
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθεση αρ.6797/22
21 Νοεμβρίου 2024
[Α. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
Ν. Ν. D.
Αιτητής
Και
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ’ ων η αίτηση
Κα Κ. Κουπαρή, Δικηγόρος για τον Αιτητή
Κα Κ. Φράγκου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Με την τροποποιημένη προσφυγή ο αιτητής αιτείται ακύρωση της απόφασης ημ.11/10/22 της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία του κοινοποιήθηκε στις 13/10/22 και δια της οποίας απορρίφθηκε η αίτηση διεθνούς προστασίας που υπέβαλε, ως άκυρης, παράνομης, και στερούμενης νομικού αποτελέσματος.
Ως εκτίθεται στην Ένσταση που καταχωρήθηκε από τους καθ’ ων η αίτηση και προκύπτει από το περιεχόμενο του Διοικητικού Φάκελου ως κατατέθηκε στα πλαίσια της παρούσης, ο αιτητής κατάγεται από το Καμερούν, εισήλθε στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές παρατύπως, μέσω κατεχομένων την 01/02/19 και υπέβαλε την επίδικη αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας στις 05/02/19 (ερ.4-6, 68).
Στις 10/03/21 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη με τον αιτητή από την Υπηρεσία Ασύλου προς εξέταση του αιτήματός για διεθνή προστασία όπου του δόθηκε η ευκαιρία, μέσα από σχετικές ερωτήσεις, μεταξύ άλλων, να εκθέσει τους λόγους στους οποίους στηρίζει το αίτημα του (ερ.54-68). Μετά το πέρας της συνέντευξης ετοιμάστηκε σχετική Έκθεση και στις 09/07/22 απορρίφθηκε το αίτημα για διεθνή προστασία (ερ.75-83).
Ακολούθως ετοιμάστηκε σχετική επιστολή ενημέρωσης του αιτητή για την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία του δόθηκε διά χειρός 13/10/22, μαζί με την αιτιολογία αυτής, σε γλώσσα κατανοητή απ’ αυτόν (ερ.86-87, 5).
Επί της αιτήσεως ασύλου ο αιτητής καταγράφει ότι είναι εθνοτικής καταγωγής “Bamileke”, είναι άγαμος, μιλάει αγγλικά, γαλλικά, Fefe και Medezumba. Ως προς τους λόγους που έφυγε από τη χώρα καταγωγής αναφέρει ότι αυτό έγινε εξαιτίας της κρίσης στο βόρειο Καμερούν, που είχε ως αποτέλεσμα να μην μπορεί να ολοκληρώσει την έρευνά του σχετικά με το διδακτορικό (PHD) του και - ως περαιτέρω ανέφερε - έχει προβλήματα με την οικογένεια του υπ’ αριθμό 3 της χώρας, Πρόεδρο της Εθνοσυνέλευσης και δεν ένιωθε ασφαλής.
Κατά τη συνέντευξή με την Υπηρεσία ο αιτήτης δήλωσε ότι έχει πτυχίο στο δημόσιο και ιδιωτικό δίκαιο, τίτλο master στις διεθνείς σχέσεις και ξεκίνησε το διδακτορικό του στα γεωπολιτικά. Κατάφερε να φοιτήσει μέχρι 2 χρόνια και τον 3ο χρόνο, όταν διέκοψε καθώς αντιμετώπιζε προβλήματα. Στη χώρα καταγωγής – ως ανέφερε - κατά βάση ασχολούταν μόνο με το διάβασμά του και το όνειρο του ήταν να γίνει καθηγητής σε πανεπιστήμιο ή διπλωμάτης. Ο αιτητής γεννήθηκε στην πόλη Makenene στο Καμερούν, και διέμενε εκεί μέχρι την ηλικία των 17 ετών. Όταν φοίτησε στο πανεπιστήμιο μετακόμισε στην πόλη Deschang, όπου και διέμεινε από το 2008 έως το 2017, όταν έφυγε από τη χώρα. Είναι άγαμος, έχει ένα παιδί που δεν είναι αναγνωρισμένο από τον ίδιο, έχει τέσσερις αδελφούς και μία αδελφή, με τους οποίους και με τους γονείς του έχει συχνή επικοινωνία. Αναφορικά με την υγεία του δήλωσε ότι νιώθει ψυχικά εξαντλημένος και βιώνει κατάθλιψη αλλά δεν λαμβάνει κάποια αγωγή. Σε σχέση με το ταξίδι του, ο αιτητής δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του στις 14/07/17 και ταξίδεψε στο Ντουμπάι, όπου διέμεινε περί τον 1 ½ χρόνο και ύστερα, μέσω Τουρκίας έφτασε αρχικά στα κατεχόμενα και ακολούθως στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές.
Ως προς τον λόγο που εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής ο αιτητής δήλωσε ότι διατηρούσε σχέση με μία κοπέλα, την οποία άφησε έγκυο και οι γονείς της, όντας υψηλού κοινωνικού επιπέδου, δεν τον δέχτηκαν στην οικογένειά τους και όταν έμαθαν ότι η κόρη τους ήταν έγκυος ανάγκασαν τη κοπέλα να τερματίσει τη σχέση της μ’ αυτόν. Ο πατέρας της, ως ο αιτητής ανέφερε, είναι Πρόεδρος της Εθνοσυνέλευσης και είχε τάξει την κόρη του σε έναν οικογενειακό φίλο, ίδιου κοινωνικού επιπέδου. Ο αιτητής υποστήριξε ότι ομάδα του Προέδρου της Εθνοσυνέλευσης τον καταδίωκε και τον απειλούσαν για να μην έχει επαφές με την κόρη του, δεχόταν ανώνυμα τηλεφωνήματα και απειλητικά μηνύματα και τον είχαν επισκεφτεί στην εργασία του στην MTN και έκαναν έλεγχο των συνομιλιών του με την εν λόγω κοπέλα.
Ύστερα από συζητήσεις με την οικογένειά του και αφού η αστυνομία δεν ήταν σε θέση να κάνει κάτι, αποφάσισε να μετακομίσει στο Ντουμπάι. Όσο βρισκόταν εκεί δεν ενοχλήθηκε ξανά από την ομάδα του Προέδρου της Εθνοσυνέλευσης. Βρισκόταν σε επικοινωνία με την κοπέλα μέσω εφαρμογής μηνυμάτων και εκείνη του μετέφερε με κρυπτογραφημένα μηνύματα τι συνέβαινε στο σπίτι της και τι έλεγαν οι γονείς της για τον ίδιο. Από τότε που ο αιτητής βρίσκεται στη Δημοκρατία δεν έλαβε κανένα απειλητικό μήνυμα ή τηλεφώνημα, όμως δεν μπορεί να επιστρέψει στη χώρα καταγωγής, καθώς φοβάται ότι θα τον βρουν και θα τον σκοτώσουν, ως ανέφερε.
Οι καθ’ ων η αίτηση, εξετάζοντας τα λεγόμενα του αιτητή εντόπισαν τους ακόλουθους δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς.
1. Προσωπικά στοιχεία, χώρα καταγωγής και τόπος διαμονής του αιτητή
2. Ο αιτητής δέχθηκε απειλές από την οικογένεια της μητέρας του παιδιού του
Εκ των ως άνω ισχυρισμών έγινε αποδεκτός ο 1ος και απορρίφθηκε ο 2ος, λόγω ελλείψεως εσωτερικής συνοχής και αξιοπιστίας.
Πιο συγκεκριμένα, επί του 2ου ουσιώδους ισχυρισμού, κρίθηκε πως ο αιτητής δεν υπήρξε λεπτομερής και συγκεκριμένος και οι αναφορές του στο ιστορικό της σχέσης του με την κοπέλα και την κατ’ ισχυρισμό δίωξη του από την οικογένεια της είχαν κενά σε πολλά σημεία και στερούνταν ευλογοφάνειας. Επί τούτου, ως καταγράφουν οι καθ’ ων η αίτηση στην επίδικη έκθεση, παρόλο που ο αιτητής τόνισε ότι η οικογένεια της ήταν η δεύτερη πιο δυνατή οικογένεια στο Καμερούν και πως η φίλη του ήταν η κόρη του Προέδρου της Εθνοσυνέλευσης, δεν ήταν σε θέση να δώσει παραπάνω λεπτομέρειες σε σχέση με το όνομα της γυναίκας ή της οικογένειας της, δεν ήταν σε θέση να αναφερθεί λεπτομερώς στη θέση που κατέχει η οικογένειά της στο Καμερούν, ούτε ήταν συγκεκριμένος ως προς τον τομέα δραστηριοποίησής της, λεπτομέρειες οι οποίες θα αναμένονταν από τον αιτητή να είναι σε θέση να παραθέσει, δεδομένου και του μορφωτικού του επιπέδου. Σχετικά με τους ισχυρισμούς του αιτητή ότι η οικογένεια της κοπέλας έβαλε τον Διοικητή της Εθνοσυνέλευσης να τον παρακολουθεί, να τον απειλεί τηλεφωνικώς και να παραβρεθεί στην εργασία του στην εταιρεία τηλεπικοινωνίων, ώστε να ελέγξει όλες τις συνομιλίες του με την κοπέλα κρίθηκε ότι τα λεγόμενα του υπήρξαν γενικόλογα και σε διευκρινίστηκες ερωτήσεις που υποβλήθηκαν ο αιτητής δεν ήταν σε θέση να παραθέσει συγκεκριμένες απαντήσεις. Ομοίως, σχετικά με τους ισχυρισμούς του αιτητή ότι αυτός έλαβε αμέτρητα απειλητικά μηνύματα και κλήσεις από τον Διοικητή της Εθνοσυνέλευσης και σε ερώτηση πως γνωρίζει ότι τον καλούσε το συγκεκριμένο άτομο ο αιτητής παρέμεινε γενικόλογος, αναφέροντας ότι το έμαθε από την κοπέλα, με την οποία διατηρεί κρυφή επικοινωνία. Εν συνεχεία σε ερώτηση για το πως η οικογένεια της πρώην φίλης του κατάφερε να εντοπίσει το τηλέφωνο και τις συνομιλίες του αιτητή αλλά όχι τον ίδιο, ο τελευταίος αποκρίθηκε ότι ήταν πολύ προσεκτικός και σήκωνε τηλέφωνα μόνο της οικογένειάς του, ισχυρισμοί που κρίθηκαν μη συγκεκριμένοι και ασαφής, ως κρίθηκαν και οι ισχυρισμοί του ότι λάμβανε απειλές από τη μητέρα της κοπέλας όταν βρισκόταν στο Ντουμπάι, χωρίς να επεξηγεί αν οι απειλές ήταν τηλεφωνικώς ή μέσω μηνυμάτων, ούτε να προσδιορίζει χρονικά πότε τις έλαβε.
Σε σχέση με την εξωτερική αξιοπιστία εντοπίστηκαν πληροφορίες για τη χώρα καταγωγής (ΠΧΚ) οι οποίες επιβεβαιώνουν την ύπαρξη αναγκαστικών γάμων αλλά και το συχνό φαινόμενο της γέννησης παιδιών εκτός γάμου των γονέων τους. Λόγω του ότι δεν δόθηκε το όνομα της οικογένειας του κατ’ ισχυρισμό διώκτη του αιτητή δεν μπορούσε να αναζητηθούν σχετικές πληροφορίες. Ενόψει των ανωτέρω, δεδομένης της τρωθείσας εσωτερικής αξιοπιστίας ο εν λόγω ισχυρισμός απορρίφθηκε.
Υπό το φως τον ανωτέρω, στη βάση του αποδεκτού 1ου ισχυρισμού, κρίθηκε κατά την αξιολόγηση κινδύνου ότι ο αιτητής δεν υφίσταται κίνδυνο δίωξης ή σοβαρής βλάβης και, ειδικώς αναφορικά με το αρ.19 (2) (γ) του Νόμου, κατόπιν έρευνας για τις συνθήκες στον τόπο διαμονής του (Dschang), κρίθηκε ότι δεν τεκμηριώνεται κίνδυνος κατά της ζωής ή σωματικής ακεραιότητας του αιτητή λόγω αδιάκριτης βίας.
Για τους πιο πάνω λόγους η επίδικη αίτηση απορρίφθηκε ως αβάσιμη.
Σημειώνεται ότι η προσφυγή καταχωρήθηκε από τον αιτητή προσωπικά, ο οποίος στην πορεία διόρισε δικηγόρο που προχώρησε, κατόπιν σχετικού διατάγματος Δικαστηρίου, σε καταχώρηση τροποποιημένης προσφυγής, στην οποία επισυνάπτει ένορκη δήλωση του αιτητή (ΕΔ).
Στην ΕΔ ημ.20/09/23 ο αιτητής κατονομάζει τον πατέρα της κοπέλας, ο οποίος τον διώκει, αναφέρει ότι οι αναγκαστικοί γάμοι στο Καμερούν είναι κοινή πρακτική. Επισυνάπτει επίσης στην ΕΔ δύο κείμενα, το ένα στην αγγλική και το άλλο στη γαλλική, το μεν πρώτο με πληροφορίες για το πρόσωπο που κατονομάζει ως παππού της κοπέλας και το δεύτερο σχετικά με το ότι είναι κοινή πρακτική οι αναγκαστικοί γάμοι στη χώρα καταγωγής του. Περαιτέρω αναφέρει ότι η κοπέλα είναι εγγονή του προέδρου του National Assembly του Καμερούν, επισυνάπτει φωτογραφίες όπου, ως αναφέρει, εμφαίνεται η κοπέλα με το παιδί τους και έγγραφο που αποδεικνύει ότι ολοκλήρωσε το 2ο έτος του διδακτορικού του και αναφέρει τέλος ότι εργάζεται σε κρεοπωλείο και είχε ατύχημα, από το οποίο δεν έχει ακόμα αναρρώσει και δεν πιστεύει «ότι το σύστημα υγείας στη χώρα [του] είναι επαρκές για να αναρρώσει».
Στη βάση σχετικής νομολογίας (βλ. Χριστοδουλίδης ν. Πανεπιστήμιου Κύπρου, Αναθ. Έφεση αρ.95/2012, ECLI:CY:AD:2018:C344, ημ.6/7/2018 και Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 Α.Α.Δ. 598) θα εξεταστούν μόνο οι ισχυρισμοί του αιτητή οι οποίοι εξειδικεύονται δεόντως στο εισαγωγικό δικόγραφο και αναπτύσσονται επαρκώς στις αγορεύσεις του.
Στα πλαίσια λοιπόν των γραπτών αγορεύσεων η συνήγορος του αιτητή αναφέρει ότι είναι εκ λάθους που αναφέρεται στην προσφυγή ότι η κοπέλα (η οικογένεια της οποίας κατ’ ισχυρισμό διώκει τον αιτητή) είναι εγγονή του προέδρου της Εθνικής Συνέλευσης του Καμερούν, ότι εκ του επαγγέλματος του ως καθηγητής έχει αυξημένο κίνδυνο στη χώρα του και ότι, σχετικά με το ατύχημα και τους πονοκεφάλους που ανέφερε ότι υποφέρει στη συνέντευξη, θα έπρεπε να γίνει ιατρική εξέταση του, όπως και εξέταση του συστήματος υγείας του Καμερούν. Περαιτέρω αναφέρει ότι διαφωνεί με το εύρημα των καθ’ ων η αίτηση σχετικά με το ασφαλές του τόπου διαμονής του αιτητή (Dschang) και παραθέτει εκτενέστατο απόσπασμα από απόφαση αδελφής δικαστού στην προσφυγή αρ.1058/22, ημ.31/07/22, στην οποία καταδεικνύεται, ως ισχυρίζεται, ότι στην περιοχή διαμονής του αιτητή επικρατεί αδιάκριτη βία η οποία εγκυμονεί κίνδυνο σοβαρής βλάβης για τον αιτητή στη βάση του αρ.19 (2) (γ), παραθέτοντας επί τούτου και αποσπάσματα από πηγές που εντόπισε προς επιβεβαίωση της κακής κατάστασης ασφαλείας και ανθρωπιστικής κρίσης που μαστίζει την περιοχή. Σε κάθε περίπτωση, ως αναφέρει, δεν είναι δυνατή εδώ ούτε η μετεγκατάσταση του αιτητή. Τα ανωτέρω επαναλαμβάνονται κατ’ ουσία στην απαντητική αγόρευση του αιτητή.
Οι καθ’ ων η αίτηση αντιτάσσουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι καθ’ όλα νόμιμη, όλα τα ευρήματα τους επί της αξιοπιστίας των ισχυρισμών του αιτητή ήταν εύλογα υπό τις περιστάσεις, πλήρως αιτιολογημένα, προϊόν δέουσας έρευνας όλων των δεδομένων και στοιχείων που είχαν ενώπιον τους και ορθά επί της ουσίας, ζητούν δε απόρριψη της προσφυγής.
Κατά τις διευκρινήσεις η συνήγορος του αιτητή υιοθέτησε και επανέλαβε επιγραμματικά όσα ανέφερε στις αγορεύσεις που καταχωρήθηκαν, ως ανωτέρω καταγράφονται, και σημείωσε ότι, σύμφωνα με το ερ.63, ο αιτητής υπήρξε tutor και πως αυτό και το ατύχημα που είχε ο αιτητής στη Δημοκρατία έπρεπε να εξεταστούν οι επιπτώσεις τους στα πλαίσια αξιολόγησης της ευαλωτότητας του και του κινδύνου σε περίπτωση επιστροφής.
Εις απάντηση των ανωτέρω η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση ανέφερε ότι ο αιτητής δεν εξασκούσε το επάγγελμα του καθηγητή και συνεπώς τα όσα αναφέρει στην 1η σελίδα της αγόρευσης του δεν βρίσκουν έρεισμα στα στοιχεία το φακέλου. Ομοίως σημείωσε ότι ο αιτητής δεν ανέφερε στη συνέντευξη κάποιες επιπτώσεις στην υγεία του από το ατύχημα που έπαθε στη Δημοκρατία, το οποίο συνέβη τον Απρίλιο 2021.
Έχω διέλθει με προσοχή τα όσα αναφέρουν οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των μερών επί της αιτήσεως, ενστάσεως και των γραπτών αγορεύσεων τους, καθώς και το περιεχόμενο του διοικητικού φάκελου.
Προχωρώ λοιπόν με αξιολόγηση των ενώπιον μου στοιχείων.
Στο εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», Δικαστική ανάλυση, 2018, αναφέρεται στην σελ.98, ότι «[...] απαιτείται ισορροπημένη και αντικειμενική αξιολόγηση του αν η αφήγηση του αιτούντος αντικατοπτρίζει την αφήγηση που αναμένεται από ένα πρόσωπο στην κατάσταση του αιτούντος το οποίο αφηγείται μια πραγματική προσωπική εμπειρία.». Στην σελ.102 του ιδίου εγχειριδίου, αναφέρεται ότι «[…] οι δείκτες αξιοπιστίας είναι απλοί δείκτες και δεν συνιστούν αυστηρά κριτήρια ή προϋποθέσεις. Παρότι οι τέσσερις δείκτες που προσδιορίστηκαν ανωτέρω (εσωτερική και εξωτερική συνέπεια, επαρκώς λεπτομερείς πληροφορίες και ευλογοφάνεια) αποτυπώνουν τους δείκτες που εφαρμόζουν στην πράξη τα δικαστήρια, κανένας από αυτούς δεν μπορεί να θεωρηθεί καθοριστικός. Η σημασία τους από υπόθεση σε υπόθεση ποικίλλει σημαντικά. Σε κάθε περίπτωση είναι αναγκαία η εξέταση του σωρευτικού τους αντίκτυπου (305). […] Από την ανωτέρω ανάλυση προκύπτει ότι δεν υπάρχει απλή απάντηση στο ερώτημα που αφορά τον τρόπο αξιολόγησης της αξιοπιστίας σε υποθέσεις διεθνούς προστασίας. Το μόνο που μπορεί να ειπωθεί είναι ότι η αξιολόγηση πρέπει να διενεργείται με βάση το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων, λαμβανομένων υπόψη των αρχών, των μεθόδων και των δεικτών που αναφέρονται στην παρούσα ανάλυση. Οι αρχές, οι μέθοδοι και οι δείκτες αυτοί θα πρέπει να εφαρμόζονται με προσοχή (307), αντικειμενικότητα και αμεροληψία, ώστε να αποφευχθεί τυχόν εσφαλμένη και απλοϊκή απόρριψη, ή αφελής και ανεπιφύλακτη αποδοχή μιας συγκεκριμένης αφήγησης.»
Υπό το φως και των ως άνω κατευθυντήριων γραμμών θα συμφωνήσω τα επιμέρους ευρήματα και την κατάληξη των καθ’ ων η αίτηση επί της συνοχής και αξιοπιστίας 2ου ουσιώδους ισχυρισμού, που αποτελεί τον πυρήνα του αιτήματος διεθνούς προστασίας, ως καταγράφηκε στην επίδικη έκθεση.
Διερχόμενος το επίδικο πρακτικό της συνέντευξης που διενεργήθηκε από τους καθ’ ων η αίτηση, θεωρώ ότι όσα ο αιτητής ανέφερε κατά την ελεύθερη αφήγηση των ισχυρισμών του, όσο και στις απαντήσεις που έδωσε στις ερωτήσεις που του υποβλήθηκαν, ουδόλως περιείχαν επαρκείς – εύλογα αναμενόμενες υπό τις περιστάσεις - λεπτομέρειες, στοιχεία συνέπεια και χρονική συνέχεια. Συνεπώς τα ευρήματα των καθ’ ων η αίτηση επί της εσωτερικής συνοχής των λεγομένων του αιτητή ως καταγράφηκαν στην επίδικη έκθεση και παρατίθενται εν συντομία ανωτέρω, είναι ορθά στην ολότητα τους.
Εξηγώ.
Τα όσα ο αιτητής ανέφερε σε σχέση με τον πυρήνα του αφηγήματος του, ήτοι την κατ’ ισχυρισμό δίωξη του από την οικογένεια κοπέλας, με την οποία είχε σχέση, γέννησε το παιδί τους και αναγκάστηκε να παντρευτεί άλλον άνδρα καθ’ υπόδειξη του πατέρα της, δεν ενέχουν την παραμικρή βιωματική λεπτομέρεια ή άλλο στοιχείο που θα μπορούσε να ενδυναμώσει τη συνολική αξιοπιστία των όσων ανέφερε. Ο αιτητής παρέμεινε γενικός και ασαφής, χωρίς να είναι σε θέση, αν και ρωτήθηκε επισταμένα επ’ αυτού, να αναφέρει στοιχεία σε σχέση με τις απειλές που – ως ισχυρίστηκε – δέχθηκε από τον πατέρα της κοπέλας και την μητέρα της, τι ακριβώς έγινε, πότε, που, με ποιο τρόπο γνώριζε ότι όλα τα πρόσωπα που αναφέρει στο ερ.58 – 3Χ τον καλούσαν στο κινητό και τον απειλούσαν, πως δεν τον εντόπισαν, παρόλη τη δύναμη που είχε η οικογένεια, ως ο ίδιος ισχυρίστηκε, πως διέφυγε και πως οι απειλές συνεχίστηκαν στο Ντουμπάι. Επί όλων των ανωτέρω ο αιτητής υπήρξε γενικόλογος, ασαφής, κατά τόπους αποφεύγοντας να δώσει περαιτέρω πληροφορίες και οι απαντήσεις του στερούνται παντελώς εύλογα αναμενόμενων, ενόψει και του μορφωτικού του επιπέδου, λεπτομερειών. Ο αιτητής παρέμεινε εύγλωττος στις απαντήσεις του, χωρίς όμως να παραθέτει ευλογοφανείς εξηγήσεις στα ερωτήματα που του υποβάλλονταν.
Θα πρέπει να τονιστεί ότι δεν αναμένεται από ένα αιτητή να είναι σε θέση να αναφέρει λεπτομέρειες για κάθε επιμέρους ισχυρισμό του, όμως αναμένεται να είναι σε θέση να αναφέρει με λεπτομέρεια τα βασικά στοιχεία του αφηγήματος του και να απαντήσει με συνοχή και ευλογοφάνεια στα ερωτήματα που του υποβάλλονται.
Το ζητούμενο που λείπει παντελώς από το αφήγημα του αιτητή εν προκειμένω αποτυπώνεται χαρακτηριστικά στην έκφραση που χρησιμοποιείται στην απόφαση του Δευτεροβάθμιου Tribunal του Ηνωμένου Βασιλείου (UKAIT) στην HS (Homosexuals: Minors, Risk on Return) Iran v. Secretary of State for the Home Department [2005] UKAIT 00120, ημ.04/08/05 [1], όπου, στην παρ.128, το Δικαστήριο, κατά την αξιολόγηση των ισχυρισμών του εκεί αιτητή, ανέφερε ότι «there is the full, consistent detail and the plausible noting of small points, unlikely to be observed or recounted by a person who had not had the experience described. ». Κατά παράφραση του ως άνω αποσπάσματος, σε δική μου μετάφραση, σημειώνω ότι εδώ το αφήγημα του αιτητή – σε κανένα σημείο αυτού – δεν περιέχει μια πλήρη, συνεκτική, ευλογοφανή παράθεση σημείων και λεπτομερειών, που θα ήταν απίθανο να προσέξει ή να είναι σε θέση να ανακαλέσει άτομο το οποίο δεν είχε βιώσει την εμπειρία που εδώ ο αιτητής παραθέτει.
Δεδομένης της παντελούς έλλειψης εσωτερικής συνοχής των λεγομένων του αιτητή δεν θεωρώ ότι ήταν απαραίτητη η αναζήτηση πληροφορίων αναφορικά με την εξωτερική αξιοπιστία των ισχυρισμών της. Σχετικώς, στο εγχειρίδιο του EASO για την «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», Δικαστική ανάλυση, 2018, σελ.132, αναφέρεται, η αναζήτηση πληροφοριών για τη χώρα καταγωγής «ενδέχεται να μην είναι απαραίτητ[η] σε περίπτωση αρνητικής διαπίστωσης περί της αξιοπιστίας βάσει καταφανούς έλλειψης εσωτερικής συνοχής».
Σημειώνω ότι, παρότι αυτό ενδεχομένως να μην ήταν απαραίτητο, οι καθ’ ων η αίτηση προχώρησαν σε αξιολόγηση διαθέσιμων πληροφοριών (ΠΧΚ) που εντόπισαν, οι οποίες συνάδουν (ως γενικές πληροφορίες) με τα όσα ανέφερε περί ύπαρξης του φαινομένου του αναγκαστικού γάμου για να καταλήξουν ότι, ενόψει της έλλειψης εσωτερικής συνοχής των ισχυρισμών του, δεν μπορεί από μόνο του αυτό να οδηγήσει σε αποδοχή τους.
Συμφωνώ και μ’ αυτό το συμπέρασμα των καθ’ ων η αίτηση καθώς η διαβρωθείσα εσωτερική αξιοπιστία των ισχυρισμών του αιτητή αποβαίνει καταλυτική και ως προς την συνολική αξιοπιστία του αφηγήματος του, δεδομένου ότι το ότι επιβεβαιώνεται ότι ένας ισχυρισμός αφορά πρακτική ή και φαινόμενο που απαντάται στη χώρα καταγωγής, τούτο από μόνο του δεν μπορεί να οδηγήσει σε αποδοχή ενός αφηγήματος, όταν ο ισχυρισμός στα πλαίσια του όλου ιστορικού που παραθέτει ο αιτητής στερείται σε όλη του την έκταση συνοχής, ενόψει και της συνολικής αποτίμησης των δεικτών αξιοπιστίας.
Σε σχέση τώρα με την ΕΔ ημ.20/09/23 που συνάπτεται στην τροποποιημένη προσφυγή και τα έγγραφα που επισυνάπτει εκεί ο αιτητής θα πρέπει να σημειωθούν τα εξής.
Αναφορικά με τον ισχυρισμό ότι η κοπέλα συνεπεία της οποίας κατ’ ισχυρισμό διώκεται ο αιτητής είναι εγγονή του προέδρου της Εθνικής Συνέλευσης και όχι η κόρη του παρατηρώ ότι καθ’ όλη τη συνέντευξη που έγινε στα πλαίσια της επίδικης αίτησης είχε αναφερθεί ότι είναι η κόρη του. Σε κάθε περίπτωση ουδεμία επίδραση μπορεί να έχει ο βαθμός συγγένειας της κοπέλας με τον κατ’ ισχυρισμό διώκτη του αιτητή, εφόσον αυτό που έχει σημασία είναι η αλήθεια των ισχυρισμών του περί διώξεως από την οικογένεια της για τον λόγο που ο αιτητής αναφέρει.
Σχετικά τώρα με το κείμενο που επισυνάπτεται στην ΕΔ ως Τεκμήριο 2 αλλά και την φωτογραφία Τεκμήριο 1 σημειώνω τα εξής.
Για το μεν Τεκμήριο 1 (δύο φωτογραφίες μιας κοπέλας με ένα παιδί δίπλα της) ουδεμία σύνδεση γίνεται με τους ισχυρισμούς του αιτητή, πέραν του ισχυρισμού του ότι στις εν λόγω φωτογραφίες απεικονίζονται η κοπέλα (η οικογένεια της οποίας τον διώκει) και η κόρη τους. Αυτό ουδόλως θα μπορούσε να ενισχύσει τους ισχυρισμούς του, ενόψει και της τρωθείσας αξιοπιστίας τους. Το δε Τεκμήριο 2 συνίσταται σε εκτύπωση κειμένου για το οποίο ουδέν στοιχείο αναφέρεται ως προς το από που λήφθηκε, με ποιο τρόπο, ποια είναι η ιστοσελίδα, αν πρόκειται για διαδικτυακά δημοσιευμένο κείμενο, και – πρωτίστως – πως μπορεί οι στο κείμενο αυτό αναφερόμενες πληροφορίες για τον πρόεδρο της Εθνικής Συνέλευσης να αποτελέσουν ενίσχυση ή και να τεκμηριώσουν τους ισχυρισμούς του ότι αυτός είναι ο πατέρας της κοπέλας και τα όσα άλλα εξιστορεί σε σχέση με την κατ’ ισχυρισμό δίωξη του από την οικογένεια της. Ελλείπει λοιπόν εν προκειμένω κάθε σύνδεση των Τεκμηρίων αυτών, στα οποία, σε κάθε περίπτωση, ολίγη βαρύτητα θα μπορούσε να δοθεί στα πλαίσια της συνολικής αξιολόγησης και αποτίμησης των στοιχείων που συνθέτουν την υπόθεση, ενόψει και με δεδομένη την σημαντικά τρωθείσα αξιοπιστία των λεγομένων του αιτητή κατά τη συνέντευξη, τα οποία αποτελούν και το υπόβαθρο των εν λόγω Τεκμηρίων.
Το Τεκμήριο 3 είναι κείμενο στα γαλλικά όπου αναφέρονται πληροφορίες για την πρακτική του αναγκαστικού γάμου στη χώρα καταγωγής. Σημειώνεται ότι όμοιες πληροφορίες είχαν εντοπίσει και οι καθ’ ων η αίτηση και – για τους λόγους που καταγράφονται και πιο πάνω – κρίθηκε πως ουδόλως μπορεί να τεκμηριώσει τους ισχυρισμούς του αιτητή, κατάληξη με την οποία συμφωνώ, ως ανωτέρω αναλύω.
Σχετικά με το Τεκμήριο 4 παρατηρώ ότι αυτό είχε προσκομισθεί στα πλαίσια της επίδικης αίτησης, βρίσκεται στο φάκελο και ελήφθη υπόψη κατά την εξέταση της (βλ. ερ.41-43, 80) και – σε κάθε περίπτωση – δεν αμφισβητείται εν προκειμένω το μορφωτικό επίπεδο του αιτητή. Ως προς δε την τεκμηρίωση των ισχυρισμών του περί διώξεως ουδεμία αξία ή βαρύτητα θα μπορούσε να δοθεί στο κείμενο αυτό.
Σημειώνω εδώ ότι τα Τεκμήρια 1, 3 και 4 περιέχονται στο φάκελο, καθώς είχαν προσαχθεί από τον αιτητή στην επίδικη διαδικασία και ουδέν προσθέτουν επί της ουσίας.
Σε σχέση τώρα με τους ισχυρισμούς του στην ΕΔ ότι υποφέρει ακόμα από πονοκεφάλους συνεπεία του ατυχήματος που είχε ενόσω εργαζόταν ο αιτητής σε κρεοπωλείο το 2021 στη Δημοκρατία, οι οποίοι συνδέονται και τους ισχυρισμούς του ότι δεν θα έχει διαθέσιμη θεραπεία στη χώρα καταγωγής του, ότι δεν εξετάστηκε δεόντως από ιατρό στα πλαίσια της επίδικης αίτησης και δεν αξιολογήθηκε στα πλαίσια εκτίμησης της ευαλωτότητας του αιτητή, σημειώνω τα εξής.
Κατ’ αρχήν, ως προκύπτει και από το ερ.59, στο οποίο παρέπεμψε και η συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση, ο αιτητής, πέραν των άμεσων τότε επιπτώσεων στην υγεία του, όπου δεν μπορούσε να κουνήσει το χέρι του, ουδέν αναφέρει στη συνέντευξη ως επιπλοκές από το ατύχημα, για το οποίο έλαβε εκείνες τις δύο μέρες, ως αναφέρει, πρώτες βοήθειες και μασάζ από φίλο του. Σε κάθε περίπτωση τα όσα αναφέρει στην ΕΔ περί πονοκεφάλων που έχει, πέραν του ότι δεν μπορούν κατ’ ανάγκη να συνδεθούν με το ατύχημα, δεν θα μπορούσε να θεωρηθούν ότι ενέχουν, χωρίς κάποιο άλλο στοιχείο, την απαιτούμενη σοβαρότητα ώστε να θεωρηθούν ότι αποτελούν κάποιο άμεσο κίνδυνο για τον αιτητή.
Σχετικά με εξέταση λόγων υγείας σε συνάρτηση με το πλαίσιο διεθνούς προστασίας όσο και στη βάση της αρχής της μη επαναπροώθησης, στο εγχειρίδιο EASO «Προϋποθέσεις χορήγησης διεθνούς προστασίας (οδηγία 2011/95/ΕΕ) – Δικαστική Ανάλυση», , σελ.120, αναφέρονται τα εξής:
«[Σ]την απόφαση που εξέδωσε στην υπόθεση M’Bodj, το ΔΕΕ διέκρινε την ερμηνεία του από την ερμηνεία του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ από το ΕΔΔΑ βάσει της ελαφρώς διαφορετικής διατύπωσης του άρθρου 15 στοιχείο β) της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση) και του πλαισίου στο οποίο τυγχάνει να εφαρμόζεται το άρθρο 15 στοιχείο β). Σε όλως εξαιρετικές περιπτώσεις, το ΕΔΔΑ εφάρμοσε το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ για να απαγορεύσει την απομάκρυνση υπηκόου τρίτης χώρας που έπασχε από σοβαρή ασθένεια σε χώρα στην οποία δεν υπήρχε διαθέσιμη κατάλληλη ιατρική περίθαλψη (708). Το ΔΕΕ αρνήθηκε να ερμηνεύσει το άρθρο 15 στοιχείο β) με τον ίδιο τρόπο. Το ΔΕΕ επισήμανε ότι το γράμμα του άρθρου 15 στοιχείο β) της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση) διαφέρει από εκείνο του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ στο μέτρο που εφαρμόζεται σε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία του αιτούντος «στη χώρα καταγωγής». […] Επιπλέον, το ΔΕΕ επισήμανε ότι ορισμένα στοιχεία του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται το άρθρο 15 στοιχείο β) της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση), καθώς και η ratio της συγκεκριμένης οδηγίας πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά την ερμηνεία της συγκεκριμένης διάταξης. Συγκεκριμένα, το άρθρο 6 της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση) απαριθμεί τους φορείς σοβαρής βλάβης, γεγονός που επιβεβαιώνει την άποψη ότι οι βλάβες αυτές πρέπει να απορρέουν από συμπεριφορά τρίτου και δεν μπορούν, κατά συνέπεια, να αποτελούν απλώς και μόνο συνέπεια των γενικών ανεπαρκειών του συστήματος υγείας της χώρας καταγωγής. Ομοίως, κατά την αιτιολογική σκέψη 26 της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση), οι κίνδυνοι στους οποίους εκτίθεται εν γένει ο πληθυσμός ή τμήμα του πληθυσμού μιας χώρας δεν συνιστούν συνήθως, αυτοί καθαυτοί, προσωπική απειλή που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως σοβαρή βλάβη.»
Περαιτέρω, στην σελ.123 του ιδίου εγχειριδίου αναφέρονται τα εξής:
«Η εφαρμογή του άρθρου 15 στοιχείο β) προϋποθέτει ένα στοιχείο ηθελημένης κακομεταχείρισης. Παρά την παραπομπή του ΔΕΕ στη νομολογία του ΕΔΔΑ σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ και στην υποχρέωση εφαρμογής της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση) κατά τρόπο που συνάδει με το άρθρο 19 παράγραφος 2 του Χάρτη της ΕΕ (μη επαναπροώθηση, σε περίπτωση σοβαρού κινδύνου απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας) (731), το ΔΕΕ αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στη διαφορετική διατύπωση του άρθρου 15 στοιχείο β) και διακρίνει μεταξύ του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 3, ως απαγόρευσης επιστροφής προσώπου, και της θεμελίωσης αίτησης επικουρικής προστασίας […]»
Εκ των ως άνω προκύπτει ότι, χωρίς να συνυπάρχει το απαραίτητο «στοιχείο ηθελημένης κακομεταχείρισης», δεν δύναται, χωρίς να καταδειχθεί σχετικός φορέας δίωξης ή σοβαρής βλάβης εκ του οποίου ο αιτητής κινδυνεύει να υποστεί την προβλεπόμενη στο αρ.19 του Νόμου βλάβη, να αποδοθεί καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας στη βάση και μόνο της ανεπάρκειας του συστήματος υγείας της χώρας καταγωγής (βλ. απόφαση ΔΕΕ, C-542/13, M’Bodj, EU:C:2014:2452, ημ.18/12/14). Εδώ ελλείπει παντελώς ο απαιτούμενος φορέας σοβαρής βλάβης και συνεπώς ουδείς λόγος μπορεί να γίνει για συμπληρωματική προστασία στη βάση του λόγου υγείας που αναφέρθηκε.
Εξάλλου, στη βάση της αρχής της μη επαναπροώθησης (αρ.3 ΕΣΔΑ), θα πρέπει να σημειωθεί ότι μόνο «σε όλως εξαιρετικές περιπτώσεις, το ΕΔΔΑ εφάρμοσε το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ για να απαγορεύσει την απομάκρυνση υπηκόου τρίτης χώρας που έπασχε από σοβαρή ασθένεια σε χώρα στην οποία δεν υπήρχε διαθέσιμη κατάλληλη ιατρική περίθαλψη».
Στη σχετική αυθεντία Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), Paposhvili v. Belgium, app. No.41738/10, Grand Chamber, ημ.13/12/16, σκέψεις 181-192, λέχθηκαν τα εξής σχετικά.
«181. The Court concludes from this recapitulation of the case-law that the application of Article 3 of the Convention only in cases where the person facing expulsion is close to death, which has been its practice since the judgment in N. v. the United Kingdom, has deprived aliens who are seriously ill, but whose condition is less critical, of the benefit of that provision. As a corollary to this, the case-law subsequent to N. v. the United Kingdom has not provided more detailed guidance regarding the “very exceptional cases” referred to in N. v. the United Kingdom, other than the case contemplated in D. v. the United Kingdom.
182. In the light of the foregoing, and reiterating that it is essential that the Convention is interpreted and applied in a manner which renders its rights practical and effective and not theoretical and illusory (see Airey v. Ireland, 9 October 1979, § 26, Series A no. 32; Mamatkulov and Askarov v. Turkey [GC], nos. 46827/99 and 46951/99, § 121, ECHR 2005-I; and Hirsi Jamaa and Others v. Italy [GC], no. 27765/09, § 175, ECHR 2012), the Court is of the view that the approach adopted hitherto should be clarified.
183. The Court considers that the “other very exceptional cases” within the meaning of the judgment in N. v. the United Kingdom (§ 43) which may raise an issue under Article 3 should be understood to refer to situations involving the removal of a seriously ill person in which substantial grounds have been shown for believing that he or she, although not at imminent risk of dying, would face a real risk, on account of the absence of appropriate treatment in the receiving country or the lack of access to such treatment, of being exposed to a serious, rapid and irreversible decline in his or her state of health resulting in intense suffering or to a significant reduction in life expectancy. The Court points out that these situations correspond to a high threshold for the application of Article 3 of the Convention in cases concerning the removal of aliens suffering from serious illness.
[…]
186. In the context of these procedures, it is for the applicants to adduce evidence capable of demonstrating that there are substantial grounds for believing that, if the measure complained of were to be implemented, they would be exposed to a real risk of being subjected to treatment contrary to Article 3 (see Saadi, cited above, § 129, and F.G. v. Sweden, cited above, § 120). In this connection it should be observed that a certain degree of speculation is inherent in the preventive purpose of Article 3 and that it is not a matter of requiring the persons concerned to provide clear proof of their claim that they would be exposed to proscribed treatment (see, in particular, Trabelsi v. Belgium, no. 140/10, § 130, ECHR 2014 (extracts)).
187. Where such evidence is adduced, it is for the authorities of the returning State, in the context of domestic procedures, to dispel any doubts raised by it (see Saadi, cited above, § 129, and F.G. v. Sweden, cited above, § 120). The risk alleged must be subjected to close scrutiny (see Saadi, cited above, § 128; Sufi and Elmi v. the United Kingdom, nos. 8319/07 and 11449/07, § 214, 28 June 2011; Hirsi Jamaa and Others, cited above, § 116; and Tarakhel, cited above, § 104) in the course of which the authorities in the returning State must consider the foreseeable consequences of removal for the individual concerned in the receiving State, in the light of the general situation there and the individual’s personal circumstances (see Vilvarajah and Others, cited above, § 108; El-Masri, cited above, § 213; and Tarakhel, cited above, § 105). The assessment of the risk as defined above (see paragraphs 183-84) must therefore take into consideration general sources such as reports of the World Health Organisation or of reputable non-governmental organisations and the medical certificates concerning the person in question.
188. As the Court has observed above (see paragraph 173), what is in issue here is the negative obligation not to expose persons to a risk of ill-treatment proscribed by Article 3. It follows that the impact of removal on the person concerned must be assessed by comparing his or her state of health prior to removal and how it would evolve after transfer to the receiving State.
189. As regards the factors to be taken into consideration, the authorities in the returning State must verify on a case-by-case basis whether the care generally available in the receiving State is sufficient and appropriate in practice for the treatment of the applicant’s illness so as to prevent him or her being exposed to treatment contrary to Article 3 (see paragraph 183 above). The benchmark is not the level of care existing in the returning State; it is not a question of ascertaining whether the care in the receiving State would be equivalent or inferior to that provided by the health-care system in the returning State. Nor is it possible to derive from Article 3 a right to receive specific treatment in the receiving State which is not available to the rest of the population.
190. The authorities must also consider the extent to which the individual in question will actually have access to this care and these facilities in the receiving State. The Court observes in that regard that it has previously questioned the accessibility of care (see Aswat, cited above, § 55, and Tatar, cited above, §§ 47-49) and referred to the need to consider the cost of medication and treatment, the existence of a social and family network, and the distance to be travelled in order to have access to the required care (see Karagoz v. France (dec.), no. 47531/99, 15 November 2001; N. v. the United Kingdom, cited above, §§ 34-41, and the references cited therein; and E.O. v. Italy (dec.), cited above).
[…]
192. The Court emphasises that, in cases concerning the removal of seriously ill persons, the event which triggers the inhuman and degrading treatment, and which engages the responsibility of the returning State under Article 3, is not the lack of medical infrastructure in the receiving State. Likewise, the issue is not one of any obligation for the returning State to alleviate the disparities between its health-care system and the level of treatment existing in the receiving State through the provision of free and unlimited health care to all aliens without a right to stay within its jurisdiction. The responsibility that is engaged under the Convention in cases of this type is that of the returning State, on account of an act – in this instance, expulsion – which would result in an individual being exposed to a risk of treatment prohibited by Art. 3. »
Εκ των ανωτέρω καθίσταται σαφές ότι σε περιπτώσεις που υπάρχουν ισχυρισμοί σχετικοί με την υγεία αιτητή, μόνο σε εξαιρετικές περιστάσεις, όπου δεικνύεται, με το βάρος για την απόδειξη συνδρομής των εξαιρετικών περιστάσεων (exceptional circumstances) να είναι στον αιτητή, μπορεί να παρασχεθεί προστασία στη βάση του αρ.3 της ΕΣΔΑ, όπου ικανοποιείται το Δικαστήριο ότι ο αιτητής πάσχει από ασθένεια, για την οποία δεν υπάρχει διαθέσιμη και προσβάσιμη απ’ αυτόν θεραπεία στη χώρα καταγωγής και εξαιτίας της έλλειψης αυτής ο αιτητής απειλείται με θάνατο ή ραγδαία, σοβαρή και ανεπανόρθωτη επιδείνωση της υγείας του, η οποία θα έχει ως αποτέλεσμα έντονη οδύνη ή σημαντική μείωση του προσδόκιμου ζωής του [«although not at imminent risk of dying, would face a real risk, on account of the absence of appropriate treatment in the receiving country or the lack of access to such treatment, of being exposed to a serious, rapid and irreversible decline in his or her state of health resulting in intense suffering or to a significant reduction in life expectancy.», (βλ. Paposhvili, ανωτέρω)].
Δεν ετέθη ενώπιον μου κάποιο στοιχείο ή μαρτυρία που να καταδεικνύει ότι συντρέχουν εν προκειμένω οι ανωτέρω συνθήκες που θέτει η οικεία νομολογία.
Αναφορικά με την παράλειψη ιατρικής εξέτασης του αιτητή, σημειώνω ότι το αρ.15 (1) του Νόμου προνοεί ότι όταν κριθεί «σκόπιμο για την αξιολόγηση της αίτησης […] παραπέμπει τον αιτητή για εξέταση σε ιατρό ή/και ψυχολόγο, όσον αφορά […] [έ]νδείξεις που ενδεχομένως υποδηλώνουν διώξεις ή σοβαρή βλάβη που υπέστη κατά το παρελθόν∙ και […] συμπτώματα και ενδείξεις βασανιστηρίων ή άλλων σοβαρών πράξεων σωματικής ή ψυχολογικής βίας, περιλαμβανομένων των πράξεων σεξουαλικής βίας».
Ουδέν εκ των ως άνω ισχύει εν προκειμένω, καθώς ο τραυματισμός του αιτητή συνέβη στη Δημοκρατία και ουδόλως συνδέεται με τις ως άνω παραμέτρους προκειμένου να υφίσταται υποχρέωση των καθ’ ων η αίτηση να παραπέμψουν τον αιτητή σε εξέταση σχετικά με το ατύχημα.
Σε κάθε περίπτωση, αν ο αιτητής θεωρούσε καταλυτική την σχετική ιατρική εξέταση, θα μπορούσε, εκπροσωπούμενος στα πλαίσια της παρούσης από δικηγόρο επιλογής του, να προχωρήσει μόνος του σε ιατρική εξέταση από κατάλληλο ιατρό και να προσφέρει σχετική έκθεση στο Δικαστήριο προς ενίσχυση των σχετικών ισχυρισμών του ότι υφίσταται συμπτώματα έκτοτε και την σοβαρότητα τους, κατά τα διαλαμβανόμενα στο αρ.15 (8) του Νόμου. Εντούτοις ουδέν έπραξε. Ουδέν ετέθη ενώπιον μου που δεικνύει ότι ο αιτητής απειλείται με θάνατο ή ραγδαία, σοβαρή και ανεπανόρθωτη επιδείνωση της υγείας του, που θα έχει αποτέλεσμα έντονη οδύνη ή σημαντική μείωση του προσδόκιμου ζωής του (βλ. Paposhvili, ανωτέρω).
Συνεπώς δεν βρίσκω έρεισμα στις σχετικές αιτιάσεις της συνηγόρου του αιτητή περί μη παραπομπής του σε εξέταση και του ζητήματος που αφορά την επάρκεια του συστήματος υγείας στη χώρα καταγωγής.
Αναφορικά τώρα με τους ισχυρισμούς ότι ο αιτητής διδάσκει φοιτητές, ως ορθώς και πάλι παρέπεμψε η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση στις διευκρινήσεις, στο ερ.63 – 2Χ καταγράφεται ότι ο αιτητής παρείχε υποστηρικτικά μαθήματα κατά τις διακοπές του πανεπιστημίου αλλά εξασκούσε και άλλα επαγγέλματα ως κύρια. Συνεπώς ούτε αυτό βρίσκει έρεισμα στα στοιχεία του φακέλου. Άλλωστε ουδόλως συνδέει ο αιτητής αυτό τον ισχυρισμό με οιονδήποτε κίνδυνο βίωσε στη χώρα καταγωγής.
Σχετικά τώρα με τις παρατιθέμενες εκ του αιτητή ΠΧΚ για την κατάσταση ασφαλείας στη χώρα καταγωγής σημειώνω ότι αφορούν την κατάσταση στο βορειοδυτικό Καμερούν και όχι στον τόπο διαμονής του αιτητή (Dscheng), το οποίο στη Δυτική επαρχεία της χώρας.
Σε κάθε περίπτωση απομένει η αποτίμηση της γενικής κατάστασης ασφαλείας στον τόπο διαμονής του αιτητή (Dscheng).
Σε σχέση με τις επικρατούσες συνθήκες στον τόπο διαμονής, σύμφωνα με τα στοιχεία του Armed Conflict Location & Event Data Project (ACLED), κατά τη χρονική περίοδο 18/11/23 έως 15/11/24 καταγράφηκαν 15 περιστατικά ασφαλείας στα οποία χάθηκαν 13 ανθρώπινες ζωές. Τα 15 περιστατικά έχουν κατηγοριοποιηθεί ως ακολούθως: 5 ταραχές (riots) οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα 5 ανθρώπινες απώλειες, 1 διαμαρτυρία (protests) η οποία είχε ως αποτέλεσμα 2 ανθρώπινες απώλειες, 6 περιστατικά βίας κατά πολιτών (violence against civilians) το οποίο είχε ως αποτέλεσμα 3 ανθρώπινες απώλειες, 1 μάχη (battles) οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα 3 ανθρώπινες απώλειες ενώ δεν σημειώνεται κάποια καταγραφή σε περιστατικά εκρήξεων/απομακρυσμένης βίας (explosions/remote violence).[2] H επαρχία West/Quest έχει πληθυσμό περί των 2 εκατομμυρίων κατοίκων [3]
και η πόλη Dschang έχει πληθυσμό 63,838 κατοίκων.[4]
Εκ των ως άνω στοιχείων δεν θεωρώ ότι καταδεικνύεται εδώ εύλογη πιθανότητα ο αιτητής να αντιμετωπίσει κατά την επιστροφή του στον τόπο διαμονής του κίνδυνο σοβαρής βλάβης (με την έννοια του αρ.19 (2) (γ) του Νόμου), καθότι η συχνότητα περιστατικών ασφαλείας στον τόπο διαμονής του δεν είναι τέτοιας συχνότητας και έντασης ώστε να θεωρείται ότι διατρέχει κίνδυνο εξαιτίας και μόνο της παρουσίας του στην περιοχή. Δεν μπορώ δε να εντοπίσω ιδιαίτερες περιστάσεις που επιτείνουν τον κίνδυνο ειδικώς για τον αιτητή στη βάση της «αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας» [5] (βλ. απόφαση ΔΕΕ, ημ.10/06/21, C-901/19, CF and DN), δεδομένου ότι ο ισχυρισμός του περί διώξεως του δεν έχει γίνει αποδεκτός. Άλλωστε ο αιτητής ουδέν ανέφερε στη συνέντευξη σχετικά με κίνδυνο στην πιο πάνω βάση, ούτε και στην ΕΔ ημ.20/09/23.
Έπεται ότι δεν τεκμηριώνεται βάσιμος φόβος «καταδίωξης του [αιτητή] για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων» αλλά και ότι δεν υφίστανται στην προκείμενη περίπτωση «ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη», ως αμφότερες αυτές οι έννοιες ορίζονται στα άρθρα 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 (Ν. 6(I)/2000) αντίστοιχα.
Για τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με έξοδα €1000 υπέρ των καθ’ ων η αίτηση.
Α. Χριστοφόρου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] HS (Homosexuals: Minors, Risk on Return) Iran v. Secretary of State for the Home Department | Refworld, https://www.refworld.org/jurisprudence/caselaw/gbrait/2005/en/57477
[2](βλ. Πλατφόρμα Dashboard, με στοιχεία ανάλυσης ως εξής: ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ: 18/11/23 έως 15/11/24, ΤΥΠΟΣ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ: Battles / Violence against civilians / Explosions - Remote violence/ Riots/Battles και ΠΕΡΙΟΧΗ: Western Africa – Cameroon– Quest https://acleddata.com/explorer/
[3] City Population, Western Africa – Cameroon– Quest https://www.citypopulation.de/en/cameroon/cities/
[4] City Population, Western Africa – Cameroon– Quest Dschang https://www.citypopulation.de/en/cameroon/cities/
[5] Εγχειρίδιο EASO, Άρθρο 15 στοιχείο γ) της οδηγίας για τις ελάχιστες απαιτήσεις ασύλου (2011/95/ΕΕ) Δικαστική ανάλυση, σελ.26-28, διαθέσιμο εδώ: https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/Article-15c-QD_a-judicial-analysis-EL.pdf
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο