
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθεση Αρ. 103/2023
24 Ιανουαρίου, 2025
[Ε. Ρήγα, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
I.N.N.,
από Καμερούν
Αιτητής
και
Κυπριακής Δημοκρατίας,
μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ' ων η αίτηση
Δικηγόροι για Αιτητή: Μ. Μαυρονικόλας για Αλτάχερ, Μπενέτης και Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε.
Δικηγόροι για Καθ’ ων η αίτηση: Ρ. Προδρόμου (κα) για Σ. Σταύρου, Δικηγόρος για Γενικό Εισαγγελέα
ΑΠΟΦΑΣΗ
Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Με την υπό κρίση προσφυγή, ο Αιτητής προσβάλλει την απόφαση των Καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 14.09.2022 με την οποίαν απορρίφθηκε το αίτημά του για παραχώρηση ασύλου, καθότι κρίθηκε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί (στο εξής αναφερόμενος ως «ο περί Προσφύγων Νόμος»).
ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Προτού εξεταστούν οι εκατέρωθεν ισχυρισμοί, επιβάλλεται η σκιαγράφηση των γεγονότων που περιβάλλουν την υπό κρίση υπόθεση, όπως αυτά προκύπτουν από την αίτηση του Αιτητή, την ένσταση των Καθ' ων η αίτηση αλλά και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου που κατατέθηκε στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας και σημειώθηκε ως Τεκμήριο 1 (στο εξής αναφερόμενος ως «ο δ.φ.» ή «ο διοικητικός φάκελος»):
Ο Αιτητής κατάγεται από το Καμερούν το οποίο εγκατέλειψε στις 14.08.2019 και στις 30.08.2019 εισήλθε, χωρίς νομιμοποιητικά έγγραφα, στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές μέσω των μη ελεγχόμενων περιοχών, υποβάλλοντας αυθημερόν αίτηση ασύλου. Στις 14.07.2022 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη στον Αιτητή από λειτουργό του Οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το Άσυλο (EUAA πρώην EASO, στο εξής αναφερόμενος ως «EUAA») o οποίος υπέβαλε στις 07.09.2022 Εισηγητική Έκθεση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου εισηγούμενος την απόρριψη της υποβληθείσας αίτησης. Ακολούθως, ο ασκών καθήκοντα Προϊσταμένου λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου, ενέκρινε στις 14.09.2022 την εισήγηση, αποφασίζοντας την απόρριψη της αίτησης ασύλου του Αιτητή, απόφαση η οποία κοινοποιήθηκε σε αυτόν στις 16.12.2022 μέσω σχετικής επιστολής της Υπηρεσίας Ασύλου ίδιας ημερομηνίας. Η εν λόγω απόφαση αποτελεί το αντικείμενο της υπό εξέταση προσφυγής.
ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ
Ο Αιτητής μέσω των συνηγόρων του, ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει καθώς αναξιόπιστος είναι ο τρόπος που διεξήχθη η συνέντευξη και όχι ο ίδιος ο Αιτητής, του οποίου το αφήγημα ήταν καθ’ όλα βάσιμο και συνεκτικό. Προσθέτει πως, σε περίπτωση επιστροφής του, ο Αιτητής θα υποστεί σοβαρή παραβίαση των δικαιωμάτων του, καθώς υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να συλληφθεί και να κατηγορηθεί για το θανατηφόρο ατύχημα που έλαβε χώρα το 2019 και κατά τούτο να τύχει εξευτελιστικής μεταχείρισης και να βασανιστεί, υποβάλλοντας πως ο φόβος δίωξής του είναι βάσιμος. Ισχυρίζεται δε εναλλακτικά ότι ο Αιτητής θα πρέπει να τύχει συμπληρωματικής προστασίας καθώς υπάρχει αυξημένος κίνδυνος για τον ίδιο ο οποίος σε συνάρτηση με το βαθμό αδιάκριτης βίας που επικρατεί στη χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής διατρέχει άμεσο και πραγματικό μελλοντικό κίνδυνο.
Επισημαίνεται ότι ισχυρισμός του Αιτητή που προωθήθηκε δια της γραπτής του αγόρευσης αναφορικά με δίωξη λόγω πολιτικών πεποιθήσεων, αποσύρθηκε από το συνήγορό του κατά το στάδιο των Διευκρινίσεων.
Σε σχέση με την ουσία της υπόθεσής του, ο Αιτητής ισχυρίζεται ότι απειλήθηκε από τον πρώην εργοδότη του μετά από ένα ατύχημα που σημειώθηκε κατά τη διάρκεια της εργασίας του ως οδηγός φορτηγού στην περιοχή Douala. Σύμφωνα με τον ίδιο, το ατύχημα προκάλεσε την οργή του εργοδότη, ο οποίος προσπάθησε να τον κτυπήσει με το αυτοκίνητό του, αναγκάζοντάς τον να εγκαταλείψει την εργασία του. Ισχυρίζεται ότι δεν μπορούσε να καταγγείλει το περιστατικό στις αρχές, καθώς εργαζόταν χωρίς άδεια και κατάλληλη εκπαίδευση ως οδηγός, ενώ υποστηρίζει ότι υπήρξαν περαιτέρω απειλές από τον εργοδότη του, καθώς και κατηγορίες που σχετίζονται με την ευθύνη του για το ατύχημα, ενώ μνημονεύει και περιστατικά που αφορούν τη θεία ενός συναδέλφου που πέθανε λόγω του ατυχήματος. Παράλληλα, γίνεται αναφορά σε πρακτικές μαύρης μαγείας στη χώρα του, οι οποίες φαίνεται να συνδέονται με τις απειλές που ισχυρίζεται ότι δέχθηκε.
Από την πλευρά τους οι Καθ΄ ων η αίτηση επισημαίνουν καταρχάς, ότι παρατηρείται παντελής έλλειψη εξειδίκευσης και/ή τεκμηρίωσης των λόγων ακυρώσεως που προωθεί ο Αιτητής κατά παραβίαση του Κανονισμού 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, υποβάλλοντας ότι για το λόγο αυτό δεν θα πρέπει να τύχουν εξέτασης από το Δικαστήριο. Πέραν τούτου, οι Καθ' ων η αίτηση υπεραμύνονται της νομιμότητας της επίδικης πράξης, εξετάζοντας και αντικρούοντας έναν έκαστο ισχυρισμό του Αιτητή, υποβάλλοντας ότι αυτή λήφθηκε κατόπιν ενδελεχούς έρευνας όλων των σχετικών στοιχείων της υπόθεσης, εύλογα και εντός των ορίων της διακριτικής τους ευχέρειας εφαρμόζοντας το Νόμο και ότι αυτή είναι δεόντως αιτιολογημένη υποστηρίζοντας καταληκτικά ότι ο Αιτητής εμπίπτει στην έννοια του οικονομικού μετανάστη.
ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΕΚΑΤΕΡΩΘΕΝ ΙΣΧΥΡΙΣΜΩΝ ΚΑΙ ΚΑΤΑΛΗΚΤΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Καταρχάς, μελετώντας την γραπτή αγόρευση του Αιτητή διαπιστώνω ότι οι ισχυρισμοί του, ως αυτοί προωθούνται στο πλαίσιο της γραπτής της αγόρευσης, αναπτύσσονται κατά τρόπο ώστε να μην υπάρχει σαφής διαχωρισμός των λόγων ακυρώσεως που προωθούνται, αντίθετα με την επιταγή του Κανονισμού 6 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019. Κατά τον Κανονισμό 6, δομικά η αγόρευση πρέπει να χωρίζεται σε παραγράφους -ευκρινώς, όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται- οι οποίες αντιστοιχούν σε κάθε νομικό σημείο που αναφέρονται εύληπτα και συνοπτικά.
Πέραν της ως άνω επισήμανσης, είναι με τέτοιο τρόπο διατυπωμένη η γραπτή αγόρευση του Αιτητή, που ο δικαστικός έλεγχος καθίσταται ιδιαίτερα δυσχερής. Δεν αποτελεί έργο του Δικαστηρίου η κατ' υπόθεση εξαγωγή των ισχυρισμών και των λόγων ακυρώσεως που επιδιώκεται να προωθηθούν. Ο Αιτητής οφείλει, δια των συνηγόρων του, να είναι σαφής τόσο ως προς τους λόγους ακυρώσεως που προωθεί με την προσφυγή του, όσο και ως προς την υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης στους λόγους που προωθούνται και στους κανόνες δικαίου που κατ' ισχυρισμό παραβιάζονται.
Είναι διαχρονική η θέση της ημεδαπής νομολογίας ότι τα επίδικα θέματα στοιχειοθετούνται και προσδιορίζονται από τη δικογραφία[1], ενώ ξεκάθαρη είναι η απαίτηση για αιτιολόγηση των νομικών σημείων της αίτησης ακυρώσεως, ούτως ώστε αυτά να μπορούν να τύχουν εξέτασης από το Δικαστήριο[2]. Σχετική είναι και η απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Χριστοδουλίδης ν. Πανεπιστήμιο Κύπρου, ECLI:CY:AD: 2018:C344, Α.Ε. 95/2012, ημερ. 06.07.2018, ECLI:CY:AD:2018:C344, όπου επισημάνθηκε ακριβώς ότι η γενικότητα με την οποίαν παρατηρείται η δικογράφηση των νομικών ισχυρισμών έχει λάβει ανησυχητικές διαστάσεις και στην ουσία παρακωλύει την ορθή και σύννομη απονομή της δικαιοσύνης, διότι οι προσφεύγοντες καλυπτόμενοι πίσω από τη γενικότητα των ισχυρισμών τους, θεωρούν ότι δύνανται να εγείρουν οποιοδήποτε θέμα κατά τον τρόπο που επιθυμούν, αποπροσανατολίζοντας έτσι την υπόθεση από την ορθή της διάσταση, αλλά και με το Δικαστήριο να ασχολείται άνευ λόγου με σωρεία θεμάτων. Η έννοια του Κανονισμού 7 είναι η οριοθέτηση με λεπτομέρεια, (αυτή είναι η έννοια της λέξης «πλήρως»), ούτως ώστε τα επίδικα θέματα να περιορίζονται στα απολύτως αναγκαία, με τους διαδίκους να γνωρίζουν με ακρίβεια το λόγο που προωθείται η νομική εισήγηση, αλλά και το Δικαστήριο να ασχολείται μόνο με συγκεκριμένα ζητήματα και όχι με γενικότητες και αοριστολογίες.
Όλοι λοιπόν οι λόγοι ακυρώσεως, πλην αυτού που αφορά στην έλλειψη δέουσας έρευνας – ο οποίος ακροθιγώς προωθείται στη γραπτή αγόρευσή του Αιτητή -και της κατ’ επέκταση πλάνης περί τα πράγματα είναι ανεπίδεκτοι δικαστικής εκτίμησης ως γενικοί, αόριστοι αλλά και αλυσιτελείς και κατά τούτο απορρίπτονται στο σύνολό τους.
Ανεξαρτήτως της ως άνω κατάληξης μου, ενόψει και της υποχρέωσης που έχει το παρόν Δικαστήριο να προβαίνει σε έλεγχο τόσο της νομιμότητας όσο και της ορθότητας κάθε προσβαλλόμενης απόφασης, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής (ex nunc) τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν[3], θα προχωρήσω να εξετάσω την ουσία της υπόθεσης αυτή, σε συνάρτηση και με τον ισχυρισμό περί έλλειψης δέουσας έρευνας.
Επί του λόγου ακυρώσεως περί έλλειψης δέουσας έρευνας συναρτώμενου και με την ουσία της υπόθεσης
Επισημαίνεται ότι, το Δικαστήριο στα πλαίσια ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο έχει συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης, ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντας οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωση[4].
Ως εκ τούτου, προσέγγισα το θέμα με βάση τα ενώπιόν μου στοιχεία και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου.
Παρατηρώ ότι ο Αιτητής, στο πλαίσιο της υποβληθείσας αίτησης του για άσυλο, κατέγραψε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του εξαιτίας της πολιτικής αστάθειας στο Καμερούν. Ισχυρίστηκε περαιτέρω ότι ως οδηγός (driver), η κρίση τον είχε επηρεάσει επειδή τόσο το αυτοκίνητο του όσο και το σπίτι του έχουν καεί. Καταλήγει πως η ζωή του είχε απειληθεί και κινδύνευε, γι’ αυτό αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χώρα του και να μεταβεί σε μια ασφαλή χώρα.
Κατά το κρίσιμο στάδιο της συνέντευξής του, ο Αιτητής υποστήριξε ότι γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Bali, δυτικά της Bamenda στο Καμερούν, ενώ όταν έγινε 21 ετών μετέβη στην Douala όπου παρέμεινε μέχρι την εγκατάλειψη της χώρας καταγωγής του. Ισχυρίστηκε ότι είναι Χριστιανός, Πεντηκοστιανός και ανήκει στην εθνοτική ομάδα/φυλή Bali. Ως ο ίδιος δήλωσε, αποφοίτησε από το δημοτικό σχολείο, ωστόσο αργότερα διέκοψε την εκπαίδευση του λόγω οικονομικών προβλημάτων. Ως προς την οικογενειακή του κατάσταση, δήλωσε ότι είναι νυμφευμένος και έχει μια κόρη, τόσο η σύζυγος όσο και η κόρη του διαμένουν μαζί στην Douala. Πρόσθετα, ο Αιτητής ανέφερε ότι έχει δύο αδελφούς και μια αδελφή που διαμένουν στο Bali, ωστόσο ο ίδιος έχει χάσει την επαφή μαζί τους. Ως προς το επάγγελμα του, ο Αιτητής δήλωσε ότι ήταν οδηγός, υποστηρίζοντας ότι οδηγούσε ένα φορτηγό και εργαζόταν στο δάσος μεταφέροντας μεγάλα δέντρα.
Αναφορικά με τους λόγους εγκατάλειψης της χώρας καταγωγής του, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι εργαζόταν ως οδηγός όταν ενεπλάκη σε ένα ατύχημα κατά τη διάρκεια της εργασίας του. Στο ατύχημα αυτό τραυματίστηκε ο ίδιος, προκλήθηκε ζημιά στο φορτηγό που οδηγούσε και ένας εκπαιδευόμενος που ήταν μαζί του, έχασε τη ζωή του. Μετά το περιστατικό, η οικογένεια του νεαρού που πέθανε καθώς και ο εργοδότης του Αιτητή, άρχισαν να τον απειλούν. Ο εργοδότης τον πίεζε να πληρώσει τη ζημιά στο φορτηγό και τον καλούσε, απειλώντας τον ότι γνωρίζει που μένει και ότι θα τον βρει. Ο Αιτητής φοβήθηκε για τη ζωή του και, λόγω των απειλών αυτών, αποφάσισε να εγκαταλείψει τη χώρα. Ερωτηθείς ως προς το τι φοβάται σε περίπτωση επιστροφής του στο Καμερούν ο Αιτητής δήλωσε « I don’ t know» ενώ ως προς το κατά πόσο πιστεύει ότι θα του συμβεί κάτι απάντησε: «If I return, I don’t know what could happen to me», εξηγώντας ωστόσο ότι φοβάται την οικογένεια του νεαρού και τον εργοδότη του.
Κατά το στάδιο υποβολής περαιτέρω διερευνητικών ερωτήσεων και ζητηθείς να εξηγήσει περαιτέρω την εργασία του, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι οδηγούσε ένα Caterpillar και εργαζόταν με τα δένδρα σε χωριά γύρω από την Douala. Ανέφερε ότι οδηγούσε παράνομα αφού είχε άδεια οδηγού μόνο για αυτοκίνητο και όχι για Caterpillar σημειώνοντας ότι είχε μάθει να οδηγεί Caterpillar από άλλους οδηγούς και δεν είχε πάει σε σχολή οδηγών. Ωστόσο, οδηγούσε Caterpillar για δύο χρόνια πριν από το ατύχημα. Ως προς το ποια ήταν η σχέση του με τον εργοδότη του πριν από το ατύχημα, ο Αιτητής υποστήριξε ότι δεν είχε προβλήματα μαζί του, εκτός από το γεγονός ότι δεν του κατέβαλλε ολόκληρο τον μισθό του στο τέλος του μήνα.
Κληθείς να περιγράψει με λεπτομέρεια το ατύχημα, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι συνέβη ένα Σάββατο γύρω στις 12:30 το 2019, χωρίς να θυμάται τον μήνα, στην περιοχή Edea, κοντά στη Douala. Ο ίδιος βρισκόταν μέσα σε φορτηγό, το οποίο αναποδογυρίστηκε καθώς μετέφερε δέντρα. Ένα αγόρι 17 ετών, που μάθαινε τη δουλειά, προσπάθησε να πηδήξει από το φορτηγό, αλλά ένα δέντρο το καταπλάκωσε, οδηγώντας στον θάνατό του. Ο Αιτητής δήλωσε ότι είχε μόνο μία γρατσουνιά στο αριστερό χέρι και ότι ενημέρωσε τους παρευρισκόμενους για το περιστατικό. Μετέφεραν το αγόρι στο νεκροτομείο, ενώ ο ίδιος περίμενε έξω χωρίς να συναντήσει τη θεία του αγοριού, την οποία γνώριζε καθώς ο αποβιώσας τους είχε συστήσει πριν το θάνατό του.
Ως περαιτέρω επεξήγησε, ενημέρωσε τον εργοδότη του, ο οποίος του ζήτησε να βγάλει το φορτηγό από την κοιλάδα, αλλά δεν του παρείχε βοήθεια. Τρεις μέρες μετά, η θεία του αγοριού τον κάλεσε, απειλώντας ότι, αν δεν επαναφέρει στη ζωή το αγόρι, θα είχε την ίδια κατάληξη. Παράλληλα, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι η αστυνομία δεν είχε εμπλακεί στην υπόθεση και ότι δεν είχε ενοχληθεί από τις αρχές.
Μετά το ατύχημα, ο Αιτητής δέχθηκε απειλές από τον εργοδότη του και παρά το γεγονός ότι άλλαξε τον αριθμό του τηλεφώνου του και κρυβόταν στη Douala, ωστόσο ο εργοδότης του πάντοτε τον εντόπιζε. Ισχυρίστηκε περαιτέρω ότι δέχθηκε απειλές και από την οικογένεια του αγοριού, εξηγώντας συγκεκριμένα ότι η θεία του αγοριού, του είχε τηλεφωνήσει ζητώντας του να επαναφέρει τον ανιψιό της πίσω στη ζωή με τον ίδιο να δηλώνει ότι δεν είναι Θεός και ότι επρόκειτο για ατύχημα. Ως υποστήριξε, την επόμενη μέρα, ένας άνδρας με μοτοποδήλατο τον επισκέφθηκε, απαιτώντας να "επαναφέρει στη ζωή" το αγόρι μέσα σε μία εβδομάδα. Μετά από αυτή την επίσκεψη, ο Αιτητής πήρε τα ρούχα του και μετέβη σε κάποιο άλλο μέρος.
Ερωτηθείς σχετικώς, ο Αιτητής δήλωσε ότι δεν είχε απειληθεί ποτέ από τους γονείς του αποβιώσαντος αγοριού, καθώς δεν τους γνώριζε. Ωστόσο, είχε δεχτεί απειλές από έναν άνδρα, ο οποίος, σύμφωνα με τον ίδιο, είχε σταλεί από τη θεία του αγοριού. Ο άνδρας αυτός τον απείλησε τρεις φορές, λέγοντάς του ότι θα κινδύνευε αν δεν "επανέφερε στη ζωή" το αγόρι. Ο Αιτητής ανέφερε ότι η θεία του αγοριού δεν τον είχε ενοχλήσει ξανά προσωπικά.
Όταν ρωτήθηκε για τις χρονικές περιόδους των απειλών, ο Αιτητής δεν μπορούσε να θυμηθεί συγκεκριμένες ημερομηνίες, αλλά δήλωσε ότι οι απειλές συνεχίστηκαν μέχρι να εγκαταλείψει το Καμερούν. Ερωτηθείς αν είχε καταγγείλει τις απειλές στην αστυνομία, απάντησε αρνητικά, επικαλούμενος φόβο και την πεποίθηση ότι πρόκειται για οικογενειακό ζήτημα που μπορούσε να επιλυθεί. Ο Αιτητής ανέφερε επίσης ότι δεν ήξερε τι να πει στην αστυνομία.
Σχετικά με τον εργοδότη του, ο Αιτητής δήλωσε ότι τον απειλούσε να επιστρέψει το φορτηγό, παρόλο που ο ίδιος δεν μπορούσε να το κάνει μόνος του. Υποστήριξε ότι οι απειλές ξεκίνησαν την ημέρα του ατυχήματος και συνεχίστηκαν μέχρι να φύγει από τη χώρα. Ο εργοδότης τον απειλούσε τηλεφωνικά και μία φορά, τον Αύγουστο του 2019, προσπάθησε να τον χτυπήσει με το αυτοκίνητό του. Ο Αιτητής δεν μπορούσε να θυμηθεί την τελευταία φορά που απειλήθηκε.
Τέλος, όταν ο Αιτητής ρωτήθηκε για το ενδεχόμενο εσωτερικής μετεγκατάστασης σε περίπτωση που επέστρεφε πίσω στην πατρίδα του, ανέφερε ότι στο Bali υπάρχει πόλεμος και πρόσθεσε ότι δεν γνώριζε τι θα μπορούσε να του συμβεί σε κάποιο άλλο μέρος του Καμερούν.
Στην Εισηγητική του Έκθεση, ο λειτουργός της EUAA, κατέγραψε τέσσερις (4) ουσιώδεις ισχυρισμούς: ο πρώτος ισχυρισμός αφορά την ταυτότητα, το προφίλ και τη χώρα καταγωγής του Αιτητή· ο δεύτερος ισχυρισμός αναφορικά με το ότι ενόσω ο Αιτητής εργαζόταν ως οδηγός σε Caterpillar το 2019 είχε ένα ατύχημα στο οποίο ένας συνάδελφος του απεβίωσε· ο τρίτος ισχυρισμός αφορά τις απειλές που είχε δεχτεί από τον εργοδότη του το 2019 για να τον αποζημιώσει για τις ζημιές που είχε προκαλέσει στο Caterpillar το οποίο οδηγούσε· ο τέταρτος ισχυρισμός αφορά τις απειλές που είχε δεχτεί ο Αιτητής από την οικογένεια του αποβιώσαντος συναδέλφου του. Κατά την αξιολόγηση της αξιοπιστίας των ισχυρισμών του Αιτητή, ο λειτουργός έκανε αποδεκτούς τους πρώτους δύο ισχυρισμούς ενώ αντιθέτως απέρριψε τους δύο τελευταίους ισχυρισμούς.
Ειδικότερα ως προς τον τρίτο ισχυρισμό που αφορά τις απειλές που είχε δεχθεί ο Αιτητής από τον εργοδότη του το 2019 για να τον αποζημιώσει για τις ζημιές που είχε προκαλέσει στο Caterpillar το οποίο οδηγούσε, κρίθηκε από τον λειτουργό EUAA ότι ο Αιτητής έδωσε μη λεπτομερείς και αόριστες πληροφορίες. Επισημάνθηκε ότι ο Αιτητής δεν μπορούσε να καθορίσει με ακρίβεια πόσες φορές είχε απειληθεί από τον εργοδότη του και οι απαντήσεις του για τον τρόπο που είχε δεχτεί απειλές θεωρήθηκαν ως μη επαρκώς λεπτομερείς. Αναφορικά με το περιστατικό όπου ο εργοδότης του είχε επιχειρήσει να τον χτυπήσει με το αυτοκίνητο του, ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να καθορίσει ακριβώς το πότε αυτό έλαβε χώραν, ισχυριζόμενος ότι ήταν τον Αύγουστο του 2019. Ανέφερε ακόμη ότι εκείνη τη μέρα, ο ίδιος είχε διαφύγει χωρίς να μπορεί να δώσει επαρκείς λεπτομέρειες. Κατά τούτο, κρίθηκε ότι αναμενόταν από τον Αιτητή να δώσει την ακριβή ημερομηνία όπου είχε λάβει χώραν το εν λόγω συμβάν και να δώσει περισσότερες λεπτομέρειες αφού επρόκειτο για μια βιωματική εμπειρία, με τον λειτουργό EUAA να σημειώνει ότι ενώ του δόθηκε η ευκαιρία να προσθέσει πληροφορίες, οι απαντήσεις του ήταν μη λεπτομερείς. Επιπλέον, ερωτηθείς ποια ήταν η τελευταία φορά που είχε δεχτεί απειλές από τον εργοδότη του, ο Αιτητής απάντησε ότι δεν θυμόταν. Τέλος, ως έκρινε ο λειτουργός EUAA, ο Αιτητής δεν εξήγησε με λεπτομερή τρόπο γιατί οι αρχές της χώρας καταγωγής του δεν μπορούσαν να τον προστατεύσουν, δηλώνοντας απλώς ότι ο εργοδότης του είχε διασυνδέσεις με την αστυνομία χωρίς να παρέχει περαιτέρω στοιχεία για να στοιχειοθετήσει το αίτημα του.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους, ο τρίτος ισχυρισμός του Αιτητή απορρίφθηκε.
Ως προς τον τέταρτο ισχυρισμό του Αιτητή, κρίθηκε από τον λειτουργό EUAA ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει με συνοχή το γεγονός ότι η θεία του νεκρού αγοριού του ζητούσε να επαναφέρει πίσω στη ζωή τον ανιψιό της και πως αυτό ήταν δυνατόν να συμβεί. Ακόμη, οι απαντήσεις του για τις απειλές που είχε δεχτεί από τη θεία θεωρήθηκαν γενικές και μη λεπτομερείς καθώς ο Αιτητής δεν μπόρεσε να υποδείξει ποια ήταν η πρώτη φορά που είχε απειληθεί από τη θεία του νεκρού συναδέλφου του και ποια ήταν η συχνότητα αυτών των απειλών. Επιπλέον, οι απαντήσεις του για τις απειλές που είχε δεχτεί από τον άνδρα που τον είχε επισκεφτεί στο σπίτι του ήταν μη λεπτομερείς καθώς δεν προσδιόρισε ποιος ήταν αυτός ο άνδρας και τι είδους σχέση είχε με την οικογένεια του νεκρού συναδέλφου του, ενώ μη λεπτομερής ήταν και η περιγραφή που παρέθεσε για τον εν λόγω άνδρα που τον είχε απειλήσει αναφέροντας απλώς ότι ήταν σταλμένος από τη θεία του νεκρού αγοριού. Επίσης, ο Αιτητής δεν μπορούσε να καθορίσει πότε είχε συναντήσει αυτόν τον άνδρα για τελευταία φορά. Κρίθηκε περαιτέρω ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει με συνοχή γιατί δεν κατήγγειλε στην αστυνομία της χώρας του τη θεία του νεκρού συναδέλφου του και τον άνδρα που τον είχε επισκεφτεί στο σπίτι του απειλώντας τον, αφού μάλιστα η ζωή του κινδύνευε όπως ο ίδιος επικαλέστηκε.
Στη βάση των αποδεκτών ισχυρισμών, ο λειτουργός της EUAA προχώρησε σε αξιολόγηση του κινδύνου σκιαγραφώντας τη γενική κατάσταση ασφαλείας που επικρατούσε στο Καμερούν και καταλήγοντας πως με βάση τόσο το προφίλ του Αιτητή ως άνδρα με μορφωτικό υπόβαθρο και εργασιακές δεξιότητες, χωρίς σχέση με μορφές ακτιβισμού, πολιτική ή συγκεκριμένες στοχευμένες κατηγορίες όσο και με τις ατομικές συνθήκες που προέκυψαν από την αφήγηση του, μπορεί να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει εύλογος βαθμός πιθανότητας να υποβληθεί σε μεταχείριση που ισοδυναμεί με δίωξη ή σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στην πόλη Douala.
Όσον αφορά το γεγονός ότι ο Αιτητής εργαζόταν ως οδηγός και είχε ατύχημα κατά τη διάρκεια της απασχόλησης του, κρίθηκε από το λειτουργό EUAA ότι δεν υπάρχει εύλογος βαθμός πιθανότητας να υποβληθεί σε μεταχείριση που ισοδυναμεί με δίωξη ή σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής του στην πόλη Douala, λαμβάνοντας υπόψη την απόρριψη των ισχυρισμών 3 και 4.
Προχωρώντας στη νομική ανάλυση και με παραπομπή στις νομοθετημένες πρόνοιες, ο λειτουργός EUAA κατέληξε ότι ο Αιτητής δεν μπορεί να αναγνωριστεί ως Πρόσφυγας. Αναφορικά με τη συμπληρωματική προστασία ο λειτουργός EUAA αποφάσισε πως δε δικαιολογείται η παραχώρηση ενός τέτοιου καθεστώτος. Στην κατάληξή του αυτή οδηγήθηκε αφού έλαβε υπόψη τις πληροφορίες για την κατάσταση ασφαλείας στην Douala στη βάση των οποίων έκρινε πως ενώ υπάρχει εμφύλια αναταραχή στις αγγλόφωνες περιοχές του Καμερούν, η περιοχή όπου ο Αιτητής είναι συνήθης κάτοικος, δηλαδή η Douala, βρίσκεται σε διαφορετική επαρχία στη χώρα, μακριά από την πηγή της σύγκρουσης και επομένως δεν εγείρει ανησυχίες για την ασφάλεια. Σημειώθηκε περαιτέρω ότι ο Αιτητής εργαζόταν στην Douala και το οικογενειακό του δίκτυο βρίσκεται επί του παρόντος εκεί.
Η εκτίμηση του Δικαστηρίου
Αξιολογώντας τα όσα τέθηκαν ενώπιον μου, συντάσσομαι καταρχάς με τη θέση των Καθ’ ων η Αίτηση ως προς τους δύο πρώτους ουσιώδεις ισχυρισμούς, όπως αυτοί έχουν σχηματιστεί και αξιολογηθεί από την Υπηρεσία Ασύλου. Σχετικά με τον πρώτο ουσιώδη ισχυρισμό, πράγματι οι αναφορές του Αιτητή υπήρξαν σαφείς και συνεκτικές σε σχέση με τα προσωπικά του στοιχεία και τον τόπο καταγωγής και διαμονής του αφού εντοπίστηκαν από διαθέσιμες πηγές πληροφόρησης, επιβεβαιώνοντας τις δηλώσεις του. Όσον αφορά τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό ότι ο Αιτητής ενώ οδηγούσε ένα Caterpillar το 2019, είχε ένα ατύχημα στο οποίο σκοτώθηκε ένας συνάδελφος του, αυτός γίνεται αποδεκτός καθώς εξετάζοντας τις δηλώσεις του φρονώ ότι αυτές παρατέθηκαν με συνοχή και ευλογοφάνεια και ότι ο Αιτητής μπόρεσε να περιγράψει λεπτομερώς τις συνθήκες του ατυχήματος και με εξατομικευμένη περιγραφή. Συνεπώς κρίνω ως ορθή την κρίση αυτή των Καθ’ ων η αίτηση με την οποίαν και συντάσσομαι.
Σχετικά με τον τρίτο ουσιώδη ισχυρισμό του Αιτητή ότι αυτός είχε δεχτεί απειλές από τον εργοδότη του το 2019 για να καταβάλει αποζημίωση για τις ζημιές που είχε προκαλέσει στο Caterpillar το οποίο οδηγούσε, κρίνω ότι αυτός πάσχει στην εσωτερική του αξιοπιστία. Ειδικότερα, ο Αιτητής έδωσε μη λεπτομερείς και αόριστες πληροφορίες αδυνατώντας να καθορίσει πόσες φορές είχε απειληθεί από τον εργοδότη του ενώ δεν μπόρεσε να παρέχει συγκεκριμένα παραδείγματα ή λεπτομέρειες για το περιεχόμενο των απειλών, πέραν από το ότι του ζητήθηκε να αναλάβει την ευθύνη για τη ζημιά και να επιστρέψει το φορτηγό. Η δε αναφορά του στο περιστατικό όπου ο εργοδότης του είχε, κατ’ ισχυρισμόν, επιχειρήσει να τον χτυπήσει με το αυτοκίνητο του, παρέμεινε μετέωρη αφού ο ίδιος δεν ήταν σε θέση να καθορίσει πότε περίπου αυτό έλαβε χώραν, περιοριζόμενος στην αναφορά ότι έγινε τον Αύγουστο του 2019, ενώ καμία άλλη λεπτομέρεια ή στοιχεία που να παραπέμπουν σε βιωματική εμπειρία δεν ήταν σε θέση να παραθέσει. Ως προς τις λοιπές αναφορές του, επισημαίνω ότι οι «απειλές» από τον εργοδότη του κατά τον τρόπο που περιγράφονται θα μπορούσαν να ερμηνευθούν ως απλή πίεση για οικονομική αποζημίωση και όχι ως πραγματικός κίνδυνος για τη ζωή ή την ασφάλειά του.
Πρόσθετα παρά τον ισχυρισμό του ότι ο εργοδότης του τον κατηγορεί για τη ζημιά απαιτώντας αποζημίωση, ο Αιτητής δεν εξηγεί γιατί αυτός (ο εργοδότης) δεν κινήθηκε νομικά εναντίον του, ιδιαίτερα εάν είχε βάσιμες κατηγορίες. Από την άλλη, ο Αιτητής δεν έδωσε ικανοποιητική εξήγηση για τον λόγο που δεν προσέφυγε στις αρχές της χώρας του για να αναζητήσει προστασία ενώ η αναφορά του ότι ο εργοδότης του είχε διασυνδέσεις με την αστυνομία χωρίς να εξηγεί πως το γνωρίζει αυτό, τι διασυνδέσεις έχει ή έστω στοιχειώδεις λεπτομέρειες, δεν μπορεί να κριθεί ως ικανοποιητική. παρέχει περεταίρω στοιχεία για να στοιχειοθετήσει το αίτημα του. Υπενθυμίζεται δε, σχετικά, ότι η διεθνής προστασία αποτελεί προστασία δευτερεύουσα εκείνης της χώρας καταγωγής, από τις αρχές της οποίας ο Αιτητής θα μπορούσε καταρχήν να αναζητήσει προστασία[5]. Ο Αιτητής θα μπορούσε να μεταβεί στην αστυνομία της χώρας του και να καταγγείλει τις απειλές που είχε δεχθεί από τον εργοδότη του, αναζητώντας προστασία ωστόσο δεν το έπραξε, παραλείποντας κατά τούτο να εξαντλήσει τα περιθώρια εθνικής προστασίας προτού αναζητήσει διεθνή προστασία από άλλο κράτος.
Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του ανωτέρω ισχυρισμού φρονώ πως σε συμφωνία και με την κρίση του λειτουργού EUAA, αυτή δεν μπορεί να αξιολογηθεί καθώς αυτός ανάγεται στη σφαίρα της ιδιωτικής της ζωής. Δεδομένης πρόσθετα της παντελούς έλλειψης εσωτερικής συνοχής εκ της αοριστίας, της γενικότητας και της έλλειψης ευλογοφάνειας που χαρακτηρίζει το αφήγημα του Αιτητή, δεν προκύπτει ανάγκη για περαιτέρω εξέταση της εξωτερικής του συνοχής, με αναφορά σε αξιόπιστες πηγές πληροφόρησης. Επί τούτου, σχετικά είναι τα όσα καταγράφονται στο εγχειρίδιο της EUAA, “Evidence and credibility assessment in the context of the Common European Asylum System"[6], όπου διαλαμβάνονται συγκεκριμένα τα ακόλουθα:
«This will be necessary insofar as the rationale of the judgment relies on the appreciation of conditions prevailing in the country of origin. This would not be the case in all situations. For example, it may well be unnecessary in respect of a negative credibility finding based on a blatant lack of internal consistency or on unsatisfactorily explained discrepancies and variations on the essential elements of a claim, nor a fortiori if an appeal is rejected on inadmissibility grounds.»
Ενόψει των πιο πάνω, καταλήγω ότι ούτε η εξωτερική αξιοπιστία του Αιτητή έχει επιβεβαιωθεί και κατά τούτο ο ισχυρισμός αυτός απορρίπτεται ως εσωτερικά και εξωτερικά αναξιόπιστος.
Αναφορικά με τον τέταρτο ουσιώδη ισχυρισμό του Αιτητή ότι αυτός είχε απειληθεί από την οικογένεια του αποθανόντα συναδέλφου του, επισημαίνω τα ακόλουθα:
Ο Αιτητής αναφέρει γενικά ότι η θεία του αποθανόντα και ένας άνδρας τον απειλούσαν χωρίς ωστόσο να παρέχει επαρκείς λεπτομέρειες για τη φύση των απειλών, όπως συγκεκριμένα λόγια ή περιστατικά. Η έλλειψη τέτοιων συγκεκριμένων αναφορών αποδυναμώνουν την αξιοπιστία του. Η απαίτηση της θείας «να φέρει πίσω στη ζωή» τον ανιψιό της είναι παράλογη και μη ρεαλιστική και μπορεί να υποδηλώνει ότι οι ισχυρισμοί του είναι ίσως υπερβολικοί ή έχουν ερμηνευθεί λάθος από τον ίδιο. Πρόσθετα, το γεγονός ότι, ως το αφήγημά του Αιτητή, η θεία του αποθανόντος τον κατηγόρησε και τον απείλησε, αλλά δεν προέβη σε περαιτέρω ενέργειες, μπορεί να ερμηνευθεί ως περιορισμένη συναισθηματική αντίδραση παρά ως πραγματικός κίνδυνος. Επισημαίνω επιπλέον ότι ο Αιτητής δε δίδει σαφή εικόνα ως προς το για πόσο διάστημα δέχτηκε απειλές ενώ παρόλο που αναφέρεται σε απειλές, ωστόσο δεν παρέχει σαφή στοιχεία που να δείχνουν πραγματική απόπειρα πρόκλησης σωματικής βλάβης ή κίνδυνο για τη ζωή του. Ούτε και για αυτές τις απειλές ο Αιτητής αναζήτησε τη βοήθεια της αστυνομίας, επικαλούμενος φόβο ή την αντίληψη ότι «ήταν οικογενειακή υπόθεση». Αυτό αποδυναμώνει τη σοβαρότητα του ισχυρισμού του, ειδικά αν οι απειλές ήταν πραγματικά επικίνδυνες. Υπενθυμίζεται και επί του παρόντος, ότι η διεθνής προστασία αποτελεί προστασία δευτερεύουσα εκείνης της χώρας καταγωγής, από τις αρχές της οποίας ο Αιτητής θα μπορούσε καταρχήν να αναζητήσει προστασία[7].
Κατά τούτο λοιπόν και ο τέταρτος ουσιώδης ισχυρισμός κρίνεται ως εσωτερικά αναξιόπιστος.
Σε σχέση με την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού αυτού, πρόκειται και εδώ περί ιδιωτικής φύσεως διαφορά που δεν δύναται να αναζητηθεί και διασταυρωθεί δια εξωτερικών πηγών πληροφόρησης. Ισχύουν κατά τούτο και εδώ τα όσα έχουν αναφερθεί ανωτέρω σε σχέση με την εξωτερική αξιοπιστία του τρίτου ουσιώδους ισχυρισμού του Αιτητή.
Ενόψει των πιο πάνω, καταλήγω ότι ούτε η εξωτερική αξιοπιστία του Αιτητή έχει επιβεβαιωθεί και κατά τούτο ο ισχυρισμός αυτός απορρίπτεται ως εσωτερικά και εξωτερικά αναξιόπιστος.
Έχοντας πλέον αξιολογήσει τα αποδεικτικά στοιχεία που έχω ενώπιόν μου και εξακριβώσει τα πραγματικά περιστατικά που περιβάλλουν την υπό εξέταση υπόθεση, προχωρώ στην νομική αξιολόγηση των προϋποθέσεων χορήγησης διεθνούς προστασίας και κατά πόσο αυτές πληρούνται στην υπό εξέταση υπόθεση, λαμβάνοντας υπόψη τους αποδεκτούς ουσιώδεις ισχυρισμούς.
Χρήσιμη είναι η επαναφορά στην μνήμη των προνοιών του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου δυνάμει του οποίου (έμφαση του παρόντος Δικαστηρίου):
«3.1. Ως πρόσφυγας αναγνωρίζεται το πρόσωπο που, λόγω βάσιμου φόβου καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, είναι εκτός της χώρας της ιθαγενείας του και δεν είναι σε θέση, ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο, να χρησιμοποιήσει την προστασία της χώρας αυτής».
Υπό το φως των προλεχθέντων και των ισχυρισμών του Αιτητή που έχουν γίνει αποδεκτοί από το παρόν Δικαστήριο, κρίνω ότι δεν δικαιολογείται η υπαγωγή του Αιτητή στο καθεστώς του πρόσφυγα, καθώς δεν διαπιστώνονται δείκτες κινδύνου έναντι της ζωής του, σε περίπτωση επιστροφής του στη ΛΔΚ, ιδιαιτέρως υπό τον ορισμό και προϋποθέσεις του προφίλ του πρόσφυγα, άρθρο 1Α της Συνθήκης της Γενεύης και άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου.
Ως εκ τούτου, απομένει να εξεταστεί το κατά πόσο υπάρχει δυνατότητα να υπαχθεί ο Αιτητής στο καθεστώς της επικουρικής προστασίας, ή αλλιώς συμπληρωματικής προστασίας, ως αυτό καθορίζεται στην εθνική μας νομοθεσία. Ειδικότερα, άρθρο 19(1) του περί Προσφύγων Νόμου διαλαμβάνει ότι:
«το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, αναγνωρίζεται σε οποιοδήποτε αιτητή, ο οποίος δεν αναγνωρίζεται ως πρόσφυγας ή σε οποιοδήποτε αιτητή του οποίου η αίτηση σαφώς δεν βασίζεται σε οποιουσδήποτε από τους λόγους του εδαφίου (1) του άρθρου 3, αλλά σε σχέση με τον οποίο υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη και δεν είναι σε θέση ή, λόγω του κινδύνου αυτού, δεν είναι πρόθυμος, να θέσει τον εαυτό του υπό την προστασία της χώρας αυτής.»
Ο ορισμός της «σοβαρής» ή «σοβαρής και αδικαιολόγητης βλάβης» καλύπτει δυνάμει του άρθρου 19(2) εξαντλητικά, τρεις διαφορετικές καταστάσεις, ήτοι:
(α) θανατική ποινή ή εκτέλεση, ή
(β) βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία του αιτητή στη χώρα καταγωγής του, ή
(γ) σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης.
Έχοντας υπόψη τις περιστάσεις που διαλαμβάνονται στην υπό κρίση υπόθεση, ο Αιτητής δεν μπορεί να ενταχθεί στα υπό (α) και (β) ανωτέρω εδάφια. Εξέτασης συνεπώς χρήζει το εδάφιο (γ) του άρθρου 19(2).
Ως προς τους παράγοντες που δύνανται να ληφθούν υπόψιν αναφορικά με την αξιολόγηση του συστατικού στοιχείου της αδιάκριτης βίας, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης επεσήμανε στην απόφαση του CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland[8] ότι συνιστούν:
«(...) μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 (πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakite, C-285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών.»
(βλ. σκέψη 43 της απόφασης)
Περαιτέρω, ως προς τον προσδιορισμό του επιπέδου της ασκούμενης αδιάκριτης βίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στην απόφασή του Sufi and Elmi[9], αξιολόγησε, διευκρινίζοντας ότι δεν κατονομάζονται εξαντλητικά, τη χρήση μεθόδων και τακτικών πολέμου εκ μέρους των εμπόλεμων πλευρών οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο αμάχων θυμάτων ή ευθέως στοχοποιούν αμάχους, εάν η χρήση αυτών είναι διαδεδομένη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, και, τελικά, τον αριθμό των αμάχων που έχουν θανατωθεί, τραυματιστεί και εκτοπιστεί ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης.
Περαιτέρω, όπως διευκρίνισε το ΔΕΕ στην υπόθεση Meki Elgafaji, Noor Elgafaji v. Staatssecretaris van Justitie[10] (έμφαση και υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):
«33. Αντιθέτως, η κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας βλάβη, καθόσον συνίσταται σε «σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας» του αιτούντος, αναφέρεται σε ένα γενικότερο κίνδυνο βλάβης.
34. Συγκεκριμένα, η βλάβη αυτή αφορά, ευρύτερα, «απειλή [.]κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας» αμάχου και όχι συγκεκριμένες πράξεις βίας. Επιπροσθέτως, η απειλή αυτή είναι συμφυής με μια γενική κατάσταση «διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης». Τέλος, η βία από την οποία προέρχεται η εν λόγω απειλή χαρακτηρίζεται ως «αδιακρίτως» ασκούμενη, όρος που σημαίνει ότι μπορεί να επεκταθεί σε άτομα ανεξαρτήτως των προσωπικών περιστάσεών τους.
35. Στο πλαίσιο αυτό, ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας.
36. Η ερμηνεία αυτή, η οποία δύναται να διασφαλίσει ένα αυτοτελές πεδίο εφαρμογής στο άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, δεν αναιρείται από το γράμμα της εικοστής έκτης αιτιολογικής σκέψης, κατά το οποίο «οι κίνδυνοι στους οποίους εκτίθεται εν γένει ο πληθυσμός ή τμήμα του πληθυσμού μιας χώρας δεν συνιστούν συνήθως, αυτοί καθαυτοί, προσωπική απειλή που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως σοβαρή βλάβη».
37. Συγκεκριμένα, μολονότι η αιτιολογική αυτή σκέψη σημαίνει ότι η απλή αντικειμενική διαπίστωση κινδύνου απορρέοντος από τη γενική κατάσταση μιας χώρας δεν αρκεί, καταρχήν, για να γίνει δεκτό ότι οι προϋποθέσεις του άρθρου 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, συντρέχουν ως προς συγκεκριμένο πρόσωπο, εντούτοις, καθόσον η αιτιολογική αυτή σκέψη χρησιμοποιεί τον όρο «συνήθως», αναγνωρίζει το ενδεχόμενο υπάρξεως μιας εξαιρετικής καταστάσεως, χαρακτηριζομένης από έναν τόσο υψηλό βαθμό κινδύνου, ώστε να υπάρχουν σοβαροί λόγοι να εκτιμάται ότι το πρόσωπο αυτό θα εκτεθεί ατομικώς στον επίμαχο κίνδυνο.
38. Ο εξαιρετικός χαρακτήρας της καταστάσεως αυτής επιρρωννύεται, επίσης, από το γεγονός ότι η οικεία προστασία είναι επικουρική, καθώς και από την οικονομία του άρθρου 15 της οδηγίας, καθόσον η βλάβη, της οποίας τον ορισμό δίνει το άρθρο αυτό υπό τα στοιχεία α΄ και β΄, πρέπει να εξατομικεύεται σαφώς. Μολονότι είναι αληθές ότι στοιχεία που αφορούν το σύνολο του πληθυσμού αποτελούν σημαντικό παράγοντα για την εφαρμογή του άρθρου 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, υπό την έννοια ότι σε περίπτωση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης ο ενδιαφερόμενος, όπως και άλλα πρόσωπα, εντάσσεται στον κύκλο των δυνητικών θυμάτων μιας αδιακρίτως ασκούμενης βίας, εντούτοις, η ερμηνεία της εν λόγω διατάξεως πρέπει να γίνεται λαμβανομένου υπόψη του συστήματος στο οποίο εντάσσεται, δηλαδή σε σχέση με τις λοιπές δύο περιπτώσεις που προβλέπει το άρθρο 15 και, επομένως, να ερμηνεύεται σε στενή συνάρτηση με την εξατομίκευση αυτή.
39. Συναφώς, πρέπει να διευκρινισθεί ότι όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας.».
Στη βάση της ως άνω νομολογίας, προς τον σκοπό εξέτασης των προϋποθέσεων που διαλαμβάνει το άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, ως αυτός ενσωματώνει το άρθρο 15(γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ[11] και λαμβάνοντας υπόψη ότι έχει παρέλθει μεγάλο χρονικό διάστημα από την πρωτοβάθμια εξέταση της αίτησης του Αιτητή, προχώρησα σε έρευνα σε διεθνείς πηγές πληροφόρησης αναφορικά με την τρέχουσα κατάσταση ασφαλείας στον τόπο καταγωγής και συνήθους διαμονής του Αιτητή, ήτοι την πόλη Douala (southwest Cameroon), η οποία συνιστά τον τελευταίο τόπο συνήθους διαμονής του Αιτητή και όπου αναμένεται να επιστρέψει. Από την έρευνα αυτή ανέκυψαν τα ακόλουθα:
Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία, κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ 30.12.2023 και 27.12.2024, στην εν λόγω πόλη καταγράφηκαν, ως προκύπτει από την βάση δεδομένων ACLED (The Armed Conflict Location & Event Data Project), συνολικά 12 περιστατικά ασφαλείας, εκ των οποίων προέκυψαν 3 απώλειες ζωών. Πιο αναλυτικά, 4 εξ αυτών καταγράφηκαν ως ταραχές, 4 ως περιστατικά χρήσης βίας κατά αμάχων, 3 ως διαμαρτυρίες και ένα περιστατικό ως στρατηγική ανάπτυξη. Σημειώνεται ακόμη ότι δεν καταγράφηκαν περιστατικά εκρήξεων / απομακρυσμένης χρήσης βίας. Ο δε πληθυσμός της πόλης Douala καταγράφεται στους 4.203.110 κατοίκους, σύμφωνα με επίσημες εκτιμήσεις.
Συνεπώς, το επίπεδο των εχθροπραξιών είναι τόσο χαμηλό, που ακόμη και ένα ιδιαζόντως ευάλωτο άτομο δε δύναται να θεωρηθεί ότι αντιμετωπίζει κίνδυνο κατά της ζωής και της ασφάλειάς του λόγω αδιακρίτως ασκούμενης βίας. Πολλώ δε μάλλον ο Αιτητής, όντας υγιής, με στοιχειώδη εκπαίδευση που ομιλεί τρεις γλώσσες και με προηγούμενο ιστορικό διαβίωσης και εργασίας στην εν λόγω πόλη και έχων σε αυτήν υποστηρικτικό δίκτυο. Ως εκ τούτου, μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι στην πόλη Douala δεν υπάρχει, σε γενικές γραμμές, κανένας πραγματικός κίνδυνος να υποστεί σοβαρή βλάβη ένας πολίτης κατά την έννοια του εδαφίου (γ) του άρθρου 15 της οδηγίας 2011/95/ΕΕ.
Λαμβάνοντας υπόψιν τα παραπάνω δεδομένα δεν διακρίνω την ύπαρξη κατάστασης αδιάκριτης βίας λόγω ένοπλης σύρραξης στην πόλη Douala ή έστω αδιάκριτης βίας λόγω ένοπλης σύρραξης η οποία να εξικνείται σε τέτοιο βαθμό ώστε ο Αιτητής λόγω της παρουσίας του και μόνο στο έδαφος της περιοχής αυτής να έρχεται αντιμέτωπος με πραγματικό κίνδυνο σοβαρής απειλής κατά το άρθρο 19 στοιχείο (2)(γ). Ούτε προκύπτει από το προφίλ και το ιστορικό του Αιτητή ο οποίος είναι νέος, υγιής, με στοιχειώδη εκπαίδευση που ομιλεί τρεις γλώσσες και με προηγούμενο ιστορικό διαβίωσης και εργασίας στην εν λόγω πόλη, έχοντας εκεί υποστηρικτικό δίκτυο και χωρίς να παρουσιάζει θέματα ευαλωτότητας ή κάποιο χαρακτηριστικό ή στοιχείο που να συμβάλλει με οποιοδήποτε τρόπο στην επίταση του κινδύνου να υποστεί σοβαρή βλάβη.
ΚΑΤΑΛΗΞΗ
Λαμβάνοντας υπόψη τα όσα ανωτέρω αναπτύχθηκαν, είναι η κατάληξή μου ότι ορθώς κρίθηκε και επί της ουσίας ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων και, περαιτέρω, ορθώς θεωρήθηκε ότι δεν κατάφερε να τεκμηριώσει ότι υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη.
Συνακόλουθα, η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με έξοδα €1000 υπέρ των Καθ' ων η αίτηση και εναντίον του Αιτητή.
Ε. Ρήγα, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] Βλ. ενδεικτικά Δημοκρατία ν. Κουκκουρή κ.ά. (1993) 3 Α.Α.Δ. 598.
[2] Ζωμενή-Παντελίδου ν. Α.Η.Κ., Υποθ. Αρ. 108/2006, ημερ. 26.07.2007
[3] Άρθρο 11(3) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (N. 73(I)/2018).
[4] Απόφαση αρ. 128/2008, JAMAL KAROU V Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 01.02.2010.
[5] European Asylum Support Office (EASO), 'Practical Guide: Qualification for International Protection' (2018), 36 διαθέσιμο σε https://euaa.europa.eu/sites/default/files/easo-practical-guide-qualification-for-international-protection-2018.pdf
[6] EUAA, Evidence and credibility assessment in the context of the Common European Asylum System, February 2023, σ. 169
[7] European Asylum Support Office (EASO), 'Practical Guide: Qualification for International Protection' (2018), 36 διαθέσιμο σε https://euaa.europa.eu/sites/default/files/easo-practical-guide-qualification-for-international-protection-2018.pdf
[10] Απόφαση στην υπόθεση C-465/07, Meki Elgafaji, Noor Elgafaji κ. Staatssecretaris van Justitie, ημερ.17.02.2009.
[11] ΟΔΗΓΙΑ 2011/95/ΕΕ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 13ης Δεκεμβρίου 2011 σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας (αναδιατύπωση).
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο