνωστοποιήθηκε μέσω επιστολής ημερομηνίας 19/03/2022, που στάλθηκε μέσω ταχυδρομείου στις 28/03/2022 στον Αιτητή, και με την οποία έλαβε γνώση της απόρριψης της αίτησής του για παραχώρηση σε αυτόν καθεστώτος διεθνούς προστασίας, καθότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 3 και 19 του Περί Προσφύγων Νόμου.
ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Όπως προκύπτει από την Ένσταση που καταχωρήθηκε από την ευπαίδευτη συνήγορο που εκπροσωπεί τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και προκύπτει από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου (στο εξής αναφερόμενος ως «δ.φ.») της Υπηρεσίας Ασύλου που κατατέθηκε ως Τεκμήριο 1 στα πλαίσια των διευκρινήσεων της παρούσας προσφυγής, τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης έχουν ως κατωτέρω:
Ο Αιτητής είναι υπήκοος Γουινέας και υπέβαλε αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας στις 07/05/2018. Στις 21/01/2022, πραγματοποιήθηκε συνέντευξη του Αιτητή από λειτουργό της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης για το Άσυλο (στο εξής EUAA). Στις 04/02/2022, ο αρμόδιος Λειτουργός συνέταξε Έκθεση / Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με τη συνέντευξη (interview) του Αιτητή. Στη συνέχεια, ο εξουσιοδοτημένος να ασκεί καθήκοντα Προϊστάμενου λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε την εισήγηση για απόρριψη της αίτησης για διεθνή προστασία στις 02/03/2022. Στις 19/03/2022, η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική επιστολή μαζί με την αιτιολόγηση της απόφασης της σχετικά με το αίτημα του, η οποία στάλθηκε με ταχυδρομείο στον Αιτητή στις 28/03/2022. Εναντίον της απορριπτικής απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, καταχωρήθηκε η υπό εξέταση προσφυγή.
ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ
Ο Αιτητής δια μέσου του συνηγόρου του παραθέτει στο εισαγωγικό δικόγραφο της διαδικασίας αρκετούς λόγους ακύρωσης χωρίς αυτοί ωστόσο να συνοδεύονται από σαφή αιτιολογία ή παραπομπή σε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά ή στοιχεία του διοικητικού φακέλου. Με την ίδια γενικότητα και αοριστία προβάλλει αρκετούς λόγους ακύρωσης και δια μέσου της γραπτής του αγόρευσης.
Από την άλλη, οι Καθ' ων η Αίτηση, μέσω της γραπτής αγόρευσης της συνηγόρου τους, υποβάλλουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι νόμιμη και ορθή, ενώ ο Αιτητής στην Γραπτή του Αγόρευση δεν φαίνεται να προωθεί κανένα λόγο ακύρωσης ξεκάθαρα. Ως περαιτέρω προβάλλουν, ο Αιτητής δια της καταχωρηθείσας προσφυγής του δεν εγείρει τους νομικούς ισχυρισμούς σύμφωνα με τον Κανονισμό 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962 και ως εκ τούτου οι λόγοι ακύρωσης δεν μπορούν να εξεταστούν. Τέλος, είναι η θέση των Καθ' ων η Αίτηση ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να αποσείσει το βάρος απόδειξης των ισχυρισμών του, και η επίδικη πράξη είναι αποτέλεσμα δέουσας έρευνας και τήρησης της ορθής διαδικασίας.
Στην Απαντητική Γραπτή Αγόρευση του ο Αιτητής, μέσω του συνηγόρου του, προβάλλει ελλιπή δέουσα έρευνα όσον αφορά την κατάσταση ασφαλείας της χώρας καταγωγής του Αιτητή με παραπομπές σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης, καθώς και έλλειψη συνεργασίας από πλευράς αρμόδιου λειτουργού για δημιουργία κατάλληλου κλίματος κατά τη διάρκεια της συνέντευξης.
ΚΑΤΑΛΗΞΗ
Καταρχάς, θα πρέπει να λεχθεί ότι ο συνήγορος του Αιτητή, παρόλο που επικαλείται πολλούς λόγους ακυρώσεως στο δικόγραφο της αίτησης ακυρώσεως, εντέλει οι λόγοι αυτοί δεν αναπτύσσονται στην ολότητά τους, εντός της γραπτής του αγόρευσης. Περαιτέρω παρατηρώ ότι, οι ισχυρισμοί που προβάλλει ο Αιτητής εν πολλοίς δεν αιτιολογούνται ή εξειδικεύονται και τα θέματα που εγείρονται στη γραπτή του αγόρευση εγείρονται με γενικότητα και αοριστία.
Σύμφωνα με τον Κανονισμό 7, του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, κάθε διάδικος υποχρεούται να εκθέτει με τις έγγραφες προτάσεις του τα νομικά σημεία επί των οποίων στηρίζεται, αιτιολογώντας ταυτόχρονα αυτά πλήρως. Έχει κατ' επανάληψιν αποφασιστεί από το Ανώτατο Δικαστήριο πως δεν εξετάζονται νομικοί ισχυρισμοί οι οποίοι δεν τέθηκαν επακριβώς στην προσφυγή (βλ. Δημοκρατία ν. Κουκκουμά (1993) 3 Α.Α.Δ. 598, Οικονόμου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 530 , Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 Α.Α.Δ. 598). Η δικογραφία αποτελεί το μέσο προσδιορισμού των επίδικων θεμάτων και απαιτείται η αιτιολόγηση των νομικών σημείων της αίτησης ακυρώσεως για την εξέταση των λόγων ακύρωσης από το Δικαστήριο (βλ. Δημοκρατία ν. Ιωσηφίδη (2013) 3 Α.Α.Δ. 59). Η απλή καταγραφή κατά ιδιαίτερα συνοπτικό τρόπο στους λόγους ακύρωσης επί της νομικής βάσης της προσφυγής δεν ικανοποιεί την επιτακτική ανάγκη του Καν. 7 του Ανώτατου Συνταγματικού Διαδικαστικού Κανονισμού του 1962 όπως οι νομικοί λόγοι αναφέρονται πλήρως (βλ. Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598, και Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 384, ANKIT v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΕΦΕΣΗ ΚΑΤΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ 29/2021, 4/10/2021).
Επίσης, σύμφωνα με πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, οι λόγοι προσφυγής που δεν αναπτύσσονται στο πλαίσιο της αγόρευσης του αιτητή θεωρούνται εγκαταλειφθέντες. Το ίδιο ισχύει και για τους λόγους σε σχέση με τους οποίους δεν προβάλλεται οποιαδήποτε επιχειρηματολογία προς υποστήριξή τους (Βλ. Kokos Athanasiou Motors Ltd v. Δημοκρατίας (2000) 3 ΑΑΔ 21, Υπόθ. Αρ. 1073/2004, Γεωργίας Αντωνίου κ.α. ν. Δημοκρατίας, μέσω Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, ημερ. 6/2/2007).
Το γεγονός ότι το παρόν Δικαστήριο είναι δικαστήριο που εξετάζει όχι μόνο τη νομιμότητα αλλά και την ορθότητα των διοικητικών πράξεων, οι οποίες απαριθμούνται στο εδάφιο (4) του άρθρου 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου, δεν αναιρεί την πιο πάνω υποχρέωση του αιτητή (Υπόθ. Αρ. 889/20, N. I. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Διευθυντή Υπηρεσίας Ασύλου, ημερ. 31/8/2021). Πρέπει να αναφέρεται με ακρίβεια και πληρότητα σε τί συνίσταται η συγκεκριμένη παραβίαση που προτείνεται στο νομικό σημείο. Η ακρίβεια βοηθά στην καθαρότητα του δικαστικού λόγου και στην τελεσφόρηση της υπόθεσης κατά τον ορθό και ταχύτερο τρόπο (Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 95/2012, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΗΣ ν. ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ, ημερ. 6/7/2018).
Περαιτέρω, και εάν ακόμη το παρόν Δικαστήριο εξαντλώντας την επιείκειά του εξετάσει τους λόγους ακύρωσης που προωθεί ο Αιτητής, είναι κρίσιμο και απαραίτητο να καταστεί αντιληπτό ότι η δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου διαδραματίζει καταλυτικό ρόλο στο λυσιτελές της προβολής τέτοιων ισχυρισμών. Ειδικότερα, το παρόν Δικαστήριο στις περιπτώσεις που απαριθμούνται υπό του άρθρου 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 [Ν. 73(I)/2018, ως έχει τροποποιηθεί], ως δικαστήριο ουσίας δικάζει την υπόθεση που άγεται ενώπιον του εξ υπαρχής, κατά το νόμο και κατά την ουσία. Ως εκ τούτου, δεν περιορίζεται μόνο στην εξέταση της διαδικασίας και των στοιχείων κρίσης της διοικητικής αρχής που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, αλλά προχωρεί παραπέρα και εξετάζει την ουσιαστική ορθότητα της επίδικης πράξεως, δυνάμενο να προβεί σε νέα εκτίμηση και αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού και των στοιχείων του φακέλου και αποφαίνεται αιτιολογημένα επί των αιτήσεων διεθνούς προστασίας του εκάστοτε προσφεύγοντος (στο πλαίσιο πάντα που καθορίζουν οι ισχυρισμοί του εκάστοτε αιτητή).
Συνεπώς, η απλή επίκληση πλημμελειών ή παραβιάσεων γενικών αρχών Διοικητικού Δικαίου, δεν επαρκεί από μόνη της για να ανατρέψει την επίδικη απόφαση. Ο αιτητής θα πρέπει να επεξηγεί τη βλάβη που επήλθε στον ίδιο και να προβάλλει, στο πλαίσιο της παρούσας δικαστικής διαδικασίας, τέτοιους συγκεκριμένους και ειδικούς ισχυρισμούς, οι οποίοι εν δυνάμει θα δικαιολογούσαν την υπαγωγή του στο καθεστώς διεθνούς προστασίας (βλ. αποφάσεις ΣτΕ 3067/2013, 521/2010, 2650/2009).
Ως εκ των άνω, όλοι οι λόγοι ακυρώσεως κρίνονται ως γενικοί, αόριστοι και αλυσιτελείς, συνεπώς, απορρίπτονται στο σύνολό τους.
Κατόπιν των ανωτέρω, θα προχωρήσω στην εξέταση του γενικού ισχυρισμού που προβάλλει ο συνήγορος του Αιτητή περί έλλειψης δέουσας έρευνας, ο οποίος προβάλλεται έστω και ακροθιγώς επί του εισαγωγικού δικογράφου της προσφυγής και λαμβανομένου υπόψιν ότι σύμφωνα με τον Περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο του 2018, Ν.73(Ι)/2018, το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας έχει την εξουσία να εξετάσει την παρούσα υπόθεση επί της ουσίας. Το γεγονός αυτό οφείλεται στο ότι η παρούσα υπόθεση αφορά αίτηση που χρονικά πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 11 (2) και (3) του Περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018, Ν.73(Ι)/2018, οι οποίες δίδουν στο Δικαστήριο την υποχρέωση ελέγχου της νομιμότητας και ορθότητας της πράξης.
Έχει πλειστάκις νομολογηθεί ότι η έκταση, ο τρόπος και η διαδικασία που ακολουθείται ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης. Περαιτέρω, η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το θέμα που εξετάζεται. Το κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και τη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων τα οποία παρέχουν ασφαλές συμπέρασμα. (Βλέπε Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.α., Α.Ε. 1518/1.11.96, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου, Α.Ε. 1575/14.7.97 , Α.Ε.2371, Motorways Ltd v. Δημοκρατίας ημερ. 25/6/99).
Το Δικαστήριο στα πλαίσια ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέγει και εξετάζει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης, ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντος οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωση (βλ. απόφαση αρ. 128/2008 JAMAL KAROU V. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 1 Φεβρουαρίου, 2010).
Σύμφωνα με τα στοιχεία του Αιτητή, όπως καταγράφονται στην Έκθεση / Εισήγηση του λειτουργού της EUAA, αλλά και όπως διαφαίνονται από τον Δ.Φ. και δεν αμφισβητούνται, ο Αιτητής είναι υπήκοος της Γουινέας, ο οποίος κατάγεται από την πόλη Dubreka, ωστόσο ως τελευταίος τόπος διαμονής του καθορίζεται η περιοχή Yimbaya, της κοινότητας Matoto στην πόλη Conakry.
Κατά την καταγραφή της αίτησής του για διεθνή προστασία ο Αιτητής δήλωσε ότι εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής του λόγω ψυχολογικής και σωματικής βίας (ερυθρό 6 και μετάφραση αυτού ερυθρό 18 Δ.Φ.).
Κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του o Αιτητής ανέφερε ότι εγκατέλειψε τη χώρα του ενώ ήταν ανήλικος, νόμιμα με το διαβατήριο του. Ως περιγράφει ταξίδεψε από τη Γουινέα στο Μαρόκο όπου παρέμεινε για 4 μήνες (ερυθρό 68/2Χ Δ.Φ.) καθώς το άτομο που διοργάνωσε το ταξίδι του δεν μπορούσε να του διασφαλίσει άδεια/βίζα (ερυθρό 68/2Χ Δ.Φ.). Ως αναφέρει, αναχώρησε μετά από 4 μήνες με προορισμό την Κωνσταντινούπολη, όπου στη συνέχεια αφίχθηκε στις μη ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές όπου και παρέμεινε για περίπου 1 μήνα πριν εισέλθει παράτυπα στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Αναφορικά με το εκπαιδευτικό του υπόβαθρο, ο Αιτητής ανέφερε ότι ολοκλήρωσε την πρωτοβάθμια εκπαίδευση και την όγδοη τάξη της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (ερυθρό 73/1Χ Δ.Φ.). Ως προς την πατρική του οικογένεια, ο Αιτητής ανέφερε ότι οι γονείς του είναι σε διάσταση, ο πατέρας του μένει μαζί με τις συντρόφους του και τα παιδιά τους στην πόλη Dubreka, ενώ η μητέρα του έφυγε μαζί με τον ίδιο και τα τρία αδέρφια του. Ως υποστήριξε ο ίδιος έμενε με τη θεία του από την πλευρά της μητέρας του στην πόλη Conakry, ενώ τα αδέρφια του με άλλα μέλη της οικογένειας της μητέρας του (ερυθρό 72/3Χ και 70/2Χ Δ.Φ.).
Αναφορικά με τους λόγους που τον ώθησαν να εγκαταλείψει την χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι συνδέονται με την πολυγαμία του πατέρα του. Ως διευκρίνισε ο πατέρας του έχει 3 συζύγους και 17 παιδιά και ήταν πολύ δύσκολο για αυτόν και τα αδέρφια του να μένουν με την οικογένεια. Ως υποστήριξε, οι άλλες σύζυγοι και τα παιδιά τους φθονούσαν τον ίδιο, τη μητέρα του και τα αδέρφια του και προσπαθούσαν να τους σκοτώσουν. Υπήρχαν έντονες διενέξεις στο σπίτι, και η μητέρα του ήταν θύμα ξυλοδαρμού από τις άλλες συζύγους, ενώ ο ίδιος και τα αδέρφια του δέχονταν ξυλοδαρμούς από τα υπόλοιπα παιδιά. Ως υποστήριξε, στον τελευταίο καυγά που είχαν, τραυματίστηκε στο πιγούνι με το τραύμα να του αφήνει ουλή. Ως περαιτέρω ανέφερε, πέραν της φυσικής βίας έκαναν χρήση μαγείας, και ο ίδιος επισκέφθηκε παραδοσιακό θεραπευτή (traditional healer) για να λάβει προστασία έναντι της μαγείας και των κακών πνευμάτων. Ως υποστήριξε, ο ίδιος στοχοποιήθηκε περισσότερο γιατί είναι ο μεγαλύτερος γιος και θεωρείται ότι αν σκοτωθεί ο πρώτος γιος μιας γυναίκας τότε η ζωή της γυναίκας καταστρέφεται ολοκληρωτικά (ερυθρό 63/1Χ Δ.Φ.).
Σε σχετικές ερωτήσεις που του τέθηκαν από τον αρμόδιο λειτουργό, αναφορικά με τον πυρήνα του αιτήματος του, ο Αιτητής ανέφερε ότι η μητέρα του ήταν η νεαρότερη σύζυγος του πατέρα του, ενώ ως υποστήριξε και η πιο αγαπητή από τον σύζυγο της μαζί με τα παιδιά τους (ερυθρό 62/3Χ Δ.Φ.). Αυτό προκάλεσε τον φθόνο των άλλων συζύγων και των παιδιών τους, καθώς φοβήθηκαν ότι ο πατέρας του θα άφηνε όλη την περιουσία του στη μητέρα του και τον ίδιο (ερυθρό 62/4Χ Δ.Φ.). Κληθείς να δώσει παραδείγματα και περιστατικά της κακοποίησης του, ο Αιτητής ανέφερε ότι οι προστριβές ήταν συνεχείς, και ο τραυματισμός του στο πιγούνι ήταν το πιο σημαντικό περιστατικό, καθώς του πήρε εβδομάδες για να μπορέσει να φάει κανονικά (ερυθρό 61/1Χ Δ.Φ.). Σε ερωτήσεις αναφορικά με τα ξόρκια και τη μαγεία που δέχθηκε, ο Αιτητής υποστήριξε ότι ήταν άρρωστος και υπέφερε, η μητέρα του τον πήρε σε παραδοσιακό θεραπευτή (traditional healer), όπου κατόπιν παραδοσιακών πρακτικών αφαίρεσε ‘σκουλήκια’ (worms) από το σώμα του (ερυθρό 60/4Χ Δ.Φ.). Ως ισχυρίστηκε, ο θεραπευτής είπε στη μητέρα του ότι δεν πρέπει να επιστρέψει στο σπίτι της οικογένειας γιατί θα τον σκοτώσουν, με αποτέλεσμα να μεταβεί στο σπίτι της θείας του (ερυθρό 59/1Χ Δ.Φ.). Ως υποστηρίζει ο Αιτητής ο πατέρας του είναι συνταξιούχος και ηλικιωμένος και δεν έχει καμιά δύναμη και επιρροή στις συζύγους του (ερυθρό 61/1Χ Δ.Φ.) για αυτό η μητέρα του πήρε τα παιδιά της και έφυγε. Τέλος, ερωτηθείς τι φοβάται ότι θα συμβεί σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής απάντησε ότι θα τον σκοτώσουν, προσθέτοντας επίσης, ότι δεν θέλει να επιστρέψει λόγω της κοινωνικο-οικονομικής αστάθειας που επικρατεί στη χώρα (ερυθρό 63/2Χ και 3Χ Δ.Φ.).
Ο αρμόδιος λειτουργός, στην Έκθεση / Εισήγηση που ετοίμασε, εντόπισε και κατέγραψε δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς. O πρώτος αφορούσε τα προσωπικά στοιχεία του Αιτητή, ήτοι η ταυτότητα και η χώρα καταγωγής του. Ο δεύτερος ισχυρισμός αφορούσε τη διένεξη που είχε με τις μητριές του και τα παιδιά τους. Ο αρμόδιος λειτουργός της EUAA έκρινε αξιόπιστο τον πρώτο ουσιώδη ισχυρισμό του Αιτητή, καθότι έκρινε ότι τόσο η εσωτερική όσο και η εξωτερική αξιοπιστία του στοιχειοθετούνται. Συγκεκριμένα, ο αρμόδιος λειτουργός επιβεβαίωσε μέσω εξωτερικών πηγών πληροφόρησης τα όσα ανέφερε ο Αιτητής κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του.
Αντιθέτως, ο δεύτερος ουσιώδης ισχυρισμός δεν έγινε αποδεκτός. Ειδικότερα, σε σχέση με την εσωτερική του αξιοπιστία, ο λειτουργός διαπίστωσε ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να δώσει ουσιαστικές και επαρκείς πληροφορίες αναφορικά με το κίνητρο των προστριβών ανάμεσα στη μητέρα του και τις συζύγους του πατέρα του. Οι δηλώσεις του κρίθηκαν γενικές και αόριστες καθώς ερωτηθείς επί αυτού απάντησε απλά ότι η μητέρα του ήταν η πιο αγαπητή από τον πατέρα του και δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι η οικογενειακή περιουσία θα κατέληγε στον Αιτητή ως το μεγαλύτερο παιδί της μητέρας του. Ομοίως ανεπαρκείς κρίθηκαν και οι δηλώσεις του αναφορικά με τις απειλές κατά της ζωής του, που κατ’ ισχυρισμόν δέχθηκε. Ως ανέφερε τον απείλησαν ότι θα τον σκοτώσουν και θα τον χτυπήσουν μέχρι θανάτου, χωρίς ωστόσο να είναι σε θέση να συγκεκριμενοποιήσει περαιτέρω τις απειλές, και να δώσει βασικές πληροφορίες αναφορικά με τα άτομα που τον απείλησαν και τις απειλές που δέχθηκε από αυτούς. Τέλος, ο αρμόδιος λειτουργός, στην Έκθεση / Εισήγηση, κάνει αναφορά στο νεαρό της ηλικίας του Αιτητή και στην πιθανότητα παρερμηνείας και διαστρέβλωσης γεγονότων και καταστάσεων μέσα από την αφήγηση της μητέρας του. Σε σχέση με την εξωτερική του αξιοπιστία, ο λειτουργός κατέληξε ότι όσα αναφέρει ο Αιτητής είναι το μόνο τεκμήριο των ισχυρισμών του και λόγω του προσωπικού τους χαρακτήρα δεν είναι δυνατόν να εντοπιστούν πληροφορίες σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης ώστε να διασταυρωθούν. Ως εκ τούτου, τόσο η εσωτερική όσο και η εξωτερική αξιοπιστία του εν λόγω ισχυρισμού δεν τεκμηριώθηκαν με αποτέλεσμα ο ισχυρισμός να μην γίνεται αποδεκτός.
Κατά την αξιολόγηση κινδύνου ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι με βάση τον ισχυρισμό που έγινε δεκτός, ήτοι τα προσωπικά στοιχεία του Αιτητή, συμπεριλαμβανομένης της χώρας καταγωγής του και του τόπου τελευταίας συνήθους διαμονής του, δεν υπάρχει εύλογη πιθανότητα ο Αιτητής να υποστεί δίωξη ή σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του απλώς και μόνο από την παρουσία του εκεί. Σύμφωνα με τις εξωτερικές πηγές, τις οποίες επικαλέστηκε ο αρμόδιος λειτουργός, η κατάσταση ασφαλείας στην περιοχή συνήθους διαμονής του, ήτοι την πόλη Conakry, δεν φθάνει σε τέτοιο επίπεδο που να στοιχειοθετεί την ύπαρξη αδιάκριτης βίας. Επιπρόσθετα, σύμφωνα με έρευνα του λειτουργού σε εξωτερικές πηγές – αναφορικά με την ασταθή πολιτική κατάσταση και τους κινδύνους που απορρέουν από αυτή, ως πρόβαλε ο Αιτητής σε περίπτωση επιστροφής του – παραπομπή του λειτουργού σε αξιόπιστη πηγή πληροφόρησης, αναφέρει ότι ο κίνδυνος για αναταραχές και διαμαρτυρίες παραμένει χαμηλός μετά το πραξικόπημα του Οκτώβρη του 2021 για απομάκρυνση του Προέδρου Alpha Condé. Κατά τη νομική ανάλυση, ο αρμόδιος λειτουργός κατέληξε ότι τα παρατεθέντα στοιχεία δεν εμπίπτουν υπό της πρόνοιες του εδαφίου (1) του άρθρου 3 του Περί Προσφύγων Νόμου, ούτε του άρθρου 1Α (2) της Συνθήκης της Γενεύης του 1951. Εξετάζοντας τη δυνατότητα να του χορηγηθεί το καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι με βάση τους ισχυρισμούς του Αιτητή και τις εξωτερικές πηγές πληροφόρησης, δεν εμπίπτει στις πρόνοιες των εδαφίων (1) και (2) του άρθρου 19 του Περί Προσφύγων Νόμου.
Αξιολογώντας λοιπόν τα όσα έχουν ανωτέρω αναφερθεί υπό το φως και των νομοθετημένων προνοιών και μελετώντας επισταμένως τόσο την Έκθεση / Εισήγηση του λειτουργού της EUAA όσο και τους λοιπούς ισχυρισμούς του Αιτητή ως αυτοί παρουσιάστηκαν τόσο κατά την διοικητική διαδικασία όσο και κατά την ενώπιόν μου δικαστική διαδικασία, καταλήγω στα εξής:
Όσον αφορά τον αποδεκτό ισχυρισμό περί των προσωπικών στοιχείων, τη χώρα καταγωγής και τον τόπο συνήθους διαμονής του Αιτητή, θα συμφωνήσω με το συμπέρασμα του αρμόδιου λειτουργού και θα υιοθετήσω την κατάληξη των Καθ’ ων η αίτηση.
Ομοίως, αναφορικά με τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό περί του ότι εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής του λόγω της διένεξης που είχε με τις μητριές του και τα παιδιά τους. Επιπρόσθετα, θα συμφωνήσω με την κατάληξη των Καθ’ ων η αίτηση περί της απουσίας εσωτερικής αξιοπιστίας στα λεγόμενα του Αιτητή.
Σχετικά με την ιδιωτικής φύσεως διαφορά του Αιτητή με τις μητριές και τα παιδιά τους, παρατηρώ ότι οι απαντήσεις του Αιτητή στις ερωτήσεις του αρμόδιου λειτουργού ήταν αόριστες, επιφανειακές, και γενικές, ενώ απουσίαζε η ευλογοφάνεια. Όλες οι παρατηρήσεις και τα συμπεράσματα του αρμόδιου λειτουργού ως καταγράφονται στην Έκθεση / Εισήγηση γίνονται αποδεκτά από το Δικαστήριο ως εύλογα σημεία που πλήττουν την εσωτερική αξιοπιστία των ισχυρισμών του Αιτητή, χωρίς οποιοδήποτε σημείο διαφοροποίησης.
Ειδικότερα, παρατηρώ ότι στην αίτηση του για διεθνή προστασία ο ίδιος έγραψε ότι έφυγε λόγω ψυχολογικής και σωματικής βίας, και λόγω έλλειψης ελευθερίας. Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης του, πρόβαλε ως λόγο των διενέξεων και των κατ’ ισχυρισμών σωματικών επιθέσεων (ξυλοδαρμών) τη ζήλια λόγω του γεγονότος ότι η μητέρα του ήταν η νεαρότερη σύζυγος και η πιο αγαπητή από τον πατέρα του. Στη συνέχεια πρόβαλε ως κίνητρο το φόβο περί κληρονομιάς της περιουσίας του πατέρα του από τον ίδιο και τη μητέρα του, ενώ ερωτηθείς τι φοβάται ότι θα συμβεί σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του αναφέρθηκε στην κοινωνικο-πολιτική αστάθεια που επικρατεί στη χώρα του. Σημειώνεται, ότι ο Αιτητής πέραν της φερόμενης σωματικής κακοποίησης την οποία υπέστη, ισχυρίστηκε ότι δέχθηκε μάγια με αποτέλεσμα να αναζητήσει βοήθεια και θεραπεία από παραδοσιακό θεραπευτή (traditional healer).
Οι συνεχείς εναλλαγές στην προσπάθεια τεκμηρίωσης του ουσιαστικού του ισχυρισμού, ο οποίος και αποτελεί τον πυρήνα του αιτήματός του πλήττει ανεπανόρθωτα την αξιοπιστία του εν λόγω ισχυρισμού. Παρατηρώ ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να επεξηγήσει με σαφήνεια, ευλογοφάνεια και ειλικρίνεια την γενεσιουργό αιτία του φόβου του ο οποίος είναι ο ουσιαστικός λόγος που στην συνέχεια τον ώθησε να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του.
Επιπλέον, διαπιστώνω ότι παρά το γεγονός ότι παρουσιάζει μια βασική περιγραφικότητα, ειδικά ως προς τις συνέπειες της μαγείας που δέχθηκε, εντούτοις, απουσιάζουν βασικές πληροφορίες ως προς τις δηλώσεις του που αφορούν το κίνητρο της φερόμενης κακοποίησης, τα αίτια του φόβου του, καθώς και τον κίνδυνο που κατ’ ισχυρισμόν αντιμετωπίζει. Συμφωνώ με τη διαπίστωση του αρμόδιου λειτουργού στην Έκθεση / Εισήγηση περί πιθανής παρερμηνείας και διαστρέβλωσης των γεγονότων, λόγω του νεαρού της ηλικίας του, καθώς τα όσα παρουσίασε και πρόβαλε ο Αιτητής αναφορικά με τα κίνητρα των προστριβών και τον φερόμενο κίνδυνο που αντιμετωπίζει από τις μητριές του και τα παιδιά τους στηρίζονται σε αφηγήματα της μητέρας του και όχι σε δικές του παρατηρήσεις και συμπεράσματα.
Επιπρόσθετα, όσον αφορά τον ισχυρισμό περί μαγείας, γίνεται αποδεκτό ότι σε διαφορετικούς πολιτισμούς και κοινωνικά σύνολα υπάρχει μια σταθερή αντίληψη και πίστη στη μαγεία, τις υπερφυσικές δυνάμεις και τα κακά πνεύματα. Ωστόσο, ο υποκειμενικός φόβος των πιο πάνω, χωρίς την ταυτόχρονη απόδειξη εύλογης απειλής για προσωπική βλάβη δεν δύναται να αποτελέσει το αντικειμενικό στοιχείο του φόβου. Όπως αναφέρει και η Black, M. (2019) στη μελέτη της ‘Adjudicating the Religious Beliefs of an Asylum Seeker: When the “Well-Founded Fear” Standard Leads Courts Astray’[1], η αξιολόγηση της ιδεολογίας και παραδοσιακών πιστεύω άλλων πολιτισμών μέσα από το πρίσμα ενός πρότυπου «λογικού ανθρώπου» είναι ιδιαίτερα δύσκολο ειδικά όπου δεν υπάρχουν απτές αποδείξεις παρά μόνο αντιλήψεις ως προς το τι αποτελεί κίνδυνο και δίωξη. Η προσέγγιση του Ανώτατου Δικαστηρίου των ΗΠΑ ως προς τον καθορισμό τέτοιων ζητημάτων είναι ο προσδιορισμός του ειλικρινούς της πεποίθησης και όχι της υποκείμενης αληθοφάνειας της πεποίθησης αυτής[2].
Εξ όσων ο Αιτητής ανέφερε τόσο κατά τη διοικητική, όσο και κατά την παρούσα δικαστική διαδικασία, παρατηρώ ότι δεν προκύπτει ένα σαφές και συνεκτικό αφήγημα το οποίο να στοιχειοθετεί με συμπαγή τρόπο τον πιθανό κίνδυνο ή τον φόβο του Αιτητή ως προς τους λόγους για τους οποίους έφυγε από τη χώρα καταγωγής του. Αναφερόμενος στους λόγους που τον ώθησαν να εγκαταλείψει τη χώρα του, οι απαντήσεις του χαρακτηρίζονται ως γενικές, αόριστες και μη ευλογοφανείς. Συνεπώς, ορθά ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε στην Έκθεση / Εισήγηση ότι δεν τεκμηριώθηκε η εσωτερική αξιοπιστία του εν λόγω ισχυρισμού.
Σημειώνεται ότι ο όρος «αξιοπιστία» δεν ορίζεται από το Κοινό Ευρωπαϊκό Σύστημα Ασύλου. Η χρήση του όρου, από το άρθρο 4 παράγραφος 5 στοιχείο (ε) της οδηγίας 2011/95/EE αναφέρεται στη γενική αξιοπιστία ενός αιτούντος, αλλά αυτό είναι στο πλαίσιο ενός συγκεκριμένου κανόνα που διέπει τη μη επιβεβαίωση πτυχών των δηλώσεων του αιτούντος. Ως εκ τούτου, η αξιολόγηση της αξιοπιστίας αφορά τη διαδικασία έρευνας για το εάν το σύνολο ή μέρος των δηλώσεων του αιτούντος ή άλλα αποδεικτικά στοιχεία που υποβλήθηκαν από αυτόν σχετικά με τα ουσιαστικά γεγονότα (material facts) μπορεί να γίνουν δεκτά προκειμένου να διαπιστωθεί εάν ο Αιτητής εμπίπτει στις προϋποθέσεις παραχώρησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας.
Αυτή η αξιολόγηση μπορεί να περιλαμβάνει την επαλήθευση εάν οι δηλώσεις του αιτούντος είναι συνεπείς, επαρκώς λεπτομερείς, εύλογες και συμβατές με τα έγγραφά του, τις πηγές πληροφόρησης και κάθε άλλο αποδεικτικό στοιχείο που αποκτήθηκε. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η αξιολόγηση της αξιοπιστίας δεν σημαίνει ότι σε όλες τις περιπτώσεις ο υπεύθυνος λήψης αποφάσεων θα προβεί σε επαλήθευση και θα καταλήξει με απόλυτη βεβαιότητα αναφορικά με την αλήθεια των δηλώσεων του αιτούντος. Η Ύπατη Αρμοστεία έχει ορίσει την αξιοπιστία ως εξής: «Ο αιτών άσυλο κρίνεται αξιόπιστος, όταν έχει προβάλει ισχυρισμούς που παρουσιάζουν συνοχή και είναι εύλογοι, που δεν είναι αντιφατικοί με τα κοινά τοις πάσι γεγονότα και κατά συνέπεια μπορεί να οδηγήσουν τον υπεύθυνο της συνέντευξης στη δημιουργία πεποίθησης για το βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης που εκφράζει.». Η ως άνω προσέγγιση υιοθετήθηκε και από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην Υπόθεση JK και Others v Sweden, αριθμός αίτησης 59166/12, Παρ. 53.
Στο εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», αναφέρεται στην σελίδα 98, παράγραφος 4.5.3 ότι σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να γίνεται μια αντικειμενική και ισορροπημένη στάθμιση του κατά πόσον οι ισχυρισμοί του αιτητή αντικατοπτρίζουν αυτό που θα ήταν εύλογα αναμενόμενο από κάποιον με τις περιστάσεις του ο οποίος εκφράζει δια τούτων μια αληθινή προσωπική εμπειρία («Σε κάθε περίπτωση, απαιτείται ισορροπημένη και αντικειμενική αξιολόγηση του αν η αφήγηση του αιτούντος αντικατοπτρίζει την αφήγηση που αναμένεται από ένα πρόσωπο στην κατάσταση του αιτούντος το οποίο αφηγείται μια πραγματική προσωπική εμπειρία.»). Περαιτέρω, στην προηγούμενη σελίδα του εγχειριδίου, αναφέρεται ότι είναι γενικά εύλογο να αναμένεται ότι αίτημα θα πρέπει να παρουσιάζεται τεκμηριωμένα και με επαρκείς λεπτομέρειες αλλιώς οι ελλείψεις αυτές στις λεπτομέρειες μπορεί να συνιστούν έλλειψη σχετικών στοιχείων («Η μη επαρκής παροχή λεπτομερειών μπορεί επίσης να ισοδυναμεί με αυτό που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 5 στοιχείο β) της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση) ως έλλειψη «λυσιτελών στοιχείων». »).
Ο βασικός λόγος για τον οποίο δεν έγινε δεκτό το αίτημα του Αιτητή περί δίωξής του από τις μητριές του και τα παιδιά τους ήταν το γεγονός της μη απόδειξης της αληθοφάνειας των βασικών ισχυρισμών του και του κλονισμού της αξιοπιστίας του, λόγω ουσιωδών ελλείψεων και αδυναμιών οι οποίες εντοπίστηκαν στην συνέντευξη που έδωσε. Αυτό δε το εμπόδιο αναγνωρίζεται ρητά ως ένα από τα κωλύματα στην έγκριση αιτήματος ασύλου, από τις πρόνοιες του Εγχειριδίου (Βλ. απόφαση Ανωτάτου Δικαστηρίου EDWARD ESKANDAZ ν. ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ κ.α., Υπόθεση Αρ. 1673/2010, 4/7/2013).
Τονίζεται παράλληλα ότι σύμφωνα με το άρθρο 16 του Περί Προσφύγων Νόμου (Ν.6(1)/2000), αρχικά το βάρος απόδειξης το φέρει ο Αιτητής ο οποίος υποχρεούται να υποστηρίξει την αίτησή του με όλα τα έγραφα και στοιχεία που έχει στην κατοχή του, αλλά και γενικότερα να βοηθήσει την Υπηρεσία Ασύλου με τον καλύτερο τρόπο να διαπιστώσει τα γεγονότα της υπόθεσης του. Ως έχει νομολογηθεί, ο Αιτητής πρέπει να καταβάλει ειλικρινή προσπάθεια να θεμελιώσει την αφήγησή του, ότι δηλαδή υπήρξε θύμα δίωξης ή σοβαρής βλάβης στην χώρα καταγωγής του, ώστε να πληροί της προϋποθέσεις υπαγωγής του σε καθεστώς Διεθνούς Προστασίας. (βλ. WILLIAM CRISANTHA MAL FRANCIS KARUNARATHNA ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ κ.α, Υπόθεση Αρ. 1875/2008, 1 Μαρτίου 2010).
Βεβαίως ο Αιτητής δεν είναι υποχρεωμένος να προσκομίσει για την απόδειξη των ισχυρισμών του, τυπικά αποδεικτικά στοιχεία, αυτό όμως δεν αίρει την υποχρέωσή του να επικαλεσθεί με λεπτομέρεια, σαφήνεια και αληθοφάνεια συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά. Ναι μεν τα αρμόδια όργανα της Διοίκησης οφείλουν να προβούν σε ενδελεχή εξέταση των προβαλλόμενων από τον Αιτητή ουσιωδών ισχυρισμών και να αιτιολογήσουν πλήρως και ειδικώς την τυχόν απορριπτική του αιτήματος απόφασή τους, όμως στην περίπτωση που δεν έχουν προβληθεί κατά τη διαδικασία ενώπιον της Διοίκησης, ουσιώδεις, υπό την ανωτέρω έννοια, ισχυρισμοί, αλλά γενικοί, αόριστοι ή προδήλως αβάσιμοι ισχυρισμοί ή έχει γίνει μεν επίκληση συγκεκριμένων περιστατικών, τα οποία, ωστόσο, δεν στοιχειοθετούν λόγους υπαγωγής στο προστατευτικό καθεστώς της Σύμβασης της Γενεύης, δεν απαιτείται ειδικότερη αιτιολογία για την απόρριψη του αιτήματος παροχής ασύλου.
Συναφώς, επισημαίνεται ότι ούτε μπορεί να αναγνωριστεί στον Αιτητή «το ευεργέτημα της αμφιβολίας»[3], όπως αυτό καθορίζεται στην παράγραφο 204 του Εγχειριδίου, για τις διαδικασίες και τα κριτήρια καθορισμού του καθεστώτος των προσφύγων. Το ευεργέτημα της αμφιβολίας δίδεται μόνο εκεί όπου ο Αιτητής έχει υποβάλει όλα τα διαθέσιμα σε αυτόν στοιχεία σε σχέση με την αίτησή του/ης, τα οποία έχουν ελεγχθεί και, ο αρμόδιος λειτουργός ή/και ο Προϊστάμενος ικανοποιούνται ότι είναι γενικά αξιόπιστος/η[4]. Εν προκειμένω, ο Αιτητής δεν τεκμηρίωσε είτε στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας είτε της παρούσας διαδικασίας οποιοδήποτε ειδικό ισχυρισμό περί δίωξης. Όπως έχει εξάλλου νομολογηθεί, κρίση επί της αξιοπιστίας αιτητή και έγερση κωλύματος έγκρισης αίτησης για το λόγο της αναξιοπιστίας ως προς τα προβαλλόμενα από τον αιτητή/τρια είναι επιτρεπτή (Βλ. σχετικά απόφαση στην υπόθεση Amiri v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων κ.ά. (2009) 3 ΑΑΔ 358, καθώς και την απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση Khalil v. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 466/2010, 28.9.2012).
Πέραν τούτου, διαπιστώνω ότι κατά το στάδιο της διοικητικής διαδικασίας υποβλήθηκαν στον Αιτητή ανοικτής φύσεως ερωτήματα, τα οποία είχε τη δυνατότητα να απαντήσει. Ο αρμόδιος λειτουργός έκανε επαρκείς ερωτήσεις για να καλύψει τόσο τον πυρήνα του αιτήματος, όσο και τα επιμέρους θέματα, ακολουθώντας την ορθή διερευνητική διαδικασία και επιπρόσθετα συνεργάστηκε με τον αιτούντα κατά το στάδιο προσδιορισμού των συναφών στοιχείων της αιτήσεως αυτής[5]. Ο αρμόδιος λειτουργός προέβη σε εκτενή ανάλυση εκάστου ουσιώδους ισχυρισμού του Αιτητή ώστε να αξιολογήσει τον πιθανό κίνδυνο που θα διατρέξει σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, προβαίνοντας παράλληλα σε έρευνα και αντιστοίχισή τους με διαθέσιμες εξωτερικές πηγές πληροφόρησης αναφορικά με τη χώρα καταγωγής του ως προνοείται στο άρθρο 18(3)(α) του περί Προσφύγων Νόμου.
Παράλληλα οι Καθ' ων η αίτηση αξιολόγησαν επαρκώς και δεόντως τις δηλώσεις και τα έγραφα που παρέθεσε ο Αιτητής συνεκτιμώντας την ατομική κατάσταση και τις προσωπικές του περιστάσεις (άρθρο 13 Α (9) του Περί Προσφύγων Νόμου 2000 (6(I)/2000). Επί των όσων ανέφερε ο Αιτητής εύλογα παρατηρούνται ασυνέπειες και ανακολουθίες στα λεγόμενα του που άπτονται των ουσιωδών πραγματικών περιστατικών και οδηγούν σε σαφές και βέβαιο συμπέρασμα ότι τα αποδεικτικά στοιχεία του αιτούντος στερούνται εσωτερικής αξιοπιστίας.
Εξάλλου ούτε από άλλα έγγραφα που υπάρχουν στον φάκελο της υπόθεσης, σε συνδυασμό με όσα εξέθεσε ο Αιτητής τόσο ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου όσο και ενώπιον του Δικαστηρίου δια μέσου του συνηγόρου του προκύπτουν κρίσιμα στοιχεία και περιστατικά που να θεμελιώνουν «σοβαρούς λόγους» οι οποίοι να οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ο Αιτητής μπορεί εύλογα να φοβάται, υπό το πρίσμα της ατομικής του κατάστασης, ότι πράγματι θα υπόκειται σε πράξεις δίωξης[6] από τις συζύγους του πατέρα του και τα ετεροθαλή αδέρφια του, αλλά ούτε προκύπτει ότι θα υποστεί πράξεις οι οποίες να είναι αρκετά σοβαρές από τη φύση τους ή από την επανάληψη ώστε να αποτελούν σοβαρή παραβίαση των βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων ή συσσώρευση μέτρων επαρκώς σοβαρών που επηρεάζουν ένα άτομο με παρόμοιο τρόπο.[7]
Σε ό,τι αφορά την πιθανότητα να υποστεί ο Αιτητής δίωξη, το στοιχείο του «βάσιμου» στον ορισμό του πρόσφυγα είναι κυρίως ζήτημα πραγματολογικής εκτίμησης κινδύνου. Στην εκτίμηση αυτή, λαμβάνεται υπόψη η ατομική κατάσταση του αιτητή, όπως επίσης και πληροφορίες όσον αφορά τη γενική κατάσταση στη χώρα καταγωγής. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η αξιολόγηση επικεντρώνεται αρχικά στο κατά πόσον ένας τέτοιος φόβος είναι βάσιμος κατά τον χρόνο λήψης της απόφασης επί της αίτησης διεθνούς προστασίας, δηλαδή ο βάσιμος φόβος του αιτητή πρέπει να είναι τρέχων, και κατά δεύτερον, ο «βάσιμος φόβος» βασίζεται στην εκτίμηση του κινδύνου, η οποία είναι μελλοντοστραφής (άρθρο 4 παράγραφος 3 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ).
Σε έρευνα του παρόντος Δικαστηρίου σχετικά με τους ως άνω ισχυρισμούς του Αιτητή, το Δικαστήριο καταλήγει στο ότι ένεκα του προσωπικού χαρακτήρα των ισχυρισμών του Αιτητή δεν είναι δυνατή η άντληση πληροφοριών αναφορικά με αυτούς. Για λόγους πληρότητας όμως, το Δικαστήριο προέβη σε έρευνα σε πληροφορίες από τη χώρα καταγωγής του Αιτητή, λαμβανομένου υπόψιν ότι το παρόν δικαστήριο έχει πρόσβαση σε ακριβείς και επικαιροποιημένες πληροφορίες από διάφορες πηγές σχετικά με τη γενική κατάσταση που επικρατεί στις χώρες καταγωγής και διέλευσης κατά τον χρόνο λήψης της απόφασής του [βλ. άρθρο 10 παράγραφος 4 της Οδηγία 2013/32/ΕΕ (αναδιατύπωση)]. Καθώς η κατ’ ισχυρισμό δίωξη του Αιτητή από τις συζύγους του πατέρα του και τους ετεροθαλείς αδερφούς του, αποτελεί εν γένει ισχυρισμό ιδιωτικής φύσης, η έρευνα του Δικαστηρίου περιορίστηκε στη δυνατότητα παροχής κρατικής προστασίας στον Αιτητή από την κατ’ ισχυρισμό απειλή κατά της ζωής του.
Σύμφωνα με την έκθεση του Υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ για το έτος 2023, «αν και το σύνταγμα και ο νόμος προβλέπουν την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης, το δικαστικό σύστημα χαρακτηρίζεται ως διεφθαρμένο και οι δικαστικές διαδικασίες συχνά στερούνται ανεξαρτησίας και αμεροληψίας. Η πολιτική και κοινωνική θέση συχνά επηρεάζει τις δικαστικές αποφάσεις. Η έλλειψη ειδικώς εκπαιδευμένων δικηγόρων και δικαστών, οι απαρχαιωμένοι και περιοριστικοί νόμοι, ο νεποτισμός και η εθνοτική προκατάληψη περιορίζουν την αποτελεσματικότητα του δικαστικού συστήματος, ενώ οι εγχώριες δικαστικές αποφάσεις συχνά δεν εκτελούνται». Ως παράδειγμα, η ως άνω έκθεση φέρει το γεγονός ότι ορισμένοι κρατούμενοι για τους οποίους εκδόθηκε διάταγμα αποφυλάκισης από τα δικαστήρια, παρέμειναν υπό κράτηση επειδή δεν χρημάτισαν τους φρουρούς.[8]
Η ίδια έκθεση αναφέρει, επίσης, ότι η κακοποίηση παιδιών αποτελούσε πρόβλημα, και οι αρχές και οι Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις (ΜΚΟ) εξακολουθούσαν να τεκμηριώνουν υποθέσεις. Η κακοποίηση ήταν διαδεδομένη, ωστόσο, στις πλείστες περιπτώσεις υπήρχε αδιαφορία εκ μέρους των οικογενειών, ή τα περιστατικά αντιμετωπίζονταν σε κοινοτικό επίπεδο, με τις αρχές σπάνια να διώκουν τους παραβάτες. Ωστόσο, ο νόμος προβλέπει ποινές για αδικήματα που εκθέτουν τα παιδιά σε βία, και προβολή ή διάδοση άσεμνων εικόνων και μηνυμάτων, τα οποία κρίνονται ως ακατάλληλα για παιδιά.[9]
Επιπρόσθετα, σύμφωνα με έκθεση (2010) του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (Organisation for Economic Cooperation and Development, OECD), το νομοθετικό πλαίσιο στη Γουινέα όσον αφορά τα δικαιώματα ιδιοκτησίας είναι αρκετά ευνοϊκά για τις γυναίκες. Ωστόσο, παρόλο που ο νόμος περί γης προνοεί ίσα δικαιώματα σε άνδρες και γυναίκες, η παραδοσιακή κουλτούρα απαγορεύει στις γυναίκες να έχουν πρόσβαση στη γη. Οι γυναίκες έχουν δικαίωμα σε γη μόνο βάση επικαρπίας, η οποία τις εξουσιοδοτεί να δουλεύουν σε οικογενειακή κτηματική περιουσία λαμβάνοντας μισθό. Το Σύνταγμα της Γουινέας, ωστόσο, εγγυάται ίση πρόσβαση ανδρών και γυναικών σε άλλα περιουσιακά στοιχεία, ενώ κατά τη διάρκεια του έγγαμου βίου οι σύζυγοι μπορούν να συνάψουν συμφωνητικό που να καθορίζει την κατανομή της περιουσίας. Το νομικό πλαίσιο εγγυάται, περαιτέρω, ίσα δικαιώματα και ευθύνες για τους άνδρες και τις γυναίκες στον τομέα της οικονομικής δραστηριότητας, αλλά ορισμένα συμβόλαια γάμου περιορίζουν τη δυνατότητα άσκησης των δικαιωμάτων των γυναικών. Τέλος, η πρόσβαση σε τραπεζικά δάνεια είναι ιδιαίτερα δύσκολη για τις γυναίκες, ιδιαίτερα σε αγροτικές περιοχές, κυρίως λόγω των δυσκολιών να ανταποκριθούν στις προϋποθέσεις που θέτουν οι εμπορικές τράπεζες, με αποτέλεσμα οι παραδοσιακές τοντίνες (traditional tontines)[10] να παραμένουν η κύρια πηγή μετρητών για τις γυναίκες.[11]
Καταληκτικά, σύμφωνα με δημοσίευση στην ιστοσελίδα των Ηνωμένων Εθνών, όσον αφορά την απονομή δικαιοσύνης σε κτηματικές διαφορές, στην περιοχή της χώρας που ονομάζεται Lower Guinea, οι κτηματικές διαφωνίες βρίσκονται στον πυρήνα σημαντικών κοινωνικοοικονομικών δραστηριοτήτων, που κυμαίνονται από την εξόρυξη ορυκτών μέχρι τη στέγαση. Η περιορισμένη γνώση του νομοθετικού πλαισίου αναφορικά με την κτηματική ιδιοκτησία και τη διακυβέρνηση συχνά οδηγεί σε συγκρούσεις στη συγκεκριμένη περιοχή, όπου ζουν περίπου τέσσερα εκατομμύρια άνθρωποι. Δικαστικές πηγές αναφέρουν ότι περισσότερο από το 60% των υποθέσεων στα τοπικά δικαστήρια στις πόλεις Conakry, Coyah, Dubréka, Boffa και Forécariah αφορούν κτηματικές και περιουσιακές διαφορές. Η υψηλή συχνότητα προστριβών που αφορούν κτηματικές διαφορές επισημαίνει τη σημαντική και επείγουσα ανάγκη για διαμόρφωση πιο ξεκάθαρων δικαιωμάτων ιδιοκτησίας καθώς και τη βελτίωση της διακυβέρνησης στην περιοχή. Σε μια προσπάθεια μετριασμού των συγκρούσεων που σχετίζονται με τις κτηματικές διαφορές εντός περιθωριοποιημένων κοινοτήτων – συμπεριλαμβανομένων των αγροτικών περιοχών που αντιμετωπίζουν αυξανόμενες διαφωνίες με εταιρείες εξόρυξης ορυκτών – καθώς και αστικών και περι-αστικών κέντρων που αντιμετωπίζουν την ταχεία μετανάστευση και τις συχνές αναγκαστικές εξώσεις, το Ταμείο Οικοδόμησης Ειρήνης (Peacebuilding Fund, PBF) χρηματοδότησε μια σημαντική πρωτοβουλία. Το έργο, «Ενίσχυση του Διαλόγου των Ενδιαφερομένων Μερών για Υπεύθυνη Κτηματική και Περιβαλλοντική Διακυβέρνηση στην Περιοχή της Lower Guinea» (‘Strengthening Multi-Stakeholder Dialogue for Responsible Land and Environmental Governance in Lower Guinea’), που αποτελεί την ανωτέρω πρωτοβουλία διέθεσε 2,1 εκατομμύρια δολάρια από το 2021 έως το 2024.[12]
Το έργο υποστηρίζει προσπάθειες όπως η βελτίωση της κατανόησης των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας/γης, η συμμετοχική χαρτογράφηση της γης, τα φόρουμ διαλόγου για θέματα γης, η παρακολούθηση της εταιρικής κοινωνικής ευθύνης ιδιωτικών εταιρειών, η διεξαγωγή μελετών περιβαλλοντικών επιπτώσεων και η υποστήριξη της διαμεσολάβησης σε θέματα κτηματικών διαφορών. Επιπλέον, το έργο προωθεί την αποκατάσταση της γης και παρέχει εναλλακτικά μέσα διαβίωσης στις αποστερημένες κοινότητες. Επίσης, υποστηρίζει πιο ρυθμισμένες, διαφανείς και συμβατές με τα ανθρώπινα δικαιώματα εξώσεις παράνομων οικισμών, οι οποίες προωθούνται μέσω της προετοιμασίας και της έγκρισης ενός εξειδικευμένου πρωτοκόλλου.[13]
Η πιο κρίσιμη και σημαντική παρέμβαση που υλοποιείται στα πλαίσια του συγκεκριμένου έργου, είναι η ίδρυση κοινοτικών Νομικών Κλινικών (Legal Clinics). Οι Παρανομικοί (Paralegals) προέρχονται από τοπικούς φορείς της κοινωνίας των πολιτών, οι οποίοι συμπεριλαμβάνουν νεαρά άτομα, καθώς και εθελόντριες γυναίκες, που επιθυμούν να φέρουν αλλαγή στις κοινότητές τους. Αν και δεν είναι επαγγελματίες νομικοί, κατέχουν βασική γνώση των δικαστικών διαδικασιών, και βαθιά αντίληψη της κοινωνικής πραγματικότητας που χαρακτηρίζει τις κοινότητές τους. Εκπαιδευμένοι στα πλαίσια του συγκεκριμένου έργου, αυτά τα άτομα εξοπλίζονται με γνώση και δεξιότητες για να αντιμετωπίζουν τις πιο κοινές νομικές συγκρούσεις, ιδιαίτερα εκείνες που αφορούν κτηματικές διαφορές. Ο ρόλος τους είναι άτυπη διαμεσολάβηση, με στόχο την επίλυση ζητημάτων με ικανοποίηση και των δύο μερών, στοχεύοντας στην αποτροπή της κλιμάκωσης των υποθέσεων (αναζητώντας λύση στο δικαστικό σύστημα) ή την επίλυση τους μέσω της βίας. Αυτή η προσέγγιση αξιοποιεί την τοπική γνώση και την εμπιστοσύνη στην κοινότητα, καθιστώντας την ένα αποτελεσματικό εργαλείο επίλυσης συγκρούσεων. Οι συγκεκριμένες Νομικές Κλινικές έχουν επιλύσει περί τις 180 συγκρούσεις σε ενάμιση χρόνο λειτουργίας.[14]
Με βάση τα ανωτέρω στοιχεία, μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η ικανότητα του κράτους να παρέχει πλήρη προστασία είναι περιορισμένη, ωστόσο, γίνονται προσπάθειες και εντοπίστηκαν επιτυχημένες πρωτοβουλίες από διεθνείς οργανισμούς που στοχεύουν στον εκσυγχρονισμό και στην επίλυση προβλημάτων που αφορούν τις κτηματικές διαφορές. Παρατηρώ ότι στο επιτυχημένο έργο το οποίο χρηματοδοτείται από το Ταμείο Οικοδόμησης Ειρήνης των Ηνωμένων Εθνών περιλαμβάνεται και η πόλη Conakry, τόπος τελευταίας διαμονής του Αιτητή. Επιπρόσθετα, διαπιστώνω ότι ο Αιτητής ουδέποτε απευθύνθηκε στις αρχές της χώρας του για προστασία. Γενικότερα φρονώ από τα ενώπιον μου στοιχεία και τις αναφορές του Αιτητή ότι ο ίδιος δεν προχώρησε σε οποιαδήποτε ενέργεια προς επίλυση της οικογενειακής και κτηματικής διαφοράς που είχε με τις συζύγους του πατέρα του και τους αδελφούς του. Το βάρος παραμένει στον Αιτητή να αποδείξει γιατί το κράτος δεν είναι πρόθυμο και ικανό να του παρέχει αποτελεσματική προστασία, στοιχείο το οποίο δεν προκύπτει από τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης καθότι ο ίδιος δεν αναζήτησε προστασία από τις αρμόδιες αρχές της χώρας του.
Συνεπακόλουθα και λαμβανόμενου υπόψιν ότι ορθώς η εσωτερική αξιοπιστία των ουσιωδών πραγματικών περιστατικών στην περίπτωση του Αιτητή δεν έγινε αποδεκτή, το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν στοιχειοθετείται το στοιχείο του βάσιμου φόβου δίωξης στην περίπτωσή του. Συνεπώς, οι ισχυρισμοί του Αιτητή που ορθώς έγιναν αποδεκτοί από τον αρμόδιο λειτουργό, ήτοι τα προσωπικά στοιχεία και ο τόπος συνήθους διαμονής του Αιτητή, δεν σχετίζονται με τους λόγους που προβλέπονται από τη Σύμβαση της Γενεύης του 1951 (δίωξη λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, συμμετοχής σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα ή πολιτικών πεποιθήσεων) και δεν αποτελούν βάση για την αναγνώριση ενός προσώπου ως πρόσφυγα. Ούτε προκύπτει ότι η βλάβη που επικαλείται είναι αρκούντως σοβαρή λόγω της φύσης ή της επανάληψης των επαπειλούμενων περιστατικών, ώστε να συνιστά σοβαρή παραβίαση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων (βλ. άρθρο 3Γ Περί Προσφύγων Νόμου).
Από το περιεχόμενο του Διοικητικού φακέλου και τα ως άνω αναφερθέντα δεν συντρέχει καμία από τις ως άνω βασικές προϋποθέσεις του Περί Προσφύγων Νόμου ώστε να αναγνωριστεί στο πρόσωπο του Αιτητή το καθεστώς του Πρόσφυγα σύμφωνα με το άρθρο 3 του ιδίου Νόμου. Από τα όσα επικαλείται ο Αιτητής δεν πιθανολογείται ευλόγως ότι θα στοχοποιηθεί σε περίπτωση επιστροφής του στην χώρα καταγωγής του και θα κινδυνεύσει με δίωξη, όπως αυτή ορίζεται στα άρθρα 1 Α παρ. 2 της Σύμβασης της Γενεύης και 9 της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ (αναδιατύπωση). Ούτε η πιθανολογούμενη δίωξη που επικαλείται εμπίπτει στην έννοια του πρόσφυγα όπως ορίζεται στα άρθρα 1 Α παρ. 2 της Σύμβασης της Γενεύης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων. Περαιτέρω, οι πιθανολογούμενες βλάβες από τις οποίες θα κινδυνεύσει ο Αιτητής δεν αφορούν στη διακινδύνευση της ζωής, της σωματικής ακεραιότητας, της προσωπικής ελευθερίας και της αξιοπρέπειάς του, δηλαδή δεν συνιστούν πράξεις «δίωξης», κατά την έννοια του νόμου. Τέλος, δεν αποδεικνύεται η ύπαρξη υπευθύνου δίωξης ή σοβαρής βλάβης.
Από το περιεχόμενο του Διοικητικού φακέλου και τα ως άνω αναφερθέντα το Δικαστήριο καταλήγει ότι δεν προκύπτει στην περίπτωση του Αιτητή οποιοσδήποτε βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης στη χώρα καταγωγής του για κάποιον από τους πέντε (5) λόγους που εξαντλητικά αναφέρονται στο άρθρο 3 (1) του περί Προσφύγων Νόμου, αφού η Υπηρεσία Ασύλου στην έκθεση/εισήγηση, αξιολόγησε κάθε ισχυρισμό του και για τους λόγους που εκτενώς καταγράφηκαν στην εισήγησή της, εύλογα κατέληξε στο συμπέρασμα, ότι ο Αιτητής δεν θα υποστεί δίωξη σε περίπτωση επιστροφής του στην χώρα καταγωγής του, υπό την έννοια του άρθρου 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου.
Ούτε στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας ο Αιτητής ήταν σε θέση να τεκμηριώσει βάσιμο φόβο δίωξης στη βάση των ισχυρισμών του περί κινδύνου από τις συζύγους του πατέρα του και τα παιδιά τους, ανατρέποντας στην ουσία τα συμπεράσματα των Καθ' ων η αίτηση, έστω και χωρίς να προσκομίσει τυπικά αποδεικτικά στοιχεία, επικαλούμενος συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που να του προκαλούν κατά τρόπο αντικειμενικώς αιτιολογημένο, φόβο δίωξης στη χώρα του για έναν από τους λόγους που αναφέρει το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου (Βλ. επίσης νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, αποφάσεις αρ. 1093/2008, 817/2009 και 459/2010).
Επιπρόσθετα, ούτε στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας εμπίπτει ο Αιτητής, το οποίο δίδεται όταν ο αιτητής πρόκειται να αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα ιθαγένειας του. Για τη διαπίστωση αυτού του πραγματικού κινδύνου θα πρέπει να υπάρχουν, όπως ρητά προνοεί το άρθρο 19(1), «ουσιώδεις λόγοι». Περαιτέρω, σοβαρή βλάβη ή σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη κατά το εδάφιο (2) του άρθρου 19, σημαίνει κίνδυνο αντιμετώπισης θανατικής ποινής, βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας, παραβίασης ανθρωπίνου δικαιώματος, τόσο κατάφωρης ώστε να ενεργοποιούνται οι διεθνείς υποχρεώσεις της Δημοκρατίας ή να υπάρχει απειλή κατά της ζωής, της ασφάλειας ή της ελευθερίας ως αποτέλεσμα άσκησης αδιάκριτης βίας λόγω συνθηκών ένοπλής σύγκρουσης ή συστηματικών και γενικευμένων παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Ως προς τους παράγοντες που δύνανται να ληφθούν υπόψιν ως προς την αξιολόγηση του συστατικού στοιχείου της αδιάκριτης βίας, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: το ΔΕΕ) επεσήμανε σε πρόσφατη απόφασή του ότι συνιστούν «[.]μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 (βλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C‑285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών.» (ΔΕΕ, C-901/19,ημερομηνίας 10/06/2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland, σκέψη 43).
Περαιτέρω, ως προς τον προσδιορισμό του επιπέδου της ασκούμενης αδιάκριτης βίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: το ΕΔΔΑ) στην απόφασή του Sufi and Elmi (ΕΔΔΑ, απόφαση επί των προσφυγών 8319/07και 11449/07, ημερομηνίας 29/11/2011), αξιολόγησε, διευκρινίζοντας ότι δεν κατονομάζονται εξαντλητικά, τη χρήση μεθόδων και τακτικών πολέμου εκ μέρους των εμπόλεμων πλευρών οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο αμάχων θυμάτων ή ευθέως στοχοποιούν αμάχους, εάν η χρήση αυτών είναι διαδεδομένη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, και, τελικά, τον αριθμό των αμάχων που έχουν θανατωθεί, τραυματιστεί και εκτοπιστεί ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης.
Όπως διευκρίνισε το ΔΕΕ «ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως η χαρακτηρίζουσα βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές, οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας» (Βλ. απόφαση στην C-465/07, Meki Elgafaji, Noor Elgafaji – Staatssecretaris van Justitie, ημερομηνίας 17/12/2009). Ιδίως ως προς την εφαρμογή της αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας, το ΔΕΕ στην ως άνω απόφαση διευκρίνισε ότι «όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας».
Σύμφωνα με τα όσα ο Αιτητής δήλωσε, ο τόπος που αναμένεται να επιστρέψει είναι η πρωτεύουσα Conakry, όπου διέμενε πριν την αναχώρησή του από τη χώρα καταγωγής του. Λαμβάνοντας υπόψιν την κατάσταση ασφαλείας τόσο στη χώρα καταγωγής του όσο και στον τόπο τελευταίας διαμονής του, παρατηρώ τα ακόλουθα:
Σύμφωνα με το διαδραστικό χάρτη του RULAC (Rule of Law in Armed Conflict) της Ακαδημίας της Γενεύης, η Γουινέα δεν βρίσκεται υπό καθεστώς διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξη.[15]
Από τον συνδυασμό διάφορων πηγών εξωτερικής πληροφόρησης, προκύπτει ότι τα περιστατικά βίας στην Γουινέα συνδέονται με την πολιτική κατάσταση της χώρας. Ενώ η χώρα γνώρισε σχετική σταθερότητα μετά το 2010, όταν ο επί μακρόν ηγέτης της αντιπολίτευσης Alpha Conde έγινε ο πρώτος δημοκρατικά εκλεγμένος πρόεδρος του έθνους. Το πραξικόπημα του Σεπτεμβρίου 2021, ωστόσο, που ανέτρεψε τον Conde, αφήνει τη χώρα σε ασταθή πολιτική κατάσταση.[16] Πιο συγκεκριμένα, οι πιο πρόσφατες αναφορές σε πολιτική βία και διαδηλώσεις εντοπίζονται στις περιοχές της πρωτεύουσας, Conakry, πριν και μετά τις προεδρικές εκλογές του 2020 καθώς και κατά το πραξικόπημα του Σεπτεμβρίου του 2021.[17]
Σε άλλες γενικές αναφορές για την κατάσταση ασφαλείας συμπεριλαμβάνεται το ευκαιριακό έγκλημα δρόμου, που αποτελεί την κύρια απειλή για τους ξένους υπηκόους, ιδίως στα αστικά κέντρα και τις τουριστικές περιοχές. Επιπρόσθετα, παρουσιάζονται πολιτικές αναταραχές, που προκύπτουν από παράπονα για την παροχή υπηρεσιών και τις υποδομές, καθώς και από εθνοπολιτικές εντάσεις, ειδικά κατά τη διάρκεια εκλογικών περιόδων. Τέλος, σημειώνεται ότι δεν υπάρχουν στοιχεία για τρομοκρατικές ομάδες που δρουν στη Γουινέα ή επιδιώκουν να στοχοποιήσουν ξένα συμφέροντα στη χώρα.[18] Παρατηρείται ότι, παρόλο που στην κατάταξη του Crisis 24 το επίπεδο επικινδυνότητας στη Γουινέα θεωρείται υψηλό, η ίδια έκθεση αναφέρει ότι η Γουινέα θεωρείται άξονας ασφαλείας σε μια περιοχή όπου τρεις γειτονικές χώρες, η Λιβερία, η Ακτή Ελεφαντοστού και η Σιέρα Λεόνε, ανακάμπτουν από εμφύλιες συγκρούσεις.[19]
Προχωρώντας στην αξιολόγηση της κατάστασης ασφαλείας στον τόπο τελευταίας διαμονής του Αιτητή, σύμφωνα με τη βάση δεδομένων ACLED τη χρονική περίοδο 31/10/2023 – 31/10/2024 καταγράφηκαν στην πόλη Conakry 98 περιστατικά ασφαλείας στα οποία χάθηκαν 35 ανθρώπινες ζωές. Τα 98 περιστατικά έχουν κατηγοριοποιηθεί ως ακολούθως: 57 ταραχές (riots) οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα 21 ανθρώπινες απώλειες, 30 διαμαρτυρίες (protests), 10 περιστατικά βίας κατά πολιτών (violence against civilians) τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα 5 ανθρώπινες απώλειες, και 1 μάχη (battle) η οποία είχε ως αποτέλεσμα 9 ανθρώπινες απώλειες.[20] Σημειώνεται ότι ο πληθυσμός της πόλης Conakry το 2023 ανερχόταν στα 2,111,000.[21]
Στη βάση των ανωτέρω πληροφοριών, καταλήγω ότι δεν καταδεικνύεται εύλογη πιθανότητα ο Αιτητής να αντιμετωπίσει κίνδυνο σοβαρής βλάβης καθότι τα περιστατικά ασφαλείας στην περιοχή όπου διέμενε και στην οποία εύλογα αναμένεται να επιστρέψει, δεν είναι τέτοιας συχνότητας ή έντασης ώστε να διατρέχει κίνδυνο εξαιτίας και μόνο της παρουσίας του στην περιοχή. Περαιτέρω, δεν υφίστανται ιδιαίτερες περιστάσεις που θα μπορούσαν να επιτείνουν τον κίνδυνο που πιθανό να διατρέξει ο Αιτητής ειδικά σε σύγκριση με τον γενικό πληθυσμό της περιοχής, στη βάση της «αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας» και λαμβανομένης υπόψη της φύσεως των περιστατικών που καταγράφηκαν, ως εκτίθενται πιο πάνω (βλ. και ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας 10.6.2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland).
Με βάση το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου και αφού εξέτασα, τόσο τη νομιμότητα, όσο και την ουσία της παρούσης, καταλήγω ότι το αίτημα του Αιτητή εξετάστηκε επιμελώς σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και εύλογα η Υπηρεσία Ασύλου απέρριψε την αίτησή του. Ορθά η Διοίκηση, κατέληξε ότι τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης δε στοιχειοθετούσαν τις αναγκαίες προϋποθέσεις για να αναγνωριστεί στον Αιτητή το καθεστώς του πρόσφυγα, ως προβλέπεται στα άρθρα 3-3Δ του Νόμου, αφού δεν τεκμηριώθηκε βάσιμος φόβος δίωξης, για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, ούτε το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας που προβλέπεται στο άρθρο 19 του Νόμου, αφού αυτός «δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο ότι θα υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη, ως καθορίζεται στο άρθρο 19(2)».
Η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με €1000 έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ' ων η αίτηση.
Δ.ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ , Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] Black, M. (2019), Adjudicating the Religious Beliefs of an Asylum Seeker: When the “Well-Founded Fear” Standard Leads Courts Astray”, SSRN-id3492738.pdf
[2] Ibid, σελ. 1, κείμενο στην Αγγλική γλώσσα “The Supreme Court’s long-standing approach to determining an individual’s religious beliefs is that it is only appropriate to determine the sincerity of the belief, not the underlying veracity of the belief itself.”
[3] ΕΔΔΑ, J.K. και λοιποί κατά Σουηδίας, ό.π. υποσημείωση 20. Βλ. επίσης ΕΔΔΑ, απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2015, RH κατά Σουηδίας, προσφυγή αριθ. 4601/14, σκέψη 58· ΕΔΔΑ, απόφαση της 20ης Ιουλίου 2010, N κατά Σουηδίας, προσφυγή αριθ. 23505/09, σκέψη 53· ΕΔΔΑ, απόφαση της 9ης Μαρτίου 2010, RC κατά Σουηδίας, προσφυγή αριθ. 41827/07, σκέψη 50.
[4] Άρθρο 13 του περί Προσφύγων Νόμου.
[5] M. Κατά Minister for Justice, Equality and Law Reform, Ιρλανδίας, Attorney General, C‑277/11 22ας Νοεμβρίου 2012 υποσημείωση 82, σκέψη 65.
[6] Υπόθεση ΔΕΕ C‑199/12 to C‑201/12, Y and Z, 7 Νοεμβρίου 2013 Παρ.. 76
[7] Βλ. 3Γ (1) Ο περί Προσφύγων Νόμος του 2000 (6(I)/2000)
[8] US Department of State (USDOS), 2023 Country Reports on Human Rights Practices: Guinea, https://www.state.gov/reports/2023-country-reports-on-human-rights-practices/guinea/ [Ημερομηνία Πρόσβασης: 06/11/2024]
[9] Ibid
[10] “A "tontine" is a traditional, informal savings organisation”, σελ. 2, International Labor Office (ILO), Poverty-Oriented Banking, Tontines and the Banking System, file:///C:/Users/User/Downloads/wcms_118281%20(1).pdf
[11] OECD (2010), “Guinea”, in Atlas of Gender and Development: How Social Norms Affect Gender Equality in non-OECD Countries, σελ. 229, https://www.oecd-ilibrary.org/docserver/9789264077478-en.pdf?expires=1730877136&id=id&accname=guest&checksum=7F3BFBA787B356EE60E4E332A1C45FAC [Ημερομηνία Πρόσβασης: 06/11/2024]
[12] Ηνωμένα Έθνη (United Nations), Grassroot Justice: Legal Clinics in Guinea Successfully Resolve Land Disputes, https://www.un.org/peacebuilding/Guinea-grassroots-justice-resolve-land-disputes [Ημερομηνία Πρόσβασης: 06/11/2024]
[13] Ibid
[14] Ibid
[15] RULAC (Rule of Law in Armed Conflict), Ακαδημία Γενεύης, https://www.rulac.org/browse/map [Ημερομηνία Πρόσβασης: 05/11/2024]
[16] Crisis 24, Guinea Country Report, Political, Τελευταία Ενημέρωση: April 14, 2022, https://crisis24.garda.com/insights-intelligence/intelligence/country-reports/guinea [Ημερομηνία Πρόσβασης: 05/11/2024]
[17] Crisis 24, Guinea Country Report, https://crisis24.garda.com/insights-intelligence/intelligence/country-reports/guinea; Amnesty International, Guinea: Defense and security forces killed people in pro-opposition neighbourhoods after presidential election, 15 December 2020, https://www.amnesty.org/en/latest/press-release/2020/12/guinea-defense-and-security-forces-killed-people-in-proopposition-neighbourhoods/ ; USDOS – US Department of State: 2021 Country Reports on Human Rights Practices: Guinea, 12 April 2022, available at: https://www.ecoi.net/en/document/2071174.html ; HRW – Human Rights Watch: World Report 2021 - Guinea, 13 January 2022, available at: https://www.ecoi.net/en/document/2066496.html; AI – Amnesty International: Amnesty International Report 2021/22; The State of the World's Human Rights; Guinea 2021, 29 March 2022, available at: https://www.ecoi.net/en/document/2048692.html, Freedom House: Freedom in the World 2022 - Guinea, 24 February 2022 https://www.ecoi.net/en/document/2074643.html
[18] Crisis 24, Guinea Country Report, Τελευταία Ενημέρωση: 29 Σεπτεμβρίου 2022, https://crisis24.garda.com/insights-intelligence/intelligence/country-reports/guinea [Ημερομηνία Πρόσβασης: 05/11/2024]
[19] Ibid
[20] ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION - ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Project, διαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο https://acleddata.com/explorer/ βλ. πλατφόρμα Explorer, με χρήση των ακόλουθων στοιχείων ανάλυσης: METRIC: Event Counts/Fatality Counts, EVENT CATEGORIES: Event Types (Battles / Violence against civilians / Explosions/Remote violence / Riots / Protests) DATE RANGE: 31/10/2023 – 31/10/2024, REGION: Africa, COUNTRY: Guinea, ADMIN UNIT: Conakry) [Ημερομηνία Πρόσβασης: 06/11/2024]
[21] CIA, The World Factbook, Guinea, https://www.cia.gov/the-world-factbook/countries/guinea/#people-and-society, [Ημερομηνία Πρόσβασης: 06/11/2024]
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο