M. A. L. ν. Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπoθ. Αρ.: ΔΔΠ 72/2019, 30/12/2024
print
Τίτλος:
M. A. L. ν. Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπoθ. Αρ.: ΔΔΠ 72/2019, 30/12/2024

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπoθ. Αρ.: ΔΔΠ 72/2019

 

30 Δεκεμβρίου 2024 

[Α.Α. ΑΓΡΟΤΗ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.] 

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος 

 

Μεταξύ: 

M. A. L.

Αιτητής

-και- 

 

Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω 

Υπηρεσίας Ασύλου 

Καθ' ων η Αίτηση 

-------------------

Ν. Χαραλαμπίδου (κα) για Νικολέττα Χαραλαμπίδου Δ.Ε.Π.Ε., Δικηγόρος για τον Αιτητή.

Π. Χαραλάμπους (κα) Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η Αίτηση.  

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η 

 

Α.Α.ΑΓΡΟΤΗ, Δ ΔΔΔΠ: Με την παρούσα προσφυγή, ο Αιτητής προσβάλλει την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου ως αυτή περιέχεται σε επιστολή ημερομηνίας 20/06/2019, σύμφωνα με την οποία αποκλείεται από το καθεστώς του πρόσφυγα δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 5(1)(γ)(i) του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 (Ν. 6(Ι)/2000) και καλεί το Δικαστήριο όπως κηρύξει αυτήν άκυρη, αναγνωρίζοντας τον Αιτητή ως πρόσφυγα, δυνάμει του άρθρου 1Α της Σύμβασης της Γενεύης του 1951, αναφορικά με το Νομικό Καθεστώς των Προσφύγων και του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Εναλλακτικά, αιτείται απόφαση του Δικαστηρίου με την οποία να αναγνωρίζει τον Αιτητή ως δικαιούχο συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του άρθρου 19 του περί Προσφύγων Νόμου, ωστόσο σε κατοπινό στάδιο της διαδικασίας, η εν λόγω αιτούμενη θεραπεία αποσύρθηκε ως εκ τούτου δεν θα απασχολήσει το Δικαστήριο στα πλαίσια της παρούσας. .

 

Επιπλέον με τρίτο αίτημα θεραπείας, αιτείται απόφασης με την οποία να αναγνωρίζει ότι ο Αιτητής δικαιούται προστασίας από επαναπροώθηση δυνάμει των άρθρων 2 και 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

 

Όπως προκύπτει τόσο από την Ένσταση αλλά και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, που αποτελεί τεκμήριο «Α» στην παρούσα διαδικασία, τα ουσιώδη γεγονότα που αφορούν την υπό εξέταση υπόθεση είναι τα ακόλουθα:

 

Ο Αιτητής είναι ενήλικος, γεννηθείς το 1998, υπήκοος Συρίας, ο οποίος σύμφωνα με δική του δήλωση, την 21/07/2018 εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του και μέσω των κατεχομένων περιοχών της Κύπρου, στις 08/02/2019 εισήλθε παράτυπα στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές. Στις 11/02/2019 συμπλήρωσε και υπέβαλε αίτημα για διεθνή προστασία. Αυθημερόν, εκδόθηκε εναντίον του διάταγμα κράτησης συνεπεία του οποίου ο Αιτητής παρέμεινε υπό κράτηση για λόγους εθνικής ασφάλειας. Κατά του εν λόγω διατάγματος κράτησης, ο Αιτητής υπέβαλε την υπ’ αριθμό 441/19 προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου η οποία αποσύρθηκε μετά από ανάκληση της προσβαλλόμενης πράξης. Ακολούθως στις 19/04/2019 εκδόθηκε νέο διάταγμα κράτησης δυνάμει του άρθρου 9ΣΤ(2)(ε) του περί Προσφύγων Νόμου, το οποίο προσβλήθηκε από τον Αιτητή με προσφυγή του υπ΄ αριθμό 800/19 ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας. Στις 19/08/2019 το Δικαστήριο (υπό άλλη σύνθεση τότε) εκδικάζοντας την προσφυγή αποφάσισε την επικύρωση του προσβαλλόμενου διατάγματος κράτησης, απορρίπτοντας την προσφυγή.

 

Παράλληλα στις 17/04/2019 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη του Αιτητή από αρμόδια λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, παρέχοντάς του δωρεάν βοήθεια διερμηνέα. Στις 07/05/2019, η αρμόδια λειτουργός συνέταξε εισηγητική έκθεση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου, με την οποία εισηγείτο τον αποκλεισμό του Αιτητή από το προσφυγικό καθεστώς και το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, δυνάμει των άρθρων 5 (1) (i) (γ) και 5 (2) (α) του Νόμου. Στις 28/05/2019, ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου, ενέκρινε την εισήγηση και αποφάσισε τον αποκλεισμό του Αιτητή από το καθεστώς του πρόσφυγα.

 

Η ως άνω απόφαση αποκλεισμού της Υπηρεσίας Ασύλου, με επισυναπτόμενη την αιτιολογία αυτής, περιέχεται σε επιστολή των Καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 20/06/2019 και παραλήφθηκε δια χειρός από τον Αιτητή στις 22/07/2019.

 

Εμπρόθεσμα, ο Αιτητής καταχώρισε, μέσω της δικηγόρου του, την υπό τον πιο πάνω αριθμό και τίτλο προσφυγή εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, προβάλλοντας πλήθος νομικών ισχυρισμών για ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης.

 

Για σκοπούς σαφήνειας της πορείας της παρούσας υπόθεσης, η οποία διήλθε μέσα από πολλαπλές ενδιάμεσες διαδικασίες, αλλά και χρονολογικής σύνδεσης της πορείας της έως την έκδοση της παρούσας, θα προσχωρήσω σε καταγραφή εν συντομία του ιστορικού της δικαστικής διαδικασίας.

 

Στις 04/11/2019 η συνήγορος των Καθ’ ων η αίτηση καταχώρησε ένσταση αναφορικά με την επίδικη αίτηση ακυρώσεως, εγείροντας και προδικαστική ένσταση ισχυριζόμενη ότι η υπό στοιχείο Γ αιτούμενη θεραπεία είναι απαράδεκτή και/ή εκφεύγει της εξουσίας και/ή δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου. Οι γραπτές αγορεύσεις των διαδίκων καταχωρήθηκαν στις 03/03/2020 του Αιτητή και στις 21/05/2020 των Καθ’ ων η αίτηση, ολοκληρώνοντας τις αγορεύσεις με την απαντητική αγόρευση του Αιτητή, καταχωρηθείσα στις 08/07/2020.

 

Έκτοτε ξεκίνησε μια σειρά υποβολής ενδιάμεσων αιτήσεων από εκατέρωθεν τα μέρη. Ειδικότερα, στις 10/09/2020 εκδόθηκε, μετά από σχετικό αίτημα του Αιτητή ημερομηνίας 16/07/2020, διάταγμα τροποποίησης της αίτησης ακυρώσεως ώστε να προστεθούν λόγοι ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης και δη νομικός ισχυρισμός περί αναρμοδιότητας του αποφασίζοντος διοικητικού οργάνου.

 

Ακολούθησε η καταχώριση της τροποποιημένης αίτησης ακυρώσεως από τον Αιτητή στις 12/10/2020 καθώς και τροποποιημένης ένστασης των Καθ’ ων η αίτηση στις 10/11/2020.

 

Στις 27/11/2020 καταχωρίστηκε συμπληρωματική αγόρευση του Αιτητή αναφορικά με τους νέους λόγους ακύρωσης, ωστόσο οι Καθ’ ων η αίτηση περιορίστηκαν στην αρχική τους αγόρευση χωρίς να προβούν σε καταχώρηση συμπληρωματικής αγόρευσης.

 

Στις 23/12/2020 μέσω της συνηγόρου τους οι Καθ’ ων η αίτηση καταχώρησαν ενδιάμεση αίτηση για προσαγωγή μαρτυρίας υπό μορφή ένορκων δηλώσεων (α) προς απόδειξη της αρμοδιότητας του διοικητικού οργάνου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη και (β) για προσαγωγή αντίγραφου ανακριτικού φακέλου των αστυνομικών αρχών ο οποίος κατ’ ισχυρισμό αφορά άμεσα τον Αιτητή. Η ανωτέρω αίτηση έφερε την αντίδραση του Αιτητή με την καταχώριση ένστασης στις 15/02/2021. Ακολούθησαν οι γραπτές αγορεύσεις των Καθ’ ων η αίτηση (Αιτητών σε εκείνη τη διαδικασία) την 01/03/2021 και του Αιτητή (Καθ’ ου η αίτηση σε εκείνη τη διαδικασία) στις 02/04/2021.

 

Πριν από την ολοκλήρωση της διαδικασίας εκδίκασης της προαναφερθείσας αίτησης για προσαγωγή μαρτυρίας και με αφορμή την ίδια αίτηση, καταχωρήθηκε άλλη ενδιάμεση αίτηση ημερομηνίας 16/04/2021 από τον Αιτητή μέσω της συνηγόρου του με σχετικό αίτημα για υποβολή προδικαστικής παραπομπής στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η πλευρά των Καθ’ ων η αίτηση προέβη σε καταχώριση ένστασης αναφορικά με την εν λόγω ενδιάμεση αίτηση στις 05/05/2021 και ακολούθησαν οι γραπτές αγορεύσεις του Αιτητή και των Καθ’ ων η αίτηση στις 20/05/2021 και 13/07/2021 αντίστοιχα.

 

Εκκρεμουσών των δύο ανωτέρω ενδιάμεσων αιτήσεων και μετά από όσα ανέκυψαν από συζήτηση αυτών ενώπιον του Δικαστηρίου υπό άλλη σύνθεση τότε, κρίθηκε απαραίτητο από τους Καθ’ ων η αίτηση όπως υποβληθεί επιπρόσθετη ενδιάμεση αίτηση με την οποία οι Καθ' ων η αίτηση αιτούντο την τροποποίηση της ενδιάμεσης αίτησης για προσαγωγή μαρτυρίας ημερομηνίας 23/12/2020 με σκοπό τον περιορισμό του αιτήματος τους σε προσαγωγή «μέρους του ανακριτικού φακέλου», όπερ και έγινε στις 17/12/2021.

 

Πέραν των πιο πάνω, τα οποία κατά τον τότε ουσιώδη χρόνο, εκκρεμούσαν, στις 18/01/2022 η συνήγορος των Καθ’ ων η αίτηση καταχώρησε ενδιάμεση αίτηση επιδιώκοντας τη συνένωση της παρούσας προσφυγής με τις εκκρεμούσες τότε προσφυγές με αριθμούς ΔΔΠ73/2019 και ΔΔΠ74/2019, ενώπιον άλλων αδελφών Δικαστών.

 

Εκκρεμουσών όλων των πιο πάνω, η παρούσα προσφυγή, μετά από διαχωρισμό υποθέσεων με το διορισμό επιπλέον Δικαστών στο ΔΔΔΠ, ανατέθηκε την 14/02/2022 στο παρόν Δικαστήριο για συνέχιση, αφού προηγουμένως εξαιρέθηκε άλλη αδελφή Δικαστής, λόγω κωλύματος.

 

Λαμβάνοντας υπόψη κυρίως την παλαιότητα, αλλά και πολυπλοκότητα της υπόθεσης, η οποία προέκυπτε εκ προοιμίου από τη φύση της αλλά και λόγω των ενδιάμεσων αιτήσεων που εκκρεμούσαν, το παρόν Δικαστήριο προχώρησε στην ταχύτερη δυνατή εξέταση όλων των εκκρεμουσών ενδιάμεσων αιτήσεων, ώστε να επιλυθούν τα ζητήματα που ανέκυψαν υπ’ αυτές και να υπεισέλθει εν τέλει στην εκδίκαση της προσφυγής.

 

Με τη σύμφωνο γνώμη των διαδίκων, εκδικάστηκε πρώτα η αίτηση συνένωσης ημερομηνίας 18/01/2022, ο χειρισμός της οποίας προηγήθηκε λόγω της φύσης του αιτήματός της, εκδίδοντας στις 03/08/2022 σχετική απόφαση σύμφωνα με την οποία το αίτημα περί συνεκδίκασης των τριών προσφυγών για τους λόγους που αναφέρονται στην εκεί ενδιάμεση απόφαση, απορρίφθηκε.

 

Ακολούθησε ο χειρισμός της ενδιάμεσης αίτησης ημερ. 17/12/2021 για τροποποίηση της αίτησης προσαγωγής μαρτυρίας 23/12/2020 το αποτέλεσμα της οποίας σχετιζόταν άμεσα με την πορεία της ενδιάμεσης αίτησης ημερ. 16/04/2021 περί προδικαστικής παραπομπής στο ΔΕΕ, όπου στις 15/02/2023 για τους λόγους που αναφέρονται στην εκεί ενδιάμεση απόφαση, το αίτημα απορρίφθηκε.

 

Στις 05/07/2023 εκδόθηκε απόφαση στην ενδιάμεση αίτηση ημερομηνίας 16/04/2021 με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα του Αιτητή για προδικαστική παραπομπή ερωτημάτων στο ΔΕΕ, παραμένοντας προς εκδίκαση πλέον η αίτηση των Καθ’ ων η αίτηση για προσαγωγή μαρτυρίας ημερομηνίας 23/12/2020.

 

Οι Καθ’ ων η αίτηση την 10/01/2024 αιτούμενοι αναβολή της ακρόασης, ενημέρωσαν εγγράφως το Δικαστήριο ότι χρειάζονται χρόνο με σκοπό τον καθορισμό της θέσης τους ενόψει της έκδοσης ενδιάμεσης απόφασης στην προσφυγή 974/20[1] από την αδελφή Δικαστή κ. Ε. Ρήγα σύμφωνα με την οποία κρίθηκε ότι σε προσφυγές με αντικείμενο αποκλεισμό από το καθεστώς πρόσφυγα το ΔΔΔΠ διενεργεί ακυρωτικό μόνο έλεγχο. Ενημέρωσαν περαιτέρω το Δικαστήριο, ότι η Δημοκρατία υπέβαλε αντέφεση σε έφεση του εκεί αιτητή υποστηρίζοντας την απόφαση του Δικαστηρίου (974/20), θέση αντίθετη με όσα υποστήριζαν στα πλαίσια της παρούσας, εφόσον η μέχρι τότε επιχειρηματολογία τους ήταν πως το ΔΔΔΠ διενεργεί τόσο ακυρωτικό όσο και ουσιαστικό έλεγχο και επί υποθέσεων αποκλεισμού από καθεστώς πρόσφυγα. Σύμφωνα με την θέση τους, το αποτέλεσμα της εν λόγω Έφεσης[2] αναμένετο να κρίνει τελικώς το δικαιοδοτικό ζήτημα, καταλήγοντας ότι «σε περίπτωση που το Σεβαστό Εφετείο κρίνει ότι, ο έλεγχος είναι ακυρωτικός θα επηρεαστεί ή και καθοριστεί και η πορεία χειρισμού του αιτήματος μας για προαγωγή μαρτυρίας».

 

Εν τέλει, στις 05/04/2024, οι Καθ’ ων η αίτηση απέσυραν την αίτηση ημερομηνίας 23/12/2020, με συμφωνηθέντα έξοδα υπερ του Αιτητή και εναντίον των Καθ’ ων η αίτηση, υποστηρίζοντας τον ακυρωτικό χαρακτήρα του ΔΔΔΠ σε υποθέσεις αποκλεισμού από καθεστώς διεθνούς προστασίας.

 

Με αφορμή τις προηγούμενες δηλώσεις της συνηγόρου των Καθ’ ων η αίτηση σε σχέση με τη δικαιοδοσία του ΔΔΔΠ σε υποθέσεις αποκλεισμού δυνάμει του άρθρου 5 του περί Προσφύγων Νόμου, το Δικαστήριο κάλεσε τους συνηγόρους όπως τοποθετηθούν κατά τις διευκρινήσεις. Οι θέσεις των μερών επί του συγκεκριμένου θέματος θα αναλυθούν πιο κάτω.

 

Στα πλαίσια της γραπτής αγόρευσης του Αιτητή, αποσύρθηκε η αιτούμενη θεραπεία υπό στοιχείο Β της αίτησης ακυρώσεως (προσφυγής), καθώς επίσης, η κ. Χαραλαμπίδου εγκατέλειψε τον ισχυρισμό της περί αναρμοδιότητας του οργάνου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, μετά από εν τέλει επιθεώρηση του διοικητικού φακέλου.

 

Ως προς την προδικαστική ένσταση, η κα Χαραλαμπίδου, προβαίνοντας σε εκτενή ανάλυση των θέσεων της καλεί το Δικαστήριο όπως κρίνει αυτήν αβάσιμη. Η επιχειρηματολογία της έγκειται στα εξής καίρια σημεία: πρώτον, πως πρόκειται για αρχή άρρηκτα συνδεδεμένη με τον αποκλεισμό, δεύτερον τυχόν μη εξέτασή της -εφόσον το Δικαστήριο επικυρώσει τον αποκλεισμό- θα οδηγήσει σε καταστρατήγηση θεμελιωδών δικαιωμάτων του Αιτητή, τα οποία η εν λόγω αρχή αποσκοπεί να προστατεύσει και τρίτον τονίζει την κριθείσα από τη νομολογία του ΕΔΑΔ αναποτελεσματική δικαιοδοσία του ακυρωτικού δικαστηρίου να ελέγχει την συγκεκριμένη αρχή.

 

Προχωρώντας την επιχειρηματολογία της προς ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης, η κα Χαραλαμπίδου με εκτενή και αναλυτικό τρόπο, παρουσιάζει σειρά από διαδικαστικές παραβάσεις των Καθ’ ων η αίτηση, αλλά και ζητήματα που άπτονται της ουσίας της υπόθεσης όσον αφορά την απόφαση αποκλεισμού την οποία εξέδωσαν. Ο κύριος λόγος ακύρωσης έγκειται στην παράλειψη των Καθ’ ων η αίτηση να ενημερώσουν τον Αιτητή αναφορικά με την εξέταση του ενδεχόμενου αποκλεισμού του από το καθεστώς του πρόσφυγα στερώντας του με αυτό τον τρόπο την ευκαιρία να παραθέσει τις θέσεις του σχετικά με τον ισχυριζόμενο λόγο αποκλεισμού. Η συνήγορος ισχυρίζεται ότι η παραβίαση της υποχρέωσης των Καθ’ ων η αίτηση να προβούν στη σχετική ενημέρωση αποτελεί παραβίαση ουσιαστικής διαδικαστικής εγγύησης της διαδικασίας. Παράλληλα, σημειώνει με ιδιαίτερα περιγραφικό τρόπο την παράλειψη των Καθ’ων η αίτηση να υποβάλλουν άρτια ερωτήματα στον Αιτητή ώστε να δημιουργηθεί μία πιο εμπεριστατωμένη και ολοκληρωμένη εικόνα σχετικά με την απασχόληση του Αιτητή, τη συμμετοχή του στις παραστρατιωτικές οργανώσεις της περιοχής του αλλά και τον τρόπο με τον οποίο συνδέεται ο ίδιος με αυτές. Η διαδικασία που ακολουθήθηκε από τη διοίκηση, σύμφωνα με την συνήγορο του Αιτητή, χωλαίνει έτη περαιτέρω και από την άλλη διαδικαστική παράλειψη των Καθ’ ων η αίτηση, την μη εξασφάλιση διαβεβαίωσης του Αιτητή ότι αντιλαμβανόταν τον διερμηνέα και όσα λέχθηκαν κατά τη διάρκεια της συνέντευξης.

 

Σε ακόλουθο ισχυρισμό της πλευράς του Αιτητή προωθείται η θέση πως παρά το ότι οι Καθ’ ων η αίτηση εκ του νόμου φέρουν το βάρος απόδειξης σε περιπτώσεις αποκλεισμού, του οποίου το επίπεδο μάλιστα συνίσταται σε ιδιαιτέρως υψηλά πρότυπα, αυτοί δεν κατόρθωσαν να στοιχειοθετήσουν επαρκώς τα ουσιώδη γεγονότα, αλλά βασίστηκαν σε «υποθέσεις, εικασίες, πρόχειρες συνεπαγωγές». Σε σχέση με όσες πληροφορίες από εξωτερικές πηγές εντοπίζονται από τους Καθ’ ων η αίτηση, είναι η θέση της ευπαίδευτης συνηγόρου του Αιτητή πως αυτές παραμένουν γενικές απουσιάζοντας το στοιχείο της απαραίτητης εξατομίκευσης ειδικά σε υποθέσεις αποκλεισμού, ως η υπό εξέταση. Σε αυτή τη βάση η συνήγορος προχωρεί σε ανάλυση της ανάγκης να στοιχειοθετηθεί ατομική ποινική ευθύνη του Αιτητή, κάτι το οποίο δεν επετεύχθη καθώς όπως ισχυρίζεται, οι Καθ’ ων η αίτηση απέτυχαν να στοιχειοθετήσουν το ρόλο και τη σχέση του με τις παραστρατιωτικές οργανώσεις, διαπιστώσεις που θα συνηγορούσαν στην τεκμηρίωση του αποκλεισμού. Τόσο η ποιότητα όσο και η αξιοπιστία των εξωτερικών πηγών πληροφόρησης που χρησιμοποιήθηκαν για αξιολόγηση της κατάστασης της περιοχής όπου ο Αιτητής δραστηριοποιούνταν και τον έλεγχο του χώρου εργασίας του (το νοσοκομείο) από παραστρατιωτικές οργανώσεις αμφισβητούνται ως ανασφαλείς και αναξιόπιστες. Συνεπεία τούτου η κα Χαραλαμπίδου ισχυρίζεται ότι οι Καθ’ ων η αίτηση τελούσαν υπό πλάνη περί τα πράγματα.  Επιπλέον η συνήγορος του Αιτητή, υποβάλλει ισχυρισμό περί νομικής πλάνης σε σχέση με τις απαιτήσεις για την εφαρμογή αποκλεισμού απορρέουσες από τα άρθρα 12(2)(α) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, 1ΣΤ(α) της Σύμβασης της Γενεύης και 5(1)(γ)(i) του περί Προσφύγων Νόμου αναφορικά με τα εγκλήματα πολέμου.  

 

Με τη σειρά τους οι Καθ’ ων η αίτηση, μέσω της συνηγόρου τους, προωθώντας την προδικαστική ένσταση τους, επιχειρηματολογούν περί της διακριτότητας των δύο διαδικασιών από τη μία της απόφασης αποκλεισμού και από την άλλη της απόφασης επιστροφής και προχωρεί σε ανάλυση της θέσης τους περί του ότι ο έλεγχος της αρχής της μη επαναπροώθησης εκφεύγει της δικαιοδοσίας του ΔΔΔΠ αναφέροντας ως αρμόδιο το Διοικητικό Δικαστήριο.

 

Περαιτέρω, η κ. Χαραλάμπους, υπεραμύνεται της νομιμότητας και της ορθότητας της επίδικης πράξης και ισχυρίζεται πως αυτή εκδόθηκε με την ορθή διαδικαστική πορεία όντας αιτιολογημένη επί της ουσίας αλλά και νομικά, αφού κατά τον ισχυρισμό της, οι Καθ’ ων η αίτηση προέβησαν στην κατάλληλη έρευνα υπό τις περιστάσεις του Αιτητή.

 

Ισχυρίζονται περαιτέρω ότι οι λόγοι ακύρωσης του Αιτητή δεν δικογραφούνται δεόντως και εν πάση περιπτώσει δεν προβάλλονται σύμφωνα με τον Κανονισμό 7 των Διαδικαστικών Κανονισμών του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, ήτοι προβάλλονται με γενικότητα και αοριστία. Σε σχέση με τα όσα προώθησε η πλευρά του Αιτητή αναφορικά με τις διαδικαστικές παραβιάσεις που συντελέστηκαν κατά την έκδοση της επίδικης απόφασης, η συνήγορος των Καθ’ ων η αίτηση απορρίπτει οποιαδήποτε παραβίαση. Επιπλέον, τονίζει την ύπαρξη διερμηνέα κατά τη διαδικασία αλλά και το καίριο γεγονός πως ο Αιτητής θέτοντας την υπογραφή του στα πρακτικά της συνέντευξης αλλά και μη εγείροντας ουδεμία σχετική ένσταση σε κανένα στάδιο αποδεικνύουν ότι δεν υφίστανται παρερμήνευση του περιεχομένου της διαδικασίας. Παράλληλα, ισχυρίζεται ότι οι ερωτήσεις που τέθηκαν στον Αιτητή ήταν ικανοποιητικές για να εξασφαλίσουν όλα τα δεδομένα ώστε οι Καθ’ ων η αίτηση να προβούν σε ολοκληρωμένη διερεύνηση της υπόθεσης, όπως και έπραξαν. Η συνήγορος των Καθ’ ων η αίτηση προχωρώντας στην γραπτή της αγόρευση αντικρούει τον ισχυρισμό περί υποχρέωσης ενημέρωσης του Αιτητή για το ενδεχόμενο αποκλεισμού. Αποτελεί θέση της πως η ενημέρωση, δεν αποτελεί ρητή διαδικαστική εγγύηση αναφορικά με υποθέσεις εξέτασης αποκλεισμού. Τοποθετείται, περαιτέρω, εκ της αντίπερα όχθης των θέσεων του Αιτητή πως η επίδικη απόφαση βασίστηκε σε αντικειμενικά και αξιόπιστα δεδομένα που αντλήθηκαν από αξιόπιστες πηγές και επικεντρώθηκαν στις συγκεκριμένες περιστάσεις που υφίσταντο στην υπό εξέταση υπόθεση. Η συνήγορος των Καθ’ ων η αίτηση χωρίς να αποποιείται το βάρος απόδειξης που φέρουν οι Καθ’ ων η αίτηση, υποστηρίζει ότι αφ’ ης στιγμής στοιχειοθετηθούν σοβαρές ενδείξεις εναντίον του Αιτητή αυτός επωμίζεται το βάρος απόδειξης, το οποίο θεωρεί, η κα Χαραλάμπους, πως απέτυχε να αποσείσει παραμένοντας γενικός. Κρίσιμη να αναφερθεί είναι και η θέση των Καθ’ ων η αίτηση ότι τα εγκλήματα πολέμου τα οποία οδήγησαν σε αποκλεισμό του Αιτητή δύναται να συνίστανται και σε τρομοκρατικές πράξεις και/ή ενέργειες όταν πραγματοποιούνται εν μέσω πολέμου, θέση η οποία αναλύεται στα πλαίσια αντίκρουσης του ισχυρισμού περί πλάνης περί το νόμο.

 

Με την απαντητική αγόρευση του Αιτητή υιοθετούνται όλες οι προβληθείσες θέσεις στα πλαίσια της γραπτής αγόρευσης του. Ωστόσο, η κ. Χαραλαμπίδου δίνει έμφαση στα ακόλουθα σημεία: πρώτον στην αποτυχία των Καθ’ ων η αίτηση να προσδιορίσουν τόσο τις αξιόποινες πράξεις που του καταλογίζονται όσο και σε ποια παραστρατιωτική οργάνωση στοιχειοθετείται η δραστηριοποίηση του Αιτητή. Δεύτερον, η κ Χαραλαμπίδου θεωρεί απαράδεκτη, αντιδεοντολογική, αντινομική αλλά και παραπλανητική την επιχειρηματολογία των Καθ’ ων η αίτηση αναφορικά με την υπαγωγή των τρομοκρατικών πράξεων στα εγκλήματα πολέμου, ενώ αρνείται την εφαρμογή επί της παρούσης όσων αναλύει σχετικά με την τρομοκρατία αφού δεν έχουν αποδοθεί στον Αιτητή τέτοιες πράξεις. Η συνήγορος εμμένει στις θέσεις της περί της σημασίας της εξατομικευμένης έρευνας στην οποία δεν προέβησαν οι Καθ’ ων η αίτηση τονίζοντας ξανά την αναξιοπιστία των πηγών πληροφόρησης που χρησιμοποίησαν (Wikipedia), καθώς και της παράλειψης ενημέρωσης του Αιτητή για το ότι θα προβούν σε έλεγχο του αποκλεισμού του. Παραδεχόμενη την αναγκαιότητα της συνδρομής του Αιτητή στη διαδικασία διερεύνησης των λόγων αποκλεισμού, απέρριψε κατηγορηματικά τον ισχυρισμό περί μετατόπισης του βάρους απόδειξης σε υποθέσεις αποκλεισμού στις πλάτες του Αιτητή.

 

Στα πλαίσια των διευκρινήσεων στις 05/06/2024 και οι δύο πλευρές υιοθέτησαν τις αγορεύσεις τους στο μέρος των ισχυρισμών όπως αυτοί έχουν εν τω μεταξύ διαμορφωθεί. Η συνήγορος του Αιτητή προσκόμισε μετά από άδεια του Δικαστηρίου υπόμνημα των θέσεων της σε σχέση με το ζήτημα της αρμοδιότητας ελέγχου του παρόντος Δικαστηρίου επί υποθέσεων αποκλεισμού, ενώ η συνήγορος των Καθ’ ων η αίτηση τοποθετήθηκε προφορικά.

 

Η μεν πρώτη ισχυρίζεται ότι το Δικαστήριο διατηρεί δικαιοδοσία ουσιαστικού και ακυρωτικού ελέγχου, η δε δεύτερη συνήγορος, ότι το ΔΔΔΠ περιορίζεται σε υποθέσεις αποκλεισμού σε ακυρωτικό μόνο έλεγχο. Στα πλαίσια της εκτενούς εξέτασης του ισχυρισμού περί αρμοδιότητας του Δικαστηρίου θα προβληθούν αναλυτικότερα οι θέσεις των δύο πλευρών. Σημειώνεται, ωστόσο, επί του παρόντος η δυσκολία να αποσαφηνιστεί η θέση των Καθ’ ων η αίτηση αναφορικά με το ζήτημα της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου κατά την τοποθέτηση τους ενώπιον μου. Κατά τα λοιπά, η συνήγορος του Αιτητή τονίζει τα καίρια σημεία της γραπτής αγόρευσής της, όπως εκτέθηκαν στην ανωτέρω καταγραφή τους από το Δικαστήριο, επαναλαμβάνοντας την ίδια επιχειρηματολογία της. Ομοίως και οι Καθ’ ων η αίτηση μετά την προφορική τους τοποθέτηση περί της αρμοδιότητας επανέλαβαν τους κύριους ισχυρισμούς τους υπεραμυνόμενοι της νομιμότητας και της ορθότητας της επίδικης απόφασης. 

 

Ως ζήτημα δημοσίου συμφέροντος κρίνω ορθό και σκόπιμο όπως εξεταστεί  αρχικά, το ζήτημα της δικαιοδοσίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας και η έκταση ελέγχου που ασκεί σε αποφάσεις αποκλεισμού αιτητών από το καθεστώς διεθνούς προστασίας, ως η παρούσα.

 

Οφείλω να αναφέρω ότι η πλευρά του Αιτητή εξ αρχής επέμενε στη θέση της ότι το ΔΔΔΠ ελέγχει πλήρως και εξ υπαρχής όλα τα πραγματικά και νομικά στοιχεία ώστε να εξετάσει κατά πόσο συντρέχουν οι προϋποθέσεις αποκλεισμού. Αντίθετα, η κ. Χαραλάμπους για τους Καθ’ ων η αίτηση περιορίστηκε στην υποστήριξη της ενδιάμεσης απόφασης στην προσφυγή 974/20 παραδεχόμενη την μέχρι εκείνη τη στιγμή αντίθετη θέση της Δημοκρατίας επί του συγκεκριμένου θέματος.

 

Ειδικότερα, η κ. Χαραλαμπίδου με σχετικό υπόμνημά της κατατεθέν κατά τις διευκρινήσεις της 05/06/2024 εμμένει στην θέση ότι το Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία για πλήρη και ex nunc έλεγχο τόσο νομιμότητας όσο και της ορθότητας και επί προσφυγών εναντίον διοικητικών πράξεων αποκλεισμού όπως η παρούσα. Αντιθέτως, οι Καθ’ ων η αίτηση αγορεύοντας προφορικά προέβαλαν πως σε διοικητικές πράξεις όπως η επίδικη, το Δικαστήριο ασκεί μόνο ακυρωτικό έλεγχο, επικαλούμενοι ευρωπαϊκή νομολογία και παραπέμποντας στην απόφαση υπ’ αριθμόν 974/2020 της Έντιμης κας Ε. Ρήγα, ισχυρισμός ο οποίος έρχεται σε πλήρη αντίφαση με όσα μέχρι πρότινος προωθούσαν, ήτοι πλήρη και ex nunc έλεγχο τόσο των γεγονότων όσο και των νομικών ζητημάτων που εγείρονται σε σχέση με όσα προηγήθηκαν αλλά και όσα ακολούθησαν της επίδικης απορριπτικής απόφασης, εξού και απέσυραν την αίτησή τους για προσαγωγή μαρτυρίας τέσσερα χρόνια μετά την καταχώρηση της.

 

Η δικαιοδοσία του ΔΔΔΠ καθορίζεται από το άρθρο 11(3) και (4) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 – Ν.73(Ι)/2018 στο οποίο προνοούνται τα ακόλουθα:

 

«(3) Για σκοπούς ενάσκησης της δικαιοδοσίας του επί προσφυγής κατά απόφασης ή πράξης που αναφέρεται στο εδάφιο (4), το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας-

 

(α) Προβαίνει σε έλεγχο της νομιμότητας και ορθότητας αυτής, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής-

 

(i) τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν, και

 

(ii) την ανάγκη χορήγησης διεθνούς προστασίας σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Προσφύγων Νόμου, σε περίπτωση που προσβάλλεται απόφαση η οποία συνεπάγεται τη μη χορήγηση τέτοιας προστασίας ή την ανάκληση ή παύση τέτοιας προστασίας ή τη χορήγηση καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας αντί του καθεστώτος πρόσφυγα, και

 

(β) επικυρώνει εν όλω ή εν μέρει την απόφαση ή πράξη, ή ακυρώνει και τροποποιεί εν όλω ή εν μέρει αυτήν:

[….]»

 

Περαιτέρω, στο εδάφιο (4) του ίδιου προαναφερθέντος άρθρου, γίνεται αναφορά σε οποιασδήποτε απόφαση της αρμόδιας αρχής η οποία θίγει ατομικά τον υποβάλλοντα προσφυγή στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας, προνοώντας μεταξύ άλλων στην παράγραφο (γ) του εδαφίου 4 για

 

«(γ) δυσμενής απόφαση του Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, επί αίτησης διεθνούς προστασία, περιλαμβανομένης απόφασης με την οποία -

(i) κρίνει αίτηση ως αβάσιμη, όσον αφορά το καθεστώς πρόσφυγα ή/και το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, ή

 

(ii) κρίνει αίτηση ως απαράδεκτη σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου, ή

 

(iii) αποφασίζει να εφαρμόσει επί της αίτησης τις διατάξεις του άρθρου 12Βδις του περί Προσφύγων Νόμου, ή

 

(iv) αρνείται να αρχίσει εκ νέου την εξέταση αίτησης η οποία σταμάτησε, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 16Β ή του άρθρου16Γ του περί Προσφύγων Νόμου, ή

 

(v) ανακαλεί διεθνή προστασία σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 5, του άρθρου 6Α ή του εδαφίου (3Α) του άρθρου 19 του περί Προσφύγων Νόμου, ή

 

(vi) παύει διεθνή προστασία σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 6 ή του εδαφίου (3) του άρθρου 19 του περί Προσφύγων Νόμου, ή

 

(vii) αποφασίζει να χορηγήσει στον αιτητή καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1) του άρθρου 19 του περί Προσφύγων Νόμου, αντί του καθεστώτος πρόσφυγα·

 

[….]»

 

Η ρητή αναφορά στο νόμο στη λέξη «δυσμενής απόφαση επί αίτησης διεθνούς προστασίας» σημαίνει απόφαση η οποία αποστερεί από αιτητή τα δικαιώματα και την προστασία που απορρέουν από καθεστώς διεθνούς προστασίας. Τούτου λεχθέντος, εκ προοιμίου κρίνεται ότι η απόφαση αποκλεισμού από το καθεστώς πρόσφυγα μετά από εξέταση αίτησης διεθνούς προστασίας αποτελεί δυσμενή για αυτόν απόφαση εφόσον υπό άλλες συνθήκες το άτομο αυτό θα ήταν δικαιούχος διεθνούς προστασίας, υποκείπτουσα σε δικαστικό κατ΄ουσία έλεγχο.

 

Το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου, προνοεί ότι «Ως πρόσφυγας αναγνωρίζεται το πρόσωπο που, λόγω βάσιμου φόβου καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεως, είναι εκτός της χώρας της ιθαγένειας του και δεν είναι σε θέση, ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο να χρησιμοποιήσει την προστασία της χώρας αυτής ή πρόσωπο που δεν έχει την ιθαγένεια, το οποίο ενώ είναι εκτός της χώρας της προηγούμενης συνήθους διαμονής του ως αποτέλεσμα αυτών των καταστάσεων δεν είναι σε θέση ή λόγω του φόβου αυτού δεν είναι πρόθυμο να επιστρέψει σ’ αυτή και στο οποίο δεν έχει εφαρμογή το άρθρο 5».

 

Από το πιο πάνω άρθρο προκύπτει ότι η χορήγηση προσφυγικού καθεστώτος και ο αποκλεισμός είναι άρρηκτα συνδεδεμένα μεταξύ τους εφόσον στα πλαίσια εξέτασης υποβληθείσας από αιτητή αίτησης διεθνούς προστασίας, εξετάζεται και η περίπτωση αποκλεισμού του.

 

Έχοντας καταλήξει ότι η απόφαση αποκλεισμού αποτελεί δυσμενή απόφαση επί αίτησης διεθνούς προστασίας, προχωρώ να εξετάσω την πρόνοια του Νόμου επί του άρθρου 11(4)(γ)(ν) σύμφωνα με την οποία στις δυσμενείς αποφάσεις του Προϊστάμενου της Υπηρεσίας Ασύλου περιλαμβάνεται, δηλαδή μεταξύ άλλων, απόφαση με την οποία ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου, «ανακαλεί διεθνή προστασία σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 5, του άρθρου 6Α ή του εδαφίου (3Α) του άρθρου 19 του περί Προσφύγων Νόμου», ωστόσο δεν αναφέρεται ρητά η περίπτωση αποκλεισμού αιτητή από καθεστώς πρόσφυγα ή συμπληρωματικής προστασίας.

 

Το άρθρο 5 του περί Προσφύγων Νόμου προνοεί για τη διαδικασία αποκλεισμού αιτητή από το καθεστώς πρόσφυγα ή συμπληρωματικής προστασίας, που άλλως θα δικαιούτο. Ειδικότερα, προβλέπεται ότι εφόσον έχει υποβληθεί αίτηση διεθνούς προστασίας, η οποία εξετάζεται δυνάμει του άρθρου 13 του Νόμου, δηλαδή με την κανονική διαδικασία, διαπιστωθεί από την αρμόδια αρχή ότι για συγκεκριμένους λόγους που προνοούνται στο εδάφιο 1 του εν λόγω άρθρου, αυτός εμπίπτει στις ρήτρες αποκλεισμού τότε αυτός αποκλείεται του καθεστώτος και η αίτησή του απορρίπτεται. Αυτοτελής πράξη που εξετάζεται κατ΄ουσία από το Δικαστήριο στα πλαίσια εξέτασης της αίτησης διεθνούς προστασίας, δυνάμει του άρθρου 11(3)(α)(ii) Γίνεται επίσης αναφορά [άρθρο 5(4)] ότι σε περίπτωση που εκ των υστέρων διαπιστωθεί από την αρμόδια αρχή ότι αιτητής στον οποίο εκχωρήθηκε διεθνής προστασία ή συμπληρωματική προστασία, εμπίπτει σε οποιαδήποτε από τις κατηγορίες του εδαφίου 1, ανακαλεί με αιτιολογημένη απόφασή του την απόφαση βάσει της οποίας του εκχωρήθηκε το εν λόγω καθεστώς, επίσης αυτοτελής πράξη που εξετάζεται κατ΄ουσία δυνάμει του άρθρου11(4)(γ)(ν) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου.

 

Είτε ο εξ υπαρχής αποκλεισμός από το καθεστώς πρόσφυγα μετά από εξέταση αίτηση διεθνούς προστασίας είτε η εκ των υστέρων ανάκληση του καθεστώτος πρόσφυγα, - και οι δύο περιπτώσεις αποτελούν δυσμενείς αποφάσεις που θίγουν ατομικά τον υποβάλλοντα προσφυγή - δεν δύναται να τυγχάνουν διαφορετικού δικαστικού ελέγχου, η μεν πρώτη περίπτωση να τυγχάνει μόνο ακυρωτικού ελέγχου (εξέταση της νομιμότητας) ενώ η δεύτερη τόσο ακυρωτικού όσο και ουσιαστικού (εξέταση νομιμότητας και ορθότητας) εφόσον το αποτέλεσμα αυτών είναι σαφώς το ίδιο, αποστέρηση της προσφυγικής ιδιότητας για συγκεκριμένους νομοθετημένους λόγους, με μοναδική διαφορά το χρόνο διαπίστωσης των λόγων αποκλεισμού.

 

Οι πιο πάνω διατάξεις του εθνικού μας νόμου, βρίσκουν έρεισμα στο άρθρο 46 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ, όπου προβλέπεται το δικαίωμα σε πραγματική προσφυγή ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, και προνοούνται τα ακόλουθα:

 

«Άρθρο 46

1. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αιτούντες να έχουν δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου κατά των ακόλουθων αποφάσεων:

 

(α) απόφαση επί της αιτήσεως διεθνούς προστασίας, περιλαμβανομένων των αποφάσεων:

 

(i) με τις οποίες κρίνουν αίτηση ως αβάσιμη όσον αφορά το καθεστώς του πρόσφυγα και/ή το καθεστώς επικουρικής προστασίας,

 

(ii) με τις οποίες η αίτηση κρίνεται ως απαράδεκτη σύμφωνα με το άρθρο 33 παράγραφος 2,

 

(iii) που λαμβάνονται στα σύνορα ή τις ζώνες διέλευσης κράτους μέλους όπως περιγράφεται στο άρθρο 43 παράγραφος 1,

 

(iv) να μη διεξαχθεί εξέταση σύμφωνα με το άρθρο 39·

 

[..]

 

(γ) απόφαση ανάκλησης διεθνούς προστασίας σύμφωνα με το άρθρο 45.

[….]

3.    Προκειμένου να τηρούν τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 1, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε η πραγματική προσφυγή να εξασφαλίζει πλήρη και ex nunc εξέταση τόσο των πραγματικών όσο και των νομικών ζητημάτων, ιδίως, κατά περίπτωση, εξέταση των αναγκών διεθνούς προστασίας σύμφωνα με την οδηγία 2011/95/ΕΕ, τουλάχιστον κατά τις διαδικασίες άσκησης ένδικου μέσου ενώπιον πρωτοβάθμιου δικαστηρίου.»

 

Κατά τα πιο πάνω, είναι σαφές ότι κάθε απόφαση επί αίτησης διεθνούς προστασίας, περιλαμβανομένης και απόφασης αποκλεισμού, εφόσον πρόκειται για δυσμενή απόφαση του Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου επί αίτησης διεθνούς προστασίας, άρρηκτα συνδεδεμένη με την εξέταση της αίτησης για διεθνή προστασία, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, υπόκειται σε πλήρη και ex nunc εξέταση τόσο των πραγματικών όσο και των νομικών ζητημάτων που τη διέπουν.

 

Πέραν των πιο πάνω και σε σχέση με τη δικαιοδοσία ελέγχου που έχει το Δικαστήριο στα πλαίσια προσφυγής εναντίον διοικητικής πράξης ή απόφασης, παραπέμπω στην απόφαση C–585/2016, Alheto, ημερ. 25/07/2018, όπου ερμηνεύεται το προαναφερόμενο άρθρο 46 περί της δικαιοδοσίας των εθνικών δικαστηρίων και καθίσταται ξεκάθαρο ότι τα εθνικά δικαστήρια των κρατών – μελών οφείλουν να διαμορφώσουν τη νομοθεσία σε εθνικό επίπεδο με τέτοιο τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται η πραγματική προσφυγή υπό την έννοια του πλήρους και από τούδε και στο εξής (ex nunc) ελέγχου των γεγονότων και των νομικών ισχυρισμών τονίζοντας την ανάγκη της ταχύτητας της διαδικασίας. Παραθέτω σχετικό απόσπασμα της απόφασης:

 

 

«109 Συναφώς, η οδηγία 2013/32, πέραν του ότι υπηρετεί τον γενικό σκοπό της θέσπισης κοινών διαδικαστικών κανόνων, σκοπεί ειδικότερα, όπως προκύπτει μεταξύ άλλων από την αιτιολογική σκέψη 18, στην εξέταση των αιτήσεων διεθνούς προστασίας “το συντομότερο δυνατό, με την επιφύλαξη της διεξαγωγής κατάλληλης και πλήρους εξέτασης”.

 

110 Υπό το πρίσμα αυτό, προκειμένου να γίνει σεβαστό το σύνηθες νόημά της, η φράση «μεριμνούν ώστε η πραγματική προσφυγή να εξασφαλίζει πλήρη και ex nunc εξέταση τόσο των πραγματικών όσο και των νομικών ζητημάτων» πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι τα κράτη μέλη, βάσει του άρθρου 46, παράγραφος 3, της οδηγίας 2013/32, υποχρεούνται να διαμορφώνουν την εθνική τους νομοθεσία κατά τρόπο τέτοιον ώστε η εξέταση των προσφυγών αυτών να περιλαμβάνει τον δικαστικό έλεγχο του συνόλου των πραγματικών και νομικών ζητημάτων που επιτρέπουν στον δικαστή να προβεί στην εξέταση της υπόθεσης βάσει επικαιροποιημένων στοιχείων.

 

[….]

 

118 Λαμβανομένων υπόψη όλων των ανωτέρω, στο τρίτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 46, παράγραφος 3, της οδηγίας 2013/32, σε συνδυασμό με το άρθρο 47 του Χάρτη, έχει την έννοια ότι δικαστήριο κράτους μέλους που κρίνει πρωτοδίκως προσφυγή κατά αποφάσεως επί αιτήσεως διεθνούς προστασίας οφείλει να εξετάζει τόσο τα πραγματικά και νομικά ζητήματα –όπως το αν εφαρμόζεται στην περίπτωση του προσφεύγοντος το άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2011/95– τα οποία έλαβε ή θα μπορούσε να λάβει υπόψη το όργανο που έλαβε τη σχετική απόφαση όσο και εκείνα που ανέκυψαν μετά την έκδοση της απόφασης αυτής.

 

[….]» (Η υπογράμμιση και ο τονισμός είναι του παρόντος Δικαστηρίου)

 

Συμπερασματικά, προς όλα τα πιο πάνω καταλήγω στα ακόλουθα: Πρώτον, η επίδικη απόφαση είναι δυσμενής διοικητική απόφαση που θίγει ατομικά τον Αιτητή και η οποία έχει εκδοθεί επί αίτησης διεθνούς προστασίας με βάση τον περί Προσφύγων Νόμο. Δεύτερον, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση της επίδικης απόφασης και του αποτελέσματος που επιφέρει στον Αιτητή, ήτοι τον αποκλεισμό του από το καθεστώς πρόσφυγα, η προσφυγή του τυγχάνει σε έλεγχο νομιμότητας και ορθότητας αφού πρόκειται για «περίπτωση που προσβάλλεται απόφαση η οποία συνεπάγεται τη μη χορήγηση τέτοιας προστασίας» κατά το άρθρο 11(3)(α)(ii) του Ν. 73(Ι)/2018. Τρίτον το άρθρο 3(1) του Νόμου αναφέρει ρητά πως ο έλεγχος για να αποδοθεί προσφυγικό καθεστώς σε αιτητή διεξάγεται υπό την προϋπόθεση πως δεν εφαρμόζεται το άρθρο 5 του Νόμου στην εκάστοτε υπό εξέταση περίπτωση καθιστώντας τη χορήγηση προσφυγικού καθεστώτος και τον αποκλεισμό άρρηκτα συνδεδεμένα μεταξύ τους.

 

Τούτων λεχθέντων, συμφωνώ με τη συνήγορο του Αιτητή ότι σε περίπτωση που το Δικαστήριο προβεί μόνο σε έλεγχο νομιμότητας της επίδικης απόφασης τα δικαιώματα του Αιτητή θα καταστρατηγηθούν.

 

Ως εκ των πιο πάνω αποτελεί κρίση μου ότι το Δικαστήριο κέκτηται εξουσίας όπως εξετάζει πέραν από την νομιμότητα της προσβαλλόμενης πράξης και την ορθότητα αυτής, ήτοι εξέταση επί της ουσίας του αιτήματος του Αιτητή.

 

Έχω μελετήσει με μεγάλη προσοχή τις προωθούμενες θέσεις των μερών, το περιεχόμενο του ενώπιον μου διοικητικού φακέλου αλλά και όσα αναφέρθηκαν προφορικά κατά τις διευκρινήσεις.

 

Κρίνω εξ αρχής ότι όλες οι προωθούμενες θέσεις της συνηγόρου του Αιτητή, είναι δεόντως δικογραφημένες, κυρίως από τους νομικούς λόγους ακύρωσης υπό στοιχεία 6 και 9 επί της τροποποιημένης αίτησης ακυρώσεως και συνεπώς απορρίπτω εκ προοιμίου τον περί του αντιθέτου ισχυρισμό των Καθ’ ων η αίτηση, ο οποίος προβάλλεται επιπόλαια, αόριστα και γενικά. 

 

Ουσιαστικός ισχυρισμός της πλευράς του Αιτητή για ακύρωση της επίδικης απόφασης, αποτελεί η θέση του ότι στερήθηκε του δικαιώματος ακρόασης κατά τη διάρκεια εξέτασης του ενδεχομένου να εμπίπτει σε κάποιο εκ των λόγων αποκλεισμού με την παράλειψη των Καθ’ ων η αίτηση να ενημερώσουν τον Αιτητή για αυτό το ενδεχόμενο, καθώς επίσης από την διεξαχθείσα συνέντευξη του Αιτητή δεν προκύπτουν στοιχεία ή πληροφορίες που «να δημιουργούν σοβαρούς λόγους να πιστεύεται ότι διέπραξε έγκλημα που να επισύρει τον αποκλεισμό του». Τούτο, ισχυρίζεται η κ. Χαραλαμπίδου αποτελεί διαδικαστική εγγύηση υπέρ του Αιτητή η οποία παραβιάστηκε.

 

Είναι γεγονός ότι τυχόν παραβίαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας πλήττει την νομιμότητα της διοικητικής πράξης. Ως εκ τούτου κρίνω σκόπιμο όπως εξετάσω κατ’ αρχήν τον ισχυρισμό αυτό, εφόσον τυχόν έγκριση του, υπό συγκεκριμένες περιστάσεις, οδηγεί την προσβαλλόμενη πράξη σε ακύρωση.

 

Το άρθρο 43 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμο, Ν.158(Ι)/1999 προνοεί ότι «Το δικαίωμα ακρόασης παρέχεται, εκτός από τις περιπτώσεις που ο νόμος προβλέπει ρητά, σε κάθε πρόσωπο που θα επηρεαστεί από έκδοση πράξης ή από τη λήψη διοικητικού μέτρου που είναι πειθαρχικής φύσης ή έχει χαρακτήρα κύρωσης ή που είναι άλλως πως δυσμενούς φύσης».

 

 

 

Το πιο πάνω δικαίωμα κατοχυρώνεται και στα άρθρα 41, 47 και 48 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης όπου εξασφαλίζονται τα δικαιώματα χρηστής διοίκησης, άμυνας και δίκαιης δίκης αντίστοιχα, τα οποία έχουν ανακηρυχθεί ως γενικές αρχές του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

 

Μελετώντας ειδικότερα, αλλά στη βάση των προαναφερθέντων νομοθετικών διατάξεων, το άρθρο 5 του Νόμου αναφορικά με τον αποκλεισμό διαπιστώνω ότι στο εδάφιο (6) προβλέπεται ότι «Αιτήσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του εδαφίου (3), εξετάζονται με την κανονική διαδικασία εξέτασης αιτήσεων του άρθρου 13 και, αποφάσεις για ανάκληση του καθεστώτος που αναγνωρίστηκε δυνάμει του εδαφίου (4) λαμβάνονται μετά από την κατ’ αναλογία εφαρμογή της κανονικής διαδικασίας εξέτασης αιτήσεων που προβλέπεται στο άρθρο 13.».

 

Στο άρθρο 13 του Νόμου ρυθμίζεται η κανονική διαδικασία εξέτασης αιτήσεων όπου μεταξύ άλλων διαδικασιών προβλέπεται η διεξαγωγή προσωπικής συνέντευξης, η διαδικασία της οποίας ρυθμίζεται με λεπτομέρεια στο άρθρο 13Α του Νόμου, στα πλαίσια του οποίου προβλέπονται συγκεκριμένες περιπτώσεις παράλειψης της διεξαγωγής συνέντευξης του Αιτητή, ήτοι στο εδάφιο (2) (α-β) όπου αναφέρεται ότι:

 

«Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (1), η προσωπική συνέντευξη επί της ουσίας της αίτησης δύναται να παραλείπεται όταν –

 

(α) Ο Προϊστάμενος δύναται να λάβει θετική απόφαση όσον αφορά το καθεστώς του πρόσφυγα βάσει διαθέσιμων αποδεικτικών στοιχείων∙ ή

 

(β) η Υπηρεσία Ασύλου θεωρεί ότι ο αιτητής είναι ανίκανος ή δεν μπορεί να συμμετάσχει σε συνέντευξη, για λόγους που οφείλονται σε μόνιμες καταστάσεις ανεξάρτητες από τη θέλησή του. Σε περίπτωση που υπάρχουν αμφιβολίες, η Υπηρεσία Ασύλου οφείλει να συμβουλεύεται επαγγελματία του τομέα της υγείας για να εξακριβώσει κατά πόσο η κατάσταση, λόγω της οποίας ο αιτητής είναι ανίκανος ή δεν δύναται να συμμετάσχει σε συνέντευξη, είναι προσωρινή ή μόνιμη.»

 

Ανάγνωση των πιο πάνω αναφερόμενων άρθρων οδηγεί στο συμπέρασμα ότι σε  περιπτώσεις αποκλεισμού [άρθρο 5 (3) του Νόμου] το οποίο αποτελεί σαφώς μέτρο δυσμενούς φύσης για το επηρεαζόμενο πρόσωπο, εδώ τον Αιτητή, θα πρέπει να προηγηθεί της έκδοσης σχετικής απόφασης για αποκλεισμό από διεθνή προστασία, η άσκηση του δικαιώματoς του επηρεαζόμενου προσώπου, εδώ ο Αιτητής, να προβεί σε παράθεση των θέσεων του αναφορικά με τα γεγονότα που η διοικητική αρχή, προτίθεται να εξετάσει ως πιθανούς λόγους αποκλεισμού του από διεθνή προστασία.

 

Προς επίρρωση της πιο πάνω διαπίστωσης παραπέμπω σε νομολογία του ΔΕΕ όπου έχει αποφανθεί πως το εν λόγω δικαίωμα επιβάλλεται ακόμη και αν η εφαρμοστέα ρύθμιση δεν το προβλέπει ρητά κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας ώστε να εξασφαλίζεται η προβολή όλων των στοιχείων που ασκούν επιρροή στην απόφαση της διοίκησης και ως εκ τούτου απορρέει η υποχρέωση  δέουσας προσοχής από την διοίκηση για τα υποβληθέντα στοιχεία (βλ. C – 166/2013, 05/11/2014, σκέψεις 49 – 50 ECLI:EU:C:2014:2336, C – 277/2011, 22/11/2012, σκέψεις 85 – 86, ECLI:EU:C:2012:744 ). Περαιτέρω, σημειώνω ότι η προαναφερθείσα νομολογία, τονίζοντας ρητά τη σημασία του δικαιώματος ακρόασης επί διαδικασιών ως η επίδικη, αποφαίνεται ότι αυτό εφαρμόζεται σε κάθε διαδικασία δυνάμενη να καταλήξει στην έκδοση διοικητικής πράξης βλαπτικής για το επηρεαζόμενο πρόσωπο.

 

Με βάση όσα έχω εκθέσει πιο πάνω, δε μπορώ να συμφωνήσω με την θέση της συνηγόρου των Καθ’ ων η αίτηση ότι δεν απορρέει από το νόμο υποχρέωση των Καθ’ ων η αίτηση να ενημερώσουν τον Αιτητή για το ενδεχόμενο αποκλεισμού του ως διαδικαστική εγγύηση της διαδικασίας. Τούτο γιατί, ναι μεν δεν προβλέπεται ρητά το δικαίωμα ακρόασης Αιτητών προτού αποφασιστεί κατά πόσον αυτός υπάγεται σε αποκλεισμό, όπως συμβαίνει σε άλλες διαδικασίες σχετικά με τη διεθνή προστασία, ωστόσο απορρέει έμμεσα από τις ανωτέρω προβληθέντες διατάξεις της εθνικής και ενωσιακής νομοθεσίας, καθώς και τη νομολογία του ΔΕΕ. Πιο συγκεκριμένα, αναφέρω συνοπτικά ότι το εν λόγω δικαίωμα θεμελιώνεται ως γενική αρχή του δικαίου της Ε.Ε. και κατοχυρώνεται ως μέρος της διαδικασίας έκδοσης των διοικητικών αποφάσεων σύμφωνα με τον περί Προσφύγων Νόμο και με την καθιέρωσή του ως γενική αρχή του διοικητικού δικαίου με αποτέλεσμα η παραβίασή του να οδηγεί σε πλήγμα της νομιμότητας της δυσμενούς διοικητικής πράξης. Το υπό ανάλυση δικαίωμα ακρόασης, όχι μόνο προβλέπει το δικαίωμα του Αιτητή να λάβει γνώση των στοιχείων που δύναται να στοιχειοθετήσουν τον αποκλεισμό του, αλλά και να εκθέσει ενώπιον του αποφασίζοντος οργάνου, ήτοι των Καθ’ ων η αίτηση, τις θέσεις του παρέχοντας πληροφορίες που θα ληφθούν υπόψη για τη λήψη της τελικής απόφασης. Συνακόλουθα, η επίδικη απόφαση αποκλεισμού ως απόφαση δυσμενούς φύσεως, αφού στερεί από τον Αιτητή τη χορήγηση του προσφυγικού καθεστώτος που έχει αναγνωριστεί στο πρόσωπό του από τους Καθ’ ων η αίτηση, η οποία εκδόθηκε με βάση το άρθρο 5 (1) (γ) (i) του Νόμου υπόκειται στις προαναφερθείσες σχετικές προβλέψεις και οι τελευταίοι όφειλαν να εφαρμόσουν την κανονική διαδικασία εξέτασης [βλ. άρθρα 5 (6) & 13 του Νόμου] δίνοντας στον Αιτητή την ευκαιρία να προβάλλει τις θέσεις του σχετικά με τα ζητήματα αποκλεισμού του πριν από την έκδοση της επίδικης απόφασης.

 

Το ερώτημα που προκύπτει και θα εξετάσω αμέσως αφορά το κατά πόσο η επίδικη απόφαση αποκλεισμού και όλες οι σχετιζόμενες διαδικασίες έως την έκδοσή της από τους Καθ’ ων η αίτηση, ικανοποιούν την υποχρέωση προστασίας του δικαιώματος ακρόασης του Αιτητή πριν την έκδοσή της, ως αυτή απορρέει από όσα εκτέθηκαν πιο πάνω.

 

Αφού μελέτησα με προσοχή τους ισχυρισμούς των διαδίκων αναφορικά με την ενδεχόμενη παραβίαση του δικαιώματος ακρόασης κατά την ενώπιον μου διαδικασία και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, αλλά και λαμβάνοντας υπόψη όσα έχω αναλύσει ανωτέρω διαπιστώνω τα ακόλουθα. Αρχικά, δεν προκύπτει από πουθενά ότι οι Καθ’ ων η αίτηση -κατά την εξέταση της αίτησης του Αιτητή για διεθνή προστασία - ενημέρωσαν τον Αιτητή σχετικά με την ανάκυψη του ενδεχομένου να αποκλειστεί από τη διεθνή προστασία, εν προκειμένω το προσφυγικό καθεστώς. Ως εκ τούτου ο Αιτητής στερήθηκε της ευκαιρίας να προβάλλει διεξοδικά τις θέσεις του προς πλήρη τεκμηρίωση και εξήγηση των γεγονότων [βλ. άρθρο 13Α (9) & (10) του Νόμου] που τεκμηρίωσαν λόγο αποκλεισμού επί του άρθρου 5 (1) (γ) (i) του Νόμου, τα οποία εντοπίστηκαν από τους Καθ’ ων η αίτηση και στα οποία βασίστηκε η επίδικη διοικητική απόφαση. Υπό αυτές τις συνθήκες δε δύναται να διαπιστωθεί εάν το αποτέλεσμα της διοικητικής απόφασης θα ακολουθούσε διαφορετική πορεία αφότου λαμβάνονταν υπόψη και οι δικές του θέσεις επί του θέματος.

 

Εν συνεχεία, παρατηρώ πως οι Καθ’ ων η αίτηση διεξήγαγαν συνέντευξη αναφορικά με τους λόγους που ώθησαν τον Αιτητή να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του στις 17/04/2019, όπου δεν διαπιστώνεται οποιαδήποτε αναφορά από πλευράς της αρμόδιας λειτουργού στο ενδεχόμενο του αποκλεισμού του Αιτητή, δίνοντας την ευκαιρία στον Αιτητή να ακουστεί επ’ αυτού, εν αντιθέσει με την εισηγητική έκθεσή της η αρμόδια λειτουργός εισηγείται τον αποκλεισμό του από το καθεστώς του πρόσφυγα και ως αποτέλεσμα της εισήγησης εκδόθηκε από τον Προϊστάμενο η προσβαλλόμενη απόφαση.

 

Ως προς το κατά πόσο η παράβαση αυτή από πλευράς των Καθ’ ων η αίτηση, στην οποία κατέληξα ανωτέρω, αποτελεί ουσιώδη τύπο της διοικητικής διαδικασίας, που οδηγεί σε ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης, αναφέρω τα ακόλουθα.

 

Είναι πάγια νομολογημένο ότι η διοίκηση οφείλει να τηρεί τους τύπους που απαιτεί ο νόμος για τη έκδοση μιας διοικητικής πράξης. Παράβαση ουσιώδους τύπου καθιστά την πράξη παράνομη, το δε αποφασιστικό κριτήριο του διαχωρισμού των τύπων σε ουσιώδεις και επουσιώδεις είναι η ενδεχόμενη επίδραση της μη τήρησής τους στο περιεχόμενο της πράξης. Αν η παρατυπία επέδρασε στο αποτέλεσμα της απόφασης που πάρθηκε, θεωρείται ουσιώδης[3].

 

Στη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου Σκίτσας & Παρασκευάς Ξυλουργικές Επιχειρήσεις Λτδ v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 654/2002, ημερομηνίας 31/12/2003, λέχθηκαν τα ακόλουθα σε σχέση με τον διαχωρισμό των τύπων σε ουσιώδεις και μη:

 

«Έχει νομολογηθεί ότι μόνο παράβαση ουσιώδους τύπου καθιστά την πράξη παράνομη (Χατζηγεωργίου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2771/29.1.99, Παπαλουκά κ.α. ν. Επιτροπής Σιτηρών Κύπρου, Α.Ε. 1908/16.9.98, A. Lumiere Television Ltd v. Αντέννα κ.α., Α.Ε. 2032/27.2.98).

 

Το ερώτημα κατά πόσο παράβαση τύπου είναι ουσιώδης ή όχι εξαρτάται από την επίδραση που έχει η παράλειψη του τύπου στη συγκεκριμένη πράξη (Παπαλουκά και Lumiere Television (πιο πάνω) - Βλ. και Η. Κυριακόπουλου, «Ελληνικόν Διοικητικόν Δίκαιον», Τόμος Β, σελ. 380: «Ουσιώδης είναι ο τύπος εφ’ όσον η τήρησις αυτού, ενδεχομένως, ασκή επιρροήν επί του περιεχομένου της πράξεως, ή η μη τήρησις αυτού καθιστά την πράξιν ανεφάρμοστον ή αμφιβόλου περιεχομένου.» - Βλ., επίσης, και Θ. Τσάτσου, «Η Αίτησις Ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας», σελ. 232: «Επουσιώδης είναι ο τύπος οσάκις η μη τήρησις αυτού δεν ενδέχεται να επηρεάση το περιεχόμενον της πράξεως, ουδέ να καταστήση τούτο αμφίβολον ή ανεφάρμοστον»).

 

Σύμφωνα με το Ελληνικό Διοικητικό Δίκαιο του Α.Ι. Τάχου, 4η έκδοση, 1993, σελ. 391-392:

 

«η νομιμότητα των τύπων της διοικητικής πράξης κρίνεται βάσει της νομοθεσίας, η οποία ισχύει κατά το χρόνο της έκδοσης της. Σύμφωνα με τον ευπαίδευτο συγγραφέα οι τύποι διακρίνονται ως (α) εσωτερικοί, (β) προηγούμενοι και (γ) ουσιώδεις και επουσιώδεις. Ουσιώδεις - συνεχίζει ο ευπαίδευτος συγγραφέας - είναι εκείνοι οι οποίοι επηρεάζουν το περιεχόμενο της διοικητικής πράξης ή γενικότερα, όταν η τήρησή τους συντελεί, με βεβαιότητα, στο σύννομο της διοικητικής ενέργειας ιδίως με το σκοπό προστασίας του διοικουμένου. Γι’ αυτό το λόγο, ο δικαστής εξετάζει αυτεπάγγελτα την τήρηση του ουσιώδους τύπου (ΣΕ 4301/1987). Παραδείγματα: Η «προηγούμενη ακρόαση» του διοικούμενου κατά το άρθρο 20 § 2 Συντ. συνιστά ουσιώδη τύπο (βλ. κατωτέρω § 6), ενώ η πρωτοκόλληση της διοικητικής πράξης συνιστά επουσιώδη τύπο (ΣΕ 4602/1977).

 

Με την τήρηση των τύπων συντρέχει εγγύηση τήρησης και κατ’ ουσία του οικείου κανόνα δικαίου. Ορισμός του ουσιώδους και του επουσιώδους δεν γίνεται από το Νομοθέτη κατά τρόπο γενικό. Συνεπώς η διάκριση εναπόκειται να γίνει από τον ελέγχοντα - ιδίως το δικαστή - τη νομιμότητα της διοικητικής πράξης. Ενόψει πάντως της ανάγκης να διασφαλισθεί η ελευθερία των διοικούμενων, σε περίπτωση αμφιβολίας ο τύπος πρέπει να θεωρείται, δηλ. να τεκμαίρεται ουσιώδης.

 

Σύμφωνα με το «Σύστημα του Ισχύοντος στην Ελλάδα Διοικητικού Δικαίου», Τόμος Πρώτος, έκτη έκδοση, του Γ.Μ. Παπαχατζή, σελ. 614-615:

 

«β΄) Οι 'ουσιώδεις τύποι' που είναι απαραίτητο να τηρηθούν στις διοικητικές ενέργειες - Η δράση της δημόσιας διοικήσεως δεν είναι νόμιμη, όταν δεν τηρούνται οι τύποι οι επιβαλλόμενοι από τους νόμους στις διάφορες διοικητικές ενέργειες. Ιδίως όταν πρόκειται για την έκδοση νομικών πράξεων της εκτελεστικής εξουσίας, είτε ειδικών ('εν στενή εννοία διοικητικών πράξεων') είτε κανονιστικών, μεριμνούν οι διοικητικοί νόμοι να τάσσουν ποικιλότατους τέτοιους 'ουσιώδεις τύπους' για τη νόμιμη έκδοσή τους. Οι 'τύποι' αυτοί αποσκοπούν στη διασφάλιση του νομίμου, του συντόνου και του ευστόχου (επιτυχούς) χαρακτήρα των λύσεων που το αρμόδιο διοικητικό όργανο δίνει κάθε φορά στα διάφορα ζητήματα και θέματα δράσεως. Ο κάθε θεσπιζόμενος από τη διοικητική νομοθεσία τύπος είναι κατά κανόνα 'ουσιώδης' χωρίς να χρειάζεται να προσθέτει κάθε φορά ο νόμος τη λεκτική έκφραση 'επί ποινή ακυρότητος'. Επομένως η παράλειψη της τήρησής του έχει ως συνέπεια παραβάσεις του νόμου και ακυρότητες. Εξαιρετικές είναι οι περιπτώσεις που ο ακυρωτικός δικαστής μπορεί να κρίνει ότι κάποιος τύπος, έστω ρητώς από τον νόμο προβλεπόμενος, δεν έχει τον χαρακτήρα 'ουσιώδους τύπου'. Το θέμα της διακρίσεως των 'τύπων' του νόμου σε ουσιώδεις και μη είναι σε τελευταία ανάλυση ζήτημα εκτιμήσεως του δικαστού της αιτήσεως ακυρώσεως. Οι διοικητικές υπηρεσίες οφείλουν να υπολογίζουν ως 'ουσιώδεις' όλους τους υπό του νόμου οριζόμενους 'τύπους'.»

 

Στο «Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο», 2η έκδοση, του Π.Δ. Δαγτόγλου, παραγ. 583, υποδεικνύεται ότι λόγο ακυρώσεως αποτελεί κατά τον νόμο και η «παράβασις ουσιώδους τύπου διατεταγμένου περί την ενέργειαν της πράξεως». Στις παραγράφους 585 - 586 διαβάζουμε τα εξής:

 

«585. - Όταν βέβαια χαρακτηρίζει ο νόμος ως λόγο ακυρώσεως την παράβαση ουσιώδους τύπου διατεταγμένου περί την ενέργειαν της πράξεως', εννοεί τον καθορισμό του από κανόνα δικαίου, επομένως όχι από απλή εγκύκλιο. Από την άλλη πλευρά όμως, ουσιώδης τύπος μπορεί να προβλέπεται όχι μόνο από τυπικό νόμο, αλλά και από κανονιστική πράξη της διοικήσεως μέσα στα όρια της νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως/ή και από γενική αρχή του διοικητικού δικαίου, όπως π.χ. η αιτιολογία.

 

586. - Στην συγκεκριμένη περίπτωση μπορεί να χαρακτηρισθεί ένας τύπος ως επουσιώδης, αν ο ενδιαφερόμενος, υπέρ του οποίου προβλέπεται, προέβη ήδη στην αποσκοπούμενη προς το συμφέρον του ενέργεια.»

 

Είναι επίσης νομολογιακά καθιερωμένο ότι όπου νόμος προνοεί για δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης, παραβίασή του συνιστά παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας, οδηγώντας σε ακύρωση την προσβαλλόμενη πράξη, ωστόσο, δεν επαρκεί η παραβίαση του διαδικαστικού δικαιώματος της προηγούμενης ακρόασης για την ακύρωση της πράξης, αλλά θα πρέπει, όπως προκύπτει από νεότερη νομολογία, ένας τέτοιος λόγος ακυρώσεως να προωθείται λυσιτελώς από τον Αιτητή. Ο Αιτητής οφείλει να προσδιορίσει με την προσφυγή του την ύπαρξη τέτοιων ουσιαστικών στοιχείων που θα μπορούσε να προβάλει στη διοίκηση, προκειμένου να ληφθούν υπόψη πριν την λήψη απόφασης αποκλεισμού.

 

Το θέμα της αναγκαιότητας για λυσιτελή προώθηση του λόγου αυτού από τον Αιτητή δια της προσφυγής του απασχόλησε την αδελφή μου Δικαστή Ε.Ρήγα, στην απόφαση AAJ v. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Διευθ. Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, αρ. υπόθεσης 363/23 ημερομηνίας 20/07/2023, σχετικό απόσπασμα της οποίας παραθέτω:

 

«Παρά την ως άνω διαπίστωσή μου, σύμφωνα με πάγια επί του θέματος νομολογία, δεν επαρκεί η παραβίαση του διαδικαστικού δικαιώματος της προηγούμενης ακρόασης για την ακύρωση της πράξης, αλλά θα πρέπει ένας τέτοιος λόγος ακύρωσης να προωθείται λυσιτελώς από τον Αιτητή, θα πρέπει δηλαδή ο ίδιος να προσδιορίζει με ειδικό και συγκεκριμένο τρόπο την ύπαρξη κρίσιμων στοιχείων που θα μπορούσε να προβάλει στη διοίκηση, προκειμένου η τελευταία να λάβει υπόψη της, προτού εκδώσει το διάταγμα απέλασης.»

 

Με το θέμα αυτό, έχει απασχοληθεί και η αδελφή μου Δικαστής Χ. Πλαστήρα, στην υπόθεση QS ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπουργού Εσωτερικών κ.α., Υπόθεση Αρ. 8975/2021, 30.11.2022, με εκτενή έως εξαντλητική παραπομπή σε νομολογία του ΔΕΕ, του ΣτΕ αλλά και του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στην οποία παραπέμπω εφόσον υιοθετώ το σκεπτικό της. Η απόφαση αυτή πραγματεύεται τόσο το ζήτημα του κατά πόσο το δικαίωμα ακρόασης συνιστά ουσιώδη τύπο της διαδικασίας (το οποίο εξετάστηκε και στην υπό κρίση προσφυγή), όσο και την αναγκαιότητα για λυσιτελή προώθηση του λόγου αυτού.

 

Τούτων λεχθέντων, ο εξεταζόμενος ισχυρισμός του Αιτητή ευσταθεί. Αποτελεί κρίση του Δικαστηρίου, ότι οι Καθ’ ων η αίτηση δεν παρείχαν στον Αιτητή τη δυνατότητα να τοποθετηθεί επί της απόφασης αποκλεισμού κατά παράβαση των προαναφερθέντων νομοθετικών διατάξεων, ισχυρισμός ο οποίος προβάλλεται λυσιτελώς, εφόσον από το περιεχόμενο της αίτησης ακυρώσεως του αλλά και της αγόρευσής του προκύπτουν ουσιώδεις ισχυρισμοί που μπορούσαν να προβληθούν ενώπιον της αρμόδιας αρχής ώστε να αξιολογηθούν και να κριθεί κατά πόσο τελικά ο Αιτητής συνιστά κίνδυνο για τη Δημοκρατία λόγω διάπραξης εγκλημάτων κατά της ειρήνης, εγκλήματα πολέμου ή κατά της ανθρωπότητας. Συγκεκριμένα, η συνήγορος του Αιτητή στην γραπτή της αγόρευση παραθέτει σχετικές πληροφορίες από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης για στοιχειοθέτηση των ισχυρισμών της και καταγράφει σειρά ερωτήσεων που δεν υποβλήθηκαν στον Αιτητή και μέσω των απαντήσεων τους η αρμόδια λειτουργός θα διαπίστωνε τη μη στοιχειοθέτηση λόγου αποκλεισμού στο πρόσωπο του Αιτητή. Αποτελεί προφανή διαπίστωση πως η δοθείσα αιτιολογία της επίδικης απόφασης αποκλεισμού είναι γενική επί του άρθρου 5(1)(γ)(i) του Νόμου, χωρίς να επικαλούνται συγκεκριμένα αδικήματα που διέπραξε και/ή συμμετείχε, τα οποία εύλογα οδηγούν στον αποκλεισμό του από το προσφυγικό καθεστώτος. Μάλιστα οι Καθ΄ων η αίτηση αναφέρονται στην γενικότερη δράση των παραστρατιωτικών οργανώσεων στην Συρία και στην περιοχή του Αιτητή συνολικά, χωρίς να προβάλουν κανένα στοιχείο σύνδεσης και δράσης του με κάποια από αυτές. Υπό την ίδια γενικότητα συνεχίζει επί των τοποθετήσεων της η πλευρά των Καθ’ ων η αίτηση και κατά την ενώπιον μου διαδικασία, αναφερόμενη γενικά και αόριστα στην «τρομοκρατική δράση του Αιτητή» χωρίς να προκύπτει αυτό από τη συνέντευξη του Αιτητή. Σε κάθε περίπτωση αποτελεί γεγονός ότι πουθενά στο περιεχόμενο των ενώπιον μου στοιχείων δεν εντοπίζεται κάποια απόδειξη ή έστω ένδειξη της πληροφόρησης του Αιτητή αναφορικά με την εξέταση ενδεχόμενου αποκλεισμού του από τη διεθνή προστασία, ώστε ο ίδιος να δώσει τις δικές του απαντήσεις και τοποθετήσεις.

 

Όλα τα πιο πάνω, οδηγούν αναπόφευκτα σε ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης, ωστόσο παρά την πιο πάνω κατάληξή μου, η οποία σφραγίζει το αποτέλεσμα της παρούσας ένεκα πάσχουσας νομιμότητας, από ανάγνωση της εισηγητικής έκθεσης διαπιστώνω επιπλέον πλημμέλειες των Καθ’ ων η αίτηση κυρίως σε ότι αφορά την εξέταση των ρητρών αποκλεισμού, τις οποίες αξίζει να αναφέρω.

 

Κατ΄αρχήν να αναφέρω ότι από τις δηλώσεις του Αιτητή κατά τη συνέντευξή του διακρίθηκαν και εξετάστηκαν συνολικά τρεις ισχυρισμοί, (α) Ο Αιτητής πρόκειται για υπήκοο Συρίας, ο οποίος διέμενε στην περιοχή Al Harra στην επαρχία Daraa, (β) Ο Αιτητής έφυγε από τη Συρία λόγω της ιδιότητάς του ως φύλακα ασφαλείας σε νοσοκομείο στα σύνορα με το Ισραήλ και (γ) Ο Αιτητής έχει ισχυριζόμενο φόβο δίωξης από τις συριακές αρχές εξαιτίας της ιδιότητάς του ως φύλακα ασφαλείας αλλά και της συνεργασίας του νοσοκομείου με τις ισραηλινές δυνάμεις ασφαλείας.

Και οι 3 ισχυρισμοί έγιναν αποδεκτοί από την αρμόδια λειτουργό καθώς στοιχειοθετήθηκε τόσο η εσωτερική όσο και η εξωτερική τους αξιοπιστία.

 

Προχωρώντας στην αξιολόγηση κινδύνου η αρμόδια λειτουργός έκρινε πως, με βάση τους ισχυρισμούς που έγιναν αποδεκτοί, διαπιστώνεται πως υπάρχουν σοβαροί λόγοι να πιστεύεται ότι ο Αιτητής, σε περίπτωση επιστροφής του στη Συρία, θα υποστεί δίωξη ή πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη.

 

Κατά το στάδιο της νομικής ανάλυσης η αρμόδια λειτουργός τόνισε πως με βάση τους προβαλλόμενους ισχυρισμούς του Αιτητή διαφαίνεται πως στο πρόσωπό του συντρέχουν εκείνα τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία που θα μπορούσαν να στοιχειοθετήσουν το γεγονός ότι ο Αιτητής εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του και δε μπορεί να επιστρέψει σε αυτή λόγω βάσιμου και δικαιολογημένου φόβου δίωξης για έναν από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου του 2000.

 

Συγκεκριμένα ο υποκειμενικός φόβος του Αιτητή, σύμφωνα με την αρμόδια λειτουργό, συμπεριλαμβάνει τη δίωξή του από τη συριακή Κυβέρνηση λόγω της ιδιότητάς του ως φύλακα σε νοσοκομείο στα σύνορα με το Ισραήλ σε περιοχή υπό τον έλεγχο παραστρατιωτικών οργανώσεων (περιοχή Quneitra). Επισημάνθηκε δε ότι πληρούται εν προκειμένω και το στοιχείο του αντικειμενικού φόβου καθώς πηγές πληροφόρησης κάνουν λόγο για σοβαρές διώξεις ενάντια όσων εκλαμβάνονται ως ενάντιοι – αντίθετοι της κυβέρνησης ή όσοι είχαν τον οποιονδήποτε σύνδεσμο με τέτοιου είδους οργανώσεις.

 

Ως προς τους λόγους δίωξης, η αρμόδια λειτουργός συνέδεσε την ιδιότητά του Αιτητή ως φύλακα ασφαλείας σε νοσοκομείο της περιοχής και τον συνεπακόλουθο φόβο δίωξής του λόγω της προαναφερθείσας ιδιότητάς του με τον λόγο δίωξης περί αποδιδόμενης πολιτικής γνώμης.

 

Προχωρώντας στον φορέα δίωξης, η αρμόδια λειτουργός κατονόμασε ως φορέα δίωξης του Αιτητή τη Κυβέρνηση της Συρίας και εν γένει τις συριακές αρχές. Καθώς δε ο φορέας δίωξης είναι κρατικός, η αρμόδια λειτουργός τόνισε ότι δεν υπάρχει και φορέας προστασίας ενώ δε μπορεί να εφαρμοστεί και η δυνατότητα εσωτερικής μετεγκατάστασης.

 

Καταληκτικά, η αρμόδια λειτουργός έκρινε πως ο Αιτητής δύναται να θεωρηθεί ως δικαιούχος του καθεστώτος του πρόσφυγα.

 

Εξετάζοντας, ωστόσο, το εάν ισχύει κάποια εκ των ρητρών αποκλεισμού από το καθεστώς του πρόσφυγα η αρμόδια λειτουργός επεσήμανε ότι υπάρχουν στοιχεία που εγείρουν θέμα αποκλεισμού στην περίπτωση του Αιτητή. Τα στοιχεία αυτά κατά την αρμόδια λειτουργό είναι τα εξής:

 

1.    Η ενεργή οικειοθελής απόφαση του Αιτητή να εργαστεί ως ένοπλος φύλακας στο νοσοκομείο της περιοχής Al Quneitra, το οποίο βρισκόταν υπό τον πλήρη έλεγχο παραστρατιωτικών οργανώσεων και συνεργαζόταν και με το Ισραήλ.

2.    Η περίοδος δύο χρόνων που ο Αιτητής εργαζόταν σε αυτό το νοσοκομείο.

3.    Οι δραστηριότητες των διαφόρων παραστρατιωτικών οργανώσεων στη Συρία

4.    Η πληροφόρηση από τις αρχές της Δημοκρατίας ότι ο Αιτητής πρόκειται για άτομο που καθιστά κίνδυνο για την εθνική ασφάλεια.

 

Στη συνεχεία η αρμόδια λειτουργός εξέτασε τις δραστηριότητες των παραστρατιωτικών οργανώσεων στη Συρία καθώς και την ύπαρξη του στοιχείου της ατομικής ευθύνης στο πρόσωπο του Αιτητή, βασικό στοιχείο της εξέτασης ρητρών αποκλεισμού. Σε αυτό το στάδιο η λειτουργός επανέλαβε το ότι ο Αιτητής διέμενε και δραστηριοποιούνταν σε περιοχή που ελεγχόταν από παραστρατιωτικές ισλαμικές οργανώσεις όπως οι ISIS, FSA (Free Syrian Army), Jaish Al Hur, Al Nusra και άλλες, καθώς και ότι εργαζόταν ως ένοπλος φύλακας σε νοσοκομείο που ελεγχόταν από αυτές τις οργανώσεις. Τονίζει δε ότι οι συγκεκριμένες οργανώσεις εμπλέκονται σε ενέργειες όπως η στρατολόγηση ανηλίκων, πολύνεκρες και πολυάριθμες επιθέσεις, βασανιστήρια, απαγωγές και κακοποιήσεις, παραπέμποντας σε σχετικές πληροφορίες από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης. Συνεχίζοντας το σκεπτικό της η αρμόδια λειτουργός αναφέρει πως, συνδυαστικά με τις παρατεθείσες πηγές πληροφόρησης, προκύπτει ότι οι πράξεις των εν λόγω οργανώσεων αποτελούν εγκλήματα πολέμου σύμφωνα με το καταστατικό του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου (ICCStatute of Rome στην έκθεση – εισήγηση), με αποτέλεσμα να χρήζει διερεύνησης και η σχέση και η ανάμειξη του Αιτητή ως μέλους των εν λόγω παραστρατιωτικών οργανώσεων. Ειδικότερα η αρμόδια λειτουργός κατέγραψε τα εξής ευρήματα που συνηγορούν στο ότι ο Αιτητής ήταν ενεργό μέλος παραστρατιωτικών οργανώσεων:

 

Πρώτον, «η εργασία του Αιτητή σε νοσοκομείο στην περιοχή Quneitra ως φύλακας ασφαλείας και ο πατέρας του ως γιατρός νοσοκομείου». Η αρμόδια λειτουργός επικαλέστηκε πηγές πληροφόρησης οι οποίες αναφέρουν ότι η οργάνωση Al Nusra, η οποία δραστηριοποιούνταν στην Quneitra, εμπιστεύεται και προσλαμβάνει μόνο άτομα που γνωρίζει. Η αρμόδια λειτουργός τόνισε δε ότι διεξήγαγε έρευνα σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης αναφορικά με το επίθετο του Αιτητή και διαπίστωσε ότι στο Κυβερνείο Daraa, και ειδικότερα στην Quneitra, επαναλαμβάνεται το εν λόγω επίθετο και πως τα άτομα της εν λόγω οικογένειας πρόκειται για μέλη τζιχαντιστικών ομάδων – οργανώσεων και έχασαν τη ζωή τους από τις συριακές αρχές (ερυθρά 81 – 74, 64, 92 – 90 του διοικητικού φακέλου).

 

Όσον αφορά την αναφορά της αρμόδιας λειτουργού στην οργάνωση Al Nusra, η οποία υπονοεί ότι το νοσοκομείο στο οποίο εργαζόταν ο Αιτητής βρισκόταν υπό τον έλεγχο της συγκεκριμένος οργάνωσης, το Δικαστήριο προέβη σε σχετική έρευνα σε αξιόπιστες εξωτερικές πηγές πληροφόρησης αναφορικά με το εάν η οργάνωση Al Nusra είχε υπό τον έλεγχό της την περιοχή κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα, διαπιστώνοντας , σύμφωνα με τον οδηγό της EASO (νυν EUAA) για την κατάσταση ασφαλείας στη Συρία, εκδοθείς το 2020, ότι η επαρχία Quneitra έγινε πεδίο μεγάλων συγκρούσεων τον Μάιο και τον Ιούνιο του 2013, αφού οι συριακές αντάρτικες δυνάμεις κατέλαβαν το πέρασμα Quneitra στα σύνορα Συρίας-Ισραήλ. Τον Φεβρουάριο του 2014, περίπου 50 αντάρτικες φατρίες σχημάτισαν το «Southern Front» του Ελεύθερου Συριακού Στρατού (FSA), το οποίο αυτοανακηρύχθηκε ως «η μετριοπαθής φωνή και το ισχυρό χέρι του συριακού λαού» και ισχυρίστηκε ότι διέθετε 30.000 μαχητές στις επαρχίες του Quneitra, Daraa και Sweida. Τον Απρίλιο του 2014, ο FSA σημείωσε αρκετές στρατηγικές νίκες στην Quneitra. Τον Ιούλιο του 2014, ο FSA, η Jabhat al-Nusra και άλλες ένοπλες ομάδες επιτέθηκαν στα Golan Heights. Μετά την κατάληψη της πόλης του Quneitra από αντάρτικες ομάδες, οι Israeli Defence Forces (IDF) έκλεισαν το πέρασμα της Quneitra. Τον Ιούνιο του 2015, ο FSA ξεκίνησε επίθεση κατά των κυβερνητικών δυνάμεων στη διοικητική περιοχή, ισχυριζόμενος ότι η Jabhat al-Nusra δεν συμμετείχε στην επιχείρηση. Σύμφωνα με την «φιλοκυβερνητική» ιστοσελίδα ειδήσεων Al-Masdar News, ο FSA, το ISIL και η HTS (παλαιότερα γνωστή ως Jabhat al-Nusra) διαθέτουν «ενεργούς πυρήνες σε ύπνωση» στην επαρχία της Daraa και «πραγματοποιούν σποραδικές επιθέσεις κατά του συριακού στρατού και των συμμάχων τους» στις επαρχίες του Quneitra και Daraa. Μια μελέτη που δημοσιεύθηκε από το European Strategic Intelligence and Security Center ανέφερε την παρουσία της HTS στην Quneitra από το 2019.[4]

 

Συνεπώς, παρά το γεγονός ότι διαπιστώνεται η ύπαρξη της οργάνωσης Al Nusra στην περιοχή έως και το 2019, άρα και κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα, κατά την ίδια χρονική περίοδο στην Quneitra δρούσαν διάφοροι παραστρατιωτικοί παράγοντες. Δεν είναι βέβαιο ότι το νοσοκομείο στο οποίο εργαζόταν ο Αιτητής ελεγχόταν από την Al Nusra. Ο Αιτητής δεν ερωτήθηκε σχετικώς από την αρμόδια λειτουργό.

 

Όσον αφορά τις αναφορές της αρμόδιας λειτουργού σε άτομα που έχουν το ίδιο επίθετο με τον Αιτητή, σημειώνεται αρχικά ότι δεν είναι ξεκάθαρη και βέβαιη η ύπαρξη συγγενικής σχέσης μεταξύ των συγκεκριμένων ατόμων και του Αιτητή κατά συνέπεια πρόκειται για γενικό και αόριστο συμπέρασμα.

 

Συνεχίζει η αρμόδια λειτουργός, αναφέροντας ως δεύτερο στοιχείο το οποίο οδηγεί σε συμπέρασμα ότι ο Αιτητής πρόκειται για ενεργό μέλος παραστρατιωτικών οργανώσεων τη «συνεργασία των νοσοκομείων της περιοχής Αl Quneitra με το Ισραήλ τόσο για ιατροφαρμακευτική περίθαλψη όσο και για πυρομαχικό εξοπλισμό», επικαλούμενη πηγές πληροφόρησης με βάση τις οποίες φαίνεται να διενεργήθηκαν στρατιωτικές μεταφορές από το Ισραήλ μέσω διαδρόμων που χρησιμοποιούνταν για ανθρωπιστική βοήθεια (ερυθρά 85 – 82 του διοικητικού φακέλου).

 

Τρίτον, «ο μισθός που λάμβανε ο Αιτητής από τον οργανισμό Orient», καθώς πηγές πληροφόρησης που εντόπισε η αρμόδια λειτουργός σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης αναφέρουν ότι το Ισραήλ παρείχε μισθούς σε μαχητές ανταρτών (ερυθρά 85 του διοικητικού φακέλου).

 

Ωστόσο σύμφωνα με πληροφορίες από εξωτερικές πηγές, στις οποίες ανέτρεξε το Δικαστήριο, ο οργανισμός “Orient for Human Relief” πρόκειται για μια ανθρωπιστική, μη κερδοσκοπική, μη πολιτική οργάνωση, η οποία «δεν σχετίζεται ούτε με πολιτική, ούτε με μαχητική ατζέντα ή με οποιαδήποτε άλλη ατζέντα που προσπαθεί να επιτύχει κάποιο από τα μέρη της συριακής σύγκρουσης σε οποιαδήποτε από τις περιοχές που λαμβάνουν χώρα οι ανθρωπιστικές δράσεις του οργανισμού». Ο οργανισμός Orient έχει προσωπικό, γραφεία και προγράμματα που σχετίζονται αποκλειστικά με αυτόν και είναι εντελώς ανεξάρτητα από οποιαδήποτε μέσα ενημέρωσης ή οικονομικές συνεργασίες. Χρηματοδοτείται από διαφορετικές πηγές. Ο “Orient for Human Relief” είναι αποκλειστικά ανθρωπιστική, αμερόληπτη και ανεξάρτητη ενώ δρα εντός των συνόρων της Συρίας και της Τουρκίας, καθώς και σε άλλες τοποθεσίες.[5] Σύμφωνα δε με την ίδια πηγή, τα κεντρικά γραφεία του οργανισμού βρίσκονται στην Τουρκία.[6] Συνεπώς ο οργανισμός αυτός δεν φαίνεται εκ πρώτης όψεως να σχετίζεται με το Ισραήλ, ούτε και διαφαίνεται πως ο μισθός που δήλωσε ο Αιτητής ότι λάμβανε προερχόταν από το Ισραήλ, ωστόσο και πάλι δε δόθηκε η ευκαιρία στον Αιτητή να τοποθετηθεί σχετικά.

 

Τέταρτον, «το γεγονός ότι ο Αιτητής και η οικογένειά του αποδέχθηκαν την προσφορά των συριακών αρχών για τη μεταφορά τους στο Idlib». Η αρμόδια λειτουργός επικαλείται πηγές πληροφόρησης σύμφωνα με τις οποίες μέλη παραστρατιωτικών οργανώσεων ζήτησαν άσυλο από το Ισραήλ, φτάνοντας στα εδάφη του στις 21/07/2018. Παράλληλα, οι περισσότεροι εκ των αγωνιστών της περιοχής συνήθους διαμονής του Αιτητή επέλεξαν να παραμείνουν στην περιοχή και να παραδοθούν στο καθεστώς αντί να φύγουν προς το Idlib, με αποτέλεσμα πολλοί να συλληφθούν και να κατηγορηθούν για συνεργασία με το Ισραήλ ή να ενταχθούν στον συριακό στρατό για να αποφύγουν αντίποινα (ερυθρά 82 του διοικητικού φακέλου).

 

Παρατηρώ από τη πιο πάνω δήλωση ότι το σκεπτικό της λειτουργού είναι αντιφατικό από τη στιγμή που αναφέρει ότι η πλειονότητα των μαχητών επέλεξαν να παραμείνουν στην περιοχή.

 

Επιπλέον, σύμφωνα με άρθρα τους διεθνούς ειδησεογραφίας, δεν είναι ξεκάθαρο εάν τα άτομα που εκκενώθηκαν από την Daraa τους το Idlib ήταν αποκλειστικά και μόνο μαχητές ή εάν ανάμεσά τους συμπεριλαμβάνονταν και άμαχοι πολίτες. Διαφαίνεται πως είναι πιθανό ανάμεσά τους να βρίσκονται και άμαχοι. Άρθρο του France24 αναφέρει πως εκκένωσαν την περιοχή «εκατοντάδες μαχητές και ορισμένα μέλη των οικογενειών τους» καθώς και ότι στα άτομα που αναμενόταν να εκκενωθούν «συμπεριλαμβάνονταν αντάρτες από την επαρχία».[7] Άρθρο του BBC αναφέρει πως αφού η Ρωσία εγγυήθηκε την ασφαλή επιστροφή των εκτοπισμένων αμάχων και την εκκένωσή σε εδάφη που ελέγχονται από τους αντάρτες τους επαρχίες Idlib και Aleppo των ανθρώπων που ήθελαν να φύγουν, οι αντάρτες παρέδωσαν τον βαρύ και μεσαίο οπλισμό τους.[8] Τέλος, άρθρο του Anadolu Agency αναφέρει ότι στα άτομα που εκκενώθηκαν συμπεριλαμβάνονταν τόσο αντάρτες όσο και άμαχοι.[9]

 

Πέμπτο, «η περιοχή Quneitra ήταν υπό τον πλήρη έλεγχο παραστρατιωτικών οργανώσεων κατά τη διάρκεια που ο Αιτητής εργαζόταν στο νοσοκομείο». Παρατίθενται από την αρμόδια λειτουργό και σχετικές πηγές πληροφόρησης, ωστόσο παρατηρώ ότι το ότι η περιοχή Quneitra βρισκόταν υπό τον έλεγχο παραστρατιωτικών οργανώσεων δε συνεπάγεται αυτόματα πως και ο Αιτητής ανήκε σε κάποια εξ’ αυτών. Υπενθυμίζεται δε ότι στην Quneitra ο Αιτητής, σύμφωνα με τις δηλώσεις του, απλώς εργαζόταν. Τόπος συνήθους διαμονής του Αιτητή ήταν η περιοχή Al Harra στην Daraa.

 

Και τέλος ότι «η ημερομηνία κατά την οποία ο ίδιος και η οικογένειά του εγκατέλειψαν το Κυβερνείο Daraa». Σύμφωνα με πηγές που επικαλείται η αρμόδια λειτουργός οι συριακές αρχές συμφώνησαν με τη Ρωσία προκειμένου να γίνει ασφαλής και ελεγχόμενη μεταφορά μελών παραστρατιωτικών οργανώσεων στο Idlib, διαβεβαιώνοντας ότι δε θα υποστούν την οποιαδήποτε μορφή δίωξης εκείνη την ημέρα.

 

Μετά την παράθεση των πιο πάνω και λόγω της συνάφειάς τους με τις ανευρεθείσες εξωτερικές πηγές πληροφόρησης, η αρμόδια λειτουργός κατέληξε πως ο Αιτητής πρόκειται για άτομο το οποίο είχε ενταχθεί σε παραστρατιωτικές οργανώσεις για διάστημα τουλάχιστον δύο ετών, είχε ενεργό συμμετοχή αυτό το διάστημα, καθώς και ατομική ποινική ευθύνη σε εγκλήματα που ισοδυναμούν με εγκλήματα πολέμου.

 

Ως προς το στοιχείο της ατομικής ποινικής ευθύνης η αρμόδια λειτουργός στήριξε την ύπαρξη ατομικής ποινικής ευθύνης του Αιτητή σε εγκλήματα που ισοδυναμούν με εγκλήματα πολέμου και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Βασικά στοιχεία ως προς αυτό, κατά την αρμόδια λειτουργό είναι μεταξύ άλλων πως, ο Αιτητής «οικειοθελώς εργαζόταν σε νοσοκομείο υπό τον έλεγχο παραστρατιωτικών οργανώσεων», ωστόσο δεν διευκρινίζεται από την αρμόδια λειτουργό ποιες παραστρατιωτικές οργανώσεις είχαν υπό τον έλεγχό τους το νοσοκομείο. Ομοίως, δεν διευκρινίζεται από την αρμόδια λειτουργό ούτε σε ποια παραστρατιωτική οργάνωση εξ’ όσων δρούσαν στην Quneitra ανήκε ο Αιτητής. Η αρμόδια λειτουργός έχει χρησιμοποιήσει στην έκθεση – εισήγησή της ένα άρθρο το οποίο τιτλοφορείται ‘Syrian army forces find Israelimade medicine in militant field hospital in Quneitra’ (ερυθρά 30 – 27 του διοικητικού φακέλου). Το άρθρο αυτό αναγράφει ότι το νοσοκομείο βρισκόταν υπό τον έλεγχο των ‘Takfiri militants’, ενώ αναγράφει επίσης ότι επρόκειτο για σχολείο που είχε μετατραπεί σε νοσοκομείο και το οποίο βρισκόταν στην περιοχή Naba AlSakher.[10] Με βάση τα όσα δήλωσε ο Αιτητής στη συνέντευξή του, ήτοι το ότι το νοσοκομείο ανήκε στον οργανισμό Orient και βρισκόταν στην ουδέτερη ζώνη των Ηνωμένων Εθνών στα σύνορα Συρίας – Ισραήλ, δεν είναι βέβαιο ότι πρόκειται για το ίδιο νοσοκομείο. Σε κάθε περίπτωση, ο Αιτητής δεν έχει ερωτηθεί επαρκείς ερωτήσεις για το νοσοκομείο (ονομασία, ακριβής τοποθεσία κλπ). Με βάση την τοποθεσία της πόλης και σε σύγκριση με τις δηλώσεις του Αιτητή, κατά πάσα πιθανότητα το νοσοκομείο που αναφέρεται στο άρθρο που επικαλείται η αρμόδια λειτουργός πρόκειται περί διαφορετικού νοσοκομείου από αυτό στο οποίο κατ’ ισχυρισμόν εργαζόταν ο Αιτητής, στοιχείο που παρέμεινε αδιευκρίνιστο.

 

Συνάγεται από την αρμόδια λειτουργό ότι ο Αιτητής «είχε συνενοχή και συνεισφορά στην επίτευξη κοινού στόχου για την τέλεση του εγκλήματος», ωστόσο δεν διαφαίνεται από κάπου η συνενοχή του Αιτητή, ενώ δεν διευκρινίζεται ποιο έγκλημα ο Αιτητής έχει διαπράξει. Με βάση τα όσα ερωτήθηκε στη συνέντευξη, δε διαφαίνεται ο Αιτητής να έχει λάβει μέρος σε εγκληματικές ενέργειες. Όσον αφορά τη μεταφορά τραυματιών στο Ισραήλ, ο Αιτητής δεν έχει ερωτηθεί ως προς το εάν είχε ενεργό συμμετοχή σε αυτό ή στο εάν συνέβη ποτέ το οτιδήποτε κατά τη μεταφορά τους.

 

Επιπλέον συνάγεται ότι ο Αιτητής «είχε συνενοχή σε ενέργειες που διευκόλυναν την διάπραξη εγκλήματος». Και πάλιν διαπιστώνω από προσεχτική ανάγνωση του πρακτικού της συνέντευξης ότι δεν διευκρινίζεται ποιες ήταν αυτές οι ενέργειες και ο Αιτητής δεν έχει ερωτηθεί σχετικά.

 

Καταγράφει πρόσθετα η αρμόδια λειτουργός ότι ο Αιητής «είχε ουσιαστική συμμετοχή και παρείχε συνδρομή στις οργανώσεις ώστε να συνεχίσει να λειτουργεί αποτελεσματικά και να εκπληρώνει τους στόχους της». Ομοίως, όπως και σε άλλες αναφορές της/ συμπεράσματά της, δεν προκύπτει, με βάση τη συνέντευξη, κάποια ουσιαστική συμμετοχή και συνδρομή του Αιτητή στις οργανώσεις. Το μόνο που προκύπτει είναι ότι ο Αιτητής, στα πλαίσια των εργασιακών του καθηκόντων και μόνο, έφερε όπλο το οποίο και δε χρησιμοποίησε ποτέ εν ώρα εργασίας.

 

Τέλος γενικά και αόριστα καταγράφει ότι η αρμόδια λειτουργός ότι «έχει τεκμηριωθεί ότι οι οργανώσεις εμπλέκονται σε σοβαρά εγκλήματα πολέμου» αλλά και ότι «το στοιχείο ότι τα εγκλήματα διαπράχθηκαν στο πλαίσιο ενόπλων συγκρούσεων στη Συρία, το οποίο τεκμηριώνεται από πηγές πληροφόρησης αναφορικά με την πόλεμο που επικρατεί στη Συρία από το 2011 κι έπειτα».

 

Διαπιστώνω ότι ουδέν εκ των πιο πάνω συμπερασμάτων της αρμόδιας λειτουργού τέθηκε ενώπιον του Αιτητή ώστε να δώσει τη δική του εξήγηση, ως υποχρέωση των Καθ’ων η αίτηση να εξετάσουν κατά πόσο αυτός εμπίπτει στις ρήτρες αποκλεισμού, συνεπώς ο σχετικός ισχυρισμός της συνηγόρου του Αιτητή περί έλλειψης εξατομικευμένης αξιολόγησης ευσταθεί επίσης.

 

Με βάση τα όσα έχω εξηγήσει πιο πάνω, η προσφυγή επιτυγχάνει ως προς την αιτούμενη θεραπεία «Α», στο μέτρο που αφορά στην απόφαση αποκλεισμού του Αιτητή από το καθεστώς του πρόσφυγα, δυνάμει του άρθρου 146(4)(β) του Συντάγματος και του άρθρου 11(3)(β) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου, Ν. 73(Ι)/18, με έξοδα υπερ του Αιτητή και εναντίον των Καθ’ ων η αίτηση, όπως υπολογιστούν από την Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο,

 

Ενόψει της πιο πάνω κατάληξης, παρέλκει η εξέταση της προδικαστικής ένστασης αλλά και της αιτούμενης θεραπείας «Γ», υπενθυμίζω ότι η αιτούμενη θεραπεία «Β» αποσύρθηκε σε αρχικό στάδιο της διαδικασίας.

 

Α.ΑΓΡΟΤΗ. Δ ΔΔΔΠ

 

 

 



[1] Μ.Ι. ν Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, ημερομηνίας 31/08/2023

[2] Κυπριακή Δημοκρατία μέσω Υπηρεσίας Ασύλου ν. ΜΙ, Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας αρ. 117/2023, 20/02/2024

[3] Άρθρο 13 των περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου , Ν. 158(Ι)/1999

[4] European Asylum Support Office (2020), ‘Syria Security Situation’, διαθέσιμο στη διεύθυνση: 2020_Syria_Security_situation_Final (europa.eu), σελ. 220 – 224.

[5] ReliefWeb, ‘Orient for Human Relief’, διαθέσιμο στη διεύθυνση: Orient for Human Relief | ReliefWeb

[6] ReliefWeb, ‘Orient for Human Relief’, διαθέσιμο στη διεύθυνση: Orient for Human Relief | ReliefWeb

[7] France24 (2018), ‘Rebels, families begin evacuating Deraa city as part of Syria ceasefire deal’, διαθέσιμο στη διεύθυνση: Rebels, families begin evacuating Deraa city as part of Syria ceasefire deal (france24.com)

[8] BBC (2018), ‘Deraa, birthplace of Syria uprising, retaken by government’, διαθέσιμο στη διεύθυνση: Deraa, birthplace of Syria uprising, retaken by government forces (bbc.com)

[9] Anadolu Agency (2018), ‘Fifth convoy sets out from Syria’s Daraa for Idlib’, διαθέσιμο στη διεύθυνση:  Fifth convoy sets out from Syria’s Daraa for Idlib


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο