J.T ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 5252/22, 7/11/2024
print
Τίτλος:
J.T ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 5252/22, 7/11/2024

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

Υπόθεση Αρ.: 5252/22

 

07 Νοεμβρίου 2024

[Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, ΔΔΔΔΠ.] 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

J.T

Αιτητής

-και-

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ,

μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου

Καθ' ων η Αίτηση

  ....................

 

Τζ. Μπετίτο (κος) για  ΠΙΕΡΙΔΗΣ & ΠΙΕΡΙΔΗΣ, Δικηγόροι του Αιτητή

Ν. Ιερωνυμίδης (κος), δικηγόρος για τους Kαθ' ων η αίτηση.

Αιτητής παρών

(Μέλπω Σταύρου (κα), για πιστή μετάφραση από  Γαλλικά σε Ελληνικά και αντίστροφα.)

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Δ. Κατσαρίδης Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Ο Αιτητής με την παρούσα προσφυγή αξιώνει την ακύρωση της απόφασης των Καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 05/06/2022, η οποία κοινοποιήθηκε στον Αιτητή στις 12/08/2022, και με την οποία έλαβε γνώση της απόρριψης της αίτησής του για παραχώρηση σε αυτόν καθεστώτος διεθνούς προστασίας καθότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 3 και 19 του Περί Προσφύγων Νόμο.

 

Γεγονότα

Όπως προκύπτει από την Ένσταση που καταχωρήθηκε από τον ευπαίδευτο συνήγορο που εκπροσωπεί τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης έχουν ως κατωτέρω:

Ο Αιτητής είναι υπήκοος της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό και συμπλήρωσε αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας στις 11/02/2020. Στις 08/03/2022, πραγματοποιήθηκε συνέντευξη του Αιτητή από λειτουργό της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης Ασύλου (EUAA). Στις 26/05/2022, ο αρμόδιος λειτουργός ετοίμασε Έκθεση και Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με την συνέντευξη του Αιτητή.  Στη συνέχεια, ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε την εισήγηση για απόρριψη της αίτησης ασύλου του Αιτητή στις 05/06/2022. Στις 08/08/2022, η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική επιστολή μαζί με την αιτιολόγηση της απόφασης της σχετικά με το αίτημα του Αιτητή, η οποία παραλήφθηκε και υπογράφτηκε ιδιοχείρως από τον Αιτητή στις 12/08/2022.

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

Ο συνήγορος του Αιτητή, στην προσφυγή την οποία κατέθεσε προέβαλε πλήθος λόγων ακυρώσεων τους οποίους ωστόσο δεν ανέπτυξε δια της γραπτής του αγόρευσης.  Δια της γραπτής του αγόρευσης, ο συνήγορος του Αιτητή προωθεί ότι η απόφαση λήφθηκε κατόπιν μη άσκησης με ορθό τρόπο της διοικητικής και/ή αποφασιστικής αρμοδιότητας και/ή διακριτικής εξουσίας των Καθ' ων η αίτηση και της μη πραγματικής και/ή επαρκούς αξιολόγησης και/ή έρευνας, απορρίπτοντας αυθαίρετα και/ή εσφαλμένα την αίτηση του Αιτητή. Υποστηρίζει ότι δεν αποκαλύπτεται εάν ο λειτουργός CW037 που προέβη στη συνέντευξη και ετοίμασε την Έκθεση/Εισήγηση είναι κατάλληλα καταρτισμένος και περαιτέρω, παραπέμπει σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης προκειμένου να ανατρέψει τα σημεία αναξιοπιστίας του Αιτητή. Υποστηρίζει ότι η δοθείσα αιτιολογία για τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης είναι ελλιπής και/ή εσφαλμένη. Τέλος, υποστηρίζει ότι το άτομο που υπογράφει την επιστολή ημερομηνίας 08/08/2022 το πράττει χωρίς να έχει σχετική εξουσιοδότηση.

Από την πλευρά τους οι Καθ' ων η αίτηση υπεραμύνονται της επίδικης πράξης. Υποδεικνύουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε μετά από δέουσα έρευνα και ορθή ενάσκηση των εξουσιών που δίνει ο Νόμος στους Καθ' ων η αίτηση και αφού αξιολογήθηκαν όλα τα ουσιώδη στοιχεία, γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης και πως η επίδικη πράξη να είναι δεόντως αιτιολογημένη.

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

Καταρχάς και σύμφωνα με πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, οι λόγοι προσφυγής που δεν αναπτύσσονται στο πλαίσιο της αγόρευσης του αιτητή θεωρούνται ως εγκαταλειφθέντες. Το ίδιο ισχύει και με τους λόγους σε σχέση με τους οποίους δεν προβάλλεται οποιαδήποτε επιχειρηματολογία προς υποστήριξή τους. (Βλ. συναφώς Υπόθεση Αρ. 692/89, Level Tachexcavs Ltd v. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λευκωσίας, ημερ. 17.12.1990, (1990) 3 ΑΑΔ 4407, Α.Ε. Αρ. 2421, Kokos Athanasiou Motors Ltd v. Δημοκρατίας, ημερ. 24.1.2020 (2000) 3 ΑΑΔ 21, Υπόθεση Αρ. 1073/2004, Γεωργίας Αντωνίου κ.α. ν. Δημοκρατίας, μέσω Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, ημερ. 6.2.2007).

Υπό το φως της πιο πάνω νομολογίας, όλοι οι λόγοι προσφυγής που αναφέρονται ως τίτλοι στο πλαίσιο του δικογράφου της προσφυγής και δεν προωθούνται με τη γραπτή αγόρευση του Αιτητή θεωρούνται ως εγκαταλειφθέντες. 

Ως προς τον ισχυρισμό ότι το άτομο που διενέργησε την συνέντευξη και ετοίμασε την Έκθεση/Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου, που προσδιορίζεται ως CW037, δεν διαθέτει κατάλληλη κατάρτιση, παρατηρώ ότι αυτός προωθείται με γενικότητα και αοριστία και χωρίς να παραθέτει την απαιτούμενη δικονομική ακρίβεια. Σε κάθε περίπτωση ο συνήγορος του Αιτητή δεν έχει προσκομίσει στο Δικαστήριο, τέτοια στοιχεία τα οποία θα μπορούσαν να ανατρέψουν το τεκμήριο κανονικότητας που περιβάλλει τις πράξεις και αποφάσεις της Διοίκησης, εκ τούτου κρίνεται μη δικονομικά παραδεκτός και δεν δύναται να εξεταστεί στην ουσία του. (βλ.      LOUISE GARCIA NYEMB v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ, Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 61/2022, 30/10/2024 Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 40/2019 Λάμπρου ν. Δημοκρατίας, απόφαση ημερ. 23.5.2024· Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 35/2018 Κατσαντώνης ν. Δημοκρατίας, απόφαση ημερ. 26.6.2024· Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 47/2021 Miah ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, απόφαση ημερ. 25.9.2024)

Αναφορικά με τον ισχυρισμό του Αιτητή ότι στη επιστολή απόρριψης ημερομηνίας 08/08/2022 υπογράφει η κα. Ιόλη ΧΧΧΧΧΧ  ως Προϊστάμενη, χωρίς σχετική εξουσιοδότηση,  κρίνω ότι κάτι τέτοιο δεν απαιτείται εκ του Νόμου.  Εκείνο που απαιτείται είναι η απόφαση να έχει ληφθεί από τον εξουσιοδοτημένο από τον αρμόδιο Υπουργό, λειτουργό που στη παρούσα είναι ο κος. Ανδρέας ΧΧΧΧ (ερ. 92 – σχετική εξουσιοδότηση ερ. 94 του δ.φ.) . Σύμφωνα δε με το τεκμήριο της κανονικότητας και νομιμότητας το οποίο δεν έχει ανατραπεί, η προσβαλλόμενη απόφαση είναι καθόλα  νόμιμη.  Συνεπώς κρίνω ότι ο ισχυρισμός δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

Σχετική είναι η απόφαση στην υπ. Αρ. Υπόθεση Αρ. 42/2011 του Ανωτάτου Δικαστηρίου GUILAN ZHOU και Κυπριακής Δημοκρατίας ημερ. 24 Ιανουαρίου 2013 που μεταξύ άλλων λέχθηκαν τα εξής:

 «Περαιτέρω, η απόφαση που κοινοποιήθηκε στην αιτήτρια φέρει την υπογραφή κάποιας «Ε. Μαραθεύτου για Διευθύντρια», χωρίς να υπάρχει οποιοδήποτε έγγραφο που να εξουσιοδοτεί την εν λόγω λειτουργό, που είναι απλή γραφέας, κατά τη θέση του συνηγόρου, να εκδίδει και να υπογράφει τέτοιες αποφάσεις. 

Υπό το φως των ανωτέρω, δεν είναι δυνατόν να γίνεται λόγος για αναρμοδιότητα ή μη εξουσιοδότηση της Ε. Μαραθεύτου να υπογράψει την απορριπτική επιστολή. Η   κα Μαραθεύτου, άλλωστε, υπόγραψε «για Διευθύντρια», και η επιστολή αρχίζει με την εισαγωγή, «Έχω οδηγίες να ...».  Σαφέστατα η απορριπτική επιστολή αποτελεί απόφαση και πράξη της εξουσιοδοτημένης προς τούτο Διευθύντριας και ο,τιδήποτε άλλο αποτελεί απλώς σχολαστική θεώρηση των πραγμάτων.  Δεν παρίστατο ανάγκη να υπογράψει η ίδια η Διευθύντρια την απόρριψη, ούτε κάτι τέτοιο απαιτείται εκ του Νόμου.  Εκείνο που απαιτείται είναι η απόφαση να έχει ληφθεί από τη Διευθύντρια, όπως και έγινε στην περίπτωση.  Η απόφαση είναι καθόλα νόμιμη και άλλωστε ισχύει το τεκμήριο της νομιμότητας.

Οι προμνησθείσες υποθέσεις  έχουν ως κύριο άξονα την απόφαση της πλειοψηφίας στην Κούτσιου ν. Δημοκρατίας - ανωτέρω -, όπου τονίστηκε ότι όπου απουσιάζει έγγραφη καταχώρηση ότι η σχετική διοικητική πράξη λήφθηκε από το όργανο στο οποίο ο Νόμος έχει εναποθέσει τη σχετική αρμοδιότητα, τότε το τεκμήριο της κανονικότητας δεν μπορεί να διασώσει την κατάσταση, ενόψει του ότι οι αρχές της χρηστής διοίκησης υπαγορεύουν την τήρηση εγγράφων καταχωρήσεων.  Εδώ, όμως, όπως υποδείχθηκε ήδη, υπάρχει έγγραφη καταχώρηση από τη Διευθύντρια.  Βεβαίως, αρμοδίως υπογράφεται από λειτουργό της υπηρεσίας διότι κανένας Διευθυντής στον οποίο εναποτίθεται αρμοδιότητα από κάποιο νόμο να αποφασίζει, δεν λειτουργεί χωρίς την υποστήριξη στελεχωμένης υπηρεσίας. Υπάρχει, επομένως, εγγενής εξουσιοδότηση όλων των λειτουργών, εφόσον βεβαίως ενεργούν κατόπιν οδηγιών, να υπογράφουν ως μέρος της διοικητικής προώθησης αποφάσεως τις σχετικές επιστολές του Τμήματος στο οποίο υπάγονται, (δέστε, κατ΄ αναλογία, την υπόθεση στην Βάσος Εμμανουήλ ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 6/07, ημερ. 26.3.2009)

(Η υπογράμμισή του Δικαστηρίου)

 

Θα προχωρήσω στην εξέταση του ισχυρισμού που προβάλλει ο συνήγορος του Αιτητή, περί έλλειψης δέουσας έρευνας καθώς και του ισχυρισμού έλλειψης αιτιολογίας, λαμβανομένης υπόψιν και της εξουσίας του παρόντος Δικαστηρίου όπου και σύμφωνα με τον περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο του 2018, Ν.73(Ι)/2018, το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας έχει την εξουσία να εξετάσει την παρούσα υπόθεση επί της ουσίας. Το γεγονός αυτό, οφείλεται στο ότι η παρούσα υπόθεση αφορά αίτηση που χρονικά πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 11 (2) και (3) του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018, Ν.73(Ι)/2018, οι οποίες δίδουν στο Δικαστήριο την υποχρέωση ελέγχου της νομιμότητας και ορθότητας της πράξης.

Έχει πλειστάκις νομολογηθεί ότι η έκταση, ο τρόπος και η διαδικασία που ακολουθείται ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης. Περαιτέρω η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το θέμα που εξετάζεται. Το  κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και τη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων τα οποία παρέχουν ασφαλή συμπέρασμα. (Βλέπε Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.α., Α.Ε. 1518/1.11.96, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου, Α.Ε.1575/14.7.97 , Α.Ε.2371,Motorways Ltd v Δημοκρατίας ημερ. 25/6/99).  

Το Δικαστήριο στα πλαίσια ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντος οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωση (βλ. απόφαση αρ. 128/2008 JAMAL KAROU V Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 1 Φεβρουαρίου, 2010).

Σύμφωνα με τα στοιχεία του Αιτητή, όπως καταγράφονται στην Έκθεση του λειτουργού της ΕUAA αλλά και όπως διαφαίνονται από τον διοικητικό φάκελό που κατατέθηκε στο Δικαστήριο ως Τεκμήριο 1 κατά το στάδιο των Διευκρινήσεων και δεν αμφισβητούνται, παρατηρώ ότι  κατά την υποβολή του αιτήματος διεθνούς προστασίας, ο Αιτητής δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής διότι η ζωή του βρίσκεται σε κίνδυνο μετά τον θάνατο του θείου του, ο οποίος τον στήριζε.  

Κατά το κρίσιμο στάδιο της προφορικής του συνέντευξης και σχετικά με τα προσωπικά του στοιχεία, ο Αιτητής δήλωσε ως τόπο διαμονής του το χωριό Kabue της επαρχίας Kasai-Central. Είναι απόφοιτος πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης. Δήλωσε ότι όταν απεβίωσε η μητέρα του διέμενε μαζί με την αδελφή του στο θείο τους. Ο θείος του απεβίωσε κατά ή περί το 2018.

Σχετικά με τους λόγους για τους οποίους φέρεται να εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής, o Αιτητής, δήλωσε ότι κατά ή περί το 2017, ο αρχηγός του χωριού όπου διέμενε, Kamuina Nsapu, μαζί με τους στρατιώτες του πήγαν στην οικία του θείου του προκειμένου να στρατολογήσουν τον Αιτητή. Ο θείος του Αιτητή αρνήθηκε τη στρατολόγηση του Αιτητή και τον σκότωσαν. Ο Αιτητής μεταφέρθηκε στο δάσος μαζί τους και έγινε στρατιώτης της οργάνωσης. Δήλωσε ότι παρέμεινε στο δάσος από το 2017 έως το 2020 και ισχυρίστηκε ότι τα καθήκοντα του ήταν να μαγειρεύει αλλά προέβαιναν και σε ασκήσεις για να γίνουν στρατιώτες. Ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι μια μέρα συνάντησε ένα φίλο του θείου του, ο οποίος ήταν υπεύθυνος στο στρατόπεδο και τον βοήθησε να δραπετεύσει από το στρατόπεδο και από τη χώρα. Ερωτηθείς τι θα του συμβεί σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του ισχυρίστηκε ότι θα συλληφθεί από τη κυβέρνηση διότι ήταν μέρος της παραστρατιωτικής οργάνωσης, η οποία σκότωσε πολλά άτομα. Κληθείς να διευκρινίσει πως γνωρίζουν ότι ήταν μέρος της παραστρατιωτικής οργάνωσης δήλωσε ότι στο χωριό γνωρίζουν ότι ήταν μέλος της οργάνωσης διότι απουσίαζε για μεγάλο χρονικό διάστημα και εάν επιστρέψει θα νομίζουν ότι απελευθερώθηκε από τη οργάνωση. Αναφορικά με την αδελφή του δήλωσε ότι δεν γνωρίζει που βρίσκεται και ενδεχομένως να διαμένει με την σύζυγο του αποθανόντος θείου τους.

Ακολούθως, ο αρμόδιος λειτουργός διέκρινε δύο (2) ουσιώδεις ισχυρισμούς. Ο πρώτος ισχυρισμός αφορά τα προσωπικά στοιχεία, το προφίλ, τη χώρα καταγωγής και διαμονής του Αιτητή, ο οποίος και έγινε αποδεκτός.

Ο δεύτερος ισχυρισμός του Αιτητή αφορά την ισχυριζόμενη αναγκαστική στρατολόγηση του, στα τέλη του 2017, από τον αρχηγό του χωριού του προκειμένου να γίνει στρατιώτης και κρατήθηκε για περίοδο 3 ετών μέχρι που δραπέτευσε, ο οποίος έτυχε απόρριψης. Ο λειτουργός έκρινε ότι οι δηλώσεις του Αιτητή ήταν ασυνεπείς, ασυνάρτητες και δεν ήταν συγκεκριμένες. Πιο συγκεκριμένα, ο λειτουργός έκρινε ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να δώσει πληροφορίες πότε συνέβη το περιστατικό στην οικία του θείου του, δηλώνοντας ότι ήταν γύρω στα τέλη του 2017, αλλά ούτε πόσα άτομα εισήλθαν στην οικία (ερ. 59-2χ,4χ του δ.φ.). Ο Αιτητής δήλωσε ότι όλα ξεκίνησαν εξαιτίας μιας σύγκρουσης δύο αντίπαλων χωριών, των Kamuina Nsapu και Ndemba (ερ. 59-1χ του δ.φ.). Επιπλέον, δήλωσε ότι το όνομα του αρχηγού του χωριού ήταν Kamuina Nsapu. Κληθείς να σχολιάσει ότι ο Kamuina Nsapu σκοτώθηκε στις 12/08/2016, ο Αιτητής απάντησε ότι δεν σκοτώθηκε και ότι πρόκειται απλώς για πολιτικές πληροφορίες, προσθέτοντας ότι ο πόλεμος συνεχίζεται, επομένως πώς μπορούν να πουν ότι σκοτώθηκε (ερ. 58-1χ του δ.φ.). Δεν παρείχε λεπτομερή περιγραφή του περιστατικού κατά το οποίο ο αρχηγός πήγε στην οικία του θείου του (ερ. 59-3χ του δ.φ.), ούτε πόσο καιρό έμεινε στο δάσος, δηλώνοντας ότι ίσως ήταν 2 έτη αλλά δεν θυμόταν (ερ. 57-3χ του δ.φ.). Οι απαντήσεις του ως προς τον αριθμό των ατόμων που ήταν στο δάσος, την τοποθεσία του δάσους στο οποίο μεταφέρθηκε αλλά και την ονομασία του κρίθηκαν ότι δεν ήταν συγκεκριμένες (ερ. 58-4χ, 56-1χ του δ.φ.). Αναφορικά με την συνάντηση του Αιτητή με τον φίλο του θείου του, δεν ήταν σε θέση να δώσει μια συνεπή απάντηση ως προς το γεγονός ότι ήταν στο δάσος για περίπου 3 έτη και δεν είχε δει τον φίλο του θείου του νωρίτερα, δηλώνοντας ότι ήταν απασχολημένος με άλλα καθήκοντα (ερ. 55-4χ του δ.φ.). Δεν ήταν σε θέση να δώσει συγκεκριμένη απάντηση πως ο φίλος του θείου του κατάφερε μέσα σε λίγες ώρες να εκδώσει διαβατήριο στον Αιτητή (ερ. 54-1χ του δ.φ.). Αναφορικά με τα καθήκοντα του δήλωσε ότι δεν συμμετείχε σε συμπλοκή και ότι έκανε μόνο το μαγείρεμα. Ερωτηθείς πως οι αρχές της χώρας του γνωρίζουν ότι ήταν μέλος της παραστρατιωτικής οργάνωσης δεν ήταν σε θέση να παρέχει μια συγκεκριμένη και συνεκτική απάντηση (ερ. 53-2χ του δ.φ.).

Αναφορικά με την εξωτερική αξιοπιστία του ως άνω ισχυρισμού του, o αρμόδιος λειτουργός παράθεσε πληροφορίες από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης που επιβεβαιώνουν την στρατολόγηση παιδιών από ένοπλες ομάδες, εντούτοις, οι αναφορές του Αιτητή για το γειτονικό χωριό Ndemba αλλά και για τον αρχηγό του χωριού Kamwina Nsapu δεν συνάδουν με τις εξωτερικές πηγές πληροφόρησης και ως εκ τούτου ο εν λόγω ισχυρισμός δεν έγινε αποδεκτός.

Στα πλαίσια του μοναδικού ισχυρισμού που έγινε αποδεκτός, ήτοι τα προσωπικά στοιχεία, το προφίλ, τον τόπο καταγωγής και διαμονής του Αιτητή ο λειτουργός παραθέτοντας πληροφορίες από τη χώρα καταγωγής σχετικά με την κατάσταση ασφαλείας συνήγαγε κατά την αξιολόγηση κινδύνου, ότι σε περίπτωση επιστροφής του στο χωριό Kabue της επαρχίας Kasai-Central, ο Αιτητής δεν φέρει βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης και δεν υπάρχει εύλογη πιθανότητα να κινδυνεύσει με σοβαρή βλάβη.

Προχωρώντας στη νομική ανάλυση, ο λειτουργός κατέληξε στο ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις υπαγωγής του Αιτητή σε ένα από τους πέντε λόγους που εξαντλητικά προβλέπονται από το άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου και ως εκ τούτου δεν δικαιούται προσφυγικό καθεστώς. Επιπλέον, κρίθηκε ότι σε περίπτωση επιστροφής του στην χωριό Kabue της επαρχίας Kasai-Central, ο Αιτητής δεν θα κινδυνεύσει με θανατική ποινή ή εκτέλεση σύμφωνα με το άρθρο 19(2)(α) του περί Προσφύγων Νόμου, ούτε ενδέχεται να υποστεί βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία δυνάμει του άρθρου 19 (2)(β). Αναφορικά δε με το άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, οι Καθ' ων η αίτηση κατέληξαν, ότι ο Αιτητής δεν θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη υπό την έννοια του συγκεκριμένου άρθρου σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής και ως εκ τούτου, το ενδεχόμενο υπαγωγής του σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας απορρίφθηκε αφού στην επαρχία Kasai-Central δεν παρατηρούνται συνθήκες ένοπλων συγκρούσεων.

Στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας ο Αιτητής κλήθηκε σε ακρόαση στις 18/04/2024 προκειμένου να του τεθούν ερωτήματα αναφορικά με τον πυρήνα του αιτήματος διεθνούς προστασίας του. Κληθείς να περιγράψει το περιστατικό στην οικία του θείου του Αιτητή, δήλωσε ότι δεν ήταν παρών στο περιστατικό ο αρχηγός του χωριού αλλά μόνο οι άνδρες του, οι οποίοι ήταν οπλισμένοι με τόξα και μαχαίρια και είχαν μια κόκκινη κορδέλα στο κεφάλι τους. Παρούσες στο περιστατικό ήταν η θεία και η αδελφή του και ισχυρίστηκε ότι το περιστατικό έγινε την περίοδο 2016-2017. Αναφορικά για την περίοδο κράτησης του, δήλωσε ότι εκπαίδευαν για τον πόλεμο, ασκούσαν μαγεία, δεν είχαν έμβλημα αλλά φορούσαν κόκκινη κορδέλα στο κεφάλι και λευκή φούστα. Ερωτηθείς την τοποθεσία όπου βρισκόταν για περίοδο 2 ετών, απάντησε ότι ήταν μεταξύ δυο χωριών αλλά δεν γνωρίζει την ακριβή τοποθεσία. Μετά το τέλος της εκπαίδευσης του, η οποία διήρκησε 6 μήνες, σύμφωνα με τις δηλώσεις του, παρέμεινε μέλος του στρατοπέδου, δεν έλαβε όπλο και δεν συμμετείχε σε αποστολή. Δήλωσε ότι ήταν παιδί και ετοίμαζαν το φαγητό και τις στολές αυτών που πήγαιναν να πολεμήσουν. Αναφορικά με τον φίλο του θείου του, ο οποίος τον βοήθησε να δραπετεύσει ισχυρίστηκε ότι τον γνώρισε κατά ή περί το 2020, δεν γνωρίζει το όνομα του, δεν τον είχε γνωρίσει στο παρελθόν και διηύθυνε τις αποστολές. Ερωτηθείς πότε ήταν η πρώτη τους συνάντηση δήλωσε ότι στο στρατό υπήρχαν παρουσιολόγια, είδε το όνομα του Αιτητή και μερικές μέρες αργότερα τον αναζήτησε για να μάθει τα στοιχεία του. Αναφορικά με την διαφυγή του, δήλωσε ότι ο φίλος του θείου του έπρεπε να μεταφέρει μια ομάδα σε μια επιχείρηση και ζήτησε από τον Αιτητή να ετοιμαστεί και ο ίδιος και με την βοήθεια ενός τρίτου προσώπου θα πήγαινε στο αεροδρόμιο. Δήλωσε ότι αποχώρησε νόμιμα από τη χώρα καταγωγής του και ερωτηθείς σε περίπτωση που επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του εάν θα αναγνωριστεί ως άτομο που συμμετείχε σε παραστρατιωτική οργάνωση απάντησε ότι στο χωριό του γνωρίζουν ότι σκότωσαν τον θείο του και ότι απήγαγαν ένα παιδί, το οποίο εντάχθηκε σε παραστρατιωτική οργάνωση και θα του δημιουργήσει πρόβλημα και ότι θα έχει πρόβλημα και με την κυβέρνηση διότι ο πόλεμος διεξαγόταν εναντίον της κυβέρνησης. Ερωτηθείς εάν δύναται να εγκατασταθεί σε άλλη περιοχή, στη Κινσάσα, απάντησε αρνητικά και τέλος, ερωτηθείς εάν διατηρεί επικοινωνία με την θεία και την αδελφή του απάντησε αρνητικά.

Αξιολογώντας λοιπόν τα όσα έχουν ανωτέρω αναφερθεί υπό το φως και των νομοθετημένων προνοιών και μελετώντας επισταμένως τόσο την Έκθεση/Εισήγηση του λειτουργού της ΕUAA όσο και τις δηλώσεις του Αιτητή κατά την ενώπιόν μου δικαστική διαδικασία, καταλήγω στα εξής:

Υπενθυμίζεται συναφώς ότι σύμφωνα με το άρθρο 16 του Περί Προσφύγων Νόμου [Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί], αρχικά, το βάρος απόδειξης το φέρει ο αιτών άσυλο ο οποίος υποχρεούται να υποστηρίξει την αίτηση του με όλα τα έγγραφα και στοιχεία που έχει στην κατοχή του, αλλά και γενικότερα να βοηθήσει την Υπηρεσία Ασύλου με τον καλύτερο τρόπο να διαπιστώσει τα γεγονότα της υπόθεσης του. Ως έχει νομολογηθεί, ο αιτών διεθνούς προστασίας πρέπει να καταβάλει ειλικρινή προσπάθεια να θεμελιώσει την αφήγησή του, ότι δηλαδή υπήρξε θύμα δίωξης στην χώρα καταγωγής του, ώστε να πληροί της προϋποθέσεις υπαγωγής του στο καθεστώς Διεθνούς Προστασίας. (βλ. WILLIAM CRISANTHA MAL FRANCIS KARUNARATHNA ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ κ.α, Υπόθεση Αρ. 1875/2008, 1 Μαρτίου 2010).

Κατά την διαπίστωση των πραγματικών γεγονότων, καθοριστικό ρόλο παίζει η αξιοπιστία ενός αιτούντος άσυλο. Προς τούτο τονίζω ότι ο όρος «αξιοπιστία» δεν ορίζεται από το Κοινό Ευρωπαϊκό Σύστημα Ασύλου. Η χρήση του όρου, από το άρθρο 4 παράγραφος 5 στοιχείο (ε) της οδηγίας 2011/95/EE αναφέρεται στη γενική αξιοπιστία ενός αιτούντος, αλλά αυτό είναι στο πλαίσιο ενός συγκεκριμένου κανόνα που διέπει τη μη επιβεβαίωση πτυχών των δηλώσεων του αιτούντος. Κατά συνέπεια, η αξιολόγηση της αξιοπιστίας αφορά τη διαδικασία έρευνας για το εάν το σύνολο ή μέρος των δηλώσεων του αιτούντος ή άλλα αποδεικτικά στοιχεία που υποβλήθηκαν από αυτόν σχετικά με τους ουσιώδεις ισχυρισμούς (material facts) μπορούν να γίνουν δεκτά προκειμένου να διαπιστωθεί εάν ο αιτητής εμπίπτει στις προϋποθέσεις παραχώρησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας.

Αυτή η αξιολόγηση μπορεί να περιλαμβάνει την επαλήθευση εάν οι δηλώσεις του αιτούντος είναι συνεπείς, επαρκώς λεπτομερείς, εύλογες και συμβατές με τα έγγραφά του, τις πηγές πληροφόρησης και κάθε άλλο αποδεικτικό στοιχείο που αποκτήθηκε. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η αξιολόγηση της αξιοπιστίας δεν σημαίνει ότι σε όλες τις περιπτώσεις ο υπεύθυνος λήψης αποφάσεων θα προβεί σε επαλήθευση και θα καταλήξει με απόλυτη βεβαιότητα αναφορικά με την αλήθεια των δηλώσεων του αιτούντος. Η Ύπατη Αρμοστεία έχει ορίσει την αξιοπιστία ως εξής: «Ο αιτών άσυλο κρίνεται αξιόπιστος, όταν έχει προβάλει ισχυρισμούς που παρουσιάζουν συνοχή και είναι εύλογοι, που δεν είναι αντιφατικοί με τα κοινά τοις πάσι γεγονότα και κατά συνέπεια μπορεί να οδηγήσουν τον υπεύθυνο της συνέντευξης στη δημιουργία πεποίθησης για το βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης που εκφράζει.». Η ως άνω προσέγγιση υιοθετήθηκε και από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην Υπόθεση JK και Others v Sweden, αριθμός αίτησης 59166/12, Παρ. 53.

Στο εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», αναφέρεται στην σελίδα 98, παράγραφος 4.5.3 ότι σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να γίνεται μια αντικειμενική και ισορροπημένη στάθμιση του κατά πόσον οι ισχυρισμοί του αιτητή αντικατοπτρίζουν αυτό που θα ήταν εύλογα αναμενόμενο από κάποιον με τις περιστάσεις του ο οποίος εκφράζει δια τούτων μια αληθινή προσωπική εμπειρία («Σε κάθε περίπτωση, απαιτείται ισορροπημένη και αντικειμενική αξιολόγηση του αν η αφήγηση του αιτούντος αντικατοπτρίζει την αφήγηση που αναμένεται από ένα πρόσωπο στην κατάσταση του αιτούντος το οποίο αφηγείται μια πραγματική προσωπική εμπειρία.»). Περαιτέρω, στην προηγούμενη σελίδα του εγχειριδίου, αναφέρεται ότι είναι γενικά εύλογο να αναμένεται ότι αίτημα θα πρέπει να παρουσιάζεται τεκμηριωμένα και με επαρκείς λεπτομέρειες αλλιώς οι ελλείψεις αυτές στις λεπτομέρειες μπορεί να συνιστούν έλλειψη σχετικών στοιχείων («Η μη επαρκής παροχή λεπτομερειών μπορεί επίσης να ισοδυναμεί με αυτό που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 5 στοιχείο β) της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση) ως έλλειψη «λυσιτελών στοιχείων».

Ακολούθως, κατά την απόφαση του ΔΕΕ, C – 277/11 M. κατά Minister for Justice, Equality and Law Reform, Ιρλανδίας, Attorney General, αποφ. ημερ. 22/11/2012 η αξιολόγηση μιας αίτησης διεθνούς προστασίας πρέπει να πραγματοποιείται σε δύο αυτοτελή στάδια: «Το πρώτο στάδιο αφορά τη διαπίστωση της συνδρομής των πραγματικών περιστατικών που αποδεικνύουν τη βασιμότητα της αιτήσεως, ενώ το δεύτερο στάδιο αφορά τη νομική εκτίμηση των εν λόγω αποδεικτικών στοιχείων, προκειμένου να αποφασισθεί αν πληρούνται, υπό το φως των πραγματικών περιστατικών της συγκεκριμένης υποθέσεως, οι ουσιαστικές προϋποθέσεις που θέτουν τα άρθρα 9 και 10 ή 15 της οδηγίας 2004/83 για την παροχή διεθνούς προστασίας.» Η εξακρίβωση των πραγματικών (ή ουσιωδών) περιστατικών είναι ύψιστης σημασίας για την αξιολόγηση του μελλοντικού κινδύνου που δύναται να αντιμετωπίσει ο εκάστοτε αιτών, εφόσον από αυτά θα προκύψουν γεγονότα που πιθανόν να τεκμηριώνουν παρελθούσα δίωξη ή γεγονότα που στην συνολική αξιολόγηση της αίτησης είναι καθοριστικά για μελλοντική δίωξη.[1]

Έχοντας παραθέσει το νομικό πλαίσιο εξέτασης των αιτήσεων διεθνούς προστασίας, θα προχωρήσω στη συνέχεια σε έλεγχο της νομιμότητας και της ορθότητας της επίδικης απόφασης, δια της πλήρους και ex-nunc εξέτασης των γεγονότων και νομικών ζητημάτων που διέπουν αυτή, ενόψει της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 11(3) α του Περί Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018).

Αξιολόγηση των ισχυρισμών

Όσον αφορά τον αποδεκτό ισχυρισμό περί των προσωπικών στοιχείων, του εν γένει προφίλ και της χώρας καταγωγής του Αιτητή, θα συμφωνήσω με το συμπέρασμα του αρμόδιου λειτουργού και θα υιοθετήσω την κατάληξη των Καθ’ ων η αίτηση.

Όσον αφορά τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό, συντάσσομαι με την κατάληξη των Καθ’ ων η αίτηση ως προς την απουσία εσωτερικής αξιοπιστίας στα λεγόμενα του Αιτητή. Κρίνω ότι ο αρμόδιος λειτουργός προέβη σε ορθές επισημάνσεις αναφορικά με τις επιμέρους πτυχές του ισχυρισμού. Γενικότερα οι απαντήσεις του Αιτητή στις ερωτήσεις του αρμόδιου λειτουργού ήταν αόριστες, ασαφείς, χωρίς να είναι σε θέση να παρέχει επαρκείς πληροφορίες και χωρίς ευλογοφάνεια. Ως εκ τούτου φρονώ ότι όλες οι παρατηρήσεις και τα συμπεράσματα του αρμόδιου λειτουργού ως καταγράφονται στην έκθεση εισήγηση γίνονται αποδεκτά από το Δικαστήριο ως σημεία που εύλογα πλήττουν την εσωτερική αξιοπιστία των ισχυρισμών του Αιτητή και ως εκ τούτου δεν εντοπίζω λόγο διαφοροποίησης. Ειδικότερα, παρατηρώ αντιφάσεις ως προς το πότε πραγματοποιήθηκαν τα γεγονότα. Αρχικά, ο Αιτητής δήλωσε ότι ο θείος του απεβίωσε το 2018 (ερ. 62-2χ του δ.φ.), στη συνέχεια της συνέντευξης του ισχυρίστηκε ότι το περιστατικό στην οικία του θείου του, το οποίο οδήγησε στην απαγωγή του Αιτητή και το θάνατο του θείου του πραγματοποιήθηκε περί τα τέλη του 2017 (ερ. 59-2χ του δ.φ.). Κατά την ακροαματική διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου, ημερομηνίας 18/04/2024, ισχυρίστηκε ότι το συμβάν πραγματοποιήθηκε το 2016-2017. Επίσης παρατηρώ, αντίφαση ως προς την παρουσία του αρχηγού του χωριού κατά τη διάρκεια του περιστατικού εντός της οικίας του θείου του Αιτητή. Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης του ισχυρίστηκε ότι ο αρχηγός του χωριού μαζί με άνδρες του εισήλθαν στην οικία του θείου του (ερ. 60-2χ, 59-3χ,4χ του δ.φ.), ενώ στην ακροαματική διαδικασία δήλωσε ότι ήταν μόνο άνδρες του αρχηγού, χωρίς ο ίδιος να είναι παρών. Δεν ήταν σε θέση να περιγράψει το περιστατικό στην οικία του θείου του, οι αναφορές του ήταν γενικές ενώ απουσίαζε το βιωματικό στοιχείο. Μη ευλογοφανείς κρίνονται οι δηλώσεις του ως προς τη συνάντηση του με τον φίλο του θείου του αλλά και η διαφυγή του από το δάσος με την βοήθεια του εν λόγω προσώπου, του οποίου τα στοιχεία δεν γνωρίζει. Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης του ισχυρίστηκε ότι την ίδια ημέρα που γνώρισε τον φίλο του θείου του, αυτός κατάφερε να εκδώσει το διαβατήριο του Αιτητή και να διαφύγει. Αντιθέτως, στην ακροαματική διαδικασία δήλωσε ότι δεν έγιναν όλα αυτόματα, αλλά μεσολάβησε κάποιος χρόνος από τη στιγμή που μιλήσαν μέχρι τη στιγμή που θα έφευγε. Περαιτέρω, δεν παρείχε επαρκείς πληροφορίες για την περίοδο κράτησης του, η οποία διήρκησε πέραν των δυο ετών. Τέλος, ως προς το φόβο δίωξης του από τη κυβέρνηση κρίνεται μη ευλογοφανής. Ο Αιτητής δεν είχε κάποιο ουσιαστικό ρόλο στην παραστρατιωτική οργάνωση, ως ισχυρίστηκε ετοίμαζε το φαγητό και τις στολές αυτών που θα πήγαιναν να πολεμήσουν, και περαιτέρω δεν κατάφερε να τεκμηριώσει πως θα τον αναγνωρίσουν οι αρχές της χώρας καταγωγής του αλλά και που στηρίζει αυτό το φόβο. Να σημειωθεί ότι ο Αιτητής αποχώρησε νόμιμα από τη χώρα καταγωγής του.

Σε ό,τι αφορά την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού, για λόγους πληρότητας, το Δικαστήριο προέβη σε έρευνα σε πληροφορίες από τη χώρα καταγωγής του Αιτητή, λαμβανομένου υπόψιν ότι το παρόν δικαστήριο έχει πρόσβαση σε ακριβείς και επικαιροποιημένες πληροφορίες  από διάφορες πηγές σχετικά με τη γενική κατάσταση που επικρατεί στις χώρες καταγωγής και διέλευσης κατά τον χρόνο λήψης της απόφασής του [βλ. άρθρο 10 παράγραφος 4 της Οδηγία 2013/32/ΕΕ  (αναδιατύπωση)]. Κατόπιν έρευνας του Δικαστηρίου, καταγράφονται οι ακόλουθες πληροφορίες:

Η Kamuina Nsapu είναι μια παραστρατιωτική οργάνωση που πήρε το όνομά της από τον τίτλο του κληρονομικού αρχηγού στην επαρχία Kasai-Central της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό.[2]Στις 12 Αυγούστου 2016, ο αρχηγός Kamuina Nsapu σκοτώθηκε από τις δυνάμεις άμυνας και ασφάλειας, γεγονός που «αποτέλεσε σημείο καμπής στην κρίση» , καθώς οι επιθέσεις της παραστρατιωτικής οργάνωσης Kamuina Nsapu κατά κρατικών θεσμών εντάθηκαν και εξαπλώθηκαν σε άλλες επαρχίες της Kasaï.[3]

Μετά τον θάνατο του αρχηγού Kamuina Nsapu, η παραστρατιωτική οργάνωση επεκτάθηκε μέσω μιας οργανωμένης διαδικασίας στρατολόγησης και της δημιουργίας κέντρων μύησης, γνωστές ως «tshiotas», υπό την επίβλεψη απεσταλμένων του εκλιπόντος αρχηγού. Αυτοί οι απεσταλμένοι, που αναφέρονται επίσης ως «απόστολοι», ταξίδευαν σε όλα τα χωριά, εγκαθιστώντας tshiotas και εκτελούσαν τους αντίπαλους αρχηγούς των χωριών και τους χωρικούς που αρνούνταν να ενταχθούν στο κίνημα.[4] Το «tshiota» είναι ένα κέντρο μύησης και είναι απαραίτητο να περάσει κανείς από ένα tshiota για να γίνει κανονικό μέλος παραστρατιωτικής οργάνωσης, ένα συγκεκριμένο «βάπτισμα».[5]

Το 2017, τοπικοί παρατηρητές που ερωτήθηκαν από τη Διεθνή Ομάδα Κρίσης στην περιοχή Kasai ανέφεραν ότι «πολλοί νέοι άνδρες και αγόρια, μερικοί μόλις πέντε ετών, είχαν στρατολογηθεί ή ενταχθεί στην παραστρατιωτική οργάνωση».[6] Ομοίως, το OHCHR περιέγραψε ότι κατά την είσοδο σε χωριά, η παραστρατιωτική οργάνωση απαιτούσε από τους ντόπιους να «παραδώσουν τα παιδιά τους για να “βαπτιστούν” και να ενταχθούν στην ομάδα», στοχοποιώντας και σκοτώνοντας όσους αντιστέκονταν ή αντιδρούσαν στη στρατολόγηση των παιδιών.[7] Όπως αναφέρθηκε από το Radio France Internationale (RFI), η «βάπτιση» ήταν ένα ουσιαστικό βήμα στην διαδικασία μύησης και συνίστατο στην κατανάλωση ενός φίλτρου που πίστευαν ότι τους έκανε «αήττητο και άτρωτο».[8]

Σε όλα τα περιστατικά που καταγράφηκαν στην έκθεση του 2017 του OHCHR, η παραστρατιωτική οργάνωση Kamuina Nsapu χρησιμοποίησε παιδιά, με αναφορές που δείχνουν στρατολόγηση αγοριών και κοριτσιών ηλικίας μόλις επτά ετών.[9]

Σύμφωνα με μια έκθεση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ που δημοσιεύθηκε το 2018, πάνω από το 60 % της παραστρατιωτικής οργάνωσης  Kamuina Nsapu ήταν παιδιά.[10]

Το Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ σε έκθεση που δημοσιεύθηκε τον Ιούλιο του 2018 σχετικά με την κατάσταση στην Kasai περιέγραψε ότι από το 2016 στην περιοχή, διάφοροι φορείς, συμπεριλαμβανομένων των Kamuina Nsapu «έχουν διαπράξει πολυάριθμες φρικαλεότητες, συμπεριλαμβανομένων πολλών περιπτώσεων σεξουαλικής βίας και κακοποίησης παιδιών».[11]

Η σύγκρουση «αποκλιμακώθηκε» μετά την άνοδο στη εξουσία στις εκλογές του Ιανουαρίου 2019 του Félix Tshisekedi, η οικογένεια του οποίου καταγόταν από την περιοχή Kasai. Η έκκληση του Tshisekedi προς τις πολιτοφυλακές για διάλυση, οδήγησε στην παράδοση των μελών της Kamuina Nsapu και στη συνέχεια στην αποστράτευση πολλών μελών της πολιτοφυλακής που επέστρεψαν στις κοινότητές τους.[12]

Το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ ανέφερε ότι στην Kananga, οι αρχές προσέφεραν χρηματική αποζημίωση με βάση τον τύπο του όπλου που παρέδιδε η παραστρατιωτική οργάνωση, αλλά οι διεθνείς εμπειρογνώμονες παρατήρησαν ότι η διαδικασία αφοπλισμού στερούνταν επαρκής εποπτείας και επίβλεψης.[13]

Σύμφωνα με έκθεση του Διεθνούς Οργανισμού Μετανάστευσης (ΔΟΜ) του 2021, παρά το γεγονός ότι η στρατολόγηση στις παραστρατιωτικές οργανώσεις «έχει σε μεγάλο βαθμό σταματήσει», ορισμένες οργανώσεις και ιδίως τα μέλη της Kamuina Nsapu, «φέρονται να διατήρησαν τα όπλα τους και να παρέμειναν ενεργές ως ομάδες αυτοάμυνας της κοινότητας» στην επαρχία Kasai Central.[14] Τον Ιούλιο του 2021, το Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ ανέφερε ότι η παραστρατιωτική οργάνωση Kamuina Nsapu ήταν ενεργή στις περιοχές Tshikapa, Kamonia και Mweka της επαρχίας Kasai.[15] Τον Δεκέμβριο του 2021, η Humanity & Inclusion  ανέφερε μια αναζωπύρωση της παραστρατιωτικής οργάνωσης Kamuina Nsapu στην περιοχή Dibaya της επαρχίας Central Kasai.[16]

Δεν έχουν ανευρεθεί, ωστόσο, πιο πρόσφατες πληροφορίες σχετικά με τις δραστηριότητες της παραστρατιωτικής οργάνωσης Kamuina Nsapu και των περιοχών που δραστηριοποιούνται.[17]

Στην έκθεση του Συμβουλίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ του 2021,  αναγνωρίστηκε πρόοδος στην κοινωνικοοικονομική επανένταξη των αποστρατευμένων μελών της παραστρατιωτικής οργάνωσης στις επαρχίες Kasai και Tanganyika μετά το τέλος «της βίαιης φάσης της κρίσης της παραστρατιωτικής οργάνωσης Kamuina Nsapu».[18] Ωστόσο, ο Διεθνής Οργανισμός Μετανάστευσης (ΔΟΜ) ανέφερε το 2021 ότι ο πλήρης αφοπλισμός της Kamuina Nsapu στην Kasai Central παρεμποδίστηκε «λόγω αβεβαιότητας σχετικά με τις αμνηστίες και την επιλεξιμότητα για περιορισμένη στήριξη επανένταξης».[19]

Λαμβάνοντας υπόψη τις ως άνω πληροφορίες από την χώρα καταγωγής του Αιτητή και την τρέχουσα κατάσταση που επικρατεί, προκύπτει ότι κάποιες από τις δηλώσεις που αφορούν γενικές πληροφορίες όπως η στρατολόγηση νεαρών αγοριών και κοριτσιών από πληροφορίες από τη χώρα καταγωγής. Εντούτοις υπάρχουν αναφορές όπως για το γειτονικό χωριό Ndemba αλλά και για τον αρχηγό του χωριού Kamwina Nsapu οι οποίες δεν συνάδουν με τις εξωτερικές πηγές πληροφόρησης.

Τονίζεται ότι η εξωτερική συνέπεια αφορά τη συνέπεια μεταξύ της αφήγησης του αιτούντος (όπως διαμορφώνεται στην προσωπική συνέντευξη και/ή σε άλλες δηλώσεις) και ευρέως γνωστών πληροφοριών, άλλων αποδεικτικών στοιχείων, όπως αποδείξεις που παρέχει η οικογένεια ή άλλοι μάρτυρες, ιατρικών αποδεικτικών στοιχείων και αποδεικτικών εγγράφων που αφορούν ζητήματα σχετικά με την αίτηση, πληροφορίες για την χώρα καταγωγής  και κάθε άλλου συναφούς αποδεικτικού στοιχείου που συνδέεται με τη χώρα[20]. Η σημασία της εξέτασης της συνέπειας των δηλώσεων του αιτούντος με τέτοιου είδους αποδεικτικά στοιχεία προκύπτει ρητά από την προσθήκη στο άρθρο 4 παράγραφος 5 στοιχείο γ) της ΟΑΕΕ (αναδιατύπωση) της απαίτησης «οι δηλώσεις του αιτούντος [...] [να μην] έρχονται σε αντίθεση με διαθέσιμα ειδικά και γενικά στοιχεία [...]» Συνεπώς, οι δηλώσεις του αιτούντος δεν θα πρέπει να είναι ασυνεπείς με εξωτερικά αποδεικτικά στοιχεία. Όπως αναφέρθηκε εξάλλου στην υπόθεση Court of Appeal (Εφετείο) (Αγγλία και Ουαλία, Ηνωμένο Βασίλειο), απόφαση της 26ης Ιουλίου 2006, Y κατά Secretary of State for the Home Department «Οι δηλώσεις του αιτούντος θα πρέπει να είναι συνεπείς με ευρέως γνωστές πληροφορίες. Εάν η αφήγηση του αιτούντος έρχεται σε αντίθεση με γνωστά γεγονότα όσον αφορά πτυχές όπως ημερομηνίες, τοποθεσίες, τη δυνατότητα πραγματοποίησης συγκεκριμένων μετακινήσεων ή ακόμη και επιστημονικά ή βιολογικά στοιχεία, αυτό ενδέχεται να εγείρει σοβαρές ανησυχίες ως προς την αξιοπιστία της»[21].

Η αξιολόγηση του κινδύνου αναπόφευκτα περιλαμβάνει την εξέταση  των ισχυρισμών του αιτούντος σε σχέση με τις συνθήκες που επικρατούν στη χώρα καταγωγής. Η συνέπεια των δηλώσεων του αιτούντος με τις πληροφορίες από τη χώρα καταγωγής του Αιτητή αποτελεί επομένως σημαντικό παράγοντα κατά τη λήψη απόφασης σχετικά με το αν ο αιτών έχει τεκμηριώσει την αίτησή του[22]. Από τα ενώπιον μου δεδομένα, παρατηρώ ότι ναι μεν ο ισχυρισμός περί στρατολόγησης νεαρών ατόμων επαληθεύεται μέσω των ανωτέρω πηγών πληροφόρησης, εντούτοις λοιπές αναφορές του αιτητή, όπως για το χωριό Ndemba αλλά και για τον αρχηγό του χωριού Kamwina Nsapu, δεν συνάδουν με τις εξωτερικές πηγές πληροφόρησης, στοιχεία τα οποία ορθώς κατέγραψαν οι καθ’ ων η αίτηση επί της Έκθεσης-Εισήγησης (βλ. ερ. 88-87 του δ.φ.).

Αξιολογώντας λοιπόν  το σύνολο των δηλώσεων του Αιτητή, φρονώ ότι υπέπεσε σε σωρεία αντιφάσεων και έλλειψή παροχής επαρκών πληροφορίων καθώς ο Αιτητής παρέλειψε να απαντήσει λεπτομερώς σε σειρά συγκεκριμένων, ανοιχτού τύπου, ερωτήσεων ενώ καίρια σημεία του ισχυρισμού του πλήττονται  και από έλλειψη εξωτερικής αξιοπιστίας. Ως εκ τούτου, παρά το ότι ορισμένες δηλώσεις του Αιτητή βρίσκουν κάποιο έρεισμα στις διαθέσιμες (γενικές) πληροφορίες της χώρας καταγωγής του, δεδομένης ωστόσο της μη στοιχειοθέτησης της εσωτερικής αξιοπιστίας των δηλώσεών του, ο εν λόγω ισχυρισμός απορρίπτεται. Η απουσία εσωτερικής αξιοπιστίας στα λεγόμενα του Αιτητή δεν δικαιολογεί την παραχώρηση του ευεργετήματος της αμφιβολίας, καθότι υπέπεσε σε αντιφάσεις και οι ισχυρισμοί του δεν παρουσιάζουν συνοχή και αληθοφάνεια.

Δεδομένου ότι αφορά την πιθανότητα να υποστεί ο αιτητής  δίωξη, το στοιχείο του «βάσιμου» στον ορισμό του πρόσφυγα είναι κυρίως ζήτημα πραγματολογικής εκτίμησης κινδύνου. Στην εκτίμηση αυτή, λαμβάνεται υπόψη η ατομική κατάσταση του αιτητή, όπως επίσης και πληροφορίες  όσον αφορά τη γενική κατάσταση στη χώρα καταγωγής. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η αξιολόγηση επικεντρώνεται αρχικά στο κατά πόσον ένας τέτοιος φόβος είναι βάσιμος κατά τον χρόνο λήψης της απόφασης επί της αίτησης διεθνούς προστασίας, δηλαδή ο βάσιμος φόβος του αιτητή πρέπει να είναι τρέχων, και κατά δεύτερον, ο «βάσιμος φόβος» βασίζεται στην εκτίμηση του κινδύνου, η οποία είναι μελλοντοστραφής (άρθρο 4 παράγραφος 3 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ).

Συνεπακόλουθα και λαμβανόμενου υπόψιν ότι ορθώς  η εσωτερική αξιοπιστία των ουσιωδών πραγματικών περιστατικών στην περίπτωση του Αιτητή δεν έγιναν αποδεκτά, το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν στοιχειοθετείται το στοιχείο του βάσιμου φόβου δίωξης στην περίπτωσή του. Συνεπώς, οι ισχυρισμοί του Αιτητή που ορθώς έγιναν αποδεκτοί από τον αρμόδιο λειτουργό, ήτοι τα προσωπικά στοιχεία και ο τόπος συνήθους διαμονής του, δεν σχετίζονται με τους λόγους που προβλέπονται από τη Σύμβαση της Γενεύης του 1951 (δίωξη λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, συμμετοχής σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα ή πολιτικών πεποιθήσεων) και δεν αποτελούν βάση για την αναγνώριση ενός προσώπου ως πρόσφυγα. Ούτε προκύπτει ότι η βλάβη που επικαλείται είναι αρκούντως σοβαρή λόγω της φύσης ή της επανάληψης των επαπειλούμενων περιστατικών, ώστε να συνιστά σοβαρή παραβίαση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων (βλ. άρθρο 3Γ Περί Προσφύγων Νόμου).

Ούτε και ενώπιον μου και λαμβανομένου της έκτασης του ελέγχου που ασκεί το παρόν Δικαστήριο, προέβαλε οποιουσδήποτε συγκεκριμένους ισχυρισμούς οι οποίοι να ανατρέπουν τα ευρήματα των Καθ' ων η Αίτηση, ούτε στο πλαίσιο της γραπτής του αγόρευσης ούτε και κατά την ακροαματική διαδικασία. Στο πλαίσιο αυτό, υπενθυμίζω την απόφαση του ΕΔΔΑ στην υπόθεση JK και λοιποί κατά Σουηδίας, όπου επισημαίνεται ότι «συχνά χρειάζεται να τους παρέχεται το ευεργέτημα της αμφιβολίας κατά την αξιολόγηση της αξιοπιστίας των δηλώσεών τους και των εγγράφων που υποβάλλουν προς υποστήριξή τους. Όμως, όταν παρουσιάζονται πληροφορίες που δημιουργούν ισχυρούς λόγους αμφισβήτησης της αλήθειας των ισχυρισμών ενός αιτούντος άσυλο, ο ενδιαφερόμενος πρέπει να παράσχει ικανοποιητική εξήγηση των προβαλλόμενων ανακριβειών των ισχυρισμών του».[23]

Η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το θέμα που εξετάζεται. Το κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και τη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων τα οποία παρέχουν ασφαλή συμπέρασμα. (Βλέπε Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.α., Α.Ε. 1518/1.11.96, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου, Α.Ε. 1575/14.7.97 , Α.Ε.2371, Motorways Ltd v Δημοκρατίας ημερ. 25/6/99). Είναι εμφανές πως, η Υπηρεσία Ασύλου διενήργησε τη δέουσα έρευνα όλων των ζητημάτων που έθεσε η Αιτήτρια ενώπιον της. Οι Καθ' ων η αίτηση συνεκτίμησαν και αξιολόγησαν όλα τα στοιχεία που είχαν ενώπιον τους, προτού καταλήξουν στην προσβαλλόμενη απόφαση.

Περαιτέρω,  ο λειτουργός παρείχε επαρκή αιτιολογία για το λόγο μη υπαγωγής του Αιτητή στο καθεστώς διεθνούς προστασίας. Η δε αιτιολογία συμπληρώνεται και από το περιεχόμενο του Διοικητικού Φακέλου, ιδίως δε την αίτηση του Αιτητή για διεθνή προστασία, το πρακτικό της συνέντευξης και την εισήγηση του λειτουργού.

Η επάρκεια της αιτιολογίας, συναρτάται άμεσα με τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά και τη φύση της κάθε υπόθεσης και εξαρτάται, όχι από την έκταση του λεκτικού της αλλά από την ουσία του περιεχομένου της. Μπορεί να είναι λακωνική, αρκεί να είναι επαρκής. Η μορφή και η έκταση της επιβαλλόμενης αιτιολογίας ποικίλλουν ανάλογα με το θέμα που πραγματεύεται η πράξη και τις συνθήκες που την περιβάλλουν. Βλ. Ράφτης v. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 345Pissas vRepublic (1974) 3 C.L.R. 476.

Σύμφωνα δε με το άρθρο 29 του Ν.158(Ι)/99 και την πάγια νομολογία, η αιτιολογία μιας πράξης μπορεί να συμπληρωθεί ή αναπληρωθεί από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, όπως και από το σύνολο της όλης διοικητικής ενέργειας νοουμένου, όμως, ότι τα απαιτούμενα στοιχεία προκύπτουν από το φάκελο, κατά τρόπο βέβαιο και αναντίλεκτο  (Παναγιωτίδης v. Υπουργείου Συγκοινωνιών και Έργων κ.ά. (1998) 3 ΑΑΔ 342, Θ. Χριστοφή & Σία Λτδ vYπουργού Οικονομικών κ.ά. (1998) 3 ΑΑΔ 427), ως ισχύει στην παρούσα περίπτωση.

Η αιτιολογία μιας απόφασης για να θεωρείται ότι είναι σύμφωνη με τις Γενικές αρχές του Διοικητικού Δικαίου, Άρθρα 26 και 28 του Νόμου 158(Ι)/1999  και την πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, θα πρέπει  να περιέχει τους πραγματικούς λόγους και την νομική βάση στην οποία  υπήγαγε τα γεγονότα ώστε να καταλήξει στη συγκεκριμένη απόφαση. Όμως η διατύπωση θα πρέπει να γίνεται με τρόπο που να δίνει την δυνατότητα στο Δικαστήριο να ελέγξει τη νομιμότητα της (Βλ. Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998)3 Α.Α.Δ.270).

Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι γραπτή και δεόντως αιτιολογημένη όπως απαιτείται από το Νόμο. Η αιτιολογία της απόφασης συνοδεύει την επιστολή ημερ. 08/08/2022 (ερ. 96 του δ.φ.), η οποία ενισχύεται περαιτέρω από την έκθεση του αρμόδιου λειτουργού (ερ. 92-84 του δ.φ.). Είναι σαφής και δεν αφήνει καμία αμφιβολία ως προς τους πραγματικούς και νομικούς λόγους που οδήγησαν τους Καθ' ων η αίτηση στην απόφαση τους.

Συμπερασματικά, η Υπηρεσία Ασύλου προέβη σε πλήρη και επαρκή αιτιολογία της απορριπτικής απόφασης της αίτησης διεθνούς προστασίας του Αιτητή, ενώ στον ίδιο κοινοποιήθηκε εγγράφως επιστολή του οποίου το περιεχόμενο γνωστοποιήθηκε με τη βοήθεια διερμηνέα.

Συναφώς επισημαίνεται ότι ούτε μπορεί να αναγνωριστεί στον Αιτητή «το ευεργέτημα της αμφιβολίας»,[24] όπως αυτό καθορίζεται στην παράγραφο 204 του Εγχειριδίου για τις διαδικασίες και τα κριτήρια καθορισμού του καθεστώτος των προσφύγων. Το ευεργέτημα της αμφιβολίας δίδεται μόνο εκεί όπου ο αιτητής έχει υποβάλει όλα τα διαθέσιμα σε αυτόν στοιχεία σε σχέση με την αίτησή του, τα οποία έχουν ελεγχθεί και, ο αρμόδιος λειτουργός ή/και ο Προϊστάμενος ικανοποιούνται ότι είναι γενικά αξιόπιστος.[25] Εν προκειμένω, ο Αιτητής δεν τεκμηρίωσε είτε στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας είτε της παρούσας διαδικασίας οποιοδήποτε ειδικό ισχυρισμό περί δίωξης. Όπως έχει εξάλλου νομολογηθεί, κρίση επί της αξιοπιστίας αιτητή και έγερση κωλύματος έγκρισης αίτησης για το λόγο της αναξιοπιστίας ως προς τα προβαλλόμενα από τον αιτητή είναι επιτρεπτή. (Βλ. σχετικά απόφαση στην υπόθεση Amiri v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων κ.ά. (2009) 3 ΑΑΔ 358, καθώς και την απόφαση του Δικαστηρίου τούτου στην υπόθεση Khalil v. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 466/2010, 28.9.2012).

Πέραν τούτου, διαπιστώνω ότι κατά το στάδιο της διοικητικής διαδικασίας υποβλήθηκαν στον Αιτητή ανοικτής φύσεως ερωτήματα, τα οποία είχε τη δυνατότητα να απαντήσει, όσο και διευκρινιστικές ερωτήσεις επί των ανωτέρω ερωτημάτων. Ο αρμόδιος λειτουργός έκανε επαρκείς ερωτήσεις, για να καλύψει τόσο τον πυρήνα του αιτήματος, όσο και τα επιμέρους θέματα, ακολουθώντας την ορθή διερευνητική διαδικασία. Επιπλέον, κατά την ακροαματική διαδικασία, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, προέβη σε αντιφατικές αναφορές, σχετικά με τις χρονικές περιόδους που συνέβησαν τα περιστατικά, το συμβάν στην οικία τους που οδήγησε στον θάνατο του θείου του αλλά και σε μη ευλογοφανείς αναφορές όσον αφορά τον φίλο του θείο του, ο οποίος τον βοήθησε να διαφύγει τόσο από το δάσος αλλά και από τη χώρα καταγωγής του.

Στη βάση λοιπόν του μοναδικού αποδεκτού ισχυρισμού και προς αξιολόγηση του μελλοντικού κινδύνου του Αιτητή σε περίπτωση επιστροφής του στη ΛΔΚ, το Δικαστήριο κρίνει ότι ο Αιτητής δεν αναμένεται να αντιμετωπίσει και/ή να υποστεί οποιαδήποτε πράξη δίωξης ή να αντιμετωπίσει κίνδυνο σοβαρής βλάβης κατά την επιστροφή του στη χώρα καταγωγής.

Υπενθυμίζω συναφώς ότι σύμφωνα με το αρ.3 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000(6(I)/2000) (στο εξής ο Νόμος) και αρ.2 (δ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ (στο εξής η Οδηγία), ως πρόσφυγας αναγνωρίζεται «[.] πρόσωπο που, λόγω βάσιμου φόβου καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, είναι εκτός της χώρας της ιθαγενείας του και δεν είναι σε θέση, ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο, να χρησιμοποιήσει την προστασία της χώρας αυτής [.]». Σύμφωνα δε με το αρ.3Γ του Νόμου και αντίστοιχα αρ. 9 της Οδηγίας, η πράξη δίωξης η οποία προκαλεί βάσιμο φόβο καταδίωξης θα πρέπει να «είναι αρκούντως σοβαρή λόγω της φύσης ή της επανάληψής της ώστε να συνιστά σοβαρή παραβίαση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ειδικά των δικαιωμάτων από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση βάσει του άρθρου 15 παράγραφος 2 της ευρωπαϊκής σύμβασης για την προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών· ή να αποτελεί σώρευση διαφόρων μέτρων συμπεριλαμβανομένων παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η οποία να είναι αρκούντως σοβαρή ούτως ώστε να θίγεται ένα άτομο κατά τρόπο αντίστοιχο με τον αναφερόμενο στο στοιχείο».

Η δίωξη ή η σοβαρή βλάβη που ανωτέρω αναφέρονται πρέπει να προέρχεται από τους φορείς δίωξης που αναφέρονται στα αρ.3 Α και 6 του Νόμου και της Οδηγίας αντίστοιχα και να αποδειχθεί περαιτέρω ότι οι φορείς προστασίας που αναφέρονται στα αρ.3 Β και 7 του Νόμου και της Οδηγίας αντίστοιχα δεν επιθυμούν ή δεν δύνανται να παρέχουν την απαιτούμενη προστασία κατά αυτών των πράξεων, αλλά και, στην περίπτωση ειδικά του πρόσφυγα, θα πρέπει να αποδειχθεί [βλ. αρ.4Γ(3) και 9(3) του Νόμου και της Οδηγίας αντίστοιχα] ότι υπάρχει συσχετισμός των λόγων που αναφέρονται στο αρ.3Δ και 10 του Νόμου και της Οδηγίας αντίστοιχα με τις πράξεις δίωξης, ήτοι αυτές να προκύπτουν για τους εκεί αναφερόμενους λόγους.

Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο καταλήγει ότι δεν προκύπτει στην περίπτωση του Αιτητή οποιοσδήποτε βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης στη χώρα καταγωγής του για κάποιον από τους πέντε (5) λόγους που εξαντλητικά αναφέρονται στο άρθρο 3 (1) του περί Προσφύγων Νόμου, αφού η Υπηρεσία Ασύλου στην έκθεση/εισήγηση, αξιολόγησε κάθε ισχυρισμό του και για τους λόγους που εκτενώς καταγράφηκαν στην εισήγησή της, εύλογα κατέληξε στο συμπέρασμα, ότι ο Αιτητής δεν θα υποστεί δίωξη σε περίπτωση επιστροφής του στην χώρα καταγωγής του, υπό την έννοια του άρθρου  3(1) του περί Προσφύγων Νόμου. Το παρόν Δικαστήριο, όπως αναλυτικά εκτέθηκε ανωτέρω, υιοθέτησε τα συμπεράσματα των Καθ’ ων η αίτηση αναφορικά με τον πυρήνα του αιτήματος διεθνούς προστασίας του Αιτητή.

Περαιτέρω, βάσει των στοιχείων του προφίλ του Αιτητή και των ισχυρισμών που ο ίδιος προώθησε, δεν πιθανολογείται ότι σε περίπτωση επιστροφής του στη ΛΔΚ, υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, όπως η εν λόγω έννοια ορίζεται στο άρθρο 19 (2) του Περί Προσφύγων Νόμου.

Ειδικότερα, εκ των όσων παρατέθηκαν ανωτέρω, διαφαίνεται ξεκάθαρα ότι ο Αιτητής δεν πληροί τις προϋποθέσεις υπαγωγής σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει των προνοιών του άρθρου 19(2) (α) και (β) του περί Προσφύγων Νόμου, καθότι, ως αναφέρθηκε και ανωτέρω, δεν τεκμηριώνεται από τους ισχυρισμούς του παρελθούσα δίωξη, ούτε στοχοποίηση του από οποιονδήποτε κρατικό ή μη κρατικό φορέα. Προκειμένου δε να εφαρμοστούν οι πρόνοιες των συγκεκριμένων άρθρων και να υπαχθεί ο Αιτητής σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει αυτών, απαιτείται υψηλός βαθμός εξατομίκευσης των περιστάσεων που σχετίζονται με τον επικαλούμενο φόβο. Στην παρούσα υπόθεση δεν διαπιστώνω ότι συντρέχουν οι απαιτούμενες προϋποθέσεις.

Αναφορικά με το ενδεχόμενο υπαγωγής του Αιτητή σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, ως προς τους παράγοντες που δύνανται να ληφθούν υπόψιν ως προς την αξιολόγηση του συστατικού στοιχείου της αδιάκριτης βίας, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: το ΔΕΕ) επεσήμανε σε πρόσφατη απόφασή του ότι συνιστούν «[.]μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 (πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C 285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών.» (ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας 10.6.2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland, σκέψη 43).

Περαιτέρω, ως προς τον προσδιορισμό του επιπέδου της ασκούμενης αδιάκριτης βίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: το ΕΔΔΑ) στην απόφασή του Sufi and Elmi (ΕΔΔΑ, απόφαση επί των προσφυγών 8319/07 και 11449/07, ημερομηνίας 28.11.2011, αξιολόγησε, διευκρινίζοντας ότι δεν κατονομάζονται εξαντλητικά, τη χρήση μεθόδων και τακτικών πολέμου εκ μέρους των εμπόλεμων πλευρών οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο αμάχων θυμάτων ή ευθέως στοχοποιούν αμάχους, εάν η χρήση αυτών είναι διαδεδομένη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, και, τελικά, τον αριθμό των αμάχων που έχουν θανατωθεί, τραυματιστεί και εκτοπιστεί ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης.

Όπως διευκρίνισε το ΔΕΕ «ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζουσα βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές, οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας» (Βλ. Απόφαση στην υπόθεση C-465/07, Meki Elgafaji, Noor Elgafaji κ. Staatssecretaris van Justitie,ημερ.17.2.2009). Ιδίως ως προς την εφαρμογή της αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας, το ΔΕΕ στην ως άνω απόφαση διευκρίνισε ότι «όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας».

Προκειμένου δε να διαπιστωθεί εάν συντρέχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής, ο Αιτητής θα αντιμετωπίσει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής του ακεραιότητας λόγω αδιακρίτως ασκούμενης  βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, ως οι διατάξεις του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, το Δικαστήριο ανέτρεξε σε έγκυρες πηγές πληροφόρησης για τη χώρα καταγωγής του Αιτητή, και ειδικότερα στην επαρχία Kasai - Central, την οποία το Δικαστήριο θεωρεί ως τελευταίο τόπο διαμονής του Αιτητή, προς εξέταση της κατάστασης που επικρατεί σε αυτήν.

Εκ της διενεργηθείσας έρευνας προέκυψε ότι σύμφωνα με τη διαδικτυακή πύλη RULAC «Η Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (ΛΔΚ) εμπλέκεται σε πολλές μη διεθνείς ένοπλες συγκρούσεις (NIAC) εντός των εδαφών της εναντίον αριθμού ενόπλων ομάδων στις περιοχές Ituri, Kasai και Kivu»[26]. Επιπρόσθετα, Έκθεση (2023) της Διεθνούς Αμνηστίας για τη ΛΔΚ αναφέρει ότι δεκάδες ένοπλες ομάδες παρέμειναν ενεργές, κυρίως στις ανατολικές επαρχίες Ituri, Nord-Kivu και Sud-Kivu.[27]

Σύμφωνα με την έκθεση της Global Protection Cluster η κατάσταση στις επαρχίες Kasai, απέχει πολύ από το να βελτιωθεί λόγω της εγκληματικότητας και των συγκρούσεων για κτηματικές διαφορές.[28]

Ειδικότερα, για την κατάσταση ασφαλείας στην επαρχία Kasai-Central, τον μήνα Ιούλιο 2024, η επαρχία επλήγη από την σύγκρουση για κτηματικές διαφορές δύο γειτονικών ομάδων στην περιοχή Dimbelenge. Πράγματι, τόσο στην πόλη Kananga όσο και στις πέντε περιοχές της επαρχίας, έχει καταγραφεί αυξανόμενη ανασφάλεια, ιδιαίτερα στις κοινότητες Katoka και Nganza όπου άγνωστοι ληστές επισκέπτονται νοικοκυριά τη νύχτα, ληστεύοντάς τους πολύτιμα αγαθά και απειλώντας τη σωματική τους ακεραιότητα. Στη Demba, παρατηρήθηκε έξαρση της ανασφάλειας κατά τη διάρκεια του μήνα Ιουλίου 2024, ιδιαίτερα στην κοιλάδα του χωριού Bakua Lukamba στην ομάδα Bakua Beya, όπου οι επιθέσεις κατά της σωματικής ακεραιότητας αυξήθηκαν και οδήγησαν σε έναν θάνατο στις 30 Ιουλίου 2024. Η περιοχή Dimbelenge συνεχίζει να αντιμετωπίζει τις επιπτώσεις της κρίσης ασφαλείας μεταξύ των Basonge Bambole και των Bena Kasasa γύρω από τον έλεγχο δασικών εκτάσεων. [29]

Επιπλέον, η έκθεση του Υπουργείου Εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών (USDOS) σχετικά με τις πρακτικές ανθρωπίνων δικαιωμάτων που καλύπτει το έτος 2023 σημείωσε ότι στην περιοχή Kasai, οι κρατικές δυνάμεις ασφαλείας και ένοπλες ομάδες δρούσαν στις απομακρυσμένες περιοχές εξόρυξης και επωφελήθηκαν οικονομικά από το παράνομο εμπόριο ορυκτών.[30]

Έκθεση της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες αναφέρει για την περίοδο Απριλίου – Μαΐου 2023 ότι αναφέρθηκαν περίπου 1.079 παραβιάσεις και περιστατικά ασφαλείας κατά τη διάρκεια της περιόδου, εκ των οποίων το 43% σημειώθηκε στην επαρχία Kasai Central.[31]

Σύμφωνα με απάντηση σε ερώτημα που τέθηκε στην EUAA και δημοσιεύτηκε τον Ιούνιο του 2024, και αφορά την κατάσταση ασφαλείας στην επαρχία Kasai-Central, παραδείγματα περιστατικών ασφαλείας στην επαρχία περιλαμβάνουν[32]:

·         Στις 5 Μαΐου 2024, οι κοινοτικές πολιτοφυλακές «Songyie Bambembele» και «Bena Kasasa» συγκρούστηκαν στο Lubi στο Kasai-Central, για μια σύγκρουση εδαφικών συνόρων, στην οποία σκοτώθηκαν τουλάχιστον 30 άτομα.[33]

·         Την εβδομάδα της 24ης Απριλίου 2023, ξέσπασε βία από όχλο στην περιοχή Dimbelenge στο Kasai-Central μεταξύ κατοίκων από διαφορετικές κοινότητες για μια διαμάχη για την κατοχή γης. Αρκετοί άνθρωποι σκοτώθηκαν και άλλοι τραυματίστηκαν. Πολλά σπίτια κάηκαν ενώ περισσότεροι από 100 άνθρωποι εκτοπίστηκαν και αναφέρθηκαν 3 θάνατοι.[34]

·         Μεταξύ 20 και 22 Απριλίου 2024, κάτοικοι από διαφορετικές κοινότητες συγκρούστηκαν στην περιοχή Dimbelenge στο Kasai Central για μια κτηματική διαφορά. Σπίτια πυρπολήθηκαν και αναφέρθηκαν τρεις θάνατοι ενώ είναι απροσδιόριστος ο αριθμός θανάτων και τραυματισμών.[35]

Ειδικότερα, σύμφωνα με τα στοιχεία του Armed Conflict Location & Event Data Project (ACLED), για το διάστημα από 18/10/2023 έως 18/10/2024, σημειώθηκαν στην επαρχία Kasai-Central 14 περιστατικά ασφαλείας τα οποία οδήγησαν σε 34 απώλειες.[36] Δεδομένου δε ότι ο συνολικός πληθυσμός της επαρχίας Kasai-Central ανέρχεται το 2020 σε περίπου 4,045,300 κατοίκους[37], καθίσταται κατανοητό ότι ο ανωτέρω αναφερόμενος αριθμός περιστατικών ασφαλείας σε συνδυασμό με τις συνδεόμενες απώλειες στην εν λόγω περιοχή δεν ανέρχεται σε τόσο υψηλά επίπεδα σε σχέση με τον συνολικό πληθυσμό της περιοχής, έτσι ώστε η κατάσταση στην εν λόγω περιοχή να μπορεί να χαρακτηριστεί ως ένοπλη σύρραξη επιφέρουσα συνθήκες αδιακρίτως ασκούμενης βίας. Βάσει των ανωτέρω ποσοτικών και ποιοτικών πληροφοριών, δεν προκύπτει ότι στον τόπο τελευταίας διαμονής του Αιτητή λαμβάνει χώρα διεθνής ή εσωτερική ένοπλη σύρραξη εντός του πλαισίου του άρθρου 19(2)(γ) του Περί Προσφύγων Νόμου και ως εκ τούτου, παρέλκει περαιτέρω διερεύνηση των προσωπικών του περιστάσεων για λόγους εφαρμογής της «αναπροσαρμοσμένης κλίμακας» όπως αυτή απορρέει από τη Νομολογία του ΔΕΕ.

Από τους προβληθέντες ισχυρισμούς, δεκτός έγινε μόνο ο ισχυρισμός σχετικά με τα προσωπικά στοιχεία, το εν γένει προφίλ και τη χώρα καταγωγής του Αιτητή, πλην όμως ο ισχυρισμός αυτός δεν μπορεί να υπαχθεί στις πρόνοιες του Νόμου για την παραχώρηση καθεστώς διεθνούς προστασίας. Εν προκειμένω, σύμφωνα με την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, ο Αιτητής δεν μπόρεσε να θεμελιώσει βάσιμο φόβος δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων με αποτέλεσμα να μη συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 3 του του Περί Προσφύγων Νόμου Νόμος 6(Ι)/2000, ούτως ώστε να εκχωρηθεί προσφυγικό καθεστώς. Περαιτέρω, δεν συνέτρεχε κάποιος λόγος για να αναγνωρισθεί στο πρόσωπό του Αιτητή καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, δυνάμει του άρθρου 19(1) του περί Προσφύγων Νόμου, εφόσον δεν αποδείχθηκε να υφίσταται κίνδυνος να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη σε περίπτωση επιστροφής του στη ΛΔΚ και συγκεκριμένα στο χωριό Kabue της επαρχίας Kasai-Central, τελευταίος τόπος συνήθους διαμονής του.

Δια τους λόγους που πιο πάνω αναφέρονται η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με έξοδα €1000 υπέρ των Καθ' ων η αίτηση και εναντίον του Αιτητή.

 

Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ Δ.Δ.Δ.Δ.Π



[1] European Asylum Support OfficeEASO, ‘Δικαστική ανάλυση – Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου’, 2018, σελ. 132 - 135

[2] International Crisis Group, Kamuina Nsapu Insurgency Adds to Dangers in DR Congo, 21 March 2017, διαθέσιμο σε:https://www.crisisgroup.org/africa/central-africa/democratic-republic-congo/kamuina-nsapu-insurgency-adds-dangers-dr-congo#:~:text=Kamuina%20Nsapu%20is%20the%20hereditary,70km%20south%20east%20of%20Kananga. [ημερομηνία πρόσβασης 30/10/2024]

[3]UN Human Rights Council, Situation in Kasaï; Report of the United Nations High Commissioner for Human Rights, 3 July 2018, διαθέσιμο σε: https://documents.un.org/doc/undoc/gen/g18/202/09/pdf/g1820209.pdf, par. 30,33, International Crisis Group, Kamuina Nsapu Insurgency Adds to Dangers in DR Congo, 21 March 2017,https://www.crisisgroup.org/africa/central-africa/democratic-republic-congo/kamuina-nsapu-insurgency-adds-dangers-dr-congo#:~:text=Kamuina%20Nsapu%20is%20the%20hereditary,70km%20south%20east%20of%20Kananga. , OHCHR, Report of a Mission of the United Nations High Commissioner for Human Rights – accounts of Congolese fleeing the crisis in the Kasai region, in the Democratic Republic of the Congo, August 2017, UN Office of the High Commissioner for Human Rights (OHCHR), Report of a Mission of the United Nations High Commissioner for Human Rights – accounts of Congolese fleeing the crisis in the Kasai region, in the Democratic Republic of the Congo, August 2017, https://www.refworld.org/reference/mission/ohchr/2017/en/118762, para. 12 [ημερομηνία πρόσβασης 30/10/2024]

[4] UN Human Rights Council, Situation in Kasaï; Report of the United Nations High Commissioner for Human Rights, 3 July 2018, https://documents.un.org/doc/undoc/gen/g18/202/09/pdf/g1820209.pdf , para. 30 [ημερομηνία πρόσβασης 30/10/2024]

[5] RFI, The “Kamwina Nsapu” system, n.d., https://webdoc.rfi.fr/rdc-kasai-violence-kamwina-nsapu-onu/chap-03/pdf/kamwina-nsapu-system.pdf[ημερομηνία πρόσβασης 30/10/2024]

[6] International Crisis Group, Kamuina Nsapu Insurgency Adds to Dangers in DR Congo, 21 March 2017,https://www.crisisgroup.org/africa/central-africa/democratic-republic-congo/kamuina-nsapu-insurgency-adds-dangers-dr-congo#:~:text=Kamuina%20Nsapu%20is%20the%20hereditary,70km%20south%20east%20of%20Kananga [ημερομηνία πρόσβασης 30/10/2024]

[8] RFI, The “Kamwina Nsapu” system, n.d., https://webdoc.rfi.fr/rdc-kasai-violence-kamwina-nsapu-onu/chap-03/pdf/kamwina-nsapu-system.pdf, p.1 [ημερομηνία πρόσβασης 30/10/2024]

[9] UN Office of the High Commissioner for Human Rights (OHCHR), Report of a Mission of the United Nations High Commissioner for Human Rights – accounts of Congolese fleeing the crisis in the Kasai region, in the Democratic Republic of the Congo, August 2017, https://www.refworld.org/reference/mission/ohchr/2017/en/118762, para. 59[ημερομηνία πρόσβασης 30/10/2024]

[10] UN Security Council, Children and armed conflict in the Democratic Republic of the Congo; Report of the Secretary-General, 25 May 2018, https://www.securitycouncilreport.org/atf/cf/%7B65BFCF9B-6D27-4E9C-8CD3-CF6E4FF96FF9%7D/s_2018_502.pdf, para. 19[ημερομηνία πρόσβασης 30/10/2024]

[11] UN Human Rights Council, Situation in Kasaï; Report of the United Nations High Commissioner for Human Rights, 3 July 2018, https://documents.un.org/doc/undoc/gen/g18/202/09/pdf/g1820209.pdf , p.2 [ημερομηνία πρόσβασης 30/10/2024]

[13] UN Human Rights Council, Report of the team of international experts on the situation in Kasai, 7 May 2019, https://documents.un.org/doc/undoc/gen/g19/132/03/pdf/g1913203.pdf , paras 17, 18[ημερομηνία πρόσβασης 30/10/2024]

[14] IOM, Operational Strategy for transition and recovery programming in the Kasai region 2021-2024, February 2021, https://crisisresponse.iom.int/sites/g/files/tmzbdl1481/files/appeal/documents/IOM_Operational_Strategy_TRD_Greater_Kasai.pdf ,p.5[ημερομηνία πρόσβασης 30/10/2024]

[15] UN Human Rights Council, Human rights situation and the activities of the United Nations Joint Human Rights Office in the Democratic Republic of the Congo; Report of the United Nations High Commissioner for Human Rights, 15 July 2021, https://documents.un.org/doc/undoc/gen/g21/191/13/pdf/g2119113.pdf  , para. 26[ημερομηνία πρόσβασης 30/10/2024]

[16] Humanity & Inclusion (formerly Handicap International), Country Sheet – Democratic Republic of Congo, September 2022, https://www.hi.org/sn_uploads/country/2022-12-Country-Sheet-External-Long-DRC-EN.pdf , p. 4[ημερομηνία πρόσβασης 30/10/2024]

[17] EUAA, COI QUERY,Democratic Republic of the Congo, The Kamuina Nsapu militia January 2021 to 24 May 2024, 03 June 2024, Q32-2024   https://www.ecoi.net/en/file/local/2110275/2024_06_EUAA_COI_Query_Response_Q32_DRC_Kamuina+Nsapu.pdf ,p.6[ημερομηνία πρόσβασης 30/10/2024]

[19] IOM, Operational Strategy for transition and recovery programming in the Kasai region 2021-2024, February 2021, https://crisisresponse.iom.int/sites/g/files/tmzbdl1481/files/appeal/documents/IOM_Operational_Strategy_TRD_Greater_Kasai.pdf , p. 5[ημερομηνία πρόσβασης 30/10/2024]

 

[20] Βλ. π.χ. ΕΔΔΑ, απόφαση της 1ης Οκτωβρίου 2002, Tekdemir κατά Κάτω Χωρών, προσφυγές αριθ. 46860/99 και 49823/99· Εθνικό δικαστήριο αρμόδιο για θέματα ασύλου (Γαλλία), απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 2017, M. T, αριθ. 15037987

[21] Court of Appeal (Εφετείο) (Αγγλία και Ουαλία, Ηνωμένο Βασίλειο), απόφαση της 26ης Ιουλίου 2006, Y κατά Secretary of State for the Home Department, [2006] EWCA Civ 1223, σκέψη 25 όπου το δικαστήριο αποφάνθηκε ότι ο υπεύθυνος λήψης αποφάσεων δεν υποχρεούται να πιστέψει την αφήγηση ενός αιτούντος άνευ επιφυλάξεων, ανεξαρτήτως του βαθμού στον οποίο αυτή αντιβαίνει στην κοινή λογική και στην ανθρώπινη συμπεριφορά και ότι έχει το δικαίωμα να κρίνει ανάλογα με την υπόθεση ότι η αφήγηση των γεγονότων είναι υπερβολική και αντιβαίνει σε κάθε λογική σε βαθμό που δεν μπορεί να γίνει πιστευτή.

[22] ΕΔΔΑ, J.K. και λοιποί κατά Σουηδίας, Προσφυγή υπ’ αριθ. 59166/12 ημερ. 23 Αυγούστου 2016 ό.π. υποσημείωση 20, σκέψη 79.

[23] ΕΔΔΑ, J.K. και λοιποί κατά Σουηδίας, Προσφυγή υπ’ αριθ. 59166/12 ημερ. 23 Αυγούστου 2016 ό.π. υποσημείωση 20, σκέψη 93.

[24] ΕΔΔΑ, J.K. και λοιποί κατά Σουηδίας, ό.π. υποσημείωση 20. Βλ. επίσης ΕΔΔΑ, απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2015, RH κατά Σουηδίας, προσφυγή αριθ. 4601/14, σκέψη 58· ΕΔΔΑ, απόφαση της 20ης Ιουλίου 2010, N κατά Σουηδίας, προσφυγή αριθ. 23505/09, σκέψη 53· ΕΔΔΑ, απόφαση της 9ης Μαρτίου 2010, RC κατά Σουηδίας, προσφυγή αριθ. 41827/07, σκέψη 50.

[25] Άρθρο 13 του περί Προσφύγων Νόμου.

[26] RULAC, Non-international Armed Conflicts in Democratic Republic of Congo, 13 April 2021, διαθέσιμο σε https://www.rulac.org/news/drc-a-new-conflict-in-ituri-involving-the-cooperative-for-development-of-th [Ημερομηνία Πρόσβασης: 30/10/2024]

[27] Amnesty International, Democratic Republic of the Congo 2023,  https://www.amnesty.org/en/location/africa/east-africa-the-horn-and-great-lakes/democratic-republic-of-the-congo/report-democratic-republic-of-the-congo/  [Ημερομηνία Πρόσβασης: 30/10/2024]

[28] GPC - Global Protection Cluster: République Démocratique du Congo; Points Saillants de Protection - Juillet 2024, 30 August 2024 https://www.ecoi.net/en/file/local/2114599/points_saillants_situation_de_protection_en_rd_congo_juillet_2024_1.pdf (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 30/10/2024)

[29] GPC - Global Protection Cluster: République Démocratique du Congo; Points Saillants de Protection - Juillet 2024, 30 August 2024 https://www.ecoi.net/en/file/local/2114599/points_saillants_situation_de_protection_en_rd_congo _juillet_2024_1.pdf (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 30/10/2024)

[30] USDOS, 2023 Country Report on Human Rights Practices: Democratic Republic of the Congo, 23 April 2024, https://www.state.gov/wp-content/uploads/2024/02/528267_CONGO-DEM-REP-2023-HUMAN-RIGHTS-REPORT.pdf , p. 19 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 30/10/2024)

[31] UNHCR – UN High Commissioner for Refugees (Author), published by ReliefWeb: Points Saillants de Protection; Avril - Mai 2023, 22 June 2023 https://www.ecoi.net/en/file/local/2093868/Points+saillants_Situation+de+protection_avril+et+mai_2023_RDC+Congo.pdf (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 30/10/2024)

[32] EUAA - European Union Agency for Asylum (formerly: European Asylum Support Office, EASO): Democratic Republic of the Congo; Security situation in Kasai Central region [Q33-2024], 3 June 2024
https://www.ecoi.net/en/file/local/2110277/2024_06_EUAA_COI_Query_Response_Q33_Democratic_Republic_of_Congo_Security_Situation_Kasai_Central_Region.pdf (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 30/10/2024)

[33] EUAA analysis based on publicly available ACLED data. ACLED, Curated Data Files, Cameroon, 1 January 2023 – 17 May 2024, https://acleddata.com/data-export-tool/ (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 30/10/2024)

[34] EUAA analysis based on publicly available ACLED data. ACLED, Curated Data Files, Cameroon, 1 January 2023 – 17 May 2024, https://acleddata.com/data-export-tool/ (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 30/10/2024)

[35] EUAA analysis based on publicly available ACLED data. ACLED, Curated Data Files, Cameroon, 1 January 2023 – 17 May 2024, https://acleddata.com/data-export-tool/ (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 30/10/2024)

[36] ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION - ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Project, διαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο: https://acleddata.com/explorer/  (βλ. πλατφόρμα Explorer, με χρήση των ακόλουθων στοιχείων ανάλυσης: METRIC: Event Counts/Fatality Counts, EVENT CATEGORIES: Event Types (Battles / Violence against civilians / Explosions/Remote violence / Riots / Protests) DATE RANGE: 18.10.2023 – 18.10.2024, REGION: Africa, COUNTRY: Democratic Republic of Congo, ADMIN UNIT: Kasai-Central) [Ημερομηνία Πρόσβασης: 30/10/2024]

[37]Citypopulation, https://www.citypopulation.de/en/drcongo/cities/  [Ημερομηνία Πρόσβασης: 30/10/2024]

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο