Α.Ο. ν. Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπoθ. Αρ.: Τ125/2024, 22/11/2024
print
Τίτλος:
Α.Ο. ν. Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπoθ. Αρ.: Τ125/2024, 22/11/2024

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ 

Υπoθ. Αρ.: Τ125/2024 

 

22 Νοεμβρίου 2024 

[Α.Α.ΑΓΡΟΤΗ, ΔΔΔΔΠ.] 

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος 

Μεταξύ: 

Α.Ο.

Αιτητής 

-και- 

Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω

Υπηρεσίας Ασύλου 

Καθ' ων η Αίτηση 

 

Ο Αιτητής εμφανίζεται προσωπικά.

Στην απουσία των Καθ' ων η αίτηση δυνάμει των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 (3/2019).

[Παρόντες: ο κ. M. Nasr για πιστή μετάφραση από τα Αγγλικά στα Ελληνικά και αντίστροφα και ο κ. M. Jirow για πιστή μετάφραση από τα Ελληνικά στα Σομαλί και αντίστροφα.]

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η 

 

Α.Α.ΑΓΡΟΤΗ Δ. ΔΔΔΠ: Με την παρούσα προσφυγή, ο Αιτητής προσβάλλει την απόφαση των Καθ΄ ων η αίτηση η οποία περιέχεται σε επιστολή ημερομηνίας 23/1/2024 σύμφωνα με την οποία η μεταγενέστερη αίτησή του κρίθηκε ως απαράδεκτη δυνάμει των άρθρων 12Βτετράκις(2)(δ) και 16Δ(3)(δ) του περί Προσφύγων Νόμου ως έχει τροποποιηθεί μέχρι σήμερα.

 

Η υπό εξέταση προσφυγή ορίστηκε απευθείας για Ακρόαση σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 3 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 (3/2019), αφού εν τω μεταξύ υποβλήθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου Υπόμνημα συνοδευόμενο από το σχετικό διοικητικό φάκελο. Μελετώντας αυτόν, το Δικαστήριο, ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια δεν έκρινε σκόπιμη την παρουσία των Καθ' ων η αίτηση και η διαδικασία ολοκληρώθηκε στην παρουσία μόνο του Αιτητή, ο οποίος εμφανίζεται αυτοπροσώπως.

 

Όπως προκύπτει από τον ενώπιον μου διοικητικό φάκελο πρόκειται για ενήλικα, υπήκοο Σομαλίας, ο οποίος εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του σύμφωνα με δική του δήλωση την 20/02/2019, εισήλθε δε παράτυπα στην Κυπριακή Δημοκρατία στις 08/04/2019 μέσω των κατεχομένων περιοχών της Κύπρου, όπου την 24/04/2019 υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας.

 

Την 22/05/2019 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη στον Αιτητή αναφορικά με την ηλικία του (ερυθρά 14 – 20 του διοικητικού φακέλου). Την ίδια ημέρα υπέγραψε συγκατάθεση για να υποβληθεί σε σχετικές ιατρικές εξετάσεις αναφορικά με τον προσδιορισμό της ηλικίας του, καθότι ο λειτουργός διαπίστωσε στα πλαίσια της σχετικής συνέντευξης ότι ο Αιτητής ενδέχεται να μην είναι ανήλικος. Αφού διενεργήθηκαν και οι σχετικές εξετάσεις συντάχθηκε τελική έκθεση προσδιορισμού της ηλικίας του Αιτητή, βασισμένη στα ιατρικά συμπεράσματα των εξετάσεών του, σύμφωνα με την οποία ο Αιτητής κρίθηκε ενήλικος, απόφαση με την οποία ο Αιτητή συμφώνησε .

 

Στις 22/03/2022 και 15/04/2022 πραγματοποιήθηκαν συνεντεύξεις του Αιτητή από αρμόδιο λειτουργό της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας για το Ασύλου (European Union Agency for AsylumEUAA) και ακολούθως στις 07/11/2022 με βάση τις δηλώσεις και αναφορές του Αιτητή, αρμόδιος λειτουργός προχώρησε στη σύνταξη εισηγητικής έκθεσης προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας εισηγούμενος την απόρριψη του αιτήματός του καθότι κρίθηκε ότι δεν πληροί τις προϋποθέσεις των άρθρων 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου για χορήγηση προσφυγικού καθεστώτος ή καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας. Η εισήγηση έτυχε της έγκρισης του Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, ο οποίος στις 14/11/2022, αποφάσισε την απόρριψη αίτησης του Αιτητή. Η εν λόγω απόφαση κοινοποιήθηκε στον Αιτητή στις 20/01/2023, ο δε Αιτητής εξάσκησε το δικαίωμά του σε πραγματική προσφυγή, καταχωρώντας την υπ' αριθμό 240/23 προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας, η οποία απορρίφθηκε λόγω μη προώθησής της από τον Αιτητή καθιστώντας την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου τελεσίδικη.

 

Την 23/01/2024 ο Αιτητής συμπλήρωσε μεταγενέστερο αίτημα ασύλου αιτούμενος το επανάνοιγμα του φακέλου του, ισχυριζόμενος ότι δεν επιθυμεί να επιστρέψει στην χώρα καταγωγής του εφόσον δεν τυγχάνει προστασίας εκεί και φοβάται ότι θα τον σκοτώσουν, ενώ συμπλήρωσε πως από την ημέρα που διέφυγε από τη χώρα καταγωγής του έχουν σκοτώσει για λόγους εκδίκησης τον αδελφό του. Με την αίτησή του ο Αιτητής επισύναψε δέσμη εγγράφων που κατ΄ ισχυρισμό αφορούν (i) σε απειλές που δέχεται ο ίδιος και η οικογένεια του (ii) βεβαίωση θανάτου του πατέρα του και (iii) έγγραφο που αποδεικνύει τη σύλληψη και κράτησή του ως ύποπτος ως μέλος της οργάνωσης Al Shabaab.

 

Την 23/01/2024 ο αρμόδιος λειτουργός, εξετάζοντας την μεταγενέστερη αίτηση του Αιτητή εισηγήθηκε την απόρριψή της ως απαράδεκτη καθότι δεν προέβαλε νέους ισχυρισμούς, αλλά επανέλαβε τους ήδη προβαλλόμενους κατά την αρχική του αίτηση ισχυρισμούς τα δε στοιχεία που προσκόμισε πέραν του ότι αφορούν σε ισχυρισμούς που εξετάστηκαν ήδη, δεν αυξάνουν τις πιθανότητες επιτυχίας της αίτησης του για διεθνή προστασία. Σε σχέση με το θάνατο του αδελφού του οι Καθ’ ων η αίτηση κατέληξαν πως απέτυχε να τεκμηριώσει αρκούντως τον εν λόγω ισχυρισμό καθότι δεν προσκόμισε ουδένα στοιχείο ή έγγραφο προς τούτο.

 

Ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου μετά από εξέταση της εισηγητικής έκθεσης, την 23/01/2024, αποφάσισε την απόρριψη του αιτήματος του Αιτητή ως απαράδεκτης σύμφωνα με το άρθρο 12Βτετράκις και 16Δ.

 

Η απορριπτική απόφαση των Καθ' ων η αίτηση περιέχεται σε επιστολή ημερομηνίας 23/01/2024 την οποία ο Αιτητής παρέλαβε στις 24/01/2024, θέτοντας την υπογραφή του, μετά από πλήρη επεξήγηση του περιεχομένου της σε γλώσσα πλήρως κατανοητή για τον ίδιο.

 

Εμπρόθεσμα, ο Αιτητής, χωρίς εκπροσώπηση από δικηγόρο, καταχώρισε την με τον πιο πάνω αριθμό και τίτλο προσφυγή εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, ισχυριζόμενος ότι δεν μπορεί να επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του γιατί μέλη της τρομοκρατικής οργάνωσης Al  Shabaab σκότωσαν τον πατέρα του και τον αδελφό του, ενώ περαιτέρω ισχυρίζεται πως διώκουν και τον ίδιο.

 

Στη γραπτή του αγόρευση ο Αιτητής προωθώντας πραγματικούς ισχυρισμούς και όχι νομικά επιχειρήματα, επανέλαβε τους λόγους για τους οποίους δεν μπορεί να επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του. Ειδικότερα, επανέλαβε ότι κινδυνεύει τόσο από την Al Shabaab που έχει ήδη σκοτώσει κάποια μέλη της οικογένειάς του αλλά και από μία οικογένεια η οποία θέλει να τον εκδικηθεί για το θάνατο μέλους της, ο οποίος απεβίωσε στον εργασιακό χώρο του Αιτητή. Καταλήγει λέγοντας ότι αιτείται προστασίας από την Κυπριακή Δημοκρατία.

 

Το νομικό πλαίσιο εντός του οποίου το αρμόδιο όργανο οφείλει να εξετάσει υποβληθείσες μεταγενέστερες αιτήσεις αποτελούν τα άρθρα 12Βτετρακις και 16Δ του περί Προσφύγων Νόμου και προνοούν τα ακόλουθα (ο τονισμός και οι υπογραμμίσεις του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«16Δ.-(1)(α) Σε περίπτωση που αιτητής υποβάλει στον Προϊστάμενο

(i)           Μεταγενέστερη αίτηση, ή

(ii)          νέα στοιχεία ή πορίσματα κατά ή μετά την ημερομηνία στην οποία καθίσταται εκτελεστή απόφαση του Προϊσταμένου επί πρότερης αίτησης του αιτητή,

 

ο Προϊστάμενος εξετάζει το συντομότερο δυνατό οτιδήποτε ούτως υποβληθέν σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

 

)     Στην παράγραφο (α), ο όρος «απόφαση» περιλαμβάνει απόφαση που λαμβάνεται από τον Προϊστάμενο δυνάμει του άρθρου 16Β ή 16Γ.

 

(2)     Σε περίπτωση που αιτητής υποβάλει στον Προϊστάμενο είτε μεταγενέστερη αίτηση είτε νέα στοιχεία ή πορίσματα, σύμφωνα με το εδάφιο (1), ο Προϊστάμενος δεν μεταχειρίζεται οτιδήποτε υποβληθέν ως νέα αίτηση αλλά ως περαιτέρω διαβήματα στα πλαίσια της αποφασισθείσας αίτησης. Ο Προϊστάμενος, λαμβάνει υπόψη όλα τα στοιχεία των προαναφερόμενων περαιτέρω διαβημάτων, χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.

 

(3)(α) Κατά τη λήψη απόφασης σχετικά με το παραδεκτό της αίτησης σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις, ο Προϊστάμενος προβαίνει σε προκαταρκτική εξέταση προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της εκδοθείσας απόφασής του, σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τον χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας:

 

Νοείται ότι σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώσει ότι ο αιτητής δεν έχει προσκομίσει νέα στοιχεία ή πορίσματα, η μεταγενέστερη αίτησή απορρίπτεται ως απαράδεκτη με βάση την αρχή του δεδικασμένου, χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.

         

(β)     Σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώνει ότι προέκυψαν ή υποβλήθηκαν τα προαναφερόμενα στην παράγραφο (α) νέα στοιχεία ή πορίσματα, προβαίνει σε ουσιαστική εξέτασή τους, αφού προηγουμένως ενημερώσει σχετικά τον αιτητή, και εκδίδει νέα εκτελεστή απόφαση, μόνο εφόσον

 

(i) Τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον αιτητή διεθνούς προστασίας∙ και

(ii) ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.»

 

Το δε άρθρο 12Βτετράκις(2) προνοεί ότι: (οι υπογραμμίσεις του παρόντος Δικαστηρίου)

         

«Με την επιφύλαξη της Σύμβασης, η Υπηρεσία Ασύλου δύναται να θεωρήσει αίτηση ως απαράδεκτη μόνο εάν-

[……]

 

(δ) η αίτηση είναι μεταγενέστερη αίτηση στο πλαίσιο της οποίας δεν υποβλήθηκαν από τον αιτητή ή δεν προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας ή […]».

 

Με βάση τα πιο πάνω, είναι σαφές ότι με την υποβολή μεταγενέστερου αιτήματος από αιτητή/τρια ασύλου, ο Προϊστάμενος προβαίνει σε προκαταρκτική εξέταση επί του παραδεκτού της μεταγενέστερης αίτησης, με σκοπό να διαπιστώσει κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον/την αιτητή/τρια νέα στοιχεία ή πορίσματα, τα οποία δεν λήφθηκαν υπόψη στα πλαίσια εξέτασης της αρχικής του/της αίτησης. Στην περίπτωση που διαπιστωθεί ότι δεν υποβλήθηκαν νέα στοιχεία ή πορίσματα, τότε η αίτηση κρίνεται απαράδεκτη χωρίς επί της ουσίας εξέταση. Αντίθετα εάν διαπιστωθεί από τον Προϊστάμενο ότι υποβλήθηκαν νέα στοιχεία ή πορίσματα, προβαίνει σε ουσιαστική εξέταση της μεταγενέστερης αίτησης και εκδίδει νέα εκτελεστή απόφαση μόνο εφόσον τα υποβληθέντα από τον/την αιτητή/τρια νέα στοιχεία αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας και εφόσον ο  Προϊστάμενος ικανοποιείται ότι ο αιτητής/τρια αδυνατούσε να υποβάλει τα συγκεκριμένα στοιχεία κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Δικαστήριο.

 

Είναι απολύτως αντιληπτό ότι η μεταγενέστερη αίτηση εξετάζεται ως ένα μεταγενέστερο διάβημα, στα πλαίσια της αρχικής αίτησης που αποφασίστηκε ήδη από το αρμόδιο όργανο. Ο Προϊστάμενος, εν πρώτης, έχει υποχρέωση να λάβει υπόψη του όλα τα γεγονότα που προηγήθηκαν και να προβεί σε μια συγκριτική εξέταση της αρχικής αίτησης του/της αιτητή/τριας με την μεταγενέστερη αίτηση ώστε να διαφανεί εάν με την υποβολή της μεταγενέστερης αίτησης ο αιτητής/τρια για πρώτη φορά προβάλλει τέτοια στοιχεία ή ισχυρισμούς τα οποία χρήζουν περαιτέρω διερεύνησης.

 

Θεωρώ χρήσιμο όπως καταγραφούν όλοι οι ισχυρισμοί που o Αιτητής προέβαλε σε όλα τα στάδια εξέτασης του αιτήματός του, προκειμένου να εξετάσω την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης αλλά και για να διαφανεί εάν οι Καθ’ ων η αίτηση αποφάσισαν μετά από δέουσα έρευνα, ορθά, νόμιμα και εντός των πλαισίων της διακριτικής τους ευχέρειας. 

 

Με την αρχική αίτησή του για παροχή διεθνούς προστασίας, ο Αιτητής ανέφερε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του λόγω της δίωξης του από την Αl Shabaab», η οποία τον απειλούσε και σκότωσε τον πατέρα του.

 

Κατά το στάδιο της συνέντευξης του, ο Αιτητής, ισχυρίστηκε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του λόγω του θανάτου του πατέρα του και άλλων συγγενών του, που έπεσαν θύματα τρομοκρατικής επίθεσης από την Al Shabaab τον Ιούνιο του 2018. Ο πατέρας του ήταν πράκτορας της εθνικής υπηρεσίας πληροφοριών της Σομαλίας και το οικογενειακό τους εισόδημα εξαρτιόταν από εκείνον αποκλειστικά, με αποτέλεσμα η απώλειά του να φέρει σοβαρές οικονομικές δυσκολίες στην οικογένεια του Αιτητή. Ο τελευταίος αναγκάστηκε να αναλάβει το βάρος της οικογένειας, ξεκινώντας μια μικρή επιχείρηση μεταφορών με μηχανάκι για να βοηθήσει τη μητέρα του και τα αδέλφια του, οι οποίοι αντιμετώπιζαν επίσης προκλήσεις, όπως η ασθένεια της μητέρας του και τα έξοδα για τη σχολική εκπαίδευση. Ωστόσο, ο Αιτητής ισχυρίζεται πως η κατάσταση επιδεινώθηκε όταν δέχθηκε απειλές από την Al Shabaab, κατηγορώντας τον ότι συνδράμει τους κυβερνητικούς στρατιώτες. Αν και ο Αιτητής προσπάθησε να τους πείσει ότι δεν έχει σχέση με την κυβέρνηση, συνέχισε να δέχεται απειλές για τη ζωή του, ως ισχυρίστηκε. Ένα περιστατικό με έναν αστυνομικό, που τον εξανάγκασε να τον μεταφέρει με το μηχανάκι του, κατέληξε σε επίθεση. Αργότερα, η Al Shabaab τον προειδοποίησε ξανά ότι θα τον σκοτώσουν εάν δεν σταματήσει να βοηθά τους κυβερνητικούς στρατιώτες. Επιπρόσθετα, ο Αιτητής ισχυρίστηκε πως η αστυνομία τον υποψιάστηκε ως μέλος της Al Shabaab με αποτέλεσμα να τον συλλάβει με την κατηγορία της συμμετοχής σε επίθεση που οδήγησε στον θάνατο αστυνομικού. Ισχυρίστηκε ότι κρατήθηκε στη φυλακή για τρεις μήνες όταν τελικά αποφυλακίστηκε με εγγύηση, την οποία αποπλήρωσε κάποιος συγγενής του. Ακολούθως παροτρύνθηκε από το οικογενειακό του περιβάλλον να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του, όπως και έπραξε. Περαιτέρω, ο Αιτητής είχε πληροφορηθεί από την αστυνομία, ως ο ίδιος δήλωσε, πως η οικογένεια του αστυνομικού που δολοφονήθηκε από την Al Shabaab στο ως άνω περιγραφόμενο περιστατικό τον κατηγορεί για τη δολοφονία του και ο ίδιος ακόμη και μετά την αποφυλάκισή του ανησυχούσε πως η εν λόγω οικογένεια θα αναζητήσει εκδίκηση.

 

Στη βάση των ανωτέρω, σχηματίστηκαν από τους Καθ' ων η αίτηση, έξι ουσιώδεις ισχυρισμοί, ο πρώτος ως προς τα προσωπικά του στοιχεία και τη χώρα καταγωγής του, ο δεύτερος ως προς τον ισχυρισμό του Αιτητή ότι ο πατέρας του, ο οποίος ήταν πράκτορας στη σομαλική υπηρεσία πληροφοριών, στοχοποιήθηκε από την Al Shabaab και δολοφονήθηκε σε μία έκρηξη του 2018, ο τρίτος ισχυρισμός συνίσταται στον ισχυρισμό του Αιτητή πως δέχθηκε απειλές από την Al Shabaab ενώ εργαζόταν ως οδηγός στο Moto Bajaj, ο τέταρτος περί της ισχυριζόμενης κράτησης του Αιτητή με την κατηγορία της συμμετοχής του στην τρομοκρατική οργάνωση AlShabaab, ο πέμπτος ως προς την απελευθέρωσή του με εγγύηση μετά από την τρίμηνη κράτησή του και τέλος ο έκτος ισχυρισμός αφορά την ισχυριζόμενη δίωξη του με στόχο την εκδίκηση από την οικογένεια του αστυνομικού που σκοτώθηκε.

 

Ο πρώτος ισχυρισμός του Αιτητή κρίθηκε αποδεκτός, ενώ οι ισχυρισμοί 2 έως 6 απορρίφθηκαν από τον αρμόδιο λειτουργό καταρχάς ως εσωτερικά αναξιόπιστοι, εφόσον διαπιστώθηκε ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση, αναφορικά με κανέναν εκ των ανωτέρω ισχυρισμών, να δώσει επαρκείς και ικανοποιητικές πληροφορίες, αλλά παρέμενε γενικός στις δηλώσεις του, υπέπεσε σε ασάφειες και παρείχε μη συνεκτικές απαντήσεις. Η μη στοιχειοθέτηση της εσωτερικής αξιοπιστίας του Αιτητή στους ισχυρισμούς 2 έως 5 σε συνδυασμό με την εν μέρει μόνο στοιχειοθέτηση των ισχυρισμών του κατά την αξιολόγηση της εξωτερικής του αξιοπιστίας, οδήγησαν στην απόρριψη των ισχυρισμών. Σε σχέση με τον έκτο ισχυρισμό του Αιτητή, παρά την επιβεβαίωση της ύπαρξης εκδικητικών δολοφονιών μεταξύ φυλών («clans») στη χώρα καταγωγής του, ο ρόλος αυτών για την επίλυσή των διαφορών παρουσιάζεται στις εξωτερικές πηγές πιο κρίσιμος εν αντιθέσει με τα όσα ο Αιτητής προέβαλε και ως εκ τούτου ο έκτος ισχυρισμός κρίθηκε και ως εξωτερικά αναξιόπιστος. Ως εκ τούτου, ο αρμόδιος λειτουργός κατέληξε ότι από μόνος του ο ισχυρισμός για την ταυτότητα του Αιτητή και τη χώρα καταγωγής του, δεν δύναται να αποτελέσει λόγο για παραχώρηση προσφυγικού καθεστώτος και του καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας όπως προνοείται στα άρθρα 3 και 19(1) και (2) του περί Προσφύγων Νόμου, Ν 6(Ι)/2000, το δε αρμόδιο, εξουσιοδοτημένο από τον Υπουργό Εσωτερικών, πρόσωπο να εκτελεί καθήκοντα Προϊστάμενου, υιοθέτησε την Έκθεση/Εισήγηση και απέρριψε το αίτημα του Αιτητή.

 

Εναντίον της απορριπτικής απόφασης των Καθ' ων η αίτηση, ο Αιτητής καταχώρησε, όπως ήδη αναφέρθηκε πιο πάνω, προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας, η οποία απορρίφθηκε εφόσον ο ίδιος δεν την προώθησε, γεγονός που λαμβάνεται υπόψη, καθιστώντας την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου τελεσίδικη.

 

Με την μεταγενέστερη του αίτηση, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι δεν είναι μπορεί να επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του καθότι μη έχοντας προστασία εκεί φοβάται ότι θα τον δολοφονήσουν προσθέτοντας ότι από όταν έφυγε δολοφονήθηκε και ο αδελφός του για εκδικητικούς λόγους.

 

Περαιτέρω, προς υποστήριξη της αίτησής του, ο Αιτητής υπέβαλε στην Υπηρεσία Ασύλου, τα εξής έγγραφα, ως αυτά εντοπίζονται στον διοικητικό φάκελο: (i) Βεβαίωση θανάτου του πατέρα του από το νοσοκομείο και από την αστυνομία  τμήμα εξιχνίασης εγκλημάτων (ii) Έγγραφο με τίτλο «Απόδειξη απειλών» και (iii) επιστολή με τίτλο «Evidence of Accusation» ημερ. 20/05/2023, η οποία επιβεβαιώνει την κράτηση του Αιτητή, την πληρωμή της εγγύησης από τον H.A.O. καθώς επίσης ότι το εν λόγω πρόσωπο δεν σχετίζεται με την τρομοκρατική οργάνωση Al Shabaab.

 

Εξετάζοντας την μεταγενέστερη αίτηση του Αιτητή, ορθά ο αρμόδιος λειτουργός εισηγήθηκε την απόρριψή της ως απαράδεκτης, δυνάμει του άρθρου 16Δ του περί Προσφύγων Νόμου, δεδομένου ότι τα στοιχεία που υπέβαλε ο Αιτητής δεν αποτελούν νέα στοιχεία, ούτε εξ αυτών προκύπτουν πιθανότητες χορήγησης του καθεστώτος διεθνούς προστασίας, καθώς τα προσκομισθέντα έγγραφα έχουν μόνο υποστηρικτικό χαρακτήρα σε γεγονότα που έχουν ήδη εξετασθεί και απορριφθεί. Επιπλέον, ισχυρισμός περί δολοφονίας του αδελφού του δεν τεκμηριώθηκε με οποιοδήποτε τρόπο, παρά του ότι επί του εγγράφου της μεταγενέστερης αίτησης γίνεται αναφορά σε πιστοποιητικό θανάτου. Πέραν τούτων ορθά οι Καθ' ων η αίτηση έκριναν ότι ο Αιτητής εξ υπαιτιότητας του δεν προσκόμισε τα εν λόγω έγγραφα σε προγενέστερο στάδιο λαμβάνοντας υπόψη ότι άσκησε το δικαίωμά του σε προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου. Τούτων λεχθέντων η αίτηση του κρίθηκε απαράδεκτη από τους Καθ’ ων η αίτηση.

 

Επαναλαμβάνεται ότι με την υποβολή μεταγενέστερου αιτήματος από Αιτητή ασύλου, ο Προϊστάμενος προβαίνει σε προκαταρκτική εξέταση αυτού και εκδίδει νέα εκτελεστή απόφαση μόνο εφόσον τα υποβληθέντα από τον Αιτητή νέα στοιχεία αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας και εφόσον ο Προϊστάμενος ικανοποιείται ότι ο Αιτητής αδυνατούσε να υποβάλει τα συγκεκριμένα στοιχεία κατά τη προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Δικαστήριο.

 

Σύμφωνα με τα ενώπιον μου στοιχεία και στη βάση των προνοιών των πιο πάνω άρθρων, διαπιστώνω ότι ο Αιτητής δεν υπέβαλε ουσιαστικά κανένα ισχυρισμό, που να καθιστά αναγκαία την εκ νέου εξέταση της αίτησης του. Τα όσα ανέφερε με την μεταγενέστερη αίτησή του, ότι δηλαδή φοβάται να επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του γιατί κινδυνεύει να τον σκοτώσουν, ως ορθά κρίθηκε από τους Καθ’ ων η αίτηση δεν αποτελούν νέα στοιχεία, αλλά ισχυρισμούς άμεσα συνδεδεμένους με τον πυρήνα του αιτήματός του κατά την αρχική του αίτηση για διεθνή προστασία. Περαιτέρω, όσον αφορά τον ισχυρισμό του Αιτητή ότι δολοφονήθηκε ο αδελφός του αφού αναχώρησε ο ίδιος από τη χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής δεν προσκόμισε κανένα στοιχείο προς υποστήριξη του εν λόγω ισχυρισμού ούτε όμως αυτό προωθήθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου.

 

Όσον αφορά τα έγγραφα τα οποία προσκόμισε ο Αιτητής, ως αυτά καταγράφονται ανωτέρω και αφορούν την επιβεβαίωση του θανάτου του πατέρα του και της σύλληψης του ίδιου με την κατηγορία ότι είναι μέλος της Al Shabaab, ορθά κρίθηκε από τους Καθ’ ων η αίτηση πως αυτά έχουν μόνο υποστηρικτικό χαρακτήρα των ισχυρισμών που προέβαλε ο Αιτητής ήδη από την προγενέστερη αίτησή του και αξιολογήθηκαν στα πλαίσια αυτής.

 

Αποτελεί κρίση του Δικαστηρίου ότι οι Καθ' ων η αίτηση αξιολόγησαν δεόντως όλους τους ισχυρισμούς του Αιτητή και ορθά έκριναν ότι αυτοί δεν αποτελούν νέα στοιχεία, που να αυξάνουν τις πιθανότητες χορήγησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας, κατά συνέπεια, κρίνω ότι ορθά απέρριψαν την αίτηση ως απαράδεκτη.

 

Αποτελεί εύρημα του Δικαστηρίου ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει ότι πάσχει η ορθότητα της απόφασης των Καθ' ων η αίτηση, η οποία κρίνεται δεόντως αιτιολογημένη. 

 

Με βάση το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου, καταλήγω ότι το μεταγενέστερο αίτημα του Αιτητή εξετάστηκε πλήρως και υπήρξε επαρκής αιτιολόγηση. Το περιεχόμενο της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου στην οποία αναφέρονται οι λόγοι της απόρριψης του αιτήματός του ως απαράδεκτο, αποκαλύπτει ότι η απόφασή της ήταν απόλυτα ορθή και στα πλαίσια της διακριτικής της ευχέρειας. Δεν έχει καταδειχθεί οτιδήποτε το μεμπτό, ούτως ώστε να δικαιολογείται επέμβαση του παρόντος Δικαστηρίου. Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αποτέλεσμα δέουσας έρευνας και είναι επαρκώς αιτιολογημένη.

 

Ως εκ τούτου η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται.  Επιδικάζονται €800 εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ' ων η αίτηση. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.

 

A.   AΓΡΟΤΗ, Δ. ΔΔΔΠ

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο