
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθεση Αρ.: 7262/22
20 Νοεμβρίου, 2024
[ Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
M.K.N.
Αιτήτριας
ΚΑΙ
Κυπριακής Δημοκρατίας,
μέσω Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ' ων η αίτηση
........
Χ. Λοϊζίδου (κα) για Άντη Γεωργίου και Συνεργάτες, Δικηγόρος για την Αιτήτρια
Ε. Ιωάννου (κα) για Μ. Τρεμούρη (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας για τους Καθ' ων η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Η Αιτήτρια με την παρούσα προσφυγή, αξιώνει την ακύρωση της απόφασης των Καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 14/04/2022, η οποία της γνωστοποιήθηκε μέσω επιστολής ημερομηνίας 30/05/2022, και με την οποία έλαβε γνώση της απόρριψης της αίτησής της για παραχώρηση σε αυτήν καθεστώτος διεθνούς προστασίας, καθότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 3 και 19 του Περί Προσφύγων Νόμου.
ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Όπως προκύπτει από την Ένσταση που καταχωρήθηκε από την ευπαίδευτη συνήγορο που εκπροσωπεί τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και προκύπτει από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου (στο εξής αναφερόμενος ως «Δ.Φ.») της Υπηρεσίας Ασύλου που κατατέθηκε ως Τεκμήριο 1 στα πλαίσια των διευκρινήσεων της παρούσας προσφυγής, τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης έχουν ως κατωτέρω:
Η Αιτήτρια είναι υπήκοος της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό (στο εξής αναφερόμενη ως «ΛΔΚ») και υπέβαλε αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας στις 07/02/2019. Στις 04/03/2022, πραγματοποιήθηκε συνέντευξη της Αιτήτριας από λειτουργό της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης για το Άσυλο (στο εξής «EUAA»). Στις 16/03/2022, ο αρμόδιος Λειτουργός συνέταξε Έκθεση/Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με τη συνέντευξη (interview) της Αιτήτριας. Στη συνέχεια, η εξουσιοδοτημένη να ασκεί καθήκοντα Προϊστάμενου λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε την εισήγηση για απόρριψη της αίτησης για διεθνή προστασία στις 14/04/2022. Στις 30/05/2022, η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική επιστολή μαζί με την αιτιολόγηση της απόφασης της σχετικά με το αίτημα της, η οποία κοινοποιήθηκε δια χειρός στην Αιτήτρια στις 24/10/2022. Εναντίον της απορριπτικής απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, καταχωρήθηκε η υπό εξέταση προσφυγή.
ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ
Η Αιτήτρια δια μέσου του συνηγόρου της παραθέτει στο εισαγωγικό δικόγραφο της διαδικασίας πλείονες λόγους ακύρωσης χωρίς αυτοί ωστόσο να συνοδεύονται από σαφή αιτιολογία ή παραπομπή σε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά ή στοιχεία του διοικητικού φακέλου. Με την ίδια γενικότητα και αοριστία προβάλλονται και δια μέσου της γραπτής της αγόρευσης.
Από την άλλη, οι Καθ' ων η Αίτηση, μέσω της γραπτής αγόρευσης της συνηγόρου τους, υποβάλλουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι νόμιμη και ορθή, σύμφωνα με τις διατάξεις του Συντάγματος, των Νόμων και των Κανονισμών, είναι αποτέλεσμα ορθής ενάσκησης των εξουσιών τους, κατ’ εφαρμογή των αρχών του διοικητικού δικαίου, και λήφθηκε μετά από δέουσα έρευνα, αφού αξιολογήθηκαν όλα τα σχετικά γεγονότα και στοιχεία της υπόθεσης, και είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη. Ως περαιτέρω προβάλλουν, η Αιτήτρια δια της καταχωρησθείσας προσφυγής της δεν εγείρει τα νομικά σημεία σύμφωνα με τον Κανονισμό 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962. Επιπρόσθετα, η ανάπτυξη των νομικών ισχυρισμών στο πλαίσιο της γραπτής αγόρευσης της Αιτήτριας δεν ακολουθεί τον Κανονισμό 6 των περί Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019, που επιτάσσει όπως κάθε γραπτή αγόρευση χωρίζεται ευκρινώς σε ανάλογες παραγράφους, μια για κάθε νομικό σημείο, το οποίο θα αναφέρεται συνοπτικώς. Όλοι οι λόγοι ακύρωσης, οι οποίοι δεν αναπτύσσονται επαρκώς και/ή δεν συγκεκριμενοποιούνται στη γραπτή αγόρευση της Αιτήτριας, θεωρούνται νομολογιακά εγκαταλειφθέντες.
ΚΑΤΑΛΗΞΗ
Καταρχάς και σύμφωνα με πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, οι λόγοι προσφυγής που δεν αναπτύσσονται στο πλαίσιο της αγόρευσης του εκάστοτε αιτητή θεωρούνται εγκαταλειφθέντες. Το ίδιο ισχύει και με τους λόγους σε σχέση με τους οποίους δεν προβάλλεται οποιαδήποτε επιχειρηματολογία προς υποστήριξή τους (βλ. συναφώς Υπόθεση Αρ. 692/89, Level Tachexcavs Ltd v. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λευκωσίας, ημερ. 17.12.1990, (1990) 3 ΑΑΔ 4407, Α.Ε. Αρ. 2421, Kokos Athanasiou Motors Ltd v. Δημοκρατίας, ημερ. 24.1.2020 (2000) 3 ΑΑΔ 21, Υπόθεση Αρ. 1073/2004, Γεωργίας Αντωνίου κ.α. ν. Δημοκρατίας, μέσω Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, ημερ. 6.2.2007).
Υπό το φως της πιο πάνω νομολογίας, όλοι οι λόγοι προσφυγής που αναφέρονται ως τίτλοι στο πλαίσιο του δικογράφου της προσφυγής και δεν προωθούνται με τη γραπτή αγόρευση της Αιτήτριας θεωρούνται εγκαταλειφθέντες. Προχωρώντας θα συμφωνήσω με τα όσα καταγράφουν η Καθ’ων η Αίτηση δια της γραπτής τους αγόρευσης, ήτοι ότι οι λόγοι ακύρωσης που προβάλλει η Αιτήτρια δια της καταχωρισθείσας προσφυγής δεν εγείρονται σύμφωνα με τον κανονισμό 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Δικαστηρίου του 1962, ο οποίος θέτει υποχρέωση σε κάθε διάδικο δια των έγγραφων προτάσεων του να εκθέτει τα νομικά σημεία επί των οποίων στηρίζεται και συγχρόνως να τα αιτιολογεί πλήρως. Δεν εξετάζονται ζητήματα τα οποία δεν τέθηκαν επακριβώς στην προσφυγή. (βλ. Αντρέας Αζίνας v Κυπριακή Δημοκρατία ( 1999) 3 Α.Α.Δ. 508 και Κρητιώτη v Δημοκρατία (1999) 3 Α.Α.Δ. 778). Απαιτείται η αιτιολόγηση των νομικών σημείων της αίτησης ακυρώσεως για την εξέταση των λόγων ακύρωσης από το Δικαστήριο (βλ. Ζωμενή Παντελίδου v A.H.K. Υποθ. Αριθ, 108/06 ημερ. 26.7.2007). Μόνο στοιχειοθετημένοι λόγοι ακύρωσης μπορεί να παράσχουν έρεισμα στο αίτημα για την ακύρωση της διοικητικής απόφασης που προσβάλλεται. (βλ. Απόφαση ολομέλειας του Διοικητικού Δικαστηρίου, Χριστόδουλος Μιχαήλ κ.α. v Δημοκρατία Υποθ. Αρ. 107/2017 ημερ. 11/12/2017)
Συνάμα παρατηρώ ότι η ανάπτυξη των νομικών ισχυρισμών στο πλαίσιο της γραπτής αγόρευσης της Αιτήτριας δεν ακολουθεί τον κανονισμό 6 των Περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 ο οποίος επιτάσσει όπως κάθε Γραπτή Αγόρευση χωρίζεται ευκρινώς σε ανάλογες παραγράφους, μία για κάθε νομικό σημείο αλλά παρατίθεται σε ένα ενιαίο κείμενο, πρακτική μη επιθυμητή καθώς δυσχεραίνει σημαντικά τον δικαστικό έλεγχο. Για να καταστεί το θέμα επίδικο θα πρέπει να εγείρεται σύμφωνα με τις δικονομικές διατάξεις και να αποφασίζεται ύστερα από εξαντλητική επιχειρηματολογία (βλ. Μαραγκός v Δημοκρατία (2006) 3 Α.Α.Δ. 671). Στην προκειμένη περίπτωση δεν υπάρχει καν τέτοια επίκληση. Για να αποδειχθεί ότι τα πραγματικά γεγονότα της συγκεκριμένης ατομικής περίπτωσης επισύρουν τις έννομες συνέπειες του κανόνα δικαίου που κατ’ ισχυρισμό παραβιάστηκε θα πρέπει να υπάρχει, αφενός, ανάλυση των νομικών εννοιών των επίδικών διατάξεων και αφετέρου, να αξιολογούνται τα πραγματικά γεγονότα που αποδείχθηκαν σε σχέση με τον κανόνα δικαίου.
Κατόπιν των ανωτέρω, θα προχωρήσω στην εξέταση του γενικού ισχυρισμού που προβάλλει ο συνήγορος της Αιτήτριας περί έλλειψης δέουσας έρευνας, ο οποίος προβάλλεται έστω και ακροθιγώς επί του εισαγωγικού δικογράφου της προσφυγής και λαμβανομένου υπόψιν ότι σύμφωνα με τον Περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο του 2018, Ν.73(Ι)/2018, το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας έχει την εξουσία να εξετάσει την παρούσα υπόθεση επί της ουσίας. Το γεγονός αυτό οφείλεται στο ότι η παρούσα υπόθεση αφορά αίτηση που χρονικά πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 11 (2) και (3) του Περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018, Ν.73(Ι)/2018, οι οποίες δίδουν στο Δικαστήριο την υποχρέωση ελέγχου της νομιμότητας και ορθότητας της πράξης.
Έχει πλειστάκις νομολογηθεί ότι η έκταση, ο τρόπος και η διαδικασία που ακολουθείται ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης. Περαιτέρω, η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το θέμα που εξετάζεται. Το κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και τη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων τα οποία παρέχουν ασφαλές συμπέρασμα. (Βλέπε Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.α., Α.Ε. 1518/1.11.96, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου, Α.Ε. 1575/14.7.97 , Α.Ε.2371, Motorways Ltd v. Δημοκρατίας ημερ. 25/6/99).
Το Δικαστήριο στα πλαίσια ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέγει και εξετάζει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης, ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντος οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωση (βλ. απόφαση αρ. 128/2008 JAMAL KAROU V. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 1 Φεβρουαρίου, 2010).
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Αιτήτριας, όπως καταγράφονται στην Έκθεση/Εισήγηση του λειτουργού της EUAA, αλλά και όπως διαφαίνονται από τον Δ.Φ. και δεν αμφισβητούνται, η Αιτήτρια είναι υπήκοος της ΛΔΚ, με τόπο καταγωγής και τελευταίας συνήθους διαμονής την πόλη Kinshasa.
Κατά την καταγραφή της αίτησής της για διεθνή προστασία, η Αιτήτρια δήλωσε ότι εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής της λόγω αναζήτησης της ίδιας και του αδερφού της από το πολιτικό κόμμα του νέου Προέδρου (ερυθρό 1 και μετάφραση αυτού ερυθρό 15 Δ.Φ.).
Κατά τη διάρκεια της συνέντευξής της, η Αιτήτρια δήλωσε ως προς τα προσωπικά της στοιχεία ότι είναι χριστιανή (Πεντακοστιανή) στο θρήσκευμα και ομιλεί Γαλλικά και τη διάλεκτο Lingala (ερυθρά 40 και 43 Δ.Φ.). Ως περαιτέρω ανέφερε, γεννήθηκε στην πόλη Kinshasa, η οποία καθορίζεται και ως ο τελευταίος τόπος συνήθους διαμονής της. Ως προς την οικογενειακή της κατάσταση, η Αιτήτρια ανέφερε ότι έχει μια κόρη, η οποία γεννήθηκε στην Κυπριακή Δημοκρατία (ερυθρό 38/3Χ Δ.Φ.). Όσον αφορά την πατρική της οικογένεια, η Αιτήτρια ανέφερε ότι οι γονείς της απεβίωσαν, ο αδερφός της είναι φυλακή, και η μόνη που εξακολουθεί να διαμένει στη ΛΔΚ είναι η γιαγιά της (ερυθρό 39/2Χ Δ.Φ.). Αναφορικά με το εκπαιδευτικό της υπόβαθρό η Αιτήτρια ανέφερε ότι ολοκλήρωσε την πρωτοβάθμια εκπαίδευση (ερυθρό 40/5Χ Δ.Φ.), ενώ ως ανέφερε δεν εργαζόταν παρά μόνο βοηθούσε τη γιαγιά της στην τοπική αγορά μέχρι την ηλικία των 14 ετών (ερυθρό 37/3Χ Δ.Φ.).
Ως προς τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής της, κατά την ελεύθερη αφήγησή της η Αιτήτρια ανέφερε ότι με την υποψηφιότητα του νέου προέδρου επικράτησε χάος και ο αδερφός της αγνοείτο. Μια εβδομάδα μετά τη μέρα εξαφάνισης του, η σύζυγος του αδερφού της, την προέτρεψε να επιστρέψει στο σπίτι της γιαγιά της και όταν εντοπίσει τον αδερφό της θα την ενημερώσει να επιστρέψει στο σπίτι που έμεναν. Δύο μήνες αργότερα, η σύζυγος του αδερφού της επικοινώνησε μαζί της και την ενημέρωσε ότι η ίδια και τα παιδιά της ήταν στον Καναδά, και να ψάξει για κάποιο άτομο με το όνομα Frank ο οποίος θα την πάρει να δει τον αδερφό της. Επισκέφθηκαν τον αδερφό της στη φυλακή, αλλά δεν ήθελε να της εκμυστηρευτεί τον λόγο για τον οποίο φυλακίστηκε. Της είπε ότι θα πάει και η ίδια στον Καναδά να βρει τη σύζυγο του και όταν αποφυλακιστεί θα πάει και ο ίδιος να τις βρει. Όταν έφυγαν από την φυλακή, παρακάλεσε τον Frank να της πει τι συνέβη, και ενημερώθηκε ότι ο αδερφός της σκότωσε κάποιο άτομο και θα παραμείνει στη φυλακή για αρκετό καιρό (ερυθρά 33/4Χ και 32/1Χ Δ.Φ.). Σημειώνεται ότι ερωτηθείσα τι φοβάται ότι μπορεί να συμβεί σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της, η Αιτήτρια απάντησε ότι είναι επικίνδυνο να παραμείνει στη χώρα, και ότι ο αδερφός της δεν ήθελε η πράξη του να έχει οποιαδήποτε επίδραση σε αυτή. Ωστόσο, όταν ρώτησε τον Frank τι συνέβη, της είπε ότι ίσως η οικογένεια του ατόμου που σκότωσε ο αδερφός της να θέλει εκδίκηση (ερυθρό 32/2Χ Δ.Φ.). Σε διευκρινιστική ερώτηση για επιβεβαίωση των ισχυρισμών της Αιτήτριας, η Αιτήτρια διευκρίνισε ότι «υπάρχει πιθανότητα η οικογένεια του ατόμου που σκότωσε ο αδερφός της να προβεί σε εκδίκηση για το θάνατο του σκοτώνοντας την ίδια» (ερυθρό 32/3Χ Δ.Φ.).
Ο αρμόδιος λειτουργός, στην Έκθεση/Εισήγηση που ετοίμασε, εντόπισε και κατέγραψε δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς. O πρώτος αφορούσε την ταυτότητα και τη χώρα καταγωγής της Αιτήτριας. Ο δεύτερος ισχυρισμός αφορούσε το φόβο για αντίποινα από την οικογένεια του ατόμου που σκότωσε ο αδερφός της. Ο αρμόδιος λειτουργός της EUAA έκρινε αξιόπιστο τον πρώτο ουσιώδη ισχυρισμό της Αιτήτριας, καθότι έκρινε ότι τόσο η εσωτερική όσο και η εξωτερική αξιοπιστία της στοιχειοθετούνται. Συγκεκριμένα, ο αρμόδιος λειτουργός επιβεβαίωσε μέσω εξωτερικών πηγών πληροφόρησης τα όσα ανέφερε η Αιτήτρια κατά τη διάρκεια της συνέντευξής της.
Αντιθέτως, ο δεύτερος ουσιώδης ισχυρισμός δεν έγινε αποδεκτός. Ειδικότερα, σε σχέση με την εσωτερική του αξιοπιστία, ο λειτουργός διαπίστωσε ότι η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να δώσει ουσιαστικές και επαρκείς πληροφορίες αναφορικά με την κατάσταση του αδερφού της, και τους φερόμενους πιθανούς υπόπτους για αντίποινα εις βάρος της ίδιας. Ειδικότερα, δεν ήταν σε θέση να παρέχει βασικές πληροφορίες για την πράξη στην οποία προέβη ο αδερφός της, όπως είναι οι συνθήκες κάτω από τις οποίες διαπράχθηκε το φερόμενο έγκλημα, το οικογενειακό υπόβαθρο του θύματος ή την επαγγελματική του ιδιότητα. Οι δηλώσεις της κρίθηκαν γενικές και αόριστες καθώς ερωτηθείσα επί αυτού απάντησε ότι αυτή η πράξη δεν έχει οποιαδήποτε σχέση μαζί της, και ήταν καλύτερα για την ίδια να φύγει μακριά (ερυθρό 31/2Χ Δ.Φ.). Επιπρόσθετα, σημειώνεται ότι σε ερωτήσεις αν την έχει προσεγγίσει κάποιος, ή έχει δεχθεί απειλές ή παρενόχληση από άγνωστα άτομα, η Αιτήτρια απλά αναφέρθηκε σε επίσκεψη ατόμων στο σπίτι του αδερφού της πριν η σύζυγος του φύγει για Καναδά, και ότι μετά από αυτή την επίσκεψη η σύζυγος του την προέτρεψε να επιστρέψει στο σπίτι της γιαγιάς της (ερυθρό 31/3Χ Δ.Φ.). Σε σχέση με την εξωτερική της αξιοπιστία, ο λειτουργός κατέληξε ότι όσα αναφέρει η Αιτήτρια είναι το μόνο τεκμήριο των ισχυρισμών της και λόγω του προσωπικού τους χαρακτήρα δεν είναι δυνατόν να εντοπιστούν πληροφορίες σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης ώστε να διασταυρωθούν. Ως εκ τούτου, τόσο η εσωτερική όσο και η εξωτερική αξιοπιστία του εν λόγω ισχυρισμού δεν τεκμηριώθηκαν με αποτέλεσμα ο ισχυρισμός να μην γίνεται αποδεκτός.
Κατά την αξιολόγηση κινδύνου ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι με βάση τον ισχυρισμό που έγινε δεκτός, ήτοι τα προσωπικά στοιχεία της Αιτήτριας, συμπεριλαμβανομένης της χώρας καταγωγής της και του τόπου τελευταίας συνήθους διαμονής της, δεν υπάρχει εύλογη πιθανότητα η Αιτήτρια να υποστεί δίωξη ή σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της απλώς και μόνο από την παρουσία της εκεί. Σύμφωνα με τις εξωτερικές πηγές, τις οποίες επικαλέστηκε ο αρμόδιος λειτουργός, η κατάσταση ασφαλείας στην περιοχή συνήθους διαμονής της, ήτοι την πόλη Kinshasa, δεν φθάνει σε τέτοιο επίπεδο που να στοιχειοθετεί την ύπαρξη αδιάκριτης βίας. Κατά τη νομική ανάλυση, ο αρμόδιος λειτουργός κατέληξε ότι τα παρατεθέντα στοιχεία δεν εμπίπτουν στις πρόνοιες του εδαφίου (1) του άρθρου 3 του Περί Προσφύγων Νόμου, ούτε του άρθρου 1Α (2) της Συνθήκης της Γενεύης του 1951. Εξετάζοντας τη δυνατότητα να της χορηγηθεί το καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι με βάση τους ισχυρισμούς της Αιτήτριας και τις εξωτερικές πηγές πληροφόρησης, δεν εμπίπτει στις πρόνοιες των εδαφίων (1) και (2) του άρθρου 19 του Περί Προσφύγων Νόμου.
Αξιολογώντας λοιπόν τα όσα έχουν ανωτέρω αναφερθεί υπό το φως και των νομοθετημένων προνοιών και μελετώντας επισταμένως τόσο την Έκθεση/Εισήγηση του λειτουργού της EUAA όσο και τους λοιπούς ισχυρισμούς της Αιτήτριας ως αυτοί παρουσιάστηκαν τόσο κατά την διοικητική διαδικασία όσο και κατά την ενώπιόν μου δικαστική διαδικασία, καταλήγω στα εξής:
Όσον αφορά τον αποδεκτό ισχυρισμό περί των προσωπικών στοιχείων, τη χώρα καταγωγής και τον τόπο συνήθους διαμονής της Αιτήτριας, θα συμφωνήσω με το συμπέρασμα του αρμόδιου λειτουργού και θα υιοθετήσω την κατάληξη των Καθ’ ων η αίτηση.
Ομοίως, αναφορικά με τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό περί του ότι εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής της λόγω φόβου για αντίποινα από την οικογένεια του ατόμου που σκότωσε ο αδερφός της. Επιπρόσθετα, θα συμφωνήσω με την κατάληξη των Καθ’ ων η αίτηση περί της απουσίας εσωτερικής αξιοπιστίας στα λεγόμενα της Αιτήτριας.
Παρατηρώ ότι οι απαντήσεις της Αιτήτριας αναφορικά με το περιστατικό στο οποίο εμπλέκεται ο αδερφός της και είχε ως αποτέλεσμα το θάνατο ενός ατόμου, ήταν αόριστες, επιφανειακές, και γενικές, ενώ απουσίαζε η ευλογοφάνεια. Όλες οι παρατηρήσεις και τα συμπεράσματα του αρμόδιου λειτουργού ως καταγράφονται στην Έκθεση/Εισήγηση γίνονται αποδεκτά από το Δικαστήριο ως εύλογα σημεία που πλήττουν την εσωτερική αξιοπιστία των ισχυρισμών της Αιτήτριας, χωρίς οποιοδήποτε σημείο διαφοροποίησης.
Ειδικότερα, παρατηρώ ότι στην αίτηση της για διεθνή προστασία κατέγραψε ότι εγκατέλειψε τη χώρα της λόγω αναζήτησης της ίδιας και του αδερφού της από το πολιτικό κόμμα του νέου προέδρου. Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης της, πρόβαλε ως λόγο την εμπλοκή του αδερφού της σε δολοφονία ατόμου και την κατά συνέπεια φυλάκιση του, χωρίς ωστόσο, να δίνει βασικές και ουσιαστικές πληροφορίες προς τεκμηρίωση του εν λόγω ισχυρισμού. Στη συνέχεια πρόβαλε ως κίνητρο το φόβο περί πιθανής εκδίκησης της οικογένειας του θύματος με στόχο την ίδια και κίνδυνο κατά της ζωής της. Ωστόσο, από τις δηλώσεις της σε διευκρινιστικές ερωτήσεις που τέθηκαν από τον αρμόδιο λειτουργό, φαίνεται ότι ο φόβος της στηρίζεται σε προσωπικές εικασίες της Αιτήτριας και ως υποστηρίζει του ατόμου που τη βοήθησε να διαφύγει από τη χώρα. Σημειώνεται, ότι κατά τη διάρκεια της συνέντευξης, η Αιτήτρια δεν αναφέρθηκε σε πραγματικά περιστατικά ή γεγονότα που να τεκμηριώνουν τον φόβο της, παρά τις επανειλημμένες ερωτήσεις του αρμόδιου λειτουργού, ενώ σε αναφορές της ως προς τον κίνδυνο αντιποίνων που προβάλει, χρησιμοποιεί τη λέξη «ίσως» (“maybe”, ερυθρό 32/7Χ Δ.Φ.), και τη λέξη «πιθανότητα» (“possibility”, ερυθρό 32/3Χ Δ.Φ.). Συγκεκριμένα, η Αιτήτρια ανέφερε «φοβάμαι γιατί ο Frank ανέφερε ότι υπάρχει πιθανότητα η οικογένεια του ατόμου που σκότωσε ο αδερφός μου, να πάρει εκδίκηση για το θάνατο του σκοτώνοντας εμένα, για αυτό φοβάμαι να επιστρέψω και πιστεύω ότι είναι καλύτερα να μείνω μακριά» (ερυθρό 32/3Χ Δ.Φ.).
Οι εναλλαγές στην προσπάθεια τεκμηρίωσης του ουσιαστικού της ισχυρισμού, ο οποίος και αποτελεί τον πυρήνα του αιτήματός της πλήττει ανεπανόρθωτα την αξιοπιστία του εν λόγω ισχυρισμού. Ενώ αρχικά πρόβαλε δίωξη της ίδιας και του αδερφού της από το πολιτικό κόμμα του προέδρου, στη συνέχεια πρόβαλε την εμπλοκή του αδερφού της σε δολοφονία, και την κατά συνέπεια φυλάκιση του, χωρίς ωστόσο να είναι σε θέση να δώσει επαρκείς πληροφορίες ή να συνδέσει τον λόγο που κατέγραψε στην αίτηση της με τον λόγο που πρόβαλε κατά τη διάρκεια της συνέντευξης. Διαπιστώνω ότι η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να επεξηγήσει με σαφήνεια, ευλογοφάνεια και ειλικρίνεια την γενεσιουργό αιτία του φόβου της ο οποίος είναι ο ουσιαστικός λόγος που στην συνέχεια την ώθησε να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής της.
Εξ όσων η Αιτήτρια ανέφερε τόσο κατά τη διοικητική, όσο και κατά την παρούσα δικαστική διαδικασία, παρατηρώ ότι δεν προκύπτει ένα σαφές και συνεκτικό αφήγημα το οποίο να στοιχειοθετεί με συμπαγή τρόπο τον πιθανό κίνδυνο ή τον φόβο της Αιτήτριας ως προς τους λόγους για τους οποίους έφυγε από τη χώρα καταγωγής της. Συνεπώς, ορθά ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε στην Έκθεση/Εισήγηση ότι δεν τεκμηριώθηκε η εσωτερική αξιοπιστία του εν λόγω ισχυρισμού.
Σημειώνεται ότι ο όρος «αξιοπιστία» δεν ορίζεται από το Κοινό Ευρωπαϊκό Σύστημα Ασύλου. Η χρήση του όρου, από το άρθρο 4 παράγραφος 5 στοιχείο (ε) της οδηγίας 2011/95/EE αναφέρεται στη γενική αξιοπιστία ενός αιτούντος, αλλά αυτό είναι στο πλαίσιο ενός συγκεκριμένου κανόνα που διέπει τη μη επιβεβαίωση πτυχών των δηλώσεων του αιτούντος. Ως εκ τούτου, η αξιολόγηση της αξιοπιστίας αφορά τη διαδικασία έρευνας για το εάν το σύνολο ή μέρος των δηλώσεων του αιτούντος ή άλλα αποδεικτικά στοιχεία που υποβλήθηκαν από αυτόν σχετικά με τα ουσιαστικά γεγονότα (material facts) μπορεί να γίνουν δεκτά προκειμένου να διαπιστωθεί εάν ο Αιτητής εμπίπτει στις προϋποθέσεις παραχώρησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας.
Αυτή η αξιολόγηση μπορεί να περιλαμβάνει την επαλήθευση εάν οι δηλώσεις του αιτούντος είναι συνεπείς, επαρκώς λεπτομερείς, εύλογες και συμβατές με τα έγγραφά του, τις πηγές πληροφόρησης και κάθε άλλο αποδεικτικό στοιχείο που αποκτήθηκε. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η αξιολόγηση της αξιοπιστίας δεν σημαίνει ότι σε όλες τις περιπτώσεις ο υπεύθυνος λήψης αποφάσεων θα προβεί σε επαλήθευση και θα καταλήξει με απόλυτη βεβαιότητα αναφορικά με την αλήθεια των δηλώσεων του αιτούντος. Η Ύπατη Αρμοστεία έχει ορίσει την αξιοπιστία ως εξής: «Ο αιτών άσυλο κρίνεται αξιόπιστος, όταν έχει προβάλει ισχυρισμούς που παρουσιάζουν συνοχή και είναι εύλογοι, που δεν είναι αντιφατικοί με τα κοινά τοις πάσι γεγονότα και κατά συνέπεια μπορεί να οδηγήσουν τον υπεύθυνο της συνέντευξης στη δημιουργία πεποίθησης για το βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης που εκφράζει.». Η ως άνω προσέγγιση υιοθετήθηκε και από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην Υπόθεση JK και Others v Sweden, αριθμός αίτησης 59166/12, Παρ. 53.
Στο εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», αναφέρεται στην σελίδα 98, παράγραφος 4.5.3 ότι σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να γίνεται μια αντικειμενική και ισορροπημένη στάθμιση του κατά πόσον οι ισχυρισμοί του αιτητή αντικατοπτρίζουν αυτό που θα ήταν εύλογα αναμενόμενο από κάποιον με τις περιστάσεις του ο οποίος εκφράζει δια τούτων μια αληθινή προσωπική εμπειρία («Σε κάθε περίπτωση, απαιτείται ισορροπημένη και αντικειμενική αξιολόγηση του αν η αφήγηση του αιτούντος αντικατοπτρίζει την αφήγηση που αναμένεται από ένα πρόσωπο στην κατάσταση του αιτούντος το οποίο αφηγείται μια πραγματική προσωπική εμπειρία.»). Περαιτέρω, στην προηγούμενη σελίδα του εγχειριδίου, αναφέρεται ότι είναι γενικά εύλογο να αναμένεται ότι αίτημα θα πρέπει να παρουσιάζεται τεκμηριωμένα και με επαρκείς λεπτομέρειες αλλιώς οι ελλείψεις αυτές στις λεπτομέρειες μπορεί να συνιστούν έλλειψη σχετικών στοιχείων («Η μη επαρκής παροχή λεπτομερειών μπορεί επίσης να ισοδυναμεί με αυτό που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 5 στοιχείο β) της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση) ως έλλειψη «λυσιτελών στοιχείων». »).
Ο βασικός λόγος για τον οποίο δεν έγινε δεκτό το αίτημα της Αιτήτριας περί φόβου δίωξής της από την οικογένεια του ατόμου που κατ’ ισχυρισμόν σκότωσε ο αδερφός της ήταν το γεγονός ότι ο φόβος στηριζόταν σε εικασίες και όχι σε γεγονότα, με συνέπεια τη μη απόδειξης της αληθοφάνειας των βασικών ισχυρισμών της και του κλονισμού της αξιοπιστίας της, λόγω ουσιωδών ελλείψεων και αδυναμιών οι οποίες εντοπίστηκαν στην συνέντευξη που έδωσε. Αυτό δε το εμπόδιο αναγνωρίζεται ρητά ως ένα από τα κωλύματα στην έγκριση αιτήματος ασύλου, από τις πρόνοιες του Εγχειριδίου (Βλ. απόφαση Ανωτάτου Δικαστηρίου EDWARD ESKANDAZ ν. ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ κ.α., Υπόθεση Αρ. 1673/2010, 4/7/2013).
Τονίζεται παράλληλα ότι σύμφωνα με το άρθρο 16 του Περί Προσφύγων Νόμου (Ν.6(1)/2000), αρχικά το βάρος απόδειξης το φέρει ο αιτητής ο οποίος υποχρεούται να υποστηρίξει την αίτησή του με όλα τα έγραφα και στοιχεία που έχει στην κατοχή του, αλλά και γενικότερα να βοηθήσει την Υπηρεσία Ασύλου με τον καλύτερο τρόπο να διαπιστώσει τα γεγονότα της υπόθεσης του. Ως έχει νομολογηθεί, ο αιτητής πρέπει να καταβάλει ειλικρινή προσπάθεια να θεμελιώσει την αφήγησή του, ότι δηλαδή υπήρξε θύμα δίωξης ή σοβαρής βλάβης στην χώρα καταγωγής του, ώστε να πληροί της προϋποθέσεις υπαγωγής του σε καθεστώς Διεθνούς Προστασίας. (βλ. WILLIAM CRISANTHA MAL FRANCIS KARUNARATHNA ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ κ.α, Υπόθεση Αρ. 1875/2008, 1 Μαρτίου 2010).
Βεβαίως ο αιτητής δεν είναι υποχρεωμένος να προσκομίσει για την απόδειξη των ισχυρισμών του, τυπικά αποδεικτικά στοιχεία, αυτό όμως δεν αίρει την υποχρέωσή του να επικαλεσθεί με λεπτομέρεια, σαφήνεια και αληθοφάνεια συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά. Ναι μεν τα αρμόδια όργανα της Διοίκησης οφείλουν να προβούν σε ενδελεχή εξέταση των προβαλλόμενων από τον αιτητή ουσιωδών ισχυρισμών και να αιτιολογήσουν πλήρως και ειδικώς την τυχόν απορριπτική του αιτήματος απόφασή τους, όμως στην περίπτωση που δεν έχουν προβληθεί κατά τη διαδικασία ενώπιον της Διοίκησης, ουσιώδεις, υπό την ανωτέρω έννοια, ισχυρισμοί, αλλά γενικοί, αόριστοι ή προδήλως αβάσιμοι ισχυρισμοί ή έχει γίνει μεν επίκληση συγκεκριμένων περιστατικών, τα οποία, ωστόσο, δεν στοιχειοθετούν λόγους υπαγωγής στο προστατευτικό καθεστώς της Σύμβασης της Γενεύης, δεν απαιτείται ειδικότερη αιτιολογία για την απόρριψη του αιτήματος παροχής ασύλου.
Συναφώς, επισημαίνεται ότι ούτε μπορεί να αναγνωριστεί στην Αιτήτρια «το ευεργέτημα της αμφιβολίας»[1], όπως αυτό καθορίζεται στην παράγραφο 204 του Εγχειριδίου, για τις διαδικασίες και τα κριτήρια καθορισμού του καθεστώτος των προσφύγων. Το ευεργέτημα της αμφιβολίας δίδεται μόνο εκεί όπου ο αιτητής έχει υποβάλει όλα τα διαθέσιμα σε αυτόν στοιχεία σε σχέση με την αίτησή του/ης, τα οποία έχουν ελεγχθεί και, ο αρμόδιος λειτουργός ή/και ο Προϊστάμενος ικανοποιούνται ότι είναι γενικά αξιόπιστος/η[2]. Εν προκειμένω, η Αιτήτρια δεν τεκμηρίωσε είτε στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας είτε της παρούσας διαδικασίας οποιοδήποτε ειδικό ισχυρισμό περί δίωξης. Όπως έχει εξάλλου νομολογηθεί, κρίση επί της αξιοπιστίας αιτητή και έγερση κωλύματος έγκρισης αίτησης για το λόγο της αναξιοπιστίας ως προς τα προβαλλόμενα από τον αιτητή/τρια είναι επιτρεπτή (Βλ. σχετικά απόφαση στην υπόθεση Amiri v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων κ.ά. (2009) 3 ΑΑΔ 358, καθώς και την απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση Khalil v. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 466/2010, 28.9.2012).
Πέραν τούτου, διαπιστώνω ότι κατά το στάδιο της διοικητικής διαδικασίας υποβλήθηκαν στην Αιτήτρια ανοικτής φύσεως ερωτήματα, τα οποία είχε τη δυνατότητα να απαντήσει. Ο αρμόδιος λειτουργός έκανε επαρκείς ερωτήσεις για να καλύψει τόσο τον πυρήνα του αιτήματος, όσο και τα επιμέρους θέματα, ακολουθώντας την ορθή διερευνητική διαδικασία και επιπρόσθετα συνεργάστηκε με τον αιτούντα κατά το στάδιο προσδιορισμού των συναφών στοιχείων της αιτήσεως αυτής[3]. Ο αρμόδιος λειτουργός προέβη σε εκτενή ανάλυση εκάστου ουσιώδους ισχυρισμού της Αιτήτριας ώστε να αξιολογήσει τον πιθανό κίνδυνο που θα διατρέξει σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της, προβαίνοντας παράλληλα σε έρευνα και αντιστοίχισή τους με διαθέσιμες εξωτερικές πηγές πληροφόρησης αναφορικά με τη χώρα καταγωγής της ως προνοείται στο άρθρο 18(3)(α) του περί Προσφύγων Νόμου.
Παράλληλα οι Καθ' ων η αίτηση αξιολόγησαν επαρκώς και δεόντως τις δηλώσεις και τα έγραφα που παρέθεσε η Αιτήτρια συνεκτιμώντας την ατομική κατάσταση και τις προσωπικές της περιστάσεις (άρθρο 13 Α (9) του Περί Προσφύγων Νόμου 2000 (6(I)/2000). Επί των όσων ανέφερε η Αιτήτρια εύλογα παρατηρούνται ασυνέπειες και ανακολουθίες στα λεγόμενα της που άπτονται των ουσιωδών πραγματικών περιστατικών και οδηγούν σε σαφές και βέβαιο συμπέρασμα ότι τα αποδεικτικά στοιχεία του αιτούντος στερούνται εσωτερικής αξιοπιστίας.
Εξάλλου ούτε από άλλα έγγραφα που υπάρχουν στον φάκελο της υπόθεσης, σε συνδυασμό με όσα εξέθεσε η Αιτήτρια τόσο ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου όσο και ενώπιον του Δικαστηρίου δια μέσου του συνηγόρου του προκύπτουν κρίσιμα στοιχεία και περιστατικά που να θεμελιώνουν «σοβαρούς λόγους» οι οποίοι να οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η Αιτήτρια μπορεί εύλογα να φοβάται, υπό το πρίσμα της ατομικής της κατάστασης, ότι πράγματι θα υπόκειται σε πράξεις δίωξης[4] από την οικογένεια του ατόμου που σκότωσε ο αδερφός της, αλλά ούτε προκύπτει ότι θα υποστεί πράξεις οι οποίες να είναι αρκετά σοβαρές από τη φύση τους ή από την επανάληψη ώστε να αποτελούν σοβαρή παραβίαση των βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων ή συσσώρευση μέτρων επαρκώς σοβαρών που επηρεάζουν ένα άτομο με παρόμοιο τρόπο.[5]
Σε ό,τι αφορά την πιθανότητα να υποστεί η Αιτήτρια δίωξη, το στοιχείο του «βάσιμου» στον ορισμό του πρόσφυγα είναι κυρίως ζήτημα πραγματολογικής εκτίμησης κινδύνου. Στην εκτίμηση αυτή, λαμβάνεται υπόψη η ατομική κατάσταση του αιτητή, όπως επίσης και πληροφορίες όσον αφορά τη γενική κατάσταση στη χώρα καταγωγής. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η αξιολόγηση επικεντρώνεται αρχικά στο κατά πόσον ένας τέτοιος φόβος είναι βάσιμος κατά τον χρόνο λήψης της απόφασης επί της αίτησης διεθνούς προστασίας, δηλαδή ο βάσιμος φόβος του αιτητή πρέπει να είναι τρέχων, και κατά δεύτερον, ο «βάσιμος φόβος» βασίζεται στην εκτίμηση του κινδύνου, η οποία είναι μελλοντοστραφής (άρθρο 4 παράγραφος 3 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ).
Σε έρευνα του παρόντος Δικαστηρίου σχετικά με τους ως άνω ισχυρισμούς της Αιτήτριας, το Δικαστήριο καταλήγει στο ότι ένεκα του προσωπικού χαρακτήρα των ισχυρισμών της Αιτήτριας δεν είναι δυνατή η άντληση πληροφοριών αναφορικά με αυτούς. Για λόγους πληρότητας όμως, το Δικαστήριο προέβη σε έρευνα σε πληροφορίες από τη χώρα καταγωγής της Αιτήτριας, λαμβανομένου υπόψιν ότι το παρόν δικαστήριο έχει πρόσβαση σε ακριβείς και επικαιροποιημένες πληροφορίες από διάφορες πηγές σχετικά με τη γενική κατάσταση που επικρατεί στις χώρες καταγωγής και διέλευσης κατά τον χρόνο λήψης της απόφασής του [βλ. άρθρο 10 παράγραφος 4 της Οδηγία 2013/32/ΕΕ (αναδιατύπωση)]. Καθώς η κατ’ ισχυρισμό δίωξη της Αιτήτριας από την οικογένεια του ατόμου που κατ’ ισχυρισμόν σκότωσε ο αδερφός της, αποτελεί εν γένει ισχυρισμό ιδιωτικής φύσης, η έρευνα του Δικαστηρίου περιορίστηκε στη δυνατότητα παροχής κρατικής προστασίας στην Αιτήτρια από την κατ’ ισχυρισμό απειλή κατά της ζωής της. Επιπρόσθετα, λαμβάνοντας υπόψιν τα προσωπικά στοιχεία της Αιτήτριας, και ειδικότερα το γεγονός ότι είναι γυναίκα, ανύπαντρη, μητέρα ενός ανήλικου τέκνου, το Δικαστήριο προέβη σε έρευνα αναφορικά με τις συνθήκες διαβίωσης των γυναικών, μονογονέων στη ΛΔΚ.
Όπως καθορίζεται στο άρθρο 14 του Συντάγματος της ΛΔΚ
«[οι] δημόσιες αρχές στοχεύουν στην εξάλειψη όλων των μορφών διακρίσεων κατά των γυναικών και στην εξασφάλιση της προστασίας και προώθησης των δικαιωμάτων τους».[6]
Ωστόσο, σύμφωνα με έκθεση (2023) του Υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ (U.S. Department of State) αναφορικά με τα ανθρώπινα δικαιώματα στη ΛΔΚ, παρά το ότι το σύνταγμα απαγόρευε τις διακρίσεις λόγω φύλου, ο νόμος δεν παρείχε στις γυναίκες τα ίδια δικαιώματα με τους άνδρες. Ο νόμος επέτρεπε στις γυναίκες να συμμετέχουν σε οικονομικούς τομείς χωρίς απαραίτητη την έγκριση από άντρες συγγενείς, παρείχε πρόνοιες για τη μητρότητα, απαγόρευε τις ανισότητες που συνδέονται με το έθιμο της προίκας, και καθόριζε πρόστιμο και ποινές για όσους κάνουν διακρίσεις ή ασκούν βία λόγω φύλου. Ωστόσο, η κυβέρνηση δεν εφάρμοσε αποτελεσματικά τον νόμο. Οι γυναίκες βίωσαν οικονομικές διακρίσεις και νομικούς περιορισμούς όσον αφορά την απασχόληση, συμπεριλαμβανομένων περιορισμών σε επαγγέλματα που θεωρούνται επικίνδυνα, χωρίς ωστόσο περιορισμούς στις ώρες εργασίας τους. Σύμφωνα με τη Διεθνή Οργάνωση Εργασίας (International Labor Organization, ILO), οι γυναίκες συχνά λάμβαναν χαμηλότερες αμοιβές από τους άντρες που έκαναν την ίδια δουλειά στον ιδιωτικό τομέα, και σπάνια κατείχαν θέσεις εξουσίας ή υψηλής ευθύνης.[7]
Σύμφωνα με έκθεση (2024) της EUAA η οποία αποτελεί απάντηση σε σχετικό ερώτημα (COI Query) αναφορικά με την κατάσταση των γυναικών με παιδιά εκτός γάμου, οι διαθέσιμες πληροφορίες ήταν αρκετά περιορισμένες, ωστόσο εντοπίστηκαν φαινόμενα στιγματισμού, δυσμενών διακρίσεων και ευαλωτότητας της συγκεκριμένης ομάδας γυναικών.[8] Παρόλα αυτά, σύμφωνα με την ίδια έκθεση, τον Νοέμβριο του 2023 η κυβέρνηση της ΛΔΚ ανακοίνωσε την έναρξη δωρεάν φροντίδας της μητρότητας (free maternity care) σε 13 από τις 26 περιφέρειες της χώρας μέχρι το τέλος του έτους[9], πληροφορία η οποία επιβεβαιώνεται και από την ιστοσελίδα του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ (World Economic Forum), όπου γίνεται αναφορά στο συγκεκριμένο σχέδιο το οποίο στηρίζεται από την Παγκόσμια Τράπεζα (World Bank).[10]
Παράλληλα, σύμφωνα με έκθεση (2022) του Υπουργείου Μετανάστευσης και Ενσωμάτωσης (Ministry of Immigration and Integration) της Δανίας, για τις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες για τις γυναίκες στην Kinshasa, το πλαίσιο εργασίας έχει εξελιχθεί, με νόμους κατά των διακρίσεων να θεσπίζονται το 2017. Ωστόσο, η Κυβέρνηση δεν έχει επαρκώς επιβάλει την εφαρμογή της νομοθεσίας με αποτέλεσμα οι γυναίκες να αντιμετωπίζουν δυσκολίες κατά την ανεύρεση εργασίας ενώ λαμβάνουν χαμηλότερες απολαβές από τους άντρες συναδέλφους τους. Παράλληλα, τα περιστατικά σεξουαλικής παρενόχλησης στο χώρο εργασίας συνεχίζουν να είναι συχνά. [11] Η πλειοψηφία των γυναικών στην Kinshasa απασχολείται άτυπα με μικροαγορές στο εμπόριο, στα χωράφια ή στις φάρμες. Τα υψηλά ποσοστά αναλφαβητισμού και φτώχειας είχαν ως αποτέλεσμα οι γυναίκες να ανοίγουν μικρούς πάγκους στην αγορά ή μπροστά στα σπίτια τους. Οι ημερήσιες τους απολαβές ξοδεύονται την ίδια μέρα.[12] Επιπρόσθετα, οι ανύπαντρες γυναίκες στην Kinshasa συχνά βρίσκονται σε πιο ευάλωτη θέση, γι' αυτό πολλές γυναίκες, από υπεύθυνες/επικεφαλείς του νοικοκυριού, προσποιούνται ότι είναι παντρεμένες σε μια προσπάθεια να αποφύγουν τον στιγματισμό και να μειώσουν την ευαλωτότητα.[13]
Τέλος, σύμφωνα με έκθεση (2023) του Υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ (U.S. Department of State) αναφορικά με τα ανθρώπινα δικαιώματα στη ΛΔΚ, η νομοθεσία έχει πρόνοιες για ένα ανεξάρτητο δικαστικό σώμα∙ ωστόσο, η κυβέρνηση γενικά δεν σέβεται τη δικαστική ανεξαρτησία και αμεροληψία. Κυβερνητικά στελέχη και άλλα άτομα με επιρροή συχνά επιβάλλονται σε δικαστές, εισαγγελείς ή συνηγόρους υπεράσπισης.[14] Επιπρόσθετα, σύμφωνα με την ίδια έκθεση, το σύνταγμα προέβλεπε το δικαίωμα σε δίκαιη και δημόσια δίκη, αλλά η δικαστική εξουσία γενικά δεν τηρούσε αυτό το δικαίωμα. Αναμένετο από τις αρχές να ενημερώνουν τους κατηγορούμενους έγκαιρα και λεπτομερώς για τις κατηγορίες εναντίον τους, με δωρεάν διερμηνεία όπου χρειαζόταν, αλλά αυτό δεν συνέβαινε πάντα. Οι κατηγορούμενοι είχαν το δικαίωμα σε δίκη εντός 15 ημερών από την κατηγορία, αλλά οι δικαστές μπορούσαν να παρατείνουν αυτή την περίοδο σε 45 ημέρες κατ' ανώτατο όριο. Οι αρχές, ωστόσο, μόνο περιστασιακά τηρούσαν αυτή την πρόνοια.[15]
Με βάση τα ανωτέρω στοιχεία, μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η ικανότητα του κράτους να στηρίξει και να προστατεύσει τις γυναίκες, και ιδιαίτερα τις ελεύθερες, μητέρες ανηλίκων, είναι περιορισμένη∙ ωστόσο, ως διαφαίνεται γίνονται προσπάθειες μέσα από το κράτος με τη στήριξη διεθνών οργανισμών, όπως για παράδειγμα το πρόγραμμα δωρεάν φροντίδας της μητρότητας, για βελτίωση της κατάστασης. Ομοίως περιορισμένη κρίνεται η ικανότητα του κράτους να παρέχει προστασία παρά τις πρόνοιες στην εθνική νομοθεσία και τα διαβήματα προς βελτίωση της κατάστασης. Ωστόσο, διαπιστώνω ότι η Αιτήτρια ουδέποτε απευθύνθηκε στις αρχές της χώρας της για προστασία. Γενικότερα φρονώ από τα ενώπιον μου στοιχεία και τις αναφορές της Αιτήτριας ότι η ίδια δεν προχώρησε σε οποιαδήποτε ενέργεια προς περαιτέρω ενημέρωση της αναφορικά με το περιστατικό στο οποίο κατ’ ισχυρισμόν ενεπλάκη ο αδερφός της και το οποίο είχε ως αποτέλεσμα το θάνατο ενός ατόμου. Επιπλέον, δεν προέβη σε οποιαδήποτε ενέργεια για προστασία της από τον κατ’ ισχυρισμόν κίνδυνο τον οποίο διατρέχει από την οικογένεια του ατόμου που σκότωσε ο αδερφός της. Υπενθυμίζω, ότι σύμφωνα με τις δηλώσεις της κατά τη διάρκεια της συνέντευξης της ο φόβος της στηρίζεται σε εικασίες και υποθέσεις τόσο δικές της όσο και του ατόμου που την παρότρυνε να εγκαταλείψει τη χώρα της, χωρίς καμία αναφορά και προβολή πραγματικών περιστατικών και γεγονότων που να υποθάλπουν το αίσθημα του φόβου. Το βάρος παραμένει στην Αιτήτρια να αποδείξει γιατί το κράτος δεν είναι πρόθυμο και ικανό να της παρέχει αποτελεσματική προστασία, στοιχείο το οποίο δεν προκύπτει από τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης καθότι η ίδια δεν αναζήτησε προστασία από τις αρμόδιες αρχές της χώρας της.
Συνεπακόλουθα και λαμβανόμενου υπόψιν ότι ορθώς η εσωτερική αξιοπιστία των ουσιωδών πραγματικών περιστατικών στην περίπτωση της Αιτήτριας δεν έγινε αποδεκτή, το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν στοιχειοθετείται το στοιχείο του βάσιμου φόβου δίωξης στην περίπτωσή της. Συνεπώς, οι ισχυρισμοί της Αιτήτριας που ορθώς έγιναν αποδεκτοί από τον αρμόδιο λειτουργό, ήτοι τα προσωπικά στοιχεία και ο τόπος συνήθους διαμονής της, δεν σχετίζονται με τους λόγους που προβλέπονται από τη Σύμβαση της Γενεύης του 1951 (δίωξη λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, συμμετοχής σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα ή πολιτικών πεποιθήσεων) και δεν αποτελούν βάση για την αναγνώριση ενός προσώπου ως πρόσφυγα. Ούτε προκύπτει ότι η βλάβη που επικαλείται είναι αρκούντως σοβαρή λόγω της φύσης ή της επανάληψης των επαπειλούμενων περιστατικών, ώστε να συνιστά σοβαρή παραβίαση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων (βλ. άρθρο 3Γ Περί Προσφύγων Νόμου).
Από το περιεχόμενο του Διοικητικού φακέλου και τα ως άνω αναφερθέντα δεν συντρέχει καμία από τις ως άνω βασικές προϋποθέσεις του Περί Προσφύγων Νόμου ώστε να αναγνωριστεί στο πρόσωπο της Αιτήτριας το καθεστώς του Πρόσφυγα σύμφωνα με το άρθρο 3 του ιδίου Νόμου. Από τα όσα επικαλείται η Αιτήτρια δεν πιθανολογείται ευλόγως ότι θα στοχοποιηθεί σε περίπτωση επιστροφής της στην χώρα καταγωγής της και θα κινδυνεύσει με δίωξη, όπως αυτή ορίζεται στα άρθρα 1 Α παρ. 2 της Σύμβασης της Γενεύης και 9 της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ (αναδιατύπωση). Ούτε η πιθανολογούμενη δίωξη που επικαλείται εμπίπτει στην έννοια του πρόσφυγα όπως ορίζεται στα άρθρα 1 Α παρ. 2 της Σύμβασης της Γενεύης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων. Περαιτέρω, οι πιθανολογούμενες βλάβες από τις οποίες θα κινδυνεύσει η Αιτήτρια δεν αφορούν στη διακινδύνευση της ζωής, της σωματικής ακεραιότητας, της προσωπικής ελευθερίας και της αξιοπρέπειάς της, δηλαδή δεν συνιστούν πράξεις «δίωξης», κατά την έννοια του νόμου. Τέλος, δεν αποδεικνύεται η ύπαρξη υπευθύνου δίωξης ή σοβαρής βλάβης.
Από το περιεχόμενο του Διοικητικού φακέλου και τα ως άνω αναφερθέντα το Δικαστήριο καταλήγει ότι δεν προκύπτει στην περίπτωση της Αιτήτριας οποιοσδήποτε βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης στη χώρα καταγωγής της για κάποιον από τους πέντε (5) λόγους που εξαντλητικά αναφέρονται στο άρθρο 3 (1) του περί Προσφύγων Νόμου, αφού η Υπηρεσία Ασύλου στην Έκθεση/Εισήγηση, αξιολόγησε κάθε ισχυρισμό της και για τους λόγους που εκτενώς καταγράφηκαν στην εισήγησή της, εύλογα κατέληξε στο συμπέρασμα, ότι η Αιτήτρια δεν θα υποστεί δίωξη σε περίπτωση επιστροφής της στην χώρα καταγωγής της, υπό την έννοια του άρθρου 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου.
Ούτε στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας η Αιτήτρια ήταν σε θέση να τεκμηριώσει βάσιμο φόβο δίωξης στη βάση των ισχυρισμών της περί κινδύνου από την οικογένεια του ατόμου που σκότωσε ο αδερφός της, ανατρέποντας στην ουσία τα συμπεράσματα των Καθ' ων η αίτηση, έστω και χωρίς να προσκομίσει τυπικά αποδεικτικά στοιχεία, επικαλούμενη συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που να της προκαλούν κατά τρόπο αντικειμενικώς αιτιολογημένο, φόβο δίωξης στη χώρα της για έναν από τους λόγους που αναφέρει το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου (Βλ. επίσης νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, αποφάσεις αρ. 1093/2008, 817/2009 και 459/2010).
Επιπρόσθετα, ούτε στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας εμπίπτει η Αιτήτρια, το οποίο δίδεται όταν ο αιτητής πρόκειται να αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα ιθαγένειας του. Για τη διαπίστωση αυτού του πραγματικού κινδύνου θα πρέπει να υπάρχουν, όπως ρητά προνοεί το άρθρο 19(1), «ουσιώδεις λόγοι». Περαιτέρω, σοβαρή βλάβη ή σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη κατά το εδάφιο (2) του άρθρου 19, σημαίνει κίνδυνο αντιμετώπισης θανατικής ποινής, βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας, παραβίασης ανθρωπίνου δικαιώματος, τόσο κατάφωρης ώστε να ενεργοποιούνται οι διεθνείς υποχρεώσεις της Δημοκρατίας ή να υπάρχει απειλή κατά της ζωής, της ασφάλειας ή της ελευθερίας ως αποτέλεσμα άσκησης αδιάκριτης βίας λόγω συνθηκών ένοπλής σύγκρουσης ή συστηματικών και γενικευμένων παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Ως προς τους παράγοντες που δύνανται να ληφθούν υπόψιν ως προς την αξιολόγηση του συστατικού στοιχείου της αδιάκριτης βίας, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: το ΔΕΕ) επεσήμανε σε πρόσφατη απόφασή του ότι συνιστούν «[.]μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 (βλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C‑285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών.» (ΔΕΕ, C-901/19,ημερομηνίας 10/06/2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland, σκέψη 43).
Περαιτέρω, ως προς τον προσδιορισμό του επιπέδου της ασκούμενης αδιάκριτης βίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: το ΕΔΔΑ) στην απόφασή του Sufi and Elmi (ΕΔΔΑ, απόφαση επί των προσφυγών 8319/07και 11449/07, ημερομηνίας 29/11/2011), αξιολόγησε, διευκρινίζοντας ότι δεν κατονομάζονται εξαντλητικά, τη χρήση μεθόδων και τακτικών πολέμου εκ μέρους των εμπόλεμων πλευρών οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο αμάχων θυμάτων ή ευθέως στοχοποιούν αμάχους, εάν η χρήση αυτών είναι διαδεδομένη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, και, τελικά, τον αριθμό των αμάχων που έχουν θανατωθεί, τραυματιστεί και εκτοπιστεί ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης.
Όπως διευκρίνισε το ΔΕΕ «ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως η χαρακτηρίζουσα βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές, οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας» (Βλ. απόφαση στην C-465/07, Meki Elgafaji, Noor Elgafaji – Staatssecretaris van Justitie, ημερομηνίας 17/12/2009). Ιδίως ως προς την εφαρμογή της αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας, το ΔΕΕ στην ως άνω απόφαση διευκρίνισε ότι «όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας».
Σύμφωνα με τα όσα η Αιτήτρια δήλωσε, ο τόπος που αναμένεται να επιστρέψει είναι η πόλη Kinshasa, όπου διέμενε πριν την αναχώρησή της από τη χώρα καταγωγής της. Λαμβάνοντας υπόψιν την κατάσταση ασφαλείας τόσο στη χώρα καταγωγής της όσο και στον τόπο τελευταίας διαμονής της, παρατηρώ τα ακόλουθα:
Σύμφωνα με τη διαδικτυακή πύλη RULAC «Η Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (ΛΔΚ) εμπλέκεται σε πολλές μη διεθνείς ένοπλες συγκρούσεις (NIAC) εντός των εδαφών της εναντίον αριθμού ενόπλων ομάδων στις περιοχές Ituri, Kasai και Kivu»,[16] σημειώνεται ωστόσο, ότι δεν αναφέρεται η δραστηριοποίηση ενεργών, μη κρατικών, ένοπλων ομάδων στην Kinshasa. Επιπρόσθετα, Έκθεση (2023) της Διεθνούς Αμνηστίας για τη ΛΔΚ αναφέρει ότι δεκάδες ένοπλες ομάδες παρέμειναν ενεργές, κυρίως στις ανατολικές επαρχίες Ituri, Nord-Kivu και Sud-Kivu.[17]
Προχωρώντας στην αξιολόγηση της κατάστασης ασφαλείας στην περιοχή τελευταίας συνήθους διαμονής της Αιτήτριας, ήτοι η πόλη Kinshasa, σύμφωνα με τη βάση δεδομένων ACLED, κατά την χρονική περίοδο 13/11/2023 – 13/11/2024 στη συγκεκριμένη περιοχή καταγράφηκαν 95 περιστατικά ασφαλείας τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα 153 ανθρώπινες απώλειες. Ειδικότερα, τα 95 περιστατικά έχουν κατηγοριοποιηθεί ως ακολούθως: 10 περιστατικά βίας κατά πολιτών (violence against civilians) τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα 17 ανθρώπινες απώλειες, 29 ταραχές (riots) οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα 131 ανθρώπινες απώλειες, 4 μάχες (battles) οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα 5 απώλειες σε ανθρώπινες ζωές, και 52 διαμαρτυρίες (protests).[18] Σημειώνεται, ότι ο πληθυσμός της πόλης Κinshasa ανέρχεται στα 17,032,300 (2024).[19]
Στη βάση των ανωτέρω πληροφοριών, καταλήγω ότι δεν καταδεικνύεται εύλογη πιθανότητα η Αιτήτρια να αντιμετωπίσει κίνδυνο σοβαρής βλάβης καθότι τα περιστατικά ασφαλείας στην περιοχή όπου διέμενε και στην οποία εύλογα αναμένεται να επιστρέψει, δεν είναι τέτοιας συχνότητας ή έντασης ώστε να διατρέχει κίνδυνο εξαιτίας και μόνο της παρουσίας της στην περιοχή. Περαιτέρω, δεν υφίστανται ιδιαίτερες περιστάσεις που θα μπορούσαν να επιτείνουν τον κίνδυνο που πιθανό να διατρέξει η Αιτήτρια ειδικά σε σύγκριση με τον γενικό πληθυσμό της περιοχής, στη βάση της «αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας» και λαμβανομένης υπόψη της φύσεως των περιστατικών που καταγράφηκαν, ως εκτίθενται πιο πάνω (βλ. και ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας 10.6.2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland).
Με βάση το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου και αφού εξέτασα, τόσο τη νομιμότητα, όσο και την ουσία της παρούσης, καταλήγω ότι το αίτημα της Αιτήτριας εξετάστηκε επιμελώς σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και εύλογα η Υπηρεσία Ασύλου απέρριψε την αίτησή της. Ορθά η Διοίκηση, κατέληξε ότι τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης δε στοιχειοθετούσαν τις αναγκαίες προϋποθέσεις για να αναγνωριστεί στην Αιτήτρια το καθεστώς του πρόσφυγα, ως προβλέπεται στα άρθρα 3-3Δ του Νόμου, αφού δεν τεκμηριώθηκε βάσιμος φόβος δίωξης, για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, ούτε το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας που προβλέπεται στο άρθρο 19 του Νόμου, αφού αυτός «δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο ότι θα υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη, ως καθορίζεται στο άρθρο 19(2)».
Η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με €1000 έξοδα εναντίον της Αιτήτριας και υπέρ των Καθ' ων η αίτηση.
Δ.ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ , Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] ΕΔΔΑ, J.K. και λοιποί κατά Σουηδίας, ό.π. υποσημείωση 20. Βλ. επίσης ΕΔΔΑ, απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2015, RH κατά Σουηδίας, προσφυγή αριθ. 4601/14, σκέψη 58· ΕΔΔΑ, απόφαση της 20ης Ιουλίου 2010, N κατά Σουηδίας, προσφυγή αριθ. 23505/09, σκέψη 53· ΕΔΔΑ, απόφαση της 9ης Μαρτίου 2010, RC κατά Σουηδίας, προσφυγή αριθ. 41827/07, σκέψη 50.
[2] Άρθρο 13 του περί Προσφύγων Νόμου.
[3] M. Κατά Minister for Justice, Equality and Law Reform, Ιρλανδίας, Attorney General, C‑277/11 22ας Νοεμβρίου 2012 υποσημείωση 82, σκέψη 65.
[4] Υπόθεση ΔΕΕ C‑199/12 to C‑201/12, Y and Z, 7 Νοεμβρίου 2013 Παρ.. 76
[5] Βλ. 3Γ (1) Ο περί Προσφύγων Νόμος του 2000 (6(I)/2000)
[6] DRC, Congo (Democratic Republic of the)'s Constitution of 2005 with Amendments through 2011, Art.14, σελ. 6, “The public powers see to the elimination of any form of discrimination concerning women and assure the protection and the promotion of their rights”, https://www.constituteproject.org/constitution/Democratic_Republic_of_the_Congo_2011.pdf?lang=en [Ημερομηνία Πρόσβασης: 15/11/2024]
[7] U.S. Department of State, 2023 Country Reports on Human Rights Practices: Democratic Republic of Congo, https://www.state.gov/reports/2023-country-reports-on-human-rights-practices/democratic-republic-of-the-congo/ [Ημερομηνία Πρόσβασης: 15/11/2024]
[8] EUAA, COI Query, DRC, Situation of women who have children out of wedlock, including legal framework, treatment by society, and access to support services, Περίοδος Αναφοράς: Ιανουάριος 2022 – 9 Φεβρουαρίου 2024, 2024_02_EUAA_COI_Query_Response_Q15_Democratic_Republic_of_Congo_Women_with_children_out_of_wedlock.pdf [Ημερομηνία Πρόσβασης: 15/11/2024]
[9] Ibid
[10] World Economic Forum, The DRC is Offering Pregnant Women Free Maternity Care, https://www.weforum.org/videos/drc-offering-free-maternity-care/#:~:text=In%20a%20significant%20step%20towards,for%20one%20month%20after%20childbirth [Ημερομηνία Πρόσβασης: 15/11/2024]
[11] Danish Ministry of Immigration and Integration, Democratic Republic of the Congo: Socioeconomic Conditions in Kinshasa, October 2022, σελ.24 https://www.ecoi.net/en/file/local/2079915/notat-drc-kinshasa.pdf [Ημερομηνία Πρόσβασης: 15.4.2024]
[12] Ibid, σελ.23
[13] Ibid, σελ.29
[14] U.S. Department of State, 2023 Country Reports on Human Rights Practices: Democratic Republic of Congo, https://www.state.gov/reports/2023-country-reports-on-human-rights-practices/democratic-republic-of-the-congo/ [Ημερομηνία Πρόσβασης: 15/11/2024]
[15] Ibid
[16] RULAC, Non-international Armed Conflicts in Democratic Republic of Congo, Τελευταία Ενημέρωση: 13 Απριλίου 2021, https://www.rulac.org/news/drc-a-new-conflict-in-ituri-involving-the-cooperative-for-development-of-th, [Ημερομηνία Πρόσβασης: 13/11/2024]
[17] Amnesty International, Democratic Republic of the Congo 2023, https://www.amnesty.org/en/location/africa/east-africa-the-horn-and-great-lakes/democratic-republic-of-the-congo/report-democratic-republic-of-the-congo/ [Ημερομηνία Πρόσβασης: 15/11/2024]
[18] ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION - ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Project, διαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο https://acleddata.com/explorer/ (βλ. πλατφόρμα Explorer, με χρήση των ακόλουθων στοιχείων ανάλυσης: METRIC: Event Counts/Fatality Counts, EVENT CATEGORIES: Event Types (Battles / Violence against civilians / Explosions/Remote violence / Riots / Protests) DATE RANGE: 13/11/2023 – 13/11/2024, REGION: Africa, COUNTRY: Democratic Republic of Congo, ADMIN UNIT: Kinshasa) [Ημερομηνία Πρόσβασης: 15/11/2024]
[19] World Population Review, https://worldpopulationreview.com/world-cities/kinshasa-population [Ημερομηνία Πρόσβασης: 15/11/2024]
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο