
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
20 Ιανουαρίου
[Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΝΟΜΙΚΗΣ ΑΡΩΓΗΣ ΝΟΜΟ ΤΟΥ 2002,
Ν. 168(Ι)/2002 ΚΑΙ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΝΟΜΙΚΗΣ ΑΡΩΓΗΣ
ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ (ΑΡ.1) ΤΟΥ 2003
ΑΙΤΗΣΗ ΑΠΟ:
A.M.N (Αιτήτρια) και M.A.M.(εξαρτώμενο τέκνο, υιός),
από Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό
Η Αιτήτρια εμφανίζεται προσωπικά
Δικηγόρος για Καθ' ων η αίτηση: Ρ. Προδρόμου (κα) για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας
[Μέλπω Σταύρου - Διερμηνέας, για διερμηνεία από την γαλλική γλώσσα στην ελληνική και αντίστροφα]
ΑΠΟΦΑΣΗ
Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Η υπό εξέταση αίτηση καταχωρίστηκε από την Αιτήτρια, η οποία ενεργεί τόσο για τον εαυτό της όσο και για λογαριασμό του ανήλικου εξαρτώμενου υιού της. Για λόγους ευκολίας, στο παρόν κείμενο ο όρος «Αιτήτρια» θα χρησιμοποιείται συλλογικά για τους δύο αιτούντες, δεδομένου ότι η αίτηση υποβλήθηκε εξ ονόματός της και εξ ονόματος του ανήλικου τέκνου της.
Με την υπό εξέταση αίτηση, η Αιτήτρια επιζητά την παροχή δωρεάν νομικής αρωγής, έτσι ώστε να της δοθεί η δυνατότητα να διορίσει δικηγόρο, προκειμένου να χειριστεί την προσφυγή που έχει ήδη καταχωρίσει εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, ημερ. 20.08.2024, με την οποίαν απορρίπτεται η αίτησή της για χορήγηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας δυνάμει του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί (στο εξής αναφερόμενος ως «ο περί Προσφύγων Νόμος»).
ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Σκιαγραφώντας τα γεγονότα που περιβάλλουν την υπό κρίση υπόθεση, όπως αυτά προκύπτουν από το σημείωμα εκ μέρους τού Γενικού Εισαγγελέα, που κατατέθηκε στα
πλαίσια της παρούσας διαδικασίας, προκύπτουν τα ακόλουθα:
Η Αιτήτρια κατάγεται από τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (στο εξής αναφερόμενη και ως «ΛΔΚ») την οποίαν εγκατέλειψε στις 07.09.2021 και στις 04.10.2021 αφίχθηκε στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας περιοχές διά μέσου των μη ελεγχόμενων περιοχών, χωρίς νομιμοποιητικά έγγραφα. Αίτηση ασύλου υπέβαλε στις 20.10.2021 και προσήλθε στη συνέχεια σε συνέντευξη με λειτουργό του Ευρωπαϊκού Οργανισμού για το Άσυλο (EUAA, πρώην EASO, στο εξής αναφερόμενος ως «EUAA»). Ακολούθως, ο λειτουργός EUAA υπέβαλε εισηγητική έκθεση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου εισηγούμενος την απόρριψη της υποβληθείσας αίτησης, εισήγηση η οποία εγκρίθηκε στις 20.08.2024 από τον ασκούντα καθήκοντα Προϊσταμένου λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου με την Αιτήτρια να ενημερώνεται για την απόφαση αυτή, δια επιστολής της Υπηρεσίας Ασύλου ημερ. 20.09.2024.
Εναντίον της απόφασης, η Αιτήτρια καταχώρισε την προσφυγή υπ' αρ. 3891/2024 για την προώθηση της οποίας, επιθυμεί να λάβει δωρεάν νομική αρωγή, μέσω της υπό εξέταση αίτησης.
Στο έντυπο της αίτησής της για άσυλο, η Αιτήτρια κατέγραψε ότι θα ήθελε να είναι ελεύθερη με τη συνείδηση της αναφορικά με το παρελθόν της και εκείνα που ο θείος της, την έκανε να υποφέρει μετά την εξαφάνιση του πατέρα της. Δήλωσε ακόμη ότι είναι στην Κύπρο για να ανακάμψει ψυχικά και σωματικά σημειώνοντας πως δεν μπορεί να ζήσει κάτω από παραδοσιακούς νόμους, καταλήγοντας ότι θα ζήσει κανονικά και θα κτίσει τη ζωή της όπως άλλες γυναίκες.
Κατά το κρίσιμο στάδιο της συνέντευξης της, η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι είναι Χριστιανή, ανύπανδρη και έγκυος. Ανέφερε ότι είχε αποφοιτήσει από το λύκειο στη χώρα καταγωγής της και στη συνέχεια είχε μεταβεί σε ένα επαγγελματικό σχολείο το I.N.P.P. για να σπουδάσει αρτοποιία. Η Αιτήτρια δήλωσε ότι ο πατέρας της απεβίωσε στις 24.12.2016 από ασθένεια, ενώ η μητέρα της, ο αδελφός και η αδελφή της διαμένουν στην Κινσάσα. Υποστήριξε ότι έχει ένα γιο και είναι έγκυος από ένα συμπατριώτη της, αιτητή ασύλου τον οποίο γνώρισε στη Δημοκρατία και με τον οποίο τώρα συζεί. Ακολούθως, η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι οι γονείς της τηρούσαν μια επιχείρηση και πωλούσαν υφάσματα στην Κινσάσα, αναφέροντας ότι έχει συχνή επικοινωνία με τη μητέρα της. Η Αιτήτρια δήλωσε ότι ο τελευταίος τόπος διαμονής της στην πατρίδα της ήταν η Bibwa, της Κοινότητας Nsele, Κινσάσα όπου διέμενε μαζί με την οικογένεια της. Ως προς το επάγγελμα της, η Αιτήτρια δήλωσε ότι στη χώρα καταγωγής της, βοηθούσε την μητέρα της στο κατάστημα της ενώ στην Κύπρο είχε εργαστεί σε μια εταιρεία για την καθαριότητα.
Πρόσθετα, η Αιτήτρια υποστήριξε ότι ανήκει στην φυλή Yanzi ή Bayanzi και αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίον εγκατέλειψε τη χώρα της. Συγκεκριμένα, ισχυρίστηκε ότι το πρώτο κορίτσι μιας οικογένειας που ανήκει στην εν λόγω φυλή, υποχρεώνεται σε εξαναγκαστικό γάμο με τον εξάδελφο ή το θείο ή τον παππού του. Σημείωσε ότι στη φυλή Yanzi, τα μέλη της οικογένειας τελούν γάμο μεταξύ τους. Ερωτηθείσα ως προς το τι φοβάται ότι θα της συμβεί σε περίπτωση επιστροφής της πίσω στο Κονγκό, ανέφερε ότι η οικογένεια της, θα την εξαναγκάσει να παντρευτεί το θείο της.
Στη συνέχεια της συνέντευξής της, ερωτηθείσα ως προς τους λόγους που εγκατέλειψε τη χώρα της, ισχυρίστηκε ότι η οικογένεια της ήθελε να την εξαναγκάσει να παντρευτεί το θείο της. Ανέφερε ότι αφού αποφοίτησε από το λύκειο, είχε μεταβεί σε ένα επαγγελματικό σχολείο το I.N.P.P. για να σπουδάσει αρτοποιία. Επειδή όμως δεν είχε τα χρήματα για να πληρώνει τα δίδακτρα του επαγγελματικού σχολείου, αποφάσισε να ζητήσει χρήματα από τον θείο που επρόκειτο να παντρευτεί διά εξαναγκαστικού γάμου. Ένα βράδυ και ενώ βρισκόταν στο σπίτι του θείου της, ο θείος της, την βίασε και η ίδια αιμορραγούσε. Ακολούθως έμεινε έγκυος από το θείο της και κατόπιν προέβη σε έκτρωση. Αφού ενημέρωσε σχετικά τη μητέρα της για τα συμβάντα, η μητέρα της αποφάσισε να τη βοηθήσει να εγκαταλείψει το Κονγκό. Στη συνέχεια της συνέντευξής της, η Αιτήτρια δήλωσε ότι σύμφωνα με τις παραδόσεις της φυλής Yanzi, εάν η ίδια επιστρέψει πίσω στη χώρα καταγωγής της, πρόκειται να σκοτωθεί επειδή έχει παιδιά από έναν άλλον άνδρα που δεν επρόκειτο να παντρευτεί. Σε μεταγενέστερο στάδιο της συνέντευξης, η Αιτήτρια υποστήριξε ότι ο βιασμός από το θείο της είχε λάβει χώραν στις 18 Μαρτίου 2021 ενώ πριν από το γεγονός αυτό, η σχέση της με το θείο της ήταν μια φυσιολογική σχέση θείου-ανιψιάς. Ισχυρίστηκε ακόμη, κατόπιν σχετικής ερώτησης ότι δεν κατάγγειλε το βιασμό της στην αστυνομία, καθώς η τελευταία δεν θα έκανε οτιδήποτε. Ερωτηθείσα ως προς το ποιες πιστεύει ότι θα είναι οι συνέπειες για τον υιό της και το αγέννητο τέκνο της σε περίπτωση επιστροφής της στη ΛΔΚ, η Αιτήτρια ανέφερε ότι τα παιδιά της θα σκοτωθούν και η ίδια θα διωχθεί. Πρόσθετα, ζητήθηκε από την Αιτήτρια να επεξηγήσει γιατί στην αίτηση της για άσυλο έκανε λόγο για εξαφάνιση του πατέρα της ενώ στη συνέντευξη της δήλωσε ότι ο πατέρας της απεβίωσε από ασθένεια με την ίδια να υποστηρίζει ότι εννοούσε το θάνατο του πατέρα της. Σε περαιτέρω επισήμανση ότι στην αίτησή της δεν αναφέρθηκε στον αναγκαστικό γάμο με το θείο της, η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι στην αίτηση της ήταν σύντομη και περιληπτική. Τέλος, ερωτηθείσα εάν θα ήταν ασφαλής σε κάποια άλλη περιοχή του Κονγκό, η Αιτήτρια απάντησε ότι δεν γνώριζε και ότι δεν θα αισθανόταν ασφαλής.
ΝΟΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ
Νομικό υπόβαθρο της υπό κρίση αίτησης, αποτελεί το άρθρο 6Β του περί Νομικής Αρωγής Νόμου του 2002 (Ν. 165(I)/2002), ως έχει τροποποιηθεί (στο εξής αναφερόμενος ως «ο περί Νομικής Αρωγής Νόμος») το οποίο διαλαμβάνει τα ακόλουθα (- η έμφαση προστέθηκε):
«Νομική αρωγή σε αιτητές και δικαιούχους διεθνούς προστασίας
6Β. (1) [...]
(2) Παρέχεται δωρεάν νομική αρωγή σε αιτητή διεθνούς προστασίας, ο οποίος ασκεί προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου, δυνάμει των διατάξεων του Άρθρου 146 του Συντάγματος -
(α) Kατά δυσμενούς απόφασης του Προϊσταμένου επί της αίτησης διεθνούς προστασίας του εν λόγω αιτητή, την οποία απόφαση ο Προϊστάμενος έλαβε δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 5, 12Βδις, 12Βτετράκις, 12Δ ή 13 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, ή
(β) [.]
υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
(αα) Η δωρεάν νομική αρωγή αφορά μόνο την πρωτοβάθμια εκδίκαση της προσφυγής ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου δυνάμει των διατάξεων του Άρθρου 146 του Συντάγματος, και όχι την εκδίκαση έφεσης ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου κατά της δικαστικής απόφασης η οποία εκδίδεται στα πλαίσια της εν λόγω πρωτοβάθμιας εκδίκασης, ούτε άλλο ένδικο μέσο∙ και
(ββ) κατά την κρίση του Διοικητικού Δικαστηρίου, η προσφυγή έχει πραγματικές πιθανότητες επιτυχίας:
Νοείται ότι οι διατάξεις της παραγράφου (ββ) εφαρμόζονται χωρίς να περιορίζουν αυθαίρετα την παροχή της δωρεάν νομικής αρωγής και χωρίς να εμποδίζεται η ουσιαστική πρόσβαση του αιτητή διεθνούς προστασίας στη δικαιοσύνη.».
Η προϋπόθεση της πραγματικής πιθανότητας επιτυχίας της προσφυγής
Η Αιτήτρια έχει καταχωρίσει προσφυγή κατά της δυσμενούς απόφασης του Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου η οποία εκδόθηκε δυνάμει του άρθρου 13 του περί Προσφύγων Νόμου και συνεπώς η εξεταζόμενη περίπτωση εμπίπτει στο άρθρο 6Β(2)(α) του περί Νομικής Αρωγής Νόμου.
Λαμβάνοντας υπόψη ότι η υπό κρίση αίτηση αφορά στην πρωτοβάθμια εκδίκαση της προσφυγής και ότι συνεπώς πληρείται η πρώτη προϋπόθεση παραχώρησης δωρεάν νομικής αρωγής ως αυτή θεσπίζεται με το εδάφιο (αα) του άρθρου 6Β(2) (ανωτέρω), κρίσιμη καθίσταται η εξέταση της δεύτερης προϋπόθεσης, θεσπιζόμενης διά του εδαφίου (ββ) της ίδιας διάταξης, την ύπαρξη δηλαδή, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, πραγματικής πιθανότητας επιτυχίας της σκοπούμενης προσφυγής.
Σύμφωνα με τη διαμορφωθείσα νομολογία, δίδεται ευρεία διακριτική ευχέρεια στο Δικαστήριο να αποφασίσει κατά πόσον, με βάση τα ενώπιον του στοιχεία, η προσφυγή του αιτητή έχει πραγματικές πιθανότητες επιτυχίας.
Οι πραγματικές πιθανότητες επιτυχίας θα πρέπει να εξετάζονται και υπό το φως της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου. Περαιτέρω, το Δικαστήριο θα πρέπει να λάβει υπόψη του το δικαίωμα του αιτητή να ακουστεί στη βάση του άρθρου 146 του Συντάγματος, αλλά θα πρέπει περαιτέρω να εξετάσει το Δικαστήριο την αίτηση με βάση το υλικό που έχει ενώπιόν του χωρίς να δίδονται νομικές αρωγές ανεξέλεγκτα σε υποθέσεις που δεν έχουν πιθανότητες επιτυχίας.
Σημειώνεται, πως το αποτέλεσμα της παρούσας αίτησης για νομική αρωγή, δεν θα επηρεάσει την τελική έκβαση της προσφυγής που έχει ήδη καταχωριστεί από την Αιτήτρια εφόσον το Δικαστήριο στην παρούσα διαδικασία δεν αποφασίζει επί της οριστικής τύχης της προσφυγής.
Σημειώνεται εξάλλου ότι το Δικαστήριο προβαίνει στην αξιολόγηση της βασιμότητας της αίτησης παροχής νομικής αρωγής στη βάση του υλικού που τίθεται ενώπιόν του.
ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΙΣΧΥΡΙΣΜΩΝ ΤΗΣ ΑΙΤΗΤΡΙΑΣ ΚΑΙ ΕΥΡΗΜΑΤΩΝ ΤΩΝ ΚΑΘ' ΩΝ Η ΑΙΤΗΣΗ
Εν προκειμένω, η ευπαίδευτη συνήγορος του Γενικού Εισαγγελέα, εισηγήθηκε μέσω του Γραπτού της Σημειώματος ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις που θέτει ο περί Νομικής Αρωγής Νόμος για την παραχώρηση του ευεργετήματος της νομικής αρωγής στην Αιτήτρια.
Έχω μελετήσει προσεκτικά το Γραπτό Σημείωμα του Γενικού Εισαγγελέα, τη συνέντευξη της Αιτήτριας ενώπιόν των αρμόδιων λειτουργών, την εισηγητική έκθεση του λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου, την απόφαση του Προϊσταμένου και γενικά το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιόν μου.
Προς αξιολόγηση των όσων προέβαλε η Αιτήτρια, ο λειτουργός της ΕUAA διέκρινε δυο (2) ουσιώδεις ισχυρισμούς: ο πρώτος αναφορικά με τα προσωπικά στοιχεία, την καταγωγή και τον τόπο διαμονής της Αιτήτριας και ο δεύτερος αναφορικά με τον αναγκαστικό γάμο της Αιτήτριας με τον θείο της, ο οποίος την είχε βιάσει.
Ο πρώτος ισχυρισμός έγινε δεκτός από το λειτουργό, διότι η Αιτήτρια υπήρξε σαφής και συνεπής στην παράθεση πληροφοριών, οι οποίες επιβεβαιώθηκαν και από διεθνείς πηγές.
Ωστόσο ο δεύτερος κρίσιμος ισχυρισμός της απορρίφθηκε, καθώς κρίθηκε ότι οι λόγοι που επικαλέστηκε, εξαιτίας των οποίων αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής της, στερούνται εσωτερικής αξιοπιστίας. Συγκεκριμένα, οι δηλώσεις της Αιτήτριας ως προς τον αναγκαστικό γάμο με τον θείο της, κρίθηκαν ως μη λεπτομερείς, μη ευλογοφανείς καθώς και αντιφατικές.
Κατά την αξιολόγηση των δηλώσεων της Αιτήτριας, παρατηρήθηκε έλλειψη επαρκών πληροφοριών, ασάφεια και αντιφάσεων στις δηλώσεις της σχετικά με τη φυλή Yanzi και τις παραδόσεις της, παρά το γεγονός ότι επικαλέστηκε προσωπική εμπειρία αυτής της παράδοσης ως γενεσιουργό αιτία της δίωξής της. Η Αιτήτρια δεν μπόρεσε να προσφέρει ουσιαστικές και ακριβείς πληροφορίες ούτε να απαντήσει με ευλογοφάνεια στις ερωτήσεις που της τέθηκαν. Η έλλειψη γνώσεων για το όνομα της παράδοσης, σε συνδυασμό με τις γενικόλογες και ασαφείς απαντήσεις της, κρίθηκε ότι πλήττει την εσωτερική αξιοπιστία των ισχυρισμών της.
Επιπλέον, κρίθηκε ότι η Αιτήτρια παρουσίασε αντιφάσεις και χρονική ασυνέπεια σχετικά με την έναρξη του προβλήματός της, αλλάζοντας επανειλημμένα το αφήγημά της ως προς το πότε η οικογένειά της άρχισε να την πιέζει για αναγκαστικό γάμο με τον θείο της. Η διαρκής μεταβολή των δηλώσεών της, σε συνδυασμό με την αποτυχία της να παράσχει λεπτομέρειες για σημαντικά γεγονότα, όπως ο ισχυριζόμενος βιασμός της και οι σχέσεις της με τον θείο και την οικογένειά της, κρίθηκε ότι υπονομεύει την αξιοπιστία των ισχυρισμών της.
Αντίστοιχα, η αξιολόγηση του ισχυρισμού της περί κινδύνου δίωξης ή σοβαρής βλάβης σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της έδειξε επίσης ασάφεια και αντίφαση. Η Αιτήτρια παρουσίασε διαφορετικές εκδοχές για τον φόβο της, άλλοτε αναφέροντας τον κίνδυνο εξαναγκαστικού γάμου και άλλοτε δηλώνοντας ότι θα σκοτωθεί λόγω της απόκτησης παιδιών εκτός του λογοδοτημένου γάμου. Οι αντιφάσεις αυτές, καθώς και η αποτυχία της να προσδιορίσει συγκεκριμένους κινδύνους, υποδεικνύουν την απουσία τεκμηριωμένου φόβου δίωξης.
Επιπλέον, ο λειτουργός της EUAA προέβη σε αξιολόγηση κινδύνου και διαπίστωσε ότι, βάσει των εξατομικευμένων συνθηκών της Αιτήτριας, δεν υφίστανται εύλογοι λόγοι να πιστεύεται ότι θα αντιμετωπίσει κίνδυνο δίωξης ή σοβαρής βλάβης στη χώρα καταγωγής της.
Τέλος, ο λειτουργός της EUAA, εξετάζοντας τις προϋποθέσεις για την παροχή προσφυγικού καθεστώτος και συμπληρωματικής προστασίας, έκρινε βάσει των δηλώσεων της Αιτήτριας, ότι δεν τεκμηριώνεται φόβος δίωξης για έναν από τους πέντε λόγους που προβλέπονται στο άρθρο 1 Α(2) της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 και στο άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου. Αξιολογώντας περαιτέρω τις προϋποθέσεις για συμπληρωματική προστασία, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι η Αιτήτρια δεν εμπίπτει ούτε σε αυτό το καθεστώς, καταλήγοντας σε απόρριψη του αιτήματος της για διεθνή προστασία.
Στο έντυπο της αίτησής τους στην παρούσα διαδικασία δεν καταγράφεται οτιδήποτε από την Αιτήτρια. Κατά την επ' ακροατηρίω διαδικασία, όταν η Αιτήτρια ρωτήθηκε κατά πόσο ήθελε να προσθέσει οτιδήποτε, απάντησε αρνητικά σημειώνοντας ότι οι γονείς της ήταν ξαδέλφια και οι ίδιοι δεν ήθελαν ποτέ τα παιδιά τους (εμείς) να γνωρίζουν τίποτα περισσότερο, προβάλλοντας ότι οι γονείς της, την μεγάλωσαν με χριστιανικά ιδεώδη και δεν ήθελαν να γνωρίζουν τα έθιμα της παράδοσης τους. Ερωτηθείσα εάν θα αντιμετώπιζε πρόβλημα με τις αρχές της χώρας καταγωγής της σε περίπτωση επιστροφής της, η Αιτήτρια απάντησε αρνητικά. Ακολούθως, η Αιτήτρια ανέφερε ότι δεν έχει κοντά τους γονείς της για να την βοηθήσουν με τα παιδιά της. Δήλωσε ότι ούτε στην Κύπρο ούτε και στην πατρίδα της είναι εύκολο με τα παιδιά και πρόσθεσε ότι είναι δύσκολο να είναι κανείς μονογονιός. Η Αιτήτρια υποστήριξε ότι είναι στον 9ο μήνα της εγκυμοσύνης της και ο πατέρας των παιδιών της είναι αιτητής ασύλου και συμπατριώτης της τον οποίο γνώρισε στη Δημοκρατία. Πρόσθετα, ερωτηθείσα από το Δικαστήριο ως προς το ποιοι από την οικογένειά της έχουν απομείνει στη ΛΔΚ η Αιτήτρια αναφέρθηκε στην μητέρα της, με την οποία έχει καλές σχέσεις και τηλεφωνική επαφή 2-4 φορές τη βδομάδα. Πρόσθεσε ότι έχει επίσης μία αδελφή 20 ετών και έναν αδελφό 18 ετών τα νέα των οποίων μαθαίνει μέσω της μητέρας της.
Ακολούθως, η συνήγορος των Καθ’ ων η Αίτηση υιοθετώντας το περιεχόμενο του σημειώματος της, επισήμανε ότι η Αιτήτρια είναι αναξιόπιστη και ότι η αίτησή της θα πρέπει να απορριφθεί καθώς η προσφυγή της δεν έχει πιθανότητες επιτυχίας.
Η εκτίμηση του Δικαστηρίου
Έχω μελετήσει προσεκτικά το Γραπτό Σημείωμα του Γενικού Εισαγγελέα, τα έγγραφα του διοικητικού φακέλου, τη συνέντευξη της Αιτήτριας ενώπιον του λειτουργού της EUAA, την εισηγητική έκθεση και την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου και γενικά το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιόν μου.
Έχοντας ανατρέξει στο πρακτικό της συνέντευξης, εκ πρώτης όψεως, συμφωνώ με τα ευρήματα του λειτουργού όσον αφορά τους δυο ισχυρισμούς της Αιτήτριας στο βαθμό που διαφαίνεται ότι ο λειτουργός αξιολόγησε τους ισχυρισμούς με βάση τους δείκτες αξιοπιστίας, ενώ ως προς την εξωτερική αξιοπιστία των ισχυρισμών, λήφθηκαν υπόψη αξιόπιστες πηγές πληροφόρησης. Συμφωνώ συνεπώς, εκ πρώτης όψεως με την απόρριψη των ισχυρισμών αυτών ως αναξιόπιστων.
Πρόσθετα παρατηρώ ότι ο λειτουργός της EUAA, προέβη σε εκτενή έρευνα σχετικά με το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό και συγκεκριμένα για την εκπαίδευση, την υγεία και την ασφάλεια καταλήγοντας ότι το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού διατηρείται.
Υπό το φως των ανωτέρω, φρονώ πως η απόφαση για απόρριψη της αίτησης της Αιτήτριας και του ανήλικου τέκνου της για διεθνή προστασία, κρίνεται εκ πρώτης όψεως ως ορθή. Παρατηρώ καταρχάς ότι η απόφαση βασίζεται σε λεπτομερή έρευνα σχετικά με το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού, όπως αυτό εξετάζεται σε σχέση με την κατάσταση ΛΔΚ. Ο λειτουργός της EUAA κατέγραψε εκτενώς τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η χώρα, όπως οι ελλείψεις στην εκπαίδευση, την υγεία και την ασφάλεια. Ωστόσο, τόνισε ότι τα σοβαρότερα προβλήματα εμφανίζονται κυρίως στις αγροτικές περιοχές, ενώ η Αιτήτρια και το παιδί της αναμένεται να επιστρέψουν στην πρωτεύουσα Κινσάσα, όπου οι συνθήκες είναι πιο ευνοϊκές. Η διαφοροποίηση αυτή αποτελεί εκ πρώτης όψεως εύλογη βάση για να καταλήξει το αρμόδιο όργανο στο συμπέρασμα ότι το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού διατηρείται, καθώς η επιστροφή τους (Αιτήτριας και τέκνου) προβλέπεται σε ένα περιβάλλον που, αν και όχι ιδανικό, παρέχει περισσότερες ευκαιρίες για πρόσβαση σε εκπαίδευση και υγεία σε σχέση με άλλες περιοχές της χώρας.
Επιπλέον, η απόφαση λαμβάνει υπόψη τις ατομικές περιστάσεις της Αιτήτριας, αναγνωρίζοντας ότι πρόκειται για μία μορφωμένη γυναίκα, ικανή να εργαστεί, με γνώση της τοπικής γλώσσας και εμπειρία στην αγορά εργασίας τόσο στη χώρα καταγωγής της όσο και στην Κύπρο. Αυτά τα χαρακτηριστικά την καθιστούν, σύμφωνα με τον λειτουργό EUAA, ικανή να προσαρμοστεί στις συνθήκες της χώρας καταγωγής της. Επιπρόσθετα, επισημαίνεται ότι διαθέτει υποστηρικτικό δίκτυο, καθώς διατηρεί συχνή επικοινωνία με τη μητέρα της, η οποία διατηρεί επιχείρηση στη ΛΔΚ. Παράλληλα και τα δύο της αδέλφια διαμένουν στη ΛΔΚ με τη μητέρα τους. Η ύπαρξη αυτού του δικτύου ενισχύει τη δυνατότητά της Αιτήτριας να επανενταχθεί στη χώρα της, προσφέροντας ένα πλαίσιο υποστήριξης που μπορεί να διευκολύνει τη διαδικασία προσαρμογής.
Ακόμη, η απόφαση διακρίνεται από τη χρήση αξιόπιστων πηγών πληροφόρησης. Ο λειτουργός της EUAA αναφέρεται σε επίσημες εκθέσεις και δεδομένα που περιγράφουν την κατάσταση στη ΛΔΚ, ιδίως αναφορικά με τις περιοχές που πλήττονται από ένοπλες συγκρούσεις. Στη βάση αυτών των πηγών, διατυπώνεται το συμπέρασμα ότι η Κινσάσα, όπου αναμένεται να επιστρέψει η Αιτήτρια, δεν αντιμετωπίζει τις ίδιες προκλήσεις ασφαλείας με τις αγροτικές περιοχές. Η διαφοροποίηση αυτή υποστηρίζει την εκτίμηση ότι η επιστροφή στην πρωτεύουσα δεν εκθέτει την Αιτήτρια και το τέκνο της σε άμεσο και σοβαρό κίνδυνο.
Τέλος, παρά το γεγονός ότι αναγνωρίζονται οι δυσκολίες που επικρατούν στη ΛΔΚ, η ανάλυση του λειτουργούν της EUAA στηρίζεται στην εκτίμηση ότι οι συνθήκες για την Αιτήτρια και το παιδί της είναι διαχειρίσιμες, ιδίως λόγω των προσωπικών τους χαρακτηριστικών και του υποστηρικτικού δικτύου που διαθέτουν. Αυτή η ισορροπημένη προσέγγιση, η οποία λαμβάνει υπόψη τόσο τις γενικές συνθήκες της χώρας όσο και τις ατομικές περιστάσεις, αιτιολογεί, εκ πρώτης όψεως, επαρκώς την προσβαλλόμενη απόφαση.
Φρονώ συνεπώς ότι εκ πρώτης όψεως, η κατάληξη της Υπηρεσίας Ασύλου φαίνεται να είναι επαρκώς αιτιολογημένη, καθώς βασίζεται σε αντικειμενική ανάλυση της κατάστασης στη ΛΔΚ, στη διατήρηση της ενότητας της οικογένειας και στην απουσία κινδύνων που να υπερβαίνουν τις δυνατότητες αντιμετώπισης. Συνεπώς, η απόφαση για επιστροφή του παιδιού στη ΛΔΚ μαζί με τη μητέρα του συνάδει εκ πρώτης όψεως με το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού, όπως αυτό ορίζεται από το διεθνές και εθνικό δίκαιο.
Για τους πιο πάνω λόγους, δεν εντοπίζω στο παρόν στάδιο λόγο διαφοροποίησης, τουλάχιστον εκ πρώτης όψεως, από την καταληκτική κρίση του αρμόδιου λειτουργού.
ΚΑΤΑΛΗΞΗ
Ενόψει των πιο πάνω φρονώ πως - εκ πρώτης όψεως - δεν υφίσταται δικαιολογημένος φόβος δίωξης κατά την έννοια των διατάξεων της Σύμβασης της Γενεύης όσο και των διατάξεων του άρθρου 3 του Περί Προσφύγων Νόμου 2000 (6(I)/2000) για κάποιο από τους περιοριστικά αναγραφόμενους στη Σύμβαση της Γενεύης λόγους για χορήγηση προσφυγικού καθεστώτος. Ούτε περαιτέρω φαίνεται να τεκμηριώνονται τέτοιοι ισχυρισμοί, οι οποίοι να δικαιολογούν την υπαγωγή της Αιτήτριας και του τέκνου της στο καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας.
Για τους λόγους που έχουν εκτεθεί καταλήγω -στο βαθμό που απαιτείται στην παρούσα, η οποία δεν απαιτεί εις βάθος εξέταση της ουσίας της αιτήσεως διεθνούς προστασίας- ότι, βάσει των προνοιών της σχετικής νομοθεσίας, και λαμβανομένων υπόψη των ενώπιόν μου στοιχείων, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η προσφυγή εναντίον της επίδικης απόφασης έχει πραγματικές πιθανότητες επιτυχίας. Με δεδομένο τούτο παρέλκει η εξέταση της παρούσας στην βάση της οικονομικής δυνατότητας της Αιτήτριας να ανταπεξέλθει στα έξοδα της προσφυγής που προτίθεται να καταχωρήσει.
Η Αιτήτρια έχει βεβαίως κάθε δικαίωμα εάν επιθυμεί να προωθήσει την προσφυγή που έχει ήδη καταχωρίσει στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας, με δικά της έξοδα, παρά την απόρριψη της αίτησής της για παραχώρηση σε αυτήν δωρεάν νομικής αρωγής.
Με δεδομένη τη μη ικανοποίηση της απαραίτητης εκ του Νόμου προϋπόθεσης, η αίτηση αναπόφευκτα απορρίπτεται χωρίς έξοδα.
Τα έξοδα του Διερμηνέα καθ' όλη τη διάρκεια της διαδικασίας, να καταβληθούν από τη Δημοκρατία. Ενόψει του γεγονότος ότι η Αιτήτρια εμφανίζεται προσωπικά δεν εκδίδεται καμία άλλη διαταγή για έξοδα.
Ε. Ρήγα, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο