G.D.N ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: Τ582/24, 26/11/2024
print
Τίτλος:
G.D.N ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: Τ582/24, 26/11/2024

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

  Υπόθεση Αρ.: Τ582/24

26 Νοεμβρίου 2024

 

[ Δ. Κατσαρίδης, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

 

G.D.N

Αιτητής

 

ΚΑΙ

 

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου

 

 

Καθ' ων η αίτηση

 

Κ. Κουπαρή (κα), Δικηγόρος για τον Αιτητή.

Αιτητής παρών.

(Μ. Σταύρου (κα) για μετάφραση από τα Γαλλικά στα Ελληνικά και αντίστροφα)

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

Δ. Κατσαρίδης, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Ο Αιτητής με την παρούσα προσφυγή στρέφεται κατά της απόφασης των Καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 11/04/2024, η οποία κοινοποιήθηκε σε αυτόν την ίδια ημέρα και με την οποία απορρίφθηκε ως απαράδεκτη η μεταγενέστερη αίτησή του για διεθνή προστασία, δυνάμει των άρθρων 16Δ και 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου (Ν.6(Ι)/2000), ως έχει ως σήμερα τροποποιηθεί.

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Τα γεγονότα της υπό εξέτασης υπόθεσης προκύπτουν από το Υπόμνημα το οποίο συνοδεύεται από τον διοικητικό φάκελο που αφορά τον Αιτητή και καταχωρήθηκε στο Δικαστήριο από την Υπηρεσία Ασύλου σύμφωνα με τον κανονισμό 3 των Περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019, ως αυτοί έχουν τροποποιηθεί.

Ο Αιτητής είναι υπήκοος της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κογκό ( εφεξής: ΛΔΚ) και υπέβαλε αίτηση για παροχή καθεστώτος διεθνούς προστασίας στις 03/02/2022, αφού προηγουμένως εισήλθε παράτυπα στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές. Στις 17/10/2022, πραγματοποιήθηκε συνέντευξη του Αιτητή από αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου. Στις 19/10/2022, ο αρμόδιος λειτουργός ετοίμασε Έκθεση/Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου, και ο εξουσιοδοτημένος να ασκεί καθήκοντα Προϊστάμενου λειτουργός ενέκρινε την εισήγηση για απόρριψη της αίτησης για διεθνή προστασία στις 21/10/2022. Στις 07/11/2022, η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική του αιτήματος του Αιτητή επιστολή μαζί με την αιτιολόγηση της απόφασης, η οποία στάλθηκε ταχυδρομικώς στον Αιτητή στις 30/11/2022.

Στις 16/10/2023 ο Αιτητής υπέβαλε πρώτη μεταγενέστερη αίτηση ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου. Στις 09/02/2024, αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ετοίμασε Έκθεση/Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου, εισηγούμενος την απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησης του Αιτητή. Στις 12/02/2024, αρμοδίως εξουσιοδοτημένος να ασκεί καθήκοντα Προϊσταμένου λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε την Έκθεση/Εισήγηση του λειτουργού όπως η μεταγενέστερη αίτηση του Αιτητή κριθεί ως απαράδεκτη.

Ακολούθως, ήτοι στις 13/02/2024, η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική επιστολή σχετικά με την μεταγενέστερη αίτηση του Αιτητή, την οποία ο τελευταίος παρέλαβε δια χειρός αυθημερόν.

Στις 11/04/2024 ο Αιτητής υπέβαλε δεύτερη μεταγενέστερη αίτηση ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου. Αυθημερόν, αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ετοίμασε Έκθεση/Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου, εισηγούμενος την απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησης του Αιτητή. Την ίδια μέρα, αρμοδίως εξουσιοδοτημένος να ασκεί καθήκοντα Προϊσταμένου λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε την Έκθεση/Εισήγηση του λειτουργού όπως η μεταγενέστερη αίτηση του Αιτητή κριθεί ως απαράδεκτη.

Ακολούθως, ήτοι στις 11/04/2024, η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική επιστολή σχετικά με την μεταγενέστερη αίτηση του Αιτητή, την οποία ο τελευταίος παρέλαβε δια χειρός αυθημερόν. Στις 15/04/2024, καταχωρήθηκε η υπό εξέταση προσφυγή κατά της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου με την οποία απορρίφθηκε η μεταγενέστερη αίτηση του Αιτητή ως απαράδεκτη.

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

Η συνήγορος του Αιτητή παραθέτει στο εισαγωγικό δικόγραφο της διαδικασίας πλείονες λόγους ακύρωσης χωρίς αυτοί να συνοδεύονται από σαφή αιτιολογία ή παραπομπή σε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά ή στοιχεία του διοικητικού φακέλου. Κατά την προφορική της αγόρευση, η συνήγορος του Αιτητή, υποστηρίζει ότι ο Αιτητής με την μεταγενέστερη αίτηση του πρόβαλε νέο στοιχείο ήτοι έγγραφο ημερ. 20.01.2024 το οποίο αναφέρει ότι ο Αιτητής καταζητείται και ως εκ τούτου λανθασμένα η Καθ’ων η Αίτηση θεώρησαν ότι το εν λόγω έγγραφο έχει μόνο υποστηρικτικό χαρακτήρα άρα η απόφαση πάσχει λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας.

TO ΝΟΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

Η παρούσα προσφυγή εμπίπτει στις πρόνοιες του εδαφίου (ε) του άρθρου 3 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 (3/2019), ως αυτοί έχουν προσφάτως τροποποιηθεί και συνεπώς η υπόθεση ορίστηκε απευθείας για Ακρόαση από το Πρωτοκολλητείο. Σχετικό Υπόμνημα ως προβλέπεται στο εδάφιο (ε) του άρθρου 3, καταχωρίστηκε από τους Καθ' ων η αίτηση, συνοδευόμενο και από τον σχετικό διοικητικό φάκελο. Το Δικαστήριο, έχοντας διακριτική ευχέρεια δυνάμει της πρώτης επιφύλαξης του εδαφίου (ε) του άρθρου 3, δεν έκρινε σκόπιμη την παρουσία των Καθ' ων η αίτηση και η διαδικασία διεξήχθη με μόνη την παρουσία του Αιτητή και της συνηγόρου του.

Παράλληλα, το άρθρο 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 [Ν. 73(Ι)/2018, ως έχει τροποποιηθεί] καθορίζει τη δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου.

Το άρθρο 2 του περί Προσφύγων Νόμου [Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί] καθορίζει την έννοια του όρου «μεταγενέστερη αίτηση» ως ακολούθως:

«"μεταγενέστερη αίτηση" σημαίνει την περαιτέρω αίτηση διεθνούς προστασίας που υποβάλλεται δυνάμει του άρθρου 16Δ μετά τη λήψη τελικής απόφασης επί προηγούμενης αίτησης, περιλαμβανομένων περιπτώσεων όπου ο Προϊστάμενος έλαβε απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 16Β ή 16Γ·»

Το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου καθορίζει την έννοια του όρου «πρόσφυγας» και τις προϋποθέσεις υπαγωγής σε αυτό τον ορισμό.

Το άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου προβλέπει τις περιπτώσεις όπου χορηγείται το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.

Το άρθρο 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου προβλέπει τα ακόλουθα (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

«Απαράδεκτες αιτήσεις

12Βτετράκις.-(1) Χωρίς επηρεασμό των περιπτώσεων κατά τις οποίες μια αίτηση δεν εξετάζεται σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 604/2013, σε περίπτωση που αίτηση θεωρείται απαράδεκτη δυνάμει του εδαφίου (2), ο Προϊστάμενος κλείνει το φάκελο και διακόπτει τη διαδικασία εξέτασης της αίτησης με απόφασή του την οποία λαμβάνει και καταχωρίζει στον φάκελο χωρίς να εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 12Δ και 13 και επί της οποίας απόφασης εφαρμόζονται οι διατάξεις των εδαφίων (7) μέχρι (7Ε) του άρθρου 18.

(2) Με την επιφύλαξη της Σύμβασης, η Υπηρεσία Ασύλου δύναται να θεωρήσει αίτηση ως απαράδεκτη μόνον εάν-

(α) [...]

(β) [...]

(γ) [...]

(δ) η αίτηση είναι μεταγενέστερη αίτηση στο πλαίσιο της οποίας δεν υποβλήθηκαν από τον αιτητή ή δεν προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας∙ ή

(ε) [...]».

 

Το άρθρο 16Δ του του περί Προσφύγων Νόμου ορίζει τα εξής (έμφαση του παρόντος Δικαστηρίου):

 «Υποβολή νέων στοιχείων ή πορισμάτων ή μεταγενέστερης αίτησης

16Δ.-(1)(α) Σε περίπτωση που Αιτητής υποβάλει στον Προϊστάμενο -

(i)      Μεταγενέστερη αίτηση, ή

(ii) νέα στοιχεία ή πορίσματα κατά ή μετά την ημερομηνία στην οποία καθίσταται εκτελεστή απόφαση του Προϊσταμένου επί πρότερης αίτησης του αιτητή,

ο Προϊστάμενος εξετάζει το συντομότερο δυνατό οτιδήποτε ούτως υποβληθέν σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

(β) Στην παράγραφο (α), ο όρος «απόφαση» περιλαμβάνει απόφαση που λαμβάνεται από τον Προϊστάμενο δυνάμει του άρθρου 16Β ή 16Γ.

(2) Σε περίπτωση που Αιτητής υποβάλει στον Προϊστάμενο είτε μεταγενέστερη αίτηση είτε νέα στοιχεία ή πορίσματα, σύμφωνα με το εδάφιο (1), ο Προϊστάμενος δεν μεταχειρίζεται οτιδήποτε υποβληθέν ως νέα αίτηση αλλά ως περαιτέρω διαβήματα στα πλαίσια της αποφασισθείσας αίτησης. Ο Προϊστάμενος λαμβάνει υπόψη όλα τα στοιχεία των προαναφερόμενων περαιτέρω διαβημάτων χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.

(3)(α) Κατά τη λήψη απόφασης σχετικά με το παραδεκτό της αίτησης σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις, ο Προϊστάμενος προβαίνει σε προκαταρτική εξέταση προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της εκδοθείσας απόφασής του, σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τον χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας:

Νοείται ότι, σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώσει ότι ο αιτητής δεν έχει προσκομίσει νέα στοιχεία ή πορίσματα, η μεταγενέστερη αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη, με βάση την αρχή του δεδικασμένου, χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.

(β) Σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώνει ότι προέκυψαν ή υποβλήθηκαν τα προαναφερόμενα στην παράγραφο (α) νέα στοιχεία ή πορίσματα, προβαίνει σε ουσιαστική εξέτασή τους, αφού προηγουμένως ενημερώσει σχετικά τον αιτητή, και εκδίδει νέα εκτελεστή απόφαση, μόνο εφόσον -

(i) Τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον αιτητή διεθνούς προστασίας∙ και

(ii) ικανοποιείται πως ο Αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.

(γ) Επί της νέας εκτελεστής απόφασης που αναφέρεται στην παράγραφο (β) εφαρμόζονται τα εδάφια (7) μέχρι (7Ε) του άρθρου 18.

(δ) Σε περίπτωση που μεταγενέστερη αίτηση δεν εξετάζεται περαιτέρω δυνάμει του παρόντος άρθρου, αυτή θεωρείται απαράδεκτη σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις και σε τέτοια περίπτωση ο Προϊστάμενος εκδίδει σχετική απόφαση επί της οποίας εφαρμόζονται κατ' αναλογία τα εδάφια (7) και (7Ε) του άρθρου 18. Η εν λόγω απόφαση παραθέτει την αιτιολογία της και ενημερώνει τον αιτητή για το δικαίωμα που έχει να την προσβάλει στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, καθώς και για την προθεσμία άσκησης τέτοιας προσφυγής.

[...]» 

Έχω εξετάσει με προσοχή τον διοικητικό φάκελο του Αιτητή. Πρωτίστως παρατηρώ ότι οι λόγοι ακύρωσης που προβάλλει ο Αιτητής δια της καταχωρισθείσας προσφυγής του δεν εγείρονται σύμφωνα με τον κανονισμό 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Δικαστηρίου του 1962 ο οποίος θέτει υποχρέωση σε κάθε διάδικο δια των εγγράφων προτάσεων του να εκθέτει τα νομικά σημεία επί των οποίων στηρίζεται και συγχρόνως να τα αιτιολογεί πλήρως.

Ο Κανονισμός 7 του περί Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου Διαδικαστικού Κανονισμού του 1962 υπήρξε αντικείμενο εξέτασης στην υπόθεση Mustafa Haghilo, A.E. 156/2012 ημερομηνίας 27/2/2018, ECLI:CY:AD:2018:C91, όπου η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου κατόπιν ανασκόπησης της μέχρι τότε νομολογίας αναφέρει τα εξής ως προς την εμβέλεια του Κανονισμού:

«Σύμφωναμε τον Καν. 7 του περί Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου Διαδικαστικού Κανονισμού του 1962, ο αιτητής θα πρέπει να εξειδικεύσει ρητά και να αιτιολογήσει πλήρως τους νομικούς λόγους ακύρωσης. Ωστόσο ο διαδικαστικός αυτός Κανονισμός τυγχάνει χαλάρωσης όταν διάδικος εμφανίζεται χωρίς δικηγόρο, επιφύλαξη που δεν εφαρμόζεται στην παρούσα περίπτωση εφόσον κατά την πρωτόδικη διαδικασία ο εφεσείων εμφανίζετο με δικηγόρο.

 

Στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Ευγενίου (2005) 3 ΑΑΔ 257 με αναφορά σε προηγούμενη νομολογία το Ανώτατο Δικαστήριο αναφέρει τα εξής στη σελ. 263 ως προς την αναγκαιότητα τήρησης των προνοιών του Κανονισμού 7:

 

«Είναι η θέση της ευπαίδευτης συνηγόρου της εφεσείουσας ότι προβλήθηκε εκ μέρους των αιτητών μια γενική αναφορά ότι παραβιάζονται οι γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου, χωρίς συγκεκριμένη αναφορά στα πραγματικά γεγονότα που οδήγησαν στη λήψη της επίδικης απόφασης. Προς τούτο έγινε επίκληση των αποφάσεων Βασιλείου ν. Δήμου Παραλιμνίου (1995) 4 Α.Α.Δ. 1275, Β. Νικολάου και Υιοί Λτδ ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 1627, Ευθυμίου ν. Δημοκρατίας (1977) 3 Α.Α.Δ. 281 και Latomia Estate Ltd. v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 672.

 

Σύμφωνα με τιςπρόνοιες του Κανονισμού 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962 "έκαστος διάδικος δέον δια των εγγράφων προτάσεων αυτού να εκθέτει τα νομικά σημεία επί των οποίων στηρίζεται αιτιολογών συγχρόνως ταύτα πλήρως".

 

Στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598 αποφασίστηκε ότι η δικογραφία αποτελεί το μέσο προσδιορισμού των επίδικων θεμάτων και ότι οι τελικές αγορεύσεις που καταχωρούνται εξειδικεύουν τους λόγους της προσφυγής, τις οποίες το Δικαστήριο καλείται να εξετάσει. Στην πιο πάνω υπόθεση ο πρόσθετος λόγος που επικαλέστηκε ο αιτητής με τη γραπτή του αγόρευση, ο οποίος αφορούσε την αντισυνταγματικότητα νόμου, συνιστούσε νομικό θέμα ιδιάζουσας σπουδαιότητας και θα μπορούσε να εξεταστεί μετά τον επακριβή προσδιορισμό άρθρου του Νόμου και του Συντάγματος τα οποία συγκρούονταν μεταξύ τους.

Οι ισχυρισμοί για την ακύρωση μιας διοικητικής απόφασης πρέπει να είναι συγκεκριμένοι και να εξειδικεύουν ποια νομοθετική πρόνοια ή αρχή διοικητικού δικαίου παραβιάζεται. Όπως έχει τονισθεί στην υπόθεση Latomia Estate Ltd. v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 672:

 

"Η αιτιολόγηση των νομικών σημείων πάνω στα οποία βασίζεται μια προσφυγή είναι απαραίτητη για την εξέταση από ένα Διοικητικό Δικαστήριο των λόγων που προσβάλλουν τη νομιμότητα μιας διοικητικής πράξης.

 

Στην παρούσα περίπτωση η απλή επίκληση της παραβίασης ενός συνταγματικού άρθρου, συγκεκριμένων νόμων και γενικών διοικητικών αρχών χωρίς οποιαδήποτε συγκεκριμενοποίηση δεν είναι αρκετή. Οι εφεσείοντες απέτυχαν να συνοδεύσουν τους ισχυρισμούς με εκείνα τα στοιχεία και γεγονότα τα οποία θα εφοδίαζαν το Δικαστήριο με το απαραίτητο υλικό που θα επέτρεπε την εξέταση της νομιμότητας της διοικητικής απόφασης. (Βλ. Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598.)"

 

Στην υπόθεση Βασιλείου ν. Δήμου Παραλιμνίου (πιο πάνω) τονίστηκε ότι τα επίδικα θέματα προσδιορίζονται από τη δικογραφία και ότι η προφορική ή γραπτή αγόρευση δεν αποτελεί δικόγραφο ούτε αποδεικτικό μέσο.

 

Στην υπόθεση Β. Νικολάου και Υιοί Λτδ. ν. Δημοκρατίας (πιο πάνω) αποφασίστηκε ότι πρόσθετοι λόγοι που περιλήφθηκαν στη γραπτή αγόρευση των αιτητών δεν μπορούσαν να εξεταστούν και υιοθετήθηκε η αρχή στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (πιο πάνω), ότι η δικογραφία αποτελεί το μέσο προσδιορισμού των επίδικων θεμάτων και ότι οι τελικές αγορεύσεις θα πρέπει να περιορίζονται στους λόγους της προσφυγής που προβάλλονται για την ακύρωση μιας διοικητικής πράξης.

...............................

Σε αριθμό πρωτόδικων αποφάσεων τονίστηκε ότι μια απλή αναφορά στους λόγους έφεσης για παράβαση νόμου, κακή εφαρμογή του νόμου ή για κατάχρηση εξουσίας δεν είναι ικανοποιητική και ότι η αναφορά θα πρέπει να συνοδεύεται από μια συγκεκριμένη επίκληση.»

 

Δεν αρκεί η παράθεση των συγκεκριμένων διατάξεων της νομοθεσίας που κατ' ισχυρισμόν παραβιάζει η προσβαλλόμενη πράξη, αλλά θα πρέπει επίσης τα επικαλούμενα νομικά σημεία να αιτιολογούνται πλήρως. Οποιαδήποτε αοριστία ή ασάφεια σε σχέση με αυτά μπορεί να έχει ως συνέπεια την απόρριψη της προσφυγής (βλ. Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 AAΔ.598).»

 

Μετά από ενδελεχή μελέτη του φακέλου διαπιστώνω ότι ο τρόπος που συντάχθηκε το νομικό πλαίσιο της προσφυγής, δεν παρέχει επαρκή και σαφή πληροφόρηση ως προς την συγκεκριμένη πρόνοια του Νόμου ή τις αρχές του Διοικητικού ή Ευρωπαϊκού Δικαίου, που κατ' ισχυρισμό παραβιάζει η προσβαλλόμενη απόφαση, αλλ' ούτε και παραθέτουν με την αναγκαία ευκρίνεια τα γεγονότα επί των οποίων στηρίζετο ο κάθε λόγος ακύρωσης. (βλ. ANKIT v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΕΦΕΣΗ ΚΑΤΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ 29/2021, 4/10/2021)

Ως εκ τούτου οι λόγοι ακύρωσης ως παρατίθενται επί του εισαγωγικού δικογράφου απορρίπτονται στο σύνολο τους ως απαράδεκτοι και γενικοί.

Λαμβανομένης υπόψιν και της εξουσίας του παρόντος Δικαστηρίου όπου και σύμφωνα με τον περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο του 2018, Ν.73(Ι)/2018, το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας έχει την εξουσία να εξετάσει την παρούσα υπόθεση επί της νομιμότητας και ορθότητας των προϋποθέσεων του παραδεκτού (και μόνο) τέτοιας μεταγενέστερης αίτησης θα προχωρήσω να εξετάσω κατά πόσο ορθώς ελήφθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση υπό τις ως άνω εκ της νομοθεσίας τιθέμενες προϋποθέσεις,(βλ. Deepak Kumar v Κυπριακή Δημοκρατία μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 66/2022 ημερ. 30/10/2024).

Το Δικαστήριο στα πλαίσια ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντος οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωση (βλ. απόφαση αρ. 128/2008 JAMAL KAROU V Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 1 Φεβρουαρίου, 2010).

Περαιτέρω  όπως εξηγήθηκε στην υπόθεση Πολυξένη Γεωργίου ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 606/91, ημερομηνίας 22.9.92, στις σελ. 2-3: «Το τι αποτελεί επαρκή έρευνα, εξαρτάται από τα γεγονότα και περιστατικά της κάθε υπόθεσης (Κηαν. Τhe Republic (1987) 3 CLR 1534). Η έκταση της έρευνας που ένα διοικητικό όργανο διεξάγει για τη λήψη απόφασης εξαρτάται από τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης (Δημοκρατίας ν. Γιαλλουρίδη και Άλλων), Αναθεωρητικές Εφέσεις 868, 868, ημερομηνίας 13.12.90)».

Υπενθυμίζω ότι αυτό που εξετάζεται επί της παρούσας είναι η απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση για απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησης του Αιτητή η οποία αποτελεί απόφαση εκδιδόμενη δυνάμει της παραγράφου (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου. Σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη, ο Προϊστάμενος κλείνει το φάκελο και διακόπτει τη διαδικασία εξέτασης της αίτησης χωρίς να εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 12Δ (Ταχύρρυθμη διαδικασία εξέτασης αιτήσεων) και 13 (Κανονική διαδικασία εξέτασης αιτήσεων), εφόσον «η αίτηση είναι μεταγενέστερη αίτηση στο πλαίσιο της οποίας δεν υποβλήθηκαν από τον αιτητή ή δεν προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο Αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας».

Το ζήτημα της εξέτασης των μεταγενέστερων αιτήσεων και ειδικότερα της έννοιας των νέων στοιχείων και πορισμάτων εξετάστηκε στην απόφαση του ΔΕΕ της 9ης Σεπτεμβρίου 2021 στην Υπόθεση C 18/20, XY κατά Bundesamt für Fremdenwesen und Asyl, ECLI:EU:C:2021:710. Το ΔΕΕ κλήθηκε να ερμηνεύσει το άρθρο 40 παράγραφοι 2, 3 και 4 της οδηγίας 2013/32/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας (στο εξής: Οδηγία 2013/32/ΕΕ), διατάξεις οι οποίες μεταφέρονται στο ημεδαπό δίκαιο με το άρθρο 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου. Στην απόφαση αυτή ξεκαθαρίστηκε ότι η έννοια «νέα στοιχεία ή πορίσματα», τα οποία «έχουν προκύψει ή υποβληθεί από τον αιτούντα», κατά τη διάταξη αυτή, περιλαμβάνει τα στοιχεία ή τα πορίσματα που προέκυψαν μετά την οριστική περάτωση της διαδικασίας που είχε ως αντικείμενο προγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας, καθώς και τα στοιχεία ή τα πορίσματα τα οποία υφίσταντο μεν ήδη πριν από την περάτωση της διαδικασίας, αλλά δεν προβλήθηκαν από τον αιτούντα (βλ. Υπόθεση C‑18/20, σκέψεις 31 έως 44).

Ως εκ τούτου, στα πλαίσια της μεταγενέστερης αίτησης αυτό που ερευνάται είναι, πρώτα, το κατά πόσο «[.] υποβλήθηκαν από τον αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της εκδοθείσας απόφασής του [.]» [άρθρο 16Δ(3)(α)] του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, Ν. 6(I)/2000 ως έχει τροποποιηθεί]) και, εφόσον διαπιστωθεί τούτο, η Υπηρεσία Ασύλου προχωρά σε εξέταση κατά πόσο «[τ]α εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον αιτητή διεθνούς προστασίας [.]» [άρθρο 16Δ(3)(β)(i) του ιδίου Νόμου] και, περαιτέρω, κατά πόσο «ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία [.]» [άρθρο 16Δ(3)(β)(ii) το Νόμου], [βλ. και αρ.40, παράγραφοι (2),(3) και (4), Ευρωπαϊκή Οδηγία 2013/32/ΕΕ].

Σκοπός λοιπόν της προκαταρτικής έρευνας η οποία κατέληξε στην προσβαλλόμενη δια της παρούσης απόφαση, είναι ο έλεγχος του κατά πόσο πληρούνται οι ως άνω εκ της νομοθεσίας τιθέμενες προϋποθέσεις, οι οποίες θα δικαιολογούσαν περαιτέρω εξέταση της μεταγενέστερης αίτησης και όχι επί της ουσίας έρευνα των νεών ισχυρισμών ως να επρόκειτο για πρώτη αίτηση ασύλου. Τούτη είναι και η σκοπιμότητα των διατάξεων του άρθρου 40, παράγραφοι (2), (3) και (4), της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2013/32/ΕΕ, όπου γίνεται σαφής διάκριση μεταξύ πρώτης και μεταγενέστερης αίτησης όπου λέγεται ότι «[.] η μεταγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας υποβάλλεται καταρχήν σε προκαταρκτική εξέταση προκειμένου να καθορισθεί εάν προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτούντα νέα στοιχεία ή πορίσματα [.]» και ότι μόνο «[ε]άν η προκαταρκτική εξέταση που αναφέρεται στην παράγραφο 2 καταλήξει στο συμπέρασμα ότι νέα στοιχεία ή πορίσματα έχουν προκύψει ή υποβληθεί από τον αιτούντα τα οποία αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χαρακτηρισμού του αιτούντος ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας δυνάμει της οδηγίας 2011/95/ΕΕ, η αίτηση εξετάζεται περαιτέρω σύμφωνα με το κεφάλαιο II.» και περαιτέρω προνοείται ότι «[τ]α κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι η αίτηση εξετάζεται περαιτέρω μόνο εάν ο συγκεκριμένος αιτών, χωρίς υπαιτιότητά του, δεν μπόρεσε να επικαλεσθεί τα στοιχεία που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος άρθρου κατά την προηγούμενη διαδικασία [.]».

Παρατηρώ ότι κατά τη διοικητική εξέταση της προγενέστερης αίτησης ασύλου, ο Αιτητής ανέφερε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του λόγω κάποιας ληστείας στην οποία έπεσε θύμα. Ειδικότερα ισχυρίστηκε ότι εργαζόταν σε γραφείο συναλλάγματος (trader and broker of foreign currency at an exchange office), και κάποια στιγμή έπεσε θύμα ληστείας από αγνώστους οι οποίοι του έκλεψαν λεφτά τα οποία δεν του ανήκαν. (βλ. ερ. 23 δ.φ. μετάφραση αιτήσεως ασύλου).

Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης ο Αιτητής, δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα του καθότι απειλήθηκε από τον γενικό γραμματέα του κόμματος PPRD, λόγω μιας ληστείας που συνέβη στο γραφείο/ανταλλακτήριο συναλλάγματος του Αιτητή, με αποτέλεσμα ο Αιτητής στη συνέχεια να αδυνατεί να επιστρέψει τα χρήματα που είχε ανταλλάξει εκ μέρους του. Ειδικότερα, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι διατηρούσε γραφείο ανταλλαγής συναλλάγματος και μέσω του γέροντα της κοινότητας του ήρθε σε επαφή με τον γενικό γραμματέα του πολιτικού κόμματος PPRD, Emmanuele Shadary (βλ. ερ 37 δ.φ.). Ο Shadary έδινε στον Αιτητή Κογκολέζικα Φράγκα, τα οποία ο Αιτητής αντάλλαζε με δολάρια και κατόπιν του τα παρέδινε. Μία μέρα άγνωστοι λήστεψαν από τον Αιτητή το ποσό το οποίο είχε ανταλλάξει για τον Shadary και σκότωσαν τον αδελφό του στο ανταλλακτήριο. Ο Αιτητής μετά από προτροπή του γέροντα της κοινότητας ενημέρωσε τον Shadary. Κατά τους ισχυρισμούς του Αιτητή ο Shadary στη συνέχεια απείλησε τον Αιτητή ότι θα τον σκοτώσει εάν ο Αιτητής δεν του παρέδιδε τα χρήματα που του χρωστούσε εντός 48 ωρών. (βλ. ερ 36 δ.φ.). Μετά τα εν λόγω γεγονότα, ο γέροντας της κοινότητας κανόνισε το ταξίδι του Αιτητή εκτός της ΛΔΚ.

Ο αρμόδιος λειτουργός, αξιολογώντας τους ισχυρισμούς του Αιτητή, σχημάτισε δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς. Ο μεν πρώτος σχετικά με την ταυτότητα, το προφίλ και τη χώρα καταγωγής του Αιτητή, και ο δεύτερος αναφορικά με τον ισχυριζόμενο κίνδυνο κατά της ζωής του από τον γενικό γραμματέα του κόμματος PPRD λόγω μιας ληστείας που συνέβη στο γραφείο ανταλλαγής συναλλάγματος του Αιτητή, με αποτέλεσμα ο Αιτητής να αδυνατεί να τον αποπληρώσει. Ο πρώτος ισχυρισμός έγινε αποδεκτός καθώς τεκμηριώθηκε τόσο η εσωτερική όσο και η εξωτερική αξιοπιστία. Ο δεύτερος, ωστόσο, απορρίφθηκε λόγω έλλειψης συνοχής και συνεκτικότητας στις δηλώσεις του με συνέπεια τη μη στοιχειοθέτηση της εσωτερικής αξιοπιστίας. Στη συνέχεια, ο αρμόδιος λειτουργός προχώρησε σε αξιολόγηση του μελλοντικού κινδύνου στη βάση των αποδεκτών ισχυρισμών. Στα πλαίσια της εν λόγω αξιολόγησης, ο αρμόδιος λειτουργός, στη βάση του μοναδικού ισχυρισμού ο οποίος έγινε αποδεκτός, ήτοι τα προσωπικά στοιχεία του Αιτητή, προέβη σε έρευνα αναφορικά με την κατάσταση ασφαλείας στη ΛΔΚ. Σύμφωνα με τις εξωτερικές πηγές στις οποίες γίνεται παραπομπή, διαπιστώθηκε, ότι παρά τις παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων που παρατηρούνται, δεν δύναται να αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη ως απόρροια της κατάστασης ασφαλείας, σε περίπτωση επιστροφής του Αιτητή στη χώρα καταγωγής του. Προχωρώντας στο κομμάτι της νομικής ανάλυσης, κατέληξε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση προσφυγικού καθεστώτος στον Αιτητή, καθώς δεν τεκμηριώθηκε κίνδυνος δίωξης για έναν από τους λόγους που αναφέρονται περιοριστικά στο άρθρο 3 του Περί Προσφύγων Νόμου. Περαιτέρω, κατέληξε ότι δεν πληρούνται ούτε οι προϋποθέσεις για την παραχώρηση συμπληρωματικής προστασίας. Ο Αιτητής δεν προσέβαλε την απορριπτική απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου ως εκ τούτου η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου κατέστη τελεσίδικη.

Στη συνέχεια, ήτοι στις 16/10/2023, ο Αιτητής υπέβαλε πρώτη μεταγενέστερη αίτηση προβάλλοντας ότι εάν επιστρέψει στην χώρα καταγωγής του θα τον σκοτώσουν, καθότι η κατάσταση έχει χειροτερεύσει (βλ. ερ 89 δ.φ.). Προς υποστήριξη του ως άνω ισχυρισμού, ο Αιτητής επισύναψε επιστολή για έκδοση διατάγματος σύλληψης εναντίον του κ “Chadary Ramazani” για υπεξαίρεση δημοσίων πόρων. Οι Καθ’ων η αίτηση αξιολόγησαν τα όσα ανέφερε ο Αιτητής δια της μεταγενέστερης του αιτήσεως και έκριναν την μεταγενέστερη του αίτηση απαράδεκτη δυνάμει των άρθρων 16(Δ)(3)(δ) και 12Βτετράκις παρ. (δ) του εδαφίου 2 του Περί Προσφύγων Νόμου. Ειδικότερα, έλαβαν υπόψη τα όσα ανέφερε ο Αιτητής δια της μεταγενέστερης του αιτήσεως και έκριναν ότι δεν προέβαλε νέους ισχυρισμούς αλλά επανέλαβε τους ίδιους. Επομένως τα στοιχεία που υπέβαλε δεν αποτελούν νέα στοιχεία. Όσον αφορά την επιστολή που κατέθεσε προς υποστήριξη των ισχυρισμών του, επιστολή η οποία απευθύνεται στον Γενικό Εισαγγελέα της ΛΔΚ από την Διοίκηση της Κοινότητας Selembao που ζητά την έκδοση διατάγματος σύλληψης του Shadary για υπεξαίρεση δημόσιων πόρων, οι Καθ’ ων η αίτηση έκριναν ότι τα όσα αναφέρει συνδέονται με τα όσα ανέφερε κατά την πρώτη εξέταση του αιτήματος του για διεθνή προστασία και δεν έγιναν αποδεκτά (βλ. ερ. 112 δ.φ.), επομένως, και πάλι έκριναν ότι δεν αποτελούν νέα στοιχεία.

Στις 11/04/2024 ο Αιτητής υπέβαλε δεύτερη μεταγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας προβάλλοντας ότι τον αναζητούν λόγω υπεξαίρεσης κυβερνητικής περιουσίας, παράβαση που διεξήχθη από τον κ. Shadary Ramazani, με τον οποίο συνεργάστηκαν, καθιστώντας τον συνένοχο, και εάν επιστρέψει θα τον συλλάβουν. Συνάμα, προσκόμισε έγγραφο ότι καταζητείται (Notice of Wanted Person), ημερομηνίας 20/01/2024. Οι Καθ’ων η Αίτηση απέρριψαν την μεταγενέστερη του αίτηση κρίνοντας ότι ο Αιτητής δεν πρόβαλε νέους ισχυρισμούς αλλά επανέλαβε τους ίδιους. Επιπλέον, κρίθηκε ότι το προσκομισθέν έγγραφο, ημερομηνίας 20/01/2024, έχει υποστηρικτικό χαρακτήρα ενώ παράλληλα αμφισβητείται η γνησιότητα του∙ καταλήγοντας ότι δεν στοιχειοθετείται φόβος δίωξης καθότι ο πυρήνας του αιτήματος έχει εξεταστεί κατ’ ουσίαν και απερρίφθη. Τέλος, από τα στοιχεία που έχει προβάλει ο ίδιος, δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι σε περίπτωση επιστροφής του στη ΛΔΚ, θα διατρέξει κίνδυνο να υποστεί βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία κατά παράβαση του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ ή/και της αρχής της μη επαναπροώθησης. Ως εκ τούτου, η μεταγενέστερη αίτηση του Αιτητή κρίθηκε ως απαράδεκτη δυνάμει του άρθρου 12Βτετράκις και 16Δ, και η προηγούμενη απόφαση επιστροφής του στη ΛΔΚ με ημερομηνία 21/10/2022 παραμένει σε ισχύ δυνάμει του άρθρου 18(7Β) του περί Προσφύγων Νόμου.

Έχω εξετάσει με προσοχή τον διοικητικό φάκελο του Αιτητή, καθώς και τα στοιχεία που προκύπτουν από αυτόν και κρίνω ότι ορθώς η Καθ' ων η Αίτηση απέρριψαν τη δεύτερη μεταγενέστερη αίτησή του Αίτηση ως απαράδεκτη, αφού πράγματι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 16Δ(3)(α) και (β) όμως με το εξής διακριτό σκεπτικό.

Επί της δεύτερης μεταγενέστερης αίτησης του, ο Αιτητής αναφέρει ουσιαστικά ότι προέκυψαν νέα γεγονότα στη χώρα καταγωγής του, ήτοι ότι καταζητείται  λόγω υπεξαίρεσης κυβερνητικής περιουσίας, συνεπεία της συνεργασίας του με τον κ. Shadary, καθιστώντας τον συνένοχο, ισχυριζόμενος ότι εάν επιστρέψει θα τον συλλάβουν. Προς υποστήριξη του εν λόγω ισχυρισμού προσκόμισε έγγραφο ότι καταζητείται ημερομηνίας 20/01/2024 (βλ. ερ.131 -119 δ.φ.). Από τα ενώπιον μου στοιχεία, διαπιστώνω ότι τα όσα προβλήθηκαν μέσω της δεύτερης μεταγενέστερης αίτησης, αφορούν δεδομένα τα οποία ανέκυψαν στο πλαίσιο νέου πραγματικού γεγονότος, ήτοι ότι ο Αιτητής καταζητείται ως συνεργάτης του κ Shadary.

Επομένως, φρονώ ότι το έγγραφο που προσκόμισε ο Αιτητής, αποτελεί νέο στοιχείο βάσει του άρθρου 16 Δ (3) (α) και το οποίο έπρεπε να εξεταστεί ως τέτοιο από τον αρμόδιο λειτουργό. Ως εκ τούτου, ο αρμόδιος λειτουργός είχε υποχρέωση να προχωρήσει στο δεύτερο στάδιο εξέτασης του παραδεκτού σύμφωνα με το 16 Δ (3) (β), ήτοι κατά πόσο τα νέα στοιχεία προβλήθηκαν στην μεταγενέστερη αίτηση χωρίς υπαιτιότητα του Αιτητή και κατά πόσο αυξάνουν τις πιθανότητες για τη χορήγηση σε αυτόν καθεστώτος διεθνούς προστασίας.

Ως έχω αναλύσει και πιο πάνω, στα πλαίσια της μεταγενέστερης αίτησης αυτό που ερευνάται είναι κατά πόσο «υποβλήθηκαν από τον αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της εκδοθείσας απόφασής του και εφόσον διαπιστωθεί αυτό η Υπηρεσία Ασύλου προχωρά σε εξέταση κατά πόσο (i) Τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον αιτητή διεθνούς προστασίας∙ και περαιτέρω κατά πόσο (ii) ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.»

Όπως έχει εξάλλου αναφερθεί στην υπόθεση C 921/19, Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid (Νέα στοιχεία ή πορίσματα) EU:C:2021:478:[1]  «η έννοια «νέα στοιχεία ή πορίσματα» τα οποία «έχουν προκύψει ή υποβληθεί από τον αιτούντα», κατά τη διάταξη αυτή, περιλαμβάνει τα στοιχεία ή τα πορίσματα που προέκυψαν μετά την οριστική περάτωση της διαδικασίας που είχε ως αντικείμενο προγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας, καθώς και τα στοιχεία ή τα πορίσματα τα οποία υφίσταντο μεν ήδη πριν από την περάτωση της διαδικασίας, αλλά δεν προβλήθηκαν από τον αιτούντα». (η υπογράμμιση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)

Με βάση τα στοιχεία τα οποία έχουν τεθεί ενώπιόν μου, δεν έχω ικανοποιηθεί ότι οι καθ' ων η αίτηση έχουν, υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, εκπληρώσει το καθήκον τους για συλλογή και διερεύνηση των ουσιωδών εκείνων στοιχείων, τα οποία θα παρείχαν βάση για ασφαλή συμπεράσματα και το ενδεχόμενο πλάνης δεν μπορεί, θεωρώ, να αποκλεισθεί. (βλ. ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ ν. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΑΜΥΝΑΣ κ.α., Υπόθεση αρ. 1078/2017, 28/9/2018). Στην υπό εξέταση περίπτωση νέα στοιχεία που δεν ελήφθησαν υπόψιν στην μεταγενέστερη αίτηση του είναι το υποστηρικτικό έγγραφο, το οποίο, σύμφωνα με τον Αιτητή, αποδεικνύει τη δίωξή του από τις αρχές της χώρας του.

Υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με τη νομολογία, η θεμελίωση ακόμα και του ενδεχομένου πλάνης στοιχειοθετεί λόγο ακυρότητας, η δε προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται ώστε το θέμα να εξετασθεί από το αρμόδιο διοικητικό όργανο πάνω στην ορθή πραγματική του βάση απαλλαγμένο από τις πλημμέλειες που εντοπίστηκαν (Ιορδάνου ν Ε.Δ.Υ. (1997) 3 Α.Α.Δ. 250, Παναγιωτάκη ν Δημοκρατίας, ECLI:CY:AD:2017:C136, Αναθεωρητική Έφεση αρ. 138/2011, ημερ. 12.04.2017).

Εντούτοις, δεν σφραγίζεται η τύχη της παρούσας προσφυγής, ενόψει της δικαιοδοσίας που έχει το παρόν Δικαστήριο για έλεγχο της ορθότητας της απόφασης των Καθ' ων η Αίτηση επί του παραδεκτού της αιτήσεως, όπου και σύμφωνα με τον περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο του 2018, Ν.73(Ι)/2018, το παρόν Δικαστήριο κέκτηται εξουσίας όπως εξετάζει πέραν από την νομιμότητα της προσβαλλόμενης πράξης και την ορθότητα αυτής.

Επί αυτού και ως προς την δυνατότητα του Δικαστήριού να προβεί σε έλεγχό ορθότητας επί του προκαταρτικού σταδίου, συμπληρωματικά, παραπέμπω και στα όσα ελέγχθηκαν στην απόφαση στην υπόθεση "Alheto" C-585/16 παράγραφο 115 ενώπιο του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης: (η υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου)

«[.] η πλήρης και ex nunc εξέταση εκ μέρους του δικαστή δεν απαιτείται κατ' ανάγκη να αφορά την επί της ουσίας εξέταση των αναγκών διεθνούς προστασίας και ότι μπορεί, συνεπώς, να αφορά το παραδεκτό της αίτησης διεθνούς προστασίαςεφόσον το εθνικό δίκαιο επιτρέπει κάτι τέτοιο κατ' εφαρμογήν του άρθρου 33, παράγραφος 2, της οδηγίας 2013/32».

Ως εκ τούτου, θα προχωρήσω σε εξέταση του κατά πόσον ορθώς η αρμόδια αρχή έκρινε ως απαράδεκτη την μεταγενέστερη αίτηση του Αιτητή στη βάση των προϋποθέσεων που τίθενται από το άρθρο 16Δ(3)(β) του περί Προσφύγων Νόμου. 

Για να αξιολογήσω κατά πόσο υφίστανται οι προϋποθέσεις που τίθενται από το άρθρο 16Δ(3)(β) του περί Προσφύγων Νόμου, θα πρέπει να εξακριβώσω εάν με την υποβολή των νέων στοιχείων αυξάνονται οι πιθανότητες να χορηγηθεί στον Αιτητή προσφυγικό καθεστώς ή συμπληρωματική προστασία και, ως προς τη δεύτερη προϋπόθεση, αν ο Αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Ενόψει του δεδομένου ότι αυτές οι δύο προϋποθέσεις του άρθρου 16Δ(3)(β) τίθενται σωρευτικά και όχι διαζευκτικά, σε περίπτωση που δεν πληρείται μια εκ των δύο, δεν χρήζει ανάλυσης η δεύτερη. 

Δια ταύτα, εξετάζοντας κατά πόσο με την υποβολή των νέων στοιχείων αυξάνονται οι πιθανότητες να χορηγηθεί στον Αιτητή προσφυγικό καθεστώς ή συμπληρωματική προστασία, διαπιστώνω ότι το προσκομισθέν έγγραφο αποτελεί ειδοποίηση ότι καταζητείται για υπεξαίρεση δημόσιου χρήματος μαζί με κάποιο κύριο Shadari Ramazani (βλ. ερ 121 δ.φ. μετάφραση). Πρωτίστως παρατηρώ ότι το εν λόγω έγγραφο είναι αντίγραφο και φέρει δυσανάγνωστή σφραγίδα, ενώ δεν προκύπτουν ευκρινώς τα στοιχεία του συντάχτη. Ως εκ τούτου, προκύπτουν εκ πρώτης όψεως ζητήματα και αμφιβολίες που αφορούν την αυθεντικότητα του έγγραφου. Επιπλέον, ο Αιτητής ούτε δια της μεταγενέστερης του αιτήσεως αλλά ούτε επί της παρούσας διαδικασίας προβαίνει σε οποιαδήποτε επεξήγηση ως προς το πώς ήρθε στην κατοχή του το εν λόγω έγγραφο, αλλά ούτε και τον λόγο που κατέστη καταζητούμενο άτομο από τις αρχές της χώρας του το 2024 (το εν λόγω έγγραφο φέρει ημερομηνία 20/01/2024) ενώ ο ίδιος εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του το 2021. Τέλος, παρατηρώ ότι δεν προκύπτει από το εν λόγω έγγραφο οποιαδήποτε ποινή φυλάκισης ή και καταδίκη αλλά ούτε καταγράφονται με λεπτομέρεια τα αδικήματα το οποία διέπραξε, και τα γεγονότα τα οποία οδήγησαν στη δίωξη του για το αδίκημα της υπεξαίρεσης χρημάτων. Δεν συνιστά γενικό κανόνα η υποχρέωση των αρχών προς εξακρίβωση της αυθεντικότητας ορισμένου εγγράφου[2], ωστόσο τα έγγραφα οφείλουν να αξιολογούνται ως προς τη σχετικότητά τους με ορισμένο ουσιώδη ισχυρισμό, την ύπαρξή τους, το περιεχόμενό τους, τη μορφή, τη φύση και το συντάκτη τους.[3] Σε κάθε περίπτωση το βάρος απόδειξης δεν είναι υψηλό, είναι ωστόσο υποχρέωση του αιτούντος να αποδείξει την προέλευση και αξιοπιστία των εγγράφων, εάν δεν το πράξει, ο υπεύθυνος λήψης αποφάσεων έχει τη διακριτική ευχέρεια να τα απορρίψει.[4] Τονίζεται παράλληλα, ότι όταν πρόκειται για νέα γεγονότα όπως στην παρούσα υπόθεση, ο Αιτητής που προβάλλει τέτοια επιχειρήματα φέρει σημαντικό βάρος απόδειξης όσον αφορά την αξιοπιστία τους.

Σημειώνεται δε, ότι σε αντίθεση με τα όσα επικαλείται δια της μεταγενέστερης αιτήσεως του, ο Αιτητής αρχικά πρόβαλε φόβο δίωξης από τον κ Shadary λόγω απώλειας των χρημάτων του κ Shadary συνεπεία ληστείας στο γραφείο ανταλλαγής συναλλάγματος του Αιτητή, και όχι φόβο δίωξης από τις κρατικές αρχές. Επομένως, δεν προκύπτει από τα ενώπιον μου στοιχεία αλλά ούτε και επεξηγεί ο Αιτητής δια μέσου της παρούσας διαδικασίας γιατί πλέον οι αρχές αναζητούν τον ίδιο για αδίκημα που διέπραξε ο αρχικός φορέας δίωξης του ήτοι ο κ. Shadary. Συνάμα, λαμβάνω υπόψη μου ότι οι ισχυρισμοί του Αιτητή περί φερόμενης δίωξης του από τον κ Shadary εξετάστηκαν επί της ουσίας πρωτοβάθμια και απερρίφθησαν λόγω αντιφάσεων, ασαφειών, γενικότητας, αοριστίας, έλλειψη συνοχής και ευλογοφάνειας (βλ. ερ. 65-61 δ.φ.).

Από τα ενώπιον μου στοιχεία φρονώ ότι τα όσα ανέφερε ο Αιτητής, αποτελούν γενικούς και ατεκμηρίωτους ισχυρισμούς περί υπεξαίρεσης δημοσίου χρήματος σε συνεργασία με τον εν λόγω κύριο. Ούτε συγκεκριμενοποίησε οποιοδήποτε ισχυρισμό ο οποίος να τον συνδέει με το εν λόγω αδίκημα που διέπραξε ο κ Shadary. Συμπερασματικά, πουθενά δεν προκύπτει ο ισχυρισμός περί φόβου δίωξης του από τις αρχές, ως εκ τούτου οι εν λόγω ισχυρισμοί απορρίπτονται στο σύνολο τους ως αβάσιμοι καθότι δεν τεκμηριώνονται από τα ενώπιον μου στοιχεία. Τέλος, η αοριστολογία και η γενικότητα με την οποία ο ισχυρισμός προωθείται, αφήνει αυτόν μετέωρο εφόσον δεν έχει αποδειχθεί ούτε έχει προσκομιστεί σχετική μαρτυρία προς απόδειξη του (βλ. OM PRAKASH PANDEY ν. ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ, Υπόθεση Αρ. 1239/2009, 5 Νοεμβρίου 2010). Ως έχει νομολογηθεί, ο Αιτητής πρέπει να καταβάλει ειλικρινή προσπάθεια να θεμελιώσει την αφήγηση του, ότι δηλαδή υπήρξε θύμα δίωξης στη χώρα καταγωγής του, ώστε να πληροί της προϋποθέσεις υπαγωγής του στο καθεστώς Διεθνούς Προστασίας. (βλ. WILLIAM CRISANTHA MAL FRANCIS KARUNARATHNA ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ κ.α, Υπόθεση Αρ. 1875/2008, 1 Μαρτίου 2010).

Τονίζεται ότι η μεταγενέστερη αίτηση πρέπει να είναι κατανοητή και να περιέχει τα σχετικά γεγονότα και αποδεικτικά στοιχεία που προέκυψαν μετά την εκτελεστότητα της απόφασης και τα οποία αφορούν τη διαπίστωση των προϋποθέσεων για τη χορήγηση διεθνούς προστασίας. Το παραδεκτό της μεταγενέστερης αίτησης αξιολογείται με βάση τα πραγματικά περιστατικά και τα αποδεικτικά στοιχεία που περιέχει, και σε συνδυασμό με τα ίδια που έχουν ήδη χρησιμοποιηθεί κατά την προηγούμενη διαδικασία.

Ως εκ τούτου φρονώ ότι τα όσα αναφέρει δια της δεύτερης μεταγενέστερης αιτήσεως ο Αιτητής δεν αυξάνουν με οποιοδήποτε τρόπο τις πιθανότητες αναγνώρισης καθεστώτος διεθνούς προστασίας, καθώς δεν τεκμηριώνεται  η συνδρομή βάσιμου φόβου δίωξης σε σχέση με το πρόσωπό του για κάποιον από τους λόγους που εξαντλητικά αναφέρονται στο άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου. Ως νομολογιακά έχει κριθεί, αόριστες αναφορές σε κινδύνους ζωής χωρίς στοιχειοθετημένους και τεκμηριωμένους ισχυρισμούς δεν θεμελιώνουν βάσιμο φόβο δίωξης ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης. (βλ. υπ' αριθμόν 121/20, A.S.R. v. Κυπριακή Δημοκρατία, ημερομηνίας 31/7/2020).

Ούτε και στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας ο Αιτητής προσέφερε περισσότερες λεπτομέρειες τόσο επί των όσων επικαλείται αλλά και επί του εν λόγω εγγράφου προς απόδειξη των ισχυρισμών του. Λαμβανομένου υπόψιν του ελέγχου που ασκεί το παρόν δικαστήριο να εξετάσει την παρούσα υπόθεση, θα μπορούσε να δώσει ικανοποιητικές απαντήσεις στα ως άνω σημεία, έστω και χωρίς να προσκομίσει τυπικά αποδεικτικά στοιχεία. (Βλ. επίσης νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, αποφάσεις αρ. 1093/2008, 817/2009 και 459/2010).

Από τις πιο πάνω παρατηρήσεις που προκύπτουν από την αξιολόγηση του προσκομισθέντος εγγράφου ως νέου στοιχείου και την σύγκρισή του με τις δηλώσεις του Αιτητή σε όλα τα στάδια της διαδικασίας, προκύπτει ότι δεν έχει κάποια αποδεικτική αξία καθώς φέρει σημαντικές αντιφάσεις. Αυτό, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι, η μεταγενέστερη αίτηση του Αιτητή δεν είναι κατανοητή, ήτοι δεν περιέχει τα σχετικά γεγονότα και αποδεικτικά στοιχεία που προέκυψαν μετά την εκτελεστότητα της απόφασης και τα οποία αφορούν τη διαπίστωση των προϋποθέσεων για τη χορήγηση διεθνούς προστασίας συνηγορούν στην κατάληξη μου ότι τα όσα ανέφερε ο Αιτητής σε συνδυασμό με το προσκομισθέν έγγραφο που κατέθεσε δεν αυξάνουν τις πιθανότητες επιτυχίας της αίτησής του.

Εξάλλου, ακόμη και εάν κριθεί ότι ο Αιτητής αναζητείται από τις αρχές της χώρας καταγωγής του για το αδίκημα της υπεξαίρεσης χρημάτων ως αυτός αναφέρει, δεν του δίνει έρεισμα για υπαγωγή του σε καθεστώς διεθνούς προστασίας. Όπως επισημαίνεται στον Οδηγό της ΕASO με τίτλο «Δικαστική ανάλυση - Προϋποθέσεις χορήγησης διεθνούς προστασίας (οδηγία 2011/95/ΕΕ)-Έκδοση 2018», «[η] άσκηση ποινικής δίωξης και η τιμωρία για συνήθη εγκλήματα δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν απάνθρωπη μεταχείριση, εκτός εάν υπάρχουν ειδικές επιβαρυντικές περιστάσεις οι οποίες υποστηρίζουν την άποψη ότι η τιμωρία είναι υπερβολικά δυσανάλογη. Καταρχάς είναι δικαίωμα του κράτους να καθορίζει την κατάλληλη ποινή για ένα έγκλημα και να επανεξετάζει τις ποινές.

[..]

Ωστόσο, σε όλες τις περιπτώσεις, πρέπει να πληρείται η προϋπόθεση της σοβαρότητας της μεταχείρισης. Κατ’ αναλογία προς τη νομολογία του ΔΕΕ στην υπόθεση X, Y και Z (729), ακόμη και η ποινικοποίηση πράξεων ή συμπεριφοράς που προστατεύονται ως ανθρώπινα δικαιώματα ενδέχεται να μην φθάνει το επίπεδο σοβαρής κακομεταχείρισης.». Από τα ενώπιον μου δεδομένα, η ύπαρξη απλώς και μόνο νομοθεσίας που ποινικοποιεί την ενδεχόμενη υπεξαίρεση χρημάτων δεν δύναται να θεωρηθεί πράξει θίγουσα του Αιτητή κατά τόσο σημαντικό τρόπο, ώστε να επιτυγχάνει το επίπεδο σοβαρότητας που είναι αναγκαίο για να θεωρηθεί ότι η ποινικοποίηση αυτή συνιστά δίωξη. Ούτε και στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας ο Αιτητής προσέφερε περισσότερες λεπτομέρειες προς απόδειξη των ισχυρισμών του περί βάσιμου φόβου δίωξης σε περίπτωση επιστροφής του ή και ότι θα υποστεί πράξεις αρκούντως σοβαρές λόγω της φύσης και επανάληψης τους που να συνιστούν σοβαρή παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων σύμφωνα με το άρθρο 3Γ του περί Προσφύγων Νόμου.

Συνεπώς, φρονώ ότι δεν πληρείται η προϋπόθεση του Άρθρου 16(3)(β)(i), που όπως αναλύθηκε πιο πάνω εξετάζεται στα πλαίσια του δεύτερου σταδίου εξέτασης του παραδεκτού, και η μεταγενέστερη αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη. Βάσει μάλιστα του Άρθρου 16(3) (β), εφόσον η μία από τις δύο προϋποθέσεις που τίθενται σωρευτικά δεν πληρείται, η εξέταση της μεταγενέστερης αίτησης δεν προχωράει στο στάδιο εξέτασης της ουσίας των ισχυρισμών. Συνεπώς ορθώς οι Καθ' ων η Αίτηση δεν κάλεσαν τον Αιτητή σε συνέντευξη εφόσον ήταν ξεκάθαρο ότι δεν προσκόμισε οποιαδήποτε στοιχεία που στα πλαίσια του άρθρου 16Δ(3) να δικαιολογεί το παραδεκτό της μεταγενέστερης αίτησής του και εξέταση της ουσίας του αιτήματός του.

Με βάση το σύνολο των στοιχείων που τέθηκε ενώπιον μου, όπως τα έχω αναλύσει και πιο πάνω, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Ενόψει την κατάληξης μου αναφορικά με τα ευρήματα μου περί έλλειψης δέουσας έρευνας καμία διαταγή για έξοδα. Υπό το φως της ανάλυσης της ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, ως έχει παρατεθεί ανωτέρω, αυτή επικυρώνεται ως προς την κατάληξή της, ήτοι ότι η μεταγενέστερη αίτηση του Αιτητή είναι απαράδεκτη. 

 

Δ.ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 

 

 

 

 

 



[1] ΔΕΕ, Απόφαση της 10ης Ιουνίου 2021 στην υπόθεση C 921/19, Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid (Νέα στοιχεία ή πορίσματα) EU:C:2021:478, διαθέσιμη σε: https://curia.europa.eu/juris/document/document.jsf?text=&docid=242563&pageIndex=0&doclang=EL&mode=lst&dir=&occ=first&part=1&cid=6370465

[2] Βλ. εξάλλου και τη νομολογία άλλων κρατών αλλά και τη διαπίστωση της EUAA σε EUAA, 'Evidence and Credibility Assessment in the Context of the Common European Asylum System' (2023), 136 διαθέσιμο σε https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/2023-02/Evidence_credibility_judicial_analysis_second_edition.pdf

[3] EASO, 'Practical Guide: Evidence Assessment' (2015), 13, διαθέσιμο σε https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/EASO-Practical-Guide_-Evidence-Assessment.pdf

 

[4] Court of Session (Ανώτατο Αστικό Δικαστήριο) (Σκωτία, Ηνωμένο Βασίλειο), Outer House, απόφαση της 12ης Ιουνίου 2007, SD κατά Secretary of State for the Home Department, [2007] CSOH 97. στη σκέψη 6, ο καθού είχε απορρίψει «δύο εκθέσεις της αστυνομίας και τέσσερις επιστολές» διότι δεν ήταν σαφές αν επρόκειτο για μεταφράσεις ή αντίγραφα ή και τα δύο και διότι προέρχονταν από άγνωστη πηγή. Το δικαστήριο αποφάνθηκε ότι το βάρος της απόδειξης δεν ήταν υψηλό, ότι ήταν υποχρέωση του αιτούντος να αποδείξει την προέλευση των εγγράφων που υπέβαλε και ότι, εάν δεν το έπραττε, ο υπεύθυνος λήψης αποφάσεων είχε τη διακριτική ευχέρεια να τα απορρίψει.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο