
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπoθ. Αρ.: 2025/2023
22 Ιανουαρίου 2025
[Α.Α. ΑΓΡΟΤΗ, ΔΔΔΔΠ]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
M.A.
Αιτητής
-και-
Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω
Υπουργείου Εσωτερικών, Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ' ων η Αίτηση
Ο. Ηλιάδης (κος) για Αγγελική Λαζάρου (κα), για τον Αιτητή
Μ. Τρεμούρη (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας για τους Καθ' ων η Αίτηση
[Ο Αιτητής παρών]
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Α.Α. ΑΓΡΟΤΗ Δ. ΔΔΔΠ: Με την παρούσα προσφυγή, ο Αιτητής προσβάλλει την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου η οποία περιέχεται σε επιστολή ημερομηνίας 02/06/2023 σύμφωνα με την οποία το αίτημά του για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας απορρίφθηκε και καλεί το Δικαστήριο όπως κηρύξει αυτήν άκυρη και/ή παράνομη και/ή αντισυνταγματική και/ή στερημένη οπουδήποτε έννομου αποτελέσματος.
Όπως προκύπτει τόσο από την Ένσταση, αλλά και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, που αποτελεί τεκμήριο Α στην παρούσα διαδικασία, τα ουσιώδη γεγονότα που αφορούν την υπό εξέταση υπόθεση είναι τα ακόλουθα:
Ο Αιτητής είναι ενήλικας, υπήκοος της Νιγηρίας και κάτοχος διαβατηρίου, με ημερομηνία έκδοσης την 03/02/2021 και ημερομηνία λήξης την 02/02/2026. Στις 07/04/2021, ο Αιτητής, σύμφωνα με δική του δήλωση, εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του και μέσω Τουρκίας αφίχθηκε στα κατεχόμενα εδάφη της Κύπρου, έχοντας στην κατοχή του φοιτητική άδεια εκεί. Στη συνέχεια διήλθε παράτυπα στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές, υποβάλλοντας στις 10/06/2021 αίτημα για διεθνή προστασία.
Στις 04/05/2023 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη στον Αιτητή από λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου και ακολούθως στις 10/05/2023, ο αρμόδιος λειτουργός συνέταξε Έκθεση-Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη του αιτήματος του Αιτητή. Την ίδια ημέρα, συγκεκριμένος λειτουργός δεόντως εξουσιοδοτημένος, από τον Υπουργό Εσωτερικών, να ασκεί καθήκοντα Προϊστάμενου της Υπηρεσίας Ασύλου, κατόπιν εξέτασης της εισηγητικής έκθεσης αποφάσισε την απόρριψη της αίτησης του Αιτητή.
Η απορριπτική απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου μαζί με την αιτιολογία αυτής, η οποία περιέχεται σε επιστολή ημερομηνίας 02/06/2023, παραλήφθηκε δια χειρός από τον Αιτητή αυθημερόν, θέτοντας την υπογραφή.
Εμπρόθεσμα ο Αιτητής καταχώρισε την με τον πιο πάνω αριθμό και τίτλο προσφυγή εναντίον της απορριπτικής του αιτήματος του απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου.
Με την αίτηση ακυρώσεως ο Αιτητής, μέσω της συνηγόρου του, προβάλλει αριθμό νομικών ισχυρισμών προς ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης, πλην όμως με την αγόρευση των συνηγόρων του προωθούνται ορισμένοι από αυτούς. Ειδικότερα ο Αιτητής προβάλλει τη θέση περί έλλειψης δέουσας έρευνας από πλευράς των Καθ’ ων η αίτηση κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης αλλά και μη επαρκούς αιτιολογίας καθώς και πλάνης περί τα πράγματα, χωρίς ωστόσο οι ισχυρισμοί αυτοί να εξειδικεύονται δεόντως και σύμφωνα με τους εν ισχύ διαδικαστικούς κανονισμούς περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικούς Κανονισμούς του 2019 (3/2019) ως έχουν τροποποιηθεί μέχρι σήμερα.
Από την πλευρά τους οι Καθ' ων η αίτηση, μέσω της δικής τους γραπτής αγόρευσης, υπεραμύνονται της νομιμότητας και της ορθότητας της υπό εξέτασης απόφασης, ισχυριζόμενοι ότι οι Καθ’ ων η αίτηση ενήργησαν ορθά, νόμιμα και καλόπιστα υπό τις περιστάσεις. Αποτελεί θέση των Καθ’ ων η αίτηση πως οι λόγοι ακύρωσης που προβάλλονται δεν εγείρονται σύμφωνα με τον Κανονισμό 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Δικαστηρίου του 1962, δηλαδή δεν εγείρονται πλήρως αιτιολογημένα, και εισηγούνται όπως μην εξεταστούν από το Δικαστήριο. Περαιτέρω, προωθούν ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να αποσείσει το βάρος απόδειξης το οποίο υπέχει και να αποδείξει βάσιμο λόγο δίωξης για κάποιον από τους λόγους που εξαντλητικά προβλέπονται στο άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου (Ν.6(Ι)/2000). Ούτε όμως και κατάφερε να αποδείξει ότι μπορεί να τύχει της χορήγησης καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του άρθρου 19 του ίδιου Νόμου, εφόσον δεν τεκμηριώθηκε περίπτωση να ενδέχεται να εκτεθεί σε κίνδυνο που ισοδυναμεί με σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του. Τέλος, οι Καθ’ ων η αίτηση επισημαίνουν ότι η χώρα καταγωγής του Αιτητή ανήκει στις ασφαλείς χώρες ιθαγένειας δυνάμει της Κ.Δ.Π.166/2023, και καλούν το Δικαστήριο όπως απορρίψει την παρούσα προσφυγή.
Κατά το στάδιο των διευκρινίσεων ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον Αιτητή, περιόρισε τους νομικούς ισχυρισμούς του στην κατ' ισχυρισμό έλλειψη δέουσας έρευνας από πλευράς των Καθ' ων η αίτηση κατά την λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης, αποσύροντας όλους τους λοιπούς ισχυρισμούς. Περαιτέρω, εγκατέλειψε το αίτημά του για προσφυγικό καθεστώς και προώθησε μόνο τη θέση του ότι εσφαλμένα δεν εκχωρήθηκε στον Αιτητή καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας λόγω πραγματικού κινδύνου να υποστεί βλάβη στη χώρα καταγωγής του και πάλιν όμως χωρίς να παραπέμψει σε συγκεκριμένους ισχυρισμούς ή σχετικές πηγές πληροφόρησης που να τεκμηριώνουν αυτό. Οι Καθ' ων η αίτηση υιοθέτησαν το περιεχόμενο της Ένστασης και της γραπτής τους αγόρευσης, επισημαίνοντας ότι από την έκθεση εισήγηση διαπιστώνεται επαρκής έρευνα των ισχυρισμών του Αιτητή από πλευράς των Καθ’ ων η αίτηση. Στα πλαίσια της ίδιας διαδικασίας το Δικαστήριο εξήγησε στον Αιτητή πως οι προβαλλόμενοι ισχυρισμοί του δεν εμπίπτουν σε καθεστώς διεθνούς προστασίας και του έδωσε την ευκαιρία να τοποθετηθεί, ωστόσο ο ίδιος ανέφερε απλώς πως επιθυμεί να προχωρήσει γιατί σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του «θα είναι δύσκολο» για εκείνον.
Δεδομένου ότι το παρόν Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018, Ν. 73(Ι)/2018 κέκτηται εξουσίας όπως εξετάζει πέραν από την νομιμότητα της προσβαλλόμενης πράξης και την ουσιαστική ορθότητα αυτής, ήτοι εξέταση επί της ουσίας του αιτήματος του Αιτητή, κρίνω σκόπιμο όπως παραθέσω πιο κάτω όλους τους ισχυρισμούς που ο Αιτητής προέβαλε σε όλα τα στάδια εξέτασης του αιτήματός του, προκειμένου να εξετάσω την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης αλλά και για να διαφανεί εάν οι Καθ' ων η αίτηση αποφάσισαν μετά από δέουσα έρευνα, ορθά, νόμιμα και εντός των πλαισίων της νόμιμης άσκησης της διακριτικής τους ευχέρειας, εξετάζοντας παράλληλα και τους προβαλλόμενους από τον Αιτητή ισχυρισμούς προς ακύρωση της απόφασης των Καθ' ων η αίτηση.
Με την αίτησή του για παροχή διεθνούς προστασίας, ο Αιτητής ανέφερε ότι έχασε τους γονείς του σε μικρή ηλικία και ο θείος του ανέλαβε τη φροντίδα και ανατροφή του. Ισχυρίστηκε, περαιτέρω, ότι ο θείος του ποτέ δεν επιθυμούσε μία καλή ζωή για τον ίδιο και μόλις βρέθηκε σε ικανή ηλικία ώστε να κληρονομήσει την πατρική του περιουσία, ο θείος του θέλησε να το σκοτώσει ώστε να καρπωθεί αυτός της περιουσίας του αδελφού του.
Στο πλαίσιο της συνέντευξής του από λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, ο Αιτητής ανέφερε ως τόπο καταγωγής και συνήθους διαμονής του την πόλη Idumoza Uromi στην πολιτεία Edo της Νιγηρίας. Δήλωσε άγαμος και άτεκνος. Αναφορικά με την οικογένειά του, δήλωσε πως ο πατέρας του απεβίωσε όταν ο Αιτητής ήταν σε παιδική ηλικία με αποτέλεσμα να μη γνωρίζει τι ακριβώς του συνέβη, ενώ η μητέρα του ως πληροφορήθηκε από τον εργοδότη του, όταν ο πατέρας του απεβίωσε εκείνη αναχώρησε μαζί με την αδελφή του. Οι μοναδικοί συγγενείς που έχει πλέον στη Νιγηρία είναι ο πατρικός του θείος του και η οικογένεια του τελευταίου, με τους οποίους πλέον δεν έχει επικοινωνία. Κληθείς να προσδιορίσει το μορφωτικό του επίπεδο και την εργασιακή του εμπειρία, ο Αιτητής δήλωσε ότι ολοκλήρωσε τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση και εργαζόταν στη χώρα του.
Ερωτηθείς για τον λόγο για τον οποίο εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής ισχυρίστηκε, κατά την ελεύθερη αφήγησή του, ότι η διαβίωση με το θείο του ήταν δύσκολη καθώς δεν του επέτρεπε να παίζει με τους φίλους του έξω από την οικία και να επικοινωνεί με τα ξαδέλφια του, ενώ τον απειλούσε πως θα τον σκοτώσει για να καρπωθεί την περιουσία του πατέρα του Αιτητή. Ρητώς ανέφερε ότι ο μόνος λόγος να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του ήταν η συγκεκριμένη κτηματική διαφορά. Σε διευκρινιστικές ερωτήσεις, ο Αιτητής δήλωσε, αναφορικά με την πατρική του περιουσία, πως δε γνωρίζει με ακρίβεια σε τι συνίσταται αυτή η περιουσία, πέραν του ότι πρόκειται για μία οικία και ένα τμήμα γης στοιχεία τα οποία πληροφορήθηκε από τον εργοδότη του. Σχετικά με το περιεχόμενο των απειλών από το θείο του, ο Αιτητής αναφέρθηκε σε μη ικανοποιητική φροντίδα από τον θείο του αντί για απειλές, εφόσον ανέφερε ότι ο τελευταίος του φώναζε και τον παραμελούσε καθώς επίσης ότι συζητούσε με φίλους του για την περιουσία του Αιτητή. Παράλληλα, σε σχέση με τη συχνότητα και διάρκεια της συμπεριφοράς αυτής δήλωσε πως αυτή ήταν συνεχόμενη και ξεκίνησε σε ηλικία 17-18 ετών, ενώ σε προγενέστερο στάδιο είχε δηλώσει πως αυτή η κατάσταση με το θείο του ξεκίνησε όταν ο Αιτητής ήταν σε ηλικία 12 ετών και έπειτα πως για το διάστημα που ήταν μαθητής δεν τον απειλούσε αλλά δεν πλήρωνε τα δίδακτρα για το σχολείο του. Ο Αιτητής θεωρεί όπως ανέφερε, ότι εξακολουθεί να κινδυνεύει εάν επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του παρά το ότι η περιουσία -πλέον- είναι στο όνομα του θείου του, καθότι ο τελευταίος θα θεωρήσει ότι ο Αιτητής θα υπερασπιστεί τα δικαιώματά του επί της πατρικής περιουσίας, κάτι που δεν είχε πράξει προηγουμένως για οικονομικούς λόγους. Ο Αιτητής δεν είχε βιώσει οτιδήποτε προσωπικά, αλλά ούτε και ο εργοδότης του από το θείο του, ούτε υπέβαλε οποιαδήποτε καταγγελία στις αρχές κατά του θείου του. Ως προς τις συνέπειες σε περίπτωση επιστροφής του, ο Αιτητής δήλωσε πως θα αντιμετωπίσει το ίδιο πρόβλημα, ενώ σχετικά με το ενδεχόμενο εσωτερικής του μετεγκατάστασης δεν δήλωσε σίγουρος για το τι θα του συμβεί.
Ο αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου στην εισηγητική του έκθεση, με βάση τα ανωτέρω, διήκρινε δύο ισχυρισμούς: πρώτον αναφορικά με τα προσωπικά στοιχεία και τη χώρα καταγωγής του Αιτητή και δεύτερον σχετικά με τον ισχυριζόμενο φόβο δίωξης από το θείο του λόγω κτηματικής διαφοράς. Ο πρώτος ισχυρισμός κρίθηκε ως αξιόπιστος, αλλά ο δεύτερος ισχυρισμός δεν έγινε αποδεκτός, καθότι οι δηλώσεις του κρίθηκαν ασαφείς, με έλλειψη ευλογοφάνειας, χωρίς την απαιτούμενη λεπτομέρεια και ακρίβεια.
Πιο συγκεκριμένα, όσον αφορά την εσωτερική αξιοπιστία του δεύτερου προαναφερθέντος ισχυρισμού παρατηρούνται τα εξής: ο Αιτητής αρχικά δήλωσε πως γνωρίζει γενικά ότι η πατρική του περιουσία αποτελείται από μία οικία και ένα τμήμα γης, ωστόσο στη συνέχεια ανέφερε πως ο εργοδότης του τον έχει ενημερώσει για το ποια είναι η εν λόγω περιουσία. Κληθείς να εξηγήσει την ανωτέρω αντίφαση στα λεγόμενά του, ο Αιτητής δήλωσε χωρίς να προσδίδει οιανδήποτε επεξήγηση «Ο εργοδότης μου ξέρει, μπορεί να μου πει για τα περισσότερα από αυτά» (ελεύθερη μετάφραση του Δικαστηρίου. Σε σχέση με τις απειλές, ο Αιτητής δήλωσε πως ξεκίνησαν όταν αυτός ήταν σε ηλικία 17 – 18 ετών και έκτοτε ήταν συνεχείς, ωστόσο δεν κρίνεται εύλογο ο Αιτητής να παρέμενε με το θείο του παρά την δύσκολη κατάσταση που ισχυρίστηκε ότι βίωνε. Αντιφατικές είναι και οι δηλώσεις του Αιτητή αναφορικά με την οικία που διέμενε προ της αναχωρήσεως του, καθότι ενώ αρχικά ανέφερε πως διέμενε μαζί με το θείο και την οικογένεια του τελευταίου στη συνέχεια άλλαξε τη δήλωσή του λέγοντας πως διέμενε στην οικία κάποιου φίλου του. Κληθείς να διευκρινίσει σχετικά ο Αιτητής ανέφερε ότι δεν έμενε μόνιμα εκεί, χωρίς να διευκρινίζει σε ποιες από τις δύο οικίες αναφέρεται, και ότι ο θείος του δεν τον ήθελε στην οικία του. Ο αρμόδιος λειτουργός, περαιτέρω, χαρακτήρισε μη ευλογοφανείς τις δηλώσεις του Αιτητή πως ο λόγος που δεν κατήγγειλε το θείο του είναι διότι δεν το επιτρέπει ο πολιτισμός τους. Ο Αιτητής υποβιβάζει τον φερόμενο ως φόβο δίωξης δηλώντας πως ο ίδιος σκεφτόταν τη μετοίκηση αλλά ο εργοδότης του τον παρότρυνε να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του. Επιπρόσθετα, ο λειτουργός επισημαίνει πως θα αναμένετο να διαφύγει άμεσα και όχι το 2021 εάν διέτρεχε κίνδυνο, ωστόσο ο Αιτητής ισχυρίστηκε πως δεν είχε τα χρήματα να το πράξει. Σύμφωνα με την έκθεση εισήγηση του λειτουργού η ισχυριζόμενη δίωξη του Αιτητή δεν υφίσταται αφού όπως παραδέχτηκε ο ίδιος, η περιουσία, η οποία αποτελεί την γενεσιουργό αιτία της ισχυριζόμενης δίωξης του, ανήκει πλέον στον θείο του και ο ίδιος δεν έχει στην κατοχή του οιανδήποτε αποδεικτικά των δικαιωμάτων του έγγραφα. Τέλος, ισχυρίστηκε ότι τίποτα προσωπικό δεν συνέβη στον ίδιο μέχρι και τη στιγμή κατά την οποία αποφάσισε να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του υποβιβάζοντας και πάλι τον φερόμενο φόβο δίωξής του, καθώς δεν παρατηρείται βάσιμος φόβος δίωξης ως προς την φύση ή την επανάληψή του. Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του εν λόγω ουσιώδους ισχυρισμού, ο λειτουργός κατέγραψε ότι τα όσα ανέφερε ο Αιτητής αποτελούν το μοναδικό τεκμήριο προς υποστήριξη του αιτήματος του, καταλήγοντας σε απόρριψη του ισχυρισμού του.
Υπό το φως του μοναδικού ισχυρισμού που έγινε αποδεκτός και αφορά στα προσωπικά στοιχεία του Αιτητή, κατά την αξιολόγηση κινδύνου και τη νομική ανάλυση, ο αρμόδιος λειτουργός, έκρινε ότι δεν τεκμηριώθηκε βάσιμος φόβος δίωξης για κάποιον από τους περιοριστικά αναφερόμενους λόγους στο άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου και άρα ο Αιτητής δεν δικαιούται να αναγνωριστεί ως πρόσφυγας. Επιπρόσθετα, κρίθηκε ότι ο Αιτητής ότι δεν μπορεί να αναγνωριστεί ούτε ως δικαιούχος συμπληρωματικής προστασίας, καθώς δεν προέκυψε ότι θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης σε περίπτωση επιστροφής του στη Νιγηρία, όπως προνοείται στο άρθρο 19 (1) και (2) του περί Προσφύγων Νόμου. Ειδικά ως προς το στοιχείο (γ) του άρθρου 19 (2) ο αρμόδιος λειτουργός παρέπεμψε σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης επισημαίνοντας ότι στη Νιγηρία δεν παρατηρούνται συνθήκες διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης. Τούτων λεχθέντων οι Καθ’ ων η αίτηση απέρριψαν το αίτημα του Αιτητή στο σύνολό του ως αβάσιμο.
Στο πλαίσιο ελέγχου της ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, με βάση τα όσα προκύπτουν από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου και κυρίως το πρακτικό της διενεργηθείσας συνέντευξης ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου και της εισηγητικής έκθεσης, κρίνω ορθή την κατάληξη της αξιολόγησης του αρμόδιου λειτουργού βάσει των δηλώσεων που ο Αιτητής προέβαλε κατά την προφορική του συνέντευξη, ως προς τον ουσιώδη ισχυρισμό που αφορά τη χώρα καταγωγής, την ταυτότητα, τα προσωπικά του στοιχεία και τον τόπο καταγωγής και τελευταίας συνήθους διαμονής του.
Προχωρώντας στην αξιολόγηση της εσωτερικής αξιοπιστίας του δεύτερου ουσιώδη ισχυρισμού που αφορά την κατ' ισχυρισμό δίωξη του Αιτητή από τον θείο του για περιουσιακά θέματα, οι δηλώσεις του Αιτητή κρίνονται ασαφείς, αόριστες, γενικόλογες και χαρακτηρίζονται από έλλειψη ευλογοφάνειας και έλλειψη επαρκών λεπτομερειών. Ακόμα και στα διευκρινιστικά ερωτήματα που τέθηκαν στον Αιτητή, οι απαντήσεις του ήταν αόριστες, γενικές, σύντομες και χωρίς λεπτομέρεια και περιγραφικότητα. Ειδικότερα, παρατηρείται ότι δόθηκαν αρκετές ευκαιρίες στον Αιτητή να απαντήσει με περισσότερες λεπτομέρειες για τον φόβο του από την ισχυριζόμενη δίωξη από τον θείο του και σε όλες τις περιπτώσεις οι απαντήσεις του παρέμειναν γενικές. Ο Αιτητής δεν παρουσίασε οποιοδήποτε αντικειμενικό δεδομένο από το οποίο να προκύπτει κατά τρόπο ευλογοφανή και συγκεκριμένο δίωξή του από τον θείο του, καθότι δήλωσε ρητά πως δεν είχε βιώσει κανένα περιστατικό εναντίον του έως και την αναχώρησή του από τη χώρα καταγωγής του. Ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να τοποθετηθεί συγκεκριμένα αναφορικά με το περιεχόμενο των απειλών, αλλά ούτε και να προσδιορίσει με ακρίβεια τη συχνότητα και τη διάρκειά τους. Γενικώς παρατηρώ ότι η αφήγηση του Αιτητή δεν παρουσιάζει οποιαδήποτε βιωματικής φύσεως λεπτομέρεια, αλλά είναι στο σύνολό της πολύ γενική. Περαιτέρω, θα επισημάνω κατωτέρω δύο επιπρόσθετα σημεία αναξιοπιστίας του Αιτητή, τα οποία αντλώ από τη συνέντευξή του ενώπιον των Καθ’ ων η αίτηση: πρώτον, παρατηρώ πως είναι ασαφής και χωρίς ικανοποιητικές λεπτομέρειες ο ισχυρισμός του Αιτητή πως η δύσκολη κατάσταση με τον θείο του ξεκίνησε όταν ο ίδιος ήταν 12 ετών (ερυθρό 17 του διοικητικού φακέλου). Ακολούθως, ο Αιτητής δημιουργεί ακόμη μεγαλύτερη ασάφεια σε σχέση με την κατάσταση που επικρατούσε μεταξύ του ίδιου και του θείου του δηλώνοντας πως δε δεχόταν απειλές ενόσω ήταν μαθητής αλλά ο θείος του δεν πλήρωνε τα δίδακτρα της εκπαίδευσής του. Δεύτερον, παραμένοντας γενικός στις δηλώσεις του ο Αιτητής αναφέρθηκε στο περιεχόμενο των απειλών που δεχόταν από το θείο του λέγοντας πως του φώναζε, όταν ασθενούσε δεν τον μετέφερε στο νοσοκομείο, συζητούσε με φίλους του για την πατρική περιουσία του Αιτητή και του ανέφερε πως δεν πρόκειται να λάβει μόνος του την εν λόγω περιουσία. Ο Αιτητής με τις πιο πάνω δηλώσεις του όχι μόνο αδυνατεί να παράσχει λεπτομέρειες για τις απειλές, αλλά αποτυγχάνει να προσδώσει βιωματικό χαρακτήρα στα περιστατικά και παράλληλα δεν στοιχειοθετεί μέσω τον δηλώσεων του κανένα συμβάν δίωξης εναντίον του.
Στο σημείο αυτό επισημαίνεται ότι ο Αιτητής, κατά την ενώπιον μου διαδικασία, εκπροσωπούμενος δια συνηγόρου παραλείπει να επιχειρήσει οποιαδήποτε περαιτέρω στοιχειοθέτηση της υπόθεσής του και να καλύψει τα κενά που οι Καθ'ων η αίτηση επεσήμαναν κατά την αξιολόγηση των δηλώσεών του. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο κρίνει τον υπό εξέταση ισχυρισμό ως εσωτερικά μη αξιόπιστο.
Προχωρώντας στην αξιολόγηση της εξωτερικής αξιοπιστίας του υπό εξέταση ισχυρισμού, το Δικαστήριο κρίνει ότι τα εκ του Αιτητή εξιστορισθέντα αποτελούν υποκειμενικής φύσης περιστατικά, εκ των οποίων δεν απορρέει κάποιο στοιχείο που θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο έρευνας.
Παρά τη σχετική δήλωση του συνηγόρου του Αιτητή ότι δεν προτίθεται να προωθήσει το αίτημα για υπαγωγή του Αιτητή στο προσφυγικό καθεστώς το Δικαστήριο θα προχωρήσει στην σχετική εξέταση στα πλαίσια της εξουσίας του να εξετάζει και τη νομιμότητα αλλά και την ουσιαστική ορθότητα της επίδικης απόφασης.
Σύμφωνα με το άρθρο 3 του Ν. 6(Ι)/2000, «πρόσφυγας αναγνωρίζεται το πρόσωπο, που λόγω βάσιμου φόβου καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, είναι εκτός της χώρας της ιθαγένειας του και δεν είναι σε θέση ή λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο, να χρησιμοποιήσει την προστασία της χώρας αυτής». Για να αναγνωριστεί πρόσωπο ως πρόσφυγας, θα πρέπει να αποδεικνύεται βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης, του οποίου τόσο το υποκειμενικό όσο και το αντικειμενικό στοιχείο πρέπει να εκτιμηθούν από το αρμόδιο όργανο προτού καταλήξει σε απόφαση.
Το άρθρο 18(5) του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6(Ι)/2000 προνοεί ότι «εναπόκειται στον Αιτητή να τεκμηριώσει την αίτηση διεθνούς προστασίας», χωρίς να απαιτείται να προσκομίσει τυπικά αποδεικτικά στοιχεία. Ο Αιτητής έχει την ευθύνη να εκθέσει με την αίτησή του αλλά και μέσα από την ενώπιον της αρμόδιας αρχής συνέντευξη του, ακόμα και ενώπιον του Δικαστηρίου, μέσω της ορθής δικονομικής διαδικασίας, με στοιχειώδη σαφήνεια, τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά τα οποία του προκαλούν, κατά τρόπο αντικειμενικό, δικαιολογημένο φόβο δίωξης υφιστάμενο στη χώρα καταγωγής του. Ο Αιτητής οφείλει να επικαλεστεί με λεπτομέρεια, σαφήνεια και αληθοφάνεια συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το υποβληθέν αίτημά του για διεθνή προστασία, το δε αρμόδιο όργανο εξετάζοντας την αίτηση του Αιτητή, οφείλει να λάβει υπόψη του κάθε σχετικό με την υπόθεση γεγονός. Επί τούτου ο συνήγορος του Αιτητή ισχυρίζεται ότι οι Καθ΄ ων η αίτηση στα πλαίσια εξέτασης της αίτησής του, δεν προέβησαν σε δέουσα έρευνα.
Είναι πάγια νομολογημένο ότι δέουσα έρευνα κρίνεται από το Δικαστήριο ότι έγινε, όταν το αρμόδιο όργανο εξετάζει κάθε σχετικό με την υπόθεση γεγονός (βλ. Motorways Ltd v. Υπουργού Οικονομικών (1999) 3ΑΑΔ 447). Ορθή και πλήρης έρευνα θεωρείται αυτή που εκτείνεται στη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων της υπόθεσης (βλ. Νικολαΐδη v. Μηνά (1994) 3ΑΑΔ 321, Ττουσούνα ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 151, Χωματένος ν. Δημοκρατίας κ.α. (2013) 3 Α.Α.Δ. 120, Α. Παπουτέ ν. Χρ. Κασάπη και Κυπριακής Δημοκρατίας, Συν. Αναθ. Έφεση 112/15 και 131/15 ημερομηνίας 13/07/2022). Η έκταση της έρευνας εξαρτάται πάντοτε από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης (βλ. Δημοκρατία v. Ευαγγέλου κ.α. (2013) 3ΑΑΔ 414) και το αρμόδιο όργανο οφείλει να βρει τον κατάλληλο τρόπο για να εκπληρώσει την υποχρέωσή του για επαρκή έρευνα.
Μελετώντας τον διοικητικό φάκελο, διαπιστώνω ότι οι Καθ' ων η αίτηση, συνεκτίμησαν και αξιολόγησαν όλα τα στοιχεία που είχαν ενώπιόν τους προτού καταλήξουν στην προσβαλλόμενη απόφαση και, στη βάση αυτών, εξέδωσαν αιτιολογημένη απόφαση. Συνεπώς, από το ιστορικό του Αιτητή όπως αυτό φαίνεται πιο πάνω, έχοντας κατά νου τα δεδομένα που προκύπτουν από τον διοικητικό φάκελο και από την ανωτέρω αξιολόγηση των ισχυρισμών του, ορθά κρίθηκε ότι ο Αιτητής δεν στοιχειοθέτησε κανένα απολύτως ισχυρισμό που να εμπίπτει στις προϋποθέσεις αναγνώρισης προσώπου ως πρόσφυγα.
Επιπλέον, δεδομένης της προσωπικής φύσεως της διαφοράς, ακόμη και αν οι ισχυρισμοί του Αιτητή κρινόντουσαν ως αξιόπιστοι, οι περιουσιακές διαφορές δεν εμπίπτουν στους λόγους που ρητά προνοεί ο Νόμος για την παραχώρηση διεθνούς προστασίας. Τέλος, είναι πλέον νομολογημένο ότι «δεν είναι επαρκές για αιτητή διεθνούς προστασίας, προς ευόδωση της αίτησής του, να επικαλείται φόβο δίωξης στη χώρα καταγωγής του προκαλούμενο από ιδιωτικούς φορείς, χωρίς να συγκεκριμενοποιεί οποιοδήποτε γεγονός προς τούτο και αναμένοντας από τις διοικητικές ή δικαστικές αρχές να διεξάγουν εξ ιδίων έρευνα ώστε να εξιχνιάσουν τα γεγονότα επαλήθευσης ή μη του ισχυρισμού του» (βλ. M.M.R. v Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω ΑΑΠ, Έφεση κατά απόφασης ΔΔΔΠ αρ. 5/2019, ημερομηνίας 04/10/2023).
Ο «Πρακτικός Οδηγός της ΕΑΣΟ: Αξιολόγηση των Αποδεικτικών Στοιχείων» (Μάρτιος 2015) καθορίζει πως στη βάση της συλλογής πληροφοριών θα πρέπει να προσδιορίζονται τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά, τα οποία στη συνέχεια θα πρέπει να συνδέονται με τις απαιτήσεις του ορισμού του πρόσφυγα και αν δεν υπάρχει κατάληξη ότι μπορεί να δοθεί προσφυγικό καθεστώς, τότε το αρμόδιο όργανο θα πρέπει να εκτιμήσει εάν τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά συνδέονται με τις απαιτήσεις του ορισμού του προσώπου που δικαιούται συμπληρωματική προστασία.
Εξετάζοντας πλήρως την υπόθεση, διαπιστώνω επίσης, απορρίπτοντας τον προωθούμενο από τον Αιτητή ισχυρισμό, ότι ορθά κρίθηκε από τους Καθ' ων η αίτηση ότι δεν πληρούνται ούτε οι προϋποθέσεις του άρθρου 19 του N.6(I)/2000 για να παρασχεθεί στον Αιτητή το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, εφόσον δεν αποδείχθηκε ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αναφορικά με τον κίνδυνο να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα του.
Για τη διαπίστωση αυτού του πραγματικού κινδύνου θα πρέπει να υπάρχουν, όπως ρητά προνοεί το άρθρο 19(1), του Ν.6(Ι)/2000 «ουσιώδεις λόγοι». Περαιτέρω, σοβαρή βλάβη ή σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη κατά το εδάφιο (2) του άρθρου 19, του Ν.6(Ι)/2000 σημαίνει κίνδυνο αντιμετώπισης θανατικής ποινής, βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας ή να υπάρχει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης (βλ.Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. ν. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015, ECLI:CY:AD:2015:D619, ECLI:CY:AD:2015:D619, ECLI:CY:AD:2015:D619).
Προκειμένου να διαπιστωθεί εάν συντρέχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής θα αντιμετωπίσει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής του ακεραιότητας λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, ως οι διατάξεις του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, το Δικαστήριο ανέτρεξε σε έγκυρες πηγές πληροφόρησης για τη χώρα καταγωγής του Αιτητή, προς εξέταση της κατάστασης που επικρατεί σε αυτήν και συγκεκριμένα στην πολιτεία Edo, την οποία ο Αιτητής δήλωσε ως τόπο καταγωγής και τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής.
Στοιχεία της βάσης δεδομένων ACLED (The Armed Conflict Location & Εvent Data Project), κατά το διάστημα 11/11/2023 μέχρι και 08/11/2024, καταγράφηκαν στην πολιτεία Edo συνολικά 171 περιστατικά ασφαλείας, εκ των οποίων προέκυψαν 102 ανθρώπινες απώλειες. Ειδικότερα, 63 εξ αυτών καταγράφηκαν ως μάχες (με 68 θύματα), 47 ως περιστατικά βίας κατά των πολιτών (με 28 θύματα), 39 ως διαδηλώσεις (με κανένα θύμα), 22 ως εξεγέρσεις/ταραχές (με 6 θανάτους).[1] Ο εκτιμώμενος πληθυσμός για το 2022 ανέρχεται για την πολιτεία Edo στους 4.777.000 κατοίκους.[2] Τα εν λόγω στοιχεία καταδεικνύουν ότι δεν υπάρχουν συνθήκες αδιάκριτης βίας λόγω ένοπλης σύρραξης στην εν λόγω περιοχή που θα μπορούσαν να θέσουν υπό απειλή την ζωή ενός πολίτη από την παρουσία του και μόνο στην εν λόγω περιοχή, υπό την έννοια του Άρθρου 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ.
Κρίνω, υπό τις περιστάσεις και στη βάση του συνόλου των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου, ότι το αίτημα του Αιτητή εξετάστηκε πλήρως η δε απόφαση είναι πλήρως αιτιολογημένη. Ο Αιτητής δεν κατάφερε να τεκμηριώσει σε κανένα στάδιο της διαδικασίας τη βασιμότητα του αιτήματός του για αναγνώριση της ιδιότητας του πρόσφυγα, δυνάμει του περί Προσφύγων Νόμου και της Σύμβασης της Γενεύης, ούτε για την παραχώρηση της συμπληρωματικής προστασίας που προβλέπεται στο άρθρο 19 του Νόμου.
Η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε στο πλαίσιο άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του αρμόδιου διοικητικού οργάνου, το οποίο συνεκτίμησε όλα τα πραγματικά στοιχεία και εξέδωσε τελική αιτιολογημένη απόφαση. Δεν έχει καταδειχθεί οτιδήποτε το μεμπτό, ούτως ώστε να δικαιολογείται επέμβαση του παρόντος Δικαστηρίου. Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αποτέλεσμα δέουσας έρευνας και επαρκώς αιτιολογημένη..
Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με €1000 έξοδα υπέρ των Καθ'ων η αίτηση και εναντίον του Αιτητή. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.
Α. ΑΓΡΟΤΗ, Δ ΔΔΔΠ
[1]ACLED, The Armed Conflict Location & Event Data Project, διαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο: https://acleddata.com/explorer/
[βλ. Πλατφόρμα ACLED Explorer, με χρήση των ακόλουθων στοιχείων ανάλυσης: ΧΡΟΝΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ: past year of ACLED DATA, ΤΥΠΟΣ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ: Battles, Explosions/Remote violence, Violence against civilians, Protests και Riots, και ΠΕΡΙΟΧΗ: Africa - Nigeria - Edo State], (accessed on 14/11/2024)
[2] City Population [Nigeria - Edo State]
https://citypopulation.de/en/nigeria/admin/NGA012__edo/ (accessed on 14/11/2024)
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο