J.K.N. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 92/23, 20/11/2024
print
Τίτλος:
J.K.N. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 92/23, 20/11/2024

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

                                                                                       Υπόθεση Αρ.:  92/23

 

20 Νοεμβρίου, 2024

 

[Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

 

J.K.N.

 

Αιτητής

ΚΑΙ

 

                                               Κυπριακής Δημοκρατίας,

                                               μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

 

Καθ' ων η Αίτηση

 

Ο Αιτητής εμφανίζεται προσωπικά

Ν. Κουρσάρης (κος) για Μ. Παραδεισίωτη  (κα), Δικηγόρος για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση

(Μ. Σταύρου (κα) για πιστή μετάφραση από τα γαλλικά στα ελληνικά και αντίστροφα)

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π. : Ο Αιτητής με την παρούσα προσφυγή αξιώνει την ακύρωση της απόφασης των Καθ'ων η αίτηση ημερομηνίας 28/11/2022, η οποία κοινοποιήθηκε στον Αιτητή στις 02/01/2023, και με την οποία έλαβε γνώση της απόρριψης της αίτησής του για παραχώρηση σε αυτόν καθεστώτος διεθνούς προστασίας καθότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 3 και 19 του Περί Προσφύγων Νόμου.

 

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Όπως προκύπτει από την ένσταση των Καθ’ ων η Αίτηση και από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου της Υπηρεσίας Ασύλου που κατατέθηκε ως τεκμήριο 1 στα πλαίσια των διευκρινίσεων της παρούσας προσφυγής, τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης έχουν ως κατωτέρω:

Ο Αιτητής είναι υπήκοος της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό (εφεξής «ΛΔΚ») και στις 16/11/2022, υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας.  Στις 28/11/2022, αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου, διεξήγαγε συνέντευξη στον Αιτητή και αυθημερόν, συνέταξε Έκθεση/Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με τη συνέντευξη του Αιτητή.  Στις 28/11/2022, αρμόδιος λειτουργός εξουσιοδοτημένος να ασκεί καθήκοντα  Προϊστάμενου της Υπηρεσίας Ασύλου, ενέκρινε την εισήγηση για απόρριψη της αίτησης ασύλου του Αιτητή και στις 02/01/2023, η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική επιστολή μαζί με την αιτιολόγηση της απόφασης της σχετικά με το αίτημα του Αιτητή, η οποία παραλήφθηκε και υπογράφτηκε από τον Αιτητή αυθημερόν.  Η τελευταία αυτή απόφαση, αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής. 

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

O Αιτητής δεν υποδεικνύει στο εισαγωγικό δικόγραφο της διαδικασίας οποιαδήποτε πλημμέλεια της επίδικης απόφασης. Καταγράφει όμως ότι σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, η ζωή του κινδυνεύει, λόγω οικογενειακών προβλημάτων.

Εξίσου, στην γραπτή αγόρευσή του δεν αναφέρει νομικούς λόγους, ενώ το μόνο που καταγράφει είναι κάποια γεγονότα που καθιστούν μη εφικτή, για τον ίδιο, την επιστροφή του στη χώρα καταγωγής του. Συγκεκριμένα, ισχυρίζεται πως ο θετός του πατέρας, του ανέθεσε τη διαχείριση του λεωφορείου αλλά τα δύο αδέρφια του προτιμούσαν τον θάνατο του. Του ανέφεραν ότι δεν ανήκει στην οικογένεια και τον απείλησαν ενόσω επέστρεφε από μία γαμήλια δεξίωση τον Ιανουάριο του 2022. Λόγω των απειλών που δέχθηκε αποφάσισε όπως εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του.

Οι Καθ' ων η Αίτηση υποβάλλουν ότι ο Αιτητής δεν τεκμηρίωσε ούτε κατά το στάδιο της διοικητικής διαδικασίας αλλά ούτε και κατά το στάδιο της δικαστικής διαδικασίας οποιοδήποτε ισχυρισμό που να δικαιολογεί την υπαγωγή του στο καθεστώς του πρόσφυγα ή στο καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας βάσει των άρθρων 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου [Ν. 6(Ι)/2000].  Επομένως, ως υποστηρίζουν, ορθά και εύλογα οι Καθ' ων η Αίτηση, ασκώντας την εξουσία που τους παρέχεται από το Νόμο και βάσει του ενώπιον τους υλικού, κατέληξαν στο προσβαλλόμενο συμπέρασμα. 

Καταλήγοντας, τονίζουν ότι ο Αιτητής βάσει του προφίλ του, δεν μπορεί να ενταχθεί στις κατηγορίες ατόμων που διατρέχουν κίνδυνο να υποστούν δίωξη ή σοβαρή βλάβη στη ΛΔΚ.  Επιπρόσθετα, οι εξωτερικές πηγές αναφέρουν ότι η ΛΔΚ δεν βρίσκεται αυτή τη στιγμή σε κατάσταση γενικευμένης σύρραξης, εμφύλιας ή διεθνοποιημένης και επομένως, δεν υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι σε περίπτωση επιστροφής του Αιτητή, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη. 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

Κατόπιν των ως άνω, ενόψει της μη περίληψης οιουδήποτε νομικού ισχυρισμού στην παρούσα αίτηση, απομένει η επί της ουσίας εξέταση της παρούσας αιτήσεως, αφού η προσβαλλόμενη πράξη εκδόθηκε «Κατόπιν αίτησης η οποία υποβάλλεται στην αρμόδια διοικητική αρχή μετά την 20ή Ιουλίου 2015 [.]» [αρ.11(3)(β)(α) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (73(I)/2018)] και συνεπώς το Δικαστήριο διατηρεί εξουσία να εξετάσει και επί της ορθότητας της την προσβαλλόμενη απόφαση. Με βάση λοιπόν τα διαλαμβανόμενα στο αρ.146 (4) (α) του Συντάγματος - το οποίο ορίζει σχετικώς ότι το Δικαστήριο δύναται δια της αποφάσεως του «να τροποποιήσει εν όλω ή εν μέρει την απόφαση ή την πράξη, ως νόμος για Διοικητικό Δικαστήριο ήθελε ορίσει, νοουμένου ότι [.] είναι απόφαση αφορώσα σε διαδικασία διεθνούς προστασίας κατά το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης» - αλλά και το άρθρο 11 (3) (α) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (73(I)/2018) - όπου αναφέρεται ότι το Δικαστήριο «προβαίνει σε έλεγχο της νομιμότητας και ορθότητας αυτής, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής [.] τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν» - προχωρώ να εξετάσω το κατά πόσο η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε σε πλήρη συμμόρφωση με τις σχετικές περί τούτου διατάξεις του Νόμου και της Οδηγίας και είναι δια τούτο επί της ουσίας ορθή.

Το Δικαστήριο στα πλαίσια ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου.  Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα.  Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντος οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωση (βλ. απόφαση αρ. 128/2008 JAMAL KAROU V Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 1 Φεβρουαρίου, 2010).

Σύμφωνα με τα στοιχεία του Αιτητή, όπως καταγράφονται στην Έκθεση/Εισήγηση του λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου αλλά και όπως διαφαίνονται από τον Διοικητικό φάκελο (εφεξής «Δ.Φ.») που κατατέθηκε στο Δικαστήριο ως τεκμήριο 1 κατά το στάδιο των Διευκρινήσεων και δεν αμφισβητούνται, ο Αιτητής είναι ενήλικας, υπήκοος της ΛΚΔ, με τόπο καταγωγής την πόλη Kinshasa, και τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής την πόλη Matadi.

Κατά την καταγραφή της αίτησής του για διεθνή προστασία ο Αιτητής δήλωσε ότι είναι υιοθετημένος. Ο θετός του πατέρας έχει επίσης δυο (2) βιολογικά παιδία, αγόρια, τα οποία θα τον κληρονομούσαν σε περίπτωση θανάτου του. Καθώς τα βιολογικά του παιδιά δεν ήταν υπεύθυνα άτομα, ο θετός του πατέρας έδειχνε σε αυτόν περισσότερη εμπιστοσύνη, με αποτέλεσμα να αντιληφθούν την προνομιακή μεταχείριση που ο ίδιος δεχόταν, προκαλώντας τους ζήλια. Τον κατηγόρησαν και τον απείλησαν προβάλλοντας ότι είναι υιοθετημένος και για αυτό τον λόγο δεν του ανήκει τίποτα. Λόγω φόβου για τη ζωή του μετέβη σε κάποια εκκλησία για να κρυφτεί και να είναι ασφαλής. Όταν τον εντόπισε ο θετός του πατέρας να διαμένει στην εκκλησία, τον συμβούλευσε ο πάστορας ότι για να παραμείνει ασφαλής πρέπει να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του. (βλ. ερυθρό1 Δ.Φ.).

Κατά το κρίσιμο στάδιο της συνέντευξής του, δήλωσε ότι είναι χριστιανός, έγγαμος, και ομιλεί γαλλικά όπως επίσης και τις διαλέκτους Kikongo και Lingala. Ως προς το μορφωτικό του επίπεδο, ως ανέφερε ολοκλήρωσε τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, και με την αποφοίτηση του ανέλαβε τη διαχείριση της εταιρείας λεωφορείων του πατέρα του στην Kinshasa, διευκρινίζοντας ότι ήταν η εργασία του μέχρι την αναχώρηση του από την χώρα καταγωγής του. (βλ. ερ. 20/5Χ και 6Χ Δ.Φ.).

Ως προς την οικογενειακή του κατάσταση, ο Αιτητής δήλωσε ότι είναι παντρεμένος, και η σύζυγος και το παιδί τους διαμένουν στην πόλη Matadi μαζί με τους γονείς της συζύγου του. Ως περαιτέρω ανέφερε, δεν γνώρισε τους βιολογικούς γονείς του, διευκρινίζοντας ότι μεγάλωσε σε ανάδοχη οικογένεια. Η ανάδοχη οικογένεια, η οποία απαρτίζεται από τους θετούς γονείς του και τα δυο (2) παιδιά τους, επίσης διαμένει στην πόλη Matadi.

Αναφορικά με τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής κατά την ελεύθερη αφήγηση του, ουσιαστικά επανέλαβε όσα κατέγραψε στην αίτηση διεθνούς προστασίας που υπέβαλε. Ως διευκρινίζει, είχε αναλάβει τη διαχείριση της εταιρείας λεωφορείων του πατέρα του, κατόπιν δικών του οδηγιών. Ενόσω ο πατέρας του έλειπε στην Kinshasa οι δύο γιοι του άρχισαν να τον απειλούν με στόχο να αναλάβουν τον έλεγχο της εταιρείας. Ενημέρωσε τον πατέρα του, ο οποίος του έδωσε οδηγίες να συνεχίσει ο ίδιος να διαχειρίζεται την εταιρεία. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση της έντασης και των απειλών, έστειλε τη γυναίκα και το παιδί του μακριά και ο ίδιος αναζήτησε καταφύγιο στην εκκλησία. Αφηγήθηκε στον πάστορα όσα συνέβησαν, ο πάστορας ενημέρωσε τον θετό του πατέρα, ο οποίος έκανε προσπάθεια για επίλυση των προβλημάτων χωρίς επιτυχία, και τότε ο θετός του πατέρας αποφάσισε να τον βοηθήσει να φύγει από τη χώρα για να είναι ασφαλής (ερυθρό 19/1Χ Δ.Φ.).

Στη συνεχεία, σύμφωνα με την Έκθεση/Εισήγηση, ο αρμόδιος λειτουργός εντόπισε δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς.

Ο πρώτος ισχυρισμός αναφορικά με τα προσωπικά στοιχεία, τη χώρα καταγωγής και τον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή, έγινε αποδεκτός.

Ο δεύτερος ισχυρισμός ωστόσο, που αφορούσε τις δηλώσεις περί δίωξης του από τους γιούς του θετού του πατέρα, απορρίφθηκε ως μη αξιόπιστος. Ο αρμόδιος λειτουργός, αξιολογώντας την εσωτερική αξιοπιστία των δηλώσεών του, έκρινε ότι ο Αιτητής υπέπεσε σε αντιφάσεις, ασυνέπειες, ασάφειες, γενικολογίες και έλλειψη πληροφοριών. Ειδικότερα δεν ήταν σε θέση να περιγράψει με σαφήνεια πότε έλαβαν χώρα οι εν λόγω απειλές, την συχνότητα τους όπως επίσης δεν ήταν σε θέση να περιγράψει με ευκρίνεια τα γεγονότα που οδήγησαν στις εν λόγω απειλές. Προς τούτου ο αρμόδιος λειτουργός σημειώνει ως σημείο που πλήττει την εσωτερική αξιοπιστία του εν λόγω ισχυρισμού το γεγονός ότι ο Αιτητής αρχικά ανέφερε ότι οι απειλές ξεκίνησαν του 2019 όταν ανέλαβε τη θέση του διευθυντή (manager) της εταιρίας ωστόσο στη συνέχεια ανέφερε ότι τα βίαιά περιστατικά που έλαβαν χώρα εναντίον του πραγματοποιήθηκαν το 2022. Σε ερώτηση του λειτουργού γιατί οι θετοί αδελφοί του δεν προέβησαν σε οποιαδήποτε ουσιαστική ενέργεια εναντίον του με δεδομένο ότι ο Αιτητής είχε αναλάβει τη θέση του διευθυντή το 2019 ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να παρέχει οποιαδήποτε εξήγηση (βλ. ερ. 17/2Χ Δ.Φ.). Ερωτηθείς στην συνέχεια πότε κατέφυγε στην εκκλησιά στην πόλη Matadi για πρώτη φορά ο Αιτητής αποκρίθηκε τον Οκτώβριο του 2022. Ερωτηθείς  πότε έλαβε χώρα η εν λόγω επίθεση η οποία οδήγησε τον Αιτητή να καταφύγει στην Εκκλησία ο Αιτητής αποκρίθηκε τον Σεπτέμβριο του 2022. Επί των όσων ανέφερε ό Αιτητής δημιουργήθηκαν εύλογές αμφιβολίες ως προς την ειλικρίνεια των ισχυρισμών του. Ερωτηθείς από τον αρμόδιο λειτουργό δεδομένου ότι παρουσιάζεται δυνητική ασυνέπεια μεταξύ των δυο ισχυρισμών γιατί περίμενε να περάσει ένας μήνας μέχρι να μετακινηθεί στην Εκκλησία ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να δώσει ευλογοφανή εξήγηση αλλάζοντας τα λεγόμενα του σε σχέση με τον προηγούμενο ισχυρισμό αναφέροντας ότι πήγε για πρώτη φορά στην εκκλησία στην πόλη Matadi τον Σεπτέμβριο του 2022 και μετά ξαναπήγε τον Οκτώβριο του 2022. (βλ. ερ. 18/8Χ Δ.Φ.). Στον Αιτητή δόθηκε η ευκαιρία να εξηγήσει τις ως άνω αντιφάσεις επί των δηλώσεων του χωρίς ωστόσο να είναι σε θέση να απαντήσει με συνέπεια, σαφήνεια και επάρκεια πληροφοριών. Λαμβανομένου υπόψιν του μορφωτικού του επιπέδου, το γεγονός ότι τα γεγονότα συνέβησαν στον ίδιο τον Αιτητή, και την χρονική εγγύτητα των γεγονότων με τη διεξαγωγή της συνέντευξης θα ήταν εύλογα αναμενόμενο ο Αιτητής να είναι σε θέση να τα θυμηθεί στο σύνολο τους με συνοχή και χωρίς αντιφάσεις.

Περαιτέρω, κληθείς να περιγράψει την επίθεση που δέχθηκε από κάποιους  κακοποιούς ο Αιτητής υπέπεσε και πάλι σε αντιφάσεις. Ειδικότερα ερωτηθείς πως γνωρίζει ότι οι αδελφοί του βρίσκονται πίσω από την εν λόγω επίθεση, ο Αιτητής αποκρίθηκε με ασάφεια ότι το γνωρίζει επειδή η θετοί του αδελφοί του είχαν υποσχεθεί ότι θα του έκαναν κακό (βλ. ερ. 18/6Χ Δ.Φ.). Επιπρόσθετα, ερωτηθείς γιατί δεν εγκατέλειψε την θέση του διευθυντή αλλά αποφάσισε να εγκαταλείψει την χώρα καταγωγής του δεδομένου ότι πίσω από την επιθυμία των αδελφών του να τον βλάψουν ήταν η θέση του στην εταιρεία του θετού του πατέρα, ο Αιτητής αποκρίθηκε γενικόλογα ότι ο πατέρας του έλεγε να μην εγκαταλείψει την θέση αυτή. (βλ. ερ. 17/10Χ και 16/2Χ Δ.Φ.). Η ως άνω δήλωση του Αιτητή κρίθηκε ως ένα επιπλέον σημείο αναξιοπιστίας καθότι βρίσκεται σε αντίθεση με τον ισχυρισμό ότι ο πατέρας του μετέπειτα αποφάσισε να τον στείλει κάπου μακριά (βλ. ερ. 19/1Χ. και 16/2Χ Δ.Φ.). Κατά συνέπεια ο ισχυρισμός του Αιτητή ότι δεν εγκατέλειψε την θέση του διευθυντή κατόπιν παρότρυνσης του θετού του πατέρα παραμένει ασυνεπής. Τέλος, ερωτηθείς ποιος είναι τώρα διευθυντής στην εταιρία του πατέρα του, ο Αιτητής αποκρίθηκε ότι η εταιρεία έχει σταματήσει τις εργασίες της καθώς ο πατέρας του απουσιάζει (βλ. ερ. 16/3Χ Δ.Φ.). Με δεδομένο τον εν λόγω ισχυρισμό, καθώς και το γεγονός ότι δεν είναι πλέον ο ίδιος διευθυντής, ερωτηθείς για πιο λόγο πιστεύει ότι θα τον βλάψουν οι γιοι του πατέρα του σε περίπτωση επιστροφής του στη ΛΔΚ, ο Αιτητής με υπεκφυγές απάντησε ότι το άτομο που εμπιστευόταν ο πατέρας του ήταν ο ίδιος γιατί ήταν πιο μορφωμένος και είχε καλύτερο μυαλό. (βλ. ερ.164Χ Δ.Φ.).

Βάσει της ανωτέρω ανάλυσης, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να δώσει επαρκείς πληροφορίες σε θέματα που άπτονται στον πυρήνα του αιτήματος του, ενώ παράλληλα υπέπεσε σε αντιφάσεις, ασυνέπειες ασάφειες και γενικολογίες. (βλ. ερ. 70 Δ.Φ.).

Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του υπό εξέταση ισχυρισμού, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι τα όσα ανέφερε ό Αιτητής στη συνέντευξη του αποτελούν το μοναδικό τεκμήριο προς υποστήριξη του αιτήματος του και ως εκ τούτου δεν υπάρχουν εύλογοι λόγοι που να δικαιολογούν την οποιαδήποτε ανάλυση των εν λόγω δεδομένων μέσων άλλων πηγών πληροφόρησης.

Στη συνέχεια ο λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου προέβη σε αξιολόγηση κινδύνου στη βάση του πρώτου αποδεκτού ουσιώδους ισχυρισμού, ήτοι τα προσωπικά στοιχεία, η χώρα καταγωγής και ο τόπος τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή. Πέραν από τις γενικές πληροφορίες για τη ΛΔΚ, ο λειτουργός προέβη σε έρευνα για την κατάσταση ασφαλείας στην πόλη Matadi, τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή, από την οποία συνήγαγε ότι βάσει των συνθηκών που επικρατούσαν στην πόλη σε συνδυασμό με τις προσωπικές περιστάσεις του Αιτητή, ήτοι ενήλικος άνδρας, απόφοιτος δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, χωρίς προβλήματα υγείας ή χαρακτηριστικά ευαλωτότητας και με δεδομένη την απόρριψη του ισχυρισμού 2, ότι δεν υπέστη οποιαδήποτε δίωξη, δεν δύναται να τεκμηριωθεί κίνδυνος δίωξης ή σοβαρής βλάβης του σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του.

Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, ο λειτουργός κατέληξε ότι δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις για την αναγνώριση προσφυγικού καθεστώτος στον Αιτητή, καθώς δεν τεκμηριώθηκε κίνδυνος δίωξης για κάποιον από τους λόγους που αναγράφονται περιοριστικά στη Σύμβαση της Γενεύης και στον περί Προσφύγων Νόμο.  Περαιτέρω, έκρινε ότι δεν πληρούνταν και οι προϋποθέσεις για την αναγνώριση συμπληρωματικής προστασίας.  Ειδικά ως προς το σκέλος της διακινδύνευσης λόγω βίας ασκούμενης αδιακρίτως σε καταστάσεις ένοπλης σύρραξης, ο λειτουργός επεσήμανε ότι στην πόλη Matadi δεν παρατηρούνται συνθήκες ένοπλων συγκρούσεων υπό την έννοια του άρθρου 15(γ) της Οδηγίας.

Έχοντας εξετάσει με προσοχή το διοικητικό φάκελο του Αιτητή και ως προκύπτει από τα στοιχεία που βρίσκονται σε αυτόν, ορθά η Υπηρεσία Ασύλου κατέληξε ότι η εσωτερική αξιοπιστία του Αιτητή δεν τεκμηριώθηκε σε σχέση με τους ισχυρισμούς του περί απειλής κατά της ζωής του από τους γιούς του θετού του πατέρα και επομένως, σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, η ζωή του δεν θα τεθεί σε κίνδυνο.

Αναφορικά με τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό, όπως προκύπτει από τα λεχθέντα κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του, ο Αιτητής δεν κατάφερε να τεκμηριώσει τον εν λόγω ισχυρισμό καθότι όταν κλήθηκε να δώσει περισσότερες πληροφορίες αναφορικά με τα γεγονότα υπέπεσε σε αντιφάσεις, ασυνέπειες, ασάφειες και γενικολογίες. Γενικότερα, διαπιστώνω δεν ήταν σε θέση να παρέχει επαρκείς και συνεκτικές πληροφορίες αναφορικά με τα γεγονότα που έλαβαν χώρα και τον οδήγησαν στη συνέχεια να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του. Όλες οι παρατηρήσεις και τα συμπεράσματα του αρμόδιου λειτουργού ως καταγράφονται στην Έκθεση/Εισήγηση γίνονται αποδεκτά από το Δικαστήριο ως εύλογα σημεία που πλήττουν την εσωτερική αξιοπιστία των ισχυρισμών του Αιτητή, χωρίς οποιοδήποτε σημείο διαφοροποίησης.

Ειδικότερα και σχετικά με την ιδιωτικής φύσεως διαφορά του Αιτητή με τους θετούς του αδελφούς παρατηρώ ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να περιγράψει με σαφήνεια τις απειλές που είχε δεχθεί από αυτούς, αναφερόμενος γενικά σε τρία (3) περιστατικά που έλαβαν χώρα το 2022, χωρίς ωστόσο να προβεί σε λεπτομέρειες και βασικές πληροφορίες ως προς τη χρονική σειρά, το οποίο εύλογα θα αναμένετο από τον Αιτητή λαμβάνοντας υπόψιν τη χρονική εγγύτητα τέλεσης των περιστατικών με τη διεξαγωγή της συνέντευξης. Επιπλέον παρατηρώ και έλλειψη ευλογοφάνειας επί των φερόμενων απειλών καθότι ως ανέφερε ο Αιτητής η επιθυμία των αδελφών του να τον βλάψουν ήταν η θέση του ως διευθυντής στην εταιρεία του πατέρα του, θέση την οποία και σύμφωνα με τα λεγόμενα του έλαβε το 2019. Ωστόσο, οι απειλές και τα περιστατικά επίθεσης, έλαβαν χώρα το 2022, δημιουργώντας εύλογο ερώτημα ως προς το χρονικό διάστημα των δύο (2) ετών που πέρασε από το 2019 μέχρι το 2022. Σημειώνεται ότι και οι δηλώσεις αναφορικά με την κατ’ ισχυρισμόν επίθεση που δέχθηκε ο Αιτητής από κακοποιούς στερούνται ευκρίνειας και περιγραφικότητας, ενώ ερωτηθείς πώς γνωρίζει ότι οι αδελφοί του βρίσκονται πίσω από την εν λόγω επίθεση ο Αιτητής απάντησε με ασάφεια και εικασίες ότι το γνωρίζει επειδή οι αδελφοί του είχαν υποσχεθεί ότι θα τον βλάψουν. Φρονώ ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να επεξηγήσει με σαφήνεια, ευλογοφάνεια και ειλικρίνεια  την γενεσιουργό αιτία του φόβου του ο οποίος είναι ο ουσιαστικός λόγος που στη συνέχεια  τον ώθησε να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του. 

Επιπλέον, διαπιστώνω ότι απουσιάζει οποιαδήποτε περιγραφή αναφορικά με την εταιρεία του θετού του πατέρα και στα γεγονότα που οδήγησαν στην επιλογή του ιδίου για ανάληψη της θέσης του διευθυντή αντί των άλλων αδελφών. Απαντώντας σε σχετική ερώτηση, απάντησε γενικά ότι ήταν το άτομο που εμπιστευόταν ο πατέρας του γιατί ήταν πιο μορφωμένος. Περαιτέρω παρατηρώ ότι ο Αιτητής απαντούσε με υπεκφυγές ως προς τους λόγους που ο πατέρας του ως ιδιοκτήτης της εταιρείας δεν ήταν σε θέση να επιλύσει την εν λόγω διαφορά, ενώ αντιθέτως, βοήθησε τον Αιτητή να εγκαταλείψει την χώρα καταγωγής του. Υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με τα λεγόμενα του Αιτητή, αρχικά ενημέρωσε τον πατέρα του για τις απειλές που δεχόταν από τα αδέρφια του, και ο πατέρας του τον παρότρυνε να μην εγκαταλείψει τη θέση του διευθυντή. Ωστόσο, στη συνέχεια τον βοήθησε να εγκαταλείψει τη χώρα του προβάλλοντας ότι τον έπεισε ο πάστορας ότι κινδυνεύει και δεν είχε άλλη επιλογή. Τα εν λόγω σημεία, χαρακτηρίζονται από ασυνέπεια, έλλειψη συνοχής και ευλογοφάνειας και πλήττουν περαιτέρω την εσωτερική αξιοπιστία του Αιτητή.   

Εξ’ όσων ο Αιτητής ανέφερε τόσο κατά τη διοικητική, όσο και κατά την παρούσα δικαστική διαδικασία, παρατηρώ ότι δεν προκύπτει ένα σαφές και συνεκτικό αφήγημα το οποίο να στοιχειοθετεί με συμπαγή τρόπο τον πιθανό κίνδυνο ή τον φόβο του Αιτητή ως προς τους λόγους για τους οποίους έφυγε από τη χώρα καταγωγής του. Αναφερόμενος στους λόγους που τον ώθησαν να εγκαταλείψει τη χώρα του, οι απαντήσεις του χαρακτηρίζονται ως γενικές, αόριστες και μη ευλογοφανείς. Συνεπώς, ορθά ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε στην Έκθεση/Εισήγηση ότι δεν τεκμηριώθηκε η εσωτερική αξιοπιστία του εν λόγω ισχυρισμού.  

Σημειώνεται ότι ο όρος «αξιοπιστία» δεν ορίζεται από το Κοινό Ευρωπαϊκό Σύστημα Ασύλου. Η χρήση του όρου, από το άρθρο 4 παράγραφος 5 στοιχείο (ε) της οδηγίας 2011/95/EE αναφέρεται στη γενική αξιοπιστία ενός αιτούντος, αλλά αυτό είναι στο πλαίσιο ενός συγκεκριμένου κανόνα που διέπει τη μη επιβεβαίωση πτυχών των δηλώσεων του αιτούντος. Ως εκ τούτου, η αξιολόγηση της αξιοπιστίας αφορά τη διαδικασία έρευνας για το εάν το σύνολο ή μέρος των δηλώσεων του αιτούντος ή άλλα αποδεικτικά στοιχεία που υποβλήθηκαν από αυτόν σχετικά με τα ουσιαστικά γεγονότα (material facts) μπορεί να γίνουν δεκτά προκειμένου να διαπιστωθεί εάν ο Αιτητής εμπίπτει στις προϋποθέσεις παραχώρησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας.

Αυτή η αξιολόγηση μπορεί να περιλαμβάνει την επαλήθευση εάν οι δηλώσεις του αιτούντος είναι συνεπείς, επαρκώς λεπτομερείς, εύλογες και συμβατές με τα έγγραφά του, τις πηγές πληροφόρησης και κάθε άλλο αποδεικτικό στοιχείο που αποκτήθηκε. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η αξιολόγηση της αξιοπιστίας δεν σημαίνει ότι σε όλες τις περιπτώσεις ο υπεύθυνος λήψης αποφάσεων θα προβεί σε επαλήθευση  και θα καταλήξει με απόλυτη  βεβαιότητα αναφορικά με την αλήθεια των δηλώσεων του αιτούντος. Η Ύπατη Αρμοστεία  έχει ορίσει την αξιοπιστία ως εξής: «Ο αιτών άσυλο  κρίνεται αξιόπιστος, όταν έχει προβάλει ισχυρισμούς που παρουσιάζουν συνοχή και είναι εύλογοι, που δεν είναι αντιφατικοί με τα κοινά τοις πάσι γεγονότα και κατά συνέπεια μπορεί να οδηγήσουν τον υπεύθυνο της συνέντευξης στη δημιουργία πεποίθησης για το βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης που εκφράζει.». Η ως άνω προσέγγιση υιοθετήθηκε και από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην Υπόθεση  JK και Others v Sweden, αριθμός αίτησης 59166/12, Παρ. 53.

Στο εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», αναφέρεται στην σελίδα 98, παράγραφος 4.5.3 ότι σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να γίνεται μια αντικειμενική και ισορροπημένη στάθμιση του κατά πόσον οι ισχυρισμοί του αιτητή αντικατοπτρίζουν αυτό που θα ήταν εύλογα αναμενόμενο από κάποιον με τις περιστάσεις του ο οποίος εκφράζει δια τούτων μια αληθινή προσωπική εμπειρία («Σε κάθε περίπτωση, απαιτείται ισορροπημένη και αντικειμενική αξιολόγηση του αν η αφήγηση του αιτούντος αντικατοπτρίζει την αφήγηση που αναμένεται από ένα πρόσωπο στην κατάσταση του αιτούντος το οποίο αφηγείται μια πραγματική προσωπική εμπειρία.»). Περαιτέρω, στην προηγούμενη σελίδα του εγχειριδίου, αναφέρεται ότι είναι γενικά εύλογο να αναμένεται ότι αίτημα θα πρέπει να παρουσιάζεται τεκμηριωμένα και με επαρκείς λεπτομέρειες αλλιώς οι ελλείψεις αυτές στις λεπτομέρειες μπορεί να συνιστούν έλλειψη σχετικών στοιχείων («Η μη επαρκής παροχή λεπτομερειών μπορεί επίσης να ισοδυναμεί με αυτό που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 5 στοιχείο β) της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση) ως έλλειψη «λυσιτελών στοιχείων». »).

Ο βασικός λόγος για τον οποίο δεν έγινε δεκτό το αίτημα του Αιτητή περί δίωξής του από τους αδελφούς του ήταν το γεγονός της μη απόδειξης της αληθοφάνειας των βασικών ισχυρισμών του και του κλονισμού της αξιοπιστίας του, λόγω ουσιωδών ελλείψεων και αδυναμιών οι οποίες εντοπίστηκαν στην συνέντευξη που έδωσε. Αυτό δε το εμπόδιο αναγνωρίζεται ρητά ως ένα από τα κωλύματα στην έγκριση αιτήματος ασύλου, από τις πρόνοιες του Εγχειριδίου (Βλ.  απόφαση Ανωτάτου Δικαστηρίου EDWARD ESKANDAZ ν. ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ κ.α., Υπόθεση Αρ. 1673/2010, 4/7/2013)

Πέραν τούτου, διαπιστώνω ότι κατά το στάδιο της διοικητικής διαδικασίας υποβλήθηκαν στον Αιτητή ανοικτής φύσεως ερωτήματα, τα οποία είχε τη δυνατότητα να απαντήσει. Ο αρμόδιος λειτουργός έκανε επαρκείς ερωτήσεις για να καλύψει τόσο τον πυρήνα του αιτήματος, όσο και τα επιμέρους θέματα, ακολουθώντας την ορθή διερευνητική διαδικασία και επιπρόσθετα συνεργάστηκε με τον αιτούντα κατά το στάδιο προσδιορισμού των συναφών στοιχείων της αιτήσεως αυτής[1]. Ο αρμόδιος λειτουργός προέβη σε εκτενή ανάλυση εκάστου ουσιώδους ισχυρισμού του Αιτητή ώστε να αξιολογήσει τον πιθανό κίνδυνο που θα διατρέξει σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, προβαίνοντας παράλληλα σε έρευνα και αντιστοίχισή τους με διαθέσιμες εξωτερικές πηγές πληροφόρησης αναφορικά με τη χώρα καταγωγής του ως προνοείται στο άρθρο 18(3)(α) του περί Προσφύγων Νόμου.

Παράλληλα οι Καθ' ων η αίτηση αξιολόγησαν επαρκώς και δεόντως τις δηλώσεις και τα έγραφα που παρέθεσε ο Αιτητής συνεκτιμώντας την ατομική κατάσταση και τις προσωπικές του περιστάσεις (άρθρο 13 Α (9) του Περί Προσφύγων Νόμου 2000 (6(I)/2000). Επί των όσων ανέφερε ο Αιτητής εύλογα παρατηρούνται  ασυνέπειες και ανακολουθίες στα λεγόμενα του που άπτονται των ουσιωδών πραγματικών περιστατικών και οδηγούν σε σαφές και βέβαιο συμπέρασμα ότι τα αποδεικτικά στοιχεία του αιτούντος στερούνται εσωτερικής αξιοπιστίας.

Εξάλλου ούτε από άλλα έγγραφα που υπάρχουν στον φάκελο της υπόθεσης, σε συνδυασμό με όσα εξέθεσε ο Αιτητής τόσο ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου όσο και ενώπιον του Δικαστηρίου δια μέσου του συνηγόρου του προκύπτουν κρίσιμα στοιχεία και περιστατικά που να θεμελιώνουν «σοβαρούς λόγους» οι οποίοι να οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ο Αιτητής μπορεί εύλογα να φοβάται, υπό το πρίσμα της ατομικής του κατάστασης, ότι πράγματι θα υπόκειται σε πράξεις δίωξης[2] από τα αδέρφια του, αλλά ούτε προκύπτει ότι θα υποστεί πράξεις οι οποίες να είναι αρκετά σοβαρές από τη φύση τους ή από την επανάληψη ώστε να αποτελούν σοβαρή παραβίαση των βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων ή συσσώρευση μέτρων επαρκώς σοβαρών που επηρεάζουν ένα άτομο με παρόμοιο τρόπο.[3]

Σε ό,τι αφορά την πιθανότητα να υποστεί ο Αιτητής  δίωξη, το στοιχείο του «βάσιμου» στον ορισμό του πρόσφυγα είναι κυρίως ζήτημα πραγματολογικής εκτίμησης κινδύνου. Στην εκτίμηση αυτή, λαμβάνεται υπόψη η ατομική κατάσταση του αιτητή, όπως επίσης και πληροφορίες  όσον αφορά τη γενική κατάσταση στη χώρα καταγωγής. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η αξιολόγηση επικεντρώνεται αρχικά στο κατά πόσον ένας τέτοιος φόβος είναι βάσιμος κατά τον χρόνο λήψης της απόφασης επί της αίτησης διεθνούς προστασίας, δηλαδή ο βάσιμος φόβος του αιτητή πρέπει να είναι τρέχων, και κατά δεύτερον, ο «βάσιμος φόβος» βασίζεται στην εκτίμηση του κινδύνου, η οποία είναι μελλοντοστραφής (άρθρο 4 παράγραφος 3 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ).

Σε έρευνα του παρόντος Δικαστηρίου σχετικά με τους ως άνω ισχυρισμούς του Αιτητή, το Δικαστήριο καταλήγει στο ότι ένεκα του προσωπικού χαρακτήρα των ισχυρισμών του Αιτητή δεν είναι δυνατή η άντληση πληροφοριών αναφορικά με αυτούς. Για λόγους πληρότητας όμως, το Δικαστήριο προέβη σε έρευνα σε πληροφορίες από τη χώρα καταγωγής του Αιτητή, λαμβανομένου υπόψιν ότι το παρόν δικαστήριο έχει πρόσβαση σε ακριβείς και επικαιροποιημένες πληροφορίες  από διάφορες πηγές σχετικά με τη γενική κατάσταση που επικρατεί στις χώρες καταγωγής και διέλευσης κατά τον χρόνο λήψης της απόφασής του [βλ. άρθρο 10 παράγραφος 4 της Οδηγία 2013/32/ΕΕ  (αναδιατύπωση)]. Καθώς η κατ’ ισχυρισμό δίωξη του Αιτητή από τους αδερφούς του, αποτελεί εν γένει ισχυρισμό ιδιωτικής φύσης, η έρευνα του Δικαστηρίου περιορίστηκε στη δυνατότητα παροχής κρατικής προστασίας στον Αιτητή από την κατ’ ισχυρισμό απειλή κατά της ζωής του.

Σύμφωνα με έκθεση (2019) του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (OECD,Organization for Economic Cooperation and Development) για τη ΛΔΚ, ο Οικογενειακός Κώδικας (Family Code) προνοεί ότι τόσο τα κορίτσια όσο και τα αγόρια έχουν τα ίδια δικαιώματα σε θέματα κτηματικής κληρονομιάς. Ομοίως, ο νόμος διασφαλίζει ότι οι επιζώντες σύζυγοι, γυναίκες και άνδρες, έχουν ίσα δικαιώματα σε κληρονομιά. Επιπλέον, ο Κώδικας απαγορεύει την αποκλήρωση και επιβάλλει πρόστιμα σε όσους το διαπράττουν.[4]

Επιπρόσθετα, σύμφωνα με Σημείωμα (Briefing Note) του Νορβηγικού Συμβουλίου Προσφύγων (Norwegian Refugee Council), με ημερομηνία Νοέμβριος 2023, πολλές περιπτώσεις ένοπλων συγκρούσεων που πλήττουν  το ανατολικό μέρος της ΛΔΚ συνήθως γίνονται αντιληπτές μέσα από μια εθνοτική οπτική. Ωστόσο, ενώ σίγουρα υπάρχουν εθνοτικές συνιστώσες, οι αναλύσεις δεν λαμβάνουν υπόψη το γεγονός ότι ένα μεγάλο ποσοστό βίας έχει ρίζες στις εντάσεις και στις συγκρούσεις που προκύπτουν από την πρόσβαση στη γη και τους φυσικούς πόρους που αφθονούν στην περιοχή. Οι κτηματικές διαφορές αναγνωρίζονται ως η βασική αιτία σύγκρουσης, και ένας από τους χειρότερους παράγοντες ανθρωπιστικής κρίσης στη ΛΔΚ. Οι συγκρούσεις αναφορικά με τη γη περιλαμβάνουν απαλλοτριώσεις, εξώσεις, ανασφάλεια ιδιοκτησίας, με παράλληλη επικάλυψη νομικών συστημάτων και πλαισίων, αναποτελεσματική διαχείριση γης, και κενά στο νομικό πλαίσιο.[5]

Τέλος, σύμφωνα με έκθεση (2023) του Υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ (U.S. Department of State) αναφορικά με τα ανθρώπινα δικαιώματα στη ΛΔΚ, η νομοθεσία έχει πρόνοιες για ένα ανεξάρτητο δικαστικό σώμα∙ ωστόσο, η κυβέρνηση γενικά δεν σέβεται τη δικαστική ανεξαρτησία και αμεροληψία. Κυβερνητικά στελέχη και άλλα άτομα με επιρροή συχνά επιβάλλονται σε δικαστές, εισαγγελείς ή συνηγόρους υπεράσπισης.[6] Επιπρόσθετα, σύμφωνα με την ίδια έκθεση, το σύνταγμα προέβλεπε το δικαίωμα σε δίκαιη και δημόσια δίκη, αλλά η δικαστική εξουσία γενικά δεν τηρούσε αυτό το δικαίωμα. Αναμένετο από τις αρχές να ενημερώνουν τους κατηγορούμενους έγκαιρα και λεπτομερώς για τις κατηγορίες εναντίον τους, με δωρεάν διερμηνεία όπου χρειαζόταν, αλλά αυτό δεν συνέβαινε πάντα. Οι κατηγορούμενοι είχαν το δικαίωμα σε δίκη εντός 15 ημερών από την κατηγορία, αλλά οι δικαστές μπορούσαν να παρατείνουν αυτή την περίοδο σε 45 ημέρες κατ' ανώτατο όριο. Οι αρχές, ωστόσο, μόνο περιστασιακά τηρούσαν αυτή την πρόνοια.[7]

Παρά τις ανωτέρω πληροφορίες, παρατηρώ ότι ο Αιτητής ερωτηθείς σχετικά, ανέφερε λακωνικά ότι απευθύνθηκε στις αρχές της χώρας του αλλά δεν τον βοήθησαν. Μέσα από το αφήγημα του δεν διαφαίνεται να επιδίωξε με σθένος τη συνδρομή των αρμόδιων αρχών. Γενικότερα φρονώ από τα ενώπιον μου στοιχεία και τις αναφορές του Αιτητή ότι ο ίδιος δεν προχώρησε σε οποιαδήποτε ενέργεια προς επίλυση της οικογενειακής διαφοράς που είχε με  τα αδέρφια του. Το βάρος παραμένει στον Αιτητή να αποδείξει γιατί το κράτος δεν είναι πρόθυμο και ικανό να  του παρέχει αποτελεσματική προστασία, στοιχείο το οποίο δεν προκύπτει από τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης.

Συνεπακόλουθα και λαμβανόμενου υπόψιν ότι ορθώς  η εσωτερική αξιοπιστία των ουσιωδών πραγματικών περιστατικών στην περίπτωση του Αιτητή δεν έγινε αποδεκτή, το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν στοιχειοθετείται το στοιχείο του βάσιμου φόβου δίωξης στην περίπτωσή του. Συνεπώς, οι ισχυρισμοί του Αιτητή που ορθώς έγιναν αποδεκτοί από τον αρμόδιο λειτουργό, ήτοι τα προσωπικά στοιχεία και ο τόπος συνήθους διαμονής του Αιτητή, δεν σχετίζονται με τους λόγους που προβλέπονται από τη Σύμβαση της Γενεύης του 1951 (δίωξη λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, συμμετοχής σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα ή πολιτικών πεποιθήσεων) και δεν αποτελούν βάση για την αναγνώριση ενός προσώπου ως πρόσφυγα. Ούτε προκύπτει ότι η βλάβη που επικαλείται είναι αρκούντως σοβαρή λόγω της φύσης ή της επανάληψης των επαπειλούμενων περιστατικών, ώστε να συνιστά σοβαρή παραβίαση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων (βλ. άρθρο 3Γ Περί Προσφύγων Νόμου).

Από το περιεχόμενο του Διοικητικού φακέλου και τα ως άνω αναφερθέντα δεν συντρέχει καμία από τις ως άνω βασικές προϋποθέσεις του Περί Προσφύγων Νόμου ώστε να αναγνωριστεί στο πρόσωπο του Αιτητή το καθεστώς του Πρόσφυγα σύμφωνα με το άρθρο 3 του ιδίου Νόμου. Από τα όσα επικαλείται ο Αιτητής δεν πιθανολογείται ευλόγως ότι θα στοχοποιηθεί σε περίπτωση επιστροφής του στην χώρα καταγωγής του και θα κινδυνεύσει με δίωξη, όπως αυτή ορίζεται στα άρθρα 1 Α παρ. 2 της Σύμβασης της Γενεύης και 9 της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ (αναδιατύπωση). Ούτε η πιθανολογούμενη δίωξη που επικαλείται  εμπίπτει στην έννοια του πρόσφυγα όπως ορίζεται στα άρθρα 1 Α παρ. 2 της Σύμβασης της Γενεύης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων. Περαιτέρω, οι πιθανολογούμενες βλάβες από τις οποίες θα κινδυνεύσει ο Αιτητής δεν αφορούν στη διακινδύνευση της ζωής, της σωματικής ακεραιότητας, της προσωπικής ελευθερίας και της αξιοπρέπειάς του, δηλαδή δεν συνιστούν πράξεις «δίωξης», κατά την έννοια του νόμου. Τέλος, δεν αποδεικνύεται η ύπαρξη υπευθύνου δίωξης ή σοβαρής βλάβης.

Από το περιεχόμενο του Διοικητικού φακέλου και τα ως άνω αναφερθέντα  το Δικαστήριο καταλήγει ότι δεν προκύπτει στην περίπτωση του Αιτητή οποιοσδήποτε βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης στη χώρα καταγωγής του για κάποιον από τους πέντε (5) λόγους που εξαντλητικά αναφέρονται στο άρθρο 3 (1) του περί Προσφύγων Νόμου, αφού η  Υπηρεσία Ασύλου στην Έκθεση/Εισήγηση, αξιολόγησε κάθε ισχυρισμό του και για τους λόγους που εκτενώς καταγράφηκαν στην εισήγησή της, εύλογα κατέληξε στο συμπέρασμα, ότι ο Αιτητής δεν θα υποστεί δίωξη σε περίπτωση επιστροφής του στην χώρα καταγωγής του, υπό την έννοια του άρθρου  3(1) του περί Προσφύγων Νόμου.

Ούτε στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας ο Αιτητής ήταν σε θέση να τεκμηριώσει βάσιμο φόβο δίωξης στη βάση των ισχυρισμών του περί κινδύνου από τα αδέρφια του, ανατρέποντας στην ουσία τα συμπεράσματα των Καθ' ων η αίτηση, έστω και χωρίς να προσκομίσει τυπικά αποδεικτικά στοιχεία, επικαλούμενος συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που να του προκαλούν κατά τρόπο αντικειμενικώς, αιτιολογημένο φόβο δίωξης στη χώρα του για έναν από τους λόγους που αναφέρει το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου (Βλ. επίσης νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, αποφάσεις αρ. 1093/2008, 817/2009 και 459/2010).

Επιπρόσθετα, ούτε στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας εμπίπτει ο Αιτητής, το οποίο δίδεται όταν ο αιτητής πρόκειται να αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα ιθαγένειας του. Για τη διαπίστωση αυτού του πραγματικού κινδύνου θα πρέπει να υπάρχουν, όπως ρητά προνοεί το άρθρο 19(1), «ουσιώδεις λόγοι».  Περαιτέρω, σοβαρή βλάβη ή σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη κατά το εδάφιο (2) του άρθρου 19, σημαίνει κίνδυνο αντιμετώπισης θανατικής ποινής, βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας, παραβίασης ανθρωπίνου δικαιώματος, τόσο κατάφωρης ώστε να ενεργοποιούνται οι διεθνείς υποχρεώσεις της Δημοκρατίας ή να υπάρχει απειλή κατά της ζωής, της ασφάλειας ή της ελευθερίας ως αποτέλεσμα άσκησης αδιάκριτης βίας λόγω συνθηκών ένοπλής σύγκρουσης  ή συστηματικών και γενικευμένων παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Ως προς τους παράγοντες που δύνανται να ληφθούν υπόψιν ως προς την αξιολόγηση του συστατικού στοιχείου της αδιάκριτης βίας, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: το ΔΕΕ) επεσήμανε σε πρόσφατη απόφασή του ότι συνιστούν «[.]μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 (βλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C‑285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών.» (ΔΕΕ, C-901/19,ημερομηνίας 10/06/2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland, σκέψη 43).

Περαιτέρω, ως προς τον προσδιορισμό του επιπέδου της ασκούμενης αδιάκριτης βίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: το ΕΔΔΑ) στην απόφασή του Sufi and Elmi (ΕΔΔΑ, απόφαση επί των προσφυγών 8319/07και 11449/07, ημερομηνίας 29/11/2011), αξιολόγησε, διευκρινίζοντας ότι δεν κατονομάζονται εξαντλητικά, τη χρήση μεθόδων και τακτικών πολέμου εκ μέρους των εμπόλεμων πλευρών οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο αμάχων θυμάτων ή ευθέως στοχοποιούν αμάχους, εάν η χρήση αυτών είναι διαδεδομένη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, και, τελικά, τον αριθμό των αμάχων που έχουν θανατωθεί, τραυματιστεί και εκτοπιστεί ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης.

Όπως διευκρίνισε το ΔΕΕ «ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως η χαρακτηρίζουσα βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές, οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας» (Βλ. απόφαση στην C-465/07, Meki Elgafaji, Noor ElgafajiStaatssecretaris van Justitie, ημερομηνίας 17/12/2009). Ιδίως ως προς την εφαρμογή της αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας, το ΔΕΕ στην ως άνω απόφαση διευκρίνισε ότι «όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας».

Σύμφωνα με τα όσα ο Αιτητής δήλωσε, ο τόπος που αναμένεται να επιστρέψει είναι η πόλη Matadi, όπου διέμενε πριν την αναχώρησή του από τη χώρα καταγωγής του. Λαμβάνοντας υπόψιν την κατάσταση ασφαλείας τόσο στη χώρα καταγωγής του όσο και στον τόπο τελευταίας διαμονής του, παρατηρώ τα ακόλουθα:

Σύμφωνα με τη διαδικτυακή πύλη RULAC «Η Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (ΛΔΚ) εμπλέκεται σε πολλές μη διεθνείς ένοπλες συγκρούσεις (NIAC) εντός των εδαφών της εναντίον αριθμού ενόπλων ομάδων στις περιοχές  Ituri, Kasai και Kivu», [8] σημειώνεται, ωστόσο, ότι δεν αναφέρεται η δραστηριοποίηση ενεργών, μη κρατικών, ένοπλων ομάδων στην Kinshasa. Επιπρόσθετα, Έκθεση (2023) της Διεθνούς Αμνηστίας για τη ΛΔΚ αναφέρει ότι δεκάδες ένοπλες ομάδες παρέμειναν ενεργές, κυρίως στις ανατολικές επαρχίες Ituri, Nord-Kivu και Sud-Kivu.[9]

Επιπρόσθετα, σύμφωνα με τη βάση δεδομένων ACLED, κατά την χρονική περίοδο 13/11/2023 – 13/11/2024 στην περιφέρεια Kongo-Central, όπου βρίσκεται η πόλη Matadi, τόπος τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή, καταγράφηκαν 18 περιστατικά ασφαλείας τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα 11 ανθρώπινες απώλειες.[10] Ειδικότερα, στην πόλη Matadi, τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, καταγράφηκαν 7 περιστατικά, τα οποία έχουν κατηγοριοποιηθεί ως  3 ταραχές (riots) οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα 1 ανθρώπινη απώλεια και 4 διαμαρτυρίες (protests) χωρίς οποιεσδήποτε καταγεγραμμένες απώλειες.[11] Σημειώνεται, ότι ο πληθυσμός της πόλης Matadi εκτιμάται ότι ανέρχεται στις 448,004 κατοίκους (2024).[12]

Στη βάση των ανωτέρω πληροφοριών, καταλήγω ότι δεν καταδεικνύεται εύλογη πιθανότητα ο Αιτητής να αντιμετωπίσει κίνδυνο σοβαρής βλάβης καθότι τα περιστατικά ασφαλείας στην περιοχή όπου διέμενε και στην οποία εύλογα αναμένεται να επιστρέψει, δεν είναι τέτοιας συχνότητας ή έντασης ώστε να διατρέχει κίνδυνο εξαιτίας και μόνο της παρουσίας του στην περιοχή. Περαιτέρω, δεν υφίστανται ιδιαίτερες περιστάσεις που θα μπορούσαν να επιτείνουν τον κίνδυνο που πιθανό να διατρέξει ο Αιτητής ειδικά σε σύγκριση με τον γενικό πληθυσμό της περιοχής, στη βάση της «αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας» και λαμβανομένης υπόψη της φύσεως των περιστατικών που καταγράφηκαν, ως εκτίθενται πιο πάνω (βλ. και ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας 10.6.2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland).

Με βάση το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου και αφού εξέτασα, τόσο τη νομιμότητα, όσο και την ουσία της παρούσης, καταλήγω ότι το αίτημα του Αιτητή εξετάστηκε επιμελώς σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και εύλογα η Υπηρεσία Ασύλου απέρριψε την αίτησή του. Ορθά η Διοίκηση, κατέληξε ότι τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης δε στοιχειοθετούσαν τις αναγκαίες προϋποθέσεις για να αναγνωριστεί στον Αιτητή το καθεστώς του πρόσφυγα, ως προβλέπεται στα άρθρα 3-3Δ του Νόμου, αφού δεν τεκμηριώθηκε βάσιμος φόβος δίωξης, για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, ούτε το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας που προβλέπεται στο άρθρο 19 του Νόμου, αφού αυτός «δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο ότι θα υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη, ως καθορίζεται στο άρθρο 19(2)».

Η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με €1000 έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ' ων η αίτηση.

 

Δ.ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ , Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 

 

 



[1] M. Κατά Minister for Justice, Equality and Law Reform, Ιρλανδίας, Attorney General, C277/11 22ας Νοεμβρίου 2012 υποσημείωση 82, σκέψη 65.

[2] Υπόθεση ΔΕΕ C‑199/12 to C‑201/12, Y and Z, 7 Νοεμβρίου 2013 Παρ.. 76

[3] Βλ. 3Γ (1) Ο περί Προσφύγων Νόμος του 2000 (6(I)/2000)

 

[4] OECD, Democratic Republic of Congo, σελ. 3, https://gcbhr.org/backoffice/resources/KHub/oecd-development-center-social-institutions-and-gender-index-drc-facts-2019.pdf [Ημερομηνία Πρόσβασης: 13/11/2024]

[5] Norwegian Refugee Council, Briefing Note, November 2023, Landless and Displaced: The Struggle for Housing, Land and Property Rights in Eastern DR Congo, σελ. 4, https://www.nrc.no/globalassets/pdf/briefing-notes/landless-and-displaced/landless-and-displaced.pdf [Ημερομηνία Πρόσβασης: 12/11/2024]

[6] U.S. Department of State, 2023 Country Reports on Human Rights Practices: Democratic Republic of Congo, https://www.state.gov/reports/2023-country-reports-on-human-rights-practices/democratic-republic-of-the-congo/ [Ημερομηνία Πρόσβασης: 13/11/2024]

[7] Ibid

[8] RULAC, Non-international Armed Conflicts in Democratic Republic of Congo, Τελευταία Ενημέρωση: 13 Απριλίου 2021,  https://www.rulac.org/news/drc-a-new-conflict-in-ituri-involving-the-cooperative-for-development-of-th, [Ημερομηνία Πρόσβασης: 13/11/2024]

[9] Amnesty International, Democratic Republic of the Congo 2023,  https://www.amnesty.org/en/location/africa/east-africa-the-horn-and-great-lakes/democratic-republic-of-the-congo/report-democratic-republic-of-the-congo/  [Ημερομηνία Πρόσβασης: 13/11/2024]

[10] ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION - ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Project, διαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο https://acleddata.com/explorer/ (βλ. πλατφόρμα Explorer, με χρήση των ακόλουθων στοιχείων ανάλυσης: METRIC: Event Counts/Fatality Counts, EVENT CATEGORIES: Event Types (Battles / Violence against civilians / Explosions/Remote violence / Riots / Protests) DATE RANGE: 13/11/2023 – 13/11/2024, REGION: Africa, COUNTRY: Democratic Republic of Congo, ADMIN UNIT: Kongo-Central) [Ημερομηνία Πρόσβασης: 13/11/2024]

[11] ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION - ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Project, διαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο https://acleddata.com/explorer/ (βλ. πλατφόρμα Explorer, με χρήση των ακόλουθων στοιχείων ανάλυσης: METRIC: Event Counts/Fatality Counts, EVENT CATEGORIES: Event Types (Battles / Violence against civilians / Explosions/Remote violence / Riots / Protests) DATE RANGE: 13/11/2023 – 13/11/2024, REGION: Africa, COUNTRY: Democratic Republic of Congo, ADMIN UNIT: Kongo-Central, LOCATION: Matadi) [Ημερομηνία Πρόσβασης: 13/11/2024]

[12] World Population Review, https://worldpopulationreview.com/cities/dr-congo/matadi  [Ημερομηνία Πρόσβασης: 13/11/2024]


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο