Τ.Α.J ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 5922/22, 8/11/2024
print
Τίτλος:
Τ.Α.J ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 5922/22, 8/11/2024

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

Υπόθεση Αρ.: 5922/22

 

08 Νοεμβρίου, 2024

[ Δ. Κατσαρίδης, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

 

        Τ.Α.J

Αιτήτρια

 

ΚΑΙ

 

Κυπριακής Δημοκρατίας,

μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

 

Καθ' ων η αίτηση

........

 

Π. Μπενέτης δικηγόρος για Αιτήτρια

Χ. Δημητρίου (κα) Δικηγόρος για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η Αίτηση.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Με την υπό εξέταση προσφυγή, η Αιτήτρια αξιώνει την ακύρωση της απόφασης των Καθ' ων η Αίτηση ημερομηνίας 05/06/2022, η οποία κοινοποιήθηκε σε αυτήν στις 30/08/2022 μέσω επιστολής ημερομηνίας 09/07/2022 και με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή της για παροχή διεθνούς προστασίας καθότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 3 και 19 του Περί Προσφύγων Νόμου.

ΓΕΓΟΝΟΤΑ 

Ως εκτίθεται στην ένσταση που καταχωρήθηκε από τους Καθ' ων η αίτηση και προκύπτει από το περιεχόμενο του σχετικού διοικητικού φακέλου (στο εξής αναφερόμενος ως «Δ.Φ.») της Υπηρεσίας Ασύλου που κατατέθηκε ως Τεκμήριο 1 στο πλαίσιο των διευκρινήσεων της παρούσας προσφυγής, η Αιτήτρια είναι ενήλικη, υπήκοος Καμερούν. Στις 25/02/2019 συμπλήρωσε αίτηση διεθνούς προστασίας και παρέλαβε αυθημερόν τη σχετική βεβαίωση υποβολής. Στις 11/03/2021 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη στην Αιτήτρια από αρμόδιο λειτουργό της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης για το Άσυλο (EUAA), ο οποίος συνέταξε στις 25/05/2022 Έκθεση-Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με την συνέντευξη της Αιτήτριας. Στις 05/06/2022, ο εξουσιοδοτημένος να ασκεί καθήκοντα Προϊστάμενου λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου, ενέκρινε την εισήγηση για απόρριψη της αίτησης ασύλου της Αιτήτριας και στις 09/07/2022 η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική επιστολή μαζί με την αιτιολόγηση της απόφασής της, η οποία παραλήφθηκε και υπογράφηκε ιδιοχείρως από την Αιτήτρια στις 30/08/2022. Η τελευταία αυτή απόφαση, αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

Ο συνήγορος του Αιτητή παραθέτει στο εισαγωγικό δικόγραφο της διαδικασίας αρκετούς λόγους ακύρωσης χωρίς αυτοί ωστόσο να συνοδεύονται από σαφή αιτιολογία ή παραπομπή σε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά ή στοιχεία του διοικητικού φακέλου. Δια μέσου της γραπτής του αγόρευσης ο Συνήγορος του Αιτητή με παραπομπή στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης  προβάλλει ότι η αιτιολογία της διοικητικής πράξης πάσχει από ουσιώδης πλημμέλειες καθότι ο λειτουργός τελούσε υπό πλάνη περί τα πράγματα και τα γεγονότα της υπόθεσης.

Στο πλαίσιο αυτό, σχολίασε τα ευρήματα του αρμόδιου λειτουργού που συνέταξε την εισηγητική έκθεση επί των σημείων της συνέντευξης στα οποία η Αιτήτρια κρίθηκε αναξιόπιστη. Περαιτέρω, επιχειρηματολογεί ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση δεν εξέτασαν επαρκώς την αίτησή της, ήτοι εκτιμώντας τα γεγονότα και την αξιοπιστία της σε συνάρτηση με τις αρχές και τα κριτήρια για τον καθορισμό του καθεστώτος του πρόσφυγα, κάνοντας αναφορά στον περί Προσφύγων Νόμο και το Εγχειρίδιο για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων της Ύπατης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες.

Η ευπαίδευτη συνήγορος των Καθ' ων η Αίτηση υποστήριξε τη νομιμότητα της απόφασης του αρμόδιου οργάνου και ισχυρίστηκε ότι οι λόγοι ακύρωσης της Αιτήτριας προβάλλονται γενικά και αόριστα κατά παράβαση του Κανονισμού 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανώτατου Δικαστηρίου του 1962 και ως εκ τούτου δε θα πρέπει να ληφθούν υπόψιν από το Δικαστήριο. Συμπληρώνει ότι όλοι οι λόγοι ακύρωσης οι οποίοι δεν αναπτύσσονται επαρκώς και δεν συγκεκριμενοποιούνται στη γραπτή της αγόρευση θεωρούνται νομολογιακά εγκαταλειφθέντες.  Επιπρόσθετα, ισχυρίζεται ότι  η Αιτήτρια δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή αντιλήψεων, όπως προβλέπεται από το άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου. Οι Καθ' ων η αίτηση, περαιτέρω, τονίζουν μέσω της συνηγόρου τους πως στη βάση των όσων ισχυρίστηκε η Αιτήτρια οι ισχυρισμοί της δεν στοιχειοθετούν λόγο υπαγωγής της στο προστατευτικό καθεστώς του πρόσφυγα, καθότι δεν εμπεριέχονται στους λόγους που προβλέπονται από τη Σύμβαση της Γενεύης του 1951 αλλά ούτε και μπορούσε να της παρασχεθεί καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας όπως προβλέπεται στο άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου. Επομένως, σωστά και εύλογα οι Καθ' ων η αίτηση, ασκώντας την εξουσία που τους παρέχεται από το Νόμο και βάσει του ενώπιον τους υλικού, κατέληξαν στο πιο πάνω συμπέρασμα. Τέλος, η συνήγορος των Καθ’ ων υπεραμύνθηκε της νομιμότητας της επίδικης πράξης ισχυριζόμενη ότι είναι προϊόν δέουσας έρευνας, είναι πλήρως αιτιολογημένη και το αρμόδιο όργανο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί τα πράγματα.

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

Καταρχάς και σύμφωνα με πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, οι λόγοι προσφυγής που δεν αναπτύσσονται στο πλαίσιο της αγόρευσης του εκάστοτε αιτητή θεωρούνται εγκαταλειφθέντες. Το ίδιο ισχύει και με τους λόγους σε σχέση με τους οποίους δεν προβάλλεται οποιαδήποτε επιχειρηματολογία προς υποστήριξή τους (βλ. συναφώς Υπόθεση Αρ. 692/89, Level Tachexcavs Ltd v. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λευκωσίας, ημερ. 17.12.1990, (1990) 3 ΑΑΔ 4407, Α.Ε. Αρ. 2421, Kokos Athanasiou Motors Ltd v. Δημοκρατίας, ημερ. 24.1.2020 (2000) 3 ΑΑΔ 21, Υπόθεση Αρ. 1073/2004, Γεωργίας Αντωνίου κ.α. ν. Δημοκρατίας, μέσω Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, ημερ. 6.2.2007).

Υπό το φως της πιο πάνω νομολογίας, όλοι οι λόγοι προσφυγής που αναφέρονται ως τίτλοι στο πλαίσιο του δικογράφου της προσφυγής και δεν προωθούνται με τη γραπτή αγόρευση της Αιτήτριας θεωρούνται εγκαταλειφθέντες. Προχωρώντας θα συμφωνήσω με τα όσα καταγράφουν η  Καθ’ων η Αίτηση δια της γραπτής τους  αγόρευσης, ήτοι ότι οι λόγοι ακύρωσης που προβάλλει η Αιτήτρια δια της καταχωρισθείσας προσφυγής δεν εγείρονται σύμφωνα με τον κανονισμό 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Δικαστηρίου του 1962, ο οποίος θέτει υποχρέωση σε κάθε διάδικο δια των έγγραφων προτάσεων του να εκθέτει τα νομικά σημεία επί των οποίων στηρίζεται και συγχρόνως να τα αιτιολογεί πλήρως. Δεν εξετάζονται ζητήματα τα οποία δεν τέθηκαν επακριβώς στην προσφυγή. (βλ. Αντρέας Αζίνας v Κυπριακή Δημοκρατία ( 1999) 3 Α.Α.Δ. 508 και Κρητιώτη v Δημοκρατία (1999) 3 Α.Α.Δ. 778). Απαιτείται η αιτιολόγηση των νομικών σημείων της αίτησης ακυρώσεως για την εξέταση των λόγων ακύρωσης από το  Δικαστήριο (βλ. Ζωμενή Παντελίδου v A.H.K. Υποθ. Αριθ, 108/06 ημερ. 26.7.2007). Μόνο στοιχειοθετημένοι λόγοι ακύρωσης μπορεί να παράσχουν έρεισμα στο αίτημα για την ακύρωση της διοικητικής απόφασης που προσβάλλεται. (βλ. Απόφαση ολομέλειας του Διοικητικού Δικαστηρίου, Χριστόδουλος Μιχαήλ κ.α. v Δημοκρατία Υποθ. Αρ. 107/2017 ημερ. 11/12/2017)

Συνάμα παρατηρώ ότι η ανάπτυξη των νομικών ισχυρισμών στο πλαίσιο της γραπτής αγόρευσης της Αιτήτριας δεν ακολουθεί τον κανονισμό 6 των Περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας  Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 ο οποίος επιτάσσει όπως κάθε Γραπτή Αγόρευση χωρίζεται ευκρινώς  σε ανάλογες παραγράφους, μία για κάθε νομικό σημείο αλλά παρατίθεται σε ένα ενιαίο κείμενο, πρακτική μη επιθυμητή καθώς δυσχεραίνει σημαντικά τον δικαστικό έλεγχο. Για να καταστεί το θέμα επίδικο θα πρέπει να εγείρεται σύμφωνα με τις δικονομικές διατάξεις και να αποφασίζεται ύστερα από εξαντλητική επιχειρηματολογία (βλ. Μαραγκός v Δημοκρατία (2006) 3 Α.Α.Δ. 671). Στην προκειμένη περίπτωση δεν υπάρχει καν τέτοια επίκληση. Για να αποδειχθεί ότι τα πραγματικά γεγονότα της συγκεκριμένης ατομικής περίπτωσης επισύρουν τις έννομες συνέπειες του κανόνα δικαίου που κατ’ ισχυρισμό παραβιάστηκε θα πρέπει να υπάρχει, αφενός, ανάλυση των νομικών εννοιών των επίδικών διατάξεων και αφετέρου, να αξιολογούνται τα πραγματικά γεγονότα που αποδείχθηκαν σε σχέση με τον κανόνα δικαίου.

Λαμβάνοντας υπόψη τα πιο πάνω φρονώ ότι στο πλαίσιο της γραπτής της αγόρευσης, ο μόνος λόγος ακύρωσης που δύναται να απομονωθεί και να εξεταστεί με παραπομπή στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης  από το παρόν δικαστήριο είναι αυτός που αφορά ότι η αιτιολογία της διοικητικής πράξης πάσχει από ουσιώδης πλημμέλειές. Δια ταύτα κρίνω, ότι τα εγειρόμενα νομικά σημεία περί έλλειψης επαρκούς αιτιολόγησης σε συνάρτηση με τους ειδικούς ισχυρισμούς που εγείρει η Αιτήτρια και τα γεγονότα που προβάλλει αναφορικά με την υποστήριξη του ως άνω νομικού σημείου, αποτελούν επαρκή εξειδίκευση των υπό αναφορά νομικών σημείων που αυτή προωθεί (Βλ. συναφώς Μαρία Ευθυμίου ν. Ε.Δ.Υ., (1997) 3 ΑΑΔ 281, 14.7.1997). Αποτελεί βεβαίως διακριτό γεγονός το κατά πόσον οι ισχυρισμοί που εγείρονται και τα γεγονότα που προβάλλονται αναφορικά με τον πυρήνα του αιτήματός της για άσυλο, επαρκούν για την αναγνώριση καθεστώτος διεθνούς προστασίας και κατά πόσον αυτοί τεκμηριώνονται.

Ως εκ τούτου, θα προχωρήσω στην εξέταση του ισχυρισμού που προβάλλει ο συνήγορος της Αιτήτριας περί έλλειψης επαρκούς αιτιολόγησης. Λαμβανομένης δε υπόψιν και της εξουσίας του παρόντος Δικαστηρίου, όπου σύμφωνα με τον περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο του 2018, Ν.73(Ι)/2018, έχει την εξουσία να εξετάσει την παρούσα υπόθεση επί της ουσίας, προχωρώ σε εξέταση του ισχυρισμού περί έλλειψης επαρκούς αιτιολόγησης σε συνάρτηση με επί της ουσίας εξέταση της υπόθεσης. Το γεγονός αυτό, οφείλεται στο ότι η παρούσα υπόθεση αφορά αίτηση που χρονικά πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 11 (2) και (3) του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018, Ν.73(Ι)/2018, οι οποίες δίδουν στο Δικαστήριο την υποχρέωση ελέγχου της νομιμότητας και ορθότητας της πράξης.

Έχει πλειστάκις νομολογηθεί ότι η έκταση της έρευνας, ο τρόπος και η διαδικασία που ακολουθείται ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης. Περαιτέρω η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το θέμα που εξετάζεται. Το κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και τη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων τα οποία παρέχουν ασφαλή συμπέρασμα (βλ. Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.α., Α.Ε. 1518/1.11.96, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου, Α.Ε. 1575/14.7.97 , Α.Ε.2371,Motorways Ltd v Δημοκρατίας ημερ. 25/6/99).

Το Δικαστήριο στο πλαίσιο ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντος οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωση (βλ. απόφαση αρ. 128/2008 JAMAL KAROU V Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 1 Φεβρουαρίου, 2010).

Σύμφωνα με τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, ο οποίος κατατέθηκε ως Τεκμήριο 1 κατά το στάδιο των Διευκρινίσεων, η Αιτήτρια κατά την συμπλήρωση της αίτησης διεθνούς προστασίας της κατέγραψε ότι ο πόλεμος οδήγησε στην καταστροφή του σπιτιού της από πυρκαγιά. Ως αποτέλεσμά αυτή κατέστη άστεγη και υπέβαλε αίτημα ασύλου με σκοπό να προστατεύσει την ζωή της  (ερυθρό 1 Δ.Φ.). 

Κατά τη διάρκεια της συνέντευξής της, η Αιτήτρια δήλωσε ως προς τα προσωπικά της στοιχεία ότι είναι υπήκοος Καμερούν, χριστιανή στο θρήσκευμα και ομιλεί Αγγλικά, λίγα Γαλλικά και τις διαλέκτους Nweh και Pidgin (ερυθρά 38 και 36 Δ.Φ.). Ως περαιτέρω ανέφερε, γεννήθηκε στο χωρίο Fontem όπου και διέμενε έως ότου ολοκλήρωσε τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, και στη συνέχεια μετοίκησε στην πόλη Bambili όπου και διέμενε μέχρι την αναχώρηση της από τη χώρα. Ως προς την οικογενειακή της κατάσταση, η Αιτήτρια ανέφερε ότι είναι παντρεμένη με ομοεθνή της και έχει μια κόρη δύο (2) ετών, η οποία γεννήθηκε στην Κύπρο (ερυθρό 35/1Χ Δ.Φ.). Όσον αφορά την πατρική της οικογένεια, η Αιτήτρια ανέφερε ότι οι γονείς της διαμένουν μαζί με τα αδέρφια της στο χωρίο Njentse (ερυθρό 36/4Χ Δ.Φ.). Αναφορικά με το εκπαιδευτικό της υπόβαθρό η Αιτήτρια ανέφερε ότι είναι απόφοιτος πανεπιστημίου (ερυθρό 36/3Χ Δ.Φ.), ενώ ως προς την εργασιακή της πείρα, η Αιτήτρια δήλωσε ότι εργάστηκε ως δασκάλα στο σχολείο της (2015 – 2019), ενώ παράλληλα φοιτούσε σε μεταπτυχιακό πρόγραμμα (ερυθρό 35/2Χ Δ.Φ.).

Ως προς τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής της, κατά την ελεύθερη αφήγησή της η Αιτήτρια υποστήριξε ότι έφυγε λόγω της έκρυθμης κατάστασης που επικρατούσε εκεί. Ειδικότερα ανέφερε ότι το σπίτι της καταστράφηκε λόγω του πολέμου, ενώ ο μεγαλύτερος αδερφός της σκοτώθηκε. Βρήκε καταφύγιο στο σπίτι ενός καθηγητή της, ο οποίος την παρότρυνε να φύγει από τη χώρα, κάτι το οποίο έπραξε με την οικονομική βοήθεια του πατέρα της (ερυθρό 34/2Χ Δ.Φ.). Η Αιτήτρια εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της νόμιμα από το αεροδρόμιο της Douala στις 11/02/2019. Ως προς τον μελλοντικό φόβο δίωξης της η Αιτήτρια επικαλέστηκε ξανά τη γενικότερη έκρυθμη κατάσταση που επικρατεί στη χώρα και στον τόπο καταγωγής της, αναφέροντας ότι η κατάσταση εκεί είναι απρόβλεπτη και επικίνδυνη, όπου αρκετοί άνθρωποι έχουν πεθάνει από αδέσποτες σφαίρες (ερυθρό 30/1Χ Δ.Φ.).

Ο αρμόδιος λειτουργός διέκρινε δυο ουσιώδεις ισχυρισμούς. Ο πρώτος ισχυρισμός αφορά την ταυτότητα, το προφίλ και τη χώρα καταγωγής της Αιτήτριας. Επί τούτου έγινε αποδεκτό ότι η Αιτήτρια είναι υπήκοος Καμερούν με τόπο προηγούμενης συνήθους διαμονής, προτού εγκαταλείψει την χώρα καταγωγής της, στο χωριό Njentse, της περιοχής Fontem, στη Νοτιοδυτική περιοχή (South-West region) του Καμερούν. Ο δεύτερος ισχυρισμός αφορά τη γενική κατάσταση ασφαλείας στο Καμερούν, ισχυρισμός ο οποίος επίσης έγινε αποδεκτός. Ειδικότερα, η Αιτήτρια ανέφερε ότι κατά την διάρκεια των σπουδών της, οι γονείς της επικοινώνησαν μαζί της αναφέροντας της ότι οι Ambazonians στοχοποίησαν το σπίτι του γείτονα τους, ο γιος των οποίων ήταν στρατιωτικός. Κάποια στιγμή το σπίτι τυλίχθηκε στις φλόγες με αποτέλεσμα να βγει εκτός ελέγχου η πυρκαγιά καίγοντας και τις γύρω κατοικίες. Ως αποτέλεσμα κάηκε και το πατρικό σπίτι της Αιτήτριας, με αποτέλεσμα οι γονείς της να αναζητήσουν καταφύγιο στην ύπαιθρο (bushes) όπου ζουν μέχρι σήμερα (ερυθρά 34/3Χ 33/1Χ Δ.Φ.). Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του εν λόγω ισχυρισμού η Καθ’ων η αίτηση προέβησαν σε σχετική έρευνα από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης κρίνοντας τον εν λόγω ισχυρισμό και εξωτερικά αξιόπιστο. (βλ. Έκθεση – Εισήγηση ερυθρό 70 Δ.Φ.).

Στο στάδιο αξιολόγησης κινδύνου, ο λειτουργός με βάση τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά τα οποία έχουν γίνει αποδεκτά ήτοι, 1) ταυτότητα, προφίλ, και χώρα καταγωγής της Αιτήτριας, και 2) της κατάστασης ασφαλείας που επικρατεί στο Καμερούν∙ και λαμβάνοντας υπόψη πληροφορίες αναφορικά με την επικρατούσα κατάσταση ασφαλείας στην Νοτιοδυτική περιοχή (South-West region) του Καμερούν όπου αναμένεται να επιστρέψει η Αιτήτρια, έκρινε ότι, παρότι παρατηρούνται περιστατικά ασφαλείας, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι ο αντίκτυπος στην περιοχή θα μπορούσε να θεωρηθεί σχεδόν σταθερός την τελευταία περίοδο αναφοράς χωρίς σημαντική αύξηση των περιστατικών που αναφέρθηκαν. Ως εκ τούτου, κρίθηκε ότι δεν υπάρχουν εύλογοι λόγοι η Αιτήτρια να αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής της ή της σωματικής ακεραιότητας της λόγω της παρουσίας της και μόνο στο έδαφος αυτής της χώρας ή της εν λόγω περιοχής. (βλ Έκθεση – Εισήγηση ερυθρό 69 Δ.Φ.).

Κατά τη νομική ανάλυση, το αίτημα διεθνούς προστασίας της Αιτήτριας απορρίφθηκε τόσο ως προς το προσφυγικό καθεστώς όσο και ως προς τη συμπληρωματική προστασία.

Έχω εξετάσει με προσοχή τον διοικητικό φάκελο της Αιτήτριας  και, όπως προκύπτει από τα στοιχεία που βρίσκονται σ΄ αυτόν, συντάσσομαι με το συμπέρασμα της Υπηρεσίας Ασύλου ότι οι ισχυρισμοί της σχετικά με τα προσωπικά της στοιχεία, τους λόγους που εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής και τον τόπο συνήθους διαμονής της δεν εμπίπτουν στις πρόνοιες της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 και στον περί Προσφύγων Νόμο. Ειδικότερα, δεν τεκμηριώνεται οποιοσδήποτε φόβος δίωξης σε περίπτωση επιστροφής της στην χώρα καταγωγής της  σύμφωνα με τον ορισμό του πρόσφυγα.

Πρωτίστως, σημειώνω πως αμφότεροι οι δύο ουσιώδεις ισχυρισμοί που σχημάτισε ο αρμόδιος λειτουργός στη βάση των όσων υποστήριξε ενώπιόν του η Αιτήτρια κατά τη διάρκεια της συνέντευξής της, έχουν γίνει αποδεκτοί. Κρίθηκε συνεπώς αξιόπιστος  τόσο ο ισχυρισμός σε σχέση με το προφίλ και τη χώρα καταγωγής της, όσο και ο ισχυρισμός αναφορικά με τη γενικότερη έκρυθμη κατάσταση που επικρατεί τόσο στη χώρα όσο και στον τόπο συνήθους διαμονής της. Λαμβάνοντας υπόψιν τα ανωτέρω και στη βάση της αρχής της απαγόρευσης της χειροτέρευσης της θέσης του διοικουμένου (non reformatio in peuis), το Δικαστήριο δεν είναι δυνατό να προβεί σε άλλη αξιολόγηση. Πράγματι, «Το Διοικητικό Δικαστήριο δεν μπορεί να εξέρχεται των ορίων που θέτει η αίτηση ακυρώσεως αλλά ούτε και μπορεί να χειροτερεύει τη θέση του Αιτητή (απαγόρευση της reformation in peius). Επειδή το δικαίωμα άσκησης προσφυγής κατοχυρώνεται από το ίδιο το Σύνταγμα (Άρθρο 146) προκειμένου να διασφαλισθεί η προστασία του προσφεύγοντος, δεν μπορεί το Διοικητικό Δικαστήριο με απόφασή του να χειροτερεύσει τη θέση του Προσφεύγοντος [.]. Συνεπώς, δεν μπορεί να υπάρξει «επί τα χείρω μεταβολή» (reformatio in peius)» (Κ. Παρασκευά, Κυπριακό Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, Νομική Βιβλιοθήκη, 2020, σελ. 108)

Προχωρώντας λοιπόν, και με βάση τους ισχυρισμούς της Αιτήτριας τους οποίους έχω αποδεχτεί, στην αξιολόγηση του κινδύνου που πιθανόν να διατρέξει εάν επιστρέψει στη χώρα καταγωγής της και στο κατά πόσο αυτοί οι ισχυρισμοί δύνανται να της προσδώσουν οποιοδήποτε καθεστώς διεθνούς προστασίας. Κατ' αρχάς, διαπιστώνω ότι κατά το στάδιο της διοικητικής διαδικασίας υποβλήθηκαν στην Αιτήτρια ανοικτής φύσεως ερωτήματα, τα οποία είχε τη δυνατότητα να απαντήσει. Μέσα από το στάδιο της συνέντευξης, η Αιτήτρια ανέφερε ότι κατά την διάρκεια των σπουδών της οι γονείς της επικοινώνησαν μαζί της ενημερώνοντας την ότι οι Ambazonians στοχοποίησαν το σπίτι του γείτονα τους, ο γιος των οποίων ήταν στρατιωτικός. Κάποια στιγμή το σπίτι τυλίχθηκε στις φλόγες με αποτέλεσμα να βγει εκτός ελέγχου η πυρκαγιά καίγοντας και τις γύρω κατοικίες. Ως αποτέλεσμα κάηκε και το πατρικό σπίτι της Αιτήτριας, με αποτέλεσμα οι γονείς της να αναζητήσουν καταφύγιο στην ύπαιθρο (bushes) όπου ζουν μέχρι σήμερα (ερυθρά 34/3Χ 33/1Χ Δ.Φ.).

Παρατηρώ, περαιτέρω, ότι η Αιτήτρια μέσω της γραπτής της αγόρευσης επαναλαμβάνει τον ισχυρισμό ότι έχασε τον αδελφό της από τους αποσχιστές Ambazonians λόγω της ιδιότητας του ως δάσκαλος, ως είναι και η ίδια, στην χώρα καταγωγής της. Σημειώνεται, ωστόσο, ότι ο συγκεκριμένος ισχυρισμός δεν προβλήθηκε ως λόγος αναχώρησης από τη χώρα καταγωγής της, δεν έχει προβάλει οποιαδήποτε προσωπική στοχοποίηση της, ενώ δεν έχει προσκομίσει οποιαδήποτε μαρτυρία για τον συγκεκριμένο ισχυρισμό. Ανατρέχοντας σε δηλώσεις της κατά τη διάρκεια της συνέντευξης της, η Αιτήτρια κατά την ελεύθερη αφήγηση της ανέφερε ότι «ο μεγαλύτερος αδερφός της, ο οποίος ήταν επίσης δάσκαλος, σκοτώθηκε» (ερυθρό 34/2Χ Δ.Φ.). Κληθείς στη συνέχεια να δώσει περισσότερες πληροφορίες για το συγκεκριμένο περιστατικό, η Αιτήτρια ανέφερε ότι «σκοτώθηκε το 2018, ενώ ήταν δάσκαλος στην κοινότητα Ekondo Titi της νοτιοδυτικής περιφέρειας (South-West region)  του Καμερούν. Αν είσαι αγγλόφωνος απαγορεύεται να πας να διδάξεις, αλλά αν δεν πας δεν θα λάβεις τον μισθό σου. Μια μέρα τον πυροβόλησαν και τον σκότωσαν μαζί με άλλους μαθητές και δασκάλους. Κάποιος από το χωριό ενημέρωσε τους γονείς τους» (ερυθρό 31/2Χ Δ.Φ.). Ως διαφαίνεται από τις δηλώσεις της κάνει αναφορά στο συγκεκριμένο περιστατικό, χωρίς ωστόσο να εκφράζεται φόβος της ίδιας λόγω της ιδιότητας της ως δασκάλα, ενώ δεν προβάλλεται σε κανένα σημείο της συνέντευξης οποιαδήποτε στοχοποίηση προς το πρόσωπο της.  

Λαμβάνοντας υπόψη τους ως άνω ισχυρισμούς της Αιτήτριας οι οποίοι αποτελούν και τον πυρήνα του αιτήματος της παρατηρώ ότι πέραν των γενικών ισχυρισμών επί της γενικότερης κατάστασης που επικρατούσε που είχε ως αποτέλεσμα την καταστροφή της οικογενειακής οικίας και τη δυσκολία στη συνέχεια να συνεχίσει τις σπουδές της, η Αιτήτρια, με βάση τα ενώπιον μου δεδομένα, σε κανένα στάδιο της διοικητικής διαδικασίας εξέτασης της αίτησης της ή της ενώπιον μου διαδικασίας δεν τεκμηρίωσε τη συνδρομή βάσιμου και προσωπικού φόβου δίωξης για κάποιον από τους λόγους που εξαντλητικώς αναφέρονται στο άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου.

Στον πρακτικό οδηγό του EUAA για την αναγνώριση προσώπων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας αναφέρει πως στο πλαίσιο εξέτασης αιτήματος διεθνούς προστασίας , η έννοια του «βάσιμου φόβου» μπορεί να θεωρηθεί ότι περιλαμβάνει δύο πτυχές, οι οποίες θεωρούνται συχνά το «υποκειμενικό» και το «αντικειμενικό» στοιχείο της έννοιας. Ο υποκειμενικός φόβος πρέπει να τεκμηριώνεται αντικειμενικά, προκειμένου να θεωρηθεί «βάσιμος».

Σύμφωνα με το ΔΕΕ επί της εκτιμήσεως του «κατά πόσον ο αιτών έχει βάσιμο φόβο δίωξης» συνίσταται στην απαίτηση όπως, οι αρμόδιες αρχές, όταν αξιολογούν αν ένας αιτών έχει βάσιμο φόβο διώξεως, εξετάζουν αν οι αποδεδειγμένες περιστάσεις συνιστούν ή όχι τέτοια απειλή ώστε το πρόσωπο αυτό εύλογα να φοβάται, όσον αφορά την ατομική του κατάσταση, ότι όντως θα αποτελέσει το αντικείμενο πράξεων διώξεως (βλ., στο ίδιο πνεύμα, απόφαση Y και Z, σκέψη 76).[1] Ως εκ τούτου για το ΔΕΕ, η εκτίμηση του βάσιμου φόβου δεν απαιτεί τη διαπίστωση ότι ο αιτών έχει υποκειμενικό φόβο, το μόνο που χρειάζεται είναι ένα αντικειμενικό κριτήριο που λαμβάνει υπόψη τη συνεκτίμηση τόσο ατομικών όσο και γενικών περιστάσεων σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 3 οδηγία 2011/95/EΕ (αναδιατύπωση). Όπως επισημάνθηκε ως άνω, για το ΔΕΕ, ο «βάσιμος φόβος» πρέπει να είναι ο φόβος ότι ο προσφεύγων «προσωπικά θα υπόκεινται σε δίωξη [...]».[2] Με άλλα λόγια, τα προσωπικά χαρακτηριστικά του αιτούντος και οι περιστάσεις θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά τον προσδιορισμό του επιπέδου κινδύνου στο οποίο ο αιτών θα εκτεθεί στη χώρα προέλευσης.

Επιπρόσθετα, ο «βάσιμος φόβος» στηρίζεται στην εκτίμηση του κινδύνου, η οποία είναι μελλοντοστραφής. Λόγω των εγγενών δυσκολιών που εμφανίζει η πρόγνωση του τι θα συμβεί εάν ο αιτητής επιστρέψει στη χώρα του, ο κίνδυνος υποκειμενικής εκτίμησης εν προκειμένω είναι υψηλός. Είναι, συνεπώς, εξαιρετικά σημαντικό η αξιολόγηση του βάσιμου φόβου να πραγματοποιείται με βάση μια αντικειμενική μεθοδολογία, η οποία αποφεύγει τις εικασίες. Στο πλαίσιο αυτό και προκειμένου να αξιολογηθεί η νομική προϋπόθεση του «βάσιμου», θα πρέπει η αξιολόγηση να επικεντρώνεται στο κατά πόσον ένας τέτοιος φόβος είναι βάσιμος κατά τον χρόνο λήψης της απόφασης επί της αίτησης διεθνούς προστασίας, δηλαδή ο βάσιμος φόβος του αιτητή πρέπει να είναι τρέχων. Οι περιστάσεις που οδήγησαν ένα πρόσωπο να εγκαταλείψει τη χώρα του μπορεί να αλλάξουν ή να παύσουν να υφίστανται με την πάροδο του χρόνου ή, αντιστρόφως, να εμφανιστούν μετά την αναχώρησή του.

Οι ισχυρισμοί της Αιτήτριας σχετίζονταν με τη γενικότερη κατάσταση στη  Νοτιοδυτική περιοχή (South-West region) του Καμερούν. Εξέτασα με προσοχή αυτούς τους ισχυρισμούς και καταλήγω πως  αυτοί δεν μπορούν να υπαχθούν στις πρόνοιες του Νόμου για την παραχώρηση διεθνούς προστασίας. Από το άρθρο 1 Α (2) της Σύμβασης της Γενεύης, συνάγεται ότι ο αιτητής ο οποίος επιθυμεί την υπαγωγή του στο ειδικό προστατευτικό καθεστώς της Σύμβασης της Γενεύης, οφείλει να εκθέσει στη διοίκηση, με στοιχειώδη σαφήνεια, τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που του προκαλούν, κατά τρόπο αντικειμενικό, δικαιολογημένο φόβο δίωξης για έναν από τους λόγους που προβλέπει η Σύμβαση.  Δεν απαιτείται, ωστόσο, προκειμένου να αναγνωρισθεί ο αιτητής ως πρόσφυγας, να έχουν υποβληθεί από τον ενδιαφερόμενο τυπικά αποδεικτικά στοιχεία. Ως προς την ύπαρξη αντικειμενικώς δικαιολογημένου φόβου δίωξης, πρέπει  καταρχάς να διαπιστωθεί, αν συντρέχει περίπτωση δίωξης, έπειτα ποιος είναι ο φορέας της δίωξης του αιτούντος και, τέλος, αν η δίωξη αυτή συνδέεται με έναν από τους πέντε περιοριστικά απαριθμούμενους λόγους της Σύμβασης της Γενεύης.

Εν προκειμένω, η Αιτήτρια δεν έκανε λόγο για προσωπική δίωξη για έναν από τους περιοριστικά αναφερόμενους στη Σύμβαση της Γενεύης λόγους όπως αυτοί μεταφέρθηκαν στο εδάφιο (1) άρθρο (3) του Περί Προσφύγων Νόμο. Η Αιτήτρια δεν ισχυρίστηκε κατά τη συνέντευξή της ότι η ίδια δέχθηκε προσωπικά απειλές, δίωξη ή κινδύνευσε με οποιονδήποτε τρόπο. Δεν υπήρξαν ισχυρισμοί περί συμμετοχής της Αιτήτριας στις διαδηλώσεις ούτε και δίωξή της ως φοιτήτρια που ήταν τότε.

Υπενθυμίζω ότι σύμφωνα με το αρ.3 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 (6(I)/2000) (στο εξής ο Νόμος) και αρ.2 (δ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ (στο εξής η Οδηγία), ως πρόσφυγας αναγνωρίζεται «[.] πρόσωπο που, λόγω βάσιμου φόβου καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, είναι εκτός της χώρας της ιθαγενείας του και δεν είναι σε θέση, ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο, να χρησιμοποιήσει την προστασία της χώρας αυτής [.]». Σύμφωνα δε με το αρ.3Γ του Νόμου και αντίστοιχα αρ. 9 της Οδηγίας, η πράξη δίωξης η οποία προκαλεί βάσιμο φόβο καταδίωξης θα πρέπει να «είναι αρκούντως σοβαρή λόγω της φύσης ή της επανάληψής της ώστε να συνιστά σοβαρή παραβίαση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ειδικά των δικαιωμάτων από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση βάσει του άρθρου 15 παράγραφος 2 της ευρωπαϊκής σύμβασης για την προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών· ή να αποτελεί σώρευση διαφόρων μέτρων συμπεριλαμβανομένων παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η οποία να είναι αρκούντως σοβαρή ούτως ώστε να θίγεται ένα άτομο κατά τρόπο αντίστοιχο με τον αναφερόμενο στο στοιχείο».

Η δίωξη ή η σοβαρή βλάβη που ανωτέρω αναφέρεται πρέπει να προέρχεται από τους φορείς δίωξης που αναφέρονται στα αρ.3Α και 6 του Νόμου και της Οδηγίας αντίστοιχα και να αποδειχθεί περαιτέρω ότι οι φορείς προστασίας που αναφέρονται στα αρ.3Β και 7 του Νόμου και της Οδηγίας αντίστοιχα δεν επιθυμούν ή δεν δύνανται να παρέχουν την απαιτούμενη προστασία κατά αυτών των πράξεων, αλλά και, στην περίπτωση ειδικά του πρόσφυγα, θα πρέπει να αποδειχθεί [βλ. αρ.4Γ(3) και 9(3) του Νόμου και της Οδηγίας αντίστοιχα] ότι υπάρχει συσχετισμός των λόγων που αναφέρονται στο αρ.3Δ και 10 του Νόμου και της Οδηγίας αντίστοιχα με τις πράξεις δίωξης, ήτοι αυτές να προκύπτουν για τους εκεί αναφερόμενους λόγους.

Από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου και τα ως άνω αναφερθέντα  προκύπτει ότι δεν συντρέχει καμία από τις ως άνω βασικές προϋποθέσεις του Περί Προσφύγων Νόμου ώστε να αναγνωριστεί στο πρόσωπο της Αιτήτριας το καθεστώς του Πρόσφυγα σύμφωνα με το άρθρο 3 του ιδίου Νόμου. Από τα όσα επικαλείται η Αιτήτρια δεν πιθανολογείται ευλόγως ότι θα στοχοποιηθεί από κάποιο φορέα σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της ή θα κινδυνεύσει με δίωξη, όπως αυτή ορίζεται στα άρθρα 1 Α παρ. 2 της Σύμβασης της Γενεύης και 9 της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ (αναδιατύπωση).

Ειδικότερα η πιθανολογούμενη δίωξη που επικαλείται δεν εμπίπτει σε κάποια από την έννοια όπως ορίζεται στα άρθρα 1 Α παρ. 2 της Σύμβασης της Γενεύης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων. Περαιτέρω, οι πιθανολογούμενες βλάβες από τις οποίες θα κινδυνεύσει η Αιτήτρια δεν αφορούν στη διακινδύνευση της ζωής, της σωματικής ακεραιότητας, της προσωπικής ελευθερίας και της αξιοπρέπειάς της, δηλαδή δεν συνιστούν πράξεις «δίωξης», κατά την έννοια του νόμου. (βλ. άρθρο 3Γ Περί Προσφύγων Νόμου).

Τέλος, ούτε επίσης τεκμηριώνεται, επικουρικώς, η υπαγωγή της Αιτήτριας στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας (άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου), καθώς η Αιτήτρια δεν τεκμηριώνει αλλά και από τα ενώπιον μου στοιχεία δεν προκύπτει ότι εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς της, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη.

Αναφορικά με το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, δίδεται όταν ο Αιτητής θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφή στη χώρα ιθαγένειας του. Για τη διαπίστωση αυτού του πραγματικού κινδύνου θα πρέπει να υπάρχουν, όπως ρητά προνοεί το άρθρο 19(1), «ουσιώδεις λόγοι». Περαιτέρω, σοβαρή βλάβη ή σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη κατά το εδάφιο (2) του άρθρου 19, σημαίνει κίνδυνο αντιμετώπισης θανατικής ποινής, βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας, παραβίασης ανθρωπίνου δικαιώματος, τόσο κατάφωρης ώστε να ενεργοποιούνται οι διεθνείς υποχρεώσεις της Δημοκρατίας ή να υπάρχει απειλή κατά της ζωής, της ασφάλειας ή της ελευθερίας ως αποτέλεσμα άσκησης αδιάκριτης βίας λόγω συνθηκών ένοπλης σύγκρουσης ή συστηματικών και γενικευμένων παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Ως προς τους παράγοντες που δύνανται να ληφθούν υπόψιν ως προς την αξιολόγηση του συστατικού στοιχείου της αδιάκριτης βίας, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: το ΔΕΕ) επεσήμανε σε απόφαση του ότι συνιστούν «[.]μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανομένα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης κατά τη έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γ', της οδηγίας 2011/95 (πρβλ. απόφαση της 30ης Ιανουαρίου 2014, Diakité, C‑285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών.» (ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας 10.6.2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland, σκέψη 43).

Περαιτέρω, ως προς τον προσδιορισμό του επιπέδου της ασκούμενης αδιάκριτης βίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: το ΕΔΔΑ) στην απόφασή του Sufi and Elmi (ΕΔΔΑ, απόφαση επί των προσφυγών  8319/07 and 11449/07, ημερομηνίας 28.11.2011, αξιολόγησε -διευκρινίζοντας ότι δεν κατονομάζονται εξαντλητικά - τη χρήση μεθόδων και τακτικών πολέμου εκ μέρους των εμπόλεμων πλευρών οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο αμάχων θυμάτων ή ευθέως στοχοποιούν αμάχους, εάν η χρήση αυτών είναι διαδεδομένη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, και, τελικά, τον αριθμό των αμάχων που έχουν θανατωθεί, τραυματιστεί και εκτοπιστεί ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης.

Όπως διευκρίνισε το ΔΕΕ «ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζουσα βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές, οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας» (βλ. Απόφαση στην υπόθεση C-465/07, Meki Elgafaji, Noor Elgafaji κ. Staatssecretaris van Justitie,ημερ.17.2.2009). Ιδίως ως προς την εφαρμογή της αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας, το ΔΕΕ στην ως άνω απόφαση διευκρίνισε ότι «όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας».

Λαμβάνοντας υπόψη τα ως άνω προχωρώ σε έρευνα αναφορικά με την κατάσταση ασφαλείας στη χώρα καταγωγής της Αιτήτριας σε επικαιροποιημένες διεθνείς πηγές.

Σύμφωνα με τη βάση δεδομένων RULAC (Rule of Law in Armed Conflict) της Ακαδημίας της Γενεύης παρατηρείται ότι το  Καμερούν εμπλέκεται σε μη διεθνή ένοπλη σύρραξη με την Boko Haram στο Βορρά  (περιοχή Far North)∙[3] ενώ στις βορειοδυτικές και νοτιοδυτικές περιοχές (Northwest και Southwest ) αναφέρεται ότι αριθμός αγγλόφωνων αποσχιστικών ομάδων μάχεται έναντι της κυβέρνησης για την ανεξαρτησία των περιοχών. Ωστόσο, η βία δεν ισοδυναμεί με μη διεθνή ένοπλή σύρραξη.[4]

Επιπρόσθετα, σύμφωνα με έκθεση του Παρατηρητηρίου για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα (Human Rights Watch) που αναφέρεται σε περιστατικά που έλαβαν χώρα το 2023, η βία στις δύο αγγλόφωνες περιοχές, τη Βορειοδυτική και Νοτιοδυτική περιφέρεια, συνεχίστηκε για έκτο έτος.[5] Περαιτέρω, πρόσφατη έρευνα της ACCORD που ετοιμάστηκε ως απάντηση σε ερώτημα αναφορικά με την αγγλόφωνη κρίση και δημοσιεύτηκε τον Ιανουάριο του 2024, αναφέρει ότι κατά την περίοδο αναφοράς (2021-2023), η βίαιη σύγκρουση μεταξύ των δυνάμεων ασφαλείας και άμυνας και των ενόπλων αυτονομιστικών ομάδων συνέχισε να μαίνεται στις βορειοδυτικές και νοτιοδυτικές περιοχές του Καμερούν. Η κατάσταση ασφαλείας στις αγγλόφωνες περιοχές αναφέρεται ότι επιδεινώθηκε, με την εξέγερση να γίνεται πιο δομημένη και την κρίση πιο περίπλοκη.[6]

Προχωρώντας σε αξιολόγηση της κατάστασης ασφαλείας στην περιοχή συνήθους διαμονής της Αιτήτριας, ήτοι τo χωριό Fontem στη Νοτιοδυτική περιοχή (South-West Region) του Καμερούν, σύμφωνα με τη βάση δεδομένων ACLED, τη χρονική περίοδο 07/11/2023 – 07/11/2024, καταγράφηκαν στη Νοτιοδυτική περιοχή (South-West Region) 801 περιστατικά ασφαλείας τα οποία είχα ως αποτέλεσμα 695 απώλειες σε ανθρώπινες ζωές. Περιορίζοντας την έρευνα στο χωριό Fontem, τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, καταγράφηκαν 2 περιστατικά ασφαλείας, τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα 2 απώλειες σε ανθρώπινες ζωές. Τα 2 περιστατικά ασφαλείας κατηγοριοποιήθηκαν ως 1 μάχη (battle) η οποία είχε ως αποτέλεσμα 1 ανθρώπινη απώλεια, και 1 περιστατικό βίας κατά πολιτών (violence against civilians) το οποίο είχε ως αποτέλεσμα 1 θάνατο. [7]  

Για πληρότητα της ανωτέρω έρευνας, το παρόν Δικαστήριο προχώρησε σε έρευνα αναφορικά με την κατάσταση ασφαλείας στην πόλη Dschang, η οποία βρίσκεται στη δυτική περιφέρεια (West Province) του Καμερούν, καθώς ως ανέφερε η Αιτήτρια κατά την ακροαματική διαδικασία στις 17/04/2024, η οικογένεια της μετοίκησε εκεί, και είναι πόλη η οποία, σύμφωνα με τα λεγόμενα της, βρίσκεται σε κοντινή απόσταση («δίπλα») από το χωριό Fontem. Σύμφωνα λοιπόν με τη βάση δεδομένων ACLED, στην πόλη Dschang, τη χρονική περίοδο 07/11/2023 – 07/11/2024, καταγράφηκαν 17 περιστατικά ασφαλείας τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα 15 απώλειες σε ανθρώπινες ζωές. Τα 17 περιστατικά έχουν κατηγοριοποιηθεί ως ακολούθως: 6 ταραχές (riots) οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα 7 ανθρώπινες απώλειες, 6 περιστατικά βίας κατά πολιτών (violence against civilians) τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα 3 απώλειες σε ανθρώπινες ζωές, 4 διαμαρτυρίες (protests) οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα 2 ανθρώπινες απώλειες, και 1 μάχη (battle) η οποία είχε ως αποτέλεσμα 3 απώλειες σε ανθρώπινες ζωές.[8]

Κατά συνέπεια, παρά τα περιστατικά ασφαλείας που έλαβαν χώρα στον τόπο συνήθους διαμονής της Αιτήτριας, με βάση τα παρατεθέντα στοιχεία, συνάγεται ότι το επίπεδο της βίας δεν είναι τόσο υψηλό ούτως ώστε να θεωρηθεί ότι η Αιτήτρια σε περίπτωση επιστροφής της στο χωριό Fontem, θα κινδυνεύσει ως μέλος του άμαχου πληθυσμού απλώς και μόνο λόγω της παρουσίας της στην περιοχή. Δια ταύτα, δεν προκύπτει ότι συντρέχει αδιακρίτως ασκούμενη βία στον τελευταίο τόπο διαμονής της Αιτήτριας, ο βαθμός της οποίας να είναι τόσο υψηλός, ώστε να υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμηθεί ότι η Αιτήτρια, ακόμα κι αν ήθελε υποτεθεί ότι θα επιστρέψει στη συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή, θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας της και μόνον στο έδαφος αυτής της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί στην εν λόγω απειλή [βλ. απόφαση της 17.2.2009, C-465/07, ECLI:EU:C:2009:94  Elgafaji, σκέψη 43].

Συνεπώς, απαιτείται η ύπαρξη ορισμένων προσωπικών χαρακτηριστικών στο πρόσωπο της Αιτήτριας ούτως ώστε να συναχθεί ότι θα κινδυνεύει από βία ασκούμενη αδιακρίτως σε περίπτωση μετάβασής της στο χωριό Fontem.

Εν προκειμένω, παρατηρώ ότι, παρότι η Αιτήτρια είναι παντρεμένη γυναίκα και μητέρα ενός ανήλικου τέκνου, πρόκειται, για μια νέα και με υψηλό επίπεδο μόρφωσης γυναίκα, με οικογένεια στη χώρα καταγωγής της. Όπως έχω προαναφέρει και από τα ως άνω περιστατικά ασφαλείας δεν προκύπτει ότι το επίπεδο αδιάκριτης βίας είναι τόσο υψηλό ούτως ώστε να θεωρηθεί ότι η Αιτήτρια σε περίπτωση επιστροφής της στο χωριό Fontem, θα κινδυνεύσει ως μέλος του άμαχου πληθυσμού, ενώ ούτε αναφέρθηκε σε κάποιο περιστατικό διακριτικής μεταχείρισης στη βάση του φύλου της ως εκ τούτου καταλήγω ότι δεν συγκεντρώνονται στο πρόσωπο της Αιτήτριας οποιαδήποτε προσωπικά χαρακτηριστικά τα οποία θα μπορούσαν να την εκθέσουν σε κίνδυνο δίωξης ή σοβαρής βλάβης. Συνεπώς, δεν πληρούνται στο πρόσωπο της Αιτήτριας οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας με βάση το άρθρο 19 του Περί Προσφύγων Νόμου.

Τέλος, φρονώ ότι στην προκείμενη περίπτωση, από το προαναφερόμενο ιστορικό και δεδομένου ότι η Αιτήτρια δεν επικαλείται ειδικώς, ότι ενόψει των προσωπικών της περιστάσεων, πιθανολογείται να εκτεθεί σε κίνδυνο βλάβης συγκεκριμένης μορφής [Βλ. απόφαση της 17.2.2009, C-465/07, ECLI:EU:C:2009:94, Elgafaji, σκέψη 32)], ούτε προκύπτει ότι αυτή διατρέχει κίνδυνο σοβαρής βλάβης, λόγω θανατικής καταδίκης ή εκτέλεσης, βασανιστηρίων, απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της [βλ άρθρο 19(2)(α) και (β) περί Προσφύγων Νόμου].

Εν κατακλείδι, καταλήγω ότι στην περίπτωση της Αιτήτριας δεν μπορεί να θεμελιωθεί βάσιμος φόβος δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων και συνακόλουθα, δε συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 3 του του Περί Προσφύγων Νόμου Νόμος 6(Ι)/2000, ούτως ώστε να παρασχεθεί σε αυτήν το καθεστώς του πρόσφυγα. Περαιτέρω, σύμφωνα με τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου της Αιτήτριας ούτε οποιοσδήποτε λόγος συντρέχει για να αναγνωρισθεί στην Αιτήτρια το καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας, δυνάμει του άρθρου 19(1) του περί Προσφύγων Νόμου, εφόσον δεν αποδείχθηκε να υφίσταται κίνδυνος να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής της.

Η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το θέμα που εξετάζεται. Το κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και τη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων τα οποία παρέχουν ασφαλή συμπέρασμα. (Βλέπε Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.α., Α.Ε. 1518/1.11.96, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου, Α.Ε. 1575/14.7.97 , Α.Ε.2371, Motorways Ltd v Δημοκρατίας ημερ. 25/6/99). Είναι εμφανές πως, η Υπηρεσία Ασύλου διενήργησε τη δέουσα έρευνα όλων των ζητημάτων που έθεσε ο Αιτητής ενώπιον της. Οι Καθ' ων η αίτηση συνεκτίμησαν και αξιολόγησαν όλα τα στοιχεία που είχαν ενώπιον τους, προτού καταλήξουν στην προσβαλλόμενη απόφαση.

Περαιτέρω,  η λειτουργός παρείχε επαρκή αιτιολογία για το λόγο μη υπαγωγής του Αιτητή στο καθεστώς διεθνούς προστασίας. Η δε αιτιολογία συμπληρώνεται και από το περιεχόμενο του Διοικητικού Φακέλου, ιδίως δε την αίτηση του Αιτητή για διεθνή προστασία, το πρακτικό της συνέντευξης και την εισήγηση του λειτουργού. (Παναγιωτίδης v. Υπουργείου Συγκοινωνιών και Έργων κ.ά. (1998) 3 ΑΑΔ 342, Θ. Χριστοφή & Σία Λτδ vYπουργού Οικονομικών κ.ά. (1998) 3 ΑΑΔ 427), 

 

Η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με €1000 έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ' ων η αίτηση.

 

Δ.ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ , Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 



[1] Συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C199/12 έως C201/12, 7/11/2013 Παρ. 72

[2] Συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C199/12 έως C201/12, 7/11/2013 Παρ. 51

 

[3] RULAC (Rule of Law in Armed Conflict), Ακαδημία Γενεύης, Τελευταία Ενημέρωση: 21/01/2021, https://www.rulac.org/browse/countries/cameroon [Ημερομηνία Πρόσβασης: 07/11/2024]

[4] Ibid

[5] Human Rights Watch, Cameroon: Events of 2023, https://www.hrw.org/world-report/2024/country-chapters/cameroon [Ημερομηνία Πρόσβασης: 07/11/2024]

[6] ACCORD (Austrian Centre for Country of Origin and Asylum Research and Documentation), Cameroon: The Cameroon Anglophone Crisis (2021 – 2023), 8 January 2024, σελ. 8 https://www.ecoi.net/en/file/local/2102908/a-12289.pdf [Ημερομηνία Πρόσβασης: 07/11/2024]

[7] ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION - ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Project, διαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο https://acleddata.com/explorer/ (βλ. πλατφόρμα Explorer, με χρήση των ακόλουθων στοιχείων ανάλυσης: METRIC: Event Counts/Fatality Counts, EVENT CATEGORIES: All Event Types (Battles / Violence against civilians / Explosions/Remote violence / Riots / Protests) DATE RANGE: 07/11/2023 – 07/11/2024, REGION: Africa, COUNTRY: Cameroon, ADMIN UNIT: Sud-Ouest, LOCATION: Fontem) [Ημερομηνία Πρόσβασης: 07/11/2024]

[8] ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION - ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Project, διαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο https://acleddata.com/explorer/ (βλ. πλατφόρμα Explorer, με χρήση των ακόλουθων στοιχείων ανάλυσης: METRIC: Event Counts/Fatality Counts, EVENT CATEGORIES: All Event Types (Battles / Violence against civilians / Explosions/Remote violence / Riots / Protests) DATE RANGE: 07/11/2023 – 07/11/2024, REGION: Africa, COUNTRY: Cameroon, ADMIN UNIT: Ouest, LOCATION: Dschang) [Ημερομηνία Πρόσβασης: 07/11/2024]


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο