
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
23 Δεκεμβρίου 2024
[Α. ΑΓΡΟΤΗ, ΔΔΔΔΠ]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
1. Τ. S
2. M. N.
3. R. N.
4. J. N.
Αιτητές
-και-
Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω
της Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ' ων η αίτηση
A. Παπασιάντης (κoς), Δικηγόρος για τους Αιτητές
Μ. Φιλίππου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η Αίτηση
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Α.Α. ΑΓΡΟΤΗ, Δ. ΔΔΔΠ: Με την παρούσα προσφυγή οι Αιτητές προσβάλλουν την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου η οποία περιέχεται στην επιστολή ημερομηνίας 07/10/2021, σύμφωνα με την οποία το αίτημά τους για παραχώρηση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας, απορρίφθηκε και καλούν το Δικαστήριο όπως κηρύξει αυτήν άκυρη, παράνομη και χωρίς έννομο αποτέλεσμα.
Όπως προκύπτει τόσο από την Ένσταση, αλλά και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, κατατεθέν ως τεκμήριο Α στην παρούσα διαδικασία, τα ουσιώδη γεγονότα που αφορούν την υπό εξέταση υπόθεση είναι τα ακόλουθα:
Οι Αιτητές 1 και 2 είναι υπήκοοι της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Ιράν (εφεξής: «Ιράν»), ενήλικες οι οποίοι, σύμφωνα με δική τους δήλωση, εγκατέλειψαν τη χώρα καταγωγής τους το 2016, μεταβαίνοντας στις κατεχόμενες περιοχές της Κύπρου από όπου στη συνέχεια, στις 02/12/2016 εισήλθαν παράτυπα στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές, υποβάλλοντας στις 24/01/2017 αίτηση διεθνούς προστασίας. Οι Αιτητές 3 και 4 αποτελούν τα ανήλικα τέκνα των Αιτητών 1 και 2 γεννηθέντα στη Κυπριακή Δημοκρατία.
Στις 13/02/2017 πραγματοποιήθηκαν προσωπικές συνεντεύξεις στους Αιτητές 1 και 2 από αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, παρέχοντάς τους δωρεάν βοήθεια διερμηνέα. Στις 17/02/2017 ο αρμόδιος λειτουργός συνέταξε Έκθεση – Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου, με την οποία εισηγείται την απόρριψη του αιτήματος των Αιτητών και στις 21/02/2017 ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε την εισήγηση και αποφάσισε την απόρριψη της αίτησης. Η απορριπτική απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία περιέχεται στην επιστολή ημερομηνίας 21/02/2017 και συνοδεύεται από την αιτιολογία αυτής, παραλήφθηκε δια χειρός από τους Αιτητές στις 22/02/2017, παρουσία διερμηνέα ο οποίος μετέφρασε το περιεχόμενο της απόφασης και της αιτιολόγησής της στη μητρική τους γλώσσα. Στις 22/02/2017 υποβλήθηκε από τους Αιτητές διοικητική προσφυγή ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων κατά της απόφασης τη Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία απορρίφθηκε στις 04/07/2017.
Στις 08/07/2019 οι Αιτητές συμπλήρωσαν αίτημα για επανάνοιγμα του φακέλου τους για διεθνή προστασία, στο οποίο συμπεριλήφθηκε πλέον και το ανήλικο τέκνο τους, γεννηθέν στις 24/01/2018 (Αιτητής 3).
Εξετάζοντας το μεταγενέστερο αίτημα των Αιτητών, με σχετική εισήγηση αρμόδιου λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου, ημερομηνίας 02/06/2021 το αίτημά τους κρίθηκε παραδεκτό και την 23/06/2021 αποφασίστηκε η κατ’ ουσία εξέτασή του. Ως εκ του παραδεκτού της αίτησης, στις 23/09/2021 και στις 24/09/2021, πραγματοποιήθηκαν συνεντεύξεις των Αιτητών 1 και 2 από αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου αναφορικά με το αίτημα των Αιτητών.
Κατά τη διάρκεια των συνεντεύξεών τους οι Αιτητές δήλωσαν ότι στις 18/06/2021 γεννήθηκε και το δεύτερο ανήλικο τέκνο τους (Αιτητής 4). Στις 29/09/2021, ο εν λόγω λειτουργός συνέταξε Έκθεση-Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου, με την οποία εισηγείται την απόρριψη του αιτήματος των Αιτητών και στις 03/10/2021, συγκεκριμένος λειτουργός δεόντως εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών να ασκεί καθήκοντα Προϊστάμενου της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε την εισήγηση και αποφάσισε την απόρριψη της αίτησης.
Η απορριπτική απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία περιέχεται στην επιστολή ημερομηνίας 07/10/2021 και συνοδεύεται από την αιτιολογία αυτής, παραλήφθηκε δια χειρός από τους Αιτητές στις 08/10/2021, παρουσία διερμηνέα ο οποίος μετέφρασε το περιεχόμενο της απόφασης και της αιτιολόγησής της στη μητρική τους γλώσσα.
Εμπρόθεσμα και συγκεκριμένα στις 27/10/2021, οι Αιτητές χωρίς εκπροσώπηση δικηγόρου, καταχώρησαν την με τον πιο πάνω αριθμό και τίτλο προσφυγή εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου.
Κατόπιν διορισμού δικηγόρου και μετά από σχετική αίτηση των Αιτητών, το παρόν Δικαστήριο ενέκρινε αίτηση τροποποίησης της προσφυγής εκδίδοντας σχετικό Διάταγμα ώστε να προστεθούν νομικοί ισχυρισμοί προς ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης. Δια της τροποποιηθείσας προσφυγής ο συνήγορος των Αιτητών προωθεί αορίστως πλήθος νομικών ισχυρισμών, οι οποίοι ωστόσο δεν εξειδικεύονται αλλά ούτε και προωθούνται στη συνέχεια μέσω της γραπτής του αγόρευσης.
Μέσω της αγόρευσης του συνηγόρου τους, οι Αιτητές προωθούν, προς ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης, τη θέση τους ότι οι Καθ΄ ων η αίτηση παρέλειψαν να προβούν σε δέουσα έρευνα ώστε να αξιολογηθούν πλήρως όλα τα γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσής τους ως εκ τούτου προβάλλουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση συνιστά αποτέλεσμα πλάνης περί τα πράγματα, ενώ είναι και αναιτιολόγητη.
Από την πλευρά τους οι Καθ’ ων η αίτηση, μέσω της δικής τους αγόρευσης, υπεραμύνονται της νομιμότητας και της ορθότητας της υπό εξέτασης απόφασης, ισχυριζόμενοι ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αποτέλεσμα ορθής ενάσκησης των εξουσιών με τις οποίες περιβάλλονται οι Καθ’ ων η αίτηση, εκδόθηκε κατ’ εφαρμογή των αρχών του διοικητικού δικαίου και ότι λήφθηκε μετά από δέουσα έρευνα, αφού αξιολογήθηκαν όλα τα σχετικά γεγονότα της υπόθεσης. Ισχυρίζονται περαιτέρω ότι η απόφαση είναι δεόντως και επαρκώς αιτιολογημένη και απορρίπτουν όλους τους προβαλλόμενους από τους Αιτητές ισχυρισμούς καλώντας το Δικαστήριο όπως απορρίψει την προσφυγή τους.
Κατά το στάδιο των διευκρινήσεων, ο συνήγορος των Αιτητών περιόρισε τους νομικούς ισχυρισμούς της στην κατ’ ισχυρισμό πάσχουσα έρευνα από πλευράς των Καθ’ ων η αίτηση κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης, αποσύροντας όλους τους λοιπούς ισχυρισμούς.
Έχω μελετήσει με μεγάλη προσοχή τα όσα τέθηκαν ενώπιον μου από τους συνηγόρους των διαδίκων και δεδομένου ότι το παρόν Δικαστήριο, δυνάμει του άρθρου 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018, Ν. 73(Ι)/2018, κέκτηται εξουσίας όπως εξετάζει πέραν από την νομιμότητα της προσβαλλόμενης πράξης και την ορθότητα αυτής, ήτοι εξέταση επί της ουσίας του αιτήματος των Αιτητών, κρίνω σκόπιμο όπως καταγραφούν όλοι οι ισχυρισμοί που αυτοί προέβαλαν σε όλα τα στάδια εξέτασης του αιτήματος τους, προκειμένου να εξετάσω την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης αλλά και για να διαφανεί εάν οι Καθ' ων η αίτηση αποφάσισαν μετά από δέουσα έρευνα, ορθά, νόμιμα και εντός των πλαισίων της διακριτικής τους ευχέρειας, έχοντας κατά νου και το μοναδικό πλέον προωθούμενο από τους Αιτητές ισχυρισμό προς ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης.
Κατά την υποβολή της αιτήσεως επανανοίγματος του φακέλου διεθνούς προστασίας, ο Αιτητής δήλωσε ότι από τη στιγμή που ήρθε με τη σύντροφό του στη Δημοκρατία ξεκίνησαν να πηγαίνουν στην εκκλησία, όπως επίσης και να παρακολουθούν μαθήματα σχετικά με τον Χριστιανισμό. Προσέθεσε περαιτέρω ότι σε περίπτωση επιστροφή αυτού και της συντρόφου του στο Ιράν η ζωή τους θα βρεθεί σε κίνδυνο, καθότι οι αρχές της χώρας τους δεν αποδέχονται τη μεταστροφή από το Ισλάμ. Η Αιτήτρια κατέγραψε ότι, ομοίως, άλλαξε το θρήσκευμά της και πλέον είναι Χριστιανή και συνέχισε αναφέροντας ότι δεν επιθυμεί να επιστρέψει στη χώρα καταγωγής της καθότι ενδέχεται να τιμωρηθεί λόγω της μη αποδοχής του Χριστιανισμού στη χώρα της. Αμφότεροι οι Αιτητές καταλήγουν ότι επιθυμούν να παραμείνουν στη Δημοκρατία.
Κατά τη διάρκεια της προφορικής του συνέντευξης, ο Αιτητής δήλωσε ως προς τα προσωπικά του στοιχεία ότι είναι ενήλικας, υπήκοος Ιράν, με τόπο καταγωγής την πόλη Ahvaz και τόπο συνήθους διαμονής την Isfahan. Ως προς την οικογενειακή του κατάσταση δήλωσε άγαμος, ωστόσο διατηρεί σχέση με την Αιτήτρια 1 από το 2014 χωρίς να έχουν παντρευτεί, και πως είναι πατέρας δύο ανήλικων τέκνων τα οποία προήλθαν από τη σχέση του με την Αιτήτρια και τα οποία γεννήθηκαν και βρίσκονται στη Δημοκρατία - Αιτητές 3 και 4. Ως προς την πατρική του οικογένεια ο Αιτητής δήλωσε πως οι γονείς του και οι δύο αδερφές του βρίσκονται στο Ιράν και διαμένουν στις πόλεις Isfahan και Karaj αντίστοιχα. Αναφορικά με το εκπαιδευτικό του επίπεδο ο Αιτητής δήλωσε ότι είναι απόφοιτος πανεπιστημίου και πως έχει σπουδάσει πολιτικός μηχανικός, δηλώνοντας πως εργαζόταν ως υπεύθυνος σε κατασκευαστική εταιρεία στη χώρα του.
Ως προς τους λόγους που δεν επιθυμεί να επιστρέψει στο Ιράν, ο Αιτητής δήλωσε πως από τις αρχές του 2017 έχει μεταστραφεί στον Χριστιανισμό, ακολουθώντας το Ορθόδοξο Χριστιανικό δόγμα.
Ο αρμόδιος λειτουργός, εν συνεχεία, προέβη σε σειρά διευκρινιστικών ερωτήσεων επί της ανωτέρω δήλωσης του Αιτητή, εξετάζοντας αρχικά τους λόγους που ο Αιτητής επέλεξε να ασπαστεί τον Χριστιανισμό. Ο Αιτητής αποκρίθηκε πως στον Χριστιανισμό υπάρχει αγάπη και κατανόηση, ενώ δείχνει τον ορθό τρόπο ζωής. Ερωτηθείς σχετικά, δήλωσε επίσης ότι παρακολούθησε μαθήματα σχετικά με τον Χριστιανισμό για διάστημα 14 μηνών στην εκκλησία της Αγίας Βαρβάρας Λεμεσού, γεγονός το οποίο συνέβαλε στην απόφασή του να ασπαστεί τον Χριστιανισμό, ισχυρίστηκε περαιτέρω ότι το Ισλάμ συνδέεται με την επιβολή και την έλλειψη ελευθερίας και αυτοί είναι οι λόγοι που τον έστρεψαν μακριά από το Ισλάμ. Περαιτέρω, ο Αιτητής δήλωσε πως ο ίδιος, η σύντροφός του και το ανήλικο τέκνο 1 έχουν βαπτιστεί Χριστιανοί.
Στον Αιτητή υποβλήθηκαν ερωτήσεις που περιστρέφονταν γύρω από τις γνώσεις του για την χριστιανική θρησκεία και ειδικότερα αναφορικά με συμβολισμούς του Χριστιανισμού, σχετικά με πληροφορίες που γνωρίζει για σημαίνοντα πρόσωπα της θρησκείας και ως προς την διαδικασία που ακολουθήθηκε για την βάπτισή του. Επιπλέον για το εάν και πόσο συχνά πηγαίνει στην εκκλησία, για σημαντικές εορτές του Χριστιανισμού, για προσευχές που χρησιμοποιεί στην καθημερινή του ζωή και για τη σημασία της προσευχής και της νηστείας.
Σχετικά με το εάν άλλαξε η ζωή του μετά τη μεταστροφή του στον Χριστιανισμό, ο Αιτητής προέβαλε ότι έχει περισσότερη πειθαρχία και πως βοηθάει περισσότερο τους συνανθρώπους του χωρίς να περιμένει κάποιο αντάλλαγμα. Αναφορικά με την άποψη της οικογένειάς του ως προς τη μεταστροφή του, ο Αιτητής προέβαλε ότι οι γονείς του δεν τον καταλαβαίνουν πλήρως, ωστόσο οι αδερφές του έχουν δείξει κατανόηση.
Ερωτηθείς τι φοβάται ότι θα του συμβεί σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής, ο Αιτητής ισχυρίστηκε πως οι αρχές της χώρας θα τους συλλάβουν και θα τους σκοτώσουν λόγω της μεταστροφής τους στον Χριστιανισμό.
Η Αιτήτρια, κατά τη διάρκεια της προφορικής της συνέντευξης δήλωσε αναφορικά με τα προσωπικά της στοιχεία ότι είναι ενήλικας, υπήκοος Ιράν, με τόπο γέννησης την πόλη Khomini Shahr και τόπο συνήθους διαμονής την πόλη Isfahan. Ως προς την οικογενειακή της κατάσταση δήλωσε άγαμη, πως διατηρεί δεσμό με τον Αιτητή από το 2014 και πως είναι μητέρα δύο ανήλικων τέκνων από τη σχέση της με τον Αιτητή, τα οποία έχουν γεννηθεί και διαμένουν στη Δημοκρατία. Ως προς την πατρική της οικογένεια η Αιτήτρια προέβαλε πως οι γονείς της και τα τέσσερα αδέρφια της διαμένουν στο Ιράν, στις πόλεις Isfahan, Ahvaz και στην Τεχεράνη. Ως προς το εκπαιδευτικό της επίπεδο η Αιτήτρια προέβαλε πως έχει σπουδάσει εκπαιδευτική διοίκηση σε πανεπιστημιακό επίπεδο, εργαζόταν δε ως βοηθός φαρμακοποιού και ως βοηθός οδοντιάτρου κατά την παραμονή της στη χώρα καταγωγής της.
Αναφορικά με τους λόγους που η Αιτήτρια δεν επιθυμεί να επιστρέψει στο Ιράν, δήλωσε πως από τα μέσα του 2017 κι έπειτα έχει μεταστραφεί στον Χριστιανισμό και συγκεκριμένα στο Ορθόδοξο δόγμα.
Ο αρμόδιος λειτουργός προχώρησε με διευκρινιστικές ερωτήσεις επί της συγκεκριμένης δήλωσης της Αιτήτριας. Σχετικά με τους λόγους που η Αιτήτρια άρχισε να ακολουθεί το Ορθόδοξο Χριστιανικό δόγμα, η Αιτήτρια αποκρίθηκε ότι αυτή είναι η σωστή θρησκεία και πως ο Χριστός, ερχόμενος στη γη, οδήγησε τους ανθρώπους προς το σωστό μονοπάτι. Περαιτέρω, όσον αφορά τον εαυτό της, η Αιτήτρια προσέθεσε ότι αισθάνεται ολοκληρωμένη μέσα από τη συγκεκριμένη θρησκεία και πως, σε αντίθεση με το Ισλάμ, στον Χριστιανισμό ο Θεός ήρθε στη γη. Κληθείσα δε να εξηγήσει τι την ώθησε να απορρίψει το Ισλάμ, η Αιτήτρια προέβαλε ότι το Ισλάμ χαρακτηρίζεται από έλλειψη ελευθερίας. Περαιτέρω η Αιτήτρια προέβαλε ότι η ίδια, ο σύντροφός της και το ανήλικο τέκνο 1 έχουν βαπτιστεί Χριστιανοί.
Στην Αιτήτρια υποβλήθηκε σειρά ερωτήσεων που περιστρέφονταν γύρω από τις γνώσεις της για τον Χριστιανισμό. Ειδικότερα η Αιτήτρια ερωτήθηκε αρχικά αναφορικά με τους μαθητές του Χριστού καθώς και σχετικά με την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη, τη διαδικασία της βάπτισης, σημαντικές γιορτές του Χριστιανισμού και τι σημαίνουν αυτές, καθώς και με συμβολισμούς των μυστηρίων της εκκλησίας και εν γένει της χριστιανικής πίστης. Ο αρμόδιος λειτουργός προχώρησε με ερωτήσεις ως προς τον τρόπο που η Αιτήτρια εκπληρώνει τα θρησκευτικά της καθήκοντα και πόσο συχνά συμβαίνει αυτό, όπως και το να αναφερθεί σε προσευχές που χρησιμοποιεί αλλά και στη σημασία του χριστιανικού ονόματος που επέλεξε μετά τη βάπτισή της.
Κληθείσα να αναφερθεί στο πως άλλαξε η ζωή της μετά τη μεταστροφή της στον Χριστιανισμό, η Αιτήτρια δήλωσε ότι νιώθει πιο ασφαλής και αισθάνεται τον Χριστό ως υποστηρικτή της. Ερωτηθείσα σχετικά με την οπτική της οικογένειάς της ως προς τη μεταστροφή της, η Αιτήτρια υποστήριξε ότι το έχει μοιραστεί με την οικογένειά της και πως έχουν δείξει κατανόηση καθώς, ναι μεν είναι Σιίτες Μουσουλμάνοι, ωστόσο δεν είναι εξτρεμιστές.
Ερωτηθείσα τι φοβάται ότι θα της συμβεί σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της, η Αιτήτρια αποκρίθηκε ότι οι ιρανικές αρχές θα τους φυλακίσουν και θα τους σκοτώσουν λόγω της μεταστροφής τους στον Χριστιανισμό.
Οι Αιτητές προσκόμισαν στα πλαίσια της εξέτασης του αιτήματός τους πιστοποιητικά βάπτισης του Αιτητή, της Αιτήτριας και του ανήλικου τέκνου 1, εκδοθέντα από τον Ιερό Ναό Αγίας Βαρβάρας Ζακακίου στις 19/05/2020, με τις βαπτίσεις τους να έχουν τελεστεί στις 22/12/2018, 22/12/2018 και στις 12/01/2020 αντίστοιχα. Επιπροσθέτως έχουν προσκομιστεί και βρίσκονται στον διοικητικό φάκελο των Αιτητών και τα πιστοποιητικά γέννησης των ανήλικων τέκνων 1 και 2, εκδοθέντα από τον Έπαρχο Λεμεσού.
Ο αρμόδιος λειτουργός στην εισηγητική του έκθεση διέκρινε τρεις ουσιώδεις ισχυρισμούς. Ο πρώτος ισχυρισμός αφορά τα προσωπικά στοιχεία των Αιτητών, τη χώρα καταγωγής τους και τον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής τους. Ο δεύτερος ισχυρισμός αφορά την ιδιότητα των Αιτητών ως προσηλυτισμένοι Χριστιανοί Ορθόδοξοι. Ο τρίτος ισχυρισμός αφορά τον φόβο δίωξης των Αιτητών εξαιτίας της ιδιότητάς τους ως προσηλυτισμένοι Χριστιανοί.
Ο πρώτος ουσιώδης ισχυρισμός των Αιτητών έγινε αποδεκτός καθότι δεν προέκυψαν περί του αντιθέτου στοιχεία, οι δε δηλώσεις τους επιβεβαιώθηκαν και/ή εντοπίστηκαν σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης.
Ο δεύτερος ουσιώδης ισχυρισμός, ήτοι η ιδιότητα των Αιτητών ως προσηλυτισμένοι Χριστιανοί Ορθόδοξοι, έτυχε απόρριψης από τον αρμόδιο λειτουργό λόγω έλλειψης εσωτερικής αξιοπιστίας στα λεγόμενά τους. Ειδικότερα, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε πως αμφότεροι οι Αιτητές δεν κατέστη εφικτό να δώσουν επαρκείς εξηγήσεις όσον αφορά τον λόγο που αποφάσισαν να απομακρυνθούν από το Ισλάμ και να αποφασίσουν να αναζητήσουν μία νέα θρησκεία για να ασπαστούν. Περαιτέρω, ο λειτουργός τόνισε την επιφανειακότατα των απαντήσεών τους αναφορικά με τον λόγο που οι Αιτητές επέλεξαν συγκεκριμένα το Ορθόδοξο δόγμα σε σχέση με τα άλλα δόγματα του Χριστιανισμού. Στο πλαίσιο αυτό δόθηκε έμφαση στην επανάληψη των λεγομένων της Αιτήτριας, παρά το γεγονός ότι της δόθηκε η ευκαιρία να αναπτύξει αναλυτικά τον λόγο που επέλεξε τη συγκεκριμένη θρησκεία.
Προχωρώντας στην αξιολόγηση των απαντήσεων των Αιτητών αναφορικά με τις ερωτήσεις που περιστρέφονταν γύρω από τις γνώσεις τους ως προς τον Χριστιανισμό, ο αρμόδιος λειτουργός τόνισε ότι οι Αιτητές είχαν περιορισμένες γνώσεις όσον αφορά τη Χριστιανική θρησκεία και πως οι ερμηνείες που έδιναν σε όσα τους ζητείτο να αναπτύξουν υπήρξαν επιφανειακές. Επισημάνθηκε ότι από τη στιγμή που ήταν συνειδητή επιλογή τους η πίστη σε μία νέα θρησκεία θα ήταν και ευλόγως αναμενόμενο το να είναι σε θέση να μιλήσουν γι’ αυτή με περισσότερο βάθος. Προέβη δε στη συνέχεια σε αναλυτική αξιολόγηση των γνώσεων των Αιτητών αναφορικά με τους συμβολισμούς της Ορθοδοξίας, των εορτασμών και εν γένει των γνώσεών τους ως προς τα πρόσωπα και τα μυστήρια της εκκλησίας. Ως προς τα συγκεκριμένα ζητήματα, οι γνώσεις των Αιτητών κρίθηκαν ως επιφανειακές και ανεπαρκείς.
Όσον αφορά την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού, ο αρμόδιος λειτουργός παρέθεσε σειρά πληροφοριών από εξωτερικές πηγές θρησκευτικού περιεχομένου προς επίρρωση της ανεπάρκειας των γνώσεων των Αιτητών αναφορικά με το Ορθόδοξο δόγμα του Χριστιανισμού. Ως προς τα προσκομισθέντα πιστοποιητικά βάπτισης ο αρμόδιος λειτουργός κατέληξε ότι, παρά το γεγονός ότι γίνεται αποδεκτό πως οι Αιτητές βαπτίστηκαν Χριστιανοί, εντούτοις ελλείπει η γνησιότητα και τα ειλικρινή κίνητρα πίσω από αυτήν τους την πράξη και τονίζει ότι η ενέργειά τους αυτή έγινε με σκοπό τη δημιουργία των απαραίτητων συνθηκών για την υποβολή αίτησης διεθνούς προστασίας.
Ο τρίτος ουσιώδης ισχυρισμός, ήτοι ο φόβος δίωξης των Αιτητών εξαιτίας της ιδιότητάς τους ως προσηλυτισμένοι Χριστιανοί, ομοίως απορρίφθηκε από τον αρμόδιο λειτουργό λόγω έλλειψης εσωτερικής αξιοπιστίας στα λεγόμενά τους. Ειδικότερα, ο αρμόδιος λειτουργός τόνισε πως με βάση το ότι το μέρος του αιτήματός τους που αφορά την ιδιότητά τους ως προσηλυτισμένοι Χριστιανοί δεν έγινε αποδεκτό, κατά συνέπεια δε μπορεί να γίνει αποδεκτός και ο ισχυριζόμενος φόβος δίωξής του στον οποίο ενδέχεται να εκτεθούν σε περίπτωση επιστροφής τους στο Ιράν.
Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του εν λόγω ισχυρισμού ο αρμόδιος λειτουργός παρέθεσε πληροφορίες από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης σε σχέση με την αντιμετώπιση των μεταστραφέντων Μουσουλμάνων από την ιρανική Κυβέρνηση.
Προχωρώντας στην αξιολόγηση κινδύνου που οι Αιτητές ενδέχεται να αντιμετωπίσουν σε περίπτωση επιστροφής τους στην πόλη Isfahan, τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής τους, στη βάση του αποδεκτού ισχυρισμού τους περί των προσωπικών τους στοιχείων, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι διαπιστώνεται πως δεν υπάρχουν εύλογοι λόγοι να γίνει αποδεκτό ότι σε περίπτωση επιστροφής τους στο Ιράν οι Αιτητές θα αντιμετωπίσουν δίωξη ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης.
Ως προς το συγκεκριμένο συμπέρασμα συνυπολογίστηκε το ότι οι ισχυρισμοί που άπτονταν του πυρήνα του αιτήματος διεθνούς προστασίας τους έτυχαν απόρριψης, ενώ παράλληλα δεν εντοπίστηκαν ενδείξεις περί του ότι είχαν υποστεί στη χώρα καταγωγής τους ή πως αναμένεται να υποστούν σε περίπτωση επιστροφής τους σε αυτή οποιαδήποτε μορφή δίωξης ή σοβαρής βλάβης. Λήφθηκε, επίσης, υπόψη και το προσωπικό προφίλ των Αιτητών, ήτοι ότι πρόκειται περί ενήλικες, υγιή άτομα, χωρίς κάποια ευαλωτότητα, με σημαντική εργασιακή εμπειρία, ενώ παράλληλα στη χώρα καταγωγής τους έχουν ισχυρό υποστηρικτικό δίκτυο αποτελούμενο από άτομα του οικογενειακού τους κύκλου.
Προχωρώντας στη νομική ανάλυση ο λειτουργός έκρινε ότι από τα στοιχεία και το προφίλ των Αιτητών στο σύνολό τους, τις δηλώσεις τους κατά τη διάρκεια των προφορικών τους συνεντεύξεων, τα όσα έγιναν αποδεκτά αλλά και την ανωτέρω αξιολόγηση κινδύνου, δεν προκύπτει βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξής των Αιτητών σε περίπτωση επιστροφής τους στη χώρα καταγωγής τους, στο πλαίσιο του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου. Συνεχίζει μάλιστα κρίνοντας ότι ελλείψει οιασδήποτε προσωπικά υφιστάμενης και τρέχουσας απειλής εις βάρος των Αιτητών, δεν προέκυψε κίνδυνος σοβαρής βλάβης στα πλαίσια των άρθρων 19 (1) και (2) του περί Προσφύγων Νόμου, σε περίπτωση επιστροφής τους στην πόλη Isfahan του Ιράν.
Σε σχέση δε με τις προϋποθέσεις ένταξής των Αιτητών στις πρόνοιες του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, ο λειτουργός κατέληξε πως δεν πληρούνται οι εκ του νόμου προϋποθέσεις υπαγωγής τους στο συγκεκριμένο άρθρο, χωρίς ωστόσο να έχει προηγηθεί κάποια έρευνα αναφορικά με την επικρατούσα κατάσταση ασφαλείας στη συγκεκριμένη πόλη/περιοχή. Αν και η συγκεκριμένη παράλειψη καθιστά το συγκεκριμένο σκέλος της προσβαλλόμενης απόφασης αναιτιολόγητο, το Δικαστήριο θα προχωρήσει αυτεπάγγελτα σε έρευνα σε μεταγενέστερο στάδιο της παρούσας απόφασης, εάν αυτό κριθεί απαραίτητο, ήτοι σε περίπτωση που αξιολογηθεί ότι δεν συντρέχουν λόγοι χορήγησης προσφυγικού καθεστώτος στα πρόσωπα των Αιτητών.
Στη βάση των ανωτέρω, το αρμόδιο, εξουσιοδοτημένο από τον Υπουργό Εσωτερικών, πρόσωπο να εκτελεί καθήκοντα Προϊστάμενου, υιοθέτησε την Έκθεση/Εισήγηση και απέρριψε το αίτημα των Αιτητών.
Σύμφωνα με το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου, Ν.6(Ι)/2000, «πρόσφυγας αναγνωρίζεται το πρόσωπο, που λόγω βάσιμου φόβου καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, είναι εκτός της χώρας της ιθαγένειας του και δεν είναι σε θέση ή λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο, να χρησιμοποιήσει την προστασία της χώρας αυτής».
Είναι καθόλα κατανοητό, ότι για να αναγνωριστεί πρόσωπο ως πρόσφυγας, θα πρέπει να αποδεικνύεται βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης, του οποίου τόσο το υποκειμενικό όσο και το αντικειμενικό στοιχείο πρέπει να εκτιμηθούν από το αρμόδιο όργανο προτού καταλήξει σε απόφαση.
Το άρθρο 18(5) του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6(Ι)/2000 προνοεί ότι «εναπόκειται στον Αιτητή να τεκμηριώσει την αίτηση διεθνούς προστασίας», χωρίς να απαιτείται να προσκομίσει τυπικά αποδεικτικά στοιχεία. Οι Αιτητές έχουν την ευθύνη να εκθέσουν με την αίτησή τους αλλά και μέσα από τις ενώπιον της αρμόδιας αρχής συνεντεύξεις τους ακόμα και ενώπιον του Δικαστηρίου, μέσω της ορθής δικονομική διαδικασίας, με στοιχειώδη σαφήνεια, τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά τα οποία τους προκαλούν, κατά τρόπο αντικειμενικό, δικαιολογημένο φόβο δίωξης υφιστάμενο στη χώρα καταγωγής της. Οι Αιτητές οφείλουν να επικαλεστούν με λεπτομέρεια, σαφήνεια και αληθοφάνεια συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το υποβληθέν αίτημά του για διεθνή προστασία, το δε αρμόδιο όργανο εξετάζοντας την αίτηση των Αιτητών, οφείλει να λάβει υπόψη του κάθε σχετικό με την υπόθεση γεγονός, γεγονός το οποίο εν προκειμένω δεν έπραξε.
Είναι πάγια νομολογημένο ότι δέουσα έρευνα κρίνεται από το Δικαστήριο ότι έγινε, όταν το αρμόδιο όργανο εξετάζει κάθε σχετικό με την υπόθεση γεγονός (βλ. Motorways Ltd v. Υπουργού Οικονομικών (1999) 3ΑΑΔ 447). Ορθή και πλήρης έρευνα θεωρείται αυτή που εκτείνεται στη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων της υπόθεσης (βλ. Νικολαΐδη v. Μηνά (1994) 3ΑΑΔ 321, Ττουσούνα ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 151, Χωματένος ν. Δημοκρατίας κ.α. (2013) 3 Α.Α.Δ. 120, Α. Παπουτέ ν. Χρ. Κασάπη και Κυπριακής Δημοκρατίας, Συν. Αναθ. Έφεση 112/15 και 131/15 ημερομηνίας 13/07/2022). Η έκταση της έρευνας εξαρτάται πάντοτε από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης (βλ. Δημοκρατία v. Ευαγγέλου κ.α. (2013) 3ΑΑΔ 414) και το αρμόδιο όργανο οφείλει να βρει τον κατάλληλο τρόπο για να εκπληρώσει την υποχρέωσή του για επαρκή έρευνα.
Από το ιστορικό των Αιτητών, όπως αυτό φαίνεται πιο πάνω και στη βάση των δεδομένων του διοικητικού φακέλου, προκύπτει ότι οι Καθ’ ων η αίτηση δεν προέβησαν σε δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα και δεν αξιολόγησαν το σύνολο των ισχυρισμών των Αιτητών, καθώς, παρέλειψαν να λάβουν υπόψιν τους ότι, με βάση τα όσα έχουν γίνει αποδεκτά, οι Αιτητές πρόκειται για ένα ζευγάρι το οποίο διατηρεί δεσμό από το 2014 έως και σήμερα, χωρίς να έχουν παντρευτεί, και πως έχουν αποκτήσει δύο ανήλικα τέκνα εκτός γάμου, τα οποία γεννήθηκαν μετά την άφιξή τους στη Δημοκρατία. Σημειώνεται ότι κατά τη διενέργεια των προφορικών τους συνεντεύξεων ενώπιον του λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου οι Αιτητές δεν ερωτήθηκαν το οτιδήποτε σε σχέση με τα ανήλικα τέκνα τους, ενώ η οποιαδήποτε αναφορά σε αυτά απουσιάζει και από την εισηγητική έκθεση. Τονίζεται δε ότι τα ανήλικα τέκνα, Αιτητές 3 και 4 περιλαμβάνονται στην αίτηση διεθνούς προστασίας των Αιτητών, αλλά και στην παρούσα ως διάδικοι.
Ως εκ τούτου, ο ισχυρισμός του συνηγόρου των Αιτητών περί έλλειψης δέουσας έρευνας εκ μέρους των Καθ’ ων η αίτηση παρόλο που δεν συγκεκριμενοποιείται και δεν προβάλλεται σύμφωνα με τους διαδικαστικούς κανονισμούς περί Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας, από τον συνήγορο των Αιτητών, ευσταθεί.
Για τον λόγο αυτό το Δικαστήριο έκρινε σκόπιμο το επανάνοιγμα της υπόθεσης προκειμένου να τεθούν στους Αιτητές επιπλέον διευκρινιστικές ερωτήσεις σε σχέση με το συγκεκριμένο θέμα.
Ο Αιτητής επιβεβαίωσε ενώπιον του Δικαστηρίου ότι δεν έχει τελέσει γάμο με τη σύντροφό του και προσέθεσε ότι θα ήθελαν να τελέσουν θρησκευτικό γάμο (Χριστιανικό), ωστόσο ενημερώθηκαν από την εκκλησία πως κάτι τέτοιο δεν είναι εφικτό από τη στιγμή που δεν έχουν άδεια παραμονής στη Δημοκρατία. Κληθείς δε να διευκρινίσει τι θεωρεί ότι θα συμβεί στα παιδιά του σε περίπτωση επιστροφής τους στο Ιράν, ο Αιτητής προέβαλε πως τα παιδιά τους επίσης έχουν βαπτιστεί Ορθόδοξοι Χριστιανοί καθώς και ότι πηγαίνουν σχολείο στη Δημοκρατία και γνωρίζουν μόνο τον συγκεκριμένο τρόπο ζωής. Σε επόμενη ερώτηση του Δικαστηρίου ο Αιτητής προέβαλε ότι σε περίπτωση επιστροφής τους στο Ιράν τα παιδιά τους δε θα θεωρούνται νόμιμα επειδή είναι παιδιά γεννηθέντα εκτός γάμου. Εξήγησε δε ότι τα παιδιά τους δε θα έχουν τη δυνατότητα εγγραφής ούτε στο αντίστοιχο δημοτολόγιο, καθώς στο Ιράν ο μοναδικός γάμος που αναγνωρίζεται είναι ο ισλαμικός και οι Αιτητές δεν έχουν τελέσει τέτοιου είδους γάμο. Επιπλέον ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι ακόμα και σε περίπτωση που ζητήσουν την έκδοση κάποιων εγγράφων από την πρεσβεία του Ιράν και αντιληφθούν ότι έχουν αποκτήσει τέκνα εκτός γάμου τότε θα έχουν πρόβλημα. Ο Αιτητής δήλωσε περαιτέρω ότι δεν γνωρίζει όλο το οικογενειακό τους περιβάλλον, και ιδιαίτερα ο πατέρας της συντρόφου του, ότι δεν έχουν τελέσει γάμο μεταξύ τους. Η Αιτήτρια, κατά την ακροαματική διαδικασία της 14/06/2024 επιβεβαίωσε τους ισχυρισμούς του συντρόφου της [για σκοπούς οικονομίας της απόφασης, δεν θα επαναληφθούν τα λεγόμενά της] χωρίς να προσθέσει κάτι διαφορετικό και χωρίς να έρθουν τα λεγόμενά της σε αντίφαση με αυτά τα όσα προέβαλε ο σύντροφός της.
Έχοντας ακούσει τους Αιτητές 1 και 2, προχωρώ σε έλεγχο της ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, με βάση τα όσα προκύπτουν από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου και κυρίως τα πρακτικά των προφορικών συνεντεύξεων του Αιτητή και της Αιτήτριας ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου και της εισηγητικής έκθεσης, κρίνω ορθή την κατάληξη της αξιολόγησης του αρμόδιου λειτουργού αρχικά ως προς τον ουσιώδη ισχυρισμό που αφορά τα στοιχεία των προφίλ των Αιτητών, τον τόπο καταγωγής και αυτόν της τελευταίας συνήθους διαμονής τους.
Ωστόσο πρέπει να επαναληφθεί ότι, όπως εκτέθηκε και ανωτέρω, παρά το γεγονός ότι ο αρμόδιος λειτουργός ορθώς εντόπισε ότι οι Αιτητές συμβιώνουν χωρίς να έχουν παντρευτεί μεταξύ τους, καταγράφοντας μάλιστα στην εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού ότι δεν προσκομίστηκε κάποιο σύμφωνο συμβίωσης των Αιτητών (ερυθρά 237 του διοικητικού φακέλου), εντούτοις η συγκεκριμένη προσωπική περίσταση δεν εξετάστηκε σε κανένα από τα μεταγενέστερα στάδια της απόφασης, ούτε χρησιμοποιήθηκαν πληροφορίες από τη χώρα καταγωγής των Αιτητών αναφορικά με την αντιμετώπιση των ανύπαντρων ζευγαριών που έχουν αποκτήσει παιδιά εκτός γάμου. Λαμβάνοντας δε υπόψη τη συντηρητική και θεοκρατική ιρανική κοινωνία,[1] ο λειτουργός θα έπρεπε να είχε προβεί σε σχετική έρευνα. Όπως θα εκτεθεί αναλυτικά και στην παρούσα απόφαση το Δικαστήριο, λόγω του εύρους των αρμοδιοτήτων του, θα προχωρήσει σε έρευνα σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης και εν συνεχεία, εάν κριθεί σκόπιμο, θα προβεί σε αξιολόγηση του μελλοντοστραφούς ρίσκου των Αιτητών καθώς και τυχόν ανάγκης υπαγωγής τους στα άρθρα 3 και19 του περί Προσφύγων Νόμου λόγω της συγκεκριμένης προσωπικής τους περίστασης.
Ομοίως, συμφωνώ και με την απόρριψη του ισχυρισμού περί της μεταστροφής των Αιτητών στον Χριστιανισμό. Ανατρέχοντας στα πρακτικά των συνεντεύξεων των Αιτητών με τον λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, διαπιστώνω ότι αυτοί δεν κατέστη εφικτό να υποστηρίξουν επαρκώς το συγκεκριμένο μέρος του αιτήματός τους. Πρέπει αρχικώς να τονιστεί ότι ο αρμόδιος λειτουργός υπέβαλε επαρκείς ερωτήσεις προς του Αιτητές αναφορικά με το συγκεκριμένο ζήτημα, οι οποίες ήταν τόσο ερωτήσεις ανοικτού όσο και κλειστού τύπου, ενώ καλύφθηκαν όλες οι επιμέρους θεματικές, ήτοι οι λόγοι που απομακρύνθηκαν από το Ισλάμ, οι λόγοι που επέλεξαν το Ορθόδοξο Χριστιανικό δόγμα, οι γνώσεις τους αναφορικά με τη νέα τους θρησκεία και το πως έχει αλλάξει η ζωή τους από τη στιγμή που κατ’ ισχυρισμόν έγιναν Χριστιανοί.
Ωστόσο, κρίνω ορθή την κατάληξη του αρμόδιου λειτουργού περί του ότι αμφότεροι οι Αιτητές δεν ήταν σε θέση να στοιχειοθετήσουν τη μεταστροφή τους. Υπήρξαν γενικόλογοι όσον αφορά τους λόγους που απομακρύνθηκαν από το Ισλάμ, ενώ δεν αιτιολόγησαν με σαφήνεια το γιατί επέλεξαν συγκεκριμένα το Ορθόδοξο Χριστιανικό δόγμα συγκριτικά με τα υπόλοιπα δόγματα του Χριστιανισμού. Ομοίως, υπήρξαν επαναλαμβανόμενοι στις δηλώσεις τους περί του ότι το Ισλάμ σχετίζεται με την «επιβολή», χωρίς να εξειδικεύουν περαιτέρω το τι εννοούν με αυτό και χωρίς να δίνουν σχετικά παραδείγματα από την καθημερινότητά τους τα οποία τους οδήγησαν στο να απομακρυνθούν από επικρατούσα θρησκεία της κοινωνίας στην οποία μεγάλωσαν. Δεδομένου του ότι η απόφαση να μεταστραφούν από το Ισλάμ σε μία άλλη θρησκεία επρόκειτο για μία συνειδητή απόφαση και των δύο, θα ήταν ευλόγως αναμενόμενο το να μπορούν να αναφερθούν με συνοχή και βιωματικό τρόπο στην εσωτερική διεργασία που έλαβε χώρα και η οποία είχε ως απόρροια την υιοθέτηση ενός άλλου θρησκεύματος. Δεν παραβλέπεται δε ότι αμφότεροι οι Αιτητές έχουν εκπαίδευση πανεπιστημιακού επιπέδου και, συνεπώς, θα ήταν εύλογο το να μπορούν να αναλύσουν εκτενώς θεματικές που άπτονται της θρησκείας και, εν γένει, των πνευματικών ζητημάτων.
Ως προς τις γνώσεις τους σχετικά με τον Χριστιανισμό, δε μπορώ να παραβλέψω το ότι οι Αιτητές είχαν μια επιφανειακή γνώση ορισμένων ζητημάτων που άπτονται του Χριστιανισμού. Στις σχετικές ερωτήσεις που τους τέθηκαν από τον αρμόδιο λειτουργό διαπιστώνω ότι οι Αιτητές γνώριζαν ορισμένες εορτές του Χριστιανισμού, ήταν σε θέση να περιγράψουν το μυστήριο της βάπτισης και να αναφερθούν στη σημασία της προσευχής και του εκκλησιασμού. Ωστόσο, οι γνώσεις τους αυτές κυμαίνονταν σε ένα επιφανειακό επίπεδο. Λαμβάνοντας υπόψη τον ισχυρισμό τους περί του ότι η μεταστροφή τους ξεκίνησε ήδη από το 2017 καθώς και περί του ότι αμφότεροι παρακολουθούσαν μαθήματα κατήχησης στην Χριστιανισμό, θα ήταν ευλόγως αναμενόμενο να έχουν στην κατοχή τους πληρέστερες γνώσεις για τη νέα θρησκεία που έχουν ασπαστεί.
Τέλος, ως προς το πως έχει αλλάξει η ζωή τους μετά την μεταστροφή τους στον Χριστιανισμό, διαπιστώνω ότι επίσης υπήρξαν ανεπαρκείς και γενικόλογοι στις απαντήσεις τους. Δεδομένου του ισχυρισμού τους περί του ότι ένας εκ των λόγων που σταμάτησαν να πιστεύουν στο Ισλάμ ήταν η σύνδεσή του με την επιβολή, θα ήταν ευλόγως αναμενόμενο να είναι σε θέση να εξηγήσουν τον τρόπο με τον οποίο διαφοροποιήθηκε η ζωή τους αφ’ ης στιγμής το συγκεκριμένο στοιχείο έπαψε να υπάρχει.
Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του υπό εξέταση ισχυρισμού, και συγκεκριμένα ως προς τα πιστοποιητικά βάπτισης που προσκόμισαν οι Αιτητές ενώπιον του λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου, κρίνω ορθή την κατάληξη των Καθ’ ων η αίτηση περί του ότι η ύπαρξη των συγκεκριμένων πιστοποιητικών δεν επαρκεί ούτως ώστε να κριθεί ο ισχυρισμός αξιόπιστος. Τονίζεται ότι, σύμφωνα και με τον πρακτικό οδηγό του European Union Agency for Asylum (EUAA) αναφορικά με τις συνεντεύξεις Αιτητών διεθνούς προστασίας με αιτήματα που σχετίζονται με τη θρησκεία (Interviewing Applicants with Religious – Based Asylum Claims), ένα απλό πιστοποιητικό μεταστροφής δεν είναι αρκετό καθώς το στοιχείο που είναι βαρύνουσας σημασίας σε τέτοιες περιπτώσεις είναι αξιόπιστοι ισχυρισμοί αναφορικά με την αλλαγή που επήλθε στη ζωή των Αιτητών μετά την υιοθέτηση της νέας τους θρησκείας και τη σημασία που έχει η θρησκεία αυτή για την ταυτότητά τους.[2]
Όσον αφορά τον τρίτο διακριθέντα από τους Καθ’ ων η αίτηση ουσιώδη ισχυρισμό, ήτοι τον φόβο δίωξης των Αιτητών εξαιτίας της ιδιότητάς τους ως προσηλυτισμένοι Χριστιανοί, αρχικά σημειώνω ότι ο τρόπος ο οποίος διακρίθηκε από τον αρμόδιο λειτουργό αφορά την εκτίμηση του μελλοντοστραφούς κινδύνου των Αιτητών σε περίπτωση επιστροφής τους στο Ιράν λόγω της κατ’ ισχυρισμόν μεταστροφής τους, η οποία εξετάστηκε σε ξεχωριστό ουσιώδη ισχυρισμό. Υπενθυμίζεται ότι οι ουσιώδεις ισχυρισμοί περιλαμβάνουν μόνο γεγονότα, περιστάσεις και καταστάσεις που συνέβησαν στο παρελθόν ή υπάρχουν στο παρόν. Ό,τι μπορεί να συμβεί στο μέλλον δεν διατυπώνεται ως ουσιώδης ισχυρισμός, καθώς κάτι που δεν έχει ακόμη συμβεί δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο αξιολόγησης αξιοπιστίας. Πιθανά μελλοντικά γεγονότα και κίνδυνοι διακρίνονται και αξιολογούνται κατά τη διαδικασία αξιολόγησης κινδύνου.[3] Συνάγεται με σαφήνεια ότι ο αρμόδιος λειτουργός λανθασμένα σχημάτισε και εξέτασε τον συγκεκριμένο ισχυρισμό, καθώς στον εν λόγω ισχυρισμό περιλαμβάνεται αποκλειστικά και μόνο η αξιολόγηση της πιθανότητας να αντιμετωπίσουν οι Αιτητές συμπεριφορές που να ισοδυναμούν με δίωξη ή με σοβαρή βλάβη κατά την επιστροφή τους στο Ιράν. Συνεπώς τα όσα αφορούν τον συγκεκριμένο ισχυρισμό θα εξεταστούν από το Δικαστήριο κατά το ακριβώς επόμενο στάδιο της αξιολόγησης κινδύνου.
Προχωρώντας, το Δικαστήριο θα προβεί στην αξιολόγηση του κινδύνου που ενδεχομένως οι Αιτητές θα αντιμετωπίσουν σε περίπτωση επιστροφής τους στη χώρα καταγωγής.
Αναφέρω ότι το υποκειμενικό στοιχείο του φόβου των Αιτητών πληρούται δια της υποβολής αιτήσεως διεθνούς προστασίας και μέσω της απροθυμίας τους να επιστρέψουν στη χώρα καταγωγής τους.
Ως προς το αντικειμενικό στοιχείο του φόβου των Αιτητών, αρχικά θα πρέπει να τονιστεί ότι σύμφωνα με τις δηλώσεις τους, οι Αιτητές φοβούνται ότι σε περίπτωση επιστροφής τους στο Isfahan του Ιράν θα φυλακιστούν και θα χάσουν τη ζωή τους από τις αρχές της χώρας καταγωγής τους λόγω της μεταστροφής τους στον Χριστιανισμό. Επαναλαμβάνεται ότι ο συγκεκριμένος ισχυρισμός έτυχε απόρριψης από τον αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, συμπέρασμα με το οποίο συμφωνώ. Συνεπώς, παρέλκει και η οποιαδήποτε αξιολόγηση κινδύνου αναφορικά με τον εν λόγω ισχυρισμό από τη στιγμή που αυτός έχει απορριφθεί ως μη εσωτερικά αξιόπιστος.
Όσον αφορά τα πιστοποιητικά βάπτισης που προσκομίστηκαν από τους Αιτητές, σύμφωνα με τις Κατευθυντήριες Γραμμές της Ύπατης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες (UNHCR) αναφορικά με τα αιτήματα διεθνούς προστασίας που έχουν ως βάση τους τη θρησκεία, οι λεγόμενες δραστηριότητες «αυτοεξυπηρέτησης», εν προκειμένω η βάπτιση των Αιτητών, δεν δημιουργούν βασίμως θεμελιωμένο φόβο δίωξης για λόγους που σχετίζονται με τη Σύμβαση της Γενεύης του 1951 στη χώρα καταγωγής του/της αιτητή/τριας, εάν η οπορτουνιστική φύση αυτών των δραστηριοτήτων είναι προφανής σε όλους, συμπεριλαμβανομένων των αρχών εκεί, και σοβαρές δυσμενείς συνέπειες δεν θα προκύψουν εάν το άτομο επιστρέψει.[4] Συνεπώς, το ότι οι Αιτητές έχουν βαπτιστεί Χριστιανοί δεν επαρκεί προκειμένου να θεωρηθεί ότι υπάρχουν εύλογες πιθανότητες να αντιμετωπίσουν πράξεις δίωξης σε περίπτωση επιστροφής τους στο Ιράν.
Όσον αφορά τον ισχυρισμό περί των προσωπικών στοιχείων των Αιτητών, και λαμβάνοντας υπόψη το ότι οι Αιτητές πρόκειται για ζευγάρι το οποίο διατηρεί δεσμό από το 2014 χωρίς να έχει συνάψει γάμο, καθώς και του ότι οι Αιτητές έχουν αποκτήσει εκτός γάμου δύο ανήλικα τέκνα, Αιτητές 3 και 4 τα οποία έχουν γεννηθεί και μεγαλώσει στην Κύπρο, το Δικαστήριο θα προβεί σε ανεξάρτητη και επικαιροποιημένη έρευνα σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης αναφορικά με τις συνθήκες που αντιμετωπίζουν στο Ιράν τα άγαμα ζευγάρια που είχαν προγαμιαίες σεξουαλικές σχέσεις, καθώς και τις συνθήκες που αντιμετωπίζουν τα τέκνα γεννηθέντα εκτός γάμου, κάτι το οποίο λανθασμένα παρέλειψαν να προβούν οι Καθ’ ων η αίτηση.
Όπως σημείωσε η Leila Alikarami σε ηλεκτρονική αλληλογραφία της με την EUAA,[5] οι ποινές “hadd”[6] στο Ιράν περιλαμβάνουν και τη σεξουαλική επαφή εκτός γάμου όπως και τη μοιχεία (zena, zina).[7] Σύμφωνα με τον νόμο, η σχέση μεταξύ ενός άνδρα και μιας γυναίκας εκτός γάμου τιμωρείται με 100 μαστιγώματα, ωστόσο η ποινή μπορεί να διαφέρει ανάλογα με την εκάστοτε περίπτωση. Σύμφωνα με πηγή που επικαλείται η EUAA η τιμωρία μπορεί να καταλήξει σε φυλάκιση διάρκειας από 6 μηνών έως και 1 έτους και, συνήθως, περιλαμβάνει κράτηση για κάποιο χρονικό διάστημα.[8]
Ειδικότερα, μετά από περαιτέρω έρευνα του Δικαστηρίου σε εξωτερικές πηγές και στην νομοθεσία του Ιράν, επιβεβαιώθηκε και από άλλη πηγή ότι η συμμετοχή σε προγαμιαία σεξουαλική επαφή μπορεί να οδηγήσει σε τιμωρία έως και 99 μαστιγώσεων για αμφότερα τα εμπλεκόμενα μέρη, όπως ορίζεται στο Άρθρο 637 του Ισλαμικού Ποινικού Κώδικα.[9] Αυτό, με βάση τη νομοθεσία, ισχύει για οποιαδήποτε πράξη θεωρείται έγκλημα κατά της δημόσιας ηθικής, συμπεριλαμβανομένων των προγαμιαίων σεξουαλικών επαφών.
Πέρα από τις νομικές ποινές, ωστόσο, οι εξωτερικές πηγές αναφέρουν ότι υπάρχει επιπροσθέτως και σημαντικό κοινωνικό στίγμα που συνδέεται με τις προγαμιαίες σεξουαλικές σχέσεις, ιδιαίτερα για τις γυναίκες. Οι γυναίκες που χάνουν την παρθενία τους πριν από τον γάμο μπορεί να αντιμετωπίσουν σοβαρές κοινωνικές συνέπειες, όπως βία που σχετίζεται με την τιμή.[10] Υπάρχουν σημαντικές διαφορές στον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζονται οι άνδρες και οι γυναίκες βάσει αυτών των νόμων. Οι γυναίκες συχνά αντιμετωπίζουν πιο σοβαρές κοινωνικές συνέπειες και αυστηρότερες ερμηνείες των νόμων σχετικά με τις προγαμιαίες σεξουαλικές σχέσεις σε σύγκριση με τους άνδρες.[11]
Όπως παρατηρεί η Ιρανή δικηγόρος και μελετήτρια Mehrangiz Kar,[12] η άτυπη φύση αυτών των σχέσεων έχει ως αποτέλεσμα να μην προστατεύεται ούτε ο άνδρας ούτε η γυναίκα από τον νόμο. Η μελετήτρια επισημαίνει ότι γυναίκες που αντιτίθενται στον ισλαμικό νόμο αποφεύγοντας τον επίσημο γάμο ενδέχεται, υπό ορισμένες συνθήκες να χρειαστεί να ζητήσουν νομική υποστήριξη. Σε μια τέτοια περίπτωση, ενδέχεται πρώτα να αντιμετωπίσουν νομικές κατηγορίες για συμμετοχή σε παράνομη σχέση, πριν μπορέσουν επίσημα να αναφέρουν την παράβαση. Φυσικά, το θέμα δεν αφορά μόνο μία πιθανή κακοποίηση στη σχέση. Υπάρχουν ανησυχίες και για άλλα νομικά ζητήματα, όπως για παράδειγμα η κληρονομιά, η διατροφή ή η πρόσβαση σε ιατρικές πληροφορίες του συντρόφου που, στην περίπτωση μιας άτυπης σχέσης, δεν έχουν νομική βάση.[13]
Ένα άρθρο για τα παιδιά που γεννιούνται εκτός γάμου στο Ιράν, δημοσιευμένο τον Μάρτιο του 2022 από τη Ladan Rahbari του Τμήματος Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου του Άμστερνταμ, το οποίο, όπως σημειώνει η συγγραφέας, «...χρησιμοποιεί μεθόδους βιβλιογραφικής ανασκόπησης και ανάλυσης περιεχομένου και εστιάζει στους νομικούς κώδικες, τον τύπο και τα μέσα ενημέρωσης, τις Σιιτικές αποφάσεις και την ακαδημαϊκή βιβλιογραφία σχετικά με τη “νομιμότητα” του παιδιού και το φαινόμενο των μη εγγεγραμμένων παιδιών, για να διερευνήσει τη σχέση μεταξύ του νόμου του ιρανικού κράτους για τον γάμο και την καταγωγή και την εγγραφή παιδιών, καθώς και τις συνέπειες για τα δικαιώματα του παιδιού»,[14] σημείωσε ότι όταν ένα παιδί θεωρείται “παράνομο”, η έννοια του “zena” ή “zina” [οι περσικές και αραβικές εκδοχές του ίδιου όρου, αντίστοιχα] γίνεται σχετική.[15]
Το άρθρο συνεχίζει αναφέροντας ότι εάν διαπιστωθεί ότι ένα παιδί γεννήθηκε από ανύπαντρους γονείς, τότε οι γονείς θα θεωρηθούν μοιχοί βάσει νόμου και θα υποβληθούν σε τιμωρία σύμφωνα με τον Ισλαμικό Ποινικό Κώδικα (συχνά με τη μορφή μαστιγωμάτων).[16] Οι γονείς, σύμφωνα με τα όσα αναφέρει η συγγραφέας του άρθρου, μπορούν να υποβάλουν αίτηση στο δικαστήριο για πιστοποιητικό γέννησης του παιδιού τους ή δύναται και να παντρευτούν, αλλά καμία από τις δύο επιλογές δεν θα τους απαλλάξει από την τιμωρία.[17]
Η κυρίαρχη μορφή απόκτησης της ιθαγένειας κατά τη γέννηση στο Ιράν βασίζεται στο πατρικό jus sanguinis.[18] Ωστόσο, αυτό γεννά ερωτήματα σε σχέση με το ζήτημα των παιδιών που γεννιούνται εκτός κρατικώς αναγνωρισμένου γάμου ή γενικά εκτός γάμου και, συνεπώς, τέθηκε ως προβληματική στην έρευνα του Δικαστηρίου.
Σύμφωνα με τον Ιρανικό Αστικό Κώδικα, ένα παιδί αποκτά την ιθαγένεια του πατέρα του μόνο αν έχει γεννηθεί «νόμιμα» και θεωρείται «νόμιμα» συνδεδεμένο με τον πατέρα, καθώς το Άρθρο 1167 του Αστικού Δικαίου αναφέρει ότι «ένα παιδί που γεννιέται από μοιχεία δεν συνδέεται με τον μοιχό».[19] Όπως αναφέρεται και σε άρθρο του ειδησεογραφικού πρακτορείου BBC, αυτό σημαίνει πως οι ανύπαντροι γονείς δεν έχουν δικαιώματα επιμέλειας ως ζευγάρι και πως μόνο η μητέρα μπορεί να ζητήσει να αναγραφεί αποκλειστικά το όνομά της στο πιστοποιητικό γέννησης του παιδιού.[20]
Έρευνα που δημοσιεύτηκε το 2014 από το Πανεπιστήμιο του Tilburg με τίτλο ‘Exploring Statelessness and Nationality in Iran’ («Εξερευνώντας την Ανιθαγένεια και την Ιθαγένεια στο Ιράν») αναφέρει πως εάν ένα παιδί γεννηθεί παράνομα εντός ή εκτός Ιράν από Ιρανό πατέρα, θα μπορούσε να οδηγήσει σε ανιθαγένεια ανάλογα με την εθνικότητα της μητέρας (συμπεριλαμβανομένων και των Ιρανών γυναικών) ή/και τη νομοθεσία περί ιθαγένειας της χώρας όπου γεννιέται το παιδί.[21]
Περαιτέρω, η καταχώριση των γεννήσεων μπορεί να γίνει επίσημα μόνο εάν έχει προηγηθεί θρησκευτικός γάμος.[22] Ο θρησκευτικός γάμος είναι η μόνη μορφή γάμου που αναγνωρίζεται από τον νόμο. Οι γάμοι γίνονται νομικά έγκυροι μόνο αφού ο θρησκευτικός γάμος καταχωριστεί επίσημα.[23]
Σύμφωνα με το προαναφερθέν άρθρο της Rahbari, όταν οι γονείς δεν πραγματοποιούν έναν ισλαμικό γάμο, το παιδί τους θεωρείται “νόθο” και δεν μπορεί να καταχωριστεί στο ληξιαρχείο μέσω της συνήθους διαδικασίας. Στο άρθρο σημειώνεται επίσης ότι είναι πρακτικά αδύνατο να εκτιμηθεί ο αριθμός των παιδιών που γεννιούνται από ανύπαντρους γονείς στο Ιράν και ότι το ποσοστό των παιδιών των οποίων οι γεννήσεις δεν είναι καταχωρισμένες παραμένει άγνωστο.
Τονίζεται επιπρόσθετα ότι σύμφωνα με τους νομικούς λόγιους του Σιιτικού Ισλάμ, ένα παιδί που γεννιέται από έναν ισλαμικό γάμο ονομάζεται “νόμιμο,” αλλά ένα παιδί που γεννιέται από ένα ανύπαντρο ζευγάρι ονομάζεται “νόθο” ή “φυσικό” παιδί. Η Rahbari συνεχίζει λέγοντας ότι ο όρος “φυσικό παιδί” χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι οι γονείς έχουν “φυσική” (ή βιολογική) σχέση με το παιδί, αλλά όταν πρόκειται για τη γενεαλογική γραμμή , το παιδί θεωρείται μη νόμιμο μέλος της οικογένειας. Σύμφωνα με αυτή την ερμηνεία που είναι ενσωματωμένη στον ιρανικό αστικό νόμο (Άρθρο 1167, όπως παρατέθηκε ανωτέρω), ένα παιδί δεν αποδίδεται στους γονείς που διέπραξαν zena.
Υπάρχουν, ωστόσο, και ορισμένα κοινωνικά δικαιώματα που ένα παιδί που γεννιέται από ανύπαντρους γονείς δε μπορεί να απολαύσει. Μελέτες στο Ιράν και σε άλλες χώρες, σύμφωνα με τα όσα αναφέρονται στο άρθρο της Rahbari, έχουν δείξει ότι τα μη καταγεγραμμένα παιδιά στερούνται εκπαίδευσης, υγειονομικής περίθαλψης και άλλων κοινωνικών, οικονομικών και προνοιακών υπηρεσιών, τα οποία είναι αποκλειστικά προσβάσιμα σε άτομα που μπορούν να παρουσιάσουν πιστοποιητικό γέννησης. Η πρόσβαση σε πολλές άλλες υπηρεσίες, όπως η λήψη κοινωνικών και ασφαλιστικών παροχών, το άνοιγμα τραπεζικών λογαριασμών και η ασφάλιση, παραμένει δύσκολη, αν όχι εντελώς αδύνατη, χωρίς πιστοποιητικό γέννησης.[24]
Με βάση τις πληροφορίες από εξωτερικές πηγές που παρατέθηκαν, διαφαίνεται ότι οι Ιρανοί που αποκτούν παιδιά εκτός γάμου στο εξωτερικό ενδέχεται να αντιμετωπίσουν πράξεις που ισοδυναμούν με δίωξη κατά την επιστροφή τους στο Ιράν λόγω των αυστηρών νόμων της χώρας σχετικά με την τυπική μορφή που πρέπει να έχει μία οικογένεια καθώς και λόγω των ζητημάτων ηθικής που είναι στενά συνυφασμένα με την δομή της οικογένειας και τις επιτρεπτές σχέσεις μεταξύ των δύο φύλων. Η ιρανική Κυβέρνηση, όπως φαίνεται από τις πηγές που εκτέθηκαν, επιβάλλει συντηρητικούς κοινωνικούς κανόνες, ενώ η απόκτηση παιδιών εκτός γάμου θεωρείται παραβίαση αυτών των κανόνων που τιμωρείται εκ του νόμου.
Αυτό δε, μπορεί να οδηγήσει σε αυστηρές νομικές συνέπειες, όπως η σύλληψη και η επιβολή ποινών που σχετίζονται με την σωματική κακοποίηση, καθώς οι αρχές επιδιώκουν να διατηρήσουν την ιδεολογική τους θέση για τη δομή της οικογένειας και της ηθικής. Παράλληλα, τα τέκνα ζευγαριών που γεννιούνται εκτός γάμου, πλην του ότι αποτελούν τεκμήριο ύπαρξης προγαμιαίων σεξουαλικών σχέσεων των γονέων τους, έρχονται αντιμέτωπα με σειρά διακρίσεων και σωρεία στέρησης κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων που τα φέρνει αντιμέτωπα μέχρι και με την ανιθαγένεια.
Λαμβάνοντας λοιπόν υπόψη τις ανωτέρω πληροφορίες, το Δικαστήριο κρίνει ότι προκύπτουν στοιχεία εκ των οποίων μπορεί να πιθανολογηθεί ευλόγως ότι κατά την επιστροφή τους στην πόλη Isfahan, οι Αιτητές θα έλθουν αντιμέτωποι με πράξεις δίωξης. Η δε κατάληξη των Καθ’ ων η αίτηση περί του ότι οι Αιτητές δεν θα αντιμετωπίσουν κάποιο κίνδυνο κατά την επιστροφή τους στην πόλη Isfahan, κρίνεται από το Δικαστήριο ως πεπλανημένη. Ειδικότερα οι Καθ’ ων η αίτηση δεν έλαβαν υπόψη ότι οι Αιτητές πρόκειται για ένα ζευγάρι το οποίο έχει αποκτήσει δύο παιδιά εκτός γάμου, ούτε αξιολογήθηκε το πως η συγκεκριμένη προσωπική τους περίσταση θα επηρεάσει τόσο τους ίδιους όσο και τα ανήλικα τέκνα τους σε περίπτωση επιστροφής τους στο Ιράν.
Συνεπώς, ο φόβος των Αιτητών κρίνεται βάσιμος και δικαιολογημένος.
Προχωρώντας τώρα στη νομική ανάλυση και ως προς το συστατικό στοιχείο της δίωξης, ο περί Προσφύγων Νόμος ορίζει, μεταξύ άλλων, στο άρθρο 3Γ(1)(α) τις πράξεις δίωξης ως πράξεις:
«[.] αρκούντως σοβαρές λόγω της φύσης ή της επανάληψης τους ώστε να συνιστούν σοβαρή παραβίαση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ειδικά των δικαιωμάτων από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση, βάσει του άρθρου 15 παράγραφος 2, της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών.», μεταφέροντας στην εθνική έννομη τάξη το αντίστοιχο άρθρο 9(α) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας [στο εξής: Οδηγία 2011/95/ΕΕ]. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 3Γ(2) του περί Προσφύγων Νόμου:
«Οι ακόλουθες πράξεις συνιστούν μη εξαντλητικό κατάλογο πράξεων δίωξης, κατά την έννοια του εδαφίου (1): (α) πράξεις σωματικής ή ψυχικής βίας, συμπεριλαμβανομένων πράξεων σεξουαλικής βίας, (β) νομικά, διοικητικά, αστυνομικά ή/και δικαστικά μέτρα, τα οποία εισάγουν διακρίσεις αφ' εαυτού ή εφαρμόζονται κατά τρόπο εισάγοντα διακρίσεις, (γ) ποινική δίωξη ή επιβολή ποινής η οποία είναι δυσανάλογη ή μεροληπτική, (δ)[.], (ε) [.],(στ) πράξεις που στοχεύουν το φύλο ή τα παιδιά.». Περαιτέρω, όπως έχει αποφανθεί το ΔΕΕ για να συνιστά μια προσβολή των θεμελιωδών δικαιωμάτων δίωξη υπό την έννοια του άρθρου 1Α, της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 σχετικά με το Καθεστώς των Προσφύγων, η προσβολή αυτή πρέπει να είναι σοβαρή σε ορισμένο τουλάχιστον βαθμό [απόφαση X κ.λπ., C‑199/12 έως C‑201/12, EU:C:2013:720, σκέψεις 51 έως 53].
Περαιτέρω, το άρθρο 3Γ(1)(β) του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, το οποίο μεταφέρει στην εθνική έννομη τάξη το άρθρο 9 της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ αναφέρει ότι:
«Οι πράξεις δίωξης κατά την έννοια του άρθρου 1Α της Σύμβασης πρέπει:
[…]
(β) να αποτελούν σώρευση διαφόρων μέτρων συμπεριλαμβανομένων παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η οποία να είναι αρκούντως σοβαρή, ούτως ώστε να θίγεται ένα άτομο κατά τρόπο αντίστοιχο με το αναφερόμενο στην παράγραφο (α).»
Σύμφωνα με τη Δικαστική Ανάλυση της EUAA σχετικά με τις προϋποθέσεις χορήγησης διεθνούς προστασίας, όπου γίνεται περαιτέρω αναφορά στη θεωρία σώρευσης διακρίσεων που θα μπορούσαν να φτάνουν στο επίπεδο της δίωξης, αποφασιστικό στοιχείο είναι η σοβαρότητα της παραβίασης των δικαιωμάτων ενός προσώπου. Ο συνδυαστικός αντίκτυπος των μέτρων πρέπει να εκτιμάται υπό το πρίσμα των προσωπικών περιστάσεων του Αιτητή, λαμβανομένων υπόψη όλων των πράξεων στις οποίες ο Αιτητής έχει εκτεθεί ή κινδυνεύει να εκτεθεί. Δεν απαιτείται αυστηρή διάκριση μεταξύ της δίωξης με τη μορφή υπό 9 (α) ή υπό 9 (β), εάν οι σωρευτικές συνέπειες των πράξεων ή των μέτρων συνιστούν δίωξη. Ωστόσο, είναι απαραίτητη η συγκριτική εκτίμηση ότι ο ενδιαφερόμενος Αιτητής θίγεται με αντίστοιχο τρόπο όπως στην περίπτωση σοβαρής παραβιάσεως βασικού ανθρώπινου δικαιώματος.[25] Περαιτέρω, διευκρινίζεται επίσης ότι τα «μέτρα» μπορούν να περιλαμβάνουν πράξεις, όπως διακριτικές ενέργειες, που δεν συνιστούν παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων καθώς το άρθρο 9(2)(β) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ ορίζει ότι οι πράξεις δίωξης μπορούν να λάβουν τη μορφή, μεταξύ άλλων, «νομικών, διοικητικών, αστυνομικών και/ή δικαστικών μέτρων, τα οποία είναι αυτά καθαυτά διακριτικά ή εφαρμόζονται με διακριτικό τρόπο».[26]
Περαιτέρω, σε σχετική βιβλιογραφία αναφέρεται πως η άρνηση των οικονομικών, κοινωνικών και πολιτιστικών δικαιωμάτων οδηγεί σε δίωξη όταν η ίδια η άρνηση είναι διακριτική ή όταν το συγκεκριμένο κράτος δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει λάβει κατάλληλα μέτρα για την πραγματοποίηση αυτών των δικαιωμάτων λόγω της απόλυτης άρνησης.[27]
Το Δικαστήριο επαναλαμβάνει ότι, σύμφωνα με τα ευρήματα της έρευνάς του όπως αυτά αποτυπώθηκαν ακριβώς πιο πάνω, τα ζευγάρια Ιρανών που έχουν συνάψει προγαμιαίες σεξουαλικές σχέσεις βρίσκονται αντιμέτωπα στη χώρα καταγωγής τους με σωματική τιμωρία (μαστιγώματα) λόγω του ότι η συμπεριφορά τους αυτή χαρακτηρίζεται ως “zena”. Οι συνέπειες των προγαμιαίων σεξουαλικών σχέσεων είναι δε ιδιαίτερα πιο βαριές απέναντι στις γυναίκες σε σχέση με τους άντρες, καθώς ενδέχεται να τιμωρηθούν για το έγκλημα του “zena” ακόμα και σε περιπτώσεις που έχουν αποταθεί στη δικαιοσύνη για να ζητήσουν προστασία για διαφορετικό λόγο. Ταυτόχρονα, τα τέκνα που γεννιούνται εκτός γάμου έρχονται αντιμέτωπα με σωρεία νομικών και κοινωνικών περιορισμών. Οι περιορισμοί αυτοί ξεκινάνε από την αδυναμία απόκτησης πιστοποιητικού γέννησης και εγγραφής τους στα αντίστοιχα δημοτολόγια, από το ότι θεωρούνται «φυσικά» και όχι «νομικά» τέκνα των γονέων τους, ενώ αντιμετωπίζουν διακρίσεις όσον αφορά την άσκηση επιμέλειας από τους βιολογικούς γονείς τους, την πρόσβαση στην εκπαίδευση, την πρόσβαση στην ιατροφαρμακευτική περίθαλψη κλπ. Παρ’ όλο που η κάθε μία συμπεριφορά από αυτές που παρατέθηκαν μπορεί να μην ισοδυναμεί με δίωξη όταν εξετάζεται μόνη της, όταν εξεταστούν συνολικά όλα τα προαναφερθέντα τότε συνάγεται ότι αυτά συνιστούν δίωξη λόγω του σωρευτικού τους αντίκτυπου και της συστηματικής τους εφαρμογής. Δε μπορεί να παραβλεφθεί και το ότι η συγκεκριμένη μεταχείριση είναι διαφορετική από τη μεταχείριση που αντιμετωπίζουν τα ζευγάρια που έχουν συνάψει γάμο και έχουν αποκτήσει παιδιά εντός γάμου.
Σε σχέση με τους λόγους δίωξης των Αιτητών και σύμφωνα με το άρθρο 10 παρ. 1 (δ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, «η ομάδα θεωρείται ως ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα όταν, μεταξύ άλλων: τα μέλη της ομάδας αυτής έχουν κοινά εγγενή χαρακτηριστικά ή κοινό ιστορικό παρελθόν το οποίο δεν μπορεί να μεταβληθεί ή έχουν από κοινού χαρακτηριστικά ή πεποιθήσεις τόσο θεμελιώδους σημασίας για την ταυτότητα ή τη συνείδηση ώστε ένα πρόσωπο να μην πρέπει να αναγκάζεται να τις αποκηρύξει και — η ομάδα έχει ιδιαίτερη ταυτότητα στην οικεία χώρα, διότι γίνεται αντιληπτή ως διαφορετική ομάδα από τον περιβάλλοντα κοινωνικό χώρο. Ανάλογα με τις συνθήκες που επικρατούν στη χώρα καταγωγής μια ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα μπορεί να περιλαμβάνει ομάδα που βασίζεται στο κοινό χαρακτηριστικό του γενετήσιου προσανατολισμού. Ο γενετήσιος προσανατολισμός δεν μπορεί να νοηθεί ως περιλαμβάνων πράξεις θεωρούμενες αξιόποινες κατά το εθνικό δίκαιο των κρατών μελών. Λαμβάνονται δεόντως υπόψη πτυχές συνδεόμενες με το φύλο, συμπεριλαμβανόμενης της ταυτότητας του φύλου, κατά τον καθορισμό της ιδιότητας μέλους ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας ή τον προσδιορισμό χαρακτηριστικού αυτής της ομάδας».
Εν προκειμένω, αξιολογώντας τους λόγους δίωξής των Αιτητών το Δικαστήριο κρίνει ότι σε περίπτωση επιστροφής τους στη χώρα καταγωγής τους, οι Αιτητές θα αντιμετωπίσουν πράξεις δίωξης λόγω της συμμετοχής τους στην ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα των ατόμων που θεωρείται ότι παραβίασαν τους ηθικούς κώδικες, λόγω του ότι οι Αιτητές 1 και 2 είναι ζευγάρι που είχε σεξουαλικές σχέσεις εκτός γάμου και έχει αποκτήσει δύο τέκνα τους Αιτητές 3 και 4 τα οποία δεν παραβλέπω ότι έχουν γεννηθεί και μεγαλώνουν εκτός γάμου.
Η συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα, πληροί αμφότερες τις προϋποθέσεις του Νόμου, αφού αφενός μεν μοιράζεται ένα κοινό χαρακτηριστικό, ενώ γίνεται και αντιληπτή ως ξεχωριστή ομάδα από τον περιβάλλοντα οικογενειακό και κοινωνικό χώρο. Ειδικότερα, το κοινό χαρακτηριστικό συνίσταται στην απροθυμία των μελών της να συμμορφωθούν με τον ισχύοντα «ηθικό κώδικα» του Ιράν και συγκεκριμένα με τον παραδοσιακό τρόπο θεώρησης της οικογένειας και της ηθικής από το κράτος. Το γεγονός επίσης ότι η ανωτέρω ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα έχει ιδιαίτερη ταυτότητα και γίνεται αντιληπτή ως ξεχωριστή ομάδα από τον περιβάλλοντα κοινωνικό χώρο στο Ιράν, συνοψίζεται και από τις παρατεθείσες πληροφορίες για τη χώρα καταγωγής των Αιτητών, οι οποίες επιβεβαιώνουν ότι τα μέλη της αντιμετωπίζουν πλήθος διακρίσεων λόγω του ότι εκλαμβάνονται ως άτομα παρεκκλίνοντα από τον ηθικό κώδικα. Οι διακρίσεις αυτές, λόγω του σωρευτικού τους χαρακτήρα και της έντασής τους, όπως αναλύθηκε ανωτέρω, ισοδυναμούν με δίωξη.
Ως προς το φορέα δίωξης, σύμφωνα με το άρθρο 3Α του περί Προσφύγων Νόμου, στους φορείς δίωξης ή σοβαρής βλάβης συμπεριλαμβάνονται:
« […] (α) το κράτος,
(β) ομάδες ή οργανώσεις που ελέγχουν το κράτος ή ουσιώδες μέρος του εδάφους του κράτους,
(γ) μη κρατικοί φορείς, εάν μπορεί να καταδειχθεί ότι οι φορείς που αναφέρονται στις παραγράφους (α) και (β), περιλαμβανομένων των διεθνών οργανισμών, δεν είναι σε θέση ή δεν επιθυμούν να παράσχουν προστασία κατά της δίωξης ή της σοβαρής βλάβης, όπως ορίζεται στο άρθρο 3Β.»
Η νομική ανάλυση της EUAA σχετικά με την Οδηγία 2011/95/ΕΕ αναφέρει ότι ο όρος «κρατικοί φορείς», άρα το κράτος ως φορέας δίωξης, μπορεί να γίνει κατανοητό ως κάθε πράξη δίωξης ή σοβαρής βλάβης που προέρχεται από de jure ή de facto κρατικά όργανα. Αυτά τα όργανα περιλαμβάνουν οποιουσδήποτε αξιωματούχους που ασκούν κυβερνητικές λειτουργίες, ανεξάρτητα από το αν ανήκουν στις δικαστικές, εκτελεστικές ή νομοθετικές εξουσίες μιας κυβέρνησης, και εργάζονται σε οποιοδήποτε επίπεδο, συμπεριλαμβανομένων των τοπικών αρχών. Πράξεις που μπορούν να αποδοθούν στο κράτος μπορούν, υπό ορισμένες συνθήκες, να περιλαμβάνουν (1) πράξεις ατόμων ή οντοτήτων εξουσιοδοτημένων να ασκούν κυβερνητική εξουσία και (2) πράξεις ιδιωτών ή ομάδων που δρουν υπό τον έλεγχο ή την καθοδήγηση οργάνων ή οντοτήτων εξουσιοδοτημένων να ασκούν κυβερνητική εξουσία. Είναι επίσης αξιοσημείωτο ότι η κυβερνητική εξουσία μπορεί να ασκείται από όργανα άλλου κράτους που έχουν διατεθεί στη διάθεση του κράτους.[28]
Στην υπό εξέταση υπόθεση ως φορέας δίωξης των Αιτητών κρίνεται πως είναι η Κυβέρνηση του Ιράν, άρα το κράτος, υπό την έννοια ότι διώκει ποινικά τις προγαμιαίες σεξουαλικές σχέσεις και αντιμετωπίζει διαφορετικά τα τέκνα γεννημένα εκτός γάμου σε σχέση με τα τέκνα που γεννήθηκαν εντός γάμου. Η σώρευση όλων αυτών των διακριτικών μεταχειρίσεων δε, όπως έχει ήδη αναλυθεί, ισοδυναμεί με δίωξη.
Αναφορικά δε με την ύπαρξη φορέα προστασίας, επισημαίνω ότι βάσει του άρθρου 3Β(1):
«Προστασία μπορεί να παρέχεται από:
(α) το κράτος, ή
(β) ομάδες ή οργανώσεις, συμπεριλαμβανομένων διεθνών οργανισμών, που ελέγχουν το κράτος ή ουσιώδες μέρος του εδάφους του κράτους,
υπό την προϋπόθεση ότι επιθυμούν να προσφέρουν προστασία σύμφωνα με το εδάφιο (2) και είναι σε θέση να το πράξουν.»
Επιπλέον, σύμφωνα με το εδάφιο 2 του ίδιου άρθρου: «η προστασία κατά της δίωξης ή της σοβαρής βλάβης πρέπει να είναι αποτελεσματική και μη προσωρινή. Προστασία παρέχεται κατά κανόνα όταν οι φορείς που αναφέρονται στο εδάφιο (1) λαμβάνουν εύλογα μέτρα για να αποτρέψουν τη δίωξη ή την πρόκληση σοβαρής βλάβης, μεταξύ άλλων, με τη λειτουργία αποτελεσματικού νομικού συστήματος για τον εντοπισμό, την ποινική δίωξη και τον κολασμό πράξεων που συνιστούν δίωξη ή σοβαρή βλάβη, και όταν ο αιτητής έχει πρόσβαση στην προστασία αυτή.»
Περαιτέρω, με βάση την αιτιολογική σκέψη 27 της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ (η υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου): «Ο αιτών θα πρέπει να έχει όντως πρόσβαση στην εγχώρια προστασία κατά δίωξης ή σοβαρής βλάβης σε τμήμα της χώρας καταγωγής όπου μπορεί νόμιμα και με ασφάλεια να ταξιδέψει, να γίνει δεκτός και να μπορεί λογικά να αναμένεται να εγκατασταθεί. Στις περιπτώσεις που το κράτος ή τα όργανα του κράτους είναι οι υπεύθυνοι της δίωξης ή της σοβαρής βλάβης, θα πρέπει να τεκμαίρεται ότι δεν παρέχεται ουσιαστική προστασία στον αιτούντα.»
Σύμφωνα επίσης με τον οδηγό της EUAA ‘Qualification for International Protection – Judicial Analysis’, ως εγγυητής της νομιμότητας και της τάξης, το κράτος θεωρείται ο κύριος φορέας που μπορεί να προσφέρει προστασία από διώξεις ή σοβαρή βλάβη. Από τη φύση του, διαθέτει συνήθως τόσο την ικανότητα όσο και την υποχρέωση να προστατεύει τα άτομα που βρίσκονται υπό τη δικαιοδοσία του. Παρ' όλα αυτά, το Άρθρο 7(1) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ (άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου) αναγνωρίζει ότι αυτό δεν συμβαίνει πάντα και, ως εκ τούτου, απαιτεί το κράτος να είναι τόσο πρόθυμο όσο και ικανό να παρέχει προστασία από διώξεις ή σοβαρή βλάβη, προκειμένου να αναγνωριστεί ως φορέας προστασίας.[29]
Σε σχέση δε με την παροχή προστασίας από το κράτος του Ιράν παρατηρείται ότι το ίδιο το κράτος έχει αναγνωριστεί ακριβώς ανωτέρω ως ο φορέας δίωξης των Αιτητών. Συνεπώς, λόγω του ότι το ίδιο το κράτος αποτελεί τον φορέα δίωξης, συνάγεται ότι δε δύναται να αποτελέσει παράλληλα και φορέα προστασίας.
Όσον αφορά τη δυνατότητα μετεγκατάστασης των Αιτητών σε άλλο σημείο της χώρας καταγωγής τους, το άρθρο 12Γ (1) του περί Προσφύγων Νόμου προνοεί τα ακόλουθα σε σχέση με τη δυνατότητα εσωτερικής μετεγκατάστασης εντός της χώρας καταγωγής:
«Κατά τη λήψη απόφασης επί της αίτησης, ο Προϊστάμενος δύναται να αποφασίσει ότι ο αιτητής δεν χρήζει διεθνούς προστασίας, εάν σε τμήμα της χώρας ιθαγένειάς του- (i) δεν υπάρχει βάσιμος φόβος ότι θα υποστεί δίωξη ή ότι διατρέχει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης, ή (ii) έχει πρόσβαση σε προστασία κατά της δίωξης ή της σοβαρής βλάβης, όπως η εν λόγω προστασία ορίζεται στο άρθρο 3Β, και ο αιτητής μπορεί νόμιμα και με ασφάλεια να ταξιδέψει και να γίνει δεκτός σε εκείνο το τμήμα της χώρας και μπορεί εύλογα να αναμένεται να εγκατασταθεί εκεί.»
Εν προκειμένω, κατά τη διάρκεια των προσωπικών συνεντεύξεων των Αιτητών διαπιστώνω ότι δεν ερωτήθηκαν από τον αρμόδιο λειτουργό σχετικά με την δυνατότητα μετεγκατάστασής τους σε άλλη περιοχή του Ιράν. Συνεπώς, θα εξεταστεί η πιθανότητα μετεγκατάστασής τους στην Τεχεράνη λόγω του ότι αποτελεί την πρωτεύουσα της χώρας, άρα και το οικονομικό κέντρο της, καθώς και λόγω του ότι οι Αιτητές διαθέτουν εκεί υποστηρικτικό δίκτυο.
Εξετάζοντας τις προϋποθέσεις ασφαλούς μετεγκατάστασης των Αιτητών στην περιοχή της Τεχεράνης, κρίνω ότι καθώς η Κυβέρνηση του Ιράν ασκεί αποτελεσματική εξουσία σε ολόκληρη την επικράτεια της χώρας, συμπεριλαμβανομένης και της Τεχεράνης, και δεδομένου ότι το κράτος αποτελεί και τον φορέα δίωξης των Αιτητών, ως εκ τούτου, η μετεγκατάσταση των Αιτητών στην περιοχή της Τεχεράνης δεν αξιολογείται ως εύλογη.[30] Καταληκτικά, παρέλκει η διερεύνηση των υπόλοιπων προϋποθέσεων του άρθρου 12Γ (1) του περί Προσφύγων Νόμου.
Με βάση όλα τα πιο πάνω, καταλήγω ότι οι Αιτητές 1, 2, 3 και 4 δικαιούνται να αναγνωριστούν ως πρόσφυγες καθώς στα πρόσωπά τους συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου και της Σύμβασης της Γενεύης του 1951.
Δεν διαφεύγει της προσοχής του Δικαστηρίου ότι με την τροποποιημένη αίτηση ακυρώσεως, οι Αιτητές αιτούνται μέσω του συνηγόρου τους, την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης. Ειδικότερα αιτούνται «Α. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση των Καθ’ ων η αίτηση ημερομηνίας 07/10/2021 η οποία γνωστοποιήθηκε στους Αιτητές στις 08/10/2021 και η οποία απορρίπτει την μεταγενέστερη αίτηση τους για επανάνοιγμα του φακέλου τους χορήγηση του καθεστώτος της πολιτικού πρόσφυγα είναι παράνομη, άκυρη και χωρίς νομικό αποτέλεσμα. Β. Έξοδα».
Ωστόσο, κρίνω ότι στο Δικαστήριο παρέχεται ευρεία εξουσία δυνάμει του άρθρου 11(3)(α) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμος του 2018 (73(Ι)/2018) προς ακύρωση και τροποποίηση της απόφασης των Καθ’ ων η αίτηση, έχοντας εκ του νόμου υποχρέωση ελέγχου της νομιμότητας και της ορθότητας της απόφασης της διοίκησης «εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής – (i) τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν και (ii) την ανάγκη χορήγησης διεθνούς προστασίας, σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Προσφύγων Νόμου, σε περίπτωση που προσβάλλεται απόφαση η οποία συνεπάγεται τη μη χορήγηση τέτοιας προστασίας […]»
Ως εκ τούτου η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται και τροποποιείται δυνάμει του άρθρου 11(3)(β) του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου (Ν. 73(Ι)/18) και του άρθρου 146(4)(δ) του Συντάγματος και οι Αιτητές αναγνωρίζονται ως πρόσφυγες δυνάμει του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου.
Υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης δεν εκδίδεται καμία διαταγή για έξοδα.
Α. ΑΓΡΟΤΗ Δ.Δ.Δ.Π.
[1] Human Rights Watch (2024), ‘World Report 2024: Iran’, διαθέσιμο στη διεύθυνση: World Report 2024: Iran | Human Rights Watch
[2] EUAA (2022), ‘Practical Guide on Interviewing Applicants with Religion – based Asylum Claims’, διαθέσιμο στη διεύθυνση: Practical Guide on Interviewing Applicants with Religion-based Asylum Claims, σελ.59.
[3] EUAA (2024), ‘Practical Guide on Evidence and Risk Assessment’, διαθέσιμο στη διεύθυνση: Practical Guide on Evidence and Risk Assessment, σελ.49.
[4] UNHCR (2004), ‘Guidelines on International Protection No. 6: Religion-Based Refugee Claims under Article 1A(2) of the 1951 Convention and/or the 1967 Protocol relating to the Status of Refugees (HCR/GIP/04/06) HCR/GIP/04/06’, διαθέσιμο στη διεύθυνση: Guidelines on International Protection No. 6: Religion-Based Refugee Claims under Article 1A(2) of the 1951 Convention and/or the 1967 Protocol relating to the Status of Refugees (HCR/GIP/04/06) | UNHCR, παράγραφος 36.
[5] Η Leila Alikarami είναι Ιρανή δικηγόρος, υπέρμαχος των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ακαδημαϊκός. Σε εθνικό επίπεδο, είναι αναγνωρισμένη ως δικηγόρος ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ειδική σε θέματα δικαιωμάτων των γυναικών. Σε διεθνές επίπεδο, έχει τιμηθεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση ως Υπότροφος Sakharov για τα ανθρώπινα δικαιώματα το 2016 και έλαβε το Βραβείο Anna Politkovskaya το 2009 από την οργάνωση ‘Reach All Women in War’ για λογαριασμό της Εκστρατείας του Ενός Εκατομμυρίου Υπογραφών, διαθέσιμο στη διεύθυνση: About | Leila Alikarami
[6] Οι ποινές “Hadd” (πληθυντικός: “Hudud”, «καθορισμένες σωματικές ποινές») είναι «ποινές που έχουν οριστεί στο Κοράνι και το Χαντίθ για εγκλήματα που θεωρούνται παραβίαση των δικαιωμάτων του Θεού». Το «μέτρο, ο βαθμός και η μέθοδος» των ποινών “Hadd” είναι καθορισμένα στη Σαρία. Οι ποινές “Hadd” περιλαμβάνουν τη θανατική ποινή και άλλες αυστηρές τιμωρίες, πληροφορίες από: Iran, Islamic Penal Code, The Islamic Republic of Iran, μεταφρασμένο στα αγγλικά από: Mohsen Mir Mohamad Sadeghi, PhD. Certified English Translator to the Judiciary, διαθέσιμο στη διεύθυνση: Islamic_Penal_Code.pdf, Oxford Reference, ‘Ḥadd’, διαθέσιμο στη διεύθυνση: Ḥadd - Oxford Reference
[7] EUAA (2024), ‘Iran – Country Focus’, διαθέσιμο στη διεύθυνση: Country of Origin Information: Iran – Country Focus, σελ.35.
[8] Danish Refugee Council (2018), ‘Iran: Relations outside of marriage in Iran and marriages without the acceptance of the family’, διαθέσιμο στη διεύθυνση: Iran: Relations outside of marriage in Iran and marriages without the acceptance of the family | Refworld, σελ.6.
[9] Iran Human Rights Documentation Center (2013), ‘Islamic Penal Code of the Islamic Republic of Iran – Book Five’, διαθέσιμο στη διεύθυνση: Islamic Penal Code of the Islamic Republic of Iran – Book Five - Iran Human Rights Documentation Center
[10] BMC Public Health (2020), ‘The concept of virginity from the perspective of Iranian adolescents: a qualitative study’, διαθέσιμο στη διεύθυνση: The concept of virginity from the perspective of Iranian adolescents: a qualitative study | BMC Public Health | Full Text
[11] BMC Public Health (2020), ‘The concept of virginity from the perspective of Iranian adolescents: a qualitative study’, διαθέσιμο στη διεύθυνση: The concept of virginity from the perspective of Iranian adolescents: a qualitative study | BMC Public Health | Full Text
[12] Η Mehrangiz Kar είναι δικηγόρος, συγγραφέας και ακτιβίστρια. Διεξάγει έρευνα για την προώθηση της δημοκρατίας, του κράτους δικαίου, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των δικαιωμάτων των γυναικών στο πλαίσιο του ισλαμικού νόμου στην Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν, Center for Human Rights in Iran, ‘Mehrangiz Kar’, διαθέσιμο στη διεύθυνση: Mehrangiz Kar - Center for Human Rights in Iran
[13] Rodziewicz M (2020), “The Legal Debate on the Phenomenon of ‘White Marriages’ in Contemporary Iran”, διαθέσιμο στη διεύθυνση: The Legal Debate on the Phenomenon of ‘White Marriages’ in Contemporary Iran in: Anthropology of the Middle East Volume 15 Issue 1 (2020)
[14] Rahbari, L. (2022), ‘Marriage, Parentage and Child Registration in Iran: Legal Status of Children of Unmarried Parents’, διαθέσιμο στη διεύθυνση: Marriage, Parentage and Child Registration in Iran: Legal Status of Children of Unmarried Parents, σελ.2.
[15] Rahbari, L. (2022), ‘Marriage, Parentage and Child Registration in Iran: Legal Status of Children of Unmarried Parents’, διαθέσιμο στη διεύθυνση: Marriage, Parentage and Child Registration in Iran: Legal Status of Children of Unmarried Parents, σελ.4.
[16] Rahbari, L. (2022), ‘Marriage, Parentage and Child Registration in Iran: Legal Status of Children of Unmarried Parents’, διαθέσιμο στη διεύθυνση: Marriage, Parentage and Child Registration in Iran: Legal Status of Children of Unmarried Parents, σελ.5.
[17] Rahbari, L. (2022), ‘Marriage, Parentage and Child Registration in Iran: Legal Status of Children of Unmarried Parents’, διαθέσιμο στη διεύθυνση: Marriage, Parentage and Child Registration in Iran: Legal Status of Children of Unmarried Parents, σελ.5.
[18] Journal of Politics and Law (2012), ‘Lineage Influence on Nationality from Islamic Republic of Iran Law View Point’, διαθέσιμο στη διεύθυνση: Lineage Influence on Nationality from Islamic Republic of Iran law View Point | Azizi | Journal of Politics and Law | CCSE, παράγραφος 5.2.
[19] UNHCR, ‘Civil Code of the Islamic Republic of Iran’, διαθέσιμο στη διεύθυνση: Civil Code of the Islamic Republic of Iran | Refworld, σελ.114.
[20] BBC (2021), ‘Iran: The painful choices of being pregnant and unmarried’, διαθέσιμο στη διεύθυνση: Iran: The painful choices of being pregnant and unmarried
[21] Tucker, J. (2020), ‘Exploring Statelessness and Nationality in Iran’, διαθέσιμο στη διεύθυνση: Exploring Statelessness in Iran, σελ.17.
[22] Rahbari, L. (2022), ‘Marriage, Parentage and Child Registration in Iran: Legal Status of Children of Unmarried Parents’, διαθέσιμο στη διεύθυνση: Marriage, Parentage and Child Registration in Iran: Legal Status of Children of Unmarried Parents, σελ.4.
[23] Rahbari, L. (2022), ‘Marriage, Parentage and Child Registration in Iran: Legal Status of Children of Unmarried Parents’, διαθέσιμο στη διεύθυνση: Marriage, Parentage and Child Registration in Iran: Legal Status of Children of Unmarried Parents, σελ.4.
[24] Rahbari, L. (2022), ‘Marriage, Parentage and Child Registration in Iran: Legal Status of Children of Unmarried Parents’, διαθέσιμο στη διεύθυνση: Marriage, Parentage and Child Registration in Iran: Legal Status of Children of Unmarried Parents, σελ.6.
[25] EUAA (2023), ‘Qualification for international protection (Directive 2011/95/EU), διαθέσιμο στη διεύθυνση: Qualification for international protection (Directive 2011/95/EU) Judicial analysis second edition, σελ. 60.
[26] EUAA (2023), ‘Qualification for international protection (Directive 2011/95/EU) – Judicial Analysis second edition, διαθέσιμο στη διεύθυνση: Qualification for international protection (Directive 2011/95/EU) Judicial analysis second edition, σελ. 61.
[27] James C. Hathaway, The Law of Refugee Status (Toronto: Butterworths, 1996), 106–124.
[28] EUAA (2023), ‘Qualification for International Protection (Directive 2011/95/EU) – Judicial analysis second edition’, διαθέσιμο στη διεύθυνση: Qualification for international protection (Directive 2011/95/EU) Judicial analysis second edition, σελ.115.
[29] EUAA (2023), ‘Qualification for International Protection (Directive 2011/95/EU) – Judicial analysis second edition’, διαθέσιμο στη διεύθυνση: Qualification for international protection (Directive 2011/95/EU) Judicial analysis second edition, σελ.123.
[30] EUAA (2023), ‘Qualification for International Protection (Directive 2011/95/EU) – Judicial analysis second edition’, διαθέσιμο στη διεύθυνση: Qualification for international protection (Directive 2011/95/EU) Judicial analysis second edition, σελ.145.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο