
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Νομική Αρωγή αρ.197/24
9 Ιανουαρίου 2025
[Α. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΝΟΜΙΚΗΣ ΑΡΩΓΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΑΡ.1 ΤΟΥ 2003 ΚΑΙ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΝΟΜΙΚΗΣ ΑΡΩΓΗΣ ΝΟΜΟ ΤΟΥ 2002 (Ν. 165(Ι)/2002)
Αίτηση από:
D. S.
Αιτητής
Αιτητές εμφανίζονται αυτοπροσώπως
Κα Λ. Βελίκοβα, Δικηγόρος για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας
Κος Ρ. Ευαγγέλου, μεταφραστής για πιστή μετάφραση από Αγγλικά στα Ελληνικά και αντίστροφα
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Ο αιτητής καταχώρησε την παρούσα αίτηση νομικής αρωγής, προκειμένου να διορίσει δικηγόρο για να χειριστεί την προσφυγή αρ.4516/24 που ήδη καταχώρησε κατά της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημ.12/11/24, με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση διεθνούς προστασίας που υπέβαλε στις 25/07/24.
Ως προκύπτει από το σημείωμα του Γενικού Εισαγγελέα που κατατέθηκε στα πλαίσια της παρούσας, η αιτήτρια κατάγεται από τη Σιέρρα Λεόνε, εισήλθε στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές παράτυπα, μέσω κατεχομένων, στις 19/07/24 και στις 25/07/24 υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας, η οποία απορρίφθηκε με την δια της προσφυγής αρ.4516/24 προσβαλλόμενη απόφαση.
Η παρούσα στηρίζεται στους περί Νομικής Αρωγής Διαδικαστικούς Κανονισμούς (Αρ.1) του 2003 και στον περί Νομικής Αρωγής Νόμο του 2002, Ν. 165(Ι)/2002, στις διατάξεις του άρθρου 6Β (2) (α) και 6Β (2) (ββ), που ορίζει τα ακόλουθα:
«(2) Παρέχεται δωρεάν νομική αρωγή σε αιτητή διεθνούς προστασίας, ο οποίος ασκεί προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου, δυνάμει των διατάξεων του Άρθρου 146 του Συντάγματος -
[…]
(α) Κατά δυσμενούς απόφασης του Προϊσταμένου επί της αίτησης διεθνούς προστασίας του εν λόγω αιτητή, την οποία απόφαση ο Προϊστάμενος έλαβε δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 5, 12Βδις, 12Βτετράκις, 12Δ ή 13 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, ή
υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
(αα) Η δωρεάν νομική αρωγή αφορά μόνο την πρωτοβάθμια εκδίκαση της προσφυγής ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου δυνάμει των διατάξεων του Άρθρου 146 του Συντάγματος, και όχι την εκδίκαση έφεσης ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου κατά της δικαστικής απόφασης η οποία εκδίδεται στα πλαίσια της εν λόγω πρωτοβάθμιας εκδίκασης, ούτε άλλο ένδικο μέσο∙ και
(ββ) κατά την κρίση του Διοικητικού Δικαστηρίου, η προσφυγή έχει πραγματικές πιθανότητες επιτυχίας:
Νοείται ότι οι διατάξεις της παραγράφου (ββ) εφαρμόζονται χωρίς να περιορίζουν αυθαίρετα την παροχή της δωρεάν νομικής αρωγής και χωρίς να εμποδίζεται η ουσιαστική πρόσβαση του αιτητή διεθνούς προστασίας στη δικαιοσύνη.»
Κατά την εξέταση αιτήσεως νομικής αρωγής το Δικαστήριο προβαίνει σε εκ πρώτης όψεως εξέταση της υπόθεσης, χωρίς να αποφασίζεται οριστικά η τύχη της προσφυγής που σε κάθε περίπτωση έχει δικαίωμα να καταχωρήσει ή να προωθήσει (αν έχει ήδη καταχωρηθεί) με ίδια μέσα ο αιτητής, δεδομένου ότι το αποτέλεσμα της δεν επηρεάζει και δεν προδικάζει την έκβαση της (βλ. Durgo Man v. Δημοκρατίας, Νομ. Αρ. 278/09, ημ.15/07/09).
Στην απόφαση στην αίτηση Νομικής Αρωγής αρ.31/2013, SINGH KHUSHWANT του Ανωτάτου Δικαστηρίου αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:
«Όπως νομολογιακά έχει αποφασιστεί, ο Νόμος δίνει ευρεία διακριτική ευχέρεια στο Δικαστήριο να αποφασίσει, κατά πόσον «είναι πιθανό να εκδοθεί θετική δικαστική απόφαση». Είναι, επίσης, πάγια γραμμή της Νομολογίας, ότι ο Αιτητής δεν πρέπει να στερείται, χωρίς επαρκή λόγο, του δικαιώματός του να ακουστεί η προσφυγή του από το Ανώτατο Δικαστήριο, έχοντας τη βοήθεια συνηγόρου. Από την άλλη, όμως, δεν είναι επιτρεπτή η παροχή νομικής αρωγής ανεξέλεγκτα, με συνακόλουθο την σπατάλη δημοσίου χρήματος με την καταχώρηση προσφυγών, οι οποίες δεν έχουν πιθανότητα επιτυχίας.
[…]
Παρεμβάλλω ότι είναι βασική αρχή πως το Δικαστήριο, εξετάζοντας αιτήσεις αυτής της μορφής και ασκώντας την ευρεία διακριτική του εξουσία, δεν προβαίνει σε οριστικά συμπεράσματα ως προς το αποτέλεσμα της ίδιας της προσφυγής, αλλά παραμένει στην πιθανολόγηση έκδοσης θετικής απόφασης.
[…]. Τελικό, λοιπόν, κριτήριο είναι η πιθανότητα έκδοσης θετικής δικαστικής απόφασης και, κατά την εξέταση μιας τέτοιας πιθανότητας, το Δικαστήριο δεν αποφασίζει για την οριστική τύχη της προσφυγής, αλλά, όπως είναι καθήκον του, σταθμίζει τα ενώπιόν του στοιχεία, προκειμένου να κρίνει κατά πόσον οι απαραίτητες προϋποθέσεις του Νόμου ικανοποιούνται, για να συνεκτιμήσει την πιθανότητα έκδοσης θετικής δικαστικής απόφασης στην αναμενόμενη να καταχωρηθεί προσφυγή.».
Από τα συνημμένα στο Σημείωμα του Γενικού Εισαγγελέα προκύπτουν τα ακόλουθα.
Στην αίτηση ασύλου ο αιτητής κατέγραψε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής λόγω «σεξουαλικών προτιμήσεων». Ως αναφέρει, οι γονείς του είναι Μουσουλμάνοι και δεν μπορούν να το αποδεχτούν και ο κοινωνικός περίγυρος είναι εξίσου «εχθρικός» προς τους ομοφυλόφιλους. Όταν το έμαθαν οι συγγενείς του θα μπορούσε να του συμβεί το οτιδήποτε, ως αναφέρει, και αφού βρισκόταν σε κίνδυνο έπρεπε να εγκαταλείψει τη χώρα για να προστατευτεί.
Κατά τη συνέντευξη ο αιτητής ανέφερε ότι γεννήθηκε και διέμενε στο Freetown, με την οικογένεια του, είναι μουσουλμάνος, οι γονείς του ζουν, σπούδαζε accounting, όμως δεν κατάφερε να ολοκληρώσει τις σπουδές του, έχει δύο μικρότερα αδέλφια (αδελφή και αδελφό), με τους οποίους δεν διατηρεί επαφές και επίσης θείους και ξαδέλφια.
Αναφορικά με τους λόγους που εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής του δήλωσε πως δεχόταν απειλές από τους γονείς του, ειδικά τον πατέρα του, λόγω των σεξουαλικών του προτιμήσεων. Η αδελφή του μόλις εντόπισε μέσω του κινητού του, τις σεξουαλικές του προτιμήσεις ενημέρωσε τους γονείς και τους συγγενείς της, με αποτέλεσμα αυτός να θέλει να φύγει από την πατρική του οικία μιας και ο πατέρας του ήταν αντίθετος με αυτό και τον απειλούσε. Ερωτηθείς να αναφέρει πότε κατάλαβε πως τον έλκυε το ίδιο φύλο, ανέφερε ένα περιστατικό στο γυμνάσιο όπου ένας συμμαθητής του, ανέφερε για την σεξουαλικότητα του και το γεγονός πως του άρεσαν άτομα του ίδιου φύλου, με αποτέλεσμα ο αιτητής να νιώθει – ως ανέφερε - κι αυτός το ίδιο. Ανέφερε περαιτέρω πως ο συμμαθητής του τον φίλησε και προχώρησαν σε σεξουαλική επαφή και πως η σχέση τους διήρκησε για 2-3 χρόνια.
Σε ερωτήσεις αναφορικά με τη σεξουαλική του ταυτότητα ο αιτητής ανέφερε το περιστατικό με συμμαθητή του σε πάρτι, ενώ κληθείς να περιγράψει τα συναισθήματα του αναφορικά με αυτό, ανέφερε ότι ελκύεται από άτομα του ίδιου φύλου. Σχετικά με το νομικό πλαίσιο στη χώρα του ως προς την ομοφυλοφιλία ο αιτητής ανέφερε ότι είναι ανεπίτρεπτο, χωρίς ωστόσο να γνωρίζει την ποινή που επιβάλλεται.
Ερωτηθείς ποιες θα ήταν οι συνέπειες εάν επέστρεφε πίσω στην χώρα καταγωγής του, δήλωσε πως θα ήταν νεκρός μέχρι τώρα, λόγω των απειλών του πατέρα του και των συγγενών του. Ερωτηθείς για περίπτωση μετεγκατάστασης, απάντησε πως εάν οι συγγενείς του τον βρουν ίσως να χρειαστεί να κάνει ότι του πουν.
Η Υπηρεσία Ασύλου, εξετάζοντας τα λεγόμενα του αιτητή, σχημάτισε δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς, ως ακολούθως.
1. Ταυτότητα, προφίλ και χώρα καταγωγής και τόπος διαμονής του αιτητή
2. Σεξουαλικός προσανατολισμός του αιτητή ως ομοφυλόφιλο άτομο
Εκ των ως άνω έγινε δεκτός ο 1ος ισχυρισμός, απορρίφθηκε δε ο 2ος ισχυρισμός του ως αναξιόπιστος.
Αναφορικά με τον 2ο ουσιώδη ισχυρισμό, κρίθηκε πως ο αιτητής δεν ήταν σε θέση να δώσει ικανοποιητικές και επαρκείς πληροφορίες σε θέματα που άπτονται του πυρήνα του αιτήματος του. Συγκεκριμένα κρίθηκε ότι ο αιτητής υπήρξε γενικόλογος σχετικά με τη συνειδητοποίηση της διαφορετικότητας του, δεν παρέθεσε λεπτομέρειες για την 1η του εμπειρία με ομόφυλο του, το πως βίωνε ο ίδιος τον σεξουαλικό προσανατολισμό του και δεν ήταν σε θέση να δώσει καμία βιωματική λεπτομέρεια για τα όσα συνέβησαν στον ίδιο μετά την αποκάλυψη της κατ’ ισχυρισμό ομοφυλοφιλίας του στην οικογένεια του. Ομοίως ο αιτητής δεν ήταν σε θέση να περιγράψει τις εσωτερικές διεργασίες του μετά τη συνειδητοποίηση του σεξουαλικού του προσανατολισμού και, σε ερωτήσεις που του υποβλήθηκαν παρέμεινε γενικόλογος τόσο σχετικά με τις αντιδράσεις της οικογένειας του και του φίλου του, όσο και σχετικά με την ενδεχόμενη βλάβη που κατ’ ισχυρισμό απειλείται εκ της οικογένειας του. Για τους λόγους αυτούς κρίθηκε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις εσωτερικής συνοχής των ισχυρισμών του αιτητή.
Στα πλαίσια εξέτασης της εξωτερικής συνοχής των ισχυρισμών του αιτητή έγινε έρευνα σε αξιόπιστες πηγές πληροφόρησης εκ της οποίας προέκυψε ότι τα όσα ανέφερε περί κινδύνου δίωξης ατόμων ΛΟΑΤΚΙ συνάδουν με διαθέσιμες πληροφορίες, οι οποίες κάνουν λόγο για αυθαίρετες συλλήψεις και κρατήσεις και άλλες μορφές παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων αλλά και διακρίσεις, τόσο από τις αρχές, όσο και από τον κοινωνικό περίγυρο και οικογένεια.
Παρά τα ως άνω, δεδομένης της τρωθείσας εσωτερικής συνοχής των ισχυρισμών του αιτητή, ήταν κατάληξη των καθ’ ων η αίτηση ότι ο 2ος ουσιώδης ισχυρισμός δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός, καθότι – εφόσον δεν διατηρεί εσωτερική συνοχή – το γεγονός ότι διαθέσιμες πληροφορίες επιβεβαιώνουν τη δίωξη ΛΟΑΤΚΙ ατόμων δεν είναι αρκετό για αποδοχή του αφηγήματος του αιτητή εν προκειμένω.
Κατά την αξιολόγηση κινδύνου στη βάση του 1ου ουσιώδους ισχυρισμού, κατόπιν επισκόπησης και αξιολόγησης της κατάστασης ασφαλείας στον τόπο διαμονής του αιτητή (Freetown), σε συνάρτηση με το προφίλ και τις προσωπικές περιστάσεις του, η Υπηρεσία κατέληξε ότι δεν καταδεικνύεται εύλογη πιθανότητα κατά την επιστροφή του να υποστεί δίωξη ή σοβαρή βλάβη.
Συνεπεία των ως άνω η επίδικη αίτηση απορρίφθηκε ως αβάσιμη.
Στον αιτητή μεταφράστηκε το σημείωμα του Γενικού Εισαγγελέα και του δόθηκε η ευκαιρία να αναφέρει οτιδήποτε επιθυμεί, αφότου του εξηγήθηκαν οι προϋποθέσεις που θέτει η οικεία νομοθεσία για την έγκριση αιτήσεων ως η παρούσα, ως και ανωτέρω καταγράφεται. Κατά την ακρόαση ο αιτητής ανέφερε ότι κατά τη συνέντευξη είχε μόλις έρθει στη Δημοκρατία και είχε τραύμα και στίγμα, ότι επιθυμεί να μιλήσει με δικηγόρο, καθώς – ως ανέφερε – έχει πιθανότητες να πετύχει η προσφυγή του και με βάση το ενωσιακό δίκαιο δικαιούται καθένας να έχει δικηγόρο αλλά και λόγω της οικονομικής του κατάστασης.
Έχω διέλθει με προσοχή του περιεχομένου του σημειώματος του Γενικού Εισαγγελέα, των συνημμένων σ’ αυτό εγγράφων αλλά και των δηλώσεων του αιτητή στα πλαίσια της παρούσης.
Προχωρώ σε αξιολόγηση των ενώπιον μου στοιχείων σε συνάρτηση με το νομικό πλαίσιο επί αιτήσεων νομικής αρωγής, ως ανωτέρω καταγράφεται.
Στο εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», Δικαστική ανάλυση, σελ.98, αναφέρεται ότι «[…] απαιτείται ισορροπημένη και αντικειμενική αξιολόγηση του αν η αφήγηση του αιτούντος αντικατοπτρίζει την αφήγηση που αναμένεται από ένα πρόσωπο στην κατάσταση του αιτούντος το οποίο αφηγείται μια πραγματική προσωπική εμπειρία.». Στη σελ.102 του ιδίου εγχειριδίου, αναφέρονται τα εξής: «[Οι] δείκτες αξιοπιστίας είναι απλοί δείκτες και δεν συνιστούν αυστηρά κριτήρια ή προϋποθέσεις. Παρότι οι τέσσερις δείκτες που προσδιορίστηκαν ανωτέρω (εσωτερική και εξωτερική συνέπεια, επαρκώς λεπτομερείς πληροφορίες και ευλογοφάνεια) αποτυπώνουν τους δείκτες που εφαρμόζουν στην πράξη τα δικαστήρια, κανένας από αυτούς δεν μπορεί να θεωρηθεί καθοριστικός. Η σημασία τους από υπόθεση σε υπόθεση ποικίλλει σημαντικά. Σε κάθε περίπτωση είναι αναγκαία η εξέταση του σωρευτικού τους αντίκτυπου (305). […]
Από την ανωτέρω ανάλυση προκύπτει ότι δεν υπάρχει απλή απάντηση στο ερώτημα που αφορά τον τρόπο αξιολόγησης της αξιοπιστίας σε υποθέσεις διεθνούς προστασίας. Το μόνο που μπορεί να ειπωθεί είναι ότι η αξιολόγηση πρέπει να διενεργείται με βάση το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων, λαμβανομένων υπόψη των αρχών, των μεθόδων και των δεικτών που αναφέρονται στην παρούσα ανάλυση. Οι αρχές, οι μέθοδοι και οι δείκτες αυτοί θα πρέπει να εφαρμόζονται με προσοχή (307), αντικειμενικότητα και αμεροληψία, ώστε να αποφευχθεί τυχόν εσφαλμένη και απλοϊκή απόρριψη, ή αφελής και ανεπιφύλακτη αποδοχή μιας συγκεκριμένης αφήγησης.»
Στο ίδιο εγχειρίδιο, σελ.204, αναφέρονται, τα εξής:
«Όσον αφορά την αξιολόγηση της αξιοπιστίας, οι αιτήσεις που βασίζονται σε γενετήσιο προσανατολισμό ή ταυτότητα φύλου μπορεί να είναι ιδιαίτερα δύσκολες στον χειρισμό, επειδή οι λόγοι της αίτησης συνδέονται με ευαίσθητες και προσωπικές πτυχές της ιδιωτικής ζωής. Οι αιτούντες ενδέχεται να νιώθουν στιγματισμένοι, να ντρέπονται και/ή να αρνούνται την πραγματικότητα· ενδέχεται επίσης να έχουν υποστεί απόρριψη και/ή κακομεταχείριση από την οικογένεια και/ή την κοινότητά τους. Οι παράγοντες αυτοί μπορεί να καθιστούν δύσκολη για τους αιτούντες την αποκάλυψη των ουσιωδών πραγματικών περιστατικών με σαφή και συνεκτικό τρόπο και, ως εκ τούτου, τα αποδεικτικά στοιχεία που παρουσιάζουν μπορεί να γνωστοποιούνται με καθυστέρηση, να είναι ελλιπή και να περιέχουν ανακολουθίες.
Ένα από τα μοντέλα που αναφέρονται στη βιβλιογραφία, το μοντέλο DSSH υπ’ αριθ. 2 [Difference, Stigma, Shame, Harm (Διαφορά, Στίγμα, Ντροπή, Βλάβη)], βασίζεται στην αντίληψη ότι υπάρχουν ορισμένα βασικά χαρακτηριστικά ή στοιχεία τα οποία είναι πιθανό να είναι κοινά σε άτομα που αναγνωρίζουν ένα φύλο ή μια σεξουαλική ταυτότητα που δεν συνάδει με τις ετεροκανονικές κοινωνίες στις οποίες ζουν (όπου ο κανόνας είναι η ταύτιση του βιολογικού και του κοινωνικού φύλου και η ετεροφυλοφιλία). Το μοντέλο προτείνει μια διαρθρωμένη μεθοδολογία για την αξιολόγηση αιτήσεων, η οποία βασίζεται στο φύλο και στη σεξουαλική ταυτότητα και εξηγείται, με πρακτικά παραδείγματα, στον δεύτερο τόμο του εγχειριδίου με τίτλο Credibility assessment training manual της Ουγγρικής Επιτροπής του Ελσίνκι.
[…]
Η ύπαρξη ή μη ορισμένων στερεοτυπικών συμπεριφορών ή εμφανίσεων δεν θα πρέπει να αποτελεί βάση για να συναχθεί το συμπέρασμα ότι ο αιτών έχει ή δεν έχει ορισμένο γενετήσιο προσανατολισμό και/ή ορισμένη ταυτότητα φύλου. Δεν υπάρχουν καθολικά χαρακτηριστικά ή ιδιότητες που τυποποιούν τα άτομα ΛΟΑΔΜ (λεσβίες, ομοφυλόφιλοι αμφιφυλόφιλα, διεμφυλικά και μεσοφυλικά άτομα), όπως δεν υπάρχουν και για τα ετεροφυλόφιλα άτομα. Οι εμπειρίες της ζωής τους μπορεί να διαφέρουν σημαντικά, ακόμη και αν προέρχονται από την ίδια χώρα.»
Θα πρέπει να τονισθεί κατ’ αρχήν ότι κατά την εξέταση και αξιολόγηση ισχυρισμών που σχετίζονται με σεξουαλικό προσανατολισμό δεν χωρούν βεβαίως τυποποιημένες προσεγγίσεις και η αξιολόγηση αξιοπιστίας δεν μπορεί να βασίζεται σε στερεοτυπικά πρότυπα (βλ. απόφαση ΔΕΕ, C-148/13-C-150/13, A. B. C., ημ.02/12/14). Περαιτέρω δεν πρέπει να ζητείται από τον αιτητή να υπεισέλθει σε λεπτομέρειες για σεξουαλικές εμπειρίες. Αξίζει επίσης να σημειωθεί επίσης ότι το μοντέλο DSSH, του οποίου έγινε χρήση κατά την εξέταση και της επίδικης, αποτελεί αντικείμενο προβληματισμού [1] και γι’ αυτό θεωρώ ότι η χρήση του θα πρέπει να γίνεται με ιδιαίτερη προσοχή.
Στην απόφαση Α. Β. C. του ΔΕΕ (ανωτέρω) αναφέρονται τα εξής κατατοπιστικά στις σκέψεις 61-64, επί του ζητήματος αξιολόγησης αξιοπιστίας στα πλαίσια υποθέσεων ως η παρούσα.
«61. Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 4, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, της οδηγίας 2004/83 επιβάλλει στις αρμόδιες αρχές την υποχρέωση να προβαίνουν στην αξιολόγησή τους συνεκτιμώντας την ατομική κατάσταση και τις προσωπικές περιστάσεις του αιτούντος και ότι το άρθρο 13, παράγραφος 3, στοιχείο α΄, της οδηγίας 2005/85 απαιτεί από τις ίδιες αυτές αρχές να διεξάγουν τη συνέντευξη συνεκτιμώντας τις προσωπικές ή γενικές συνθήκες που περιβάλλουν την αίτηση ασύλου.
62. Μολονότι η υποβολή ερωτήσεων που αφορούν στερεοτυπικές αντιλήψεις ενδέχεται να συνιστά χρήσιμο στοιχείο στη διάθεση των αρμόδιων αρχών προκειμένου να προβούν στη σχετική αξιολόγηση, εντούτοις η εκτίμηση των αιτήσεων για την παροχή του καθεστώτος πρόσφυγα η οποία στηρίζεται αποκλειστικά και μόνο σε στερεοτυπικές αντιλήψεις συνδεόμενες με τους ομοφυλόφιλους δεν ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις των διατάξεων που μνημονεύονται στην προηγούμενη σκέψη, στο μέτρο που δεν παρέχει στις εν λόγω αρχές τη δυνατότητα να λάβουν υπόψη την ατομική κατάσταση του οικείου αιτούντος άσυλο.
63. Επομένως, η αδυναμία ενός αιτούντος άσυλο να απαντήσει σε τέτοιου είδους ερωτήσεις δεν μπορεί να συνιστά αφ’ εαυτής επαρκή λόγο για να συναχθεί η αναξιοπιστία του αιτούντος, στο μέτρο που η προσέγγιση αυτή είναι αντίθετη προς τις απαιτήσεις του άρθρου 4, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, της οδηγίας 2004/83 καθώς και του άρθρου 13, παράγραφος 3, στοιχείο α΄, της οδηγίας 2005/85.
64. Δεύτερον, μολονότι οι εθνικές αρχές βασίμως προβαίνουν, κατά περίπτωση, σε υποβολή ερωτήσεων προκειμένου να εκτιμήσουν τα γεγονότα και τις περιστάσεις σχετικά με τον προβαλλόμενο γενετήσιο προσανατολισμό των αιτούντων άσυλο, εντούτοις οι ερωτήσεις που αφορούν τις λεπτομέρειες των σεξουαλικών πρακτικών του οικείου αιτούντος άσυλο προσβάλλουν τα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνει ο Χάρτης και, ειδικότερα, το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής που προβλέπει το άρθρο του 7.»
Ενόψει των ως άνω θα συμφωνήσω με το σύνολο των ευρημάτων και της κατάληξης της Υπηρεσίας Ασύλου επί του 2ου ουσιώδους ισχυρισμού του αιτητή, ως στα ερ.68-75 καταγράφονται και παρατίθενται εν συντομία ανωτέρω. Τούτο γιατί, πολύ απλά, το όλο αφήγημα του αιτητή βρίθει κενών και ο αιτητής δεν ήταν σε θέση να αναφέρει την παραμικρή βιωματική λεπτομέρεια σχετικά με τα όσα ισχυρίστηκε για τη σχέση που είχε με κάποιον συμμαθητή του, την αντίδραση της οικογένειας του στον σεξουαλικό του προσανατολισμό αλλά και τις εσωτερικές διεργασίες συνεπεία αυτού.
Συνεπώς, παρότι δεν αποδίδω ιδιαίτερη βαρύτητα στην αδυναμία του αιτητή να εκφράσει και να διατυπώσει εσωτερικές διεργασίες που αφορούσαν όσα ισχυρίστηκε, ήτοι τη ντροπή και το στίγμα το οποίο ενδεχομένως να ένιωθε, τούτο άλλωστε θα μπορούσε ενδεχομένως να είναι αναμενόμενο από άτομο το οποίο μεγάλωσε και γαλουχήθηκε υπό εντελώς διαφορετικές συνθήκες, δεν μπορώ να παραβλέψω ότι δεν ήταν σε θέση να παρέχει εύλογα θεωρώ αναμενόμενες βιωματικές λεπτομέρειες για τα όσα ισχυρίστηκε ότι βίωσε από την οικογένεια του αλλά και στα πλαίσια της μοναδικής σχέσης του, όταν και εξέφρασε για πρώτη φορά τον σεξουαλικό του προσανατολισμό και τα όσα έγιναν κατά το βράδυ που γνώρισε το αγόρι με το οποίο συνευρέθηκε τελικά.
Αυτό που θεωρώ ότι λείπει παντελώς από το αφήγημα του αιτητή αποτυπώνεται χαρακτηριστικά στην απόφαση του UKIAT (Δευτεροβάθμιο Tribunal του Ηνωμένου Βασιλείου) στην HS (Homosexuals: Minors, Risk on Return) Iran v. Secretary of State for the Home Department [2005] UKAIT 00120, ημ.04/08/05 [2], όπου, στην παρ.128, το Δικαστήριο, κατά την αξιολόγηση των ισχυρισμών του εκεί αιτητή, ανέφερε ότι «there is the full, consistent detail and the plausible noting of small points, unlikely to be observed or recounted by a person who had not had the experience described. ». Εν προκειμένω λοιπόν, κατά παράφραση του ως άνω αποσπάσματος, σε δική μου μετάφραση, είναι κατάληξη μου ότι εκ του αφηγήματος του αιτητή απουσιάζει κάθε ψήγμα πλήρους, συνεκτικής, ευλογοφανούς παράθεσης των μικρών σημείων και λεπτομερειών, που θα ήταν απίθανο να προσέξει ή να είναι σε θέση να ανακαλέσει άτομο το οποίο δεν είχε βιώσει την εμπειρία που ο αιτητής παραθέτει. Είναι σ’ αυτό ακριβώς το σημείο που το όλο αφήγημα του αιτητή υπολείπεται του ευλόγως αναμενόμενου και είναι εκ τούτου που θεωρώ ότι διαβρώνεται η εσωτερική συνοχή των λεγομένων του.
Αναφορικά τώρα με την εξωτερική συνοχή των ισχυρισμών του αιτητή σημειώνω ότι η υπηρεσία προέβηκε δεόντως σε αξιολόγηση πληροφοριών που εντόπισε σχετικά με την μεταχείριση ΛΟΑΤΚΙ ατόμων στη Σιέρρα Λεόνε (ερ.68-69), όπου διαπιστώθηκε ότι τα όσα ανέφερε συνάδουν με τις διαθέσιμες πληροφορίες. Δεδομένου τούτου δεν κρίνω σκόπιμο να παρατεθούν περαιτέρω πληροφορίες σχετικά με τούτο, καθότι αρκεί ότι άτομα ΛΟΑΤΚΙ αντιμετωπίζουν κίνδυνο δίωξης από τις αρχές αλλά και το κοινωνικό σύνολο, κακομεταχείρισης, κοινωνικού αποκλεισμού αλλά και φυλάκισης, ως και στην επίδικη έκθεση καταγράφεται.
Όμως η έλλειψη εσωτερικής συνοχής των ισχυρισμών του αιτητή είναι τέτοια που, στα πλαίσια συνολικής αξιολόγησης και αποτίμησης των στοιχείων που απαρτίζουν την υπόθεση, δεν μπορεί παρά να συμπαρασύρει και να σφραγίσει την τύχη και της γενικής και συνολικής αξιοπιστίας του αφηγήματος του, δεδομένου ότι η συμφωνία με διαθέσιμες πληροφορίες για τη χώρα καταγωγής δεν αρκεί, τη στιγμή που στερείται εσωτερικής συνοχής, για τους λόγους που λεπτομερώς ανωτέρω εξηγούνται, ενόψει της συνολικής θεώρησης των δεικτών αξιοπιστίας, για να γίνουν δεκτοί οι ισχυρισμοί του.
Με βάση λοιπόν το σύνολο των στοιχείων ως καταγράφονται πιο πάνω, καταλήγω ότι η αίτηση διεθνούς προστασίας που υπέβαλε ο αιτητής εξετάστηκε επιμελώς και ερευνήθηκε δεόντως από την Υπηρεσία Ασύλου και δεν τέθηκε ενώπιον μου στοιχείο που να δεικνύει ότι η προσφυγή που καταχώρησε και συνδέεται με την παρούσα διατηρεί πραγματικές πιθανότητες επιτυχίας.
Δεδομένης της ως άνω κατάληξης μου παρέλκει η ανάγκη εξέτασης της οικονομικής δυνατότητας του αιτητή.
Σημειώνεται ότι το αποτέλεσμα της παρούσας δεν προδικάζει το αποτέλεσμα της προσφυγής που καταχώρησε, την οποία ο αιτητής έχει κάθε δικαίωμα να προωθήσει με ίδια μέσα.
Η αίτηση απορρίπτεται.
Τα έξοδα του μεταφραστή να καταβληθούν από τη Δημοκρατία.
Α. Χριστοφόρου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] Βλ. Zisakou S (2021) Credibility Assessment in Asylum Claims Based on Sexual Orientation by the Greek Asylum Service: A Deep-Rooted Culture of Disbelief. https://www.frontiersin.org/articles/10.3389/fhumd.2021.693308/full
[2] HS (Homosexuals: Minors, Risk on Return) Iran v. Secretary of State for the Home Department | Refworld, https://www.refworld.org/jurisprudence/caselaw/gbrait/2005/en/57477
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο